Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Τι νοείται με τα εδάφια «να δεσμεύσης τας γλυκείας επιρροάς της Πλειάδος, ή να λύσης τα δεσμά του Ωρίωνος; Δύνασαι να εκβάλης τα Ζώδια εις τον καιρόν αυτών; ή δύνασαι να οδηγήσης τον Αρκτούρον μετά των υιών αυτού;» που αναγράφονται στον Ιώβ 38:31, 32;—Ου. Σ., Νέα Υόρκη.
Μερικοί αποδίδουν εξαιρετικές ιδιότητες σ’ αυτούς τους αστερισμούς ή αστρικά συγκροτήματα και βάσει τούτων παρέχουν ατομικές ερμηνείες περί του Ιώβ 38:31, 32, οι όποιες καταπλήσσουν τους ακροατάς των. Οι απόψεις των δεν είναι πάντοτε ορθές από αστρονομική άποψι, και όταν εξετασθούν Γραφικώς είναι εντελώς αβάσιμες. Γιατί; διότι δεν γνωρίζομε τίνων αστέρων ή αστρικών συγκροτημάτων γίνεται μνεία σ’ αυτά τα εδάφια. Το ονόματα Πλειάς, Ωρίων και Αρκτούρος δεν είναι τα ονόματα που αναγράφονται μέσα στη Γραφή. Μερικές μεταφράσεις κάνουν τη λέξι Μαζζαρώθ να αναφέρεται στα σημεία των Ζωδίων. Οι Άγγλοι και άλλοι μεταφρασταί υιοθέτησαν απλώς τα ειδωλολατρικά αυτά ονόματα που αποδίδονται σε αστερισμούς ή αστρικά συγκροτήματα και τα εισήγαγαν στις μεταφράσεις των στη θέσι των αρχικών ονομάτων που υπάρχουν στις Εβραϊκές Γραφές, δηλαδή: Κιμά, Κεσίλ, Μαζζαρώθ και Άης. Σε ποια ακριβώς άστρα ή αστρικά συγκροτήματα αναφέρονται αυτά τα ονόματα δεν γνωρίζομε σήμερα. Είναι, λοιπόν, άσκοπο να εγκύπτωμε σε ανωφελείς πολυπραγμοσύνες. Παρεμπίπτοντος, αναφέρομε ότι η Πλειάς δεν μπορεί πια να θεωρήται ως το κέντρον του σύμπαντος και θα ήταν ασύνετο να προσπαθούμε να ορίσωμε τον θρόνο του Θεού σ’ ένα ειδικό σημείο του σύμπαντος. Αν θα έπρεπε να θεωρήσωμε την Πλειάδα ως τον θρόνον του ίσως να προσεβλέπαμε ακατάλληλα με ειδικό σέβας το αστρικό αυτό σύμπλεγμα.—Δευτ. 4:19· 2 Χρον. 2:6· 6:18.
Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζωμε τα ειδικά αστρικά συγκροτήματα στα οποία αναφέρονται οι αρχικές λέξεις του Ιώβ 38:31, 32 για να συλλάβωμε το σημείο της διδαχής που μας δίδεται. Ο Ιεχωβά εδώ εγείρει μερικά ερωτήματα για να δείξη την κατωτερότητα του ανθρώπου Ιώβ σε αντιπαραβολή με τον Δημιουργό του. Μπορεί ο Ιώβ να εξελέγξη τους ουρανούς; Μπορεί να διακυβερνήση τα ορατά ουράνια σώματα; Μπορεί να δεσμεύση σ’ ένα σύμπλεγμα αυτή την ομάδα των άστρων έτσι ώστε ν’ αποτελέσουν ένα μόνιμο αστερισμό; Ή μπορεί να λύση τα δεσμά του αστρικού αυτού συγκροτήματος έτσι ώστε τ’ αστέρια αυτά να κυκλοφορούν χωριστά και να μην εμφανίζωνται πια σαν ένας καθωρισμένος αστερισμός; Ή μπορεί να εμφανίση αυτό το συγκρότημα στην κατάλληλη εποχή του, ή να οδηγήση αυτόν τον αστερισμό στην προδιαγεγραμμένη ουράνια πορεία του; Όχι βέβαια, δεν μπορεί να το κάμη αυτό, και πρέπει να το ομολογήση, και συγχρόνως να αναγνωρίση την υπεροχή του μεγάλου Ιεχωβά Θεού, παραδεχόμενος ότι ο Ιεχωβά διακυβερνά όλα τα δημιουργήματα του σύμπαντος και μπορεί να διαθέση όλα τα έμψυχα και άψυχα κτίσματα όπως Αυτός ευαρεστείται και κανένα νοητικό πλάσμα στον ουρανό ή στη γη δεν έχει δικαίωμα να διαμφισβητήση καμμιά από τις πράξεις του. Αυτό είναι το κεντρικό νόημα του Ιώβ 38:31, 32.
Αυτό έχει ειδική εφαρμογή στον λαό του Ιεχωβά σήμερα. Στο προφητικό δράμα του Ιώβ, ο Ιώβ παριστάνει τους πιστούς ακολούθους του Χριστού επάνω στη γη στο τέλος της παρούσης τάξεως πραγμάτων, ειδικά από το έτος 1918 και έπειτα. Παριστάνει το κεχρισμένο υπόλοιπο του σώματος του Χριστού, το πώς εκείνο τον καιρό κατεθλίβοντο, αιχμάλωτοι στην οργάνωσι του Σατανά, ιδιαίτερα στον Βαβυλωνιακό «Χριστιανικό κόσμο». Αυτοί δεν μπορούσαν να εννοήσουν γιατί ο Ιεχωβά επέτρεπε την κατάθλιψί τους από τον κόσμο, ιδιαίτερα δε από τον «Χριστιανικό». Δεν κατανοούσαν ποιοι ακριβώς ήσαν οι σκοποί του Ιεχωβά γι’ αυτούς, και για τούτο ήταν κατάλληλο ν’ αποκαλυφθή ειδικά σ’ αυτούς ο Θεός ως ο Υπέρτατος στο σύμπαν και να τους φανερώση ότι το μέγα επίμαχο ζήτημα ήταν η παγκόσμια κυριαρχία του σε όλη την κτίσι, έμψυχη και άψυχη. Από το έτος 1918 και έπειτα ο Ιεχωβά έκαμε να προέχουν αυτά τα σημεία. Αποκατέστησε τον λαό του σε μια ωραία κατάστασι από θεοκρατική άποψι, οπότε η σαρξ των επανήλθε, ούτος ειπείν, στις ημέρες της νεότητός των, και διάνοιξε τους οφθαλμούς των για να ιδούν την υπέρτατη θέσι του, να ιδούν το επίμαχο ζήτημα ενώπιον όλης της κτίσεως, την παγκόσμια κυριαρχία του. Αυτοί κατανοούν το γεγονός ότι αυτός έχει όλη τη δύναμι στον ουρανό και στη γη, ότι μπορεί να μεταχειρισθή οποιονδήποτε όπως ακριβώς ευαρεστείται, και κανείς δεν δικαιούται να παραπονήται ή να του αμφισβητή κάτι, έστω και αν το πλάσμα δεν καταλαβαίνη κάποτε γιατί ο Θεός επιτρέπει να επέλθουν ωρισμένες θλίψεις. Αλλά δόξα στον Θεό που ο λαός του Ιεχωβά τώρα εκτιμά το επίμαχο ζήτημα και καταλαβαίνει γιατί αφήνεται να υποφέρη μέσα σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων!
● Ο Αδάμ απέθανε συνεπεία της εξώσεώς του από τον κήπο της Εδέμ και της ανάγκης να τρώγη την ατελή τροφή που παρήγετο έξω;—Λ. Ντ., Ηνωμένες Πολιτείες.
Δεν ήταν η βρώσις τροφής έξω του κήπου εναντίον της οποίας προειδοποιήθη ο Αδάμ, αλλ’ ήταν η βρώσις ωρισμένου καρπού που παρήγετο μέσα στον κήπο, δηλαδή, του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού: «Από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:17) Όχι ότι ο καρπός του δένδρου αυτού ήταν δηλητηριώδης· Αντίθετα, «και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν· και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε· και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε.» Η βλάβη έγινε ως προς εκείνο που εσυμβόλιζε η βρώσις κατά παρακοήν στον Ιεχωβά, δηλαδή, ότι το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος ενόμισε ότι μπορούσε ν’ αποφασίζη για τους εαυτούς των περί του τι ήταν καλό και τι ήταν κακό. Η παρακοή κατέληξε στο να έχουν ένοχη συνείδησι: «Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμεν εις εαυτούς περιζώματα»—Γέν. 3:6, 7.
Η στασιαστική αυτή παρακοή ήταν εκείνη που επέφερε σ’ αυτούς από μέρους του Ιεχωβά την ποινή του θανάτου. Εξεδιώχθησαν από τον κήπο, και με τον ιδρώτα των προσώπου των ηγωνίζοντο να παρατείνουν την ύπαρξί των από το έδαφος, αλλά δεν ήταν η βρώσις της τροφής αυτής που τους εθανάτωσε. Η παρακοή ήταν εκείνη που επέφερε τον θάνατο, και όχι η τροφή. Αλλ’ η τροφή ήταν κατά ένα μέρος το μέσον εκτελέσεως από τον Ιεχωβά, από τη στιγμή που ο άνθρωπος κατεδικάσθη σε θάνατο και ήταν ατελής. Η τροφή δεν ήταν ο μόνος παράγων. Ο Ιησούς όταν ήταν άνθρωπος επάνω στη γη ήταν τέλειος, είχε το δικαίωμα της ζωής, και μπορούσε να ζη για πάντα επάνω στη γη ως ένας τέλειος άνθρωπος. Μερικοί το αμφισβητούν, λέγοντας ότι αυτός θα εγίνετο ατελής και θα πέθαινε εξαιτίας της βρώσεως των σημερινών μας τροφίμων. Αλλ’ αν μπορούσε να κάμη αυτό η τροφή, η ενέργεια αυτή πρέπει να είχε αρχίσει στα τριάντα τριάμισυ χρόνια της ζωής του, και αν ήταν έτσι αυτό, τότε ο Ιησούς δεν ήταν πια τέλειος στον καιρό που απέθανε, κι επομένως δεν θα ήταν ίσος με τον Αδάμ και δεν θα ήταν ένας ενδεδειγμένος λυτρωτής. Αλλά γνωρίζομε ότι ο Ιησούς ήταν ένας τέλειος άνθρωπος, ίσος με τον Αδάμ, όταν απέθανε και ότι είναι ο ενδεδειγμένος λυτρωτής. Η τελειότης του δεν εφθάρη από την τροφή που έτρωγε. Η τροφή δεν αποτελεί τον μόνον παράγοντα. Εκείνο που λαμβάνεται υπ’ όψιν δεν είναι ό,τι τρώγετε ή απέχετε του να φάγετε, αλλά το αν υπακούετε ή παρακούετε στον Ιεχωβά. Αυτό συνέβη και στην περίπτωσι του Αδάμ.