Κεφάλαιο 5
Επίκλησις του Ονόματος με Πίστη
1. (α) Με το να επικαλούμεθα ένα όνομα, ποιον πραγματικά επικαλούμεθα; (β) Η επίκλησις ποιου ονόματος, και με ποιον τρόπο, είναι ζωτική για σωτηρία;
Εκείνος που έχει όνομα νοείται ή εκπροσωπείται από το προσωπικό του όνομα. Αν καλούμε το όνομά του, στην πραγματικότητα καλούμε τον ίδιον που έχει το όνομα. Τον διαλαλούμε με το όνομά του. Πριν από πολύν καιρό η επίκλησις του ονόματος του Ιεχωβά με υποκρισία, που άρχισε στις ημέρες του Ενώς, εγγόνου του Αδάμ, ωδήγησε σε καταστροφή. Η επίκλησις του ονόματος του Ιεχωβά με πίστι και με αγιασμό του ονόματος οδηγεί σε αιώνια σωτηρία, όπως στην περίπτωσι του Άβελ, του Ενώχ και του Νώε. Έως σήμερα, η επίκλησις του ονόματος αυτού είναι ζωτική για σωτηρία.
2. (α) Τι σημαίνει το όνομα του Σημ, και σε ποια φυλή έγινε πατήρ; (β) Τίνος γυιος ήταν ο Χαναάν, και σε ποια κακή πράξι ενοχοποιήθηκε;
2 Ένας από τους τέσσερες άνδρες, που διεσώθησαν από τον κατακλυσμό του Νώε εκαλείτο Όνομα. Αυτός ήταν ο Σημ, του οποίου το όνομα σημαίνει «Όνομα· Φήμη· Δόξα.» Σήμερα καλείται πρόγονος των Αραμαίων (Συρίων), των Αράβων και των Εβραίων. Γι’ αυτόν τον λόγο όλοι αυτοί καλούνται Σημίται, διακρινόμενοι όσον αφορά τη φυλή. Οι γλώσσες των καλούνται Σημιτικές και συγγενεύουν η μια με την άλλη, έχοντας ομοιότητες. Ο Νώε, ο πατριάρχης της ανθρωπίνης φυλής, συνέδεσε ειδικά τον γυιο του Σημ με το μεγαλύτερο όνομα του σύμπαντος, το όνομα του Ιεχωβά. Ο Σημ έγινε ο συγγραφεύς ή κάτοχος μιας από τις γενεαλογίες, που περιέχονται στο βιβλίον της Γενέσεως: «Αύτη είναι η γενεαλογία του Σημ.» (Γένεσις 10:1·11:10) Δυο χρόνια μετά την έναρξι του Κατακλυσμού, ο Σημ εγέννησε τον πρώτο του γυιο, τον Αρφαξάδ. Ο νεώτερος αδελφός του, ο Χαμ, είχε ένα γυιο που ωνομάζετο Χαναάν. (Γένεσις 11:10-12· 10:6, 15-19) Ο Χαναάν ενοχοποιήθηκε σε μια προσβολή κατά του πάππου του Νώε.
3. Ποια διαγωγή έδειξαν οι γυιοι του Νώε, όταν αυτός έμεινε εκτεθειμένος, και ποια ευλογία και κατάρα επρόφερε γι’ αυτό;
3 Σε μια περίπτωσι ο γεωργός Νώε ήλθε σε κατάστασι μέθης από οίνον κι έμενε εκτεθειμένος στα βλέμματα της οικογενείας του. Ο Χαμ, πατέρας του Χαναάν, δεν έκανε άλλο από το να μιλή ανευλαβώς γι’ αυτό. Αλλ ο Σημ κι ο Ιάφεθ, με τα πρόσωπά των εστραμμένα αλλού, για να μη βλέπουν την ταπείνωσι του πατέρα των, εκάλυψαν τη γυμνότητά του. «Ανανήψας δε ο Νώε από του οίνου αυτού, έμαθεν όσα έκαμεν εις αυτόν ο υιός αυτού ο νεώτερος [ο Χαμ]. Και είπεν, Επικατάρατος ο Χαναάν· δούλος των δούλων θέλει είσθαι εις τους αδελφούς αυτού. Και είπεν, Ευλογητός ο Ιεχωβά, ο Θεός του Σήμ· και ο Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν· ο Θεός θέλει πλατύνει τον Ιάφεθ, και θέλει κατοικήσει εν ταις σκηναίς του Σημ, ο δε Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν.»—Γένεσις 9:20-27, ΜΝΚ.
4. Πώς ο Νώε αγίασε τότε το θείο όνομα, και, σύμφωνα μ’ αυτό, ποιο προνόμιο επρόκειτο να έχουν οι απόγονοι του Σημ;
4 Υπό έμπνευσιν ο Νώε αγίασε το θείον όνομα (το οποίον εγνώριζε) λέγοντας: «Ευλογητός ο Ιεχωβά, ο Θεός του Σημ.» Με αυτό ο Νώε προείπε, επίσης, ότι η γενεαλογική γραμμή του Σημ θα είχε ένα ιδιαίτερα εξέχον μέρος στην ευλογία του ονόματος του Θεού του, του Ιεχωβά. Ομοίως, η γενεαλογική γραμμή του Σημ ήταν εκείνη που ωδήγησε τελικά στην ανθρώπινη γέννησι του Υιού του Θεού, του Σπέρματος της «γυναικός» του Θεού, που θα συνέτριβε την κεφαλή του Μεγάλου Όφεως, του διαβολικού Συκοφάντου του ονόματος του Θεού. Η γενεαλογική γραμμή του Σημ περιέλαβε, επίσης, τον μέγαν εκείνον άνδρα πίστεως, τον Αβραάμ, τον οποίον η προς Εβραίους επιστολή στο ενδέκατο κεφάλαιό της κατονομάζει τέταρτον στον κατάλογο των διασήμων μαρτύρων του Ιεχωβά. (Εβραίους 11:7-19) Ο Σημ, που έζησε 502 χρόνια μετά τον Κατακλυσμό, από τον οποίον επέζησε, μπόρεσε να ιδή τον πιστό απόγονό του Αβραάμ, καθώς και τον γάμο του γυιου του Αβραάμ, του Ισαάκ, με τη Ρεβέκκα, που ανήκε στη φυλή του Σημ.—Γένεσις 11:10-31· 24:1-67.
5. (α) Σε ποια γενεαλογική γραμμή απογόνων του Νώε προσεκολλήθη ο Διάβολος για βεβήλωσι του ονόματος του Ιεχωβά; (β) Ποιο όργανο βρήκε ο Διάβολος, και τι λέγει γι’ αυτόν η «γενεαλογία του Σημ»;
5 Εν τούτοις, ο Μέγας Συκοφάντης, ο Μέγας Όφις, ο Διάβολος, ζούσε ακόμη κι ενεργούσε μέσα στο αόρατο πνευματικό βασίλειο. Ενισχύθηκε τώρα με πολλούς δαίμονες, δηλαδή, με τους πολλούς πεπτωκότας υιούς του Θεού, επάνω στους οποίους ήταν άρχων. Ο Διάβολος, που δεν είχε ακόμη συντριβή η κεφαλή του από κάποιο Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού, επεζήτησε πάλι να βεβηλώση το όνομα του Θεού μεταξύ των κατοίκων της γης. Προσεκολλήθη στη γενεαλογική γραμμή του Χαμ, αδελφού του Σημ, όχι μέσω του καταραμένου Χαναάν, αλλά μέσω του άλλου υιού του Χαμ, του Χους. Βρήκε ένα πρόθυμο όργανο σ’ έναν από τους γυιους του Χους, που ωνομάζετο Νεβρώδ. Ο Νεβρώδ, όμοια με τους προκατακλυσμιαίους Νεφιλείμ, φιλόδοξα κατέστησε τον εαυτό του ισχυρό στη γη· το δε όνομα που έκαμε για τον εαυτό του παρέμεινε στους κοσμικούς ανθρώπους έως σήμερα, ως όνομα προτύπου κυνηγού. Ο Σημ το επιστοποίησε αυτό· η δε «γενεαλογία του Σημ» αναφέρει:
«Ο Χους εγέννησε τον Νεβρώδ. Ούτος ήρχισε να ήναι ισχυρός επί της γης· αυτός ήτο ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά· δια τούτο λέγεται, Ως Νεβρώδ, ισχυρός εναντίον του Ιεχωβά· και η αρχή της βασιλείας αυτού εστάθη Βαβυλών, και Ερέχ, και Αχάδ, και Χαλνέ, εν τη γη Σενναάρ. Εκ της γης εκείνης μετέβη εις Ασσυρίαν και ωκοδόμησε την Νινευή, και την πόλιν Ρεχωβώθ, και την Χαλάχ, και την Ρεσέν μεταξύ της Νινευή και της Χαλάχ· αύτη είναι η πόλις η μεγάλη.»—Γένεσις 10:8-12· 11:10, ΜΝΚ.
6. (α) Ανόμοια προς τον Νώε, τον πατέρα όλου του ανθρωπίνου γένους, τι έπραξε με τόλμη ο Νεβρώδ; (β) Η εναντίωσις του Νεβρώδ προς τον Θεόν εσήμαινε, επίσης, εναντίωσι σε ποιους επάνω στη γη;
6 Το όνομα του Νεβρώδ, λοιπόν, λέγεται Γραφικώς ότι είναι εναντίον του ονόματος του αληθινού Θεού του Σημ, διότι εχρησιμοποιείτο για να ενθαρρύνη όσους εστασίαζαν εναντίον του Ιεχωβά Θεού. Ο Χουσίτης Νεβρώδ έκαμε κάτι, το οποίον ο προπάππος του ο Νώε, που ζούσε ακόμη, ποτέ δεν διενοήθη να κάμη ο ίδιος. Ο Νώε ποτέ δεν έθεσε τον εαυτό του ως βασιλέα του ανθρωπίνου γένους, που απετελείτο τώρα από όλους τους απογόνους του. Ο Νεβρώδ, όμως, έγινε ο πρώτος, που ίδρυσε μια βασιλεία επάνω στη γη μετά τον Κατακλυσμό. Αυτό που έκαμε ο Νεβρωδ ήταν πρόκλησις στον Ιεχωβά Θεό· ήταν εναντίωσις στην παγκόσμιο κυριαρχία του Υψίστου Θεού. Η κυρία δύναμις πίσω από τον Νεβρώδ, εκείνος που αόρατα υπεκίνησε τον Νεβρώδ να εναντιωθή στην κυριαρχία του Ιεχωβά επάνω στη γη, ήταν ο Διάβολος, ο Μέγας Όφις, ο οποίος είχε συκοφαντήσει το άγιον όνομα του Θεού μέσα στον παράδεισο της Εδέμ. Η εναντίωσις του Νεβρώδ στον Ιεχωβά εσήμαινε, επίσης, εναντίωσι στον Νώε και στον Σημ, οι οποίοι έδιναν μαρτυρία για τον Ιεχωβά και οι οποίοι επεκαλούντο το όνομά Του και το ευλογούσαν.
7. Οι πράξεις του Νεβρώδ τίνος την ευλογία δεν είχαν, και πώς αυτό δείχνεται στο γενεαλογικό αρχείον;
7 Οι πράξεις του Νεβρώδ ως κυνηγού και πολεμιστού και ιδρυτού μιας βασιλείας και η ενέργειά του για επέκτασι της εξουσίας του στην Ασσυρία δεν είχαν την ευλογία του Ιεχωβά. Γι’ αυτό ο Νεβρώδ δεν συγκαταλέγεται με τους εβδομήντα αρχηγούς οικογενειών, που κατονομάζονται στη Γένεσι, κεφάλαιο δέκατο. Ο Νεβρώδ ήταν ένα ορατό, επίγειο όργανο του Διαβόλου, «Βεελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων.» (Ματθαίος 12:24-27) Ιδιαίτερα ο Νεβρώδ ήταν ο άνθρωπος τον οποίον εχρησιμοποίησε ο Διάβολος για να ιδρύση το ορατό επίγειο μέρος της οργανώσεώς του.
8. (α) Ποια σημερινή διεθνής οργάνωσις είναι προϊόν αυτής της πορείας του Νεβρώδ και των ακολούθων του; (β) Με ποιο πλεονέκτημα και πώς επροχώρησαν σε μια προσπάθεια να καταφρονήσουν το όνομα του Θεού;
8 Το πνεύμα του Νεβρώδ, ο οποίος ήθελε να κάμη όνομα για τον εαυτό του εις βάρος του ονόματος του Θεού, εξηπλώθη και στους συγκυνηγούς του και ακολούθους του. Ήταν αυτό προς όφελος του ανθρωπίνου γένους; Διόλου· και η οργάνωσις των Ηνωμένων Εθνών σήμερα αποτελεί ένα σύγχρονο προϊόν των κακών αποτελεσμάτων της ιδιοτελούς εκείνης πορείας των συντρόφων και ακολούθων του Νεβρώδ, που δεν τιμά τον Θεό. Ο ιστορικός Σημ σημειώνει το γεγονός αυτό στην αφήγησί του περί του πώς ιδρύθη η Βαβέλ, η πρωτεύουσα πόλις του βασιλείου του Νεβρώδ. Εκείνο τον καιρό, πριν από σαράντα τρεις αιώνες, όλο το ανθρώπινο γένος είχε αυτό που τα Ηνωμένα Έθνη δεν έχουν σήμερα, δηλαδή, μια ενιαία γλώσσα. Ο Σημ αναφέρει πώς οι άνθρωποι, που απεχωρίσθησαν από τον Θεό του Νώε και του Σημ, προσεπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μία γλώσσα για να καταφρονήσουν το όνομα του Θεού. Ο Σημ γράφει:
«Και ήτο πάσα η γη μιας γλώσσης, και μιας φωνής. Και ότε εκίνησαν από της ανατολής, εύρον πεδιάδα εν τη γη Σεναάρ· και κατώκησαν εκεί. Και είπεν ο είς προς τον άλλον, Έλθετε, ας κάμωμεν πλίνθους, και ας ψήσωμεν αυτάς εν πυρί· και εχρησίμευσεν εις αυτούς η μεν πλίνθος αντί πέτρας, η δε άσφαλτος εχρησίμευσεν εις αυτούς αντί πηλού. Και είπον, Έλθετε, ας οικοδομήσωμεν εις εαυτούς πόλιν και πύργον, του οποίου η κορυφή να φθάνη έως του ουρανού· και ας αποκτήσωμεν εις εαυτούς όνομα, μήπως διασπαρώμεν επί του προσώπου πάσης της γης.»—Γένεσις 11:1-4.
9. (α) Πώς, όμοια με την αρχαία ανέγερσι πόλεως και πύργου, δείχνουν τα Ηνωμένα Έθνη τον σκοπό των να μη αγιάσουν το όνομα του Θεού; (β) Σύμφωνα με την ιστορία του Σημ, τι συνέβη στην αρχαία ενέργεια ανοικοδομήσεως στη Σενναάρ;
9 Στην πολιτική αυτή προσπάθεια δεν υπήρχε θρησκευτική σκέψις περί αγιασμού του ονόματος του Ιεχωβά, ο οποίος εξήγαγε τους προπάτοράς των από τον παλαιό, ασεβή κόσμο και τους διεφύλαξε μέσ’ από τον Κατακλυσμό. Σήμερα, αν αναγνώσωμε τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, θ’ αντιληφθούμε σαφώς ότι ο σκοπός των Ηνωμένων Εθνών δεν είναι ο αγιασμός του ονόματος του μόνου ζώντος και αληθινού Θεού, του Ιεχωβά. Είναι αληθές ότι στον από γρανίτη τοίχο της Πλατείας των Ηνωμένων Εθνών είναι εγχαραγμένο ένα προφητικό ρητό που λέγεται ότι εκθέτει έναν από τους αντικειμενικούς σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών, αλλ’ αφήνεται ανώνυμο. Λέγει:
«Θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία, και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.»
Παράλληλα σ’ αυτό δεν υπάρχει επιγραφή που να δείχνη ότι τα λόγια αυτά παρατίθενται από την προφητεία του Ησαΐα, κεφάλαιο δεύτερο, εδάφιο τέταρτο, λόγια εμπνευσμένα από τον Ιεχωβά Θεό. Έτσι, τα Ηνωμένα Έθνη αγνοούν, επίσης, το όνομα του Απελευθερωτού του ανθρωπίνου γένους από την παγκόσμιο καταστροφή της εποχής του Νώε. Πιθανώς ο πύργος της Βαβέλ, του οποίου η κορυφή θα έφθανε ως τον ουρανό, δεν είχε φθάσει ακόμη στο ύψος των 39 ορόφων, 505 ποδών, του Μεγάρου της Γραμματείας, οπότε επήλθε σύγχυσις στο έργον της οικοδομήσεως. Ο ιστορικός Σημ αναγράφει τι συνέβη:
«Κατέβη δε ο Ιεχωβά δια να ίδη την πόλιν και τον πύργον, τον οποίον ωκοδόμησαν οι υιοί των ανθρώπων. Και είπεν ο Ιεχωβά, Ιδού, είς λαός, και πάντες έχουσι μίαν γλώσσαν, και ήρχισαν να κάμνωσι τούτο· και τώρα δεν θέλει εμποδισθή εις αυτούς παν ό,τι σκοπεύουσι να κάμωσιν· έλθετε, ας καταβώμεν, και ας συγχύσωμεν εκεί την γλώσσαν αυτών, δια να μη εννοή ο είς του άλλου την γλώσσαν. Και διεσκόρπισεν αυτούς ο Ιεχωβά εκείθεν επί του προσώπου πάσης της γης· και έπαυσαν να οικοδομώσι την πόλιν. Δια τούτο ωνομάσθη το όνομα αυτής Βαβέλ· διότι εκεί συνέχεεν ο Ιεχωβά την γλώσσαν πάσης της γης· και εκείθεν διεσκόρπισεν αυτούς ο Ιεχωβά επί το πρόσωπον πάσης της γης. Αύτη είναι η γενεαλογία του Σημ.»—Γένεσις 11:5-10, ΜΝΚ.
10. Αυτή η σύγχυσις της γλώσσης ήταν εναντίον ποιας προσπαθείας του Διαβόλου και των λατρευτών του, αλλά πώς, επίσης, αυτό εχρησίμευσε προς ωφέλειαν της ιδίας της γης;
10 Αυτό δεν ήταν Πεντηκοστιανή έκχυσις του πνεύματος του Θεού επάνω σε Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά για να τους απονεμηθούν χαρίσματα ξένων γλωσσών κι ερμηνείες. Ήταν θαύμα του Θεού εναντίον των εχθρών του για να παρεμποδισθή η προσπάθεια του Διαβόλου να έχη μια ενωμένη διαβολική θρησκεία, μια ενωμένη λατρεία του Διαβόλου από ανθρωπίνους στασιαστάς εναντίον του Κυριάρχου του ουρανού και της γης. Αλλ’ αυτό εχρησίμευσε για ευρύτερη καλλιέργεια της γης· έκαμε τις φυλές των στασιαστικών ανθρώπων να διασπαρούν ευρέως στην Ασία, στην Αφρική και στην Ευρώπη. Αυτές οι ομάδες φυλών δεν είχαν προτιμήσει να τηρούν τον Ιεχωβά Θεό στη διάνοιά των. Γι’ αυτό, έπεσαν θύματα του Διαβόλου και των δαιμόνων του και πήγαν να κάμουν θεούς για τους εαυτούς των, που εκαλούντο με διάφορα ονόματα στις διαφορές γλώσσες των. Η ενωμένη προσπάθειά των να κάμουν όνομα για τους εαυτούς των σε μια γλώσσα, απέτυχε.
11. Ο Νώε και ο Σημ είχαν ανάμιξι σ’ αυτό το πολεοδομικό σχέδιο, και τι έγινε στη γλώσσα των;
11 Ο Νώε και ο Σημ δεν ανεμίχθησαν σ’ αυτό το πολεοδομικό σχέδιο στη γη Σενναάρ. Η γλώσσα των δεν εθίγη, όταν ο Θεός «συνέχεε» την ανθρώπινη γλώσσα στη Βαβέλ. Η γλώσσα των παρέμεινε η ίδια εκείνη, με την οποίαν ο Θεός ωμίλησε με τον Αδάμ και την Εύα μέσα στον παράδεισο της Εδέμ. Ήταν η γλώσσα στην οποίαν ο Νώε και ο Σημ έγραψαν τις γενεαλογίες των, οι οποίες απετέλεσαν μέρος του εμπνευσμένου λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής. Η γλώσσα των επιζή σαν μια ζώσα γλώσσα έως σήμερα, ενώ η πόλις του Νεβρώδ, Βαβέλ ή Βαβυλών, κείται κατερειπωμένη στη γη της Μεσοποταμίας.
12, 13. (α) Ο Σημ έζησε ανάμεσα σε πόσες γενεές για να ιδή ποιον εξέχοντα απόγονό του; (β) Τι λέγουν τα εδάφια Εβραίους 11:8-10 γι’ αυτόν τον απόγονο και την αναμονή εκ μέρους του μιας πόλεως;
12 Μετά την οικοδόμησι της Βαβέλ και του πύργου της, ο Νώε πέθανε σε ηλικία 950 ετών. (Γένεσις 9:29) Ο γυιος τον οποίον ο Νώε ευλόγησε, ο Σημ, επέζησε για να ιδή ένδεκα γενεές που επήγασαν από τον εαυτό του. Ο Θεός του Σημ δεν απεχωρίσθη από τη γενεαλογική γραμμή του. Ο Σημ είχε μεγάλη ευτυχία, βλέποντας τον δέκατο κατά σειράν απόγονό του να γίνεται ένας άνδρας με ειδικό όνομα ως μάρτυς του Θεού του Σημ, του Ιεχωβά. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Αβραάμ. Η προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο ενδέκατο, τον κατονομάζει τέταρτον μέσα σ’ αυτό το ‘τοσούτον νέφος μαρτύρων που μας περικυκλώνει.’ Αφού μιλεί για τον Νώε, λέγει:
13 «Δια πίστεως υπήκουσεν ο Αβραάμ, ότε εκαλείτο να εξέλθη εις τον τόπον τον οποίον έμελλε να λάβη εις κληρονομίαν, και εξήλθε μη εξεύρων που υπάγει. Δια πίστεως παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως ξένην, κατοικήσας εν σκηναίς, μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της αυτής επαγγελίας· διότι περιέμενε την πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.»—Εβραίους 11:8-10· 12:1.
14. Πού ήταν ο Αβραάμ όταν αναφέρεται για πρώτη φορά, ποιο ήταν το όνομά του τότε, και τίνος ήταν γυιος;
14 Όταν ο Αβραάμ αναφέρεται για πρώτη φορά στις Άγιες Γραφές, βρίσκεται στη γη Σενναάρ, στην πόλι που ωνομάζετο Ουρ των Χαλδαίων. Το όνομά του ήταν τότε Άβραμ, που σημαίνει «Εξυψωμένος (Υψηλός) Πατήρ.» Ο πατέρας του Άβραμ έγραψε ή κατείχε μια γενεαλογία που καλείται «γενεαλογία του Θάρα,» η οποία συνδέεται με τη «γενεαλογία του Σημ.» Αναφέρει:
«Και έζησεν ο Θάρα εβδομήκοντα έτη, και εγέννησε τον Άβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν. Και αύτη είναι η γενεαλογία του Θάρα.»—Γένεσις 11:10, 26, 27
15. Ποια ενυμφεύθη ο Άβραμ, και προς ποια κατεύθυνσι εκινήθη με τον πατέρα του Θάρα;
15 Το επόμενο ιστορικό στοιχείο αναφέρει πώς ο Αρράν εγέννησε τον Λωτ και τη Μελχά, και πώς ο Άβραμ ενυμφεύθη την ετεροθαλή αδελφή του Σάρα. Κατόπιν λέγει:
«Και έλαβεν ο Θάρα Άβραμ τον υιόν αυτού, και Λωτ, τον υιόν του Αρράν, έγγονον εαυτού, και Σάραν την εαυτού νύμφην, την γυναίκα Άβραμ του υιού αυτού· και εξήλθον ομού από της Ουρ των Χαλδαίων, δια να υπάγωσιν εις την γην Χαναάν· και ήλθον έως Χαρράν, και κατώκησαν εκεί. Και έγειναν αι ημέραι του Θάρα διακόσια πέντε έτη· και απέθανεν ο Θάρα εν Χαρράν.»—Γένεσις 11:27-32.
16. (α) Γιατί αποδίδεται στον Θάρα η μετακόμισις, με την οικογένειά του μακράν από την Ουρ των Χαλδαίων; (β) Εν τούτοις, ποιος ήταν εκείνος που εκλήθη να εξέλθη, και ποια ηλικία είχε τότε;
16 Εδώ λέγεται ότι ο Θάρα έλαβε τον Άβραμ «δια να υπάγωσιν εις την γην Χαναάν»· πραγματικά, όμως, με την υποκίνησι του πιστού Άβραμ έγινε αυτή η μετακόμισις προς τη γη του καταραμένου Χαναάν. Εδώ η μετακόμισις αποδίδεται στον Θάρα, διότι αυτός ήταν η πατριαρχική κεφαλή της οικογενείας. Ο Άβραμ ήταν εκείνος, τον οποίον εκάλεσε ο Θεός, όχι ο Θάρα. Ο Στέφανος είπε στο Ιουδαϊκό Σάνχεδριν προτού τον καταδικάση σε θάνατο δια λιθοβολισμού ως Χριστιανό: «Ο Θεός της δόξης εφάνη εις τον πατέρα ημών Αβραάμ, ότε ήτο εν τη Μεσοποταμία, πριν κατοικήση εν Χαρράν, και είπε προς αυτόν, “Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και ελθέ εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει.” Τότε εξελθών εκ της γης των Χαλδαίων, κατώκησεν εν Χαρράν. Και εκείθεν μετά τον θάνατον του πατρός αυτού, μετώκισεν αυτόν εις την γην ταύτην, εις την οποίαν σεις κατοικείτε τώρα.» (Πράξεις 7:1-4· 22:20) Πραγματικά, λοιπόν, ο Θάρα, που επλησίαζε τώρα στον θάνατό του, απλώς εδέχθη να συνοδεύση τον Άβραμ, ο οποίος επροτίθετο να υπακούση στην κλήσι του Θεού. Ο Άβραμ ήταν τώρα περίπου εβδομήντα πέντε ετών, διότι ήταν εβδομήντα πέντε ετών όταν ανεχώρησε από τη Χαρράν μετά τον θάνατο του πατέρα του σε ηλικία 205 ετών, το έτος 1943 π.Χ.—Γένεσις 12:4.
17. Τι είπε ο Ιεχωβά στον Άβραμ, όταν τον εκάλεσε να εξέλθη;
17 Αν εμείς σήμερα σ’ αυτόν τον εικοστόν αιώνα επιθυμούμε μια αιώνια ευλογία, τότε ό,τι είπε ο Θεός στον Άβραμ, όταν τον εκάλεσε, είναι μεγίστης σπουδαιότητος για μας. «Ο δε Ιεχωβά είπε προς τον Άβραμ, Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει· και θέλω σε κάμει εις έθνος μέγα· και θέλω σε ευλογήσει, και θέλω μεγαλύνει το όνομα σου· και θέλεις είσθαι εις ευλογίαν· και θέλω ευλογήσει τους ευλογούντας σε, και τους καταρωμένους σε θέλω καταρασθή· και θέλουσιν ευλογηθή εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης.»—Γένεσις 12:1-3, ΜΝΚ.
18. Από ποιον το όνομα του Άβραμ επρόκειτο να γίνη μέγα, και γιατί είναι ανάγκη ν’ αναγνωρίζωμε το όνομα του Άβραμ μ’ ένα ορθό τρόπο;
18 Ο Άβραμ δεν ενδιεφέρετο να κάμη όνομα για τον εαυτό του στην Ουρ των Χαλδαίων, κοντά στη Βαβέλ ή Βαβυλώνα, την άλλοτε βασιλεύουσα πόλι του Νεβρώδ. Επειδή ήσκησε πίστι στον Ιεχωβά κι απέδειξε την πίστι του με έργα υπακοής, ο Ιεχωβά υπεσχέθη να κάμη μέγα το όνομα του Άβραμ. Αυτό θα ήταν ένα όνομα που θα το εσέβετο κι ο ίδιος ο Ιεχωβά. Γι’ αυτό, αν κάποιος κατηράτο τον Άβραμ και το σπέρμα του, θα τον κατηράτο ο Ιεχωβά. Αλλ’ αν κανείς αποκαλούσε τον Άβραμ και το σπέρμα του ευλογημένους του Ιεχωβά, τότε Αυτός θα τον ευλογούσε. Ένας που θα ευλογούσε τον Άβραμ, θα ευλογείτο, δηλαδή θ’ απεκόμιζε θεία ευλογία. Η μεγάλη πλειονότης θα κατηράτο τον Άβραμ και το σπέρμα του, αλλ’ ο Ιεχωβά Θεός διεβεβαίωσε τον Άβραμ ότι πολλές από όλες τις φυλές της γης θα ηυλογούντο δι’ αυτόν. Είναι ανάγκη, λοιπόν, ν’ αναγνωρισθή το όνομα του Αβραάμ.
19. Γιατί ο Άβραμ είχε έναν επιστάτη όταν διέβη τον Ευφράτη στη Γη της Επαγγελίας και τι απεδείχθη ότι ήταν στη Χαναάν;
19 Ο Αβραάμ δεν εστάλη στη γη Χαναάν για να μεταστρέψη τους Χαναναίους. Οι Χαναναίοι, ως απόγονοι του Χαναάν, γυιου του Χαμ, ήσαν ένας καταραμένος λαός, ο δε Θεός εσκόπευε, στον ωρισμένο του καιρό, να δώση τη γη των στους πιστούς απογόνους του Αβραάμ. Ο Αβραάμ ωστόσο απεδείχθη πιστός μάρτυς του Ιεχωβά στη γη Χαναάν. Όταν διέβη τον Ευφράτη Ποταμό από τη Χαρράν για να πάη προς νότον στη γη Χαναάν υπό την καθοδηγίαν του Θεού, είχε έναν καλό οίκο, είχε δε μάλιστα κι έναν επιστάτη του οίκου του.
20. Ποιος συνώδευσε τον Άβραμ στη Χαναάν, και τι είπε ο Θεός στον Άβραμ στη Συχέμ;
20 Ο Λωτ, ο ανεψιός του Αβραάμ, τον συνώδευε, είχε δε και ο Λωτ, επίσης, έναν δικό του οίκο. Ύστερ’ από λίγον καιρό ο Αβραάμ μπόρεσε να συγκεντρώση 318 ησκημένους άνδρες, δούλους γεννημένους στον οίκον του, για να σπεύσουν εις καταδίωξιν λεηλατών που κατήλθαν από βορρά και να διασώσουν απ’ αυτούς τον ανεψιό του Λωτ. (Γένεσις 14:14-16) Ο Αβραάμ κι ο Λωτ «εξήλθον δια να υπάγωσιν εις την γην Χαναάν· και ήλθον εις την γην Χαναάν. Και διεπέρασεν ο Άβραμ την γην εκείνην έως του τόπου Συχέμ, έως της δρυός Μορέχ· οι δε Χαναναίοι τότε κατώκουν εν τη γη ταύτη. Και εφάνη ο Ιεχωβά εις τον Άβραμ, και είπεν, Εις το σπέρμα σου θέλω δώσει την γην ταύτην. Και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά, όστις εφάνη εις αυτόν.»—Γένεσις 12:5-8, ΜΝΚ.
21. Στη Χαναάν πώς ο Άβραμ διετήρησε τη λατρεία του στον Ιεχωβά;
21 Ο Αβραάμ, άτεκνος σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, έλαβε υπόσχεσι παρά του Θεού ότι θ’ αποκτούσε σπέρμα ή απογόνους. Μέσα στην ξένη γη της επαγγελίας ο Αβραάμ διετήρησε τη λατρεία του αληθινού Θεού του Σημ, του Νώε, του Ενώχ, του Άβελ. Ο Αβραάμ εγνώριζε το όνομα του Θεού και το χρησιμοποιούσε στην προσευχή. Το διεκήρυττε στην ευχαριστία και στον αίνο και στην οικογενειακή διδασκαλία. Σε απόδειξι τούτου, διαβάζομε: «Και εκείθεν μετέβη προς το όρος, το κατά ανατολάς της Βαιθήλ, έστησε την σκηνήν αυτού, έχων την Βαιθήλ προς δυσμάς, και την Γαι προς ανατολάς· και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά, και επεκαλέσθη το όνομα του Ιεχωβά.»—Γένεσις 12:8, ΜΝΚ.
22. (α) Με ποιον τρόπο ο Άβραμ επεκαλέσθη το όνομα του Ιεχωβά και σε ποιο μέρος; (β) Για να λάβωμε ευλογία μέσω του Άβραμ, πώς πρέπει ν’ ακολουθήσωμε το παράδειγμά του;
22 Αυτή δεν ήταν υποκριτική, αλαζονική, βέβηλος επίκλησις του ονόματος του Ιεχωβά, όπως εκείνη που είχε αρχίσει στις ημέρες του Ενώς. (Γένεσις 4:26) Ήταν μια επίκλησις προς Αυτόν με την πίστι, για την οποίαν ο Αβραάμ έγινε περίφημος. Κατ’ επανάληψιν αναφέρεται κατόπιν ότι ο Αβραάμ επεκαλείτο το Θείον όνομα ενώπιον θυσιαστηρίου που είχε ανεγερθή γι’ Αυτόν. Ο Αβραάμ, ύστερ’ από ένα ταξίδι που έκανε στην Αίγυπτο λόγω σιτοδείας στη γη Χαναάν, επανήλθε σ’ αυτό το θυσιαστήριο μεταξύ της Βαιθήλ και της Γαι κι επεκαλέσθη με αγιαστικό τρόπο το όνομα του Ιεχωβά. Έτσι έκαμε και στην ορεινή Χεβρών, και στη Βηρ-σαβεέ της Νέγκεμπ. Επίσης εδίδαξε τον γυιο του Ισαάκ να κάνη το ίδιο. (Γένεσις 13:18· 21:33· 26:25) Μέσω αυτού του Αβραάμ, ο οποίος επεκαλείτο το όνομα του Θεού, θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης. Βεβαίως, ποτέ δεν θα μπορούσαμε να λάβωμε μια ευλογία μέσω του Αβραάμ, αν δεν ακολουθήσωμε το παράδειγμά του κι αν δεν κατανοήσωμε το όνομα του Θεού κι αν δεν το επικαλεσθούμε με πίστι.
23. Ως τι απεκαλύφθη ο Ιεχωβά στον Άβραμ, και για πρώτη φορά σε ποια ευκαιρία;
23 Ο Ιεχωβά ειδικά απεκαλύφθη στον Αβραάμ ως Θεός Παντοκράτωρ. Ο πατριάρχης ήταν τώρα ενενήντα εννέα ετών, η δε γυναίκα του Σάρρα ήταν ογδόντα εννέα ετών. Δεν είχε τεκνοποιήσει σ’ αυτόν ακόμη. Τότε «εφάνη ο Ιεχωβά εις τον Άβραμ, και είπε προς αυτόν, Εγώ είμαι Θεός ο Παντοκράτωρ [Εβραϊστί Ελ-Σαδδάι]. Περιπάτει ενώπιόν μου, και έσο τέλειος. Και θέλω στήσει την διαθήκην μου αναμέσον εμού και σου· και θέλω σε πληθύνει σφόδρα σφόδρα.» Κατόπιν ο Ιεχωβά ομιλώντας ως Παντοκράτωρ Θεός, άλλαξε το όνομα του Άβραμ σε Αβραάμ, που σημαίνει «Πατήρ Πλήθους,» διότι, είπε, «πατέρα πλήθους εθνών σε κατέστησα.»—Γένεσις 17:1-14.
24. Γιατί ο Θεός άλλαξε επίσης το όνομα της συζύγου του Αβραάμ, και πώς ο Θεός έδειξε ότι μπορούσε να κάμη ζωντανούς τους νεκρούς;
24 Ο Παντοκράτωρ Θεός, επίσης, άλλαξε το όνομα της συζύγου του Αβραάμ, Σάρας, και το έκαμε Σάρρα, που σημαίνει « Αρχόντισσα,» διότι, είπε, «Θέλω ευλογήσει αυτήν, και θέλω προσέτι δώσει εις σε υιόν εξ αυτής· και θέλω ευλογήσει αυτήν, και θέλει γείνει μήτηρ εθνών· βασιλείς λαών θέλουσιν εξέλθει εξ αυτής.» Η ιδέα αυτή έκαμε τον Αβραάμ να γελάση, διότι στην ηλικία των οι αναπαραγωγικές των δυνάμεις ήσαν νεκρές. Ο Παντοκράτωρ Θεός είπε τότε στον Αβραάμ να ονομάση τον γυιο του Ισαάκ, που σημαίνει «Γέλως.» Ο Παντοκράτωρ Θεός έδειξε ότι μπορούσε να κάμη ζωντανούς τους νεκρούς, διότι το επόμενον έτος η Σάρρα εγέννησε στον Αβραάμ τον γυιο τους Ισαάκ.—Γένεσις 17:15-21· 21:1-7· Ρωμαίους 4:16-21.
25. (α) Ως τι μίλησε ο Ιεχωβά για τον εαυτό του στον Ισαάκ και τον Ιακώβ; (β) Ποια απόδειξις υπάρχει για το αν ο Ιακώβ εγνώριζε το όνομα του Ιεχωβά, και πώς ο Ιακώβ μίλησε γι’ αυτόν στους γυιους του;
25 Όταν ο Ισαάκ, σε ηλικία 137 ετών, έστειλε τον γυιο του Ιακώβ στους συγγενείς του στη Χαρράν, είπε: «Ο Θεός ο Παντοδύναμος να σε ευλογήση.» Αφού ο Ιακώβ επέστρεψε με οικογένεια από τη Χαρράν, ο Θεός ενεφανίσθη σ’ αυτόν και του υπέμνησε ότι το όνομά του άλλαξε κι έγινε Ισραήλ κι έπειτα είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτωρ· αυξάνου και πληθύνου.» Αυτό έγινε στη Βαιθήλ, όπου πριν από είκοσι χρόνια και πλέον ο Θεός ενεφανίσθη στον Ιακώβ σ’ ένα ενύπνιο, στο οποίον ο Ιακώβ είδε κλίμακα, της οποίας η κορυφή έφθανε στον ουρανό, με αγγέλους που ανέβαιναν και κατέβαιναν πάνω σ’ αυτήν. Πάνω απ’ αυτήν ήταν μια αναπαράστασις του Θεού, ο οποίος είπε στον Ιακώβ: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός του Αβραάμ του πατρός σου, και ο Θεός του Ισαάκ· την γην, επί της οποίας κοιμάσαι, εις σε θέλω δώσει αυτήν, και εις το σπέρμα σου· και . . . θέλουσιν ευλογηθή εν σοι, και εν τω σπέρματί σου, πάσαι αι φυλαί της γης.» (Γένεσις 28:3· 35:11· 28:12-14, ΜΝΚ) Έτσι ο Ιακώβ ή Ισραήλ εγνώριζε τον Παντοκράτορα Θεόν με το προσωπικό του όνομα, Ιεχωβά. Ο Ιακώβ τον εχαρακτήρισε ως Θεόν Παντοκράτορα στους δώδεκα γυιους του.—Γένεσις 43:14· 48:3· 49:25, ΜΝΚ· Εβραίους 11:21.
26, 27. Μέσω του Ισαάκ τι επρόκειτο να γίνη όσον αφορά τον Αβραάμ, και τι έπρεπε να ασκήση ο Αβραάμ για να προχωρήση να θυσιάση τον Ισαάκ;
26 Η παντοδυναμία του Θεού κατεδείχθη στη θαυματουργική γέννησι του γυιου του Αβραάμ, του Ισαάκ. Όταν ο Ισαάκ ήταν περίπου πέντε ετών, ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Εν τω Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα.» (Γένεσις 21:12· Ρωμαίους 9:7) Αλλά πριν ο Ισαακ νυμφευθή κι αποκτήση δικά του τέκνα, ο Θεός έθεσε μια μεγάλη δοκιμασία πίστεως στον Αβραάμ. Διέταξε τον Αβραάμ να προσφέρη τον Ισαάκ ως ανθρώπινη θυσία επάνω στο Όρος Μοριά, που ήταν κοντά στην πόλι Σαλήμ. Λόγω της επαγγελίας του Θεού για τον Ισαάκ, ο Αβραάμ έπρεπε ν’ ασκήση πίστι ότι ο Θεός ήταν αρκετά παντοδύναμος ώστε ν’ αναστήση νεκρούς, για να προβή στη θυσία του Ισαάκ. Η επιστολή προς Εβραίους 11:17-19 λέγει:
27 «Δια πίστεως, ο Αβραάμ, ότε εδοκιμάζετο, προσέφερε τον Ισαάκ· και τον μονογενή αυτού προσέφερεν εκείνος όστις ανεδέχθη τας επαγγελίας, προς τον οποίον ελαλήθη, “Ότι εν Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα·” συλλογισθείς ότι ο Θεός δύναται και εκ νεκρών να ανεγείρη· εξ ων και έλαβεν αυτόν οπίσω παραβολικώς.» Αλλά πώς ξαναπήρε τον Ισαάκ από τους νεκρούς παραβολικώς;
28. (α) Πώς ο Αβραάμ έλαβε πάλι εκ νεκρών τον Ισαάκ μ’ ένα εξεικονιστικό τρόπο; (β) Σε τι ωρκίσθη τότε ο Ιεχωβά, και για να κάμη τι;
28 Ο Αβραάμ εξάπλωσε τον Ισαάκ δεμένο πάνω σ’ ένα θυσιαστήριο. Πήρε το φονικό μαχαίρι κι ήταν έτοιμος να κατακόψη τον λαιμό του Ισαάκ και να του χύση το αίμα μέχρι θανάτου και κατόπιν να τον προσφέρη ως θυσίαν ολοκαυτώματος. Ήταν το αποκορύφωμα δοκιμασίας της πίστεώς του στον Παντοδύναμο Θεό. Τότε ο άγγελος του Ιεχωβά εφώναξε από τον ουρανό κι εσταμάτησε το χέρι του Αβραάμ. Ο Ιεχωβά, δια του αγγέλου του, είπε: «Τώρα εγνώρισα ότι συ φοβείσαι τον Θεόν, επειδή δεν ελυπήθης τον υιόν σου τον μονογενή δι’ εμέ.» Τότε ο Ιεχωβά επρομήθευσε ένα κριόν, που ήταν σ’ ένα πυκνόκλαδο φυτό εκεί κοντά, κι ο Αβραάμ προσέφερε αυτόν αντί του Ισαάκ. Γι’ αυτό ο Αβραάμ εκάλεσε εκείνον τον τόπο Ιεοβά-ιρέ, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Θέλει Ιδεί,» ή, «ο Ιεχωβά Θέλει Προβλέψει.» Κατόπιν ο Ιεχωβά, επειδή δεν μπορούσε να ορκισθή σ’ έναν ανώτερο ή ισχυρότερο, ωρκίσθη στον ίδιο τον εαυτό του, υποσχόμενος να κάμη το σπέρμα ή απογόνους του Αβραάμ ζωτικής σπουδαιότητος σε όλα τα έθνη της γης. Ο Ιεχωβά ωρκίσθη:
«Επειδή έπραξας το πράγμα τούτο, και δεν ελυπήθης τον υιόν σου, τον μονογενή σου, ότι ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης· και το σπέρμα σου θέλει κυριεύσει τας πύλας των εχθρών αυτού· και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.»—Γένεσις 22:1-18.
29, 30. (α) Σ’ αυτό το προφητικό δράμα, ποιους εξεικόνιζαν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και τι εξεικόνιζε η σειρά των γεγονότων που συνέβησαν; (β) Πώς, λοιπόν, ο Ιεχωβά θα εκτελέση ό,τι ωρκίσθη να κάμη;
29 Ο Αβραάμ δεν είχε καταλάβει ότι εκτελούσε ένα προφητικό δράμα. Σ’ αυτό εξεικόνιζε τον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό· ο δε Ισαάκ παρίστανε τον αγαπητόν, μονογενή Υιόν του Θεού, ο οποίος θα κατήρχετο από τον ουρανό για να πεθάνη ως θυσία για την ευλογία των ευπειθών ανθρώπων με αιώνια ζωή. Όπως ο Αβραάμ προσέφερε τον Ισαάκ, την δε θέσι του Ισαάκ τελικά κατέλαβε ο κριός τον οποίον θαυματουργικά επρομήθευσε ο Θεός, έτσι ο στοργικός ουράνιος Πατήρ Ιεχωβά θα προσέφερε τον Υιόν του θυσιαστικά στη γη. Όπως ο Αβραάμ ξαναπήρε τον Ισαάκ πραγματικά από τους νεκρούς, έτσι κι ο Ιεχωβά θ’ ανάσταινε τον Υιόν του από πραγματικό θάνατο και θα τον ελάμβανε πάλι ζώντα πλησίον του στον ουρανό, απ’ όπου θα μπορούσε να είναι μια ευλογία στους πιστεύοντας απ’ όλα έθνη της γης. (Εβραίους 6:13-18) Ο Θεός, προς αγιασμόν του αγίου ονόματός του, ετήρησε ό,τι είχε ορκισθή στον Αβραάμ πριν από τριάντα οκτώ αιώνες.
30 Όταν ο Υιός του Θεού ήταν εδώ κάτω στη γη ως άνθρωπος πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια, εσχολίασε την πιστότητα του Θεού στον όρκο του, λέγοντας: «Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» (Ιωάννης 3:16) Την τρίτη ημέρα μετά τον θυσιαστικό του θάνατο, ο Παντοδύναμος Θεός ανέστησε από τους νεκρούς τον Υιόν του, το αντίτυπο του Ισαάκ. Έκαμε να επιστρέψη ο Υιός του στον ουρανό για να παρουσιάση σ’ αυτόν την αξία της θυσιασμένης τελείας ανθρωπίνης ζωής του υπέρ του θνήσκοντος ανθρωπίνου γένους. Δια του Σπέρματος αυτού, του εφάπαξ θυσιασμένου Υιού του, ο Ιεχωβά Θεός, ως ο Μεγαλύτερος Αβραάμ, θα εκτελέση τον όρκο του και θα ευλογήση όλους τους πιστεύοντας σε όλα τα έθνη της γης.
31. Μετά τον θάνατο του Αβραάμ τι είπε ο Ιεχωβά στον Ισαάκ σχετικά με την ένορκο δήλωσί του προς τον Αβραάμ;
31 Η πιστή πορεία του Αβραάμ αποδεικνύει ότι αποφέρει μεγάλη ανταμοιβή σ’ εμάς το να επικαλούμεθα με πίστι το όνομα του Ιεχωβά. Μετά τον θάνατο του Αβραάμ, ο Ιεχωβά είπε στον υιόν του Ισαάκ: «Θέλω εκπληρώσει τον όρκον, τον οποίον ώμοσα προς Αβραάμ τον πατέρα σου· και θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και θέλω δώσει εις το σπέρμα σου πάντας τους τόπους τούτους, και θέλουσιν ευλογηθή εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης.»—Γένεσις 26:2-4.
32. Ποιον ευλόγησε ο Ισαάκ, και πώς εκείνος που έλαβε την κυρία ευλογία ευνοήθηκε με τέκνα;
32 Σχετικά με τον Ισαάκ, το εδάφιον προς Εβραίους 11:20 λέγει: «Δια πίστεως ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ και τον Ησαύ περί των μελλόντων.» Αλλά στον πιστόν Ιακώβ, ο Ισαάκ απένειμε την κύρια ευλογία, που μετεβίβαζε στον Ιακώβ την τιμή του να είναι εκείνος, δια της γενεαλογικής γραμμής του οποίου θα ήρχετο εν σαρκί το υποσχεμένο Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού. (Γένεσις 27:27-29) Σε αρμονία με την ευλογία αυτή, ο Θεός ευλόγησε τον Ιακώβ με δώδεκα γυιους, και με μερικές θυγατέρες. Όταν ο Ιακώβ έφθασε σε ηλικία ενενήντα και ενός ετών εγέννησε τον Ιωσήφ. Ύστερ’ από έξη και πλέον χρόνια, αφού ο Ιακώβ ανεχώρησε από τη Χαρράν κι επέστρεψε στη γη Χαναάν, γεννήθηκε ο αμφιθαλής αδελφός του Ιωσήφ, ο Βενιαμίν, ως ο δωδέκατος και τελευταίος γυιος του Ιακώβ. Έτσι, ο Ιωσήφ κι ο Βενιαμίν ήσαν γυιοι της γεροντικής ηλικίας του Ιακώβ και ήσαν πολύ αγαπητοί σ’ αυτόν.—Γένεσις 30:24· 35:18.
33. Ποια ήταν η σειρά των γεγονότων που έγινε αιτία να μετοικήση στην Αίγυπτο ο Ιακώβ με ολόκληρο τον οίκο του;
33 Ο Ιωσήφ, λόγω φθόνου των ετεροθαλών αδελφών του, επωλήθη ως δούλος στην Αίγυπτο. Ένεκα της πιστής πορείας του Ιωσήφ, ο Ιεχωβά έκαμε ώστε να γίνη ο Ιωσήφ πρωθυπουργός του βασιλέως της Αιγύπτου. Ο Ιωσήφ έλαβε σύζυγον κι απέκτησε δύο γυιους, τον Μανασσή πρωτότοκο και τον Εφραΐμ δευτερότοκο. Μετά τη γέννησί των η Αίγυπτος επλήγη από μια επταετή σιτοδεία, σ’ εκπλήρωσι της προφητείας του Ιεχωβά δια στόματος του Ιωσήφ. Η σιτοδεία επηρέασε και τη γη Χαναάν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ιακώβ αναγκάσθηκε να στείλη τους δέκα μεγαλυτέρους γυιους του στην Αίγυπτο να φέρουν τρόφιμα. Στο δεύτερο ταξίδι τους στην Αίγυπτο για προμήθεια τροφίμων, πήραν μαζί τους και τον νεώτερο αδελφό τους, τον Βενιαμίν. Τότε ήταν που ο πρωθυπουργός και σιτιάρχης της Αιγύπτου απεκαλύφθη και στους ένδεκα ως ο αδελφός των Ιωσήφ. Ω, τι συνένωσις και συγχώρησις έγινε! Επειδή η προειπωμένη πείνα θα διαρκούσε ακόμη πέντε χρόνια, ο Ιωσήφ εκάλεσε τον ηλικίας 130 ετών πατέρα του να έλθη να κατοικήση στην Αίγυπτο και, ολόκληρη η οικογένεια μετώκησε εκεί. Κατά διαταγήν του Φαραώ, του βασιλέως, εγκατεστάθησαν στη γη Γεσέν.—Γένεσις, κεφάλαια 37, 39-47.
34. Τι είπε ο Ιακώβ στους γυιους του Ιωσήφ, Εφραΐμ και Μανασσή, ότι επρόκειτο να γίνουν μεταξύ των φυλών του Ισραήλ;
34 Επί δεκαεπτά χρόνια ο Ιακώβ κατοικούσε στη γη Γεσέν, της Αιγύπτου. Ο καιρός του θανάτου του επλησίαζε. Ο πρωθυπουργός Ιωσήφ πήγε να τον ιδή, φέρνοντας μαζί του τον Μανασσή τον πρωτότοκο και τον αδελφό του Εφραΐμ. Ο Ιακώβ έδωσε στον Ιωσήφ να εννοήση ότι αυτά τα δύο παιδιά επρόκειτο να γίνουν αρχηγοί δύο διακεκριμένων φυλών του μελλοντικού έθνους Ισραήλ. Ο Ιακώβ είπε: «Είναι ιδικοί μου· ο Εφραΐμ και ο Μανασσής θέλουσιν είσθαι εις εμέ, ως ο Ρουβήν [ο πρωτότοκός μου] και ο Συμεών, [ο δευτερότοκός μου].»
35. Σύμφωνα με τον τρόπο ευλογίας του Ιακώβ, ποια ήταν η σειρά των δύο γυιων του Ιωσήφ στον Ισραήλ, και πώς δείχνεται στη Βιβλική αφήγησι η σπουδαιότης αυτής της ευλογίας;
35 Κατόπιν, κατά παράκλησιν του Ιακώβ, ο Ιωσήφ έφερε τους δύο γυιους του στον πάππο τους τον Ιακώβ, για να τους ευλογήση. Αλλ’ ο Ιακώβ επέθεσε το δεξί του χέρι, όχι στον Μανασσή τον πρωτότοκο, αλλά στον Εφραΐμ, και το αριστερό του χέρι στον Μανασσή. Ο Ιακώβ είπε: «Ο αδελφός αυτού ο νεώτερος θέλει είσθαι μεγαλύτερος αυτού, και το σπέρμα αυτού θέλει γείνει πλήθος εθνών.» Κατόπιν προσέθεσε : «Εις σε αναφερόμενος θέλει ευλογεί ο Ισραήλ, λέγων, Ο Θεός να σε κάμη ως τον Εφραΐμ και ως τον Μανασσή!» Ο Ιακώβ επέμενε να θέτη τον νεώτερον Εφραΐμ πριν από τον πρωτότοκο Μανασσή. Ο Εφραΐμ, αντιπροσωπεύοντας τον Ιωσήφ, επρόκειτο να γίνη η πιο σπουδαία φυλή του έθνους Ισραήλ. (Γένεσις 48:1-20) Επειδή αυτή η ευλογία ενείχε σπουδαιότητα, το εδάφιον Εβραίους 11:21 λέγει: «Δια πίστεως ο Ιακώβ αποθνήσκων ευλόγησεν έκαστον των υιών του Ιωσήφ, και προσεκύνησεν επιστηριζόμενος επί το άκρον της ράβδου αυτού.»
36. Πώς και γιατί μετεβιβάσθησαν τα πρωτοτόκια από τον γυιο του Ιακώβ Ρουβήν στον Ιωσήφ;
36 Ο Ιωσήφ ήταν ο πρωτότοκος της Ραχήλ, της αγαπητής συζύγου του Ιακώβ· αλλ’ ο Ιωσήφ δεν ήταν ο πρωτότοκος γυιος του Ιακώβ. Ο Ιακώβ, από την άλλη του σύζυγο, τη Λεία, είχε άλλους έξη γυιους, όλους μεγαλυτέρους του Ιωσήφ. Ένας απ’ αυτούς τους γυιους, ο τέταρτος, ήταν ο Ιούδας. (Γένεσις 29:31-35· 30:17-21) Ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος γυιος του Ιακώβ από τη Λεία, απώλεσε το δικαίωμα του πρωτοτόκου λόγω αιμομικτικής ανηθικότητος. Γι’ αυτό, τα πρωτοτόκια μετεβιβάσθησαν στον Ιωσήφ, στον πρωτότοκο γυιο του Ιακώβ από τη δεύτερη σύζυγό του Ραχήλ.
37. Τι είπε ο Ιακώβ στην τελική του ευλογία επάνω στον Ιούδα;
37 Ο Ιακώβ, αφού ευλόγησε τους δύο γυιους του Ιωσήφ, εκάλεσε και τους δώδεκα γυιους του για να δώση στον καθένα την τελική του ευλογία. Τέταρτος κατά σειράν για ευλογία ήλθε ο Ιούδας, ο δε Ιακώβ είπε προφητικά: «Ιούδα [που σημαίνει ‘Επαινετέ’], εσέ θέλουσιν επαινέσει οι αδελφοί σου· . . . Σκύμνος λέοντος είναι ο Ιούδας. . . . Και ως σκύμνος λέοντος· τις θέλει εγείρει αυτόν; Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.»—Γένεσις 49:1-10.
38. Τι εσήμαινε αυτή η τελική ευλογία που εδόθη στον Ιούδα;
38 Ο Ιακώβ επροφήτευσε έτσι ότι η βασιλική εξουσία στο έθνος Ισραήλ θα ανήκε στη φυλή του Ιούδα· και ότι η βασιλική αυτή εξουσία θα παρέμενε σ’ εκείνη τη φυλή ως τότε που θα ήρχετο ο Λέων ο εκ της φυλής Ιούδα, που θα ελέγετο Σηλώ· αυτός θα ήταν ο νομοθέτης, οι δε πιστοί υπήκοοί του θα υπετάσσοντο σ’ αυτόν.
39. Πώς η ευλογία επάνω στον Ιωσήφ δεν τον καθιστούσε αντίπαλον του Ιούδα, και μετά την ευλογία αυτή πώς ωνομάσθησαν οι δώδεκα γυιοι;
39 Ενδεκάτη κατά σειράν ήλθε η ευλογία προς τον Ιωσήφ, αλλ’ αυτή δεν ανέφερε για βασιλική εξουσία. Ο Ιωσήφ, όπως παρίστατο από τους γυιους του Εφραΐμ και Μανασσή, δεν επρόκειτο να είναι αντίπαλος του Ιούδα για τη βασιλική ιδιότητα. Η ευλογία προς τον Βενιαμίν, τον νεώτερο αμφιθαλή αδελφό του Ιωσήφ, ήλθε δωδέκατη. Στο τέλος της τελευταίας αυτής ευλογίας ελέχθη: «Πάντες ούτοι είναι αι δώδεκα φυλαί του Ισραήλ, και τούτο είναι το οποίον ελάλησε προς αυτούς ο πατήρ αυτών, και ευλόγησεν αύτους.»—Γένεσις 49:22-28.
40. (α) Ποιος απέκτησε τα πρωτοτόκια, αλλά ποιος απεδείχθη ανώτερος μεταξύ των αδελφών του, και πώς; (β) Πώς εκείνος που απέκτησε τα πρωτοτόκια απέκτησε διπλή μερίδα στον Ισραήλ;
40 Όσον αφορά τη σχέσι των φυλών μέσα στο έθνος Ισραήλ, είναι γραμμένο: «Οι δε υιοί του Ρουβήν πρωτοτόκου του Ισραήλ, (διότι ούτος ήτο ο πρωτότοκος· επειδή όμως εμίανε την κοίτην του πατρός αυτού, τα πρωτοτόκια αυτού εδόθησαν εις τους υιούς του Ιωσήφ, υιού του Ισραήλ· πλην ουχί δια να έχη τα πρωτοτόκια ως προς την γενεαλογίαν· διότι ο Ιούδας υπερίσχυσεν υπέρ τους αδελφούς αυτού, ώστε εξ αυτού να εξέλθη ο ηγούμενος· τα πρωτοτόκια όμως ήσαν του Ιωσήφ) . . .» (1 Χρονικών 5:1, 2) Σύμφωνα με την προφητεία, ο Ιούδας υπερτέρησε προμηθεύοντας τον Βασιλεύοντα για μόνιμη βασιλική εξουσία. Εν τούτοις, επειδή το δικαίωμα ενός πρωτοτόκου γυιου μετεβιβάσθη έτσι στον Ιωσήφ, αυτός είχε διπλή μερίδα ή δύο μερίδες μέσα στον Ισραήλ. Δηλαδή, οι δύο γυιοι του Ιωσήφ, ο Εφραΐμ κι ο Μανασσής τους οποίους ο Ιακώβ αξιούσε ως δικούς του έγιναν δύο φυλές μέσα στο έθνος Ισραήλ, κι εδόθη στον καθέναν ένας διακεκριμένος χώρος μέσα στη Γη της Επαγγελίας ή Γη Χαναάν. Όπως ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: «Και εγώ δίδω εις σε μερίδιον έν υπέρ τους αδελφούς σου.»—Γένεσις 48:22.
41. Πού έθαψε ο Ιωσήφ τον πατέρα του Ιακώβ, και πώς ο Ιωσήφ έδειξε την πίστι του στη μέλλουσα έξοδο του Ισραήλ από την Αίγυπτο;
41 Ο Ιωσήφ συνεμορφώθη με την αίτησι του θνήσκοντος πατρός του κι έθαψε τον Ιακώβ στη Γη της Επαγγελίας, στη Γη Χαναάν, στο σπήλαιο πλησίον της πόλεως Χεβρών, όπου είχαν ταφή, ο Αβραάμ, η Σάρρα, ο Ισαάκ, η Ρεβέκκα καθώς κι η Λεία. Ύστερ’ από πενήντα πέντε χρόνια, στο έτος 1657 π.Χ., πέθανε κι ο ίδιος ο Ιωσήφ, σε ηλικία 110 ετών. Πριν από τον θάνατό του είπε στους αδελφούς του ότι ο Θεός θα εξήγε από την Αίγυπτο αυτούς και τις οικογένειές των για να τους φέρη στην Γη της Επαγγελίας· και τους ώρκισε να μεταφέρουν τα οστά του μαζί τους στη γη της Θείας επαγγελίας. (Γένεσις 49:29 έως 50:26) Πέθανε σαν ένας πιστός μάρτυς του Ιεχωβά. Γι’ αυτόν τον λόγο η προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο ενδέκατο, ειδικά τον κατονομάζει με το εξής σχόλιο: «Δια πίστεως ο Ιωσήφ αποθνήσκων προανήγγειλε περί της εξόδου των υιών Ισραήλ, και παρήγγειλε περί των οστέων αυτού.»—Εβραίους 11:22.
42. Ποια κρίσι και ευλογία εκφέρει το βιβλίο της Γενέσεως στις αντίθετες τάξεις;
42 Με την αφήγησι του θανάτου του Ιωσήφ τελειώνει το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, που λέγεται Γένεσις. Εκθέτει την κρίσι καταστροφής που επήλθε σ’ εκείνους, οι οποίοι επεκαλούντο το όνομα του Ιεχωβά υποκριτικά και την ευλογία που επήλθε σ’ εκείνους, οι οποίοι επεκαλούντο το όνομά Του με πίστι, για να το αγιάσουν.