Η Θεία Προέλευσις του Γάμου
«Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.»—Ματθ. 19:6.
1. (α) Τι είναι γάμος; (β) Ποιο είναι το κύριον μέρος του, ποιο μπορεί να είναι το έλασσον μέρος, και ποιος πρώτος τον εσκέφθη;
Ο ΓΑΜΟΣ είναι μια στενή ένωσις μεταξύ δύο μερών. Το κύριο μέρος του γάμου ονομάζεται ο σύζυγος. Το άλλο ή «έλασσον» μέρος ονομάζεται η σύζυγος. Το έλασσον μέρος ή η σύζυγος μπορεί να είναι ένα μεμονωμένο πρόσωπο ή άτομο ή μπορεί επίσης να είναι μια οργάνωσις που αποτελείται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Αλλ’ η οργάνωσις, επειδή αποτελείται από πολλά πρόσωπα, δεν σχηματίζει πολλές συζύγους· σχηματίζει απλώς μια σύζυγο-οργάνωσι, επειδή όλα τα μέλη της οργανώσεως βρίσκονται σε ενότητα προς τον ένα σύζυγο. Τη θαυμαστή ιδέα του γάμου με μια σύζυγο, είτε ως μεμονωμένο πρόσωπο είτε ως οργάνωσι, δεν την εσκέφθη ούτε την απειργάσθη άνθρωπος ή κάποιο από τα ζώα που είναι κατώτερα από τον άνθρωπο ή προηγήθησαν από τον άνθρωπο. Τον γάμο πρώτος τον εσκέφθη και τον ίδρυσε ο Δημιουργός, ο Πλάστης του ανθρώπου και των ζώων και των φυτών που ενώνονται ή ζευγαρώνουν. Αυτός ο Δημιουργός ή Πλάστης είναι ο Θεός, ο ποιητής ολοκλήρου του σύμπαντος ορατού και αοράτου.
2, 3. (α) Με ποια λόγια ο Θεός πιστά παραδέχεται υποχρεώσεις γάμου; (β) Σε ποιον απηυθύνοντο πραγματικά τα λόγια αυτά;
2 Ο Δημιουργός πιστά ομολογεί ή παραδέχεται μια σχέσι γάμου. Ονομάζει τον εαυτό του μέτοχον ενός γάμου. Το έχει καταγράψει στο θείον υπόμνημα. Ορκίζεται να εκπληρώση τις δέουσες υποχρεώσεις του γάμου και να τον κάμη καρποφόρον με τέκνα. Η αξιοσημείωτη αυτή δήλωσις λέγει: «Ο ανήρ σου [μποέλ, ή κτήτωρ] είναι ο Ποιητής σου· το όνομα αυτού είναι, Ο Ιεχωβά των δυνάμεων· και ο Λυτρωτής σου είναι ο Άγιος του Ισραήλ· αυτός θέλει ονομασθή, Ο Θεός πάσης της γης. Διότι ο Ιεχωβά σε εκάλεσεν ως γυναίκα εγκαταλελειμμένην και τεθλιμμένην το πνεύμα, και γυναίκα νεότητος αποβεβλημένην, λέγει ο Θεός σου. . . . Διότι τούτο είναι εις εμέ ως τα ύδατα του Νώε· επειδή, καθώς ώμοσα ότι τα ύδατα του Νώε δεν θέλουσιν επέλθει πλέον επί την γην, ούτως ώμοσα ότι δεν θέλω θυμωθή πλέον κατά σου, ουδέ σε ελέγξει. Διότι τα όρη θέλουσι μετατοπισθή, και οι λόφοι μετακινηθή· πλην το έλεός μου δεν θέλει εκλείψει από σου, ουδέ η διαθήκη της ειρήνης μου μετακινηθή, λέγει ο Ιεχωβά, ο ελεών σε. . . . Πάντες δε οι υιοί σου θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Ιεχωβά, και θέλει είσθαι μεγάλη η ειρήνη των υιών σου.»—Ησ. 54:5-13, ΜΝ.
3 Τα λόγια αυτά ελέχθησαν από το στόμα του προφήτου Ησαΐα ή εγράφησαν από το χέρι του στην αρχαία πόλι της Ιερουσαλήμ ή πλησίον της. Αλλά τα λόγια ήσαν εμπνευσμένα ή εμφυσημένα στον προφήτην από τον Ιεχωβά Θεό από τον ουρανό και απηυθύνοντο πράγματι σε κάποιο όμοιο με γυναίκα άτομο ή σε κάποια όμοια με γυναίκα οργάνωσι στον ουρανό. Τα λόγια ελέχθησαν όχι μόνο προς όφελος αυτής της γυναικός, αλλά και προς όφελος των τέκνων της επάνω στη γη. Ποια ή τι είναι αυτή η γυναίκα; Ένα από τα τέκνα της, ο Χριστιανός προφήτης Παύλος, γράφει σε άλλα Χριστιανικά τέκνα της και λέγει: «(Την σημερινήν Ιερουσαλήμ· [ήτις] είναι . . . εις δουλείαν μετά των τέκνων αυτής.) Η δε άνω Ιερουσαλήμ είναι ελευθέρα, ήτις είναι μήτηρ πάντων ημών.» Κατόπιν παραθέτει από τα λόγια του Θεού προς αυτήν, που βρίσκονται στο ίδιο ακριβώς κεφάλαιο της προφητείας του Ησαΐα. Τέλος ο Παύλος τερματίζει την απόδειξί του ότι οι Χριστιανοί είναι τέκνα της ουρανίας συζύγου ή «γυναικός» του Θεού, λέγοντας: «Λοιπόν, αδελφοί, δεν είμεθα της δούλης τέκνα, αλλά της ελευθέρας. Εν τη ελευθερία λοιπόν, με την οποίαν ηλευθέρωσεν ημάς ο Χριστός, μένετε σταθεροί, και μη υποβληθήτε πάλιν εις ζυγόν δουλείας.»—Γαλ. 4:25 έως 5:1.
4. Τι ήταν η επίγεια Ιερουσαλήμ ή Σιών, και από τι αποτελείται η ουράνια Ιερουσαλήμ;
4 Η επίγεια Ιερουσαλήμ για την οποίαν έγραφε ο Παύλος πριν από δεκαεννέα αιώνες, κατεστράφη αργότερα, αλλά ήταν μια πόλις με ένα εκατομμύριο και πλέον ανθρώπους μέσα της όταν κατεστράφη. Ήταν μια πόλις οργάνωσις. Η ελευθέρα «άνω Ιερουσαλήμ» είναι επίσης μια οργάνωσις. Η δούλη επίγεια Ιερουσαλήμ εσυνηθίζετο επίσης να καλήται Σιών, από το όνομα ενός από τους λόφους της. Η «άνω Ιερουσαλήμ» ονομάζεται επίσης Σιών στον λόγον του Θεού, την Αγία Γραφή. Η ουράνια Σιών ουδέποτε θα καταστραφή, διότι ο Ιεχωβά Θεός έχει ορκισθή ότι το έλεός του δεν θα εκλείψη ποτέ, ούτε η διαθήκη της ειρήνης του θα μετακινηθή. Η ουράνια σύζυγός του ή γυναίκα, η «άνω Ιερουσαλήμ», είναι η ουράνια αόρατη οργάνωσις σε όλο το σύμπαν, η παγκόσμια οργάνωσίς του. Αυτός είναι ο Ποιητής τής συζύγου του ή γυναικός, και έτσι η παγκόσμια οργάνωσίς του αποτελείται από όλα τα ουράνια πλάσματά του που είναι μέσα σ’ αυτή. Αυτά είναι υποκείμενα σ’ Αυτόν, τον Δημιουργόν των, και είναι ενωμένα μ’ αυτόν σαν μια οργάνωσις με άγια ενότητα που δεν θα παύση ποτέ.
5. Τι λέγει η Γραφή για την ύπαρξι του Ιεχωβά;
5 Προτού αρχίση ο Ιεχωβά να δημιουργή την παγκόσμια οργάνωσί του ήταν εντελώς μόνος του στο ατελεύτητο διάστημα. Προτού υπάρξη αυτή η ουράνια οργάνωσις, αυτός ήταν ο Θεός, ένα αιώνιο, παντοτινό Ον, και επομένως χωρίς αρχή όπως και θα είναι χωρίς τέλος, πάντοτε μακάριος. Χωρίς υπερβολή εκφράσεως, ο Δαβίδ, ο βασιλεύς του Ισραήλ, μπορούσε να προσεύχεται: «Ευλογητός Ιεχωβά ο Θεός του Ισραήλ, απ’ αιώνος και έως αιώνος.» (Ψαλμ. 41:13, ΑΣ) Ο προφήτης Μωυσής, ο οποίος έγραψε την αφήγησι της δημιουργίας της γης, μπορούσε να πη στον Κύριον Ιεχωβά: «Πριν γεννηθώσι τα όρη, και πλάσης την γην και την οικουμένην, και από του αιώνος έως του αιώνος, συ είσαι ο Θεός.»—Ψαλμ. 90ός 2.
6. (α) Γιατί ο Θεός δεν αισθάνεται την ανάγκη μιας συζύγου; (β) Γιατί, λοιπόν, εδημιούργησε;
6 Μήπως είχε ποτέ ανάγκη ο Θεός μιας συζύγου ή μιας ζωντανής οργανώσεως σε αγία ενότητα μαζί του; Όχι! Μήπως αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη μιας τέτοιας συζύγου; Όχι! Ήταν καλό γι’ αυτόν να είναι μόνος; Μάλιστα. Κάθε τι που του έδινε ευχαρίστησι και ευτυχία ήταν μέσα του· δεν αισθανόταν κανενός είδους ανάγκη, και το ότι ήταν εντελώς μόνος ποτέ δεν τον έβλαψε ούτε τον εγέμισε με αίσθημα μονώσεως. Το ότι ήταν μόνος απ’ αιώνος ποτέ δεν τον έφθειρε, ποτέ δεν τον έκαμε εγωκεντρικό ή εστραμμένον προς τον εαυτό του και ποτέ δεν τον έκαμε έτσι ώστε να μη μπορή ν’ αρχίση ν’ απολαμβάνη τη συντροφιά πλασμάτων. Δεν είχε ανάγκη συζύγου για να τον βοηθή να παραγάγη πλάσματα. Πλήρης δημιουργική δύναμις ήταν μέσα του. Καμμιά σύζυγος δεν απαιτούσε απογόνους απ’ αυτόν ούτε τον υπεχρέωνε να της δώση απογόνους. Γιατί, λοιπόν, αφού ήταν μόνος απ’ αιώνος άρχισε να δημιουργή; Επειδή είναι αγάπη. Είδε τον τρόπο να εκδηλώση την αγάπη του και να κάμη πλάσματα ν’ απολαμβάνουν την αγάπη του. Και έτσι, χωρίς να παρακινήται από κάτι εξωτερικό, αλλά υποκινούμενος από την τελεία του αγάπη, αυτός ο ίδιος θέλησε να δημιουργήση. Τα ουράνια πλάσματά του γνωρίζουν τώρα το γεγονός αυτό, διότι λέγουν σ’ αυτόν: «Άξιος είσαι, Ιεχωβά ο Θεός ημών, να λάβης την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν, διότι συ έκτισας τα πάντα, και δια το θέλημά σου υπήρξαν και εκτίσθησαν.»—Αποκάλ. 4:11, ΜΝΚ· Ντέλιτς.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ
7, 8. (α) Ποιος ήταν ο πρώτος που εδημιούργησε ο Θεός, και από ποιες απόψεις ήταν ο πρώτος και ο έσχατος; (β) Ποια ήταν η σχέσις τούτου προς τον Θεό, και γιατί;
7 Ο πρώτος τον οποίον εδημιούργησε ο Παντοδύναμος Θεός Ιεχωβά μιλεί για τον εαυτό του, προσδιορίζοντας την ταυτότητά του σ’ εμάς· έτσι ώστε δεν υπάρχει μυστήριο. Είναι εκείνος που κάποτε ήταν εδώ κάτω στη γη πριν από χίλια εννιακόσια χρόνια και που είναι τώρα γνωστός ως ο Ιησούς Χριστός. Μιλώντας από τον ουρανό σ’ ένα όραμα δοσμένο στον αγαπητό του απόστολο Ιωάννη επάνω στη γη, είπε: «Εγώ είμαι ο πρώτος [ο Πρωτότοκος, Αλεξανδρινόν Χειρόγραφον] και ο έσχατος, και ο ζων, και έγεινα νεκρός· και ιδού, είμαι ζων εις τους αιώνας των αιώνων· . . . Ταύτα λέγει ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού.» (Αποκάλ. 1:17, 18· 3:14) «Ο πρώτος και ο έσχατος,» και «η αρχή της κτίσεως του Θεού»; Ναι. Αυτός ήταν ο «πρώτος» που ο τότε μόνος Ιεχωβά Θεός εδημιούργησε αυτός ο ίδιος, αβοήθητος. Ήταν επίσης ο «έσχατος» που ο Ιεχωβά Θεός εδημιούργησε χωρίς τη μεσολάβησι άλλου. Μ’ αυτό τον τρόπο ήταν η αρχή της κτίσεως του Θεού, όχι εκείνος που άρχισε την κτίσι του Θεού. Αυτό το πρώτο δημιούργημα του Θεού έγινε άνθρωπος και πέθανε ως ανθρώπινη θυσία και ηγέρθη από τους νεκρούς και επέστρεψε στον ουρανό. Έτσι ήταν επίσης ο πρώτος που ηγέρθη με την άμεση, αβοήθητη δύναμι του Θεού και είναι ο τελευταίος που επρόκειτο έτσι να εγερθή, διότι ο Θεός τον χρησιμοποιεί τώρα για ν’ αναστήση όλους τους άλλους που είναι νεκροί στους τάφους. Έτσι ήταν η αρχή μιας «νέας κτίσεως» του Θεού.—2 Κορ. 5:17.
8 Ο Παντοδύναμος Θεός, αφού έφερε αυτό το πρώτο πλάσμα σε ύπαρξι, το εξουσιοδότησε και το εχρησιμοποίησε για να φέρη σε ύπαρξι όλα τα άλλα πλάσματα. (Ιωάν. 1:2, 3· Κολ. 1:15-18) Μήπως, λοιπόν, ήταν αυτό το πρώτο πλάσμα η ουράνια σύζυγος του Θεού επειδή ο Θεός το εχρησιμοποίησε ως όργανόν του ή ως μέσον στη δημιουργία όλων των άλλων πραγμάτων; Όχι! Ήταν ο Υιός του Θεού, και αυτό μ’ έναν τρόπο που δεν τον συνεμερίσθη κανένα άλλο πλάσμα. Ήταν ο «μονογενής Υιός» διότι ήταν ο πρώτος και μόνος στον οποίον ο Θεός έδωσε ζωή με άμεσο τρόπο, χωρίς τη μεσολάβησι κανενός αγωγού. (Ιωάν. 3:16· 5:26· 6:57) Ως Υιός και συνεργάτης ήταν ένα με τον Θεό, μη ενεργώντας ποτέ αντίθετα προς τον Θεό. Γι’ αυτό κάποτε είπε: «Εγώ και ο Πατήρ έν είμεθα.» (Ιωάν. 10:30) Επειδή ήταν ένα με τον ουράνιο Πατέρα του, ήταν πάντοτε υποκείμενος σ’ αυτόν και ποτέ δεν εστασίασε εναντίον του θελήματος του Πατρός του.
9. Πώς ήλθε σε ύπαρξι η οργάνωσις του Θεού, και με ποιά έννοια την ενυμφεύθη ο Θεός;
9 Επί άγνωστον καιρό ο Πατήρ και ο μονογενής του Υιός ήσαν μαζί, βρίσκοντας πλήρη ευχαρίστησι ο ένας στη συντροφιά του άλλου. Κατόπιν ο Ιεχωβά ο Πατήρ του θέλησε να τον χρησιμοποιήση στη δημιουργία άλλων πλασμάτων στον ουρανό. Συνεπώς, αυτό το από κοινού δημιουργικό έργον επροχώρησε και καθώς προχωρούσε ο καιρός εδημιουργήθη ένα μεγάλο πλήθος αγγέλων, που όλοι τους ήσαν υιοί Θεού διότι από τον Θεό επήγαζε η δύναμις της ζωής, αφού ‘παρ’ αυτώ είναι η πηγή της ζωής’. (Ψαλμ. 36:9) Σε όλους αυτούς ο Ιεχωβά Θεός απηυθύνετο μέσω του μονογενούς του Υιού, κάνοντάς τον έτσι να είναι «ο Λόγος του Θεού» ή το στόμα του Θεού προς όλους τους άλλους υιούς. Αυτοί έγιναν ο ουράνιος οίκος του Θεού, ο δε Θεός τούς ωργάνωσε όλους υπό τον μονογενή του Υιόν, για να μπορούν όλοι μαζί να κάνουν το θέλημα του μεγάλου Δημιουργού, εκτελώντας ο καθένας τους το προσδιωρισμένο σ’ αυτόν μέρος, συνεργαζόμενοι ομαλά με όλους τους άλλους και συνεργαζόμενοι με τον Δημιουργό τον πνευματικό τους Πατέρα. Μ’ αυτό τον τρόπο, αφού εδημιούργησε όλους αυτούς τους πνευματικούς υιούς, ο Θεός τούς κατέστησε μια οργάνωσι, την παγκόσμια ουράνια οργάνωσί του, επειδή αυτή ζη και λειτουργεί σε όλο το σύμπαν. Ενύμφευσε αυτή την παγκόσμια ουράνια οργάνωσι προς τον εαυτό του, συνδέοντάς την προς τον εαυτό του με μια αδιάρρηκτη ένωσι ως συνεργάτην του και βοηθόν. Με τον πιστόν μονογενή του Υιόν ως τον ηγέτην σ’ αυτή την οργάνωσι, ο Θεός ήταν βέβαιος ότι αυτή η σύζυγος-οργάνωσις θα ετηρείτο σε ενότητα μαζί του με στοργική αφοσίωσι και υποταγή. Ο Ιεχωβά ως Πλάστης ήταν η Κεφαλή και ο Θεός της. Το ότι αυτή έγινε η σύζυγός του οργάνωσις δεν την κατέστησε θεάν, «Βασίλισσαν του Ουρανού» που αργότερα θα της άξιζε να λατρεύεται από άνδρες και γυναίκες εδώ επάνω στη γη.—Ιερεμ. 44:17-19, 25· 7:18.
10. Πότε, πού, και πώς έφερε στο είναι ο Θεός διαίρεσι φύλου πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου, και για ποιους σκοπούς;
10 Στον ωρισμένο καιρό η σύζυγος-οργάνωσις του Ιεχωβά ηυνοήθη με το να δη να τίθεται σε ενέργεια αυτή η αρχή του γάμου μ’ ένα νέο τρόπο, σ’ ένα νέο μέρος—εδώ επάνω στη γη. Όταν ο Δημιουργός δια του μονογενούς του Υιού έθεσε τα θεμέλια της γης για τους αγαθούς του σκοπούς, όλοι αυτοί οι άλλοι υιοί του Θεού ηλάλαζαν με επευφημίες. Στην τρίτη δημιουργική ημέρα της προετοιμασίας αυτής της γης, ήταν πολύ ενδιαφέρον γι’ αυτούς να δουν τη σοφία του Θεού στο ζευγάρωμα ωρισμένων μορφών φυτικής ζωής, στο ότι ο Θεός έκαμε ακόμη και μερικά φυτά να ενώνωνται για να αναπαράγουν το είδος των. Στην πέμπτη ημέρα είδαν τον Θεό να δημιουργή αναρίθμητα είδη ψαριών και θαλασσίων ζώων που ενώνοντο για να γεννήσουν τα νεογνά των, και κατόπιν επίσης πολλά είδη πτερωτών πλασμάτων ή πουλιών. Η εφαρμογή της αρχής του γάμου προώδευσε ακόμη περισσότερο στην έκτη δημιουργική η μέρα, όταν ο Θεός έκαμε να γεννήση η γη χερσαία ζώα, άγρια και κατοικίδια και ερπετά ‘έκαστον μετά του συντρόφου αυτού’. (Γεν. 1:11-13, 20-25· Ησ. 34:15, 16) Σ’ αυτές τις ενώσεις φυτικών και ζωικών μορφών ζωής εγίνετο αντιληπτή η διάταξις άρρενος και θήλεος που εργάζονται μαζί για ένα κοινό σκοπό, καθώς τα συνδέει η λειτουργία των ελκτικών δυνάμεων του φύλου. Η Αγγλική λέξις «σεξ» (SEX), που αποδίδει την Ελληνική λέξι «φύλον», σημαίνει τη διαίρεσι των διαφόρων ειδών ζωντανών πλασμάτων σε μορφές άρρενος και θήλεος και προέρχεται πραγματικά από τη Λατινική λέξι που σημαίνει «τέμνω ή διαιρώ». Εν τούτοις, ο σκοπός αυτής της διαιρέσεως του φύλου δεν είναι η παραγωγή διαχωρισμού, αλλά μάλλον η παραγωγή ενότητος· είναι ένας συνδυασμός δυνάμεων για να παραχθή ένα συνδυασμένο αποτέλεσμα, επειδή κανένα φύλον δεν είναι πλήρες χωρίς το άλλο, αλλά κάθε φύλον είναι έτσι δημιουργημένο ώστε να ελκύη το άλλο και να εκτελή μια ωρισμένη λειτουργία. Μερικές μορφές ζωής δεν έχουν φύλον, και όμως αναπαράγουν.
11. (α) Ποια ήταν η αποκορυφωτική μορφή της γηίνης δημιουργίας του Θεού και πότε εδημιουργήθη αυτή; (β) Γιατί ήταν ικανή να έχη σε υποταγή τα κατώτερα ζώα;
11 Επί χιλιάδες χρόνια, από την τρίτη έως την έκτη δημιουργική ημέρα, η διάταξις του φύλου έπαιξε μεγάλο ρόλο στη συνέχισι των φυτικών και ζωικών μορφών ζωής επάνω στη γη. Ο Θεός είδε ότι όλα αυτά ήσαν καλά, αλλά δεν αποτελούσαν το τέλος του σκοπού του σχετικά με τη γη. Ήσαν πράγματι προπαρασκευαστικά και ωδηγούσαν σε μια αποκορυφωτική μορφή. Τα επτά χιλιάδες χρόνια της έκτης δημιουργικής ημέρας επλησίαζαν προς το τέλος τους, όταν ο Ιεχωβά Θεός μίλησε στον μονογενή του Υιό, τον συνεργάτη του σ’ αυτό το γήινο δημιουργικό έργο. «Και είπεν ο Θεός, Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών· και ας εξουσιάζη επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί των κτηνών, και επί πάσης της γης, και επί παντός ερπετού, έρποντος επί της γης.» (Γεν. 1:26) Αυτό το πλάσμα που ωνομάζετο «άνθρωπος» ή Αδάμ επρόκειτο να είναι ανώτερο από όλες τις προηγούμενες μορφές συνειδητής ζωής. Εκείνο που καθιστούσε τον άνθρωπο καλύτερον και ικανόν να έχη σε υποταγή τα κατώτερα αυτά πλάσματα ήταν το ότι είχε δημιουργηθή κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού και του μονογενούς του Υιού, ο οποίος Υιός ήταν ο ίδιος «εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως.» (Κολ. 1:15) Αυτό ήταν νέο για τη γη.
12. Τι είδους θέσι ετοίμασε ο Θεός για τον άνθρωπο, και πώς εδημιουργήθη ο άνθρωπος;
12 Πρώτα ο Θεός ετοίμασε μια κατοικία γι’ αυτό το πλάσμα, τον άνθρωπο. Ανόμοια προς κάθε άλλον φυτευτήν, ο Θεός την κατέστησε παράδεισον, ευρύχωρο κήπο ή πάρκο, κάτι που αποτελούσε βελτίωσι του υπολοίπου της έξω γης, όπου τα κατώτερα ζώα περιεπλανώντο και αναπαρήγαν το είδος των προτού πεθάνουν. Σε μια ξεχωριστή δημιουργία απ’ αυτά, ο Θεός τότε παρήγαγε τον πρώτον άνθρωπον ή Αδάμ. «Και έπλασε Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον [α.δάμ] από χώματος εκ της γης [α.δα.μάχ]· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.»—Γέν. 2:7, 8.
13. Ποια προνόμια και υποχρεώσεις έλαβε ο Αδάμ, και από ποια ζωτική άποψι ήταν διαφορετικός από τα κατώτερα ζώα;
13 Από το αόρατον ο Δημιουργός μίλησε στον άνθρωπο και του είπε ότι είχε δημιουργηθή και τοποθετηθή στον κήπο της Εδέμ «δια να εργάζηται αυτόν, και να φυλάττη αυτόν.» Αυτό αναμφιβόλως εσήμαινε να λάβη φροντίδα και για το «δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού», αλλ’ ο άνθρωπος ή Αδάμ διετάχθη να μη φάγη απ’ αυτό. Το να φάγη απ’ αυτό θα ήταν απείθεια στον Θεό. Επομένως θα ήταν αμαρτία, και η τιμωρία γι’ αυτή την αμαρτία θα ήταν η εξής: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:15-17) Κατόπιν ο Θεός εγνώρισε τον άνθρωπον ή Αδάμ με τα πτερωτά πλάσματα και τα άγρια ζώα που επρόκειτο να κρατή σε υποταγή σ’ αυτόν, και ο Θεός τον άφησε να ονομάση το καθένα, και το όνομα τού καθενός παρέμεινε. Ο Αδάμ περιειργάσθη με ενδιαφέρον αυτά τα πλάσματα. Είδε ότι ήσαν από σάρκα διαφορετική από τη δική του. Είδε πώς εζευγάρωναν και είχαν σεξουαλική σχέσι μεταξύ τους και πώς γεννούσαν τα νεογνά τους, καθώς επίσης πώς εζούσαν το διάστημα της ζωής τους και πέθαιναν, αφήνοντας τα τέκνα τους πίσω τους για να διατηρήσουν το είδος τους. Αλλ’ ο Αδάμ δεν ήταν ανάγκη να πεθάνη· δεν εχρειάζετο να παραγάγη απογόνους για να διατηρήση σε ύπαρξι το είδος του, το ανθρώπινο είδος. Αν εξακολουθούσε πιστά να λατρεύη τον Δημιουργό του ως Θεόν και να υπακούη σε όλες τις εντολές του, περιλαμβανομένης κι εκείνης που του απηγόρευε να φάγη από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, θα μπορούσε να ζη για πάντα και να είναι ο φύλαξ του παραδείσου και να κρατή τα κατώτερα ζώα πάντοτε σε υποταγή.—Γέν. 2:19, 20.
Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΓΑΜΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
14-16. (α) Ποια έλλειψι παρετήρησε ο Αδάμ και τι θα μπορούσε να έχη κάμει ο Θεός για την ικανοποίησι της ανάγκης του Αδάμ; (β) Πώς ο Θεός επλήρωσε την έλλειψι του Αδάμ, και για ποιον περαιτέρω σκοπό;
14 Ο Αδάμ δεν αισθανόταν επιθυμίες φύλου. Ως τέλειος άνθρωπος ήταν ισορροπημένος και όχι διηρημένος ως προς το φύλον. Αλλά ήθελε μήπως να έχη συντρόφους ομοίους με τον εαυτό του; Πώς θα τους αποκτούσε; Αυτό ήταν μέσα στον σκοπό του Θεού και δεν ήταν έργον του ανθρώπου να επιχειρήση να συμβουλεύση ή νουθετήση ή διατάξη τον Θεό. Αλλ’ ο Θεός δεν είχε αφήσει ούτε τον εαυτό του χωρίς πλάσματα κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του, πρώτα τον μονογενή του Υιόν και έπειτα τους άλλους ουρανίους υιούς του, οι οποίοι όλοι μαζί αποτελούσαν την σύζυγό του οργάνωσι. Ήταν μήπως σκοπός του ν’ αφήση τον Αδάμ μόνον στο είδος του;
15 Από όλα τα ζώα στα οποία έδωσε όνομα ο Αδάμ, δεν μπορούσε ν’ αποκαλέση κανένα συνάνθρωπό του ή Ις (Εβραϊκό). Βρήκε τον εαυτό του μόνον στο είδος του· έπρεπε να κάνη την εργασία του εντελώς μόνος του. Δεν μπορούσε να συνομιλή με κανέναν εκτός από τον Θεό του ή τον ουράνιον αντιπρόσωπον του Θεού στο αόρατο βασίλειο—μια πείρα θαυμαστή για τον Αδάμ, που του ικανοποιούσε την ψυχή και ήταν ανώτερη από κάθε άλλη πείρα. Λόγω δημιουργίας ο Αδάμ ήταν ένας ανθρώπινος «υιός του Θεού». (Λουκ. 3:38) Ήταν ικανοποιημένος ο Θεός μ’ ένα μόνο ανθρώπινο υιό του επάνω στη γη; Όπως ακριβώς ο Θεός το είχε προΐδει και προγνωρίσει, είδε και εγνώρισε την κατάστασι των πραγμάτων τώρα στην πραγματικότητα: «εις δε τον Αδάμ δεν ευρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν.» Ο Αδάμ προεξείχε διαφορετικός από όλα τα κατώτερα ζώα· δεν είχε σύντροφον με τον οποίον να αναπαράγη το είδος του. Ο Θεός θα μπορούσε να παραγάγη και άλλους ανθρώπους ακριβώς ομοίους με αυτόν από το χώμα της γης, τον καθένα χωριστόν και διακεκριμένον από τον Αδάμ, τον καθένα μια άμεση δημιουργία του Θεού. Αλλ’ αυτό δεν θα έμοιαζε με τον τύπον ζωής που ευρίσκετο σε άλλα είδη γηίνων πλασμάτων. Για να εναρμονισθή ο άνθρωπος με τους τύπους ζωής των μορφών εκείνων της γηίνης δημιουργίας και να εκπληρώση τον σκοπό του Θεού όσον αφορά τον άνθρωπο, δεν ήταν καλύτερο να παραμένη μόνος. «Και είπεν Ιεχωβά ο Θεός, Δεν είναι καλόν να ήναι ο άνθρωπος μόνος· θέλω κάμει βοηθόν δι’ αυτόν, ως συμπλήρωμα αυτού.» (Γεν. 2:18-20, ΜΝΚ) Πώς το έκαμε αυτό ο Ιεχωβά Θεός;
16 Εξετέλεσε εκείνο που μπορεί να ονομασθή η πρώτη ανώδυνος εγχείρησις. «Και επέβαλεν Ιεχωβά ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και εκοιμήθη· και έλαβε μίαν εκ των πλευρών αυτού, και έκλεισε με σάρκα τον τόπον αυτής. Και κατεσκεύασεν Ιεχωβά ο Θεός την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα, και έφερεν αυτήν προς τον Αδάμ.» Ο άνθρωπος με υπερβολική χαρά την έλαβε και την εδέχθη από το χέρι του ουρανίου Πατρός του, και της έδωσε όνομα που έδειχνε ότι ήταν μέρος του εαυτού του. «Και είπεν ο Αδάμ, Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου, και σαρξ εκ της σαρκός μου· αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς [ή Ισ.σάχ], διότι εκ του ανδρός [ή Ις] αύτη ελήφθη.» (Γεν. 2:21-23) Ο Θεός είχε τώρα ξεχωρίσει τα θηλυκά χαρακτηριστικά από τον Αδάμ και τα είχε θέσει στη γυναίκα ή Ισ.σάχ και έτσι παρήγαγε τα ανθρώπινα φύλα. Στην πατρική ευλογία που τους έδωσε τώρα ο Θεός ως νυμφευμένο ζεύγος, έθεσε μπροστά τους το έργο που τους εξουσιοδοτούσε να εκτελέσουν μαζί. Καθώς είναι γραμμένο: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς· και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.» «Τούτο είναι το βιβλίον της ιστορίας του Αδάμ. Καθ’ ην ημέραν εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς· και ευλόγησεν αυτούς, και εκάλεσε το όνομα αυτών, Άνθρωπος, καθ’ ην ημέραν εποίησεν αυτούς.» (Γέν. 1:27, 28· 5:1, 2, ΜΝΚ) Ο ανθρώπινος γάμος, λοιπόν, είναι μια θεία διάταξις και πρέπει να θεωρήται άγιος.
17. Γιατί ο Θεός δεν έκανε προφητική εικόνα του Χριστού και της νύμφης του με τον τρόπο που εδημιούργησε την Εύα;
17 Όταν ο Ιεχωβά Θεός έκαμε τον Αδάμ να κοιμηθή βαθιά και αφήρεσε μια από τις πλευρές του και την εχρησιμοποίησε ως βάσιν για να κατασκευάση μ’ αυτήν τη σύζυγο του Αδάμ, μήπως προεσκίαζε κάτι μελλοντικό, κάτι που θα γινόταν τέσσερες χιλιάδες χρόνια αργότερα; Όχι. Δεν προεσκίαζε ότι ο Υιός του Ιησούς Χριστός θα γινόταν ο μόνος άλλος Αδάμ, «ο έσχατος Αδάμ», και θα εκοιμάτο στον θάνατο ως ανθρώπινη θυσία για την «νύμφην» του, την εκκλησία των 144.000 ακολούθων του, και ότι ο Παντοδύναμος Θεός θα τον ήγειρε από τον βαθύν αυτόν ύπνο του θανάτου και κατόπιν θα τον παρουσίαζε μαζί με την πνευματική του «νύμφη», την πιστή του εκκλησία, με ουράνια δόξα. (1 Κορ. 15:45· Εφεσ. 5:2· Αποκάλ. 21:2, 9) Αν το είχε κάμει αυτό ο Θεός, θα εσήμαινε ότι εισέδυσε στο μέλλον του Αδάμ, ότι άφησε τον εαυτό του να προΐδη ότι ο Αδάμ θα αμάρτανε τρώγοντας από το απαγορευμένο δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Έτσι ο Θεός θα είχε καθορίσει εκ των προτέρων ότι ο Αδάμ έπρεπε να παραβή τον νόμον του και να υπαχθή σε θανατική καταδίκη και ότι ο Ιησούς Χριστός έπρεπε να πεθάνη ως αντίλυτρον για να σώση τους 144.000 ακολούθους του μέσα από τους απογόνους του Αδάμ για να μπορέσουν να γίνουν μια νύμφη-οργάνωσις, μια σύζυγος του Ιησού Χριστού στον ουρανό. Αν ο Ιεχωβά Θεός είχε καθορίσει εκ των προτέρων ότι ο Αδάμ έπρεπε να αμαρτήση, αυτό θα τον έκανε υπεύθυνον για την αμαρτία του, ενώ ο Θεός δεν είναι υπεύθυνος για αμαρτία και δεν είναι υποχρεωμένος να κάμη θυσιαστική εξιλέωσι γι’ αυτήν.
18. Τίνος γήινο αντίγραφον ήταν η δημιουργία της Εύας;
18 Αντί να προεσκίαζε και να προκαθώριζε κάτι με τον τρόπο που εδημιούργησε την Εύα, ο Ιεχωβά Θεός αντέγραφε σ’ ένα γήινο επίπεδο ένα δικό του μεγάλο ουράνιο πρότυπο. Καθώς η Εύα ελήφθη από τον Αδάμ και ήταν πραγματικά ‘οστούν εκ των οστέων του και σαρξ εκ της σαρκός του’, έτσι και η παγκόσμιος οργάνωσις του Ιεχωβά, η ουράνια σύζυγος-οργάνωσίς του, ελήφθη απ’ αυτόν τον ίδιον. Ήταν μια δημιουργία που προήλθε απ’ αυτόν τον ίδιον χωρίς πόνο, αρχίζοντας με τον Λόγον του, τον μονογενή του Υιόν, και τελικά περιλαμβάνοντας όλους τους αγίους αγγέλους του στον ουρανό. Αυτή την αγία οργάνωσι όλων αυτών την παρουσίασε στον εαυτό του ως «γυναίκα» του, «σύζυγόν» του, την οποίαν ποτέ δεν θα διαζευχθή, διότι αυτή ποτέ δεν θ’ αποξενωθή απ’ αυτόν και αν ακόμη παρουσιασθή ένας Διάβολος.
19. (α) Ποια γεγονότα και εδάφια δείχνουν τη στενή συγγένεια ενός συζύγου προς την γυναίκα του; (β) Και, συνεπώς, πού είναι η νόμιμη θέσις του;
19 Επειδή η πρώτη γυναίκα ελήφθη από τον πρώτον άνδρα αντί να πλασθή ξεχωριστό δημιούργημα, όχι μόνο ήταν μία σάρκα μαζί του, αλλά και όλη η ανθρώπινη οικογένεια που επήγασε απ’ αυτούς είναι μία σάρκα. Το γεγονός αυτό την κατέστησε την πιο στενή συγγενή του ανδρός επάνω στη γη. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να είναι προσκολλημένος σ’ αυτήν. Ο Θεός εδήλωσε ότι αυτός ο δεσμός μεταξύ συζύγων είναι η πιο στενή συγγένεια μεταξύ δύο ανθρώπων επάνω στη γη, στενώτερη από τη συγγένεια υιού προς πατέρα και μητέρα, και επομένως ο σύζυγος πρέπει να μένη μ’ εκείνην της οποίας είναι ο πλησιέστερος συγγενής, την σύζυγό του. Στην Εδέμ ο Θεός, αφού ήνωσε τον άνδρα και τη γυναίκα σε γάμο, είπε: «Δια τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού· και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν.» (Γέν. 2:24) Έπειτα από χιλιάδες χρόνια μερικοί δοκησίσοφοι έθεσαν κατά μέρος αυτή τη γνησία περιγραφή του ιδεώδους ανθρωπίνου γάμου στον παράδεισο της Εδέμ, και ο Υιός του Θεού τούς είπε: «Δεν ανεγνώσατε ότι ο πλάσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ έπλασεν αυτούς; Και είπεν, “Ένεκεν τούτου θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν”; Ώστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.» (Ματθ. 19:4-6) Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος υπεστήριξε κι αυτός ως αληθινή αυτή την περιγραφή του γάμου παραθέτοντας απ’ αυτήν στο επιχείρημά του και λέγοντας: «Διότι “θέλουσιν είσθαι,” λέγει, “οι δύο εις σάρκα μίαν”.» (1 Κορ. 6:16) Συνεπώς, η θέσις του νυμφευμένου ανδρός πρέπει να είναι, όχι με τον πατέρα του και τη μητέρα του, ούτε με τον όμιλό του, την ανδρική του συντροφιά ή τη λέσχη κοινωνικής συναναστροφής, αλλά με τον στενώτερον σύντροφό του, τη σύζυγό του. Πρέπει να είναι προσκολλημένος στη σύζυγό του, όχι να την αποστείλη πίσω στο σπίτι της, στον πατέρα της που του την έδωσε. Δεν πρέπει να επιτρέψη σε κανένα να παρεισδύση μεταξύ τους.
20. (α) Τι δεν εσκόπευε ο Θεός να κάμη, και σε ποιο αποτέλεσμα απέβλεπε δημιουργώντας την Εύα; (β) Γιατί ο γάμος του Αδάμ και της Εύας δεν θα είχε ως αποτέλεσμα παραμορφωμένα ή ανισόρροπα παιδιά;
20 Όταν ο Θεός επήρε τα άρρενα και θήλεα χαρακτηριστικά, ή ιδιότητες, που ήσαν συνδυασμένα με ισορροπία στον αρχικόν Αδάμ και τα διήρεσε μεταξύ των φύλων, δεν εσκόπευε να δώση αρχή σε κάποια μάχη των φύλων στον παράδεισο της Εδέμ. Δεν εσκόπευε να δώση ξεκίνημα σε κάποια συναγωνιστική συνύπαρξι μεταξύ των φύλων. Μολονότι οι θηλυκές ιδιότητες χωρίσθηκαν από τον άνδρα Αδάμ και ενσωματώθηκαν στη σύζυγό του, όμως αυτός παρέμεινε και πάλιν τέλειος· ήταν ακόμη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού. Η Εύα με τα θηλυκά χαρακτηριστικά κυριαρχούντα μέσα της, ήταν ομοίως τελεία, αλλ’ ήταν μία σάρκα με τον Αδάμ. Μία σάρκα δεν βλάπτει τον εαυτό της· δεν πολεμά τον εαυτό της. Τα ζωντανά κύτταρα της σαρκός συνδυάζονται μαζί, κρατούνται μαζί στα διάφορα όργανα και ιστούς σύμφωνα με τον νόμον του μεγάλου Οργανωτού, του Ιεχωβά Θεού. Έτσι έπρεπε να συμβαίνη και με τα δύο φύλα, διότι στην πραγματικότητα είναι μία μόνο σαρξ. Έπρεπε να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, να εφοδιάζουν ο ένας τον άλλον με ό,τι ο άλλος αισθανόταν ότι είχε ανάγκη, και αντιστρόφως. Ο Θεός διωργάνωσε έτσι τα δύο φύλα, ώστε να βρίσκουν την πιο μεγάλη τους ευτυχία και ευχαρίστησι με το να συνεργάζωνται στο να πράττουν το τέλειο θέλημα του ουρανίου των Πατρός. Ο γάμος με τον Αδάμ, μιας γυναικός από τα ίδια του οστά και σάρκα, δεν θα είχε ως αποτέλεσμα αλλόκοτα παιδιά, μη ισορροπημένα προς οποιαδήποτε διεύθυνσι, που να δείχνουν ασυνήθεις ιδιομορφίες ή παραμορφώσεις. Ο άνδρας και η γυναίκα ήσαν τέλειοι και οι δύο. Τελειότης ενωμένη με τελειότητα παράγει—τελειότητα. Ένας τέλειος γυιος του Αδάμ και της Εύας νυμφευμένος με μια τελεία θυγατέρα τους θα παρήγε ένα τέλειο παιδί.
21. Από ποιές απόψεις επρόκειτο η γυναίκα να είναι βοηθός και συμπλήρωμα, και γιατί ο Αδάμ φαινόταν τώρα ισορροπημένος;
21 Ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού όταν διήρεσε τον Αδάμ και παρήγαγε τα φύλα άρρεν και θήλυ, το εδήλωσε ο Θεός όταν απεφάσισε να παραγάγη σύζυγο για τον Αδάμ. Ο Θεός είπε: «Θέλω κάμει βοηθόν δι’ αυτόν, ως συμπλήρωμα αυτού.» Ο Θεός δεν είπε ότι θα έδινε στον Αδάμ έναν αυθέντην ή κεφαλήν. Ο Αδάμ είχε ήδη «κεφαλήν». Ο Δημιουργός του Θεός ήταν η Κεφαλή του. Δεν είχε ανάγκην άλλης. Το συμπλήρωμα δεν είναι κεφαλή. Στην Εβραϊκή, δηλαδή, στη γλώσσα που εγράφη η αφήγησις της δημιουργίας του Θεού, η λέξις που μεταφράζεται «συμπλήρωμα» σημαίνει εκείνο που είναι εμπρός σ’ ένα άτομο, που το βλέπει κανείς σαν να στέκη απέναντι. Δεν είναι κάτι το αντίθετο, αλλά είναι ένα πανομοιότυπο, κάτι που αντιστοιχεί, κάτι που φαίνεται ή είναι ταιριαστό και κατάλληλο, δημιουργώντας μια ωραία ισορροπία. Η γυναίκα, και όχι το θήλυ ενός κατωτέρου ζώου, ήταν ένα ικανοποιητικό ταίρι για τον Αδάμ και επομένως ήταν ένα συμπλήρωμα γι’ αυτόν, ιδιαίτερα επειδή είχε τα σωματικά όργανα με τα οποία μπορούσε να γίνη η μητέρα των τέκνων του. (Λευιτ. 18:23) Αυτή μπορούσε να παραγάγη τα ωάρια που θα επρομήθευαν τα σώματα των τέκνων του, αλλά μόνο αυτός ως η κεφαλή του νυμφευμένου ζεύγους μπορούσε να μεταβιβάση το σπέρμα της ζωής που θα άρχιζε ζωή στα ωάριά της. Αυτός ήταν ο πρώτος που είχε ανθρώπινη ζωή, η δε γυναίκα του έλαβε τη ζωή της με το να κατασκευασθή από την πλευρά του, και ήταν κατάλληλο να εξακολουθήση αυτός να είναι ο διαβιβάζων ζωή στα τέκνα του. Ο άνδρας είχε την αρμοδιότητά του, η γυναίκα είχε την αρμοδιότητά της, υποκείμενη σ’ αυτόν και εξαρτώμενη απ’ αυτόν. Σύμφωνα, λοιπόν, με το θέλημα του Θεού, η γυναίκα επρόκειτο να είναι «βοηθός» του συζύγου της, και ένας βοηθός δεν είναι αυθέντης, δικτάτωρ ή αρχηγός. Ένας βοηθός λαμβάνει διαταγές και εργάζεται μαζί μ’ εκείνον που λαμβάνει αυτή τη βοήθεια. Η γυναίκα μπορούσε τώρα να παράσχη μια αναγκαία βοήθεια στον Αδάμ για την εκτέλεσι της εντολής του Θεού προς αυτούς να πληθυνθούν και να γεμίσουν όλη τη γη με μια τελεία ανθρώπινη οικογένεια. Ο Αδάμ, στέκοντας τώρα κοντά στον αρχοντικόν λέοντα και τη λέαινά του ή κοντά σε κάποιο συνταιριασμένο ζεύγος ζώων στην Εδέμ, δεν φαινόταν πια μονόπλευρος, ελλιπής, διότι τώρα η τελεία του σύντροφος, το γυναικείο του συμπλήρωμα και βοηθός, στεκόταν πλάι του. Όλα ήσαν αρμονικά. Η θέα ήταν θελκτική. Ήταν καλή στα όμματα του Δημιουργού.
22. (α) Πότε ο Αδάμ είχε για πρώτη φορά σχέσεις με τη σύζυγό του, και τι δείχνει αυτό ως προς το πότε συνετελέσθη ο πρώτος γάμος; (β) Στην τελειότητά των ποια ήταν η στάσις του ενός προς τον άλλον;
22 Όταν ο Ιεχωβά Θεός έφερε αυτή την τελεία γυναίκα στον αφυπνισμένον άνδρα στην Εδέμ και εξέφερε την ευλογία του επάνω τους και έθεσε τα ενωμένα τους καθήκοντα μπροστά τους, ο γάμος συνετελέσθη. Δεν απητείτο πρώτα κάποια φυσική σεξουαλική ένωσις για να συντελεσθή ο γάμος των. Αν αυτή η σεξουαλική σχέσις ήταν πρώτα αναγκαία για να κάμη τον γάμον πραγματικόν, έγκυρον, δεσμευτικόν, τότε ο Αδάμ και η γυναίκα του δεν ενυμφεύθησαν ποτέ στην Εδέμ. Μόνο αφού το ζεύγος αυτό βρέθηκε έξω από την Εδέμ λίγον καιρό αργότερα, διαβάζομε, «Ο δε Αδάμ εγνώρισεν Εύαν την γυναίκα αυτού· και συνέλαβε, και εγέννησε τον Κάιν.» (Γέν. 4:1) Ο Αδάμ και η Εύα εγνώριζαν ότι ο σκοπός της σεξουαλικής επικοινωνίας ήταν να γεννήσουν τέκνα. Στην τελειότητά των, λοιπόν, και με τελεία εγκράτεια και χωρίς αισχύνη για τη γυμνότητά των και χωρίς να αισθάνωνται πάθος στη θέα των μη ντυμένων σωμάτων των, απέσχον από το να έχουν σεξουαλική ένωσι και να συλλάβουν τέκνα όταν ήσαν στην Εδέμ. Εν τούτοις, ήσαν πλήρως νυμφευμένοι και ήσαν υποχρεωμένοι να προσκολλώνται ο ένας στον άλλον στοργικά με πιστότητα. Ο Ιεχωβά Θεός, ο θείος ποιητής του γάμου, τους είχε συζεύξει. Κανένα πλάσμα δεν μπορούσε δικαιωματικά να τους χωρίση.