Η Δύναμις της Ελπίδος
«Με την ελπίδα εσώθημεν· ελπίς δε ήτις βλέπεται, δεν είναι ελπίς· διότι εκείνο το οποίον βλέπει τις, δια τι και ελπίζει;»—Ρωμ. 8:24.
1. Σε ποιον οφείλεται η ύπαρξις της ελπίδος, και πώς η ελπίς αυτή είναι μια δύναμις;
Η ΕΛΠΙΣ δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρχη στο σύμπαν χωρίς τον Ιεχωβά, τη μεγάλη Πηγή αιωνίου ζωής, τον «Θεόν της ελπίδος». (Ρωμ. 15:13) Στη σκοτεινότατη ώρα της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους, όταν ο Αδάμ και η Εύα εστασίασαν εναντίον του Δημιουργού των, φέρνοντας αμαρτία και θάνατο στους απογόνους των, ο Ιεχωβά είδε την ανάγκη μιας ελπίδος και, μέσα στην αγαθότητά του, την επρομήθευσε. Η υπέρτατη αυτή ελπίς, που απεκαλύφθη για πρώτη φορά πριν από 6.000 περίπου χρόνια, είναι σήμερα γεμάτη από δραστική και προστατευτική δύναμι για κείνους που αγαπούν και εκζητούν δικαιοσύνη. Η δύναμίς της, που καθίσταται ενεργός με την κατανόησι του γραπτού Λόγου του Θεού, ωθεί ένα Χριστιανό σε ευσεβή δράσι, τον υποστηρίζει όταν βρίσκεται κάτω από δοκιμασία και τον κατευθύνει ασφαλώς κατά μήκος της στενής οδού που οδηγεί σε ατελεύτητη ζωή στον νέον κόσμον του Ιεχωβά.
2. Γιατί η προοπτική του κόσμου φαίνεται τόσο απελπιστική;
2 Γιατί η προοπτική του κόσμου φαίνεται τόσο απεγνωσμένως απελπιστική σήμερα αν ο Ιεχωβά έχη δώσει στο ανθρώπινο γένος μια βάσιμη ελπίδα; Επειδή ο πονηρός, Σατανάς ο Διάβολος, έχει τυφλώσει τη μεγάλη μάζα της ανθρωπότητος ως προς την αληθινή ελπίδα. Ο πανούργος αυτός έχει επινοήσει πλαστές ελπίδες, τις οποίες παρεισήγαγε στους λαούς όλης της γης. Με δολιότητα, ο Διάβολος έχει εξαπατήσει τα έθνη μεταμορφώνοντας τον εαυτό του σε «άγγελον φωτός» έτσι ώστε τώρα «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται». (2 Κορ. 11:14· 1 Ιωάν. 5:19· 2 Κορ. 4:4) Το αποτέλεσμα; Ένας κόσμος γεμάτος από ανθρώπους που διατηρούν άγονες, λιμοκτονούσες και ομιχλώδεις ελπίδες. Ρωτήστε τον μέσον άνθρωπον ποια είναι η ελπίδα του. Η απάντησις, σχεδόν αμετάβλητα, θ’ αποκαλύψη αβεβαιότητα ή μια ελπίδα που είναι αόριστη. Υπάρχουν άτομα που θα παραδεχθούν ότι η ελπίδα τους είναι στην απόκτησι χρημάτων, αλλά δεν κατέχουν την ελπίδα που δίδει ο Ιεχωβά, επειδή αυτοί είναι ένοχοι στα μάτια του υπερτάτου Κριτού: «Αν έθεσα εις το χρυσίον την ελπίδα μου, ή είπα προς το καθαρόν χρυσίον, Συ είσαι το θάρρος μου, αν ευφράνθην διότι ο πλούτός μου ήτο μέγας, και διότι η χειρ μου εύρηκεν αφθονίαν, και τούτο ήθελεν είσθαι ανόμημα κατάδικον· διότι ήθελον αρνηθή τον Θεόν τον Ύψιστον.»—Ιώβ 31:24, 25, 28.
3. Εξηγήστε γιατί δεν είναι ασφαλές να προσηλώνωμε την ελπίδα μας σε οργανώσεις ανθρώπων, και γιατί τα έθνη έχουν έλλειψι «χαράς και ειρήνης».
3 Εκείνοι που προσηλώνουν την ελπίδα των σε υποσχέσεις ανθρώπων ή ακόμη και σε μια οργάνωσι εθνών, δεν μπορούν να πουν με βεβαιότητα, «με την ελπίδα εσώθημεν.» Πράγματι, πώς θα μπορούσαν να έχουν μια ελπίδα που σώζει; Επειδή οι υψηλές υποσχέσεις του ανθρώπου για ένα ασφαλή κόσμο της αύριον έχουν αποτύχει οικτρά. Και με το να αγνοούν την ελπίδα που έδωσε ο Ιεχωβά, οι άνθρωποι έχουν καταστήσει αντικείμενον της εμπιστοσύνης των έναν ιστόν αράχνης: αν επιστηριχθούν σ’ αυτόν, δεν θα ανθέξη. Πώς θα μπορούσε ακόμη και μια οργάνωσις από τους πιο οξύνοας ανθρώπους να γίνη ο εγγυητής μιας ελπίδος που σώζει όταν «επ’ αληθείας πας άνθρωπος εις την αρίστην του υπόστασιν είναι όλως ματαιότης»; (Ψαλμ. 39:5, ΑΣ· Ιώβ 8:14, 15) Έτσι ο άριστος οίκος ή οργάνωσις που θα μπορούσε ο άνθρωπος να οικοδομήση, θα ήταν, ως θεμέλιο για μια ελπίδα που σώζει, μόνο ένας ιστός αράχνης. «Κατατρώγεις ως σκώληξ την ωραιότητα αυτού. Τω όντι ματαιότης πας άνθρωπος». (Ψαλμ. 39:11) Μολονότι ο κλήρος εξεθείασε τον Πρόεδρον Αϊζενχάουερ ως τον «αρχιτέκτονα μιας νέας ελπίδος», όπως απεκλήθη κατά την ανάρρησί του στο προεδρικό αξίωμα, και μολονότι ο κλήρος, μαζί με τους πολιτικούς, εξεθείασαν τα Ηνωμένα Έθνη ως την μόνην ελπίδα του ανθρώπου, παραμένει ψυχρό γεγονός ότι τα έθνη δεν είναι γεμάτα από «κάθε χαρά και ειρήνη». Και γιατί; Επειδή δεν γνωρίζουν τον «Θεόν της ελπίδος». Ακούστε τα λόγια του Ιησού Χριστού: «Πάτερ δίκαιε, και ο κόσμος δεν σε εγνώρισεν.» (Ιωάν. 17:25) Επειδή ο κόσμος δεν εγνώρισε τον Ιεχωβά, την μόνην Πηγήν της γνησίας ελπίδος, οι ελπίδες του, βασισμένες επάνω σε πλούτη και υποσχέσεις ανθρώπων, μαραίνονται και φθίνουν.
4, 5. (α) Τι το εσφαλμένο υπάρχει όταν οι άνθρωποι καταδικάζουν τον Θεό για την κατάστασι φθοράς του κόσμου; (β) Με ποιον τρόπο ο Ιεχωβά υπέταξε την κτίσι στη ματαιότητα «επ’ ελπίδι»;
4 Η επαγγελία του Ιεχωβά για έναν διαρκή νέο κόσμο δικαιοσύνης δεν θα μαραθή ποτέ. (Δευτ. 7:9· Ησ. 66:22) Αυτή είναι μια ελπίς που εξυψώνει και ελευθερώνει, παρά το γεγονός ότι ως αυτή ακριβώς την ώρα «πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ». (1 Κορ. 15:22) Πώς είναι μια ελπίς που ελευθερώνει; Επειδή ένας νέος κόσμος σημαίνει «ότι και αυτή η κτίσις θέλει ελευθερωθή από της δουλείας της φθοράς». (Ρωμ. 8:21) Οι άνθρωποι συχνά καταδικάζουν βίαια τον Θεό για τη σημερινή υποδούλωσι του κόσμου στη φθορά. Η σύγχυσίς των οφείλεται στο ότι δεν εξετάζουν τις Γραφές για να έχουν την ορθή προοπτική. Ωφείλετο μόνο στην αγαθότητα του Ιεχωβά το ότι επετράπη στον Αδάμ και στην Εύα να έχουν τέκνα προτού εκτελεσθή η θανατική των καταδίκη. Αλλιώς δεν θα υπήρχαμε σήμερα! Αλλά η ανθρώπινη κτίσις, λόγω της αμαρτίας του Αδάμ, εγεννήθη σε ατέλεια και θάνατο. (Ρωμ. 5:12) Βέβαια, αυτό δεν το επιθυμούσαμε έτσι, αλλά η ανθρώπινη κτίσις δεν είχε δικαίωμα εκλογής σ’ αυτό το ζήτημα. Αυτό το εξηγεί ο απόστολος Παύλος εις Ρωμαίους 8:20: «Η κτίσις υπετάχθη εις την ματαιότητα, ουχί εκουσίως, αλλά δια τον υποτάξαντα αυτήν, επ’ ελπίδι.» Αυτό δεν σημαίνει ότι, με την ελπίδα πως θα μπορούσε να κάμη κάτι γι’ αυτήν, ο Παντοδύναμος Θεός υπέταξε την ανθρώπινη κτίσι στη ματαιότητα. Όχι! Ο Θεός ποτέ δεν ελπίζει! Αυτός γνωρίζει! «Απ’ αιώνος είναι γνωστά εις τον Θεόν πάντα τα έργα αυτού.» (Πράξ. 15:18) Η τελεία γνώσις των έργων του από τον Ιεχωβά δεν αφήνει τόπο για ελπίδα.
5 Αλλά τότε, πώς ο Ιεχωβά υπέταξε το ανθρώπινο γένος στη ματαιότητα «επ’ ελπίδι»; Λέγοντας ό,τι είπε στον κήπο της Εδέμ πριν ακριβώς καταδικάση τον Αδάμ και την Εύα σε θάνατο. Ως Κριτής, ο Ιεχωβά Θεός απηυθύνθη στο άπιστο επισκιάζον χερούβ, το πνευματικό πλάσμα που έγινε γνωστό ως Σατανάς ο Διάβολος: «Έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γέν. 3:15) Εδώ συνωψίσθη η υπερτάτη ελπίς για όλο το ανθρώπινο γένος! Μια επαγγελία του Υψίστου Θεού ότι ο δαιμονικός εισηγητής της πονηρίας, ο ‘έχων το κράτος του θανάτου, τουτέστιν ο διάβολος’, θα συνετρίβετο από ένα ελευθερωτήν ώστε να μην υπάρχη. (Εβρ. 2:14) Εδώ ήταν η επαγγελία ενός νέου κόσμου όπου η ανθρώπινη κτίσις θα ηλευθερώνετο από την ματαία δουλεία της φθοράς στην ένδοξη ελευθερία και ζωή!—Ησ. 65:17.
6. Για ποιους λόγους ο Ιεχωβά έστειλε τον αγαπητό του Υιό στη γη;
6 Όταν ήλθε στη γη ο αγαπητός Υιός του Θεού, Εκείνος που εξελέγη από τον Ιεχωβά να είναι ο μέγας Ελευθερωτής, κατέστη σαφές ότι η ελπίς ενός νέου κόσμου εσήμαινε όχι μόνο τη συντριβή του όφεως, αλλά και το ότι το ευπειθές ανθρώπινο γένος θα μπορούσε να ‘σωθή με την ελπίδα’ για αιώνια ζωή. Ο Ιησούς είπε: «Ήλθον δια να έχωσι ζωήν, και να έχωσιν αυτήν εν αφθονία.» (Ιωάν. 10:10) Για τον τέλειον νέον κόσμον έδωκε ο Θεός τον μονογενή του Υιόν και επέτρεψε να πεθάνη επάνω στο ξύλο του μαρτυρίου. (Ιωάν. 3:16) Όταν ο αναστημένος Χριστός Ιησούς παρουσίασε την αξία της απολυτρωτικής του θυσίας στον Πατέρα του στον ουρανό και αυτή έγινε δεκτή από τον Ιεχωβά, τότε ετέθη το θεμέλιον του νέου κόσμου. Σήμερα εκείνοι που θέτουν την ολόψυχη εμπιστοσύνη των στη σωτήρια ελπίδα των νέων ουρανών και της νέας γης του Ιεχωβά, αποτελούν μια κοινωνία Νέου Κόσμου. Η ελπίς των βασισμένη στην επαγγελία του Θεού, ο οποίος δεν μπορεί να ψευσθή, είναι πηγή δυνάμεως που τους υποστηρίζει και τους υποκινεί στη ζωή τους. Ας ιδούμε τώρα γιατί η ελπίς είναι δύναμις.
ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΟΣ
7. Δώστε τον ορισμό της ελπίδος. Πώς αυτή είναι ισχυρότερη από την απλή επιθυμία;
7 Η ελπίς ορίζεται από το ασυντόμευτο Νέον Διεθνές Λεξικόν του Ουέμπστερ, ως «επιθυμία που συνοδεύεται από την προσδοκία αποκτήσεως του ποθουμένου.» Η ελπίς, επομένως, αποτελείται από δύο στοιχεία: (1) μια επιθυμία και (2) μια αίσθησι ότι η επιθυμία θα πραγματοποιηθή ή εκπληρωθή. Συνεπώς ένας μπορεί να έχη έντονη επιθυμία αλλά έλλειψι ελπίδος. Επειδή επιθυμία που συνοδεύεται από το ενδόμυχο συναίσθημα ότι υπάρχει ολίγη ή καμμία πιθανότης ότι θα εκπληρωθή ποτέ, δεν είναι ελπίς. Είναι αλήθεια ότι η επιθυμία μπορεί να ελκύη, αλλά η ελπίς κάνει πολύ περισσότερα: η ελπίς παρακινεί, η ελπίς ωθεί ένα άτομο, η ελπίς παρορμά σε προσπάθεια.
8. Γιατί απαιτούνται βάσιμοι λόγοι για να υπάρχη ελπίς;
8 Για να πιστεύωμε σε πράγματα που ελπίζομε, πρέπει να υπάρχουν στερεοί και αμετακίνητοι λόγοι, μια βάσις ή θεμέλιο για εμπιστοσύνη και πεποίθησι. Γιατί; Επειδή εκείνο για το οποίον ελπίζομε, δεν το βλέπομε. «Ελπίς δε ήτις βλέπεται, δεν είναι ελπίς· διότι εκείνο το οποίον βλέπει τις, δια τι και ελπίζει;» (Ρωμ. 8:24) Εδώ η λέξις «βλέπω» μεταδίδει τη σκέψι της εκπληρώσεως της ελπίδος ενός ατόμου, επειδή τότε τα μάτια του θα βλέπουν την πραγματοποίησι. Στον Ιώβ 7:7 διαβάζομε: «Ο οφθαλμός μου δεν θέλει επιστρέψει δια να ίδη αγαθόν», η δε περιθωριακή παραπομπή της Αγγλικής μεταφράσεως Βασιλέως Ιακώβου προσθέτει, «να ίδη, δηλαδή, να απολαύση.»
9, 10. (α) Μήπως η δύναμις της ελπίδος οδηγεί πάντοτε σε επιτυχία; Εξηγήστε. (β) Γιατί ήταν βέβαιο ότι η ελπίς του επισκιάζοντος χερούβ θα ωδηγούσε σε απογοήτευσι;
9 Αφού ελπίς είναι εκείνο που δεν βλέπομε, μπορεί να οδηγήση σε επιτυχία ή αποτυχία, πράγμα που εξαρτάται από το πού έχομε βασίσει αυτή την ελπίδα. Για να δείξωμε ότι η ωθούσα δύναμις της ελπίδος δεν οδηγεί πάντοτε σε επιτυχία, θα πάρωμε το παράδειγμα του επισκιάζοντος χερούβ που μετέτρεψε τον εαυτό του σε Σατανά ή Διάβολο. Το ισχυρό αυτό πνευματικό πλάσμα παρεδόθη σε μια φιλοδοξία, από την οποία άφησε να κυβερνάται η ζωή του. Η φιλοδοξία αυτή έγινε η ελπίς του, επειδή επίστευε ότι υπήρχε πιθανότης να επιτύχη. Ήταν πράγματι η δύναμις της ελπίδος εκείνη που κινούσε το επισκιάζον χερούβ στο να εκπληρώση το φιλόδοξο σχέδιό του. Εστασίασε εναντίον της παγκοσμίου κυριαρχίας του Ιεχωβά, έγινε προδότης και κατόπιν με πανουργία παρεκίνησε την Εύα να γίνη επίσης αποστάτις.
10 Αλλ’ ο σατανικός αυτός αριστοτεχνικός νους που εβουλεύθη ανταρσία και που εμηχανεύθη αποστασία από την αγία οργάνωσι του Ιεχωβά, δεν θα πραγματοποιήση ποτέ την περιπόθητή του ελπίδα, το να γίνη δηλαδή, όμοιος του Υψίστου. Διότι υπήρχε κάτι το εσφαλμένο εν σχέσει με την ελπίδα του. Πρώτον, απετελείτο αυτή από μια εγκληματική επιθυμία· δεύτερον, η αίσθησις ότι η επιθυμία θα επραγματοποιείτο ενεπνέετο από μια τυφλή υπερηφάνεια η οποία έφθειρε τη σοφία του χερούβ. (Ιεζ. 28:17· 1 Τιμ. 3:6) Μια τέτοια ελπίδα εμπνεόμενη από υπερηφάνεια θα μπορούσε να οδηγήση μόνο σε καταστροφή. (Παροιμ. 16:18) Ήδη ο Σατανάς έχει καταρριφθή από τα ουράνια ύψη του στη γη μαζί με τα τυφλά όργανά του, τους δαίμονας. Γρήγορα τώρα ο αόρατος αυτός άρχων του κόσμου τούτου θα κατανικηθή στον Αρμαγεδδώνα, όταν ο Βασιλεύς Ιησούς Χριστός θα τον εκσφενδονίση στην άβυσσο της ομοίας με θάνατο αδρανείας. (Ιωάν. 12:31· 14:30· Αποκάλ. 12:7-9, 12· 20:1-3) Η περίπτωσις του επισκιάζοντος χερούβ παριστάνει πώς η ελπίς, χωρίς υγιά βάσι, δεν μπορεί ποτέ να οδηγήση σε επιτυχία και πώς είναι πραγματικά ισχυρή μια επιθυμία για κάτι μαζί με την αίσθησι ότι θα το αποκτήση κανείς.
ΓΙΑΤΙ ΗΤΑΝ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗ Η ΕΛΠΙΣ ΤΗΣ ΕΥΑΣ;
11. Μήπως η δύναμις της ελπίδος ώθησε την Εύα να φάγη από το απαγορευμένο δένδρο; Πώς το γνωρίζομε αυτό;
11 Μέσω του όφεως ο Σατανάς προσεκάλεσε την Εύα να φάγη από το απαγορευμένο δένδρο, βασανίζοντας την με την επιθυμία αυτή: «Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.» (Γέν. 3:4, 5) Επίστεψε άρα γε πραγματικά η Εύα σ’ αυτή την υπόσχεσι θεοειδούς σοφίας, ως το βαθμό του να έχη ελπίδα; Ναι, η Εύα είχε όλα τα στοιχεία που μπορούν να δημιουργήσουν ελπίδα: είχε την επιθυμία για πρόσθετη σοφία και περίμενε με όλη της την καρδιά να την αποκτήση. Έτσι η επιθυμία της έγινε γόνιμη· ωδήγησε σε ελπίδα και η δύναμίς της προώθησε την Εύα, όχι σε επιτυχία, αλλά σε καταστροφή. (Ιάκ. 1:14, 15) Ότι η Εύα είχε γονιμοποιήσει την επιθυμία της στο να παραγάγη αμαρτία με την προσδοκία ν’ αποκτήση σοφία είναι φανερό από τις Γραφές: «Ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» (1 Τιμ. 2:14) Η ίδια η Εύα ωμολόγησε ότι είχε πιστέψει απόλυτα στον όφιν: «Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον.»—Γέν. 3:13.
12. Γιατί η ελπίς της Εύας ήταν ελαττωματική;
12 Γιατί η ελπίς της Εύας την ωδήγησε στον θάνατό της; Επειδή η ελπίς της δεν είχε υγιές θεμέλιο· αν αμάρτανε θα μπορούσε να ελπίζη ότι θ’ αποκτούσε το ποθούμενο πράγμα. Η αμαρτία ήταν η βάσις της ελπίδος. Η Εύα δεν είχε κανένα δεδομένο για να πιστεύη ότι η αμαρτία θα μπορούσε να παραγάγη εκείνο που υπέσχετο ο όφις. Δεν υπήρχε καμμιά ένδειξις οποιουδήποτε είδους που ν’ αποδεικνύη ότι ο όφις ήταν αξιόπιστος. Πώς θα μπορούσε να είναι; Η δήλωσις του όφεως αντέλεγε άμεσα στον Δημιουργό της Εύας, ο οποίος είχε διακηρύξει: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:17) Ο όφις δεν είχε αποδείξει αναληθή τη διακήρυξι του Ιεχωβά, ούτε είχε παρουσιάσει απόδειξι ότι η δική του δήλωσις ήταν η αλήθεια. Για τούτο η Εύα δεν είχε ασφαλή βάσι για την πεποίθησί της. Το θεμέλιο της ήταν η ευπιστία. Και μια ελπίς που βασίζεται στην ευπιστία έχει απλώς τον αναπόδεικτον λόγον ή την γνώμη ενός άλλου ως προς το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Ποιο ήταν, λοιπόν, το καταφανές ελάττωμα; Τούτο: Η ελπίς της Εύας δεν εβασίζετο επάνω σε ό,τι οι Γραφές αποκαλούν «πίστιν».
13. Ποια είναι η σχέσις της πίστεως προς την ελπίδα;
13 Τι είναι πίστις; «Ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων.» (Εβρ. 11:1, Κείμενον) Η λέξις «υπόστασις» σημαίνει το υποκείμενο θεμέλιο, εκείνο που γίνεται ένα θεμέλιο για να σταθή επάνω του ένα άλλο πράγμα. Έτσι η μετάφρασις Ουεϋμάουθ (τρίτη έκδοσις) ορίζει την πίστι ως «καλά θεμελιωμένη βεβαίωσι εκείνου που ελπίζομε.» Η Νεοελληνική μετάφρασις λέγει: «Είναι δε η πίστις, ελπιζομένων πεποίθησις.» Η δε Μετάφρασις Νέου Κόσμου αποδίδει πιο χαρακτηριστικά τον ορισμό της πίστεως: «Πίστις είναι η βεβαιωμένη προσδοκία ελπιζομένων πραγμάτων.» Η Εύα δεν είχε ποτέ μια «καλά θεμελιωμένη βεβαίωσι» ή «βεβαιωμένη προσδοκία» για κείνο που ήλπιζε. Έτσι η ελπίς της βασισμένη στην αμαρτία κατέληξε σε θάνατο. Αλλά μολονότι η ελπίς της Εύας ήταν ελαττωματική, είχε ωστόσο ωθούσα δύναμι. Πόσο, λοιπόν, πολύ ισχυρότερη πρέπει να είναι η ελπίς η θεμελιωμένη στην πίστι!
Η ΕΛΠΙΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΒΟΗΘΕΙΑΝ
14, 15. (α) Τίνος παράδειγμα είναι το ενδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής; (β) Ποια ελπίδα κατείχαν οι προ Χριστού μάρτυρες του Ιεχωβά;
14 Μια ελπίς που είναι θεμελιωμένη στην πίστι έχει την αδιαφιλονείκητη υπόσχεσι του αιωνίου Θεού ότι τα όσα ελπίζει το άτομο είναι απολύτως βέβαιο ότι θα πραγματοποιηθούν, αν αυτό παραμείνη πιστό ως το τέλος. Μια τέτοια καλά θεμελιωμένη ελπίς ήταν εκείνη που είχαν οι αρχαίοι μάρτυρες του Ιεχωβά. Στην προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο ενδέκατο, ο απόστολος γράφει για την ελπίδα των. Αλλά δεν είναι αυτό ένα κεφάλαιο που εξηγεί την πίστι; Αληθινά, είναι όμως επίσης ένα παράδειγμα ελπίδος, ελπίδος θεμελιωμένης στην πίστι! Αυτοί οι προ Χριστού μάρτυρες του Ιεχωβά απέβλεπαν στον νέο κόσμο. Για τον Αβραάμ η Γραφή λέγει: «Περιέμενε την πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και. δημιουργός είναι ο Θεός.» (Εβρ. 11:10) Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ απέβλεπαν σε μια ουράνια ελπίδα, αλλά μάλλον ότι ήλπιζαν για μια ανάστασι σε ζωή επάνω στη γη υπό την διακυβέρνησι των νέων ουρανών. Έτσι ο Παύλος γράφει για την ελπίδα των:
15 «Εν πίστει απέθανον ούτοι πάντες, μη λαβόντες τας επαγγελίας, αλλά μακρόθεν ιδόντες αυτάς, και πεισθέντες, και εγκολπωθέντες, και ομολογήσαντες ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επί της γης. . . . Τώρα όμως επιθυμούσι καλητέραν [πατρίδα], τουτέστιν επουράνιον.» (Εβρ. 11:13, 16) Ο Μωυσής ήταν ένας απ’ αυτούς και εγνώριζε ότι η ελπίς του δεν ήταν να πάη στον ουρανό, αλλά να ζήση επάνω στη γη στη διάρκεια της ουρανίας διακυβερνήσεως του Χριστού, του Βασιλέως. Κατέχοντας μια τέτοια ελπίδα, ο Μωυσής εκαλλιέργησε μια διάνοια που απέβλεπε προς τα εμπρός. Η ελπίς θα μπορούσε τώρα να τον ανακουφίζη από τις θλίψεις. Πράγματι ο Μωυσής επροτίμησε «μάλλον να κακουχήται με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν αμαρτίας· κρίνας τον υπέρ του Χριστού ονειδισμόν μεγαλήτερον πλούτον παρά τους εν Αιγύπτω θησαυρούς· διότι απέβλεπεν εις την μισθαποδοσίαν.» (Εβρ. 11:25, 26) Ο Μωυσής είχε κάθε λόγο ν’ αποβλέπη σε μια γη γεμάτη από τη δόξα του Ιεχωβά. Διότι ο ίδιος ο Παντοδύναμος Θεός ήταν εκείνος που μ’ έναν όρκο στην ίδια του την ύπαρξι υπεσχέθη στον Μωυσή: «Ζω εγώ, και θέλει εμπλησθή πάσα η γη από της δόξης του Ιεχωβά.» (Αριθμ. 14:21) Ο Μωυσής ποτέ δεν ελησμόνησε μια τέτοια υπόσχεσι. Όπως και η Σάρρα, ο Μωυσής «εστοχάσθη πιστόν τον υποσχεθέντα».—Εβρ. 11:11· Αββακ. 2:14
16. Δείξτε πώς η ελπίς ήταν μια δύναμις στη ζωή των.
16 Επειδή οι άνδρες εκείνοι που αποτελούσαν το «τοσούτον νέφος μαρτύρων» είχαν μια πιστή ελπίδα, διεκήρυτταν ότι δεν αποτελούσαν μέρος του κόσμου. Αυτό επέφερε σ’ αυτούς διωγμό, μερικές φορές βασανιστήρια. Μήπως διέρρηξαν την ακεραιότητα των κάτω από τον βασανισμό; Όχι! Η ελπίς ήλθε προς σωτηρίαν των· τους εβοήθησε: «Άλλοι δε εβασανίσθησαν μη δεχθέντες την απολύτρωσιν, δια να αξιωθώσι καλητέρας αναστάσεως.» (Εβρ. 12:1· 11:35) Τι τονωτική δύναμις αναπηδά από την ελπίδα που είναι κατάλληλα θεμελιωμένη!
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
17. Γιατί δεν «απήλαυσαν την επαγγελίαν»;
17 Είναι σαφές, ότι ένα αναπόσπαστο μέρος της ελπίδος των αρχαίων εκείνων μαρτύρων ήταν η ανάστασις. Έστρεψαν νώτα στον παλαιό κόσμο και απέβλεπαν σε μια ανάστασι σε ζωή επάνω στη γη υπό την ουράνια διακυβέρνησι χωρίς να υπάρξη ανάγκη να πεθάνουν ποτέ πάλι. Μολονότι ήσαν πιστοί μέχρι τέλους, «δεν απήλαυσαν την επαγγελίαν». Γιατί; Επειδή «ο Θεός προέβλεψε καλήτερόν τι περί ημών, δια να μη λάβωσι την τελειότητα χωρίς ημών.» (Εβρ. 11:40) Δεν μπορούσαν να ‘λάβουν την τελειότητα’, λέγει ο απόστολος, χωρίς τη Χριστιανική εκκλησία, τη νύμφη του Χριστού, η οποία περιορίζεται μόνο σε 144.000 πιστούς νικητάς. (Αποκάλ. 7:4· 14:1, 3) Επειδή εκείνο το «νέφος μαρτύρων» δεν ανήκει στη Χριστιανική εκκλησία που άρχισε με τον Χριστόν Ιησούν, δεν θα μπορούσε να ελπίζη στην «πρώτη ανάστασι», την ανάστασι σε ουράνια ζωή και δόξα. Ωστόσο, οι πιστοί άνδρες των αρχαίων χρόνων θα έχουν την ανάστασι των «δικαίων» με το να εγερθούν από τους νεκρούς σε μια πρώιμη ανάστασι επάνω στη γη και θ’ αποκτήσουν τελικά απόλυτη τελειότητα μέσω της βασιλείας του Θεού δια του Χριστού Ιησού.—Πράξ. 24:15· Ματθ. 22:32, 33.
18. (α) Ποια είναι η «ζώσα ελπίς» και ποιοι την κατέχουν σήμερα: (β) Ποιοι άλλοι κατέχουν μια ελπίδα που σώζει, και σε ποιους την οφείλουν;
18 Η ελπίς αιωνίου ζωής στον ουρανό για την πιστή Χριστιανική εκκλησία εκείνων που ακολουθούν τα ίχνη του Ιησού ονομάζεται, από τον απόστολο Πέτρο, «ζώσα ελπίς». «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις κατά το πολύ έλεος αυτού ανεγέννησεν ημάς εις ελπίδα ζώσαν δια της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εκ νεκρών, εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον.» (1 Πέτρ. 1:3, 4) Υπάρχει μόνο ένα μικρό ακόμη υπόλοιπο επάνω στη γη από τους Χριστιανούς εκείνους που η ζώσα ελπίς των είναι να συμβασιλεύσουν στον ουρανό με τον Χριστό ως βασιλείς και ιερείς επί χίλια χρόνια. (Αποκάλ. 20:5, 6) Κατά τον θάνατο θα εγερθούν στιγμιαίως σε ζωή εν πνεύματι, δηλαδή, θέλουν «μεταμορφωθή, εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού». (1 Κορ. 15:51, 52) Αλλά η ελπίς για σωτηρία είναι επίσης μια δύναμις στη ζωή ενός «πολλού όχλου» ανθρώπων καλής θελήσεως: «Όχλος πολύς, τον οποίον ουδείς ηδύνατο να αριθμήση, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών, οίτινες ίσταντο ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του Αρνίου, ενδεδυμένοι στολάς λευκάς, έχοντες φοίνικας εν ταις χερσίν αυτών· και κράζοντες μετά φωνής μεγάλης, έλεγον, Η σωτηρία είναι του Θεού ημών του καθήμενου επί του θρόνου, και του Αρνίου.» (Αποκάλ. 7:9, 10) Αυτοί είναι τα «άλλα πρόβατα» του Κυρίου που οφείλουν την ελπίδα των για αιώνια ζωή επάνω σε μια παραδείσια γη στον Ιεχωβά καθώς επίσης στο Αρνίον, τον Ιησούν Χριστόν, επειδή «κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν».—Εβρ. 5:9.
19-21. (α) Γιατί η δύναμις της ελπίδος της αναστάσεως είναι ζωτικώς αναγκαία σήμερα; (β) Πώς βλέπει ο κόσμος την ακεραιότητα της κοινωνίας του Νέου Κόσμου;
19 Πώς είναι η ελπίς της αναστάσεως μια τέτοια ισχυρή δύναμις στη ζωή του κεχρισμένου υπολοίπου και των καλής θελήσεως συντρόφων του; Επειδή ούτε ο πιο έντονος διωγμός από μέρους της οργανώσεως του Διαβόλου δεν μπορεί να διαρρήξη την ακεραιότητά των, ούτε ακόμη βασανιστήρια ή θάνατος· η ελπίς της αναστάσεως τους υποστηρίζει. Και όπως ακριβώς οι αρχαίοι μάρτυρες από τον Άβελ ως τον Ιωάννη το Βαπτιστή είχαν κρατήσει την ακεραιότητά των δια μέσου ‘εμπαιγμών και μαστίγων, έτι δε και δεσμών και φυλακής’, έτσι θα κάμη και η κοινωνία του Νέου Κόσμου, αν επέλθη σ’ αυτούς μια τέτοια δοκιμασία. (Εβρ. 11:36) Πράγματι, θα επέλθη. Μήπως δεν προείπε ο Διδάσκαλος γι’ αυτή την ημέρα ότι «θέλουσι σας παραδώσει εις θλίψιν, και θέλουσι σας θανατώσει και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων των εθνών δια το όνομά μου»;—Ματθ. 24:9.
20 Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες μάρτυρες του Ιεχωβά που ήσαν φυλακισμένοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Χίτλερ δεν ήθελαν να δεχθούν απελευθέρωσι με το ν’ αρνηθούν την πίστι των. Το να πράξουν αυτό θα εσήμαινε απώλεια της ελπίδος των. Ούτε θα ‘δεχθούν την απολύτρωσιν’ εκείνοι που έχουν την ελπίδα τον Νέου Κόσμου μολονότι φυλακισμένοι ή βασανιζόμενοι από Κομμουνιστάς ή «Δημοκρατικούς» δικτάτορας. Και επειδή είναι ακόμη εμπρός μας η επίθεσις του Γωγ του Μαγώγ από τον μακρινό βορρά, οι μάρτυρες του Ιεχωβά θα χρειασθούν την υποστηρίζουσα δύναμι της ελπίδος της αναστάσεως. «Όστις εύρη την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την ζωήν αυτού δι’ εμέ, θέλει ευρεί αυτήν.» (Ματθ. 10:39) Επειδή ο κόσμος δεν κατανοεί και δεν δοκιμάζει τη δύναμι της ελπίδος, εκπλήσσεται συχνά με την αλύγιστη ακεραιότητα της κοινωνίας του Νέου Κόσμου. Αυτό ακριβώς έγραψε κάποιος για τους μάρτυρας του Ιεχωβά και εξεδήλωσε έκπληξι:
21 «Όταν για πρώτη φορά άρχισα να μελετώ το ζήτημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ήμουν αρκετά τυχερός να εξασφαλίσω την πολύτιμη βοήθεια ενός από τους συμβούλους της Ενώσεως Αμερικανικών Πολιτικών Ελευθεριών. Εισάγοντάς με στην έρευνα είπε κατ’ ουσίαν: ‘Πιθανώς δεν έχετε ιδεί κανένα που να είναι πρόθυμος πραγματικά να πεθάνη για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Με τους σοφιστικούς τρόπους που κάνομε τις δουλειές μας και με τη νοοτροπία μας που φαίνεται να μην έχη ποτέ σχέσι με απόλυτες βεβαιότητες, εμείς οι «μοντέρνοι» νομίζομε ότι δεν υπάρχει τίποτε για το οποίο ο άνθρωπος να πρέπει να δώση τη ζωή του. Αλλά όταν συναντάτε τους Μάρτυρας, θα συναντήσετε, πιθανώς για πρώτη φορά, ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να διωχθούν, ακόμη και να θανατωθούν, χάριν της θρησκευτικής των πίστεως.’ Τότε δεν είχα εντελώς πεισθή. Τώρα επείσθην.» Και γιατί ο κόσμος εκπλήσσεται τόσο για την ακεραιότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά; Γιατί οι άνθρωποι του κόσμου έχουν ομιχλώδεις ελπίδες «νοοτροπία που φαίνεται να μην έχη ποτέ σχέσι με απόλυτες βεβαιότητες»; Επειδή ο κόσμος δεν εγνώρισε τον Ιεχωβά, «τον Θεόν της ελπίδος».
22. (α) Περιγράψατε την προσδοκία του υπολοίπου και των «άλλων προβάτων». (β) Αν ο θάνατος συμβή πριν από τον Αρμαγεδδώνα, πώς η ελπίς είναι δύναμις για τους επιζώντας;
22 Ενώ το κεχρισμένο υπόλοιπο περιμένει να υπηρετήση επάνω στη γη επί ένα χρονικό διάστημα μετά τον Αρμαγεδδώνα, κατά την ευαρέσκεια του Ιεχωβά, και ενώ τα άλλα πρόβατα περιμένουν να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά χωρίς να διακοπή η ζωή των κατ’ ευθείαν μέσα από το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων στον Αρμαγεδδώνα και εφεξής στον ατελεύτητο καιρό του νέου κόσμου, όμως ο θάνατος που οφείλεται σε φυσικά αίτια ή οφείλεται στη διακράτησι ακεραιότητος, δυνατόν να συμβή πριν από τον Αρμαγεδδώνα. Για το πιστό υπόλοιπο ο θάνατος σημαίνει την άμεση επίτευξι της ουρανίας ελπίδος των. Για τα άλλα πρόβατα ο θάνατος σημαίνει ένα βραχύν ύπνο ώσπου να ‘εξέλθουν σε ανάστασι ζωής’. (Ιωάν. 5:29) Και στις δύο περιπτώσεις η δύναμις της ελπίδος της αναστάσεως διασκορπίζει τη λύπη, την υστερική θλίψι που είναι τόσο κοινή στον κόσμο: «Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, δια να μη λυπήσθε, καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα.» (1 Θεσ. 4:13) Έτσι είτε με ζωή χωρίς διακοπή μέσα από τον πόλεμο του Αρμαγεδδώνος είτε με ανάστασι από τον θάνατο μετά τον Αρμαγεδδώνα, ο «πολύς όχλος» των καλής θελήσεως συντρόφων του πνευματικού υπολοίπου ελπίζει σταθερά στην υπόσχεσι ότι θα φθάσουν στην τελεία εικόνα και ομοιότητα του Θεού ως τέλειοι άνθρωποι.
23. Είναι η ελπίς απαραίτητη; Εξηγήστε.
23 Έτσι η ελπίς, ορθά θεμελιωμένη επάνω στην πίστι με την απόκτησι ακριβούς γνώσεως του Λόγου του Θεού και με τη γνωριμία μας μ’ Εκείνον και τα έργα Του, του παρελθόντος και του παρόντος, είναι αληθινά μια δύναμις! Πλουτίζει την αγάπη μας για τον Ζωοδότην Ιεχωβά. Παρέχει παρηγορία σε καιρούς στενοχωρίας. Μεταδίδει διανοητική ειρήνη σ’ αυτόν τον καιρό που ‘οι άνθρωποι αποψυχούν εκ του φόβου και προσδοκίας των επερχομένων δεινών εις την οικουμένην’. (Λουκ. 21:26) Μας παρακινεί να κρατήσωμε ακεραιότητα. Απεργάζεται την τελική μας σωτηρία. «Διότι με την ελπίδα εσώθημεν.» Η ελπίς είναι ουσιώδης. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς αυτήν. Αν θα μπορούσαμε, ο Παύλος θα ηλάττωνε τα απαραίτητα για τον Χριστιανό σε δύο βασικά: την πίστι και την αγάπη. Αλλά όχι! Βρήκε την ελπίδα επίσης απαραίτητη: «Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα.» (1 Κορ. 13:13) Ο απόστολος δεν επεξέτεινε την πίστι ώστε να την κάμη να περιλαμβάνη και τα περιεχόμενα της ελπίδος. Ήξερε ότι η δοκιμασία της υπομονής ήταν ακόμη εμπρός. Και ήξερε ότι η ελπίς ήταν μια ισχυρή δύναμις που μας καθιστά ικανούς να υπομείνωμε, κρατώντας τα μάτια μας ‘όχι εις τα βλεπόμενα, αλλ’ εις τα μη βλεπόμενα’.—2 Κορ. 4:18.