Γάμος Κάτω από Ατελείς Συνθήκες
1. Τι εσκόπευε ο Θεός να φέρη ο γάμος στον άνθρωπο και να εκπληρώση;
Ο ΓΑΜΟΣ ετέθη κάτω από μεγάλη πίεσι και έντασι λόγω της ατελείας. Η ατέλεια οφείλεται στην αμαρτία. Η αμαρτία είναι αδικία, απείθεια στους τελείους νόμους του Ιεχωβά Θεού. Ο γάμος του Αδάμ και της Εύας στην Εδέμ ήταν τέλειος επειδή ετελέσθη από τον Ιεχωβά Θεό, του οποίου όλα τα έργα είναι τέλεια, του οποίου ‘όλαι αι οδοί είναι κρίσις’. (Δευτ. 32:4) Η αφαίρεσις μιας πλευράς από τον Αδάμ και μαζί μ’ αυτήν των θηλέων χαρακτηριστικών που ήσαν αρχικά μέσα του, δεν τον έκαμε δυστυχή. Η από τον Θεό παρουσίασις σ’ αυτόν εκ νέου των πραγμάτων αυτών υπό την μορφή μιας τελείας γυναικός ως συζύγου του, τον εισήγαγε σε μια ευτυχία που δεν είχε ποτέ προηγουμένως γνωρίσει. Η ημέρα του γάμου του στην Εδέμ ήταν μια πάρα πολύ ευτυχισμένη ημέρα. Ο γάμος τον οποίον αυτή εγκαινίασε προωρίζετο να είναι ένας συνεχώς ευτυχισμένος γάμος και επρόκειτο να οδηγήση στην ανείπωτη ευτυχία τού να είναι καρποφόροι και να γεννήσουν τέλεια τέκνα του είδους των. Ο Θεός ο ίδιος που τους είχε ενώσει θα ήταν ευτυχής για όλα αυτά, διότι έτσι ο σκοπός για τον οποίον εδημιούργησε τη γη θα εξεπληρώνετο, δηλαδή, «να κατοικήται».—Γέν. 1:26-28· Ησ. 45:18.
2. (α) Τι διέκοψε την τελεία ευτυχία του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους; (β) Πώς είχε διδάξει ο Αδάμ τη σύζυγό του, και τι πράττοντας θα έδειχνε την αγάπη του για τον Θεό και γι’ αυτήν;
2 Τι διέκοψε, λοιπόν, την πλήρη ευτυχία του ανθρωπίνου γάμου και τον έφερε κάτω από ατελείς συνθήκες; Πρώτ’ απ’ όλα, ήταν μια παράλειψις αναγνωρίσεως των ορθών σχέσεων που ο Θεός είχε θεσπίσει μεταξύ των συζύγων, ανδρός και γυναικός, και η άρνησίς των να εμμείνουν σ’ αυτές τις σχέσεις. Ο Αδάμ και η Εύα ανήκαν ο ένας στον άλλον, όπως ακριβώς μια κεφαλή κι ένα σώμα ανήκουν το ένα στο άλλο. «Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα.» (1 Τιμ. 2:13) Ο Αδάμ εδίδαξε την Εύα. Την περιέφερε γύρω στον παραδεισιακό κήπο της Εδέμ, τον οποίον εγνώριζε πλήρως. Της είπε τα ονόματα που είχε δώσει στα ζώα. Το πιο σπουδαίο απ’ όλα, της είπε πώς να ζη για πάντα σ’ αυτόν τον παράδεισο της τέρψεως ως η μητέρα μιας τελείας ανθρωπίνης οικογενείας, ανακοινώνοντας σ’ αυτήν την ειδική εντολή του Ιεχωβά Θεού. Αυτό ήταν κάτι ειδικό που προηγήθηκε των οδηγιών τις οποίες έδωκε ο Θεός και στους δυο τους όσον αφορά την τροφή όλων των πλασμάτων. (Γέν. 1:28-30) Η ειδική εντολή του Θεού, όπως εδηλώθη στον Αδάμ μόνον, ήταν: «Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:16, 17) Η εντολή αυτή εφηρμόζετο τώρα και στην Εύα, διότι αυτή ήταν μέρος του Αδάμ· ήταν μια σάρκα μαζί του. Μάλιστα όπως της είχε διδάξει αυτή τη θεία εντολή, ήταν ευθύνη του ως κεφαλής της να επιβάλη αυτόν τον νόμο που επροστάτευε τη ζωή. Αν την αγαπούσε, θα επέβαλε αυτόν τον νόμο, διότι αν το έκανε αυτό, θα εσήμαινε επίσης ότι αγαπούσε τον εαυτό του. Αυτή ήταν μέρος των οστέων του και της σαρκός του, και φυσικά δεν θα μισούσε τα ίδια του οστά και σάρκα. Με την επιβολή αυτού του νόμου ο Αδάμ θα αγαπούσε ειδικά τον πολύτιμον Ζωοδότην των, τον Ιεχωβά Θεό, τον οποίον έπρεπε ν’ αγαπούν περισσότερο από όσο αγαπούσαν τον εαυτό τους ή ο ένας τον άλλον.
3. (α) Ποια ήταν η πορεία της Εύας ώσπου ένας παραβάτης του νόμου παρουσιάσθη σ’ αυτήν; (β) Τι έκαμε ο Σατανάς για να πραγματοποιήση ποιον σκοπό;
3 Για λίγον καιρό η Εύα υπετάσσετο στην αρχηγία του συζύγου της. Δεν αμφισβητούσε την τιμωρία για την παράβασι του νόμου του Θεού. Δεν ενόμιζε ότι ο σύζυγός της είχε απατηθή από ό,τι είπε ο Θεός σχετικά με την παράβασι του νόμου του. Δεν ενόμιζε ότι ώφειλε αυτή ν’ αποφασίση ή καθορίση τον κανόνα ως προς το τι ήταν καλό και τι ήταν κακό. Ήταν ένας πραγματικός βοηθός του Αδάμ και προσηρμόζετο τέλεια στη ζωή του και εύρισκε ασφάλεια και ευτυχία ενεργώντας έτσι. Τότε, ένας παραβάτης του νόμου, ένας που διετάρασσε τον γάμο, παρουσιάσθη σ’ αυτήν ενώ ήταν μόνη. Μέσω ενός όφεως στον κήπο της Εδέμ τής εζήτησε μια πληροφορία. Αυτή του είπε ό,τι της είχε ειπεί ο σύζυγός της. Τότε ο όφις, ή ο αόρατος εκείνος που μιλούσε μέσω του όφεως, δεν προσέφυγε εδώ σε κάποια σπερμολογία με το να πη ματαιόσχολα τετριμμένα πράγματα ή με το να επαναλάβη ένα ψεύδος. Έκαμε ό,τι ο Ιησούς Χριστός είπε ότι έκαμε. Εψεύσθη κατά άμεσο τρόπο και έγινε ο πατήρ κάθε ψεύδους. (Ιωάν. 8:44· 2 Κορ. 11:3) Απ’ ευθείας αντείπε σε ό,τι ο Αδάμ είχε ειπεί στην Εύα και σε ό,τι ο Θεός είχε πρώτα ειπεί στον Αδάμ. «Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει.» Κατόπιν, ισχυριζόμενος ότι γνωρίζει τα πραγματικά γεγονότα για το απαγορευμένο δένδρο, εξακολούθησε: «Αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.» (Γέν. 3:1-5) Ο πραγματικός σκοπός για τον οποίον ο Όφις, Σατανάς ή Διάβολος, εναντιώθηκε στον Θεό και τον εσυκοφάντησε μ’ αυτό τον τρόπο ήταν ν’ αρχίση να διασπά την ενότητα του γάμου μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και της συζύγου-οργανώσεώς του, της «γυναικός» του, δηλαδή, της παγκοσμίου οργανώσεως των αγίων πλασμάτων του, στην οποίαν ο Αδάμ και η Εύα ανήκαν τότε.
4. (α) Πώς έπρεπε ν’ αποκριθή η Εύα, αλλά ποιου τον λόγον επροτίμησε από ποιου άλλου; (β) Γιατί η περίπτωσις της Εύας ήταν περίπτωσις ανυποταξίας στο γάμο, και τι την υπεκίνησε;
4 Μήπως η Εύα, από σεβασμό για τη γαμήλια σχέσι της, απήντησε τώρα: ‘Τι δικαίωμα έχεις να αντιλέγης στον λόγον του συζύγου μου, και τι δικαίωμα έχεις να αντιλέγης στον λόγον του Θεού του ο οποίος με έδωκε σ’ αυτόν; Θα υποταχθώ σ’ εσένα, ένα απλό κτήνος, αντί του συζύγου μου, της από τον Θεό προσδιωρισμένης κεφαλής μου;’ Όχι! Ούτε ήταν περίπτωσις που η Εύα επροτίμησε τον λόγον και νόμον του Θεού αντί του λόγου του συζύγου της. Ήταν περίπτωσις που επροτίμησε τον λόγον του όφεως αντί του λόγου του συζύγου της που ήταν σύμφωνος με τον λόγον του Ιεχωβά. Εδώ υπήρχαν δύο μάρτυρες, ο Ιεχωβά ο ίδιος και ο Αδάμ, εναντίον του ενός ψευδομάρτυρος, του μεγάλου Όφεως. Με ασφαλή σεβασμό για την ανθρώπινη κεφαλή της η Εύα έπρεπε να είχε ειπεί ότι θα συνεβουλεύετο πρώτα τον σύζυγό της και θα έβλεπε αν αυτός επεδοκίμαζε τη βρώσι του απαγορευμένου καρπού αντίθετα προς την εντολή του Θεού, διότι αυτός εγνώριζε τον Θεό καλύτερα απ’ αυτήν. Αντί να αναζητήση τον σύζυγό της και να εξετάση τον νόμον του Θεού μαζί του, η Εύα εκύτταξε τον απαγορευμένο καρπό από τη νέα άποψι που της παρουσίασε ένα κτήνος. Άφησε να αναπτυχθή μέσα της επιθυμία γι’ αυτό. Η επιθυμία της την ωδήγησε σε πειρασμό και την παρεκίνησε να ενεργήση και έτσι συνελήφθη αμαρτία. Αυτή η σύλληψις αμαρτίας επρόκειτο να γεννήση την ποινή του θανάτου. (Ιάκ. 1:14, 15) «Και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε.» (Γέν. 3:6) Προέτρεξε του συζύγου της και έθεσε τη νοημοσύνη της πιο πάνω από τη νοημοσύνη της κεφαλής της, του συζύγου της. Απατήθηκε χονδροειδώς, αλλά το ίδιο αυτό ήταν μια περίπτωσις ανυποταξίας στο γάμο.
5. Ποιο άμεσο αποτέλεσμα δεν είχε η βρώσις από την Εύα του απαγορευμένου καρπού, αλλ’ αντιθέτως ποιο αποτέλεσμα είχε;
5 Η Εύα έφαγε τον απαγορευμένο καρπό με πλήρη ανευλάβεια προς τον Θεό ως τον ουράνιον Ηγεμόνα της και προς τον σύζυγόν της ως κεφαλήν της. Η αφήγησις της Γραφής δεν λέγει ότι αμέσως η συνείδησίς της την έτυψε και κατενόησε ότι ήταν εντελώς γυμνή, πράγμα που την έκαμε να αισθανθή πανικό και να θελήση να κρυφθή από το αντίθετο φύλον, από τον σύζυγό της. Οι Παροιμίες 9:17, 18, (ΑΣΜ) μας λέγουν: «“Τα κλοπιμαία ύδατα είναι γλυκέα, και ο κρύφιος άρτος είναι ηδύς.” Αλλ’ αυτός αγνοεί ότι εκεί είναι οι νεκροί, και εις τα βάθη του Σιεόλ [του κοινού τάφου του ανθρωπίνου γένους] οι κεκλημένοι αυτής.» Έτσι, εντελώς απατημένη, όχι φοβισμένη από την ποινή του θανάτου, και μη γνωρίζοντας σεξουαλική αισχύνη αλλά γευόμενη την προσωρινή ηδύτητα του καρπού που είχε κλέψει από το απαγορευμένο δένδρο και είχε φάγει κρυφά από τον σύζυγό της, η Εύα με έπαρσι επήγε και προσέφερε μέρος του απαγορευμένου καρπού στον Αδάμ. Τώρα τι έπρεπε να κάμη αυτός;
6. Ποιος θεοκρατικός νόμος, που εξετέθη αργότερα, δείχνει την πορεία που έπρεπε να λάβη ο Αδάμ, και γιατί συμβαίνει αυτό;
6 Ο Αδάμ αμέσως αντελήφθη ότι η Εύα είχε απατηθή από τον όφιν και είχε αμαρτήσει. Ο λόγος του Θεού λέγει: «Ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» (1 Τιμ. 2:14) Η Εύα δεν μίλησε ούτε ενήργησε για λογαριασμό του Αδάμ, της κεφαλής της. Η κεφαλή έπρεπε ν’ αποφασίση και ο Αδάμ έπρεπε είτε να επιδοκιμάση την αμαρτία της με το να ενωθή μαζί της εσκεμμένως, εκουσίως, στο να φάγη τον κλεμμένο καρπό, ή να αποκηρύξη την πράξι της και να την σταματήση αμέσως ώστε να μη γίνη συνήθεια στον οίκον του. Ο θεοκρατικός νόμος του Ιεχωβά, που εξετέθη αργότερα στο έθνος Ισραήλ, συμφωνούσε με τούτο, διακηρύττοντας: «Εάν δε γυνή τις κάμη ευχήν προς τον Ιεχωβά, και δέση εαυτήν με δεσμόν, . . . εάν . . . έχουσα άνδρα ηυχήθη, ή επρόφερέ τι δια των χειλέων αυτής, δια του οποίου έδεσε την ψυχήν αυτής, και ήκουσεν ο ανήρ αυτής, και εσιώπησε προς αυτήν, καθ’ ην ημέραν ήκουσε, τότε αι ευχαί αυτής θέλουσι μένει· και οι δεσμοί αυτής, δια των οποίων έδεσε την ψυχήν αυτής, θέλουσι μένει. Εάν όμως ο ανήρ αυτής δεν συγκατένευσεν εις αυτήν, καθ’ ην ημέραν ήκουσε, τότε θέλει ακυρώσει την ευχήν αυτής την οποίαν ηυχήθη, και ό,τι επρόφερε δια των χειλέων αυτής, δια του οποίου έδεσε την ψυχήν αυτής· και ο Ιεχωβά θέλει συγχωρήσει αυτήν.» (Αριθμ. 30:3, 6-8, ΜΝΚ) Ο Αδάμ, λοιπόν, μπορούσε να επιπλήξη την Εύα και έτσι ν’ αποδειχθή ο Θεός αληθής, ο δε Όφις ή Διάβολος ψεύστης, υπερασπίζοντας με τον τρόπον αυτόν τον εαυτό του ως μη συμμέτοχον στην παράβασι του Θείου νόμου από μέρους της. Ο Θεός τον είχε διορίσει κεφαλήν. Αυτός έπρεπε να σεβασθή τον διορισμό του Θεού και ν’ αντισταθή στο να ενεργήση η Εύα ως κεφαλή λαμβάνοντας αποφάσεις.
ΚΑΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΙ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
7. Αν ο Αδάμ ηρνείτο τον καρπό που προσέφερε η Εύα, τι θα είχε δείξει; και με το να τον δεχθή, τι έδειξε;
7 Αν αγαπούσε ο Αδάμ τον εαυτό του, αγαπώντας τη ζωή για τον εαυτό του και τους απογόνους του, θα είχε αρνηθή να δεχθή τον απαγορευμένο καρπό από το χέρι της συζύγου του. Θα της είχε δείξει την ορθή πορεία με το ν’ αρνηθή, διότι αυτή ήταν η ίδια του σάρκα. Αν αγαπούσε τον Θεό περισσότερο από τον εαυτό του, περιλαμβανομένης και της συζύγου του, θα είχε απορρίψει την προσφορά της και θα είχε τηρήσει την εντολή του Θεού. Θα είχε μάλλον χωρισθή από τη σύζυγό του παρά να χωρισθή από τον Θεό του. Παίζοντας τον ρόλο ενός πραγματικού συζύγου, θα είχε σεβασθή την από τον Θεό προσδιωρισμένη αρχηγία του και θα είχε λάβει την ορθή απόφασι για τον εαυτό του και το σπίτι του. Θα έδειχνε σθένος και θ’ ανταπεκρίνετο στην ευθύνη του και θα κρατούσε την ακεραιότητά του απέναντι του Θεού. Αλλ’ ο Αδάμ δεν απέβλεψε στον Θεό. Προσέβλεψε στη γυναίκα του που του προσέφερε τον καρπό. Τώρα ανεπτύχθη μέσα του μια επιθυμία γι’ αυτήν, όχι ως βοηθόν και συμπλήρωμα για την εκτέλεσι της θείας εντολής για αναπαραγωγή, αλλ’ ως μέσον ικανοποιήσεως της σαρκός του. Εδελεάσθη απ’ αυτό. Δίνοντας περισσότερη σκέψι ή προσοχή σ’ αυτό παρά στην ευχαρίστησι της υπακοής στην εντολή του Θεού, εξησθένησε. Απηρνήθη, απέρριψε την αρχηγία του ως συζύγου. Επρόσεξε τη φωνή της συζύγου του, όχι του Θεού. Εδέχθη τον απαγορευμένο καρπό και τον έβαλε στο στόμα του.
8, 9. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα του ότι ο Αδάμ επροτίμησε τη σύζυγό του από τον Θεό; Και πώς απήντησαν στον Θεό;
8 Προσεκολλήθη στη σύζυγό του, ναι, στο κακό, αλλά απεχωρίσθη από τον Θεό και Πατέρα του. Χωρίς να απατηθή, εκουσίως ενώθηκε με τον Όφιν Σατανάν ή Διάβολον σε ανταρσία εναντίον του Θεού. Η Βίβλος, χωρίς να περιγράφη τη διανοητική πάλη ή τις συγκινήσεις που προεκλήθησαν, απλώς λέγει: «Και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε.» Τώρα και οι δύο είχαν αμαρτήσει, αλλ’ η αμαρτία του Αδάμ ήταν η μεγαλύτερη αμαρτία επειδή ήταν πιο υπεύθυνος. Δεν μπορούσαν πια να κυττάζουν ο ένας τον άλλον μ’ ένα καθαρό, φυσικό τρόπο. «Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα.»—Γέν. 3:6, 7.
9 Μεταξύ του ανδρός και της συζύγου του είχε σχηματισθή τώρα ένας φραγμός, έστω και αν παριστάνεται μόνο με φύλλα συκής ραμμένα μαζί. Ο Αδάμ, αφού δεν αισθανόταν τον εαυτό του καθαρόν στην εμφάνισι μπροστά στη σύζυγό του, δεν μπορούσε να αισθάνεται ότι ήταν καθαρός στην εμφάνισι ενώπιον του Θεού του. Δεν αισθανόταν πια άνεσι στην επικοινωνία με τον Θεό· αντί ν’ αποβλέπη με θέρμη σ’ αυτήν, τώρα έφυγε απ’ αυτήν. Όταν, λοιπόν, άκουσαν την προσέγγισι της αοράτου παρουσίας του Θεού, ο Αδάμ καθώς και η Εύα εκρύβησαν πίσω από τα δένδρα. Ο Θεός εκάλεσε αυτόν, όχι τη σύζυγό του. Ο Αδάμ είπε στον Θεό ότι δεν αισθανόταν τον εαυτό του παρουσιάσιμον ενώπιόν του. Αλλά γιατί, λοιπόν; Μήπως είχε φάγει ο Αδάμ από τον απαγορευμένο καρπό; Όχι απ’ ευθείας από το δένδρο, αλλά είχε φάγει από το χέρι της συζύγου του για ν’ αρέση στη σύζυγό του. Τι, λοιπόν, μήπως η γυναίκα ήταν εκείνη που έφαγε απ’ ευθείας από το απαγορευμένο δένδρο; Η γυναίκα τώρα ωμολόγησε ότι δεν είχε ενεργήσει τόσο έξυπνα. Είπε: «Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον.» (Γέν. 3:8-13) Ποτέ δεν εσκέφθη ότι θα υπήρχαν τέτοια επακόλουθα.
10. (α) Ποιον γάμο δεν θα μπορούσε να διασπάση ο Σατανάς, και γιατί; (β) Τι απεφάσισε ο Θεός για τον Σατανά και το σπέρμα του;
10 Ο Θεός, λοιπόν, εστράφη στον μεγάλον Όφιν Σατανάν ή Διάβολον, ο οποίος είχε φέρει τώρα τον γάμο του Αδάμ και της Εύας σε μεγάλη δυσκολία. Αλλ’ αν ο Όφις Σατανάς ή Διάβολος εσκέφθη για μια στιγμή ότι μπορούσε να διασπάση τον γάμο μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και της «γυναικός» του, της ουρανίας παγκοσμίου οργανώσεώς του υπό τον μονογενή του Υιόν, έσφαλλε απολύτως. Καταρώμενος τον Σατανά ή Διάβολο να διάγη μια χαμηλή έρπουσα ύπαρξι που θα ετρέφετο με απλό χώμα, ο Ιεχωβά Θεός ο Μέγας Σύζυγος εμνημόνευσε την «γυναίκα» του. Εθέσπισε για τη γυναίκα του μια πορεία ενεργείας διαφορετική από εκείνην που είχε λάβει η Εύα, λέγοντας: «Και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γέν. 3:14, 15) Η ουράνια σύζυγός του οργάνωσις θα προσεκολλάτο σ’ αυτόν με αγάπη, αλλά θα μισούσε τον Απατεώνα, τον Όφιν, Σατανάν ή Διάβολον. Το σπέρμα της, δηλαδή τα τέκνα της θ’ ανθίσταντο στο απατηλό σπέρμα ή τέκνα του όφεως. Η βλάβη που το σπέρμα της θα επέφερε στον μέγαν Όφιν θα ήταν χειρότερη από τη βλάβη που ο Όφις θα επέφερε στο σπέρμα της, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα προσωρινή χωλότητα. Η βλάβη εκείνη θα ήταν σε πιο ζωτικό σημείο και θα άφηνε συντριμμένη την κεφαλή του Όφεως, με καταστροφή όλου του σπέρματός του. Η σύζυγος-οργάνωσις ή ‘γυναίκα’ του Θεού θα είχε σε όλη την αιωνιότητα καρπό που να δείχνη ότι θα έφερε το όνομα του Συζύγου της, Ιεχωβά.
11. Τι προείπε ο Θεός για τον ανθρώπινο γάμο από τότε και στο εξής, και γιατί η θέσις της γυναικός θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερής;
11 Ο Ιεχωβά τώρα προείπε ότι ο ανθρώπινος γάμος θα είχε από τότε και στο εξής τις δυσκολίες του και τα νυμφευμένα ζεύγη θα είχαν «θλίψιν εν τη σαρκί». Η θέσις της γυναικός στη διάταξι του γάμου θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, εκείνο δε που είπε γι’ αυτήν ο Ιεχωβά στην Εδέμ, δεν απεδείχθη αναληθές έπειτα από έξη χιλιάδες χρόνια πείρας. «Προς δε την γυναίκα είπε, Θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπας θέλεις γεννά τέκνα· και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει.» (Γέν. 3:16) Η εξουσία του ανδρός πάνω στη γυναίκα δεν ήταν μια απλή παραχώρησις σ’ αυτόν να εξουσιάζη αν ήθελε ή αν εκείνη ήταν πρόθυμη να υποτάσσεται σε τούτο. Η εξουσία του πάνω σ’ αυτήν ήταν τόσο βέβαιο ότι θα ενηργείτο, όσο και ότι θα ερχόταν η αύξησις των πόνων της κυοφορίας της και ότι θα γεννούσε τέκνα με ωδίνες τοκετού. Παρ’ όλα αυτά, η γυναίκα θα επιθυμούσε να έχη ένα σύζυγο. Θα θεωρούσε στενοχώρια, όνειδος το να μην έχη ένα σύζυγο. Θα το θεωρούσε αποτυχία, ματαίωσι του σκοπού του φύλου της, αν δεν επρόκειτο να έχη τέκνα, απογοήτευσι για τον εαυτό της και απογοήτευσι για τον σύζυγό της. Ας είναι αυτός κύριος, εξουσιαστής. Μόνο να της δίδη γάμο με τέκνα.
12. Η προσπάθεια του Αδάμ ν’ αρέση στη σύζυγό του, ποια αποτελέσματα του έφερε;
12 Πόσο ταπεινωτικό πρέπει να υπήρξε στη διωρισμένη κεφαλή του νυμφευμένου ζεύγους όταν ο Θεός άρχισε να εκφέρη τη θανατική καταδίκη εναντίον του Αδάμ, λέγοντας: «Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου.» Ναι, όλα έγιναν εξαιτίας τούτου. Ο Αδάμ υπήκουσε στο πλάσμα αντί να υπακούση στον Δημιουργό, ο οποίος τον διέταξε να μη φάγη από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Στην προσπάθεια ν’ αρέση στη σύζυγό του με την ελπίδα να μη την χάση, ο Αδάμ, ο σύζυγος, έκαμε κάτι που επέφερε συνέπειες που δεν άρεσαν σ’ αυτήν. Ήταν, λοιπόν, βέβαιο ότι θα εξέπιπτε στην εκτίμησί της και στον σεβασμό της. Η έλλειψις σοφίας από μέρους του εφάνη στα αποτελέσματα. Έχασε γι’ αυτήν τον παραδεισιακό οίκο. Έχασε τη θέσι του ως επιδοκιμασμένου υιού του Θεού, ώστε να μην μπορή να ικετεύση τον Θεό γι’ αυτήν και να κερδίση κάποια παραχώρησι γι’ αυτήν, καθώς ήταν μια απατημένη γυναίκα. Την άφησε χωρίς επαρκή προστασία από περαιτέρω απάτες και από την επιχειρηθείσα κακοδιοίκησι του Σατανά ή Διαβόλου. Αν αυτή δεν απέθνησκε πρώτη, θα μπορούσε να πεθάνη αυτός και να την αφήση χήρα, χωρίς σύζυγο. Μαζί του εξεδιώχθη από τον κήπο της Εδέμ για να πεθάνη αποξενωμένη από τον Θεό.—Γέν. 3:17-24.
13, 14. Γιατί η ζωή των έξω από την Εδέμ δεν μπορούσε να είναι ευτυχισμένη, και ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό;
13 Ο λόγος του Θεού μάς λέγει πολύ λίγα για την έγγαμη ζωή του Αδάμ και της Εύας έξω από τον παραδεισιακό κήπο της Εδέμ. Δεν ήταν μια ευτυχισμένη ζωή· αυτό είναι βέβαιο. Καθώς ο ένας κύτταζε τον άλλον και έφερναν στη μνήμη τους το μέρος που ο καθένας είχε παίξει στο να επιφέρη το λυπηρό αυτό αποτέλεσμα, κανείς δεν μπορούσε να είναι ευτυχισμένος με τον άλλον. Ο Αδάμ είχε χάσει τώρα την τελεία του εγκράτεια. Έξω από την Εδέμ για πρώτη φορά είχε σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του. Δεν ήταν ευτυχής περίπτωσις όταν την είδε να συστρέφεται στις ωδίνες του τοκετού για να φέρη στο είναι το πρώτο τους παιδί, ένα γυιο. Αυτό το αγόρι, ο Κάιν, έγινε φονεύς, φονεύς του ιδίου του αδελφού και δολοφόνος του πρώτου ανθρωπίνου μάρτυρος του Ιεχωβά, του πιστού Άβελ. Ο Κάιν υπήχθη στην κατάρα του Θεού, του οποίου ο Άβελ ήταν μάρτυς. Εσημειώθη για εκτέλεσι, για καταστροφή όχι από κανέναν άλλον, αλλ’ από τον Θεό τον ίδιο. Η έγγαμη ζωή του με μια από τις αδελφές του στη γη Νωδ (γη της Φυγής) δεν ήταν ευτυχισμένη.—Γέν. 4:1-17· 1 Ιωάν. 3:12· Εβρ. 11:2, 4· 12:1.
14 Ο Αδάμ και η Εύα έζησαν αρκετόν καιρό για να ιδούν να αυξάνη κακός καρπός από την ατελή έγγαμη ζωή των. Κανενός από τους απογόνους των η συζυγική ζωή δεν επέτυχε να είναι εντελώς μακάρια. Ποιος ήταν υπεύθυνος για όλα αυτά; Κατά πρώτον λόγον, η αποτυχία του πρώτου ανθρώπου και της συζύγου του ν’ αγαπούν τον Θεόν ενωμένοι και περισσότερο από όσο αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Μαζί με την έλλειψι αγάπης για τον Θεό και ως αποτέλεσμα της ελλείψεως αυτής, απέτυχε ο καθένας τους να σεβασθή τις από τον Θεό προσδιωρισμένες θέσεις ανδρός και γυναικός στη διάταξι του γάμου και να ζη σύμφωνα με τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της θέσεώς του. Ο Αδάμ, ως η κεφαλή, είχε την πρωτίστη ευθύνη για όλα αυτά. Ο λόγος του Θεού, του Κριτού, καθορίζοντας τον Αδάμ ως τον κυρίως υπεύθυνον για όλη την αμαρτωλότητα και τον θάνατο που διήλθαν σ’ εμάς που γεννηθήκαμε ως αποτέλεσμα του μειονεκτικού γάμου των, λέγει: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον· . . . εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ.» (Ρωμ. 5:12-14) Έτσι η βλάβη που επροξενήθη από την κακή διαχείρισι της διατάξεως του γάμου που αρχικά ιδρύθη από τον Θεό, μπορεί να φθάση πολύ μακριά και να είναι πολύ καταστρεπτική.
15. (α) Τι μπορεί να λεχθή για τον γάμο του Ιεχωβά; (β) Ποια ήταν η πρόθεσις του Ιεχωβά όσον αφορά τον γάμο του ανθρωπίνου γένους, και τι έκαμε ως τεκμήριον τούτου στις ημέρες του Νώε;
15 Ο γάμος του Ιεχωβά Θεού με την σύζυγό του οργάνωσι, την παγκόσμια οργάνωσί του στον ουρανό, συνεχίσθηκε αδιάσπαστος και με ευτυχία, και υπήρξε πολύ καρποφόρος, παρ’ όλα όσα ο κακεντρεχής δημιουργός διαταραχής στο γάμο προσπάθησε να κάμη εναντίον του. Το σπέρμα της γυναικός του Θεού εγεννήθη και γρήγορα θα συντρίψη την κεφαλή του Όφεως και θα φροντίση να εκτελήται δικαιοσύνη στην παγκόσμια επικράτεια του Υψίστου Θεού. Σε αρμονία με τη δική του συζυγική ευτυχία ο Ιεχωβά Θεός αρχικά είχε την πρόθεσι όπως η έγγαμη ζωή των πιστών του υιών και δούλων εδώ επάνω στη γη αποτελή επίσης μια ευχάριστη πείρα, χωρίς «θλίψιν εν τη σαρκί», η οποία πρέπει τώρα να έλθη αναπόφευκτα λόγω της ατελείας κάθε νυμφευμένου ζεύγους και επειδή ζουν σ’ ένα κοσμικό σύστημα πραγμάτων, του οποίου θεός είναι ο Σατανάς ή Διάβολος. (1 Κορ. 7:28) Ως τεκμήριον τούτου, στις ημέρες του Νώε ο Ιεχωβά Θεός εξήλειψε όλα τα νυμφευμένα ζεύγη που αποτελούσαν μέρος του διεφθαρμένου, βιαίου «τότε κόσμου» βυθίζοντάς τα κάτω από έναν υψηλόν σαν όρος παγγήινον κατακλυσμό επί ένα ολόκληρο ηλιακό έτος. Στις ημέρες εκείνες οι άνθρωποι «ενύμφευον, ενυμφεύοντο, μέχρι της ημέρας καθ’ ην ο Νώε εισήλθεν εις την κιβωτόν.» Αλλ’ ο Θεός διεφύλαξε ζωντανά μέσα από τον κατακλυσμό τέσσερα μόνο νυμφευμένα ζεύγη, που ήσαν όλα μάρτυρες του Ιεχωβά, δηλαδή, τον Νώε και τη σύζυγό του, και τρεις γυιους των, τον καθένα νυμφευμένο με μια σύζυγο.—Λουκ. 17:26, 27.
16. (α) Ποιες ήσαν οι αμέσως μετά τον κατακλυσμό περιστάσεις όσον αφορά τον γάμο; (β) Ποια ευλογία εχορήγησε ο Θεός σ’ εκείνους που επέζησαν, και τι αυτό εσήμαινε έως τώρα;
16 Ο προκατακλυσμιαίος κόσμος παρήλθε εντελώς όταν τα τέσσερα αυτά νυμφευμένα ζεύγη εβγήκαν από την κιβωτό που είχε σταθή στο Όρος Αραράτ για ν’ αρχίσουν εκ νέου ζωή επάνω στην καθαρισμένη γη. Οι περιστάσεις ήσαν τότε σχεδόν όμοιες μ’ εκείνες που υπήρχαν όταν ο Αδάμ και η Εύα ήσαν μέσα στην Εδέμ. Όλη η γη έξω ήταν χωρίς ανθρωπίνους κατοίκους, και γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός τούς ευλόγησε και τους έδωσε εντολή να γεννήσουν τέκνα και να γεμίσουν τη γη μ’ αυτά. Εκτός από τα τέσσερα ζεύγη επάνω στο Όρος Αραράτ, δεν μπορούσαν να βρεθούν ανθρώπινα πλάσματα πουθενά αλλού επάνω στη γη. Για να υποστηρίξη, λοιπόν, ο Θεός τον αρχικό του σκοπό για τη γη, ευλόγησε τα τέσσερα εκείνα νυμφευμένα ζεύγη που επέζησαν, αφού ανεζωογόνησαν τη λατρεία του Ιεχωβά Θεού επάνω στην αποξηραμμένη γη. «Και ευλόγησεν ο Θεός τον Νώε, και τους υιούς αυτού· και είπε προς αυτούς, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην· . . . σεις δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, πολυπλασιάζεσθε επί της γης, και πληθύνεσθε επ’ αυτής.» (Γέν. 9:1-7) Αυτό εσήμαινε τη σύναψι πολλών γάμων στη διάρκεια των χιλιάδων ετών έως τώρα. Σήμερα, ως αποτέλεσμα, η γη είναι γεμάτη από ανθρώπους, οι δε γάμοι εξακολουθούν να πολλαπλασιάζωνται. Κάτω από την αυξάνουσα ατέλεια των νυμφευμένων ζευγών και των συνθηκών υπό τις οποίες ζουν, τούτο ωδήγησε σε πολλά περίπλοκα συζυγικά προβλήματα. Ποιου χειρισμού μπορούν να τύχουν αυτά μ’ έναν τρόπο που ευαρεστεί τον Ιεχωβά Θεό και που θα έχη ως αποτέλεσμα την αιώνια ευτυχία εκείνων που περιλαμβάνονται στο γάμο; Ποιου χειρισμού τυγχάνουν αυτά στην κοινωνία του Νέου Κόσμου θα εξηγηθή εν εκτάσει στα επόμενα τεύχη της Σκοπιάς.