Κεφάλαιο 4
Η Βεβήλωσίς του Φέρνει το Τέλος ενός Κόσμου
1. Ποιο μεγάλο ερώτημα έγινε στον ουρανό και στη γη, και ποιος προεγνώριζε την απάντησι;
Στον ουρανό και στη γη έξω από τον παράδεισο της Εδέμ έγινε το μέγα ερώτημα, Ποιο θα είναι το Σπέρμα της γυναικός του Θεού για τη συντριβή της κεφαλής του συμβολικού Όφεως, του Διαβόλου ή Συκοφάντου, και την εξάλειψι έτσι της βεβηλώσεως του ονόματος του Θεού; Οι υποθέσεις του ουρανού και της γης ήσαν άξιες στενής παρακολουθήσεως για να γίνη γνωστή η απάντησις. Ο Ιεχωβά, φυσικά, προεγνώριζε ποιος θα ήταν, διότι «απ’ αιώνος είναι γνωστά εις τον Θεόν πάντα τα έργα αυτού.»—Πράξεις 15:17, 18.
2. Πώς ήταν ο γάμος έξω από τον παράδεισο, και τι εγνώρισε η Εύα σ’ εκπλήρωσι της κρίσεως του Θεού εναντίον της;
2 Ο γάμος έξω από τον παράδεισο της Εδέμ δεν ήταν ιδεώδης, όπως ήταν για τον τέλειον Αδάμ και την Εύα στον παράδεισο. Αν εγνώρισε ποτέ η Εύα την εξουσία του συζύγου της, την εγνώρισε τώρα έξω από τον παράδεισο, τώρα που ο σύζυγός της είχε γίνει ένας καταδικασμένος αμαρτωλός. Αυτό ήταν σ’ εκπλήρωσι της κρίσεως του Θεού εναντίον της.—Γένεσις 3:16.
3. Πώς μπορούσε η Εύα να πη ότι απέκτησε άνθρωπον δια του Ιεχωβά, και τι απέδειξε η προσφώνησίς της στη γέννησι του Κάιν;
3 Ήλθε ο καιρός ν’ αποκτήση η Εύα το πρώτο της τέκνον. Ποιο ήταν το όνομά του; Για κάποιο λόγο, ο Αδάμ δεν εχρησιμοποίησε το συζυγικό του, πατρικό του δικαίωμα για να το ονομάση. Το «βιβλίον της γενεαλογίας του ανθρώπου» αναγράφει: «Και [αυτή] εγέννησε τον Κάιν [που σημαίνει ‘Απόκτημα,’ ή πράγμα αποκτημένο]· και είπεν, Απέκτησα άνθρωπον δια του Ιεχωβά.» (Γένεσις 4:1, ΜΝΚ) Μπορούσε να το πη αυτό διότι ο Ιεχωβά, στην κρίσι του εναντίον της, είχε πει ότι θα υπερπλήθυνε τις λύπες της και τους πόνους της κυοφορίας της και ότι με λύπες θα γεννούσε τέκνα. Με την αναφώνησί της στη γέννησι του Κάιν η Εύα απέδειξε ότι εγνώριζε το όνομα του Θεού. «Και προσέτι εγέννησε τον αδελφόν αυτού τον Άβελ.»—Γένεσις 4:2.
4. Τι ησθάνοντο την ανάγκη ν’ αποκτήσουν ο Κάιν και ο Άβελ και ποια βάσις υπήρχε για κάποια ελπίδα να την αποκτήσουν;
4 Και ο Κάιν και ο Άβελ γεννήθηκαν ατελείς, θνήσκοντες, έξω από τον παράδεισο. Η σημασία του ονόματος του Άβελ θα το υπεδήλωνε αυτό, αν ορθώς εννοούμε ότι σημαίνει «πνοή· ατμός· παροδικότης.» Δεν αναφέρεται λατρεία του Ιεχωβά Θεού από τον Αδάμ και την Εύα έξω από την Εδέμ. Αυτοί ήσαν καταδικασμένοι αμαρτωλοί και δεν είχαν βάσι για να τον πλησιάσουν. Ο Θεός δεν είχε δώσει στον Αδάμ και στην Εύα ελπίδα αναστάσεως εκ νεκρών. Έξω από τον παράδεισο της Εδέμ δεν τον υπηρετούσαν. Εν τούτοις, για προσωπικούς λόγους ο Κάιν κι ο Άβελ ησθάνοντο την ανάγκη ν’ αποκτήσουν την εύνοια του Θεού, του οποίου τα χερούβ έστεκαν τοποθετημένα προς ανατολάς του κήπου της Εδέμ για να φράττουν την είσοδο προς το δένδρον της ζωής. Ο Κάιν κι ο Άβελ εγνώριζαν ότι ήσαν αποξενωμένοι από τον Θεό. Πολύ κατάλληλα έφεραν δώρα για να πλησιάσουν τον Θεό, τον οποίον οι γονείς των είχαν θίξει με μομφή στο όνομά Του. Εν τούτοις, ο Ιεχωβά Θεός είχε μνημονεύσει στον όφιν το σπέρμα ή γόνον της γυναικός, και αυτό άφησε την εντύπωσι ότι υπήρχε κάποια ελπίδα για το σπέρμα της Εύας.
5, 6. (α) Ποια διαφορά υπήρχε στον τρόπο με τον οποίον ο Κάιν και ο Άβελ επλησίασαν τον Θεό και γιατί η προσφορά του Άβελ ήταν ανώτερη από την προσφορά του Κάιν; (β) Τι μπορούσε να προσκιάση η θυσία του Άβελ και πώς ο Θεός έδειξε την καταλληλότητα αυτής της θυσίας;
5 Σημειώστε τη διαφορά μεταξύ των δύο ανθρώπων στον τρόπο με τον οποίον επλησίασαν τον Θεό, πιθανώς παρουσία των χερούβ εκείνων, που ήσαν προς ανατολάς του κήπου της Εδέμ. Και οι δύο έφεραν δώρα, αλλ’ ο Άβελ είχε μία προσωπική ιδιότητα, που τον κατέστησε ευπρόσδεκτο στον Θεό. Ποια ήταν αυτή; Η πίστις. Σχετικά με την πίστι εγράφη ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια: «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» (Εβραίους 11:6) Ο Άβελ είχε τέτοια πίστι. Αυτό το πιστοποιεί ο απόστολος Παύλος λέγοντας: «Δια πίστεως ο Άβελ προσέφερε προς τον Θεόν καλητέραν θυσίαν παρά τον Κάιν, δια της οποίας εμαρτυρήθη ότι ήτο δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωκε μαρτυρίαν περί των δώρων αυτού· και δι’ αυτής, καίτοι αποθανών, έτι λαλεί.» (Εβραίους 11:4) Ο Κάιν έφερε μια προσφορά· ο Άβελ έφερε μια θυσία. Ο Κάιν προσέφερε «από των καρπών της γης,» που είχε καλλιεργήσει ως γεωργός με τον ιδρώτα του. Ο Άβελ προσέφερε στον Θεό, ο οποίος μπορεί να δώση ζωή και να αφαιρέση, μια ζωή. Όχι τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή κάποιου προβάτου από το ποίμνιο που εποίμαινε. «Και ο Άβελ προσέφερε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού, και από των στεάτων αυτών.»—Γένεσις 4:3, 4.
6 Ο Άβελ έχυσε το αίμα των, εκχύνοντας τη ζωή τους στον Θεό σε παράστασι της ζωής που εχρειάζετο να προσφερθή για ν’ αποκατασταθή η ζωή στους γυιους του Αδάμ, που πεθαίνουν όπως ο Άβελ. Γι’ αυτόν τον λόγο, η προσφορά του Άβελ είχε πιο πολλή αξία από την προσφορά του Κάιν, η οποία ήταν αναίμακτη. Η θυσία του Άβελ από μερικά πρωτότοκα του ποιμνίου του μπορούσε καλώς να προσκιάση τη θυσία ανθρωπίνης ζωής από έναν τον οποίον ο Ιωάννης ο Βαπτιστής απεκάλεσε ‘Αμνόν του Θεού τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου.’ (Ιωάννης 1:29, 36) Ο Θεός είδε την καταλληλότητα της θυσίας του Άβελ και την επεδοκίμασε, κι έτσι έδειξε ότι την εδέχθη. «Και επέβλεψε με ευμένειαν ο Ιεχωβά επί τον Άβελ, και επί την προσφοράν αυτού· επί δε τον Κάιν και επί την προσφοράν αυτού δεν επέβλεψε.»—Γένεσις 4:4, 5, ΜΝΚ.
7. Πώς επεκαλέσθη ο Κάιν το όνομα του Ιεχωβά, ποια προειδοποίησε έλαβε από τον Ιεχωβά, και γιατί;
7 Και οι δύο αναμφιβόλως επεκαλέσθησαν το όνομα του Ιεχωβά, το οποίον είχαν μάθει από τους γονείς των. Αλλά ο Κάιν το έπραξε αυτό χωρίς πίστι. Εφαντάσθη ότι ως πρωτότοκος του ανθρωπίνου γένους που ήταν, ώφειλε ο Ιεχωβά Θεός να του δείξη θεία εύνοια. Όταν ο Θεός ηυνόησε τον Άβελ, τον νεώτερο αδελφό του, ο Κάιν δεν εταπεινώθη να μιμηθή το παράδειγμα του Άβελ και να προσφέρη τη θυσία ενός καθαρού ζώου: «Και ηγανάκτησεν ο Κάιν σφόδρα, και εκατηφίασε το πρόσωπον αυτού.» (Γένεσις 4:5) Ο Θεός προειδοποίησε τον Κάιν ότι ένα μεγάλο αμάρτημα έκειτο στη θύρα του, επιδιώκοντας να επιπέση εναντίον του Κάιν, και ώφειλε να το υπερνικήση αν ήθελε ν’ αποκτήση την εύνοια του Θεού.—Γένεσις 4:6, 7.
8. Πώς έδειξε ο Κάιν ότι δεν αγαπούσε τον αόρατο Θεό, και τίνος υιός έγινε ο Κάιν σύμφωνα με τη δήλωσι του Ιωάννου;
8 Αργότερα ο Κάιν έβγαλε τον αδελφό του έξω στον αγρό μακριά από τη θέα των χερούβ του Ιεχωβά του επετέθη και τον εφόνευσε. (Γένεσις 4:8) Αυτός δεν ήταν ο τρόπος για να γίνη ο Κάιν γυιος του Θεού· ήταν ο τρόπος για να γίνη ο Κάιν γυιος του Διαβόλου, το σπέρμα του Μεγάλου Όφεως. Ο Κάιν δεν αγαπούσε τον Θεό, τον οποίον και δεν μπορούσε να ιδή, διότι δεν αγαπούσε τον αδελφό του Άβελ, τον οποίον μπορούσε να ιδή και στον οποίον έμενε η εύνοια του Θεού. «Όστις πράττει την αμαρτίαν, είναι εκ του διαβόλου· διότι απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει· . . . να αγαπώμεν αλλήλους· ουχί καθώς ο Κάιν ήτο εκ του πονηρού, και έσφαξε τον αδελφόν αυτού. Και δια τι έσφαξεν αυτόν; Διότι τα έργα αυτού ήσαν πονηρά, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.»—1 Ιωάννου 3:8, 11, 12· 4:20.
9. Πώς ο Κάιν απεκλείσθη από το να πλησιάση τον Θεό με μια προσφορά;
9 Ο Κάιν έγινε κατηραμένος όπως και ο Μέγας Όφις, ο Διάβολος, κι εξωρίσθηκε από τη γειτονιά του κήπου της Εδέμ. Αποκλείσθηκε από το να πλησιάση τον Θεό με προσφορά. «Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα εις τον Ιεχωβά· αλλ’ η δέησις των ευθέων, ευπρόσδεκτος εις αυτόν. Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα· πολλώ μάλλον όταν προσφέρωσιν αυτήν μετά πονηρίας.»—Παροιμίαι 15:8, ΜΝΚ· 21:27.
10. (α) Πού πήγε ο Κάιν και με ποιον, και πώς ωνόμασε την πόλι του; (β) Πώς ο Λάμεχ απεμακρύνθη από τον παραδεισιακό κανόνα γάμου και πώς εμιμήθη τον Κάιν;
10 Σύμφωνα με αυτά, ο Κάιν «κατώκησεν εν τη γη Νωδ [Εξορίας], προς ανατολάς της Εδέμ.» Εξουσίαζε τη σύζυγό του, μια από τις θυγατέρες της Εύας, που του είχε δοθή ως σύζυγος· και την ανάγκασε να τον συνοδεύση στην εξορία. Εκεί εγέννησε στον Κάιν γυιο που ωνομάσθη Ενώχ. Ο Κάιν διατελώντας σε φόβο έκτισε μια πόλι για την προστασία του. Ωνόμασε την πόλι, όχι προς τιμήν του Ιεχωβά Θεού, αλλά προς τιμήν του γιου του Ενώχ. Ο τετρακισέγγονος του Κάιν, ο Λάμεχ, απεμακρύνθη από τον παραδεισιακό κανόνα γάμου κι ενυμφεύθη δύο γυναίκες, την Αδά και τη Σιλλά. Όμοια με τον προπάτορά του, τον Κάιν, ο Λάμεχ εφόνευσε ένα νεανία και κατόπιν ειδοποίησε όλους να μη προβούν σε εκδίκησι εναντίον του, απειλώντας τους με ενδεκαπλασία ποινή.—Γένεσις 4:9-24.
11. Ποιος περιλαμβάνεται πρώτος στο ‘νέφος μαρτύρων,’ για το οποίο γίνεται λόγος εις Εβραίους 12:1, και έτσι ποιοι σήμερα δεν αποτελούν ένα απλούν θρησκευτικό δόγμα σ’ αυτόν τον αιώνα;
11 Όταν εδολοφονήθη ο Άβελ, εφαίνετο ότι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στη γη που να είχε τότε έκδηλη την επιδοκιμασία του Θεού. Ο Άβελ είναι ο πρώτος στον μακρό κατάλογο ονομάτων, στον οποίον αναφέρεται το δωδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής με τα εξής ενθαρρυντικά λόγια: «Λοιπόν και ημείς, περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων, ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα.» (Εβραίους 12:1) Έτσι, ο Άβελ είναι ο πρώτος που μνημονεύεται από αυτό το τόσο μέγα ‘νέφος μαρτύρων.’ Τούτο σημαίνει ότι ο Άβελ ήταν ο πρώτος επιδοκιμασμένος μάρτυς του Ιεχωβά Θεού στη γη, και ότι το ‘τοσούτον νέφος μαρτύρων’ που περιεκύκλωνε τους εξ Εβραίων Χριστιανούς στις ημέρες των δώδεκα αποστόλων, άρχισε να σχηματίζεται με τον Άβελ, τον πρώτο μάρτυρα. Ο Άβελ είναι ο πρώτος της μακράς σειράς μαρτύρων του Ιεχωβά, που συνεχίσθηκε δια μέσου χιλιετηρίδων έως σήμερα. Έτσι, λοιπόν, οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αποτελούν ένα απλούν φαινόμενον ή θρησκευτικό δόγμα που διεμορφώθη στον παρόντα εικοστόν αγώνα.—Εβραίους 11:4-40· Ησαΐας 43:10-12.
12. Ποιος έλαβε τη θέσι του Άβελ, και έτσι από ποιον ξεκινά η γραμμή καταγωγής προς το υποσχεμένο σπέρμα;
12 Στην οικογένεια του Αδάμ εφάνη ότι ήταν κατάλληλο να υπάρχη κάποια αντικατάστασις του επιδοκιμασμένου, θεοσεβούς Άβελ. Προφανώς, λίγο μετά τον θάνατο του Άβελ έλαβε χώραν αυτό που αναγράφεται στη Γένεσι 4:25: «Εγνώρισε δε πάλιν ο Αδάμ την γυναίκα αυτού, και εγέννησεν υιόν, και εκάλεσε το όνομα αυτού Σηθ, λέγουσα, Ότι έδωκεν εις εμέ ο Θεός άλλο σπέρμα αντί του Άβελ, τον οποίον εφόνευσεν ο Κάιν.» Πόσων ετών ήταν ο Αδάμ τότε; Η Γένεσις 5:3-5 απαντά: «Έζησε δε ο Αδάμ εκατόν τριάκοντα έτη, και εγέννησεν υιόν κατά την ομοίωσιν αυτού, κατά την εικόνα αυτού, και εκάλεσε το όνομα αυτού Σηθ· και έγειναν αι ημέραι του Αδάμ, αφού εγέννησε τον Σηθ, οκτακόσια έτη· και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας· και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.» Λόγω της ηλικίας που είχε ο Αδάμ όταν εγέννησε τον Σηθ, μετά τον βίαιο θάνατο του Άβελ, υποτίθεται ότι ο Άβελ θα ήταν περίπου εκατό ετών ηλικίας στον θάνατό του. Σε αρμονία με την αντικατάστασι του Άβελ δια του Σηθ, η μακρά γραμμή καταγωγής προς την ανθρώπινη γέννησι του υποσχεμένου Σπέρματος της «γυναικός» του Θεού ξεκινά από τον Σηθ, όχι από τον Άβελ, μολονότι ο Σηθ δεν κατονομάζεται ως μάρτυς του Ιεχωβά στην προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο ενδέκατο.—Λουκάς 3:23-38.
13. Τι άρχισε στις ημέρες του γυιου του Σηθ, και γιατί αυτό δεν ήταν για τη σωτηρία της ανθρωπίνης οικογενείας;
13 Ο Σηθ είχε ένα γυιο, στις ημέρες του οποίου άρχισε κάτι που θ’ απέβαινε καταστρεπτικό στον αρχαίο εκείνο κόσμο. «Και έζησεν ο Σηθ εκατόν πέντε έτη, και εγέννησε τον Ενώς.» (Γένεσις 5:6) Αυτό, όμως, έγινε διακόσια τριάντα πέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του Αδάμ. Ποιο ήταν το κακό, που ήλθε τώρα σε ύπαρξι; Ήταν μια αξιοσημείωτη βεβήλωσις του ονόματος του Θεού. Το αναγράφει η Γένεσις 4:26 (ΜΝΚ): «Και εις τον Σηθ ομοίως εγεννήθη υιός· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ενώς. Τότε έγεινεν αρχή να ονομάζωνται με το όνομα του Ιεχωβά.» Αυτό δεν ήταν επίκλησις στον Θεό με αγνή λατρεία για τη σωτηρία της ανθρωπίνης οικογενείας. Όχι· διότι, πριν από εκατόν πέντε και πλέον χρόνια, ο Άβελ είχε αρχίσει να επικαλήται το όνομα του Θεού ως μάρτυς του Ιεχωβά, και υπέστη μαρτύριο γι’ αυτό.
14. Τι πραγματικά είχε αρχίσει στις ημέρες του Ενώς, και γιατί αυτό επέφερε περαιτέρω καταδίκη στους ανθρώπους αν και δεν υπήρχαν τότε οι δέκα εντολές;
14 Γι’ αυτό, εκείνο που είχε αρχίσει στις ημέρες του Ενώς, εγγόνου του Αδάμ, ήταν μια ψευδής μορφή λατρείας, στην οποία το όνομα του Ιεχωβά εχρησιμοποιείτο κακώς, ή εφηρμόζετο ακατάλληλα. Οι άνθρωποι είτε εφήρμοζαν το όνομά Του στους εαυτούς των είτε σε άλλους ανθρώπους, μέσω των οποίων ισχυρίζοντο ότι επλησίαζαν τον Θεό για λατρεία· ή εφήρμοζαν το όνομά Του σε ειδωλικά αντικείμενα ως ορατά, απτά βοηθήματα στην προσπάθειά τους να λατρεύσουν τον αόρατο Θεό. Στην αρχαιότατη εκείνη εποχή, φυσικά, δεν είχαν τις Δέκα Εντολές, που τους απαγόρευαν να έχουν οποιονδήποτε άλλο Θεό εκτός από τον Ιεχωβά, ή τους απαγόρευαν να κάνουν ομοιώματα για ειδωλολατρία, ή τους απαγόρευαν να λαμβάνουν τα όνομα του Θεού επί ματαίω. Παρά τα γεγονός αυτό, τα πράγματα εκείνα ήσαν κακά και ασεβή στις ημέρες του Ενώς, κι επέφεραν περαιτέρω καταδίκη από τον Θεό.
15. Ποιον ήγειρε ο Θεός για να διαμαρτυρηθή για μια τέτοια ‘ονομασία με το όνομα του Ιεχωβά’ και για ποιο πράγμα διεκρίθη ο Ενώχ κάτω από εκείνες τις συνθήκες;
15 Αυτή η βλάσφημη ονομασία «με το όνομα του Ιεχωβά» δεν είχε ως αποτέλεσμα μια πραγματική επιστροφή σ’ αυτόν. Επέφερε τη θρησκευτική εξαθλίωσι του λαού. Ο Αδάμ, που έζησε ανάμεσα σ’ αυτή επί εξακόσια ή και περισσότερα χρόνια, δεν την εσταμάτησε ή δεν μπορούσε να τη σταματήση. Οι άνθρωποι έγιναν τόσο ασεβείς, ώστε ο Θεός ήγειρε έναν προφήτη για να διαμαρτυρηθή γι’ αυτή την κατάστασι, τον Ενώχ, έβδομο στη γενεαλογική γραμμή από τον Αδάμ, ο οποίος ζούσε ακόμη. Αν όλοι οι άνθρωποι που ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά’ περιεπάτουν μαζί του, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να ξεχωρισθή ο Ενώχ ότι το έπραττε αυτό. Το Βιβλικό αποδεικτικό έγγραφο, που είναι γνωστό ως η «γενεαλογία [ιστορία, ΜΝΚ] του Νώε» ξεχωρίζει τον Ενώχ, λέγοντας: «Και έζησεν ο Ενώχ εξήκοντα πέντε έτη, και εγέννησε τον Μαθουσάλα· και περιεπάτησεν ο Ενώχ μετά του Θεού, αφού εγέννησε τον Μαθουσάλα, τριακόσια έτη, και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας· και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Ενώχ τριακόσια εξήκοντα πέντε έτη. Και περιεπάτησεν ο Ενώχ μετά του Θεού, και δεν ευρίσκετο πλέον· διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός.» (Γένεσις 5:21-24· 6:9) Ο Θεός μετέθεσε τον Ενώχ εξήντα εννέα χρόνια προτού γεννηθή ο ιστορικός και προφήτης Νώε, προτού αρχίση η περίοδος που είναι γνωστή ως «ημέραι του Νώε.»—Ματθαίος 24:37.
16. (α) Μεταξύ ποιων μνημονεύεται ο Ενώχ εις Εβραίους 11:5, 6; (β) Τι είχε ο Ενώχ και δεν είχαν οι άνθρωποι που ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά,’ και γιατί ανεδείχθη ως προφήτης;
16 Ο Ενώχ κατονομάζεται δεύτερος στον κατάλογο των μαρτύρων του Ιεχωβά που δίδεται στην επιστολή προς Εβραίους, κεφάλαιο ενδέκατο. Αφού ο κατάλογος ανέφερε πρώτα τον Άβελ, κατόπιν λέγει: «Δια πίστεως μετετέθη ο Ενώχ δια να μη ίδη θάνατον, και δεν ευρίσκετο, διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός· επειδή προ της μεταθέσεως αυτού εμαρτυρήθη ότι ευηρέστησεν εις τον Θεόν. Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν.» (Εβραίους 11:5, 6) Προφανώς, στην εποχή του Ενώχ, οι άνθρωποι, που ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά,’ δεν είχαν πίστι και δεν Τον ευαρεστούσαν. Επειδή ήσαν ειδωλολάτραι και ασεβείς, ο Ενώχ, ο οποίος πραγματικά περιεπάτησε με τον αληθινό Θεό, εχρησιμοποιήθη ως προφήτης για να καταγγείλη αυτούς τους ψευδείς θρησκευομένους και να τους προειδοποιήση για την επερχομένη κρίσι.
17. (α) Ποια πληροφορία έδωσε ο Ιούδας σχετικά με τον Ενώχ; (β) Με ποιον τρόπο μετετέθη ο Ενώχ για να μη ιδή θάνατον;
17 Ο Χριστιανός μαθητής Ιούδας μάς δίνει αυτή την πληροφορία, λέγοντας: «Ουαί εις αυτούς· διότι περιεπάτησαν εις την οδόν του Κάιν, . . . Προεφήτευσε δε περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ, λέγων, “Ιδού, ήλθεν ο Ιεχωβά με μυριάδας αγίων αυτού, δια να κάμη κρίσιν, κατά πάντων, και να ελέγξη πάντας τους ασεβείς εξ αυτών, δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν, και δια πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς”.» (Ιούδας 11, 14, 15, ΜΝΚ) Οι δήθεν θρήσκοι πρέπει να επιθυμούσαν να θανατώσουν τον Ενώχ, ακριβώς όπως ο Κάιν εφόνευσε τον Άβελ. Αλλά κάθε τέτοια απόπειρα κατά της ζωής του Ενώχ προελήφθη με τη μετάθεσί του από τον Θεό, κι έτσι οι ψευδολάτρεις εκείνοι που είχαν πονηρά σχέδια κατά της ζωής του Ενώχ δεν μπορούσαν να τον εύρουν. Ο Θεός δεν μετέθεσε τον Ενώχ στον ουρανό. (Ιωάννης 3:13) Ο Ενώχ πέθανε όπως όλοι οι άλλοι απόγονοι του αμαρτωλού Αδάμ, που πεθαίνουν· αλλ’ ο Ενώχ δεν εγνώριζε ότι πέθαινε σε ηλικία τριακοσίων εξήντα πέντε ετών, μια συγκριτικώς νεαρή ηλικία σ’ εκείνη την εποχή, αφού ο Μαθουσάλας, ο γυιος του Ενώχ, έζησε εννεακόσια εξήντα εννέα χρόνια. (Γένεσις 5:25-27) Αλλ’ ενώ ο Ενώχ ήταν σε έκστασι, είδε ένα όραμα του ερχομένου νέου κόσμου, στον οποίον «ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον,» στη διάρκεια δε του οράματος αυτού ο Θεός περιέκοψε τη ζωή του Ενώχ και μετέθεσε το νεκρό του σώμα εκεί όπου δεν μπορούσαν να το εύρουν οι θρησκευτικοί εχθροί του. Ο Ενώχ, με το να είναι ένας από τους πρώτους μάρτυρας του Ιεχωβά, περιπατώντας με τον αληθινό Θεό, εχρησίμευσε ως παράδειγμα στον δισέγγονό του Νώε.
18. (α) Πώς ο Θεός έδειξε στις ημέρες του Νώε ότι θα προέβαινε σε μια αλλαγή ενεργείας σ’ ένα ωρισμένο καιρό; (β) Πώς ελάτρευε ο Νώε τον Θεό σε αντίθεσι με τους συγχρόνους του;
18 Εξήντα εννέα χρόνια μετά τη μετάθεσι του Ενώχ, ο Λάμεχ, ο γυιος του Μαθουσάλα, εγέννησε τον Νώε. Αλλ’ οι θρησκευτικές συνθήκες γης δεν εβελτιώθησαν. Η βεβήλωσις του ονόματος του Ιεχωβά συνεχίσθηκε και διαδόθηκε. Στη διάρκεια των ημερών του Νώε κι εκατόν είκοσι χρόνια πριν από την καταστρεπτική κρίσι που εχαρακτήρισε τις ημέρες του Νώε, «ο Ιεχωβά είπε, Δεν θέλει καταμείνει πάντοτε το πνεύμα μου μετά του ανθρώπου, διότι είναι σαρξ· αι ημέραι αυτού θέλουσιν είσθαι ακόμη εκατόν είκοσι έτη.» (Γένεσις 6:3, ΜΝΚ) Αυτή η έκφρασις εσήμαινε μια αλλαγή ενεργείας από μέρους του Ιεχωβά έναντι του ανθρώπου, που θα τον δικαιολογούσε ή θα τον εδικαίωνε εφόσον Αυτός είναι πνεύμα, οι δε άνθρωποι είναι απλώς σάρκινοι. Αυτή η αλλαγή ενεργείας από μέρους του μεγάλου Πνεύματος, του Ιεχωβά, επρόκειτο να επέλθη ύστερ’ από εκατόν είκοσι χρόνια. Αλλ’ αυτή η γενναιόφρων παραχώρησις χρόνου ήταν ένδειξις μεγάλης υπομονής από μέρους του Ιεχωβά, εφόσον ήδη επί τόσον μακρό χρονικό διάστημα οι άνθρωποι γενικά δεν τον ελάτρευαν με τρόπο άξιο του ονόματός του. Όπως είπε ο ίδιος ο Υιός του Θεού ύστερ’ από δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια στη διάρκεια μιας συζητήσεως λατρείας: «Ο Θεός είναι πνεύμα· και οι προσκυνούντες αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι.» (Ιωάννης 4:24) Αυτός ήταν ο τρόπος, με τον οποίον τον ελάτρευε ο Νώε, διότι «ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος μεταξύ των συγχρόνων αυτού· μετά του Θεού περιεπάτησεν ο Νώε.»—Γένεσις 6:9.
19, 20. (α) Πώς μερικοί στις ημέρες του Νώε έκαναν όνομα για τον εαυτό τους; (β) Πώς αυτοί ήλθαν σε ύπαρξι;
19 Στην εποχή του Νώε υπήρχαν επάνω στη γη άνθρωποι, που έκαναν όνομα για τον εαυτό τους με ανθρώπους, όχι με τον Θεό. Γι’ αυτό και τα ονόματά τους δεν διεφυλάχθησαν όπως το όνομα του Νώε ως την εποχή μας. Αυτοί ήσαν «άνδρες ονομαστοί,» ή, με περισσότερη κυριολεξία, άνδρες ονόματος. Αυτό ωφείλετο στην ειδική δύναμί τους. Η «ιστορία του Νώε» τους ονομάζει γκιμπορείμ, δηλαδή, «ισχυρούς.» Σε τι ενέκειτο το μυστικό της μεγάλης δυνάμεώς των; Στο ότι αυτοί είχαν γεννηθή από γάμο μεταξύ ουρανίων αγγέλων και ωραίων θυγατέρων ανθρώπων. Άνδρες ή γυναίκες δεν πήγαν στον ουρανό να ενωθούν με αγγέλους. Το αντίθετο έλαβε χώραν. Η «ιστορία του Νώε» αφηγείται με τα εξής λόγια τι συνέβη:
20 «Και ότε ήρχισαν οι άνθρωποι να πληθύνωνται επί του προσώπου της γης, και θυγατέρες εγεννήθησαν εις αυτούς, ιδόντες οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίαι, έλαβον εις εαυτούς γυναίκας εκ πασών όσας έκλεξαν. . . . Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήσαν οι γίγαντες επί της γης, και έτι, ύστερον αφού οι υιοί του Θεού εισήλθον εις τας θυγατέρας των ανθρώπων, και αύται ετεκνοποίησαν εις αυτούς· εκείνοι ήσαν οι δυνατοί, οι έκπαλαι άνδρες ονομαστοί [κατά κυριολεξίαν, άνδρες του ονόματος].»—Γένεσις 6:1-4, 9.
21. Πώς το λεξικό του Ουέμπστερ ορίζει αυτούς τους Νεφιλείμ, και τι σημαίνει αυτή η Εβραϊκή λέξις;
21 Το ασυντόμευτο διεθνές λεξικό του Ουέμπστερ αποκαλεί τους Νεφιλείμ αυτούς φυλήν γιγάντων ή ημιθέων, δηλαδή, ημιθεϊκά όντα ως το σπέρμα μιας θεότητος κι ενός θνητού ανθρώπου, εθεωρούντο δε ότι κατείχαν λιγώτερη δύναμι από ένα θεό. Η Εβραϊκή λέξις Νεφιλείμ κατά γράμμα σημαίνει «Καταρρίπτοντες,» δηλαδή, εκείνοι που καταρρίπτουν άλλους ή τους κάνουν με βία να καταπέσουν. Αυτοί οι Νεφιλείμ, αυτοί οι Καταρρίπτοντες, ήσαν οι δυνατοί, που έκαμαν τον εαυτό τους περίφημο. Οι μητέρες των ήσαν οι ωραίες θυγατέρες του αμαρτωλού ανθρωπίνου γένους, οι δε πατέρες των ήσαν οι «υιοί του αληθινού Θεού.»
22. Πώς ονομάζει το Αλεξανδρινό χειρόγραφο της Ελληνικής «Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα» τους πατέρας των και ποιος ήταν ο κατάλληλος τόπος ζωής γι’ αυτούς τον οποίον εγκατέλειψαν;
22 Το Αλεξανδρινό χειρόγραφο (του πέμπτου αιώνος) της Ελληνικής μεταφράσεως των Εβδομήκοντα, των Εβραϊκών Γραφών, τους ονομάζει «αγγέλους του Θεού.» Ο απόστολος Πέτρος κι ο μαθητής Ιούδας συμφωνούν με αυτή την έννοια της εκφράσεως «οι υιοί του αληθινού Θεού.» Για τα αγγελικά πνεύματα ο κατάλληλος τόπος ζωής ήταν επάνω στον ουρανό στο πνευματικό βασίλειο, όπου ευρίσκοντο ακόμη και πριν από τη δημιουργία της γης μας. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Ιεχωβά Θεός μπορούσε να ερωτήση τον υπομονητικό, Θεοφοβούμενο Ιώβ από τη γη Ουζ: «Πού ήσο ότε εθεμελίονον την γην; . . . Επί τίνος είναι εστηριγμένα τα θεμέλια αυτής; ή τις έθεσε τον ακρογωνιαίον λίθον αυτής, ότε τα άστρα της αυγής έψαλλον ομού, και πάντες οι υιοί του Θεού ηλάλαζον;» (Ιώβ 38:4-7) Αλλά μερικοί αγγελικοί υιοί του Θεού, αφού προσέβλεψαν με πόθο στις ωραίες θυγατέρες των ανθρώπων, επροτίμησαν να κατέλθουν εδώ στη γη και να έλθουν σε γαμήλιες σχέσεις με γυναίκες.
23. Τι αναφέρει ο Ιούδας 5-7 γι’ αυτούς τους αχαρίστους αγγέλους;
23 Η επιστολή του Ιούδα 5-7 (ΜΝΚ), μιλώντας για το πώς αυτοί εγκατέλειψαν το κατοικητήριό τους στην ουράνια οργάνωσι του Θεού κι επροτίμησαν τη γη ως τόπον διαμονής για να έχουν σαρκική επαφή με αμαρτωλές γυναίκες, λέγει: « Ο Ιεχωβά, αφού έσωσε τον λαόν εκ γης Αιγύπτου, απώλεσεν ύστερον τους μη πιστεύσαντας· και αγγέλους οίτινες δεν εφύλαξαν την εαυτών αξίαν, αλλά κατέλιπον το ίδιον αυτών κατοικητήριον, εφύλαξε με παντοτεινά δεσμά υποκάτω του σκότους, δια την κρίσιν της μεγάλης ημέρας· καθώς τα Σόδομα και τα Γόμορρα, και αι πέριξ αυτών πόλεις, εις την πορνείαν παροδοθείσαι κατά τον όμοιον με τούτους τρόπον, και ακολουθούσαι οπίσω άλλης σαρκός, πρόκεινται παράδειγμα.»
24. Με ποια λόγια ομιλεί ο Πέτρος στις δύο επιστολές του για τους ιδίους αυτούς αγγέλους;
24 Τα εδάφια 2 Πέτρου 2:4, 5, συνδέοντας τους αγγέλους αυτούς με τις ημέρες του Νώε, λέγουν: «Ο Θεός δεν εφείσθη αγγέλους αμαρτήσαντας, αλλά ρίψας αυτούς εις τον τάρταρον δεδεμένους με αλύσεις σκότους, παρέδωκε δια να φυλάττωνται εις κρίσιν· και . . . τον παλαιόν κόσμον δεν εφείσθη, αλλά φέρων κατακλυσμόν επί τον κόσμον των ασεβών, εφύλαξεν όγδοον τον Νώε, κήρυκα της δικαιοσύνης.» Ο Πέτρος, επίσης, αναφέρεται σ’ εκείνους τους αγγέλους που είναι στον Τάρταρο ως «τα πνεύματα τα εν τη φυλακή, τα οποία ηπείθησαν ποτέ, ότε η μακροθυμία του Θεού επρόσμενε ποτέ αυτούς εν ταις ημέραις του Νώε.»—1 Πέτρου 3:19, 20.
25. Τι συνέβη στις σχέσεις αυτών των αγγέλων με τον Θεό και την οργάνωσί του, και ποιος έγινε άρχων των και κυβερνήτης των;
25 Όπως ο Διάβολος, ο Μέγας Όφις, έτσι κι εκείνοι οι απειθείς πνευματικοί άγγελοι, απώλεσαν την ιδιότητά των ως υιών του Θεού. Απεχωρίσθησαν από την πιστή ουράνια οργάνωσι του Θεού, την οποίαν Αυτός εχαρακτήρισε ως «γυναίκα» ή σύζυγό του στη Γένεσι 3:15, την οργάνωσι που θα ήταν μητέρα του Σπέρματος για τη συντριβή της κεφαλής του Όφεως και τον αγιασμό του ονόματος του Θεού. Λόγω της παρακοής των, οι πνευματικοί εκείνοι άγγελοι κατερρίφθησαν σε μια ταπεινωτική κατάστασι, που λέγεται Τάρταρος. Ετηρήθησαν σε σκότος ως προς τον σκοπό του Θεού και έξω από το φως της ευνοίας του, και δεν εχρησιμοποιούντο πλέον ως αγγελιαφόροι του Θεού. Επειδή δεν ήσαν πλέον υιοί του αληθινού Θεού, απετέλεσαν το αόρατο μέρος του «σπέρματος» του Μεγάλου Όφεως, του Διαβόλου. Κατεδικάσθησαν να καταστραφούν μαζί του από το Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού. Δεν περιπατούσαν πια με τον αληθινό Θεό. Έγιναν οι υιοί ή τέκνα του Διαβόλου. Αυτός έγινε ο άρχων ή κυβερνήτης των, και αργότερα ωνομάσθη Βάαλ-ζεβούλ, ή, ‘Βέελ-ζεβούλ, ο άρχων των δαιμονίων.’—2 Βασιλέων 1:2, 3· Ματθαίος 12:24-27.
26. Ποιο πράγμα δεν είναι παράδοξο σχετικές με την ηθική επιρροή των υλοποιημένων εκείνων αγγέλων και σχετικά με τον τρόπο ενεργείας των υιών των;
26 Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράδοξο ότι η ηθική επιρροή εκείνων των υλοποιημένων αγγελικών υιών του Θεού ήταν κακή για τους ανθρώπους της εποχής του Νώε, και ότι οι δυνατοί γυιοι των δεν εσέβοντο το άγιον όνομα του Θεού, αλλ’ έκαμαν ονόματα για τους εαυτούς των, ανταγωνιζόμενοι το όνομα του Θεού, του Θεού του Νώε!
27. Γιατί και πώς μετεμελήθη ο Θεός για το ότι έκαμε τον άνθρωπο, αλλά ποιον ευηρεστήθη να σώση;
27 Η «ιστορία του Νώε» αναφέρει: «Είδεν ο Ιεχωβά ότι επληθύνετο η κακία του ανθρώπου επί της γης, και πάντες οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας.» Ο Ιεχωβά «μετεμελήθη» για το ότι έκαμε τον άνθρωπον, με την έννοια ότι το γεγονός ότι έπλασε τον άνθρωπο του έφερε λύπη και το ότι με βέβηλο τρόπο ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά’ τον έθλιψε βαθιά. Και τώρα, επίσης, η σκέψις τού να καταστρέψη αυτούς σε μια παγκόσμια καταστροφή δεν έφερε πραγματική ευχαρίστησι στην καρδιά του: «Μήπως εγώ θέλω τωόντι τον θάνατον του ανόμου, λέγει Ιεχωβά ο Θεός, και ουχί το να επιστρέψη από των οδών αυτού και να ζήση;» (Ιεζεκιήλ 18:23, ΜΝΚ) Αλλ’ ο Νώε ήταν μια παρηγορία στην καρδιά του Θεού, και ο Θεός θα ευηρεστείτο να σώση τον Νώε και την οικογένειά του. «Ο δε Νώε εύρε χάριν ενώπιον του Ιεχωβά. Αύτη είναι η γενεαλογία (ιστορία, ΜΝΚ) του Νώε.»—Γένεσις 6:5-9.
28. Ποιους ωδήγησε ο Νώε να περιπατούν με τον Θεό, και ποιον σκοπό του απεκάλυψε ο Θεός στον Νώε;
28 Όταν ο Νώε έφθασε σε ηλικία πεντακοσίων ετών, ο Θεός άρχισε να τον ευλογή με τέκνα. Από τη μοναδική σύζυγό του απέκτησε τρεις γυιους, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ. Αυτοί εμεγάλωσαν, κι ο Νώε ο πατέρας των εξέλεξε καλές συζύγους γι’ αυτούς. Ο Νώε τους ωδήγησε όλους να περιπατούν με τον αληθινό Θεό. Εκείνο τον καιρό, μόλις εκατό χρόνια πριν από την ερχόμενη παγκόσμια καταστροφή, ο Ιεχωβά Θεός απεκάλυψε στον Νώε τον σκοπό του να κατακλύση με νερό όλο το ανθρώπινο γένος εκτός από τον Νώε και την οικογένειά του.
29. Πώς εποτίζετο η γη εκείνον τον καιρό, και πώς εσκόπευε ο Θεός να βαπτίση τους ασεβείς ανθρώπους σε καταστροφή;
29 Εκείνο τον καιρό υπήρχε πολύ λιγώτερο νερό στη γη από όσο υπάρχει σήμερα. Με τη δύναμι του Θεού, από τη δεύτερη ημέρα της δημιουργίας, το περισσότερο νερό ήταν σε κατάστασι αιωρήσεως πολύ υπεράνω της γης και δεν είχε πέσει ακόμη ως βροχή ή βροχοθύελλα. Η γη εποτίζετο από ποταμούς κι από έναν υδρατμό, που ανήρχετο διαρκώς από τη γη. (Γένεσις 1:6-8· 2:5, 6, 10-14) Ο Νώε εγνώριζε το θαυμαστό αυτό γεγονός από το σύγγραμμα, που είναι γνωστό ως «γένεσις του ουρανού και της γης» και το οποίον φέρει την υπογραφή του Ιεχωβά Θεού. (Γένεσις 2:4) Ο Θεός καθώρισε τον χρόνον της πτώσεως των αιωρουμένων εκείνων υδάτων στο εξακοσιοστό έτος της ηλικίας του Νώε, αρχίζοντας σε μια ωρισμένη ημέρα και μια ωρισμένη ώρα, για να βαπτίση τους ασεβείς ανθρώπους σ’ έναν καταστροφικό κατακλυσμό. Ο Θεός είχε ειπεί στον Νώε πώς επρόκειτο να επιζήση από τον κατακλυσμό.
30. Τι εχρειάζετο λοιπόν ο Νώε, και γιατί η κατασκευή της θα εχρειάζετο πολλή επεξήγησι σ’ ένα κόσμο γεμάτο βία;
30 Ο Νώε εχρειάζετο ένα στεγασμένο πλωτό μέσον. Ο Θεός ο ίδιος κατέστρωσε τα σχετικά σχέδια. Σύμφωνα μ’ αυτά, ο Νώε έπρεπε να κατασκευάση ένα μεγάλο κιβώτιο ή κιβωτό, μήκους 450 ποδών, πλάτους 75 ποδών και ύψους 45 ποδών, με τρεις ορόφους εσωτερικώς, διαιρεμένους σ’ έναν αριθμό θαλάμων ή κελιών. Αυτή η κιβωτός έπρεπε να είναι τελείως υδατοστεγής κατόπιν επαλείψεως με πίσσα εσωτερικώς και εξωτερικώς. Όταν θα επερατούτο η κατασκευή της, με την εντολή του Θεού, θα εισήγοντο μέσα στην κιβωτό στα καθωρισμένα διαμερίσματά των είδη πτηνών, ζώων και ερπετών. Τελικά ο Νώε και η οικογένειά του έπρεπε να εισέλθουν κι αυτοί και να μείνουν μέσα. Αυτή η υπόθεσις εσήμαινε χρόνια εργασίας για τον Νώε και την οικογένειά του, κι έτσι το έργον ήταν τεράστιο. Ήταν ένα έργο διάφορο από κάθε άλλο προηγούμενο έργο στην ανθρώπινη ιστορία, και θα εγίνετο αντικείμενον ομιλίας σε όλο το ανθρώπινο γένος δια μέσου των ετών. Θα εχρειάζετο πολλή επεξήγησι από τον Νώε και την οικογένειά του, και μάλιστα σε καιρό, που η γη ήταν γεμάτη από βία.—Γένεσις 6:13-21.
31. Πώς ο Νώε επέδειξε ασυνήθη πίστι σχετικά μ’ αυτό;
31 Τι έκαμε ο Νώε; Μήπως φοβήθηκε τι θα έλεγαν οι γείτονες και τι θα εσκέπτετο ο κόσμος; Όχι! «Και έκαμεν ο Νώε κατά πάντα όσα προσέταξεν εις αυτόν ο Θεός· ούτως έκαμε.» (Γένεσις 6:22) Αυτό απαιτούσε έναν ασυνήθη βαθμό πίστεως, και ο Νώε την είχε.
32. Σε ποια θέσι κατατάσσεται ο Νώε στο ενδέκατο κεφάλαιο προς Εβραίους ως μάρτυς του Ιεχωβά και γιατί η πίστις του δεν κατέρρευσε στις σκωπτικές ερωτήσεις για το τι θα εγίνετο κατόπιν όλο το νερό του κατακλυσμού;
32 Το εδάφιον Εβραίους 11:7, κατατάσσοντας τον Νώε ως τον τρίτον επιφανή μάρτυρα του Ιεχωβά στην ιστορία, αναφέρει: «Δια πίστεως ο Νώε ειδοποιηθείς θεόθεν περί των μη βλεπομένων έτι, εφοβήθη, και κατεσκεύασε κιβωτόν προς σωτηρίαν του οίκου αυτού· δι’ ης κατέκρινε τον κόσμον, και έγεινε κληρονόμος της δια πίστεως δικαιοσύνης.» Η πίστις του Νώε δεν κατέρρευσε, αν άπιστοι άνθρωποι σκωπτικώς ρωτούσαν τι θα έκανε κατόπιν ο Θεός όλο το νερό, αν ο Θεός θα πλημμυρούσε ολόκληρη τη γη και θα έπνιγε κάθε ζωντανό πράγμα έξω από την κιβωτό. Ο Νώε είχε το έγγραφο της ‘γενέσεως του ουρανού και της γης.’ Απ’ αυτό εγνώριζε ότι μια φορά στο παρελθόν ολόκληρη η γη ήταν σκεπασμένη με ύδατα και την τρίτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός είπε: «Ας φανή η ξηρά,» και ότι ανεφάνη η ξηρά, πάνω στην οποία ζούσε κατόπιν ο κόσμος των ανθρώπων. Δεν θα ήταν διόλου αδύνατο για τον Παντοδύναμο Θεό να εκτελέση το ίδιο μετά τον επερχόμενο κατακλυσμό.—Γένεσις 1:9-13.
33. Πότε ο Νώε απεδείχθη «κήρυξ δικαιοσύνης» και πώς έδειξε ο Ιεχωβά ότι είναι ένας τέλειος Τηρητής του χρόνου;
33 Ο Νώε ήταν «κήρυξ δικαιοσύνης» προτού ακόμη αρχίση να κατασκευάζη την κιβωτό. Εξακολούθησε να κηρύττη δικαιοσύνη και μετά την έναρξι κατασκευής αυτής της κιβωτού της σωτηρίας, όχι διότι ο Ιεχωβά Θεός του έδωσε οποιαδήποτε ελπίδα να μεταστρέψη κάποιον έξω από την οικογένειά του και να σώση αυτόν τον προσήλυτο, εισάγοντάς τον στην κιβωτό με την οικογένειά του. (2 Πέτρου 2:5) Ο Νώε και η οικογένειά του, υπό την προστασία του Θεού στον τελευταίον εκείνον αιώνα του παλαιού κόσμου που εχαρακτηρίζετο από βία, ηθική εξαθλίωσι και την παρουσία απειθών υλοποιημένων αγγέλων και των δυνατών Νεφιλείμ, απεπεράτωσαν την κατασκευή της κιβωτού και την εφωδίασαν με τρόφιμα αρκετά για ένα μακρό κατακλυσμό. Η τελική εβδομάς άρχισε. Ο Ιεχωβά, ως ένας τέλειος Τηρητής του χρόνου, είπε τώρα στον Νώε: «Έτι μετά επτά ημέρας εγώ φέρω βροχήν επί της γης τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· και θέλω εξαλείψει από προσώπου της γης παν ό,τι υπάρχει, το οποίον εποίησα.» Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Ο Νώε ενήργησε χωρίς καθυστέρησι.
34. Πώς τα ζώα, που επρόκειτο να σωθούν, εισήχθησαν στην κιβωτό, και πότε εισήλθε ο Νώε και η οικογένειά του στην κιβωτό για να κλεισθούν μέσα;
34 «Ήτο δε ο Νώε εξακοσίων ετών, ότε έγεινεν ο κατακλυσμός των υδάτων επί της γης. Και εισήλθεν ο Νώε, και οι υιοί αυτού, και η γυνή αυτού, και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού, εις την κιβωτόν, εξ αιτίας των υδάτων του κατακλυσμού. Από των κτηνών των καθαρών, και από των κτηνών των μη καθαρών, και από των πτηνών, και από πάντων των ερπόντων επί της γης, δύο δύο εισήλθον προς τον Νώε εις την κιβωτόν, άρσεν και θήλυ, καθώς προσέταξεν ο Θεός εις τον Νώε. Και μετά τας επτά ημέρας, τα ύδατα του κατακλυσμού επήλθον επί της γης. Κατά την αυτήν ταύτην ημέραν εισήλθεν ο Νώε, και οι υιοί του Νώε, Σημ, και Χαμ, και Ιάφεθ, και η γυνή του Νώε, και αι τρεις γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτών, εις την κιβωτόν· . . . Και έκλεισεν ο Ιεχωβά την κιβωτόν επάνω αυτού.»—Γένεσις 7:4-10, 13-16, ΜΝΚ.
35. Τι έκαμε τώρα ο Ιεχωβά, και πώς διεκρίθη από τους ειδωλολατρικούς θεούς των ανθρώπων;
35 Τότε Ιεχωβά Θεός εξετέλεσε την πρώτη του «βροχοποίησι» σχετικά με το ανθρώπινο γένος. Αφού έκλεισε τον Νώε και την οικογένειά του και τα διάφορα είδη των γηίνων πλασμάτων μέσα στην υδατοστεγή κιβωτό, απέλυσε τα ύδατα που ήσαν αιωρούμενα υπεράνω της γης επί πολλές χιλιάδες χρόνια. Κανείς από τους ειδωλολατρικούς θεούς των ασεβών ανθρώπων του προκατακλυσμιαίου αυτού κόσμου δεν είχε προείπει τη βροχή ούτε προειδοποίησε τους λάτρεις του. Ο Νώε κι η οικογένειά του θα μπορούσαν καλά να χρησιμοποιήσουν τα λόγια που εγράφησαν πολύ αργότερα: «Υπάρχει μεταξύ των ματαιοτήτων των εθνών διδούς βροχήν; ή οι ουρανοί δίδουσιν υετούς; Δεν είσαι συ αυτός ο δοτήρ, Ιεχωβά Θεέ ημών; Δια τούτο θέλομεν σε προσμένει· διότι συ έκαμες πάντα ταύτα.»—Ιερεμίας 14:22, ΜΝΚ.
36. Πώς ο Θεός έδωσε προειδοποίησι στους ανθρώπους για τον κατακλυσμό, και πώς αυτοί συμπεριεφέρθησαν απέναντι αυτής της προειδοποιήσεως;
36 Μέσω του Νώε και της οικογενείας του, ο Θεός, και προφορικώς και με την κατασκευή της κιβωτού, έδωσε υπομονητικά και επί πολλά χρόνια προειδοποίησι για τον κατακλυσμό στους ασεβείς· αλλ’ αυτοί δεν είχαν πίστι. Δεν συνεκινήθησαν από φόβο των «μη βλεπομένων έτι.» Γι’ αυτό δεν έδωσαν σημασία και δεν επρόσεξαν. Εξακολουθούσαν να ζουν όπως συνήθως, τρώγοντας και πίνοντας, νυμφεύοντας και νυμφευόμενοι. Οι υλοποιημένοι υιοί του Θεού εξακολουθούσαν ν’ απολαμβάνουν την έγγαμη ζωή τους με τις ωραίες θυγατέρες των ανθρώπων. Οι απόγονοί των οι Νεφιλείμ εξακολούθησαν να επιδεικνύουν τη δύναμί τους και να κάνουν ονόματα για τους εαυτούς των. (Λουκάς 17:26, 27) Έτσι, η μόνη θύρα της κιβωτού του Νώε έκλεισε αφήνοντάς τους έξω.
37. Πότε και πώς ήλθε ο κατακλυσμός, πότε απεσύρθησαν τα νερά και πότε εξηράνθη η γη;
37 «Το εξακοσιοστόν έτος της ζωής του Νώε, τον δεύτερον μήνα, την δεκάτην εβδόμην ημέραν του μηνός [δηλαδή, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου], ταύτην την ημέραν εσχίσθησαν πάσαι αι πηγαί της μεγάλης αβύσσου, και οι καταρράκται των ουρανών ηνοίχθησαν. Και έγεινεν ο υετός επί της γης τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας. Και εκραταιούντο τα ύδατα, και επληθύνοντο σφόδρα επί της γης· και η κιβωτός εφέρετο επί της επιφανείας των υδάτων. Και τα ύδατα υπερεκραταιούντο σφόδρα επί της γης· και εσκεπάσθησαν πάντα τα όρη τα υψηλά τα υποκάτω παντός του ουρανού. Δεκαπέντε πήχας υπεράνω υψώθησαν τα ύδατα, και εσκεπάσθησαν τα όρη. Εκ πάντων των όντων επί της ξηράς, πάντα όσα είχον πνοήν ζωής εις τους μυκτήρας αυτών, απέθανον. Και εκραταιούντο τα ύδατα επί της γης εκατόν πεντήκοντα ημέρας. Και ενεθυμήθη ο Θεός τον Νώε, και πάντα τα ζώα, και πάντα τα κτήνη, τα μετ’ αυτού εν τη κιβωτώ· και διεβίβασεν ο Θεός άνεμον επί την γην, και τα ύδατα εστάθησαν. Κατά δε το εξακοσιοστόν πρώτον έτος του Νώε, την πρώτην του πρώτου μηνός, εξέλιπον τα ύδατα από της γης· . . . Και την εικοστήν εβδόμην ημέραν του δευτέρου μηνός εξηράνθη η γη.»—Γένεσις 7:11, 12, 18-20, 22, 24· 8:1, 13, 14.
38. (α) Πότε και πού εξήλθε ο Νώε και η οικογένειά του από την κιβωτό; ( β) Τι λοιπόν απωλέσθη και πώς;
38 Επτά μήνες και πλέον πριν απ’ αυτό το γεγονός, η κιβωτός είχε καθήσει επάνω σε μια από τις κορυφές του όρους Αραράτ, όπου είναι τώρα η Αρμενία, στη Μικρά Ασία. Ο Νώε, αφού επέρασε σώος ένα πλήρες σεληνιακό έτος και δέκα ημέρες μέσα στην κιβωτό, διετάχθη από τον Θεό να εξέλθη με την οικογένειά του και τα άλλα ζώντα πλάσματα. «Κατά τα είδη αυτών, εξήλθον εκ της κιβωτού.» (Γένεσις 8:19) Ήσαν πάλι στην ίδια παλαιά γη· αυτή δεν απωλέσθη. Παρέμεινε ως δημιουργία του Θεού, προωρισμένη για αιώνια κατοικία του ανθρώπου. (Ησαΐας 45:12, 18) Αλλ’ ένας κόσμος ανθρώπων, που υπήρχε τότε, απωλέσθη, ένας κόσμος βεβηλωτών του ονόματος του Θεού. Ο απόστολος Πέτρος προειδοποιεί εμάς τους σημερινούς ανθρώπους να μην αφήσωμε το γεγονός εκείνο να διαφύγη την προσοχή μας λόγω κάποιας ποθητής σκέψεως. Ο Πέτρος, προλέγοντας για τους εμπαίκτας τού εικοστού αιώνος μας, γράφει: «Διότι εκουσίως αγνοούσι τούτο, ότι με τον λόγον του Θεού οι ουρανοί έγειναν έκπαλαι, και η γη συνεστώσα εξ ύδατος και δι’ ύδατος· δια των οποίων ο τότε κόσμος απωλέσθη κατακλυσθείς υπό του ύδατος.» (2 Πέτρου 3:3-6) Αυτό είναι ένα προειδοποιητικό παράδειγμα για μας σήμερα.
39. Πώς ο Νώε άρχισε τη ζωή στον τότε νέο κόσμο, και τι είπε ο Θεός με την καρδιά του για να εκφράση την εκτίμησί του;
39 Ο Νώε και η Θεοσεβής οικογένειά του επέζησαν από το τέλος ενός καταδικασμένου κόσμου. Ποιος ήταν αίτιος τούτου; Ο Νώε εγνώριζε και ανεγνώριζε Εκείνον. Ο Νώε άρχισε τη ζωή στον τότε νέο κόσμο με οικογενειακή λατρεία Εκείνου. Η ιστορία αυτών που επέζησαν από τον Κατακλυσμό, «η ιστορία των υιών του Νώε, Σημ, Χαμ και Ιάφεθ,» αναφέρει: «Και ωκοδόμησεν ο Νώε θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά· και έλαβεν από παντός κτήνους καθαρού, και από παντός πτηνού καθαρού, και προσέφερεν ολοκαυτώματα επί του θυσιαστηρίου.» Αυτό εφάνη καλό στον Θεό. «Και ωσφράνθη ο Ιεχωβά οσμήν ευωδίας· και είπεν ο Ιεχωβά εν τη καρδία αυτού, Δεν θέλω καταρασθή πλέον την γην εξ αιτίας του ανθρώπου· διότι ο λογισμός της καρδίας του ανθρώπου είναι κακός εκ νηπιότητος αυτού· ουδέ θέλω πατάξει πλέον πάντα τα ζώντα, καθώς έκαμον· εν όσω μένει η γη, σπορά και θερισμός, και ψύχος και καύμα, και θέρος και χειμών, και ημέρα και νυξ, δεν θέλουσι παύσει.»—Γένεσις 8:15-22, ΜΝΚ.
40. Τι προσέταξε τότε ο Θεός στον Νώε και την οικογένειά του να κάμουν, και ποια διαθήκη έδωσε που εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα;
40 Ο Θεός ευλόγησε τον Νώε και την οικογένειά του και τους προσέταξε να γεμίσουν τη γη με το σπέρμα τους· τότε έκαμε να εμφανισθή ένα τόξον στη νεφέλη και διεκήρυξε τη διαθήκη του προς όλο το ανθρώπινο γένος, το οποίον αντεπροσωπεύετο από τον Νώε και την οικογένειά του. Η διαθήκη εκείνη εφαρμόζεται και σήμερα, διότι ο Θεός είπε: «Τούτο είναι το σημείον της διαθήκης, την οποίαν εγώ κάμνω μεταξύ εμού και υμών, και παντός εμψύχου ζώου το οποίον είναι με σας, εις γενεάς αιωνίους· Θέτω το τόξον μου εν τη νεφέλη, και θέλει είσθαι εις σημείον διαθήκης μεταξύ εμού και της γης· και όταν συννεφώσω νεφέλην επί της γης, θέλει φανή το τόξον εν τη νεφέλη· και θέλω ενθυμηθή την διαθήκην μου, την μεταξύ εμού και υμών, και παντός εμψύχου ζώου εκ πάσης σαρκός· και τα ύδατα δεν θέλουσι πλέον είσθαι εις κατακλυσμόν δια να εξαλείψωσι πάσαν σάρκα.»—Γένεσις 9:1-15.
41. Τι εξακολουθεί να μας υπενθυμίζη αυτή τη διαθήκη, και πώς ο Θεός εξεδήλωσε τη συνεχή του υποστήριξί της στις ημέρες του Ησαΐα;
41 Κανένας κατακλυσμός σαν εκείνον δεν συνέβη στη διάρκεια των σαράντα τριών αιώνων από τότε, το δε θελκτικό ουράνιο τόξο εξακολουθεί να μας υπενθυμίζη ότι δεν θα γίνη ποτέ πάλι τέτοιος κατακλυσμός. Η διαθήκη Του είναι απαράβατη. Ύστερ’ από δεκαέξη αιώνες και πλέον ο Θεός εξεδήλωσε τη συνεχή του υποστήριξι της αντικατακλυσμικής διαθήκης του, λέγοντας: «Τούτο είναι εις εμέ ως τα ύδατα του Νώε· επειδή καθώς ώμοσα ότι τα ύδατα του Νώε δεν θέλουσιν επέλθει πλέον επί την γην . . .»—Ησαΐας 54:9.
42. Πώς ενήργησε ο Θεός για τον αγιασμό του ονόματός του απέναντι εκείνων που εβεβήλωναν το όνομά του στις ημέρες του Νώε;
42 Με τον κατακλυσμό εκείνον ο Θεός αγίασε το όνομά του Ιεχωβά. Δεν έκρινε αθώον τον παλαιόν εκείνον κόσμο, ο οποίος συνεχώς εβεβήλωνε το όνομά του ως το τέλος. Κατέστρεψε το μικτογενές σπέρμα γυναικών και απειθών υιών του αληθινού Θεού. Έκαμε να παύση το όνομα και η φήμη των δυνατών εκείνων ανδρών, των Νεφιλείμ. Ανάγκασε τους αφύσικους πατέρες των ν’ αφήσουν τις υλοποιημένες ανθρώπινες μορφές των και να διαφύγουν τον Κατακλυσμό επανερχόμενοι στον πνευματικό κόσμο. Εκεί τους εταπείνωσε, ως να τους κατέβασε στον Τάρταρο, έξω από το φως και την ευλογία της ευνοίας του και της οικογενειακής σχέσεως μαζί του. Δεν έσωσε τις συζύγους των. Έτσι, η βεβήλωσις του ονόματος του Θεού επέφερε ως τιμωρία την καταστροφή του παλαιού κόσμου.—2 Πέτρου 2:5.
43. Πώς ανταμείφθηκε ο αγιασμός του ονόματος του Θεού από τον Νώε και την οικογένειά του, και ποια ευκαιρία έχομε σήμερα, όπως είχαν τότε;
43 Ο αγιασμός του ονόματος του Θεού από τον Νώε και την οικογένειά του έφερε ως ανταμοιβή τη διαφύλαξί τους πέρα από το τέλος του παλαιού κόσμου. Αυτοί οι αυτόπται μάρτυρες του Κατακλυσμού μπορούσαν να γίνουν μάρτυρες του Ιεχωβά στα τέκνα των. Εμείς σήμερα είμεθα απόγονοι των αρχαίων εκείνων μαρτύρων του Ιεχωβά. Ενώπιόν μας βρίσκεται μια ευκαιρία όπως εκείνων, η ευκαιρία να επιζήσωμε από το τέλος ενός βεβήλου κόσμου στον νέο κόσμο του Θεού.