«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Οφείλομε ν’ Αγαπούμε, Όχι να Μισούμε
ΤΟ ΟΤΙ θα πρέπει ν’ αγαπούμε και όχι να μισούμε είναι η καλή συμβουλή που μας δίνει ο απόστολος Ιωάννης: «Διότι αυτή είναι η παραγγελία την οποίαν ηκούσατε απ’ αρχής, ν’ αγαπώμεν αλλήλους· ουχί καθώς ο Κάιν ήτο εκ του πονηρού και έσφαξε τον αδελφόν αυτού. Και διατί έσφαξε αυτόν; Διότι τα έργα αυτού ήσαν πονηρά τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.»—1 Ιωάννου 3:11, 12.
Γιατί θα πρέπει οι Χριστιανοί ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον; Διότι αυτό είναι μια ορθή και δικαία απαίτησις. Καθώς παρατηρεί περαιτέρω ο απόστολος Ιωάννης: «Αγαπητοί, επειδή ούτως ηγάπησεν ημάς ο Θεός»—με το να αποστείλη «τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών»—«και ημείς χρεωστούμεν να αγαπώμεν αλλήλους.» Και αυτό επίσης είναι μια σοφή πορεία ενεργείας για Χριστιανούς το να αγαπούν αλλήλους, διότι «η αγάπη οικοδομεί»· οικοδομεί και εκείνον που εκδηλώνει αγάπη και εκείνον που την δέχεται.—1 Ιωάν. 4:10, 11· 1 Κορ. 8:1· Πράξ. 20:35.
Το αντίθετο ακριβώς της αγάπης είναι το μίσος, δηλαδή, μίσος έναντι του πλησίον ή άλλων Χριστιανών αδελφών. Είναι αλήθεια ότι πρέπει να μισούμε εκείνο που είναι κακό, μάλιστα διατασσόμεθα να ενεργούμε έτσι από τον Λόγο του Θεού. (Ψαλμ. 97:10) Εν τούτοις, αυτό είναι ένα μίσος που στηρίζεται σε αρχές. Αλλά ιδιοτελές προσωπικό μίσος κατεδαφίζει· παρομοιάζεται επίσης με φόνο: «Πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού, είναι ανθρωποκτόνος· και εξεύρετε ότι πας ανθρωποκτόνος δεν έχει ζωήν αιώνιον μένουσαν εν εαυτώ.» Ο Κάιν, ο πρώτος υιός του Αδάμ, μας παρέχει ένα προειδοποιητικό παράδειγμα σχετικά μ’ αυτό. Το μίσος τον ώθησε ν’ αγνοήση την επίπληξι του Θεού και εσκεμμένως να φονεύση τον αδελφό του Άβελ.—1 Ιωάν. 3:15.
Χωρίς αμφιβολία ο Αδάμ και η Εύα είχαν πολλές ελπίδες για το πρώτο παιδί τους τον Κάιν. Αυτό δείχνεται από τα λόγια της Εύας: «Απέκτησα άνθρωπον διά της βοηθείας του Ιεχωβά.» (Γέν. 4:1, ΜΝΚ) Θα μπορούσε να λεχθή ότι ο Κάιν έλαβε ειδικές φροντίδες ως πρωτότοκος και αυτό το έβαλε στο μυαλό του. Όταν αργότερα προσετέθη και ο αδελφός του Άβελ, ο Κάιν χωρίς αμφιβολία τον είδε περιφρονητικά. Ήταν υπερήφανος άνθρωπος.
Όλα αυτά εκδηλώθηκαν όταν ο Κάιν και ο Άβελ έκαμαν προσφορές στον Ιεχωβά Θεό. Ο Κάιν έφερε φρούτα και λαχανικά, ενώ ο Άβελ «προσέφερε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού, και από των στεάτων αυτών. Και επέβλεψε με ευμένειαν ο Ιεχωβά επί τον Άβελ και επί την προσφοράν αυτού, επί δε τον Κάιν και επί την προσφοράν αυτού δεν επέβλεψε.» (Γέν. 4:3-5 ΜΝΚ) Γιατί; Διότι ο Άβελ είχε την ορθή κατάστασι καρδιάς, προσέφερε το ορθό είδος θυσίας και την προσέφερε με πίστι, ενώ ο Κάιν εστερείτο όλων αυτών των καλών πραγμάτων.—Εβρ. 11:4· 1 Ιωάν. 3:12.
Το να δη τον Άβελ, τον οποίον θεωρούσε κατώτερο από τον εαυτό του να τυγχάνη προτιμήσεως από τον Ιεχωβά Θεό, ήταν πάρα πολύ για τον Κάιν. Ένα φονικό μίσος γέμισε την ψυχή του: «Και ηγανάκτησεν ο Κάιν σφόδρα, και εκατηφίασε το πρόσωπον αυτού.» Βλέποντας την κατάστασι της καρδιάς του Κάιν ο Θεός εξέτεινε χείρα βοηθείας προς αυτόν με το να τον επιπλήξη: «Διατί ηγανάκτησας; και δια τι κατηφίασε το πρόσωπόν σου; αν συ πράττης καλώς,» δηλαδή, αν έχης πίστι και προσφέρης το ορθό είδος θυσίας, «δεν θέλεις είσθαι ευπρόσδεκτος; και εάν δεν πράττης καλώς, εις την θύραν κείται η αμαρτία. Αλλ’ εις σε θέλει είσθαι η επιθυμία αυτής και συ θέλεις εξουσιάζει επ’ αυτής.»—Γεν. 4:5-7, ΜΝΚ.
Στο σημείο αυτό ο Ιεχωβά Θεός με την αγάπη και μακροθυμία του προειδοποίησε τον υπερήφανο και φθονερό Κάιν για την επικίνδυνη κατάστασι της καρδιάς του, λέγοντάς του πως θα μπορούσε να είχε την εύνοια του Ιεχωβά αν ακολουθούσε το ταπεινό παράδειγμα του αδελφού του Άβελ. Η θυσία ζώου ήταν κατάλληλη, διότι περιελάμβανε την έκχυσι αίματος, και αίμα εχρειάζετο να χυθή για να συνδιαλλαγή ο άνθρωπος με τον Θεό.—Εβρ. 9:22.
Αλλά ο Κάιν δεν άκουσε τον Ιεχωβά Θεό. Η υπερηφάνειά του και το φθονερό μίσος του όχι μόνον είχαν σκληρύνει την καρδιά του εναντίον τον αδελφού του αλλά τον είχαν κάμει να είναι κωφός στην επίπληξι του ιδίου του Ιεχωβά Θεού. «Και είπεν ο Κάιν προς Άβελ τον αδελφόν αυτού, Ας υπάγωμεν εις την πεδιάδα· και ενώ ήσαν εν τη πεδιάδι, σηκωθείς ο Κάιν κατά του αδελφού αυτού Άβελ, εφόνευσεν αυτόν.» Προφανώς ο Άβελ ήταν τόσο άδολος ώστε δεν παρετήρησε καθόλου τον φθόνο του αδελφού του κι’ έτσι πήγε μαζί του χωρίς να υποψιασθή καθόλου κάτι κακό.—Γεν. 4:8.
Ο Κάιν εφόνευσε τον αδελφό του εν ψυχρώ. Δεν επρόκειτο για μια αυθόρμητη ενέργεια που έγινε από την πίεσι της στιγμής ενός φλογερού πάθους. Ήταν προμελετημένος φόνος. Ο Ιεχωβά Θεός τον είχε προειδοποιήσει, και αυτός προτίμησε να αγνοήση αυτή την προειδοποίησι. Προσεκάλεσε τον αδελφό του να πάνε μαζί στην πεδιάδα μακρυά από την υπόλοιπη οικογένειά τους με σκοπό να τον φονεύση. Έπειτα όταν ο Ιεχωβά τον ερώτησε: «Πού είναι Άβελ ο αδελφός σου;» ο Κάιν υποκριτικά και ψευδόμενος απήντησε: «Δεν εξεύρω· μη φύλαξ του αδελφού μου είμαι εγώ;» (Γέν. 4:9) Γι’ αυτόν τον φθονερό του φόνο ο Κάιν έχασε κάθε ελπίδα «αιωνίου ζωής καθώς φαίνεται από τα λόγια του Ιωάννου.—1 Ιωάν. 3:12.
Είναι αλήθεια ότι πρέπει να προφυλάγεται κανείς από προσωπικό μίσος κατά του αδελφού του ή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Αυτό μπορεί να έχη τις ρίζες του σε κάποια παρεξήγησι ή σε κάποια αδικία που του έγινε. Ή, έπειτα πάλι, όπως συνέβη με τον Κάιν, μπορεί να οφείλεται σε υπερηφάνεια ή φθόνο, το χειρότερο είδος μίσους, εξ αιτίας του μεγάλου εγωισμού του. Αυτό είναι το είδος του μίσους που είχαν οι Ιουδαίοι ηγέται για τον Ιησού και που τους ωδήγησε και αυτούς επίσης να διαπράξουν φόνο. Σωστά τους κατηγόρησε ο Ιησούς ότι ήταν από τον πατέρα τους, Σατανά τον Διάβολο, και τους προειδοποίησε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να ξεφύγουν από την καταδίκη της γεέννης.—Ματθ. 23:33-36· Ιωάν. 8:44.
Πώς μπορούμε να προφυλαχθούμε από του ν’ αναπτυχθή το μίσος στη καρδιά μας για κάτι που ένας άλλος μπορεί να είπε ή να έκαμε και που μας επηρέασε δυσμενώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Με το να λέμε στον εαυτό μας πόσο εσφαλμένο, πόσο κακό είναι να μισούμε τον αδελφό μας· με το να προσπαθούμε να συγχωρούμε και να ξεχνούμε· με το να προσπαθούμε να είμεθα λογικοί γι’ αυτό. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι εκείνος που μας έβλαψε δεν είναι κατά βάθος κακός ή μπορεί να μη είναι Χριστιανός αδελφός μας, αλλ’ ότι έχει πολλές καλές ιδιότητες. Μπορεί κι’ αυτός να υπηρετή τον Ιεχωβά Θεό όπως τον υπηρετούμε κι’ εμείς, ή και ακόμα καλύτερα! Θέλομε επίσης να θυμούμεθα ότι πρέπει ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας και ότι η αγάπη καλύπτει πλήθος αμαρτιών. Επί πλέον, μπορούμε επίσης να λέμε στους εαυτούς μας ότι είναι ανόητο, ότι δεν έχει νόημα ν’ αφήνωμε έναν άλλον να μας κλέπτη τη χαρά μας. (Μάρκ. 12:31· 1 Πέτρ. 4:8) Φυσικά, αν δεν μπορούμε να συγχωρήσωμε και να ξεχάσωμε, είμεθα υποχρεωμένοι να ακολουθήσομε τις συμβουλές του Ιησού που αναφέρονται στο Ματθαίος 18:15-17 και να πάμε προσωπικά σ’ αυτόν που μας έβλαψε με την προσπάθεια να κερδίσωμε τον αδελφό μας.
Υπάρχει κι’ ένα άλλο επίσης προειδοποιητικό μάθημα που μπορούμε να πάρωμε από την κακή πορεία που πήρε ο Κάιν και αυτό είναι να μην αγνοήσωμε ποτέ μια επίπληξι ή προειδοποιητική συμβουλή. Τέτοια προειδοποίησις μπορεί να λεχθή ότι είναι διαπαιδαγώγησις, και «οι έλεγχοι της παιδείας οδός ζωής.» Ο Κάιν υπερήφανα και πεισματικά αρνήθηκε ν’ ακούση την επίπληξι της παιδείας που απευθύνθηκε σ’ αυτόν από τον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό. Η πορεία του ήταν τόσο ανόητη όσο και κακή. Είναι δυνατόν ότι θα μπορούσε να είναι ο πρόγονος του Μεσσία, αλλ’ αντιθέτως η γραμμή του χάθηκε στον Κατακλυσμό.—Παροιμ. 6:23.
Είθε όλοι οι Χριστιανοί να βάλουν στην καρδιά τους τη συμβουλή του Ιωάννου ν’ αγαπούν τους αδελφούς των και να είναι άγρυπνοι ώστε να μη επιτρέψουν στο μίσος να ριζώση. Συγχρόνως ας είναι πάντοτε πρόθυμοι να δέχωνται τους ελέγχους της παιδείας.