Πραγματική Μετάνοια—Πώς Μπορούμε να την Προσδιορίσωμε;
ΕΑΝ είπωμεν ότι αμαρτίαν δεν έχομεν, εαυτούς πλανώμεν, και η αλήθεια δεν είναι εν ημίν.» Ο απόστολος Ιωάννης το είπε αυτό τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Γράφοντας στους ομοίους του Χριστιανούς, περιέλαβε και τον εαυτό του με την έκφρασι «ημίν.»—1 Ιωάν. 1:8.
Είμεθα αληθινοί Χριστιανοί; Τότε προτού ακόμη βαπτισθούμε ως μαθηταί του Υιού του Θεού, μετανοήσαμε και επιστρέψαμε από την κακή πορεία που ακολουθούσαμε. Αυτό μας έφερε σε θέσι να παρακαλέσωμε τον Θεό να έχωμε ‘αγαθή συνείδησι’ και να συμφιλιωθούμε μ’ Αυτόν μέσω της απολυτρωτικής θυσίας ή ‘προσφοράς περί αμαρτιών’ του Υιού του. (Πράξ. 3:19, 26· 1 Πέτρ. 3:21· 2 Κορ. 5:19-21) Αλλά η ανάγκη μετανοίας δεν τελειώνει εδώ. Τα λόγια του Ιωάννου δείχνουν ότι, επειδή είμεθα ατελείς και από κληρονομικότητα αμαρτωλοί, θα ξανακάνωμε σφάλματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτά θα είναι μικρότερα. Ωστόσο ο Χριστιανός μπορεί να διαπράξη και μεγαλύτερα σφάλματα. Σε οποιαδήποτε περίπτωσι, είναι ανάγκη να μετανοήση και να ζητήση τη συγχώρησι του Θεού.
ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΓΙΑ ΣΟΒΑΡΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ
Ένας Χριστιανός μπορεί να φθάση να έχη υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του, και να παραλείπη να έχη υπ’ όψιν ότι είναι ανάγκη ‘εκείνος που νομίζει ότι στέκεται να βλέπη μήπως πέση.’ (1 Κορ. 10:12) Η επειδή δεν εκτιμά πλήρως τις προμήθειες του Θεού για να παραμένη πνευματικώς ισχυρός και υγιής και να προστατεύεται από τις επιθέσεις του Σατανά, ο Χριστιανός μπορεί να γίνη αδύνατος και ευπρόσβλητος στον πειρασμό. Μπορεί να διαπράξη ένα σοβαρό σφάλμα. Τότε τι γίνεται; Τι πρέπει να κάμη τώρα;
Μπορεί να ωφεληθή με το να λάβη υπ’ όψιν του τι είχε κάμει ο Δαβίδ. Στον τριακοστό δεύτερο Ψαλμό, που προφανώς έχει γραφή όταν ο Δαβίδ είχε διαπράξει σοβαρό αμάρτημα που περιελάμβανε την Βηθ-σαβεέ και τον Ουρία, ο Δαβίδ έγραψε: «Ότε απεσιώπησα, επαλαιώθησαν τα οστά μου εκ του ολολυγμού μου όλην την ημέραν. Την αμαρτίαν μου εφανέρωσα προς σε, και την ανομίαν μου δεν έκρυψα· είπα, Εις τον Ιεχωβά θέλω εξομολογηθη τας παραβάσεις μου· και συ συνεχώρησας την ανομίαν της αμαρτίας μου . . .. Δια τούτο πας όσιος θέλει προσεύχεσθαι προς σε εν καιρώ προσήκοντι.» (Ψαλμ. 32:3, 5, 6, ΜΝΚ) Το ν’ αναβάλλη κανείς να ζητήση τη συγχώρησι του Ιεχωβά δεν κάνει άλλο παρά να παρατείνη τον πόνο μιας τραυματισμένης συνειδήσεως. Όπως συμβουλεύει το εδάφιο Παροιμίαι 28:13: «Ο κρύπτων τας αμαρτίας αυτού δεν θέλει ευοδωθή· ο δε εξομολογούμενος και παραιτών αυτάς θέλει ελεηθή.» Ναι, οι σχέσεις μας με τον Θεό είναι πάρα πολύ πολύτιμες για να παραμελήσωμε να ζητήσωμε τη συγχώρησί του καθώς και έλεος. Πρέπει να σπεύσωμε να το κάνωμε αυτό μέσω του Υιού του που είναι ‘ο παράκλητός μας προς τον Πατέρα.’—1 Ιωάν. 2:1.
Υπάρχουν όμως και άλλα που μπορεί να κάμη ένα άτομο που μετανοεί. Η σοφή πορεία θα ήταν τώρα να πλησιάση τους πνευματικά «πρεσβυτέρους» της εκκλησίας. Γιατί; Μήπως αυτοί έχουν τη δύναμι να δώσουν συγχώρησι από τον Θεό για το αμάρτημα που έχει διαπραχθη, ή μπορούν να ενεργήσουν ως μεσίται μεταξύ εκείνου που αμάρτησε και του Θεού; Όχι. Το άτομο εναντίον του οποίου αμάρτησε μπορεί να δώση συγχώρησι. Και κάτι άλλο: Μόνο ο Θεός μπορεί να συγχωρήση ένα αμάρτημα εναντίον του νόμου του, και ο μεσίτης μας είναι ο Υιός του.—1 Ιωάν. 1:9· 2:1, 2· Εβρ. 4:14-16.
Αλλά δεν είπε ο Παύλος στους αδελφούς στην Κόρινθο να ‘συγχωρήσουν’ ένα μέλος της εκκλησίας που είχε διαπράξει ένα σοβαρό αμάρτημα και μετενόησε; Ναι, αλλά η ‘συγχώρησίς’ των ασφαλώς δεν ήταν συγχώρησις της παραβάσεως του νόμου του Θεού. Αντιθέτως ήταν συγχώρησις για τη στενοχώρια, τη μομφή και τη θλίψι που έφερε η πράξις αυτή επάνω στην εκκλησία. (Παράβαλε 2 Κορινθίους 2:5-10· 7:11.) Με όμοιο τρόπο εμείς ατομικά μπορούμε ‘να συγχωρούμε ανθρώπους που έπταισαν εναντίον μας.’—Ματθ. 6:14, 15.
Γιατί, λοιπόν, να πάη κανείς στους πρεσβυτέρους; Για να ζητήση τη βοήθεια τους ως διορισμένων ποιμένων. Η παράβασις είναι απόδειξις πνευματικής ασθενείας. Δείχνοντας τι χρειάζεται, ο μαθητής Ιάκωβος λέγει: «Εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, δια να ιατρευθήτε· πολύ ισχύει η δέησις του δικαίου ενθέρμως γενομένη.»—Ιακ. 5:16.
Ναι, ο σκοπός του να αποτανθή κανείς σ’ αυτούς τους πρεσβυτέρους αδελφούς είναι για να λάβη βοήθεια για να ‘ιατρευθή’, ν’ αποκτήση πνευματική υγεία και δύναμι. Αποτελεί μέρος του έργου των ως ποιμένων να δίνουν τέτοια βοήθεια. (Παράβαλε Ιεζεκιήλ 34:4, 16· Εβραίους 12:12, 13.) Υπάρχει όμως κι’ ένας άλλος λόγος ακόμη.
Αυτοί οι αδελφοί ενδιαφέρονται επίσης για την προστασία της πνευματικής υγείας της εκκλησίας ως συνόλου, για να την προφυλάττουν από το να μολυνθή. Ενδιαφέρονται επίσης σοβαρά να βοηθούν την εκκλησία να διατηρή πάντοτε μια ορθή στάσι ενώπιον του Θεού και ενώπιον όλων των ανθρώπων, για να μη επέρχεται με κανένα τρόπο μομφή στο όνομα του Ιεχωβά. Ορθώς ζητούμε να συνεργαζώμεθα μ’ αυτούς και να τους βοηθούμε στην ευθύνη τους.
Αντί να γίνη η παράβασις ενός ατόμου γνωστή από κάποια άλλη πηγή στους πρεσβυτέρους, οι οποίοι αποτελούν τη δικαστική επιτροπή της εκκλησίας, και επομένως να υποχρεωθούν αυτοί να ρωτήσουν τον παραβάτη αν πράγματι έχει μετανοήσει ειλικρινά και επιστρέψει από την εσφαλμένη πορεία ή όχι, αυτό το άτομο δείχνει ορθό πνεύμα με το να τους δώση οικειοθελώς μόνο του αυτή την πληροφορία. «Διότι αυτοί αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών σας, ως μέλλοντες ν’ αποδώσωσι λόγον» στον Θεό. Με κάθε εμπιστοσύνη, λοιπόν, μπορούμε να δείχνωμε υπακοή σ’ αυτούς.—Εβρ. 13:17· Πράξ. 20:28-30, 35· 1 Θεσ. 5:12-15, 23.
Αυτοί οι πρεσβύτεροι, προφανώς ενδιαφέρονται να υπάρχη ειλικρινής μετάνοια εκ μέρους του παραβάτου και ότι τώρα κάνει ευθείας τας οδούς του, για το καλό του και για το καλό της υπολοίπου εκκλησίας. Μόνον απόδειξις γνήσιας μετανοίας μπορεί να τους βεβαιώση ότι ο Θεός έχει συγχωρήσει τον παραβάτη, ότι δεν ‘λογαριάζει την αμαρτία του.’ (Ρωμ. 4:8) Αν δεν συμβαίνη αυτό, ίσως υποχρεωθούν ν’ αποκόψουν από την επικοινωνία αυτό το άτομο ως επικίνδυνο για την πνευματική υγεία της εκκλησίας και για την ορθή στάσι της απέναντι στον Θεό.
Ναι, εκείνο που προσδιορίζει αν η εκκλησία θ’ αποκόψη από την επικοινωνία ένα άτομο ή όχι δεν είναι η σοβαρότης του σφάλματος, ούτε η δημοσιότης που μπορεί να έχη λάβει αυτό—αλλά η ειλικρινής μετάνοια του ατόμου ή η έλλειψίς της. Αν έχη πράγματι μετανοήσει, η εκκλησία δεν θ’ απομακρύνη ποτέ ένα τέτοιο άτομο απλώς για να ικανοποιήση τα αισθήματα κάποιου ατόμου ή του κοινού γενικά. Είναι αλήθεια ότι σε μερικές περιπτώσεις χονδροειδούς παραβάσεως μπορεί να βρεθούν στην ανάγκη να επιπλήξουν αυστηρά και δημοσία τον παραβάτη, και χωρίς αμφιβολία για ένα μακρό χρονικό διάστημα, ίσως μερικά έτη, δεν θα δοθη σ’ αυτό το άτομο κάποια υπεύθυνη θέσις μέσα στην εκκλησία. Αλλά δεν θα εγκαταλείψουν κανένα άτομο που ειλικρινά μετανοεί, όπως ακριβώς ο Θεός δεν εγκατέλειψε τον Δαβίδ όταν ταπεινά μετενόησε για τη σοβαρή παράβασί του. Μιμούνται τον Θεό στην πιστή αγάπη του, και στο έλεός του.—2 Σαμ. 22:50, 51· 1 Βασ. 8:22-26· Ψαλμ. 51:17.
Πώς μπορούν αυτοί οι πρεσβύτεροι της δικαστικής επιτροπής να πεισθούν ότι εκείνος που διέπραξε σοβαρή παράβασι έχει μετανοήσει αληθινά; Σχετικά μ’ αυτό, πώς μπορούμε εμείς οι ίδιοι να είμεθα βέβαιοι ότι η μετάνοιά μας είναι πραγματική, ότι είναι η μετάνοια που ευαρεστεί τον Θεό;
ΘΛΙΨΙΣ ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ Ή ΘΛΙΨΙΣ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ
Κάθε Χριστιανός που αμαρτάνει πρέπει να αισθάνεται θλίψι, τύψεις και λύπη. Εν τούτοις, και αυτά τα αισθήματα δεν είναι καθ’ εαυτά το ορθό μέτρον της γνησιότητος της μετανοίας. Το ερώτημα είναι: Γιατί αυτός ο παραβάτης αισθάνεται τέτοια θλίψι, τύψεις και λύπη; Τι είναι εκείνο που δημιουργεί σ’ αυτόν αυτά τα αισθήματα;
Ο απόστολος δείχνει τη σπουδαιότητα του προσδιορισμού αυτού του ζητήματος όταν γραφή: «Διότι η κατά Θεόν λύπη γεννά μετάνοιαν προς σωτηρίαν αμεταμέλητον· η λύπη όμως του κόσμου γεννά θάνατον.» (2 Κορ. 7:10) Ώστε είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου το κίνητρο μας να είναι ορθό. Η κατά κόσμον λύπη δεν πηγάζει από πίστι και αγάπη για τον Θεό και τη δικαιοσύνη του. Γεννάται από λύπη που οφείλεται σε αποτυχία, απογοήτευσι, υλική ή κοινωνική απώλεια, τον φόβο να υποστή κανείς τιμωρία ή αισχύνη. Η κατά κόσμον λύπη αποτελεί θλίψι για τις δυσάρεστες συνέπειες που φέρνει η παράβασις. Αλλά δεν είναι θλίψις για την αδικία αυτή καθ’ εαυτήν, ή για τη μομφή που φέρει στον Θεό.—Παράβαλε Ιερεμίας 6:13-15, 22-26.
Ο Κάιν είχε εκφράσει τέτοια λύπη. Όταν ο Θεός απήγγειλε καταδίκη εναντίον του, ο Κάιν πράγματι λυπήθηκε μέσα του για το θλιβερό μέλλον που προέβλεπε. Αλλά δεν εξέφρασε θλίψι για την πράξι του φόνου του αδελφού του.—Γέν. 4:5-14.
Ο Ησαύ χωρίς εκτίμησι πούλησε τα πρωτοτόκιά του στον αδελφό του Ιακώβ. Αργότερα, μαθαίνοντας ότι ο Ιακώβ είχε λάβει την προφητική ευλογία του πατρός του Ισαάκ ως πρωτότοκος, ο Ησαύ ανέκραξε «κραυγήν μεγάλην και πικράν σφόδρα.» Με δάκρυα εζήτησε μετάνοια—όχι δική του αλλά του πατέρα του, προσπαθώντας να πείση τον Ισαάκ να ‘μετανοήση’ ή ‘να μεταβάλη σκέψι’ σχετικά με την παροχή της ευλογίας. Εκείνο για το οποίο λυπήθηκε ο Ησαύ δεν ήταν η υλιστική στάσις που τον είχε κάμει να ‘περιφρονήση τα πρωτοτόκιά του.’ Λυπήθηκε για την απώλεια των ωφελημάτων που επρόκειτο να του στοιχίση αυτό τώρα. Ο Θεός είπε: «Τον Ιακώβ ηγάπησα τον δε Ησαύ εμίσησα.»—Γέν. 25:29-34· 27:34· Εβρ. 12:16, 17· Ρωμ. 9:13.
Ότι ο Θεός ποτέ δεν ευαρεστείται με κάποια στάσι ‘της στιγμής’ σ’ αυτό το ζήτημα, γίνεται σαφές από την προφητεία του Ωσηέ. Σχετικά με τον Ισραήλ λέγει, ‘εν τη θλίψει αυτών θέλουσιν ζητήσει τον Θεόν.’ Αλλά οι εκφράσεις μετανοίας δεν ήσαν μακράς διαρκείας. «Η καλωσύνη σας είναι ως νεφέλη πρωινή και ως δρόσος εωθινή ήτις παρέρχεται.»—Ωσηέ 5:15· 6:1-4, ΜΝΚ.
Κατόπιν τα εδάφια Ωσηέ 7:14-16 αποκαλύπτουν τον κυριώτερο παράγοντα που απουσιάζει από πολλές εκφράσεις μετανοίας ακόμη και σήμερα, λέγοντας: «Δεν με επεκαλέσθησαν εν τη καρδία αυτών, αλλά ωλόλυζον επί τας κλίνας αυτών· βασανίζονται δια σίτον και οίνον,. . . Επιστρέφουσιν, ουχί εις τον Ύψιστον ·. . .» Οι ‘ολολυγμοί’ των για ανακούφισι σε καιρό θλίψεως είχαν ιδιοτελές κίνητρο και, αν τους εχορηγείτο ανακούφισις, δεν χρησιμοποιούσαν την ευκαιρία για να βελτιώσουν και να ενισχύσουν τις σχέσεις των με τον Θεό με το να προσκολληθούν ακόμη περισσότερο στους υψηλούς κανόνες του. (Ιακ. 4:3) Ο Ωσηέ λέγει ότι ήσαν σαν «τόξον στρεβλόν,» ένα τόξον που δεν επιτυγχάνει ποτέ τον στόχο. (Ωσηέ 7:16· Ψαλμ. 78:57) Η μετάνοιά των δεν ήταν πραγματικά από την καρδιά.—Ιωήλ 2:12, 13.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΥΠΟΚΙΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Η λύπη που συνοδεύει την πραγματική μετάνοια έχει ένα πολύ διαφορετικό κίνητρο από την κατά κόσμο λύπη. Υπάρχει μία εγκάρδια θέλησις να επιστρέψη κανείς στην εύνοια του Θεού, που ωθείται από μια αγάπη γι’ αυτόν η οποία προέρχεται από τη γνώσι αυτού του ιδίου και των θαυμάσιων ιδιοτήτων του και των δικαίων σκοπών του. Η εκτίμησις της αγαθότητος και της μεγαλωσύνης του κάνει τους αληθινά μετανοημένους παραβάτας να αισθάνωνται βαθειά θλίψι γιατί έχουν φέρει μομφή στο όνομά του. Η αγάπη για τον πλησίον τους κάνει επίσης να θλίβωνται για τη βλάβη που έχουν προξενήσει σε άλλους, για το κακό παράδειγμα που έχουν δώσει, για τον τραυματισμό που έχουν προκαλέσει, ίσως η μομφή που έχουν επιφέρει στη φήμη που έχει ο λαός του Θεού ανάμεσα στους έξω, πράγματα που εμποδίζουν τους έξω ανθρώπους ν’ αναγνωρίσουν την αληθινή εκκλησία του Θεού. Αυτά, και όχι απλώς η ντροπή για το ότι έχουν ανακαλυφθή ή η αναμονή της ποινής, τους κάνουν να αισθάνονται ‘συντετριμμένοι την καρδίαν’ και ‘ταπεινοί το πνεύμα.’—Ψαλμ. 34:18.
Αλλά η μετάνοια περιλαμβάνει επίσης ‘αλλαγή της σκέψεως’ ή ‘αλλαγή της θελήσεως.’ Για να είναι γνήσια, πρέπει να περιλαμβάνη θετική απόρριψι της κακής πορείας ως αποκρουστικής, ως κάτι μισητού. (Ψαλμ. 97:10· Ρωμ. 12:9) Αυτό εξισούται με την αγάπη για τη δικαιοσύνη η οποία κάνει τον μεταμελημένο Χριστιανό να λάβη σταθερή απόφασι να προσκολληθή στο εξής σε μια δικαία πορεία. Χωρίς αυτό το μίσος για το κακό και την αγάπη για τη δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξη πραγματική δύναμις στη μετάνοια μας, καμμιά συνέπεια με αυτό που ο απόστολος Παύλος ονομάζει «έργα άξια της μετανοίας.» (Πράξ. 26:20) Η περίπτωσις του Βασιλέως Ροβοάμ το περιγράφει αυτό. Αφού πρώτα είχε ταπεινωθή κάτω από την οργή του Θεού, επανήλθε στο να πράττη το κακό. Γιατί; Διότι «δεν προσήλωσε την καρδίαν αυτού εις το να εκζητή τον Ιεχωβά.»—2 Χρον. 12:12-14, ΜΝΚ.
Η εκκλησία της Κορίνθου έδειξε αυτή την ‘λύπη κατά Θεόν.’ Όταν τους επέπληξε ο Παύλος διότι είχαν κρατήσει ανάμεσα τους έναν ο οποίος έκαμε κακή πράξι, υπήκουσαν και διόρθωσαν την κατάστασι. Έδειξαν την λύπη τους για το σφάλμα τους όχι μόνο από φόβο αλλά από ειλικρίνεια να καθαρισθούν, εξεδήλωσαν ‘αγανάκτησι [για τη μομφή που είχε επιφέρει η πορεία του παραβάτου],. . . φόβον, πόθον, ζήλον, για επανόρθωσι του κακού.’ (2 Κορ. 7:11, ΜΝΚ). Έτσι, και οι πρεσβύτεροι σήμερα μπορούν ν’ αναζητούν όμοιες ιδιότητες σ’ αυτούς που εκδηλώνουν μετάνοια για κάποια παράβασί τους.
Η ΑΤΕΛΕΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΝΗ ΤΗ ΧΑΡΑ
Τα αμαρτήματα, φυσικά, μπορεί να διαφέρουν σε σοβαρότητα. Ίσως αντί κάποιου μεγάλου αμαρτήματος, όπως η πορνεία, η μοιχεία, η κλοπή, διαπιστώνομε ότι υπήρξαμε ένοχοι με το να έχωμε «οφθαλμούς υπερήφανους,» ή ‘προσωποληψίαν,’ πράγματα που δυσαρεστούν τον Θεό. (Παροιμ. 6:16, 17· Ιακ. 2:9) Και όταν ερχώμεθα στη χρήσι της γλώσσης, «εις πολλά πταίομεν άπαντες,» με το να λέμε πράγματα που αργότερα αναγνωρίζομε ότι ήσαν άσοφα, άστοργα, χωρίς αγάπη και αντιχριστιανικά. (Ιακ. 3:2, 8-13) Ενδιαφερόμεθα να μη υποστούν βλάβη οι σχέσεις μας με τον Θεό; Τότε είναι ανάγκη να ‘μετανοήσωμε και επιστρέψωμε,’ ζητώντας τη συγχώρησί του.
Αλλά επειδή η ατέλεια μας εκδηλώνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κάθε μέρα, μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρισκώμεθα συνεχώς σε κατάστασι θλίψεως και να αισθανώμεθα συνεχώς τύψεις; Καθόλου.
Παραθέτοντας τους καρπούς του πνεύματος του Θεού, ο απόστολος κατατάσσει τη «χαρά» αμέσως ύστερ’ από την «αγάπη.» (Γαλ. 5:22) Ο ψαλμωδός λέγει: «Εάν, Ιεχωβά, παρατήρησης ανομίας, Ιεχωβά, τις θέλει δυνηθή να σταθή;» (Ψαλμ. 130:3, ΜΝΚ) Μπορούμε να είμεθα χαρούμενοι, με το να ενθυμούμεθα αντιθέτως ότι «οικτίρμων και ελεήμων είναι ο Ιεχωβά, μακρόθυμος και πολυέλεος. . . . Διότι αυτός γνωρίζει την πλάσιν ημών, ενθυμείται ότι είμεθα χώμα.» (Ψαλμ. 103:8-14, ΜΝΚ) Μολονότι τα σφάλματα μας ορθώς φέρνουν λύπη, δεν είναι ανάγκη ωστόσο να βασανίζωμε τον εαυτό μας με κάθε μικρό σφάλμα ή κάθε απερίσκεπτο λόγο.
Εν τούτοις, η εκ μέρους μας αναγνώρισις αυτών των σφαλμάτων πρέπει να μας κάνη να γινώμεθα ταπεινοί, και να μας βοηθή να παραμένωμε ταπεινοί και συμπονετικοί απέναντι στους άλλους. Τότε, όταν προσευχώμεθα στον Θεό για συγχώρησι των καθημερινών σφαλμάτων μας, θα ευαρεστήται με τις προσευχές μας. Με το να περιπατούμε συνειδητά στις οδούς του και ν’ αναζητούμε συχνά το πρόσωπον του με προσευχή, μπορούμε πράγματι να είμεθα χαρούμενοι και ν’ απολαμβάνωμε καλή σχέσι μαζί του.—Φιλιππ. 4:4-7.