«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
«Όχι Άλλους Θεούς»
ΑΦΟΥ ο Ιεχωβά Θεός απολύτρωσε τον λαό Ισραήλ από την Αιγυπτιακή δουλεία, σε λίγο τους έδωσε τις Δέκα Εντολές. Η πρώτη απ’ αυτές λέγει: «Μη έχης άλλους θεούς πλην εμού.»—Έξοδ. 20:3.
Ποια είναι η σημασία αυτής της εντολής; Καθώς δείχνει η υποσημείωσις, στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών, εκδόσεως 1963, σημαίνει να μην έχης οιουσδήποτε «θεούς εις περιφρόνησίν μου.» Δηλαδή, ότι ο λαός του Ιεχωβά δεν έπρεπε να έχη οποιουσδήποτε άλλους θεούς ως ισαξίους του Ιεχωβά Θεού.
Ο λαός του Ιεχωβά επρόκειτο να λατρεύει μόνον αυτόν διότι αυτός μόνος ήταν ο Δημιουργός των, καθώς ο ψαλμωδός τόσο καλά παρετήρησε: «Δουλεύσατε εις τον Κύριον εν ευφροσύνη·. . . Γνωρίσατε, ότι ο Ιεχωβά είναι ο Θεός· αυτός έκαμεν ημάς, και ουχί ημείς»—ούτε κανείς άλλος θεός. (Ψαλμ. 100:2, 3, ΜΝΚ.) Αφού ο Ιεχωβά ήταν ο Δημιουργός των, όλοι ανήκαν σ’ αυτόν, και είχε το δικαίωμα ν’ απαιτήση από αυτούς να λατρεύουν αυτόν και μόνον αυτόν. Επί πλέον, ως «Παντοκράτωρ Θεός» και «Ύψιστος» είναι ο «Υπέρτατος Κύριος, ο Ιεχωβά των Δυνάμεων.» Γι’ αυτόν το λόγο επίσης ο Ιεχωβά Θεός είχε το δικαίωμα να ζητή την αποκλειστική λατρεία του λαού του Ισραήλ.—Γέν. 17:1· Ψαλμ. 83:18· Ιερεμ. 50:25, ΜΝΚ.
Ιδιαιτέρως το έθνος Ισραήλ ήταν κάτω από την υποχρέωσι να λατρεύει μόνον τον Ιεχωβά Θεό, διότι κανένας άλλος, αλλ’ αυτός τους είχε ελευθερώσει από την Αιγυπτιακή δουλεία και τους είχε κάμει έθνος, όπως ο ίδιος εδήλωσε σε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθή ως εισαγωγή του Δεκαλόγου: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σου, ο εξαγαγών σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας.» —Έξοδ. 20:2, ΜΝΚ.
Ο Ιεχωβά Θεός έδωσε στον Ισραήλ την Πρώτη Εντολή όχι μόνον διότι εδικαιούτο της αποκλειστικής των λατρείας, αλλ’ επίσης για τη δική των προστασία και ευλογία. Αλλά ο Ισραήλ δεν ετήρησε πιστά αυτή την εντολή. Επανειλημμένως εστράφησαν στη λατρεία άλλων θεών. Τόσο συχνά, πράγματι, απεμακρύνοντο από το να υπηρετούν μόνο τον Ιεχωβά Θεό, ώστε η μακροθυμία του σχετικά μ’ αυτούς στο τέλος εξαντλήθηκε. Επέτρεψε να πάνε σε αιχμαλωσία και η γη των να μείνη έρημη επί εβδομήντα έτη.—2 Χρον. 36:15, 16, 20, 21.
Πεντέμισυ περίπου αιώνες ύστερα από την επιστροφή στην πατρίδα των, ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, ήλθε στο έθνος Ισραήλ. Έφερε μια νέα εντολή στους ακολούθους του: «Εντολήν καινήν σάς δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους· καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους.»—Ιωάν. 13:34.
Σημαίνει αυτό ότι οι ακόλουθοι του Χριστού δεν είναι δεσμευμένοι από την Πρώτη Εντολή; Αυτό είναι αλήθεια. Αυτή είναι μέρος της διαθήκης του Νόμου που ο Θεός έκαμε με το έθνος Ισραήλ, και οι Χριστιανοί «δεν είναι υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν.» (Ρωμ. 6:14) Εν τούτοις, η θεμελιώδης αρχή και οι αλήθειες, επάνω στις οποίες βασίζεται αυτή η εντολή, εφαρμόζονται πράγματι σ’ αυτούς. Για τους Χριστιανούς ο Ιεχωβά Θεός είναι επίσης ο Δημιουργός των, ο Παντοδύναμος, ο Ύψιστος, ο Ανώτατος Κύριος, ο Ιεχωβά των δυνάμεων και ο Απελευθερωτής των. Ό,τι μπορούσε να πη το έθνος Ισραήλ για τον Ιεχωβά Θεό, μπορούν και οι Χριστιανοί επίσης να πουν γι’ αυτόν: «Διότι ο Ιεχωβά είναι ο κριτής ημών, ο Ιεχωβά είναι ο νομοθέτης ημών, ο Ιεχωβά είναι ο Βασιλεύς ημών αυτός θέλει σώσει ημάς.» Έτσι και αυτοί επίσης πρέπει να λατρεύουν μόνο τον Ιεχωβά Θεό.—Ησ. 33:22, ΜΝΚ.
Το πράγμα έχει όπως ο απόστολος Παύλος το κατέστησε σαφές: «Αλλ’ ότι εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι, και ουχί εις τον Θεόν και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων. Δεν δύνασθε να. . .ήσθε μέτοχοι της τραπέζης του Ιεχωβά και της τραπέζης των δαιμονίων. Ή τον Ιεχωβά θέλομεν να διεγείρωμεν εις ζηλοτυπίαν; μήπως είμεθα ισχυρότεροι αυτού;»—1 Κορ. 10:20-22, ΜΝΚ.
Από τα λόγια του Παύλου καταλαβαίνομε ότι οι πρώτοι Χριστιανοί έπρεπε ν’ αποχωρισθούν από κάθε λατρεία ειδωλολατρικών θεοτήτων. Αισθάνονταν όπως ο Παύλος όταν έγραψε: «Διότι αν και είναι λεγόμενοι θεοί, είτε εν τω ουρανώ, είτε επί της γης· (καθώς και είναι θεοί πολλοί, και κύριοι πολλοί·) αλλ’ εις ημάς είναι εις Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα, και ημείς εις αυτόν· και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα, και ημείς δι’ αυτού.»—1 Κορ. 8:5, 6.
Θα μπορούσε να λεχθή ότι ο Αδάμ ο ίδιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που παρεβίασε εκουσίως τη θεμελιώδη αρχή της Πρώτης Εντολής. Όταν έδωσε προσοχή στη φωνή της συζύγου του και έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό παραβιάζοντας την εντολή του Θεού, έθετε αυτήν υπεράνω του Θεού και έτσι, στην πραγματικότητα, ‘εσέβετο και ελάτρευε αυτήν μάλλον παρά τον Δημιουργό του.’ Έτσι σήμερα, όσες φορές οι άνθρωποι αφήνονται να επηρεασθούν από τις πιέσεις ή τους πειρασμούς που παρουσιάζονται από άλλους ή από τις δικές των εκπεσμένες τάσεις να βαδίσουν εναντίον των απαιτήσεων του Θεού, είναι ένοχοι παραβάσεως της αρχής της Πρώτης Εντολής.—Ρωμ. 1:25· Γεν. 3:6, 7, 17.
Πολλοί άλλοι, επίσης, είναι ένοχοι αυτής με το να κάνουν θεό των τα υλικά αγαθά. Αγαπούν το χρήμα και θέτουν την εμπιστοσύνη των σ’ αυτό, αντί ν’ αγαπούν και να εμπιστεύωνται στον Ιεχωβά Θεό. Το δείχνουν με το να παραμελούν τη μελέτη του Λόγου του Θεού, με το ν’ αποτυγχάνουν να συναναστρέφονται τον λαό του Θεού, και με το να μη συμμετέχουν στη γνωστοποίησι του ονόματός του και της Βασιλείας του. Και στον βαθμό που οι αφιερωμένοι Χριστιανοί διάκονοι επιτρέπουν υλιστικά ενδιαφέροντα να επεμβαίνουν ακατάλληλα στη λατρεία των προς τον Ιεχωβά, κι’ αυτοί επίσης παραβιάζουν την αρχή της Πρώτης Εντολής. Υποκύπτουν στην αγάπη του χρήματος, ‘αποπλανώνται από της πίστεως, και διαπερούν εαυτούς με οδύνας πολλάς.’—1 Τιμ. 6:10.
Άλλοι ακόμη παραμελούν τη λατρεία του Ιεχωβά Θεού χάριν ευχάριστων συγκινήσεων με το να τις κάνουν θεό των, αντί του Ιεχωβά. Δείχνουν ένα υπερβολικό ενδιαφέρον στα σπορ, ή παραδίδονται στη χαρτοπαιξία, ή επιδίδονται σε επικίνδυνες ψυχαγωγίες, διακινδυνεύοντας τη ζωή των, και όλα αυτά για να ικανοποιήσουν τον πόθο των για απολαύσεις, για συγκινήσεις. Δεν είναι μεταξύ εκείνων οι οποίοι είναι ‘μακάριοι επειδή έχουν συναίσθησι της πνευματικής των ανάγκης.’ Δείχνουν τι έρχεται πρώτο στη ζωή των με το να είναι «φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι.»—Ματθ. 5:3, ΜΝΚ· 2 Τιμ. 3:4.
Και ίσως ποτέ προηγουμένως τόσο πολλοί άνθρωποι δεν είχαν κάμει θεό τους την αισθησιακή ικανοποίησι ή «ασέλγεια,» όπως ονομάζεται στις Γραφές. Εφόσον κάθε ασέλγεια καταδικάζεται αυστηρώς από τον Λόγο του Θεού, εκείνοι που επιδίδονται σ’ αυτήν θα μπορούσε να λεχθή ότι την έχουν εξυψώσει περιφρονώντας τον αληθινό Θεό Ιεχωβά. Επειδή μέσα στη λατρεία του Ιεχωβά Θεού περιλαμβάνεται και ο φόβος μήπως τον δυσαρεστήση κανείς, έπεται ότι όλοι εκείνοι που επιδίδονται απολαυστικά σε τέτοιες πράξεις δεν λατρεύουν τον Θεό μ’ έναν ευπρόσδεκτο τρόπο. Μπορεί να διαβάζουν τις Γραφές των, να πηγαίνουν στην εκκλησία τις Κυριακές και να ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν θα «κληρονομήση την Βασιλείαν του Θεού.»—Γαλ. 5:19-21· 1 Κορ. 6:9, 10· Παροιμ. 8:13.
Πράγματι η Πρώτη Εντολή είναι πλήρης σημασίας για τους Χριστιανούς. Η θεμελιώδης αρχή της και οι βασικές της αλήθειες επάνω στις οποίες στηρίζεται εφαρμόζονται πράγματι σ’ αυτούς. Για να ευαρεστήσουν τον Ιεχωβά Θεό και να κερδίσουν αιώνια ζωή, πρέπει να κάμουν αυτήν την αρχή της τον θεμελιώδη παράγοντα που θα κυριαρχή στη ζωή των. Δεν μπορούν να επιτρέψουν σε κάποιον ή σε κάτι να παρεμβληθή ανάμεσα σ’ αυτούς και στον Θεό των Ιεχωβά. Σε κάθε περίπτωσι η λατρεία και η υπηρεσία του Θεού πρέπει να έρχονται πρώτες στη ζωή των.