Ευθανασία και ο Νόμος του Θεού
Αν επάσχετε από ένα ανίατο νόσημα, τι θα επιθυμούσατε να πράξετε;
«ΑΠΟΜΑΧΟΣ Καταζητείται δια Θανάτωσιν εξ Οίκτου.» Έτσι εβροντοφώνησαν οι επικεφαλίδες της πρώτης σελίδος των απογευματινών εφημερίδων της Πόλεως Νέας Υόρκης, της 12ης Νοεμβρίου 1960. Κάποιος απόμαχος του πολέμου, παραπληγικός ο ίδιος, δηλαδή, ένας άνθρωπος με παραλελυμένα τα κάτω άκρα του, επυροβόλησε τη σύζυγό του στο κρανίο της και την εφόνευσε αυτοστιγμεί. Γιατί; Διότι αυτή προφανώς υπήρξε το χωρίς ελπίδες θύμα πολλαπλής σκληρώσεως, μιας νόσου του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η αστυνομία εξαπέστειλε μήνυμα σε δώδεκα πολιτείες για τον απόμαχον, ο οποίος μολονότι παραλυτικός στα κάτω του άκρα, μπόρεσε να διαφύγη με το ειδικής κατασκευής αυτοκίνητό του.
Γεγονότα σαν αυτό φέρνουν στη επιφάνεια το διαφιλονεικούμενο θέμα «Θανατώσεως εξ οίκτου» ή ευθανασίας. Οι συνήγοροι της ευθανασίας ισχυρίζονται ότι εδώ υπάρχει άλλη μια απόδειξις ότι πρέπει να εισαχθή στα νομικά βιβλία ένας νόμος που να νομιμοποιή την ευθανασία. Άλλοι αντιτίθενται έντονα ισχυριζόμενοι απλώς ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις στον νόμον του Θεού: «Μη φονεύσης,» και ότι η ευθανασία αποτελεί φόνον. Τι λέγει η Γραφή; Υπάρχουν περιστάσεις στις οποίες η ευθανασία μπορεί να δικαιολογηθή;—Έξοδ. 20:13.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΙΔΗ
Η λέξις «ευθανασία» προέρχεται από δύο ρίζες, ευ, που σημαίνει «καλώς,» και θάνατος. Η ευθανασία, λοιπόν, είναι ένας θάνατος που υποτίθεται ότι είναι καλός, διότι τερματίζει μια οδυνηρή ζωή. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι επιβολής της ευθανασίας, το δε ανωτέρω παράδειγμα είναι το έσχατον μέσον. Οι γιατροί κατά καιρούς χρησιμοποιούν θανατηφόρο δόσι ναρκωτικών και κατόπιν πάλι μπορεί απλώς να σταματήσουν τη νοσηλεία, από την οποία εξαρτάται η ζωή του ασθενούς.
Εκείνοι που συνηγορούν υπέρ της ευθανασίας εμπίπτουν σε τρεις γενικές τάξεις. Οι σύλλογοι ευθανασίας συνηγορούν μόνον υπέρ της εκουσίας ευθανασίας, για κείνους που είναι πάνω από είκοσι ενός ετών και υποφέρουν μεγάλους πόνους από ανίατα νοσήματα. Για την πρόληψι καταχρήσεων, ο ασθενής κι ο γιατρός του θ’ απητείτο να κάμουν μια γραπτή αίτησι για ευθανασία, και μια επιτροπή διωρισμένη από δικαστήριο και αποτελουμένη από δύο άλλους γιατρούς κι ένα δικηγόρο πρέπει να ερευνήσουν και να κάμουν μια ευνοϊκή έκθεσι. Σε οποιοδήποτε στάδιο ενεργείας, ο ασθενής θα επετρέπετο ν’ αλλάξη τη γνώμη του.
Κατόπιν υπάρχουν εκείνοι που ευνοούν την ευθανασία μόνο για τους νεαράς ηλικίας, οι οποίοι είναι τερατουργήματα ή διανοητικώς ελαττωματικοί, και οι οποίοι θα ήσαν καταδικασμένοι να περάσουν μια άχρηστη ζωή. Μια μορφή αυτού του είδους ευθανασίας ασκείται τώρα, οπότε οι γιατροί δεν αφήνουν ν’ αναπνεύσουν στη γέννησί των τα πολύ δύσμορφα βρέφη.
Και τρίτον, υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν τα άκρα και οι οποίοι θα ήθελαν να εφαρμόσουν την ευθανασία και στους αθεράπευτα φρενοπαθείς, τους παραλυτικούς και τους πέραν πάσης βοηθείας αναπήρους, οι οποίοι θα ήσαν όλοι ένα βάρος στην κοινότητα καθώς και στον εαυτό τους. Ο Χίτλερ και οι Εθνικοσοσιαλισταί του συνηγορούσαν υπέρ αυτής της μορφής ευθανασίας. Λίγον καιρό μετά την άνοδό των στην εξουσία εθέσπισαν νομοθετήματα που επέτρεπαν αυτή την ευθανασία· σκοπός των ήταν η εξόντωσις 1.380.000 ατόμων που ήσαν άχρηστα στο κράτος. Ωστόσο η Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνησις δεν ετόλμησε να θέση αυτούς τους νόμους σ’ εφαρμογή παρά μετά την έναρξι του πολέμου στο έτος 1939. Στην ενέργεια αυτή, όλοι εκείνοι που μετείχαν, η αστυνομία, οι δικαστικοί και οι γιατροί, ήσαν ωρκισμένοι να τηρήσουν μυστικότητα. Αλλά πληροφορίες για τα γεγονότα αυτά άρχισαν να διαρρέουν κι εδημιούργησαν τόσο μεγάλο φόβο και αγανάκτησι ώστε όσο αμείλικτοι κι αν ήσαν οι Εθνικοσοσιαλισταί, εθεώρησαν άσκοπο να συνεχίσουν το σχέδιό τους. Ως τότε, όμως, είχαν εξοντωθή περίπου 200.000 «χαραμοφάγοι», όπως τους ωνόμαζαν οι Εθνικοσοσιαλισταί.
ΕΝΑΝΤΙΩΣΙΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
Μολονότι η ευθανασία είχε τους συνηγόρους της από την εποχή της αρχαίας Ελλάδος, σήμερα κανένα έθνος δεν έχει νομιμοποιήσει την εκουσία ευθανασία. Η Ελβετία πλησιάζει πολύ στο να το πράξη αυτό. Κάτω από ωρισμένες συνθήκες επιτρέπει σ’ ένα γιατρό να προμηθεύση στον ασθενή του μια θανατηφόρο πόσι, την οποίαν, όμως, ο ίδιος ο ασθενής πρέπει να λάβη. Πολλοί Διαμαρτυρόμενοι ηγέται, καθώς και εκπαιδευτικοί και γιατροί, με κάθε τρόπο, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μεγάλη Βρεττανία, ευνοούν την εκουσία ευθανασία.
Στην πρώτη γραμμή της εναντιώσεως προς τη νομιμοποίησι της εκουσίας ευθανασίας είναι η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το βιβλίο Η Ηθική της εξ Οίκτου Θανατώσεως, υπό του ιερέως Ι. Β. Σούλλιβαν, παρουσιάζει την άποψι της εκκλησίας. Ισχυρίζεται ότι η δικαιολόγησίς των «εξ οίκτου θανατώσεων» θα επέτρεπε την εισαγωγή σφηνός εναντίον του Θείου νόμου, «Μη φονεύσης», ο οποίος θα μπορούσε βαθμιαίως να ευρυνθή. Αλλά ποια μεγαλύτερη εισαγωγή σφηνός εναντίον του Θείου νόμου, που απαγορεύει την αφαίρεσι ανθρωπίνης ζωής, θα μπορούσε να υπάρξη από τον σύγχρονο πόλεμο; Ωστόσο, η θρησκευτική οργάνωσις, που αντιτάσσεται τόσο στην νομιμοποιημένη εκουσία ευθανασία, υποστηρίζει αμετάτρεπτα τον πόλεμο. Προβάλλεται, επίσης, ο ισχυρισμός ότι με το να υποφέρη μπορεί κανείς να «κερδίση εύνοιες υπέρ των ψυχών που είναι στο καθαρτήριο, ίσως δε και να τις ανακουφίση από τα παθήματα.» Αλλ’ αυτό είναι ένα επιχείρημα, που θα ήταν ελκυστικό μόνο στους Καθολικούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι υπάρχει μια τέτοια θέσις όπως το καθαρτήριο. Δεν σημαίνει τίποτα για κείνους που παραδέχονται τη σαφή Γραφική διδασκαλία ότι, «οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν.»—Εκκλησ. 9:5.
Πραγματικά, η θέσις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι θέσις διαχωρισμού τριχών. Έτσι, ο Φ. Ι. Κόννελ, στο βιβλίο Ήθη στην Πολιτική και στα Επαγγέλματα, λέγει: «Κανένας γιατρός δεν μπορεί εσκεμμένως και αμέσως να επισπεύση τον θάνατο στην περίπτωσι ενός θνήσκοντος ατόμου . . . Θ’ αποτελούσε φόνον το να του δοθή ένα φάρμακο με την άμεση πρόθεσι να επισπευσθή η αποδημία του από τον παρόντα κόσμον.» Ωστόσο, ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ λέγεται ότι είπε: «Η αφαίρεσις του πόνου και της αισθήσεως δια φαρμάκων, όταν υπαγορεύεται από λόγους ιατρικούς, επιτρέπεται από τη θρησκεία και την ηθική και στον γιατρό και στον ασθενή, ακόμη κι αν η χρήσις των φαρμάκων θα βραχύνη τη ζωή.»
Η ΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΨΙΣ
Δεν αντιβαίνουν στις Βιβλικές αρχές όλες οι μορφές της ευθανασίας· εν τούτοις, η βασική αρχή που διέπει τους συγχρόνους συλλόγους ευθανασίας αντιβαίνει. Λέγουν: «Όταν η πάθησις ενός ζώντος πλάσματος δεν μπορή ν’ ανακουφισθή, είναι πιο ηθικό να τερματισθή η ζωή του με ευσπλαχνικό φόνο παρά ν’ αφεθή να υπάρχη.»
Ίσως η μόνη Γραφική μνεία για κάτι συγγενές προς την ευθανασία και η οποία βέβαια αποκαλύπτει το Θείον θέλημα σ’ αυτό το ζήτημα, είναι εν σχέσει με τον θάνατο του Βασιλέως Σαούλ. Όταν αυτός επληγώθη βαριά, εζήτησε από τον οπλοφόρον του να τον φονεύση για να μην πέση στα χέρια των Φιλισταίων και υποστή εμπαιγμόν. Αλλ’ ο οπλοφόρος του ηρνήθη να το πράξη. Ο Αμαληκίτης που εξεζήτησε την εύνοια του Δαβίδ, ισχυριζόμενος ότι είχε συμμορφωθή με το αίτημα του Βασιλέως Σαούλ και τερματίσει την ταλαιπωρία του, επατάχθη κατ’ εντολήν του Δαβίδ. Πραγματικά, ο άπιστος Βασιλεύς Σαούλ εφήρμοσε την ευθανασία στον εαυτό του, διαπράττοντας αυτοκτονία για να μην υποφέρη περισσότερο στα χέρια των Φιλισταίων.—1 Σαμ. 31:3, 4· 2 Σαμ. 1:2-16.
Ναι ο λόγος του Θεού σαφώς λέγει ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και ότι εκείνος που αφαιρεί μια ανθρώπινη ζωή πρέπει να χάση τη δική του: «Όστις χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον.» Αυτός ο νόμος κατ’ επανάληψιν είχε λεχθή στο έθνος Ισραήλ από τον Μωυσή και άλλους προφήτας, καθώς και στους ακολούθους του Ιησού Χριστού από τον ίδιον τον Ιησούν και τους αποστόλους του.—Γέν. 9:6· Έξοδ. 20:13· Αριθμ. 35:30-32· Ματθ. 19:18· 1 Ιωάν. 3:15.
Αλλά δεν τονίζει ο λόγος του Θεού ότι ο Ιεχωβά είναι ελεήμων και οικτίρμων, και δεν απαιτεί να έχωμε κι εμείς τις ίδιες ιδιότητες; Σωστά όλ’ αυτά, αλλ’ ωστόσο εθεώρησε κατάλληλο ν’ αφήση τα παθήματα να συνεχισθούν επί έξη χιλιάδες χρόνια περίπου ως τώρα. Όχι μόνον αυτό, αλλά κι εκείνος, ο Παντοδύναμος κι ο Ύψιστος, έχει υποφέρει περισσότερο από οποιονδήποτε σε όλη τη διάρκεια του καιρού αυτού. Η αρχή του είναι ότι οι νόμοι του προηγούνται από τα παθήματα όπως ακριβώς στη μετάγγισι αίματος ο νόμος του Θεού λαμβάνει προτεραιότητα από τη ζωή ενός πλάσματος. Τα παθήματα αυτά καθ’ εαυτά δεν αποτελούν το μεγαλύτερο κακό της ζωής και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δικαιολογία για την παράβασι του Θείου νόμου σχετικά με την ιερότητα της ζωής.
Ιδιαίτερα δε η διεκδίκησις του ονόματος του Θεού λαμβάνει προτεραιότητα από τα παθήματα. Αν υπομείνη κανείς πιστά, τα παθήματα συντείνουν στη διεκδίκησι του ονόματος του Ιεχωβά, αποδεικνύοντας ότι οι άνθρωποι θα παραμείνουν πιστοί στον Θεό παρ’ όλα όσα πρέπει να υπομείνουν. Λάβετε υπ’ όψι τον Ιώβ. Αυτός υπέφερε πολύ από μια πολύ αηδή νόσον καθώς κι από πολλά ατυχήματα. Και για τον Ιησούν αναγινώσκομε ότι «έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε.»—Ιώβ 2:4-10· Εβρ. 5:8.
Η εκτίμησις αυτών των πραγμάτων βοηθεί έναν να υποφέρη παθήματα. Εξ άλλου, οι Χριστιανοί έχουν επίσης την παρηγορία του λόγου του Θεού, τη συντηρητική δύναμι του πνεύματός του και το πολύτιμο προνόμιο της προσευχής. Ούτε μπορεί να μη γίνη παραδεκτόν ότι ένας από τους μεγαλυτέρους παράγοντας στα παθήματα είναι η διανοητική στάσις ενός σχετικά με αυτά. Ο στασιασμός μπορεί να καταστήση τα παθήματα αφόρητα, ενώ η υποτακτικότης μπορεί να καταστήση έναν ικανόν να χαίρη σ’ αυτά, όπως έκαμαν οι απόστολοι όταν τους επετράπη να υποστούν παθήματα χάριν του Χριστού.—Πράξ. 5:40, 41.
Υπάρχουν, επίσης, κι άλλα, μολονότι κατώτερα, σημεία για εξέτασι. Κατά καιρούς μια κατάστασις που φαίνεται απελπιστκή λαμβάνει μια στροφή προς το καλύτερο, χωρίς προφανώς κανένα λόγο. Εξ άλλου δε, ποιος ξέρει τι ασθένειες που θεωρούνται ανίατες σήμερα μπορούν να γίνουν θεραπεύσιμες αύριο; Βεβαίως ολοένα περισσότερα γίνονται για την ανακούφισι από τα παθήματα.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι εκεί όπου ένα άτομο υποφέρει πολύ από ένα νόσημα και ο θάνατος είναι μόνο ζήτημα χρόνου πρέπει ο γιατρός να εξακολουθήση να λαμβάνη έκτακτα, περίπλοκα, θλιβερά μέτρα για να διατηρήση ζωντανό τον ασθενή. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της παρατάσεως της ζωής ενός ασθενούς και της επεκτάσεως της θανατικής ενεργείας. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν θα αποτελούσε παράβασι του Θείου νόμου περί ιερότητος της ζωής το ν’ αφήνεται η θανατική ενέργεια ν’ ακολουθήση τη δέουσα πορεία της. Η ιατρική γενικά ενεργεί σύμφωνα με αυτή την αρχή.
Μπορούμε, λοιπόν, να ιδούμε ότι ένεκα του Θείου νόμου περί ιερότητος της ζωής και του Γραφικού προηγουμένου, η ζωή δεν πρέπει ν’ αφαιρήται ή να παραδίδεται απλώς ένεκα παθημάτων, όπως συνιστάται από πολλά καλών διαθέσεων άτομα. Αλλά συγχρόνως, ο Θείος νόμος δεν απαιτεί να λαμβάνωνται υπερβολικά μέτρα, τα οποία θα έκαναν απλώς την παρέλευσι της ζωής πιο παρατεταμένη και δαπανηρή. Έτσι, και οι δίκαιοι νόμοι του Θεού και το έλεός του αναγνωρίζονται· ο νόμος του περί ιερότητος της ζωής υποστηρίζεται, κι ωστόσο επιδεικνύεται οίκτος.