-
Το Βιβλίο του Ονόματος«Αγιασθήτω το Όνομά Σου»
-
-
18. Πού παρουσιάζει το όνομα «Ιεχωβά» η Κατ’ Εξουσιοδότησιν Μετάφρασις ή Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου;
18 Η Προτεσταντική μετάφρασις του 1611, που είναι γνωστή ως Κατ’ Εξουσιοδότησιν Μετάφρασις ή Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου, περιέχει το όνομα «Ιεχωβά» στο κύριο κείμενό της στην Έξοδο 6:3· Ψαλμόν 83:18· Ησαΐαν 12:2 και Ησαΐαν 26:4· εκτός απ’ αυτό περιέχει τις σύνθετες μορφές Ιεοβά-Νισσί (Έξοδος 17:15), Ιεοβά-Ιρέ (Γένεσις 22:14), Ιεοβά-σαλώμ (Κριταί 6:24), και, στην περιθωριακή σημείωσι για τον Ιερεμία 23:6, Ιεοβά-τσιδκένου (ΜΝΚ).
19. Πού παρουσιάζει το όνομα «Ιεχωβά» η Αγγλική Αναθεωρημένη Μετάφρασις του 1885;
19 Η Αγγλική Αναθεωρημένη Μετάφρασις του 1885 διατηρεί το όνομα στα ίδια μέρη αλλά το εισάγει και στην Έξοδο 6:2, 6, 7, 8· Ψαλμόν 68:20· Ησαΐαν 49:14· Ιερεμίαν 16:21 και Αββακούμ 3:19.
20. Πώς αποδίδει το Τετραγράμματον η Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασις;
20 Εν τούτοις, στην Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασι του 1901 οι αναθεωρηταί εχρησιμοποίησαν τη λαϊκή μορφή «Ιεχωβά» οπουδήποτε συνήντησαν το Τετραγράμματον (יהוה) στο Εβραϊκό κείμενο, το λεγόμενο Μασοριτικό ή κατά παράδοσιν κείμενο. Στο Μασοριτικό Εβραϊκό κείμενο των τριάντα εννέα βιβλίων των θεοπνεύστων Γραφών το Τετραγράμματον απαντάται 6.823 φορές.g
21. Τι έκαμε με το θείον όνομα η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασις;
21 Η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασις, που εξεδόθη στην πόλι της Νέας Υόρκης, Ν.Υ., το 1952, παρέλειψε εντελώς το ιερό όνομα κι εχρησιμοποίησε αντικαταστατικές λέξεις σύμφωνα με μια αντιχριστιανική παράδοσι, την Ιουδαϊκή παράδοσι.
22. Πότε εξεδόθη σε ένα τόμο η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών και πώς αποδίδει το Τετραγράμματον;
22 Τον Ιούνιο 1961 εξεδόθη στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών, σε ένα τόμο. Αυτή, με πιστότητα στον θείον Εμπνευστή των Αγίων Γραφών, παρουσιάζει το όνομά Του καθώς απαντάται το Τετραγράμματον (יהוה) στο Εβραϊκό κείμενο, ακόμη και στα 134 εδάφια, όπου οι αρχαίοι Ιουδαίοι αντιγραφείς (Σοφερίμ) λέγουν ότι άλλαξαν το αρχικό Εβραϊκό κείμενο ώστε να λέγη Αδωνάι αντί Γεχοβά· σε άλλα εδάφια Ελοχίμ ήταν η λέξις που εχρησιμοποιήθη σε αντικατάστασι. Επίσης, σε δυο μέρη (Ησαΐας 34:16· Ζαχαρίας 6:8) οι προφανείς συντμήσεις του θείου ονόματος απεδόθησαν στο πλήρες. Έτσι συμβαίνει ώστε στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου των Εβραϊκών Γραφών το όνομα «Ιεχωβά» απαντάται, όχι 6.823 φορές, αλλά 6.962 φορές. Ο ανώτατος αριθμός περιπτώσεων, που αυτό απαντάται σ’ ένα οποιοδήποτε βιβλίο της Γραφής, είναι στους Ψαλμούς, όπου 742 φορές αναγράφεται το όνομα «Ιεχωβά.»
23. Ποιο εξέχον σημείον υπάρχει ακόμη στη «Μετάφρασι Νέου Κόσμου» σχετικά με την παρουσίασι του θείου ονόματος και ποια Αγγλική μετάφρασις προηγήθηκε στο να το κάμη αυτό;
23 Ένα ακόμη εξέχον σημείον της Μεταφράσεως Νέου Κόσμου είναι η παρουσίασις απ’ αυτή του προσωπικού ονόματος του Θεού στο τμήμα, που κοινώς καλείται Καινή Διαθήκη, δηλαδή, στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Φυσικά, η Μετάφρασις Νέου Κόσμου δεν ήταν η πρώτη που το έκαμε αυτό, στην Αγγλική. Στο έτος 1864 είχε εκδοθή στην Αμερική μια μετάφρασις υπό τον τίτλον «Το Εμφατικόν Δίγλωττον περιέχον το πρωτότυπον Ελληνικόν Κείμενον που κοινώς καλείται Καινή Διαθήκη,» υπό Βενιαμίν Ουίλσων, συντάκτου εφημερίδος της Γενεύης, του Ιλλινόις. Το Δίγλωττον περιέχει στο κύριο κείμενο του τη λέξι Ιεχωβά μερικές φορές, όπως στα εδάφια Ματθαίος 21:42· 22:37, 44· 23:39 και Μάρκος 11:9, όπου οι Εβραίοι Χριστιανοί συγγραφείς παραθέτουν εδάφια από τις Εβραϊκές Γραφές, στα οποία βρίσκεται το Τετραγράμματον (יהוה).
24. Από το 1385 τι έγινε κατά τη μετάφρασι των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, και πώς όλο αυτό επρομήθευσε μια καλή βάσι για τη «Μετάφρασι Νέου Κόσμου»;
24 Αλλά παλαιότερα, στο έτος 1385, ένας Ισπανός Ιουδαίος ονόματι Σημ Τομπ μπεν Σάπρουτ μετέφρασε το θεόπνευστο βιβλίο του Ματθαίου στην Εβραϊκή. Εκεί όπου ο απόστολος Ματθαίος παρέθετε περικοπές αυτό τις Εβραϊκές Γραφές, ο Ιουδαίος μεταφραστής Σημ Τομπ ορθώς ανέγραφε το Τετραγράμματον (יהוה) στις θεόπνευστες Χριστιανικές Γραφές. Από τότε έγιναν έως δεκαεννέα μεταφράσεις στην Εβραϊκή διαφόρων βιβλίων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ή ολοκλήρων των είκοσι επτά βιβλίων όλες δε αυτές οι μεταφράσεις, που έγιναν στην Εβραϊκή, παρουσιάζουν το Τετραγράμματον (יהוה) στη λεγόμενη Καινή Διαθήκη. Αυτές οι Εβραϊκές μεταφράσεις επρομήθευσαν μια καλή βάσι για τη Μετάφρασι Νέου Κόσμου όσον αφορά το όνομα του Ιεχωβά.
25. Πόσες φορές η «Μετάφρασις Νέου Κόσμου» παρουσιάζει το θείο όνομα στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, αλλά πότε το Τετραγράμματον έκαμε την εμφάνισί του σε μια Ελληνική μετάφρασι των Εβραϊκών Γραφών, και προς όφελος ποίων;
25 Με τις Εβραϊκές αυτές μεταφράσεις ως υποστήριξι, η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών απέδωσε το θείον όνομα με τη μορφή «Ιεχωβά» σε όλες τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Πόσες φορές; 237 φορές. Η αυθεντία, στην οποία εστηρίχθη για να το πράξη αυτό, δεν ήταν απλώς αυτές οι δεκαεννέα Εβραϊκές μεταφράσεις που προανεφέρθησαν. Πολύ πριν αρχίσουν να γράφωνται οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ωρισμένοι Ελληνόφωνοι Ιουδαίοι της Αλεξανδρείας, Αιγύπτου, στον καιρό της βασιλείας του Βασιλέως Πτολεμαίου Φιλαδέλφου, άρχισαν, το έτος 280 περίπου π.Χ., να μεταφράζουν τις Εβραϊκές Γραφές στην Ελληνική γλώσσα, προς όφελος των Ιουδαίων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν Εβραϊκά. Αυτή η μετάφρασις, που είναι γνωστή ως Ελληνική Μετάφρασις των Εβδομήκοντα (Ο΄), συνεπληρώθη κατά τον πρώτον αιώνα π.Χ. Τώρα, τι έκαναν εκείνοι οι μεταφρασταί όταν συναντούσαν το Τετραγράμματον (יהוה) στο Εβραϊκό κείμενο; Το μετέφραζαν; Ή μήπως χρησιμοποιούσαν κάποια υποκατάστατη λέξι στην Ελληνική γλώσσα, όπως λόγου χάριν Κύριος, ή Θεός; Όχι! Έθεταν το Τετραγράμματον με τα αρχαία Εβραϊκά γράμματά του κατ’ ευθείαν στο Ελληνικό κείμενο. Έτσι το θείον όνομα εμφανίσθηκε πράγματι στην Ελληνική μετάφρασι των Εβραϊκών Γραφών για τους Ιουδαίους.
26. Επί πόσον καιρό κυκλοφορούσε αυτό το είδος της Ελληνικής μεταφράσεως, και πού παρουσιάζεται μια καλή απόδειξις αυτού του γεγονότος;
26 Αντίτυπα της Ελληνικής μεταφράσεως, που περιείχε το Τετραγράμματον (יהוה), κυκλοφορούσαν ακόμη στις ημέρες του Ιησού Χριστού και των δώδεκα αποστόλων του και υπήρχαν επί αιώνες μετά ταύτα. Στον Πρόλογο της Μεταφράσεως Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, που εξεδόθη στο έτος 1950, παρουσιάζεται η απόδειξις τούτου.
27. Πότε οι απόστολοι του Χριστού και οι άλλοι μαθηταί έγραψαν τις Ελληνικές Γραφές, πώς ακολούθησαν τη συνήθεια της αρχικής Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα, και γιατί;
27 Και τα είκοσι επτά θεόπνευστα βιβλία, που εγράφησαν από τους αποστόλους και άλλους μαθητές του Ιησού Χριστού, εγράφησαν στην κοινή Ελληνική γλώσσα του πρώτου αιώνος, η οποία ωμοίαζε πολύ με την Ελληνική της Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα των Εβραϊκών Γραφών. Οι θεόπνευστοι αυτοί Χριστιανοί συγγραφείς, που ωμιλούσαν, εδιάβαζαν κι έγραφαν Ελληνικά, είχαν ανά χείρας αντίτυπα της Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα που περιείχαν το Τετραγράμματον (יהוה). Κατάλληλα, λοιπόν, όταν έγραφαν τα βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών και ησθάνοντο την έμπνευσι να παραθέσουν από την Ελληνική Μετάφρασι των Εβδομήκοντα, θα περιελάμβαναν στην παράθεσί των το Εβραϊκό Τετραγράμματον, ή, ακόμη κι όταν παρέθεταν απ’ ευθείας από τις Εβραϊκές Γραφές κι εύρισκαν εκεί το ιερόν Τετραγράμματον, μπορούσαν ν’ ακολουθούν τη συνήθεια της Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα και να ενσωματώνουν τα γράμματα του θείου ονόματος κατ’ ευθείαν στα θεόπνευστα Χριστιανικά Ελληνικά συγγράμματά των.h Δεν είχαν δεισιδαιμονικό φόβο στη χρησιμοποίησι του ονόματος του Θεού· όπως κι ο Αρχηγός των δεν είχε. Δεν είχαν πια φόβο, ούτε ήσαν υπό την επιρροή των Ιουδαίων ιερέων, γραμματέων και ραββίνων, οι οποίοι ανέλαβαν ευθύνη για τη θανάτωσι του Ιουδαίου προφήτου της Ναζαρέτ, του Ιησού ο οποίος λέγεται Χριστός.
28. Γιατί υπάρχει ειδικός λόγος να πιστεύωμε ότι ο απόστολος Ματθαίος έθεσε το θείο όνομα στο Χριστιανικό μέρος της Αγίας Γραφής;
28 Δεν υπήρχε επομένως αντίρρησις ούτε κανένα κώλυμα στο να θέτουν στα θεόπνευστα Χριστιανικά συγγράμματά των το Τετραγράμματον (יהוה), όταν ανεφέροντο στον Θεό τον Δημιουργό. Επί πλέον, όταν ο εξ Εβραίων Χριστιανός απόστολος Ματθαίος έγραψε την αφήγησι της ζωής του Ιησού Χριστού πρώτα στην Εβραϊκή, όπως υπάρχει λόγος να πιστεύωμε, τότε ασφαλώς έθετε το θείον όνομα, το οποίον γενικά προφέρεται Ιεχωβά, στο Χριστιανικό μέρος της Αγίας Γραφής, ακριβώς όπως έκαναν και οι Ιουδαίοι εκείνοι μεταφρασταί, από τον Σημ Τομπ της Ισπανίας και εντεύθεν.
29. Τι, επομένως, ήταν δικαιολογημένη να κάμη η Επιτροπή της Μεταφράσεως Νέου Κόσμου, ώστε το θείο όνομα να απαντάται πόσες φορές σε ολόκληρη τη μετάφρασι της Αγίας Γραφής;
29 Η επιτροπή, που συνέταξε τη Μετάφρασι Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών, ήταν επομένως δικαιολογημένη που παρουσίασε τουλάχιστον 237 φορές το προσωπικό όνομα του Θεού στην Αγγλική μετάφρασι των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Αυτός ο αριθμός, μαζί με τις 6.962 φορές της μεταφράσεως των Εβραϊκών Γραφών, αποτελεί ένα σύνολον από 7.199 φορές, που απαντάται το όνομα «Ιεχωβά» σ’ αυτή τη μετάφρασι ολοκλήρου της Αγίας Γραφής.
30. Γιατί μπορεί ορθά να ονομασθή η Βίβλος το Βιβλίον του Ονόματος, και κατατοπιζόμενοι στα περιεχόμενά της τι μπορούμε να κάμωμε;
30 Ο μέγας Δημιουργός του σύμπαντος και της Αγίας Γραφής δεν αφέθη χωρίς όνομα στις σελίδες της. Η Βίβλος του μπορεί ορθά να ονομασθή το βιβλίο του ονόματός του. Κατατοπιζόμενοι στα περιεχόμενά της, μπορούμε να γνωρισθούμε με αυτόν. Μπορούμε να μάθωμε γιατί και πώς αυτός θα αγιάση το άγιον όνομά του, και τι θα σημαίνη αυτό για μας σε αιώνιες ευλογίες αν φοβούμεθα, τιμούμε, αγαπούμε κι επικαλούμεθα το άγιό του όνομα.
-
-
Γιατί ο Αγιασμός του Ονόματος Έγινε Αναγκαίος«Αγιασθήτω το Όνομά Σου»
-
-
Κεφάλαιο 3
Γιατί ο Αγιασμός του Ονόματος Έγινε Αναγκαίος
1. Τι δικαιούται να γνωρίζη ένας γυιος, και πώς, μας δείχνει ο Λουκάς ποιος ήταν ο πατέρας του πρώτου ανθρώπου;
Ένας γυιος δικαιούται να γνωρίζη και οφείλει να γνωρίζη το όνομα του πατέρα του. Εγνώριζε ο πρώτος άνθρωπος της γης ποιος ήταν ο πατέρας του κι εγνώριζε το όνομα του; Ναι, το εγνώριζε. Αλλά το όνομα του πατέρα του δεν ήταν Πίθηκος, όπως θέλουν να σκεπτώμεθα οι κοσμικοί επιστήμονες του δεκάτου ενάτου και του εικοστού αιώνος. Ποιος, λοιπόν, ήταν ο πατέρας του πρώτου ανθρώπου και ποιο ήταν το όνομά του; Προστρέχοντας στο Βιβλίο του Ονόματος, μπορούμε γρήγορα να το βρούμε. Στο τεσσαρακοστό δεύτερο βιβλίο της Αγίας Γραφής, κεφάλαιο τρίτο, εδάφια 23 έως 38, ο συγγραφεύς Λουκάς μάς δίνει την επίγεια γραμμή καταγωγής του Ιησού Χριστού, ανατρέχοντας σ’ όλο το παρελθόν ως τον πρώτον άνθρωπο. Μετρώντας από τον Ιησού, βρίσκομε ένα κατάλογο εβδομήντα επτά ονομάτων, το τελευταίο από τα οποία είναι Αδάμ, που ήταν κι ο πρώτος άνθρωπος. Αλλ’ αυτό το τελευταίο εδάφιο (Λουκάς 3:38), που μνημονεύει τον Αδάμ, δεν σταματά σ’ αυτόν τη γραμμή καταγωγής. Δείχνει την προέλευσι του Αδάμ, λέγοντας «Του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.» Ο Αδάμ ήταν ο επίγειος γυιος του Θεού, διότι ο Θεός τον έπλασε ως μια ειδική άμεση δημιουργία χωριστή από εκείνη των ιχθύων, των πτηνών και των υπερανθρωπίνων ζώων, ο δε Θεός του έδωσε ζωή, όπως ένας πατέρας.
2. Ποιον δείχνει η αφήγησις της Δημιουργίας στη Γένεσι ότι ήταν ο πατέρας του πρώτου ανθρώπου, και ποιο όνομα δίνει στον πατέρα του;
2 Η αφήγησις της ειδικής δημιουργίας του ανθρώπου, όπως αναγράφεται στο πρώτο βιβλίο της Γραφής, που λέγεται Γένεσις, δίνει το όνομα του Δημιουργού του. Ήταν το όνομα του Δημιουργού του ουρανού και της γης. (Γένεσις 1:1, 28· 2:4) Η αφήγησις της δημιουργίας λέγει: «Και έπλασεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον [στην Εβραϊκή: αδάμ] από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος [αδάμ] εις ψυχήν ζώσαν. Και εφύτευσεν Ιεχωβά ο Θεός παράδεισον εν τη Εδέμ κατά ανατολάς, και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον [αδάμ] τον οποίον έπλασε. Και Ιεχωβά ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν, και καλόν εις την γεύσιν· και το δένδρον της ζωής εν μέσω του παραδείσου, και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού.» (Γένεσις 2:7-9, ΜΝΚ) Έτσι, από την αρχή ο Αδάμ ήταν ο «υιός του Θεού,» το δε όνομα του Πατρός του ήταν Ιεχωβά, ο ουράνιος Δημιουργός του.
3. Γιατί ο ουράνιος Πατήρ ήθελε να μιλή στον γήινο γυιο του Αδάμ, και πώς ο Αδάμ έπρεπε να μιμήται τον Πατέρα του;
3 Ένας γυιος αρέσκεται να μιλή με τον πατέρα του, κι ένας πατέρας χαίρει να μιλή στον γυιο του. Θέλει να μιλή στον γυιο του για να τον συμβουλεύη. Μολονότι ο Ιεχωβά Θεός ο ουράνιος Πατήρ ήταν αόρατος στον επίγειο γυιο του, του μιλούσε και του έδινε συμβουλές σχετικά με την οδό της αιωνίου ζωής μέσα στον παράδεισο της Εδέμ. Εν πρώτοις, ο Αδάμ έπρεπε να μιμήται τον ουράνιο Πατέρα του και να εργάζεται. Ο κήπος της Εδέμ δεν ήταν τόπος οκνηρής ανέσεως και ασκόπου διαβιώσεως. Το «βιβλίον της γενεαλογίας του ανθρώπου,» όπως ονομάζεται στη Γένεσι 5:1, λέγει: «Και έλαβεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον [αδάμ], και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ δια να εργάζηται αυτόν, και να φυλάττη αυτόν. Προσέταξε δε Ιεχωβά ο Θεός εις τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.»—Γένεσις 2:15-17, ΜΝΚ.
4. Γιατί ο Ιεχωβά δεν έκαμε κανένα κακό με το να θέση το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού στον κήπο της Εδέμ, και τι είχε δικαίωμα να κάμη σχετικά μ’ αυτό;
4 Ο Ιεχωβά δεν επιθυμούσε να πεθάνη ο γυιος του και ν’ αφήση τον κήπο της Εδέμ χωρίς καλλιεργητή και παραστάτη. Εφύτευσε το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού στον κήπο της Εδέμ αλλά η παρουσία του δένδρου εκείνου στον Εδεμικό παράδεισο δεν ήταν τίποτα το κακό, διότι αυτό το δένδρο δεν ήταν κακό καθ’ εαυτό. Όλα μέσα σ’ αυτόν τον κήπο της Εδέμ ήσαν καλά και τέλεια, όπως ήταν κι ο ίδιος ο Αδάμ. Ο ουράνιος Πατήρ του έθεσε, προσωρινά, μια δέσμευσι ή απαγόρευσι ως προς το ειδικό αυτό δένδρο· αλλά συγχρόνως προειδοποίησε τον τέλειο γυιο του Αδάμ, λέγοντάς του γιατί δεν έπρεπε να φάγη απ’ αυτό. Ο Ιεχωβά Θεός, ως Δημιουργός και Πατήρ, είχε το δικαίωμα να διατάξη και να δοκιμάση την υπακοή του γυιου του για το καλό του γυιου του. Είχε επίσης το δικαίωμα ν’ απαγγείλη ποινή για την παρακοή του γυιου του στον Πατέρα του.
5. Γιατί ο Αδάμ έπρεπε να πεθάνη, όπως του άξιζε, λόγω παρακοής, και γι’ αυτό ποια καλή συμβουλή έδωσε ο Ιησούς Χριστός στο να είμεθα όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα;
5 Τελεία υπακοή και στα ελάχιστα ακόμη πράγματα ήταν δυνατή για τον τέλειο γυιο του Θεού. Η παρακοή και στο ελάχιστο πράγμα θα επέφερε την απώλεια της τελειόητός του. Αφού ο άγιος Πατήρ του στον ουρανό είναι τέλειος, δεν θα επέτρεπε οτιδήποτε ατελές να ζη για πάντα στον Εδεμικό παράδεισο. Εξ άλλου αν ο γυιος, εγίνετο εκουσίως ατελής ένεκα παρακοής στον τέλειο ουράνιο Πατέρα του, θα του άξιζε να πεθάνη. Γι’ αυτό ήταν καλή η συμβουλή που έδωσε ένας μεταγενέστερος υιός του Θεού στη γη, ο Ιησούς Χριστός, στην επί του όρους ομιλία του προς τους ακολούθους του, λέγοντας: «Έστε λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ο Πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς είναι τέλειος.»—Ματθαίος 5:48.
6. Αναφέρεται αν ο Αδάμ επρόφερε το όνομα του ουρανίου Πατρός του; Εν τούτοις ποια ικανότητα έδωσε στον Αδάμ την οποίαν εχρησιμοποίησε αναφορικά με τα ζώα του αγρού, με τα με τα οικιακά ζώα και με τα πτηνά;
6 Σε όλο το «βιβλίον της γενεαλογίας του ανθρώπου,» από τη Γένεσι 2:5 έως 5:1, δεν αναφέρεται ότι ο πρώτος άνθρωπος επρόφερε το όνομα του ουρανίου Πατρός του. Εν τούτοις, ο Πατήρ του επροίκισε τον Αδάμ με την ικανότητα να ονομάζη πράγματα. «Και είπεν Ιεχωβά ο Θεός, Δεν είναι καλόν να είναι ο άνθρωπος [Αδάμ] μόνος· θέλω κάμει εις αυτόν βοηθόν όμοιον με αυτόν. Έπλασε δε Ιεχωβά ο Θεός εκ της γης πάντα τα ζώα του αγρού, και πάντα τα πετεινά του ουρανού, και έφερεν αυτά προς τον άνθρωπον [Αδάμ], δια να ίδη πώς να ονομάση αυτά· και ό,τι όνομα ήθελε δώσει ο Αδάμ εις παν έμψυχον, τούτο να ήναι το όνομα αυτού. Και έδωκεν ο Αδάμ ονόματα εις πάντα τα κτήνη, και εις τα πτηνά του ουρανού, και εις πάντα τα ζώα του αγρού· εις δε τον Αδάμ δεν ευρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν.»—Γένεσις 2:18-20, ΜΝΚ.
7. Τι θα ήταν, γι’ αυτό, παράλογο να σκεφθούμε σχετικά με την ικανότητα του Αδάμ, και τι δεν μπορούσε να κάμη ο Αδάμ για τον Θεό, όπως δείχνει ο 90ος Ψαλμός;
7 Θα ήταν παράλογο να νομισθή ότι ο Αδάμ μπορούσε να ονομάση όλα εκείνα τα κατώτερα πλάσματα με ονόματα και δεν μπορούσε, επίσης, να ονομάση τον ουράνιο Πατέρα του με το όνομά του. Όχι ότι ο Αδάμ έδωσε στον Θεό το όνομά του. Ένας γυιος δεν δίνει όνομα στον πατέρα του. Ο Θεός έδωσε στον εαυτό του το προεξέχον όνομά του. Αυτός δεν είχε πατέρα ή μητέρα για να του δώσουν όνομα. Δεν υπάρχει κάτι που να λέγεται «μητέρα του Θεού,» ούτε μνημονεύεται ένα τέτοιο πράγμα στον εμπνευσμένο λόγο του Θεού. Ο Θεός δεν εξήλθε από καμμιά μήτρα, ούτε έλαβε σώμα, σχήμα και ζωή από κανένα. Η «προσευχή του Μωυσέως, του ανθρώπου του αληθινού Θεού,» λέγει: «Ιεχωβά, συ έγεινες εις ημάς καταφυγή εις γενεάν και γενεάν. Πριν γεννηθώσι τα όρη, και πλάσης την γην και την οικουμένην, και από του αιώνος ως του αιώνος, συ είσαι ο Θεός.»—Ψαλμός 90 επίγραμμα, 1, 2, ΜΝΚ.
8. Γιατί ήταν κατάλληλο να γνωρίζη τότε ο Αδάμ το προσωπικό όνομα του ουρανίου Πατρός του, του Θεού;
8 Η λέξις «πατήρ» δεν αποτελεί προσωπικό όνομα· είναι τίτλος που κατέχεται σήμερα από πλάσματα. Η λέξις «Θεός» είναι, επίσης, τίτλος, και όχι προσωπικό όνομα. Υπάρχουν πολλοί λεγόμενοι «θεοί» σήμερα, όπως μας υπενθυμίζει το εδάφιο 1 Κορινθίους 8:5, 6. Για να υπάρχη διάκρισις μεταξύ πατέρων και θεών, αυτοί πρέπει να κατονομάζωνται. Μολονότι τότε, πριν από έξη χιλιάδες χρόνια, δεν υπήρχαν ψευδείς θεοί, ωστόσο ήταν κατάλληλο να γνωρίζη ο Αδάμ ως γυιος το όνομα του ουρανίου Πατρός του, του Θεού και Δημιουργού.
9. Ποια αφήγησις εδόθη στον Αδάμ για να ικανοποιήση αναμφιβόλως την ερευνητική του διάνοια, και με την αφήγησι αυτή ποια πληροφορία θα του εδόθη;
9 Επί πλέον, η θεόπνευστη αφήγησις της δημιουργίας της γης, όπως εκτίθεται τόσο μεγαλειωδώς στη Γένεσι, κεφάλαιον πρώτον, αναμφιβόλως εδόθη στον Αδάμ ενόσω αυτός ήταν τέλειος μέσα στον κήπο της. Εδέμ. Του ήταν αναγκαία για να ικανοποιήση την ερευνητική του διάνοια όσον αφορά το πώς ήλθαν σε ύπαρξι όλα τα γύρω του πράγματα και πώς αυτός ο ίδιος εισήλθε στον ωραίο αυτόν παράδεισο της Εδέμ. Αυτή η αφήγησις της δημιουργίας έχει μια κορωνίδα ως επίλογό της, που κατονομάζει τον συγγραφέα της περί δημιουργίας αφηγήσεως, με τα εξής λόγια: «Αύτη είναι η γένεσις του ουρανού και της γης, ότε εκτίσθησαν αυτά, καθ’ ην ημέραν εποίησεν Ιεχωβά ο Θεός γην και ουρανόν.» (Γένεσις 2:4, ΜΝΚ) Όταν εδόθη στον Αδάμ αυτή η αφήγησις της δημιουργίας με την κορωνίδα της, θα του εδόθη και το όνομα του Συγγραφέως της, του Θεού και Δημιουργού.
10. Ως ο πρώτος άνθρωπος, τι έκαμε ο Αδάμ για το υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους και πώς συνέβη τότε να αναφέρεται ότι η πρώτη ανθρώπινη σύντροφός του είναι η πρώτη που εχρησιμοποίησε το θείο όνομα;
10 Ο Αδάμ, ως ο πρώτος άνθρωπος από τον οποίον ο Θεός επρόκειτο να παραγάγη όλο το υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους, στην τελειότητά του είχε γίνει εκπρόσωπος ή προφήτης του Θεού στην ανθρώπινη οικογένεια. Ως κεφαλή της οικογενείας θ’ αποτελούσε το ορατό μέσον που θα χρησιμοποιούσε ο Θεός στην επικοινωνία του με το ανθρώπινο γένος. Ως προφήτης, ο Αδάμ θα μιλούσε εν ονόματι του Θεού, για να δηλώση ποιος τον διώρισε και ποιος τον απέστειλε, και κατ’ εξουσιοδότησιν τίνος μιλούσε. Από τον Αδάμ, λοιπόν, πρέπει να είχε μάθει το όνομα του Θεού και το θέλημα του Θεού η πρώτη ανθρώπινη σύντροφός του.a Αυτό αιτιολογεί το γεγονός ότι η γυναίκα είναι η πρώτη που αναφέρεται ότι εχρησιμοποίησε το θείον όνομα.—Γένεσις 4:1.
11. Πώς ο Αδάμ έδειξε την υπακοή του όταν ήταν μόνος στον κήπο της Εδέμ και από ποιο δένδρο αναμφιβόλως θα έτρωγε αργότερα;
11 Ο τέλειος Αδάμ, ο μόνος άνθρωπος που ήταν στον παράδεισο της Εδέμ, εξακολουθούσε να τον καλλιεργή και να φροντίζη γι’ αυτόν και να εξουσιάζη όλα τα κατώτερα ζώα και να συζή ειρηνικά με αυτά. Με υπακοή δεν έτρωγε από το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού κι έτσι εξακολουθούσε να ζη στην ανθρώπινη τελειότητά του. Όλα τα άλλα καρποφόρα δένδρα ικανοποιούσαν τις ανάγκες του για φυσική τροφή, αλλ’ ακόμη ούτε επεζήτησε ούτε είχε βρη το «ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου.» (Γένεσις 2:9) Αυτό το δένδρον αναμφιβόλως προωρίζετο για να φάγη ο Αδάμ απ’ αυτό, αλλά μόνον αφού θ’ απεδείκνυε πλήρως την τέλεια υπακοή ενός στοργικού γυιου προς τον ουράνιο Πατέρα του. Με ευπειθή υπηρεσία ελάτρευε τον ουράνιο Πατέρα του ως Θεό και ήταν τελείως ευτυχής.
12. (α) Αν και ο Αδάμ είχε επικοινωνία με τον Θεό, τι είπε ο Θεός ότι δεν ήταν καλό στην περίπτωσι του Αδάμ, και γιατί; (β) Πώς ενήργησε ο Θεός για να ισοσταθμίση τα πράγματα;
12 Ο τέλειος, αναμάρτητος Αδάμ είχε γλυκειά επικοινωνία με τον ουράνιο Πατέρα του· ωστόσο ο Πατήρ του διέκρινε ότι δεν ήταν καλό, με την υψίστη έννοια, για τον επίγειο γυιο του να μένη μόνος. Όλα τα άλλα πλάσματα στη γη, που τα είχε ονομάσει ο Αδάμ, είχαν τους συντρόφους των, τα συμπληρώματά των, αρσενικά και θηλυκά, αλλά για τον άνθρωπον (αδάμ) «δεν ευρίσκετο όμοιος με αυτόν.» Ο Αδάμ εσημείωσε αυτό το γεγονός, αλλά δεν παρεπονέθη στον ουράνιο Πατέρα του γι’ αυτό. Ο Θεός, από αγάπη στον ανθρώπινο γυιο του, ενήργησε τώρα να προμηθεύση στον Αδάμ ένα βοηθητικό συμπλήρωμα.
«Και επέβαλεν Ιεχωβά ο Θεός έκστασιν επί τον άνθρωπον [αδάμ], και εκοιμήθη· και έλαβε μίαν εκ των πλευρών αυτού, και έκλεισε με σάρκα τον τόπον αυτής. Και κατεσκεύασεν Ιεχωβά ο Θεός την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από του ανθρώπου [αδάμ] εις γυναίκα, και έφερεν αυτήν προς τον άνθρωπον [αδάμ]. Και είπεν ο άνθρωπος [αδάμ], Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου· αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς [«ισσάχ»], διότι εκ του ανδρός [στην Εβραϊκή «ις»] αύτη ελήφθη.»—Γένεσις 2:21-23 ΜΝΚ.
13. (α) Πώς ωνόμασε ο Αδάμ την σύντροφό του που ήταν το συμπλήρωμά του, αλλά ποιο προσωπικό όνομα της έδωσε, και γιατί; (β) Τι μπορεί να λεχθή γι’ αυτόν τον πρώτο ανθρώπινο γάμο, και ποιες ήσαν οι θρησκευτικές συνθήκες του νυμφευμένου ζεύγους;
13 Με πλήρη ικανοποίησι ο Αδάμ την ωνόμασε αληθινό συμπλήρωμά του. Αυτή ήταν Ισσάχ, ενώ αυτός ήταν Ις. Αυτή ήταν η πρώτη ισσάχ («θηλυκός άνθρωπος») του είδους της επάνω στη γη. Αργότερα ο Αδάμ της έδωσε ένα προσωπικό όνομα: «Και εκάλεσεν ο Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού, Εύαν [δηλαδή, Ζώσαν]· διότι αυτή επρόκειτο να γίνη μήτηρ πάντων των ζώντων.» (Γένεσις 3:20, ΜΝΚ) Αυτός ήταν ο πρώτος ανθρώπινος γάμος, έγινε μέσα στον παράδεισο, τον επίγειο κήπο της Εδέμ. Ο Θεός ο Δημιουργός ετέλεσε αυτόν του γάμο ενός τελείου ζεύγους, ιδεωδώς ταιριασμένου. Είχαν ένα Θεό, τον Ιεχωβά και, ως κεφαλή και προφήτης, ο Αδάμ ωδήγησε την Εύα τη σύζυγό του στη λατρεία του Ιεχωβά, του Δημιουργού και Πατρός των.
14. (α) Ποια εδάφια δείχνουν ότι ο ουρανός δεν ήταν ο από τον Θεό καθωρισμένος προορισμός του ανθρώπου; (β) Σύμφωνα με τα εδάφια Γένεσις 1:27, 28, ποιος ήταν ο σκοπός του Θεού που ετέθη ενώπιον του Αδάμ και της Εύας;
14 Ο Θεός έθεσε ενώπιον του νεαρού αυτού ανδρογύνου ένα σκοπό στη ζωή. Δεν επρόκειτο αυτοί να προετοιμασθούν στη γη για να ζήσουν στον ουρανό με τον Θεό τον Πατέρα των. Ο ουρανός δεν είναι η τελική κατοικία του ανθρώπου. Αιώνια ζωή σ’ ένα αόρατο πνευματικό βασίλειο δεν είναι ο παρά του Θεού καθωρισμένος προορισμός του ανθρώπων. «Ούτως είναι και γεγραμμένον, Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ “έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν” . . . Οποίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί· . . . σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν.» (1 Κορινθίους 15:45, 47, 48, 50) «Οι ουρανοί των ουρανών είναι του Ιεχωβά, την δε γην έδωσε εις τους υιούς των ανθρώπων [αδάμ].» (Ψαλμός 115:16, ΜΝΚ) Ο σκοπός, λοιπόν, που ετέθη ενώπιον του Αδάμ και της Εύας ήταν αποκλειστικά επίγειος, να ζήσουν για να ιδούν ολόκληρη τη γη γεμάτη από τη μεγάλη τους οικογένεια, με δισεκατομμύρια απογόνους, και κατόπιν να εξακολουθήσουν να ζουν μαζί τους για πάντα με τέλεια ευτυχία μέσα σ’ έναν παράδεισο που θα εκάλυπτε όλη τη γη. Ο Ιεχωβά Θεός τούς είπε ότι αυτός ήταν ο σκοπός του γι’ αυτούς. Γι’ αυτό, η αφήγησις της δημιουργίας που φέρει την υπογραφή του Θεού λέγει:
«Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα εαυτού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς· και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.»—Γένεσις 1:27, 28.
15. Ποια ευκαιρία διήνοιξε εκείνος ο πρώτος ανθρώπινος γάμος για τον παράδεισο της Εδέμ, και ποιος ήταν ο παραδεισιακός κανών του γάμου, σύμφωνα με τα λόγια του Ιησού Χριστού;
15 Αυτό διήνοιξε την ευκαιρία και για πολλούς ακόμη γάμους σε τελειότητα μέσα στον παράδεισο της Εδέμ μεταξύ των γυιων και των θυγατέρων του Αδάμ και της Εύας και μεταξύ όλων των απογόνων αυτών των γυιων και θυγατέρων. Γι’ αυτό, αφού ο Αδάμ εδέχθη τη σύζυγό του στην ωραία της τελειότητα την ημέρα του γάμου, το «βιβλίον της ιστορίας του Αδάμ» (ΜΝΚ) λέγει: «Δια τούτο θέλει αφήσει ο ανθρωπος [ις] τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα [ισσάχ] αυτού· και θέλουσιν είσθαι οι δυο εις σάρκα μίαν.» (Γένεσις 2:24) Εδώ δεν πρέπει να παραλείψωμε να σημειώσωμε τι είπε ο άλλος εκείνος τέλειος υιός του Θεού στη γη, ο Ιησούς Χριστός, στη συζήτησί του περί γάμου. Είπε ότι ο Θεός έδωσε στον επίγειο γυιο του Αδάμ μια μόνο σύζυγο, για να εκπληρώση τον μεγαλειώδη σκοπό του για όλη τη γη. Το να έχη μόνο μια σύζυγο, χωρίς διαζύγιο—αυτός ήταν ο τέλειος κανών του γάμου για τον άνθρωπο. Αυτός ήταν ο παραδεισιακός κανών.
16. Ποια ενότητα συνέστησε έτσι ο Θεός, και τι δεν έπρεπε να κάμη κανένας άνθρωπος σχετικά μ’ αυτήν;
16 Γι’ αυτό, ο Ιησούς Χριστός, απαντώντας στους θρησκευομένους, που τον ερώτησαν περί διαζυγίου, είπε: «Δεν ανεγνώσατε, ότι ο πλάσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ έπλασεν αυτούς; Και είπεν, “Ένεκεν τούτου θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο [όχι, τρεις, ή περισσότεροι· αλλά, οι δύο] εις σάρκα μίαν”; Ώστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.»—Ματθαίος 19:4-6.
17. (α) Ποια ήταν η σχέσις μεταξύ του ανδρός και της γυναικός όσον αφορά, τη δόξα, την προέλευσι και τη συνέχεια του ανθρωπίνου γένους; (β) Πόσον καιρό επρόκειτο να παραμείνουν οι δεσμοί του γάμου και με ποιον ως κεφαλή;
17 Ο Θεός έκαμε τη γυναίκα από τον άνδρα. Την έπλασε από μια πλευρά που ελήφθη από τον Αδάμ· και ο Θεός την ήνωσε πάλι με τον Αδάμ συζευγνύοντάς την με αυτόν σε γάμο, για να είναι συμπλήρωμα και βοηθός του ανδρός. Σε αρμονία με αυτό, «ο μεν ανήρ δεν χρεωστεί να καλύπτη την κεφαλήν αυτού, επειδή είναι εικών και δόξα του Θεού· η δε γυνή είναι δόξα του ανδρός. Διότι ο ανήρ δεν είναι εκ της γυναικός, αλλ’ η γυνή εκ του ανδρός· επειδή δεν εκτίσθη ο ανήρ δια την γυναίκα, αλλ’ η γυνή δια τον άνδρα. Πλην ούτε ο ανήρ χωρίς της γυναικός, ούτε η γυνή χωρίς του ανδρός υπάρχει, εν Κυρίω. Διότι καθώς η γυνή είναι εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ είναι δια της γυναικός· τα πάντα δε εκ του Θεού.» (1 Κορινθίους 11:7-9, 11, 12) Οι δεσμοί του γάμου επρόκειτο να παραμείνουν, η δε γυνή έπρεπε ν’ αναγνωρίζη τον άνδρα, την εικόνα του Θεού, ως κεφαλήν της.
ΒΕΒΗΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
18. Με τέτοια αρχή του ανθρώπου στον παράδεισο της Εδέμ, πώς μπορούμε να εξηγήσωμε τη στάσι και τις ενέργειες του ανθρωπίνου γένους σήμερα απέναντι του ονόματος του Θεού, και τι χρειάζεται το όνομα ειδικά τώρα;
18 Καθώς ο Αδάμ και η Εύα χαρωπά και αρμονικά επεδίδοντο στις ασχολίες των μέσα στον παράδεισο της Εδέμ, έδειχναν ύψιστο σεβασμό για το όνομα του ουρανίου Πατρός των. Τηρούσαν το όνομά του ιερό, δηλαδή το αγίαζαν, κι έκαναν επίκλησι του ονόματός του κατά τη λατρεία. Πώς συμβαίνει, λοιπόν, ώστε μεταξύ των τριών δισεκατομμυρίων περίπου απογόνων του Αδάμ και της Εύας, που βρίσκονται στη γη σήμερα, το όνομα του ουρανίου Πατρός να είναι τόσο λίγο γνωστό και σεβαστό, να λαμβάνεται τόσο πολύ επί ματαίω και να τυγχάνη καταφρονητικής μεταχειρίσεως, να υπόκειται σε τόση μομφή και σχεδόν να μη μνημονεύεται στους θρησκευτικούς κύκλους; Όλ’ αυτά οφείλονται στο ότι, με την πάροδο του χρόνου, το άγιο όνομα του Θεού εβεβηλώθη τότε στον παράδεισο της Εδέμ από τρία πρόσωπα τα οποία εξέκλιναν από την τελειότητά των. Έτσι, ό,τι βλέπομε σήμερα στη σχέσι του ανθρώπου με το όνομα του Θεού είναι απλώς το μεγάλο αποκορύφωμα των κακών συνεπειών που απέρρευσαν από την πρώτη εκείνη βεβήλωσι. Αν ποτέ αυτό το άγιον όνομα εχρειάζετο αγιασμόν, είναι τώρα.
19. Ποια ιδέα είχαν ο Αδάμ και η Εύα για τη φιλαλήθεια του Θεού, αλλά πώς ήλθε στην Εύα μια εκπληκτική δήλωσις σχετικά μ’ αυτήν;
19 Στην Εδέμ ο Θεός είχε ένα όνομα για το ότι έλεγε την αλήθεια. Ο Αδάμ και η Εύα εδέχθησαν ως αλήθεια τη δήλωσι του Θεού όσον αφορά το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γένεσις 2:17) Πόσο μεγάλη, λοιπόν, ήταν η έκπληξις της Εύας, όταν αντιμετώπισε τη δήλωσι ότι ο Ιεχωβά Θεός ήταν ψεύτης! Όχι, δεν ήταν ο σύζυγός της Αδάμ, που έκαμε αυτή τη δήλωσι, αλλ’ ένα τρίτο πρόσωπο στην Εδέμ το έπραξε αυτό ενεργώντας αόρατα μέσω ενός όφεως που βρισκόταν στο δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού, στο απαγορευμένο δένδρο.
20. Πώς ο όφις ανεφέρθη στον ουράνιο Πατέρα της;
20 Η Εύα ποτέ προηγουμένως δεν επεθύμησε τον καρπό εκείνο. Ο όφις, μιλώντας γι’ αυτόν, δεν εχρησιμοποίησε το όνομα Ιεχωβά, αλλ’ ανεφέρθη σ’ αυτόν με τον τίτλο του Θεός.
21. Πώς ο όφις άρχισε να ομιλή στην Εύα και σύμφωνα με ποια πληροφορία απήντησε η Εύα;
21 Ο όφις, ωσάν να μην ήταν βέβαιος ότι η πληροφορία ήταν ορθή, και ωσάν η πληροφορία να ήταν πραγματικά απίστευτη, είπε: «Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε [σεις οι δύο] από παντός δένδρου του παραδείσου;» Σ’ αυτό η Εύα απήντησε, σύμφωνα με την πληροφορία του προφήτου συζύγου της: «Από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν· από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, δια να μη αποθάνητε.»—Γένεσις 3:1-3.
22. (α) Ποιου όνομα προσέβαλε ο όφις και τι ενεθάρρυνε την Εύα να κάμη τον εαυτό της; (β) Ποια ήσαν τα επιχειρήματα του όφεως;
22 Ο όφις, προσβάλλοντας το όνομα του Θεού που ήταν αληθινό και έντιμο, καθώς και το όνομα του συζύγου της Εύας που ήταν αληθινός προφήτης του Ιεχωβά, είπε «Δεν θέλετε [σεις οι δύο] βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.» (Γένεσις 3:4, 5) Ο όφις την ενεθάρρυνε έτσι, όχι να γίνη ένας Ιεχωβά, αλλά να γίνη μια θεά, να γίνη ‘ως ο Θεός, γνωρίζουσα το καλόν και το κακόν.’ Το επιχείρημα του όφεως ήταν, Τι το εσφαλμένον υπάρχει στο να γνωρίζη κανείς το καλόν και το κακόν; Μήπως ο ίδιος ο Θεός δεν το γνωρίζει, και μήπως αυτό είναι κακό; Αλλ’ ο Θεός είναι κακός, όταν προσπαθή να εμποδίση τα επίγεια τέκνα του από το να έχουν αυτή τη γνώσι. Έτσι, θα πρέπει απλώς να εξαρτώνται από αυτόν για να καθορίζουν τι είναι καλό και τι είναι κακό. Για να κατακρατήση ο Θεός από τα επίγεια τέκνα του αυτή την ικανότητα για αυτοδιάθεσι τα απείλησε με την εσχάτη ποινή του θανάτου.
23. Λέγοντας τούτο τι έγινε ο όφις, και τι είπε ο Ιησούς Χριστός σχετικά μ’ εκείνον που ήταν πίσω από τον όφι;
23 Ο όφις, λέγοντας τούτο, έγινε το όργανον του να λεχθή το πρώτο ψεύδος που αναφέρεται στο σύμπαν. Εκείνος, που ήταν πίσω από τον όφιν, έκαμε τον ίδιο τον εαυτό του ψεύτη, με το να στιγματίση τον Ιεχωβά Θεό ως ψεύτη. Σχετικά με αυτόν, ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, είπε σ’ εκείνους που ζητούσαν να τον θανατώσουν: «Σεις είσθε εκ πατρός του διαβόλου, και τας επιθυμίας του πατρός σας θέλετε να πράττητε. Εκείνος ήτο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος, και δεν μένει εν τη αληθεία· διότι αλήθεια δεν υπάρχει εν αυτώ. Όταν λαλή το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί· διότι είναι ψεύστης, και ο πατήρ αυτού του ψεύδους.»—Ιωάννης 8:44.
24. Τι έπρεπε τώρα να κάμη η Εύα, αλλ’ από ποια ανεξάρτητη σκέψι ελκύσθηκε να παρατηρή αυτόν τον καρπό από την απατηλή άποψι;
24 Ενώπιον αυτού του πατρός του ψεύδους, τι έπρεπε τώρα να κάμη η Εύα; Γιατί να μη ρωτήση τον σύζυγό της ο οποίος δεν ήταν μόνο η κεφαλή της υπεύθυνος για τη λήψι αποφάσεων, αλλά ήταν και ο προφήτης του Ιεχωβά; Αλλ’ αυτό το ζήτημα της αυτοδιαθέσεως όπως του Θεού είχε τώρα υποβληθή στην Εύα, και αυτή ειλκύσθη να εισέλθη στο πνεύμα της αυτοδιαθέσεως. Η δύναμις της αυτοδιαθέσεως ήταν περιτυλιγμένη σ’ εκείνον τον καρπόν του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Αντί ν’ αποστραφή την ευτελή συκοφαντία ότι ο ουράνιος Πατήρ της ήταν ψεύτης, που ήθελε να μονοπωλήση τη γνώσι του καλού και του κακού· αντί ν’ αναλάβη την υπεράσπισι του ονόματός Του, η Εύα εξακολουθούσε να παρατηρή τον απαγορευμένο καρπό από την απατηλή άποψι. Αυτός ο καρπός δεν εφαίνετο τώρα θανατηφόρος· εφαίνετο ολοένα περισσότερο ελκυστικός όσο εξακολουθούσε να τον παρατηρή.
25. Ποια πορεία ενεργείας προς την αμαρτία, όπως περιγράφεται από τον μαθητή Ιάκωβο, ήταν τώρα φανερή στην Εύα;
25 Η πορεία ενεργείας που μπορεί να ελκύση ακόμη κι ένα τέλειο πλάσμα σε αμαρτία εναντίον του Θεού ήταν τώρα φανερή στην Εύα. Ο Χριστιανός μαθητής Ιάκωβος πρέπει να την είχε υπ’ όψι, όταν έγραφε: «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη, Ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει. Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν· η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.»—Ιάκωβος 1:13-15.
26. Ποιου πράγματος απώλεσε την όρασι η Εύα με το να φάγη από τον απαγορευμένο καρπό και σε ποια ερωτήματα, που περιελαμβάνοντο στο ζήτημα, ετυφλώθη;
26 Σχετικά με τούτο, η Γένεσις 3:6 αναφέρει τα εξής: «Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν· και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε.» Η Εύα άφησε την επιθυμία της για τον καρπό και τις προ ολίγου διαφημισμένες ιδιότητές του να διαταράξουν την ισορροπία της κρίσεώς της. Απώλεσε την όρασι του τι θα εσήμαινε να λάβη και να φάγη απ’ αυτόν τον καρπό: ανυπακοή στον ουράνιο Πατέρα και Θεό της! Ετυφλώθη ως προς το ήδη διαφιλονικούμενο ζήτημα ή σημείο, το σημείο που ετέθη τώρα σε αμφισβήτησι: Ήταν ψεύτης ο ουράνιος Πατήρ της; Ήταν κατάλληλο, ήταν θεοκρατικό να υπόκειται στον Πατέρα και Θεό της και στη συζυγική κεφαλή της; Θα εξακολουθούσε να είναι τέκνον του Θεού ή θα εγίνετο τώρα τέκνον εκείνου που κατερράκωσε την καλή φήμη του Πατρός της, δηλαδή τέκνον του Διαβόλου, μέλος της οικογενείας τών ψευδολόγων; Απειθώντας στον ουράνιο Πατέρα της, θα έπαυε τη λατρεία της προς αυτόν και θ’ απεμακρύνετο από την αγνή, αληθινή, καθαρή και αμόλυντη θρησκεία;—Ιάκωβος 1:26, 27.
27. Τι υποστηρίζει η θρησκευτική και ηθική κατάστασις του ανθρωπίνου γένους σήμερα ως προς την απόφασι της Εύας;
27 Όλ’ αυτά ήσαν συνδεδεμένα με το ζήτημα, για το οποίον η Εύα έπρεπε ν’ αποφασίση. Το άγιον όνομα του Θεού επρόκειτο να επηρεασθή· ναι, όλοι οι απόγονοί της έως σήμερα επρόκειτο να επηρεασθούν από την απόφασι της Εύας. Η θρησκευτική και ηθική κατάστασις του ανθρωπίνου γένους σήμερα υποστηρίζει ότι η Βιβλική αναγραφή είναι αληθινή, ότι η Εύα απεφάσισε υπέρ του Διαβόλου, του συκοφάντου του Ιεχωβά Θεού, και ότι διέπραξε παράβασι. Αλλ’ ο σύζυγός της θα το επεδοκίμαζε αυτό; Η Εύα θα το έβλεπε!
28. Τι έκαμε η Εύα προτού ο Αδάμ φάγη τον καρπό που του έδωσε;
28 Η σαφής Βιβλική αναγραφή συνεχίζει: «Και έδωκε και εις τον άνδρα [ις] αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε. Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα.» (Γένεσις 3:6, 7) Η Εύα δεν έδωσε απλώς στον σύζυγό της τον απαγορευμένο καρπό· του μίλησε επίσης κι εχρησιμοποίησε τη γυναικεία επιρροή της για να τον πείση να παραβή μαζί της τον νόμον του Θεού, προς όνειδος του ονόματος του Θεού.
29. Ποιες υποχρεώσεις παρημέλησε ο Αδάμ, και τι έχασε ο Αδάμ με το να προχωρήση;
29 Προς λύπην μας σήμερα, ο Αδάμ δεν την διώρθωσε και δεν εστιγμάτισε τον Διάβολο ως ψεύτη, όπως έπραξε ο μετέπειτα Υιός του Θεού επί γης, ο Ιησούς Χριστός. Ως προφήτης του Θεού, ο Αδάμ δεν υπερήσπισε το όνομα και τη φήμη του Ιεχωβά. Δεν εξεδηλώθη πρώτος, τελευταίος και παντοτινά υπέρ της αγνής μορφής λατρείας του Θεού, της καθαρής και αμολύντου θρησκείας. Ο Αδάμ δεν έζησε σύμφωνα με την ευθύνη του ως συζύγου και κεφαλής της συζύγου. Δεν αρνήθηκε να οδηγηθή προς την εσφαλμένη κατεύθυνσι από τη σύζυγό του, η οποία τώρα θέλησε ν’ αναλάβη ηγεσία αντίθετα προς τη θεία διάταξι. Ο Αδάμ, μη λαμβάνοντας υπ’ όψι τη δαπάνη που θα υφίστατο, άφησε να ισχύση το ολοφάνερο ψεύδος και η συκοφαντία εναντίον του ονόματος του ουρανίου Πατρός του. Ο Αδάμ εσκεμμένως παρεμέρισε τον νόμον του Θεού και άκουσε την παραβάτιδα σύζυγό του, η οποία ήθελε να γίνη θεά, προφήτις, μάντις μιας νέας θρησκείας ή μορφής λατρείας. Σύμφωνα με τον νόμο των συνεπειών, το αποτέλεσμα τούτου θα ήταν εκείνο που αναφέρεται από τον Χριστιανό απόστολο Ιωάννη: «Πας όστις παραβαίνει και δεν μένει εν τη διδαχή του Χριστού, Θεόν δεν έχει.» (2 Ιωάννου 9) Αλλ’ ο Αδάμ επροχώρησε.
30. Τι είχε βεβηλωθή τώρα, τι απεφάσισε ο Θεός και τι έκαμε φέροντας τον Αδάμ και την Εύα σε κρίσι;
30 Το άγιον όνομα του Θεού τώρα είχε βεβηλωθή στον ουρανό από το αόρατο πνευματικό πλάσμα που ήταν πίσω από τον όφιν, και στη γη από τον πρώτον άνδρα και τη γυναίκα. Τώρα εχρειάζετο αγιασμό. Ο Ιεχωβά Θεός, του οποίου το όνομα είναι Ζηλότυπος, σύμφωνα με το εδάφιο Έξοδος 34:14 αμέσως απεφάσισε για τον αγιασμό του. Παρουσιάσθη τωρα ενώπιον των απειθών πλασμάτων του ως ένας Πατήρ και Κριτής, τον οποίον είχαν απαρνηθή. Ο Αδάμ ωμολόγησε την παράβασί του σχετικά με τη συζυγική του θέσι ως κεφαλής και την ευθύνη του, λέγοντας: «Η γυνή [ισσάχ] την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και έφαγον.» Η Εύα που θέλησε να γίνη θεά ωμολόγησε την κακή της κρίσι και την εξαπάτησί της, λέγοντας: «Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον.»—Γένεσις 3:8-13.
31. Πώς διεσαφήνισε ο Ιεχωβά, απευθυνόμενος στον συμβολικό Όφι, ότι το όνομά του είναι άγιο και δεν μπορεί να βεβηλωθή χωρίς τιμωρία και ότι θα αγιασθή στον ωρισμένο καιρό με ένα βέβαιο μέσον;
31 Ο Ιεχωβά Θεός τώρα διεσαφήνισε ότι το όνομά του είναι άγιο ή ιερό και ότι δεν μπορεί να συκοφαντηθή και να βεβηλωθή χωρίς μια αντάξια τιμωρία. Στον αρχικό Συκοφάντη, ο οποίος με δολιότητα απέφυγε ν’ αναφέρη το προσωπικό όνομα του Θεού, είπε: «Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να ήσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού· επί της κοιλίας σου θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γένεσις 3:14, 15) Ο Ιεχωβά Θεός κατέστησε έτσι γνωστόν ότι θα υπήρχε μια γυναίκα, που δεν θα είχε φιλία με τον Διάβολο, τον συμβολικόν Όφιν. Η γυναίκα αυτή ήταν η αγία οργάνωσις του Θεού στον ουρανό, η οποία αγία οργάνωσις των πνευματικών υιών του Θεού ήταν άρρηκτα συνεζευγμένη με Αυτόν όπως πρέπει να είναι μια ευσεβής σύζυγος με τον ευσεβή σύζυγό της. Στον ωρισμένο καιρό του Θεού η ουράνια αυτή οργάνωσις θα γεννούσε ένα Σπέρμα, το οποίον θα συνέτριβε μοιραία την κεφαλή του συμβολικού Όφεως, επειδή εβεβήλωσε το όνομα του Θεού. Αυτό το Σπέρμα θα ήταν το μέσον, που επρόκειτο να αγιάση το άγιον όνομα του Θεού.
32. Τι είπε ο Θεός στην Εύα για την υποταγή της γυναίκας και γι’ αυτό ποιον κανόνα εξέθεσε ο Παύλος για τη Χριστιανική εκκλησία;
32 Ο Θεός τώρα εστράφη στη γυναίκα, που θέλησε ν’ αρχίση μια νέα θρησκεία και που προέτρεξε από τη συζυγική κεφαλή της και ανέλαβε την ηγεσία για όλη την ανθρώπινη οικογένεια στη βεβήλωσι του ονόματος του Θεού. Είπε: «Θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπας θέλεις γεννά τέκνα· και προς τον ανδρα σου [ις] θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει.» (Γένεσις 3:16) Ένεκα της θείας αυτής δηλώσεως ότι ο άνδρας θα εξουσίαζε τη γυναίκα, ο Χριστιανός απόστολος Παύλος εξέθεσε τον εξής κανόνα για την εκκλησία των αγνών λάτρεων: «Η γυνή ας μανθάνη εν ησυχία μετά πάσης υποταγής· εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη, μηδέ να αυθεντεύη επί του ανδρός, αλλά να ησυχάζη. Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα. Και ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» (1 Τιμόθεον 2:11-14) Ας σημειωθή ότι ο Θεός δεν είπε στην Εύα ότι αυτή η ίδια θα ήταν η μητέρα του υποσχεμένου Σπέρματος που επρόκειτο να αγιάση το όνομα του Θεού.
33. Τι υπεστήριξε ο Θεός και τι εσεβάσθη, όταν απευθύνθηκε στον Αδάμ και ποια εκτίμησι των αξιών έκαμε γνωστή;
33 Όταν τώρα απευθύνθηκε στον Αδάμ, ο Ιεχωβά Θεός ως Κριτής δεν εξεδήλωσε αδυναμία. Υπεστήριξε τη μεγαλειότητα του νόμου του που είχε εκδώσει. Δεν εχρησιμοποίησε τη σύγχρονη ψυχολογία του Φρόυντ ώστε να ισχυρισθή ότι ο Αδάμ ήταν παράφρων, όταν παρέβη τον υπέρτατο νόμο, και συνεπώς δεν ήταν υπεύθυνος για την πράξι του και δεν άξιζε να πεθάνη. Ο Θεός είχε σεβασμό για το όνομά του και για τον τέλειο νόμο του. Στην τελεία του εκτίμησι των αξιών εγνώριζε ότι ο αγιασμός του ονόματός του ενώπιον όλου του ουρανού και όλης της γης ήταν πιο πολύτιμος και σπουδαίος από την σωτηρία των εκουσίων αμαρτωλών. Γι’ αυτό, ο Θεός είπε στον υπεύθυνο αμαρτωλό Αδάμ:
34. Τι είπε ο Θεός στον αμαρτωλό Αδάμ;
34 «Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα, εις σε λέγων, Μη φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου· με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε· και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού· εν το ίδρωτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην [αδαμά], εκ της οποίας [Αδάμ] ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.»—Γένεσις 3:17-19.
35. Επέβαλε ο Θεός την ποινή στον Αδάμ με φυλάκισι ή πώς;
35 Αυτό εσήμαινε ότι ο Αδάμ έπρεπε να εκβληθή από τον παράδεισο της Εδέμ και να πεθάνη έξω. Εξεβλήθη, διότι ο θείος Κριτής επέβαλε την καταδίκη. «Και είπεν Ιεχωβά ο Θεός, έγεινε ο Αδάμ ως είς εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν· και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως·—Όθεν Ιεχωβά ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ, δια να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη. Και εξεδίωξε τον Αδάμ και κατά ανατολάς του παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα Χερουβείμ, και την ρομφαίαν την φλογίνην, την περιστρεφομένην, δια να φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής.» (Γένεσις 3:22-24, ΜΝΚ) Ο Αδάμ δεν ετέθη σε κάποια φυλακή για να πεθάνη. Εξεβλήθη από τον παράδεισο της Εδέμ για να τηρήται μακριά από το δένδρον της ζωής, και του εδόθη ελεύθερη περιφορά στην έξω γη.
36. Τι δείχνει αν ο Αδάμ άξιζε να ζήση ποτέ στον ουρανό, και πώς πληροφορούμεθα ότι η καταδίκη του Αδάμ εκ μέρους του Θεού εξετελέσθη πλήρως;
36 Αν ο Αδάμ δεν άξιζε να ζη σε παράδεισο στη γη και ποτέ δεν επανήλθε σ’ αυτόν, τότε βέβαια δεν άξιζε να ζήση ποτέ στον ουρανό. Πέθανε έξω από τον παράδεισο της Εδέμ και έξω από τον ουρανό, ενώ τα υπεράνθρωπα χερούβ και η ρομφαία η φλογίνη η περιστρεφομένη, εφύλατταν την είσοδο του παραδείσου και το δένδρον της ζωής που ήταν μέσα σ’ αυτόν. Η γραπτή ιστόρησις του θείου Κριτού μνημονεύει το γεγονός αυτό, για να πληροφορήση όλους μας ότι η καταδίκη του θανάτου εξετελέσθη πλήρως: «Και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.»—Γένεσις 5:5.
37. Πού πήγε ο Αδάμ όταν πέθανε, και τι έγινε;
37 Πού πήγε ο Αδάμ; Δεν πήγε στον ουρανό, ούτε επέστρεψε στον παράδεισο της Εδέμ, αλλ’ επέστρεψε στη γη (αδαμά) από την οποία είχε ληφθή. Ύστερα από εννεακόσια τριάντα χρόνια, που ήταν μια «ψυχή ζώσα» στη γη, έγινε τώρα μια νεκρή ψυχή στη γη, στο χώμα.—Γένεσις 2:7.
38. (α) Πώς συνώψισε ο Παύλος το αποτέλεσμα που είχε για μας εκείνη η βεβήλωσις του ονόματος του Θεού; (β) Αντιθέτως, σε τι θα καταλήξη ο αγιασμός του ονόματος του Θεού;
38 Τι αποτέλεσμα είχε για μας σήμερα εκείνη η βεβήλωσις του ονόματος του Θεού από τον Αδάμ; Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος μάς το συνοψίζει στην επιστολή του προς την εκκλησία της Ρώμης, λέγοντας: «Καθώς δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες. ήμαρτον—. Αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωυσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ, όστις είναι τύπος του μέλλοντος. . . . Καθώς λοιπόν δι’ ενός αμαρτήματος ήλθε κατάκρισις εις πάντας ανθρώπους, . . . δια της παρακοής του ενός ανθρώπου οι πολλοί κατεστάθησαν αμαρτωλοί, . . . εβασίλευσεν η αμαρτία δια του θανάτου.» (Ρωμαίους 5:12, 14, 18, 19, 21) Πρέπει ν’ αναμένεται, λοιπόν, ότι ο αγιασμός του ονόματος του Θεού δια της υπακοής εκείνου προς τον οποίον ο Αδάμ στην αρχή είχε ομοιότητα, θα καταλήξη σε μια κυριαρχία της ζωής για όλους εκείνους που τηρούν ιερόν το όνομα του Θεού.
[Υποσημείωση]
a Είναι κατάλληλο εδώ ν’ αναφερθούμε στο σύγγραμμα Pugio Fidei (Εγχειρίδιον της Πίστεως) που εγράφη από τον Δομινικανό μοναχό του δεκάτου τρίτου αιώνος Ράυμοντ Μάρτιν, που μνημονεύεται στο δεύτερο κεφάλαιο, σελίς 18. Σ’ αυτό μεταφράζει μια περικοπή από το «Μπερεσίθ Ραμπάχ,» Εβραϊκό σχολιολόγιο του τρίτου αιώνος, που ερμηνεύει το βιβλίο της Γενέσεως εδάφιον προς εδάφιον, συχνά δε λέξιν προς λέξιν. Ο Μάρτιν παραθέτει από το σχολιολόγιο το εδάφιον Γένεσις 2:19 και τα παρεπόμενα εδάφια, σύμφωνα με τα οποία ο Αδάμ κατωνόμασε τα ιπτάμενα πλάσματα και τα επίγεια ζώα. Εδώ το «Μπερεσίθ Ραμπάχ» (17,4) εκθέτει μια παράδοσι του Ραββίνου Ακβά, σύμφωνα με την οποία ο Θεός είπε στον Αδάμ: «Και ποιο είναι το δικό μου όνομα;» Σύμφωνα με το Λατινικό κείμενο του Μάρτιν ο Αδάμ απήντησε ‘יהוה’ Jehova, sive Adonay, quia Dominus es omnium (יהוה Ιεχωβά, σίβε Αδωνάι, κβία Ντόμινους ες Όμνιουμ), που σημαίνει: יהוה Ιεχωβά, ή Αδωνάι, διότι συ είσαι Κύριος πάντων.» Αυτή η παραπομπή χρησιμοποιείται επίσης για να δείξη ότι η μορφή του θείου ονόματος, Ιεχωβά, εχρησιμοποιείτο από τους Ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς από τον τρίτον αιώνα. Βλέπε φωτογραφίαν, σελίς 19.
-
-
Η Βεβήλωσίς του Φέρνει το Τέλος ενός Κόσμου«Αγιασθήτω το Όνομά Σου»
-
-
Κεφάλαιο 4
Η Βεβήλωσίς του Φέρνει το Τέλος ενός Κόσμου
1. Ποιο μεγάλο ερώτημα έγινε στον ουρανό και στη γη, και ποιος προεγνώριζε την απάντησι;
Στον ουρανό και στη γη έξω από τον παράδεισο της Εδέμ έγινε το μέγα ερώτημα, Ποιο θα είναι το Σπέρμα της γυναικός του Θεού για τη συντριβή της κεφαλής του συμβολικού Όφεως, του Διαβόλου ή Συκοφάντου, και την εξάλειψι έτσι της βεβηλώσεως του ονόματος του Θεού; Οι υποθέσεις του ουρανού και της γης ήσαν άξιες στενής παρακολουθήσεως για να γίνη γνωστή η απάντησις. Ο Ιεχωβά, φυσικά, προεγνώριζε ποιος θα ήταν, διότι «απ’ αιώνος είναι γνωστά εις τον Θεόν πάντα τα έργα αυτού.»—Πράξεις 15:17, 18.
2. Πώς ήταν ο γάμος έξω από τον παράδεισο, και τι εγνώρισε η Εύα σ’ εκπλήρωσι της κρίσεως του Θεού εναντίον της;
2 Ο γάμος έξω από τον παράδεισο της Εδέμ δεν ήταν ιδεώδης, όπως ήταν για τον τέλειον Αδάμ και την Εύα στον παράδεισο. Αν εγνώρισε ποτέ η Εύα την εξουσία του συζύγου της, την εγνώρισε τώρα έξω από τον παράδεισο, τώρα που ο σύζυγός της είχε γίνει ένας καταδικασμένος αμαρτωλός. Αυτό ήταν σ’ εκπλήρωσι της κρίσεως του Θεού εναντίον της.—Γένεσις 3:16.
3. Πώς μπορούσε η Εύα να πη ότι απέκτησε άνθρωπον δια του Ιεχωβά, και τι απέδειξε η προσφώνησίς της στη γέννησι του Κάιν;
3 Ήλθε ο καιρός ν’ αποκτήση η Εύα το πρώτο της τέκνον. Ποιο ήταν το όνομά του; Για κάποιο λόγο, ο Αδάμ δεν εχρησιμοποίησε το συζυγικό του, πατρικό του δικαίωμα για να το ονομάση. Το «βιβλίον της γενεαλογίας του ανθρώπου» αναγράφει: «Και [αυτή] εγέννησε τον Κάιν [που σημαίνει ‘Απόκτημα,’ ή πράγμα αποκτημένο]· και είπεν, Απέκτησα άνθρωπον δια του Ιεχωβά.» (Γένεσις 4:1, ΜΝΚ) Μπορούσε να το πη αυτό διότι ο Ιεχωβά, στην κρίσι του εναντίον της, είχε πει ότι θα υπερπλήθυνε τις λύπες της και τους πόνους της κυοφορίας της και ότι με λύπες θα γεννούσε τέκνα. Με την αναφώνησί της στη γέννησι του Κάιν η Εύα απέδειξε ότι εγνώριζε το όνομα του Θεού. «Και προσέτι εγέννησε τον αδελφόν αυτού τον Άβελ.»—Γένεσις 4:2.
4. Τι ησθάνοντο την ανάγκη ν’ αποκτήσουν ο Κάιν και ο Άβελ και ποια βάσις υπήρχε για κάποια ελπίδα να την αποκτήσουν;
4 Και ο Κάιν και ο Άβελ γεννήθηκαν ατελείς, θνήσκοντες, έξω από τον παράδεισο. Η σημασία του ονόματος του Άβελ θα το υπεδήλωνε αυτό, αν ορθώς εννοούμε ότι σημαίνει «πνοή· ατμός· παροδικότης.» Δεν αναφέρεται λατρεία του Ιεχωβά Θεού από τον Αδάμ και την Εύα έξω από την Εδέμ. Αυτοί ήσαν καταδικασμένοι αμαρτωλοί και δεν είχαν βάσι για να τον πλησιάσουν. Ο Θεός δεν είχε δώσει στον Αδάμ και στην Εύα ελπίδα αναστάσεως εκ νεκρών. Έξω από τον παράδεισο της Εδέμ δεν τον υπηρετούσαν. Εν τούτοις, για προσωπικούς λόγους ο Κάιν κι ο Άβελ ησθάνοντο την ανάγκη ν’ αποκτήσουν την εύνοια του Θεού, του οποίου τα χερούβ έστεκαν τοποθετημένα προς ανατολάς του κήπου της Εδέμ για να φράττουν την είσοδο προς το δένδρον της ζωής. Ο Κάιν κι ο Άβελ εγνώριζαν ότι ήσαν αποξενωμένοι από τον Θεό. Πολύ κατάλληλα έφεραν δώρα για να πλησιάσουν τον Θεό, τον οποίον οι γονείς των είχαν θίξει με μομφή στο όνομά Του. Εν τούτοις, ο Ιεχωβά Θεός είχε μνημονεύσει στον όφιν το σπέρμα ή γόνον της γυναικός, και αυτό άφησε την εντύπωσι ότι υπήρχε κάποια ελπίδα για το σπέρμα της Εύας.
5, 6. (α) Ποια διαφορά υπήρχε στον τρόπο με τον οποίον ο Κάιν και ο Άβελ επλησίασαν τον Θεό και γιατί η προσφορά του Άβελ ήταν ανώτερη από την προσφορά του Κάιν; (β) Τι μπορούσε να προσκιάση η θυσία του Άβελ και πώς ο Θεός έδειξε την καταλληλότητα αυτής της θυσίας;
5 Σημειώστε τη διαφορά μεταξύ των δύο ανθρώπων στον τρόπο με τον οποίον επλησίασαν τον Θεό, πιθανώς παρουσία των χερούβ εκείνων, που ήσαν προς ανατολάς του κήπου της Εδέμ. Και οι δύο έφεραν δώρα, αλλ’ ο Άβελ είχε μία προσωπική ιδιότητα, που τον κατέστησε ευπρόσδεκτο στον Θεό. Ποια ήταν αυτή; Η πίστις. Σχετικά με την πίστι εγράφη ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια: «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» (Εβραίους 11:6) Ο Άβελ είχε τέτοια πίστι. Αυτό το πιστοποιεί ο απόστολος Παύλος λέγοντας: «Δια πίστεως ο Άβελ προσέφερε προς τον Θεόν καλητέραν θυσίαν παρά τον Κάιν, δια της οποίας εμαρτυρήθη ότι ήτο δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωκε μαρτυρίαν περί των δώρων αυτού· και δι’ αυτής, καίτοι αποθανών, έτι λαλεί.» (Εβραίους 11:4) Ο Κάιν έφερε μια προσφορά· ο Άβελ έφερε μια θυσία. Ο Κάιν προσέφερε «από των καρπών της γης,» που είχε καλλιεργήσει ως γεωργός με τον ιδρώτα του. Ο Άβελ προσέφερε στον Θεό, ο οποίος μπορεί να δώση ζωή και να αφαιρέση, μια ζωή. Όχι τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή κάποιου προβάτου από το ποίμνιο που εποίμαινε. «Και ο Άβελ προσέφερε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού, και από των στεάτων αυτών.»—Γένεσις 4:3, 4.
6 Ο Άβελ έχυσε το αίμα των, εκχύνοντας τη ζωή τους στον Θεό σε παράστασι της ζωής που εχρειάζετο να προσφερθή για ν’ αποκατασταθή η ζωή στους γυιους του Αδάμ, που πεθαίνουν όπως ο Άβελ. Γι’ αυτόν τον λόγο, η προσφορά του Άβελ είχε πιο πολλή αξία από την προσφορά του Κάιν, η οποία ήταν αναίμακτη. Η θυσία του Άβελ από μερικά πρωτότοκα του ποιμνίου του μπορούσε καλώς να προσκιάση τη θυσία ανθρωπίνης ζωής από έναν τον οποίον ο Ιωάννης ο Βαπτιστής απεκάλεσε ‘Αμνόν του Θεού τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου.’ (Ιωάννης 1:29, 36) Ο Θεός είδε την καταλληλότητα της θυσίας του Άβελ και την επεδοκίμασε, κι έτσι έδειξε ότι την εδέχθη. «Και επέβλεψε με ευμένειαν ο Ιεχωβά επί τον Άβελ, και επί την προσφοράν αυτού· επί δε τον Κάιν και επί την προσφοράν αυτού δεν επέβλεψε.»—Γένεσις 4:4, 5, ΜΝΚ.
7. Πώς επεκαλέσθη ο Κάιν το όνομα του Ιεχωβά, ποια προειδοποίησε έλαβε από τον Ιεχωβά, και γιατί;
7 Και οι δύο αναμφιβόλως επεκαλέσθησαν το όνομα του Ιεχωβά, το οποίον είχαν μάθει από τους γονείς των. Αλλά ο Κάιν το έπραξε αυτό χωρίς πίστι. Εφαντάσθη ότι ως πρωτότοκος του ανθρωπίνου γένους που ήταν, ώφειλε ο Ιεχωβά Θεός να του δείξη θεία εύνοια. Όταν ο Θεός ηυνόησε τον Άβελ, τον νεώτερο αδελφό του, ο Κάιν δεν εταπεινώθη να μιμηθή το παράδειγμα του Άβελ και να προσφέρη τη θυσία ενός καθαρού ζώου: «Και ηγανάκτησεν ο Κάιν σφόδρα, και εκατηφίασε το πρόσωπον αυτού.» (Γένεσις 4:5) Ο Θεός προειδοποίησε τον Κάιν ότι ένα μεγάλο αμάρτημα έκειτο στη θύρα του, επιδιώκοντας να επιπέση εναντίον του Κάιν, και ώφειλε να το υπερνικήση αν ήθελε ν’ αποκτήση την εύνοια του Θεού.—Γένεσις 4:6, 7.
8. Πώς έδειξε ο Κάιν ότι δεν αγαπούσε τον αόρατο Θεό, και τίνος υιός έγινε ο Κάιν σύμφωνα με τη δήλωσι του Ιωάννου;
8 Αργότερα ο Κάιν έβγαλε τον αδελφό του έξω στον αγρό μακριά από τη θέα των χερούβ του Ιεχωβά του επετέθη και τον εφόνευσε. (Γένεσις 4:8) Αυτός δεν ήταν ο τρόπος για να γίνη ο Κάιν γυιος του Θεού· ήταν ο τρόπος για να γίνη ο Κάιν γυιος του Διαβόλου, το σπέρμα του Μεγάλου Όφεως. Ο Κάιν δεν αγαπούσε τον Θεό, τον οποίον και δεν μπορούσε να ιδή, διότι δεν αγαπούσε τον αδελφό του Άβελ, τον οποίον μπορούσε να ιδή και στον οποίον έμενε η εύνοια του Θεού. «Όστις πράττει την αμαρτίαν, είναι εκ του διαβόλου· διότι απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει· . . . να αγαπώμεν αλλήλους· ουχί καθώς ο Κάιν ήτο εκ του πονηρού, και έσφαξε τον αδελφόν αυτού. Και δια τι έσφαξεν αυτόν; Διότι τα έργα αυτού ήσαν πονηρά, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.»—1 Ιωάννου 3:8, 11, 12· 4:20.
9. Πώς ο Κάιν απεκλείσθη από το να πλησιάση τον Θεό με μια προσφορά;
9 Ο Κάιν έγινε κατηραμένος όπως και ο Μέγας Όφις, ο Διάβολος, κι εξωρίσθηκε από τη γειτονιά του κήπου της Εδέμ. Αποκλείσθηκε από το να πλησιάση τον Θεό με προσφορά. «Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα εις τον Ιεχωβά· αλλ’ η δέησις των ευθέων, ευπρόσδεκτος εις αυτόν. Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα· πολλώ μάλλον όταν προσφέρωσιν αυτήν μετά πονηρίας.»—Παροιμίαι 15:8, ΜΝΚ· 21:27.
10. (α) Πού πήγε ο Κάιν και με ποιον, και πώς ωνόμασε την πόλι του; (β) Πώς ο Λάμεχ απεμακρύνθη από τον παραδεισιακό κανόνα γάμου και πώς εμιμήθη τον Κάιν;
10 Σύμφωνα με αυτά, ο Κάιν «κατώκησεν εν τη γη Νωδ [Εξορίας], προς ανατολάς της Εδέμ.» Εξουσίαζε τη σύζυγό του, μια από τις θυγατέρες της Εύας, που του είχε δοθή ως σύζυγος· και την ανάγκασε να τον συνοδεύση στην εξορία. Εκεί εγέννησε στον Κάιν γυιο που ωνομάσθη Ενώχ. Ο Κάιν διατελώντας σε φόβο έκτισε μια πόλι για την προστασία του. Ωνόμασε την πόλι, όχι προς τιμήν του Ιεχωβά Θεού, αλλά προς τιμήν του γιου του Ενώχ. Ο τετρακισέγγονος του Κάιν, ο Λάμεχ, απεμακρύνθη από τον παραδεισιακό κανόνα γάμου κι ενυμφεύθη δύο γυναίκες, την Αδά και τη Σιλλά. Όμοια με τον προπάτορά του, τον Κάιν, ο Λάμεχ εφόνευσε ένα νεανία και κατόπιν ειδοποίησε όλους να μη προβούν σε εκδίκησι εναντίον του, απειλώντας τους με ενδεκαπλασία ποινή.—Γένεσις 4:9-24.
11. Ποιος περιλαμβάνεται πρώτος στο ‘νέφος μαρτύρων,’ για το οποίο γίνεται λόγος εις Εβραίους 12:1, και έτσι ποιοι σήμερα δεν αποτελούν ένα απλούν θρησκευτικό δόγμα σ’ αυτόν τον αιώνα;
11 Όταν εδολοφονήθη ο Άβελ, εφαίνετο ότι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στη γη που να είχε τότε έκδηλη την επιδοκιμασία του Θεού. Ο Άβελ είναι ο πρώτος στον μακρό κατάλογο ονομάτων, στον οποίον αναφέρεται το δωδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής με τα εξής ενθαρρυντικά λόγια: «Λοιπόν και ημείς, περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων, ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα.» (Εβραίους 12:1) Έτσι, ο Άβελ είναι ο πρώτος που μνημονεύεται από αυτό το τόσο μέγα ‘νέφος μαρτύρων.’ Τούτο σημαίνει ότι ο Άβελ ήταν ο πρώτος επιδοκιμασμένος μάρτυς του Ιεχωβά Θεού στη γη, και ότι το ‘τοσούτον νέφος μαρτύρων’ που περιεκύκλωνε τους εξ Εβραίων Χριστιανούς στις ημέρες των δώδεκα αποστόλων, άρχισε να σχηματίζεται με τον Άβελ, τον πρώτο μάρτυρα. Ο Άβελ είναι ο πρώτος της μακράς σειράς μαρτύρων του Ιεχωβά, που συνεχίσθηκε δια μέσου χιλιετηρίδων έως σήμερα. Έτσι, λοιπόν, οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αποτελούν ένα απλούν φαινόμενον ή θρησκευτικό δόγμα που διεμορφώθη στον παρόντα εικοστόν αγώνα.—Εβραίους 11:4-40· Ησαΐας 43:10-12.
12. Ποιος έλαβε τη θέσι του Άβελ, και έτσι από ποιον ξεκινά η γραμμή καταγωγής προς το υποσχεμένο σπέρμα;
12 Στην οικογένεια του Αδάμ εφάνη ότι ήταν κατάλληλο να υπάρχη κάποια αντικατάστασις του επιδοκιμασμένου, θεοσεβούς Άβελ. Προφανώς, λίγο μετά τον θάνατο του Άβελ έλαβε χώραν αυτό που αναγράφεται στη Γένεσι 4:25: «Εγνώρισε δε πάλιν ο Αδάμ την γυναίκα αυτού, και εγέννησεν υιόν, και εκάλεσε το όνομα αυτού Σηθ, λέγουσα, Ότι έδωκεν εις εμέ ο Θεός άλλο σπέρμα αντί του Άβελ, τον οποίον εφόνευσεν ο Κάιν.» Πόσων ετών ήταν ο Αδάμ τότε; Η Γένεσις 5:3-5 απαντά: «Έζησε δε ο Αδάμ εκατόν τριάκοντα έτη, και εγέννησεν υιόν κατά την ομοίωσιν αυτού, κατά την εικόνα αυτού, και εκάλεσε το όνομα αυτού Σηθ· και έγειναν αι ημέραι του Αδάμ, αφού εγέννησε τον Σηθ, οκτακόσια έτη· και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας· και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.» Λόγω της ηλικίας που είχε ο Αδάμ όταν εγέννησε τον Σηθ, μετά τον βίαιο θάνατο του Άβελ, υποτίθεται ότι ο Άβελ θα ήταν περίπου εκατό ετών ηλικίας στον θάνατό του. Σε αρμονία με την αντικατάστασι του Άβελ δια του Σηθ, η μακρά γραμμή καταγωγής προς την ανθρώπινη γέννησι του υποσχεμένου Σπέρματος της «γυναικός» του Θεού ξεκινά από τον Σηθ, όχι από τον Άβελ, μολονότι ο Σηθ δεν κατονομάζεται ως μάρτυς του Ιεχωβά στην προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο ενδέκατο.—Λουκάς 3:23-38.
13. Τι άρχισε στις ημέρες του γυιου του Σηθ, και γιατί αυτό δεν ήταν για τη σωτηρία της ανθρωπίνης οικογενείας;
13 Ο Σηθ είχε ένα γυιο, στις ημέρες του οποίου άρχισε κάτι που θ’ απέβαινε καταστρεπτικό στον αρχαίο εκείνο κόσμο. «Και έζησεν ο Σηθ εκατόν πέντε έτη, και εγέννησε τον Ενώς.» (Γένεσις 5:6) Αυτό, όμως, έγινε διακόσια τριάντα πέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του Αδάμ. Ποιο ήταν το κακό, που ήλθε τώρα σε ύπαρξι; Ήταν μια αξιοσημείωτη βεβήλωσις του ονόματος του Θεού. Το αναγράφει η Γένεσις 4:26 (ΜΝΚ): «Και εις τον Σηθ ομοίως εγεννήθη υιός· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ενώς. Τότε έγεινεν αρχή να ονομάζωνται με το όνομα του Ιεχωβά.» Αυτό δεν ήταν επίκλησις στον Θεό με αγνή λατρεία για τη σωτηρία της ανθρωπίνης οικογενείας. Όχι· διότι, πριν από εκατόν πέντε και πλέον χρόνια, ο Άβελ είχε αρχίσει να επικαλήται το όνομα του Θεού ως μάρτυς του Ιεχωβά, και υπέστη μαρτύριο γι’ αυτό.
14. Τι πραγματικά είχε αρχίσει στις ημέρες του Ενώς, και γιατί αυτό επέφερε περαιτέρω καταδίκη στους ανθρώπους αν και δεν υπήρχαν τότε οι δέκα εντολές;
14 Γι’ αυτό, εκείνο που είχε αρχίσει στις ημέρες του Ενώς, εγγόνου του Αδάμ, ήταν μια ψευδής μορφή λατρείας, στην οποία το όνομα του Ιεχωβά εχρησιμοποιείτο κακώς, ή εφηρμόζετο ακατάλληλα. Οι άνθρωποι είτε εφήρμοζαν το όνομά Του στους εαυτούς των είτε σε άλλους ανθρώπους, μέσω των οποίων ισχυρίζοντο ότι επλησίαζαν τον Θεό για λατρεία· ή εφήρμοζαν το όνομά Του σε ειδωλικά αντικείμενα ως ορατά, απτά βοηθήματα στην προσπάθειά τους να λατρεύσουν τον αόρατο Θεό. Στην αρχαιότατη εκείνη εποχή, φυσικά, δεν είχαν τις Δέκα Εντολές, που τους απαγόρευαν να έχουν οποιονδήποτε άλλο Θεό εκτός από τον Ιεχωβά, ή τους απαγόρευαν να κάνουν ομοιώματα για ειδωλολατρία, ή τους απαγόρευαν να λαμβάνουν τα όνομα του Θεού επί ματαίω. Παρά τα γεγονός αυτό, τα πράγματα εκείνα ήσαν κακά και ασεβή στις ημέρες του Ενώς, κι επέφεραν περαιτέρω καταδίκη από τον Θεό.
15. Ποιον ήγειρε ο Θεός για να διαμαρτυρηθή για μια τέτοια ‘ονομασία με το όνομα του Ιεχωβά’ και για ποιο πράγμα διεκρίθη ο Ενώχ κάτω από εκείνες τις συνθήκες;
15 Αυτή η βλάσφημη ονομασία «με το όνομα του Ιεχωβά» δεν είχε ως αποτέλεσμα μια πραγματική επιστροφή σ’ αυτόν. Επέφερε τη θρησκευτική εξαθλίωσι του λαού. Ο Αδάμ, που έζησε ανάμεσα σ’ αυτή επί εξακόσια ή και περισσότερα χρόνια, δεν την εσταμάτησε ή δεν μπορούσε να τη σταματήση. Οι άνθρωποι έγιναν τόσο ασεβείς, ώστε ο Θεός ήγειρε έναν προφήτη για να διαμαρτυρηθή γι’ αυτή την κατάστασι, τον Ενώχ, έβδομο στη γενεαλογική γραμμή από τον Αδάμ, ο οποίος ζούσε ακόμη. Αν όλοι οι άνθρωποι που ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά’ περιεπάτουν μαζί του, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να ξεχωρισθή ο Ενώχ ότι το έπραττε αυτό. Το Βιβλικό αποδεικτικό έγγραφο, που είναι γνωστό ως η «γενεαλογία [ιστορία, ΜΝΚ] του Νώε» ξεχωρίζει τον Ενώχ, λέγοντας: «Και έζησεν ο Ενώχ εξήκοντα πέντε έτη, και εγέννησε τον Μαθουσάλα· και περιεπάτησεν ο Ενώχ μετά του Θεού, αφού εγέννησε τον Μαθουσάλα, τριακόσια έτη, και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας· και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Ενώχ τριακόσια εξήκοντα πέντε έτη. Και περιεπάτησεν ο Ενώχ μετά του Θεού, και δεν ευρίσκετο πλέον· διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός.» (Γένεσις 5:21-24· 6:9) Ο Θεός μετέθεσε τον Ενώχ εξήντα εννέα χρόνια προτού γεννηθή ο ιστορικός και προφήτης Νώε, προτού αρχίση η περίοδος που είναι γνωστή ως «ημέραι του Νώε.»—Ματθαίος 24:37.
16. (α) Μεταξύ ποιων μνημονεύεται ο Ενώχ εις Εβραίους 11:5, 6; (β) Τι είχε ο Ενώχ και δεν είχαν οι άνθρωποι που ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά,’ και γιατί ανεδείχθη ως προφήτης;
16 Ο Ενώχ κατονομάζεται δεύτερος στον κατάλογο των μαρτύρων του Ιεχωβά που δίδεται στην επιστολή προς Εβραίους, κεφάλαιο ενδέκατο. Αφού ο κατάλογος ανέφερε πρώτα τον Άβελ, κατόπιν λέγει: «Δια πίστεως μετετέθη ο Ενώχ δια να μη ίδη θάνατον, και δεν ευρίσκετο, διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός· επειδή προ της μεταθέσεως αυτού εμαρτυρήθη ότι ευηρέστησεν εις τον Θεόν. Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν.» (Εβραίους 11:5, 6) Προφανώς, στην εποχή του Ενώχ, οι άνθρωποι, που ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά,’ δεν είχαν πίστι και δεν Τον ευαρεστούσαν. Επειδή ήσαν ειδωλολάτραι και ασεβείς, ο Ενώχ, ο οποίος πραγματικά περιεπάτησε με τον αληθινό Θεό, εχρησιμοποιήθη ως προφήτης για να καταγγείλη αυτούς τους ψευδείς θρησκευομένους και να τους προειδοποιήση για την επερχομένη κρίσι.
17. (α) Ποια πληροφορία έδωσε ο Ιούδας σχετικά με τον Ενώχ; (β) Με ποιον τρόπο μετετέθη ο Ενώχ για να μη ιδή θάνατον;
17 Ο Χριστιανός μαθητής Ιούδας μάς δίνει αυτή την πληροφορία, λέγοντας: «Ουαί εις αυτούς· διότι περιεπάτησαν εις την οδόν του Κάιν, . . . Προεφήτευσε δε περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ, λέγων, “Ιδού, ήλθεν ο Ιεχωβά με μυριάδας αγίων αυτού, δια να κάμη κρίσιν, κατά πάντων, και να ελέγξη πάντας τους ασεβείς εξ αυτών, δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν, και δια πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς”.» (Ιούδας 11, 14, 15, ΜΝΚ) Οι δήθεν θρήσκοι πρέπει να επιθυμούσαν να θανατώσουν τον Ενώχ, ακριβώς όπως ο Κάιν εφόνευσε τον Άβελ. Αλλά κάθε τέτοια απόπειρα κατά της ζωής του Ενώχ προελήφθη με τη μετάθεσί του από τον Θεό, κι έτσι οι ψευδολάτρεις εκείνοι που είχαν πονηρά σχέδια κατά της ζωής του Ενώχ δεν μπορούσαν να τον εύρουν. Ο Θεός δεν μετέθεσε τον Ενώχ στον ουρανό. (Ιωάννης 3:13) Ο Ενώχ πέθανε όπως όλοι οι άλλοι απόγονοι του αμαρτωλού Αδάμ, που πεθαίνουν· αλλ’ ο Ενώχ δεν εγνώριζε ότι πέθαινε σε ηλικία τριακοσίων εξήντα πέντε ετών, μια συγκριτικώς νεαρή ηλικία σ’ εκείνη την εποχή, αφού ο Μαθουσάλας, ο γυιος του Ενώχ, έζησε εννεακόσια εξήντα εννέα χρόνια. (Γένεσις 5:25-27) Αλλ’ ενώ ο Ενώχ ήταν σε έκστασι, είδε ένα όραμα του ερχομένου νέου κόσμου, στον οποίον «ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον,» στη διάρκεια δε του οράματος αυτού ο Θεός περιέκοψε τη ζωή του Ενώχ και μετέθεσε το νεκρό του σώμα εκεί όπου δεν μπορούσαν να το εύρουν οι θρησκευτικοί εχθροί του. Ο Ενώχ, με το να είναι ένας από τους πρώτους μάρτυρας του Ιεχωβά, περιπατώντας με τον αληθινό Θεό, εχρησίμευσε ως παράδειγμα στον δισέγγονό του Νώε.
18. (α) Πώς ο Θεός έδειξε στις ημέρες του Νώε ότι θα προέβαινε σε μια αλλαγή ενεργείας σ’ ένα ωρισμένο καιρό; (β) Πώς ελάτρευε ο Νώε τον Θεό σε αντίθεσι με τους συγχρόνους του;
18 Εξήντα εννέα χρόνια μετά τη μετάθεσι του Ενώχ, ο Λάμεχ, ο γυιος του Μαθουσάλα, εγέννησε τον Νώε. Αλλ’ οι θρησκευτικές συνθήκες γης δεν εβελτιώθησαν. Η βεβήλωσις του ονόματος του Ιεχωβά συνεχίσθηκε και διαδόθηκε. Στη διάρκεια των ημερών του Νώε κι εκατόν είκοσι χρόνια πριν από την καταστρεπτική κρίσι που εχαρακτήρισε τις ημέρες του Νώε, «ο Ιεχωβά είπε, Δεν θέλει καταμείνει πάντοτε το πνεύμα μου μετά του ανθρώπου, διότι είναι σαρξ· αι ημέραι αυτού θέλουσιν είσθαι ακόμη εκατόν είκοσι έτη.» (Γένεσις 6:3, ΜΝΚ) Αυτή η έκφρασις εσήμαινε μια αλλαγή ενεργείας από μέρους του Ιεχωβά έναντι του ανθρώπου, που θα τον δικαιολογούσε ή θα τον εδικαίωνε εφόσον Αυτός είναι πνεύμα, οι δε άνθρωποι είναι απλώς σάρκινοι. Αυτή η αλλαγή ενεργείας από μέρους του μεγάλου Πνεύματος, του Ιεχωβά, επρόκειτο να επέλθη ύστερ’ από εκατόν είκοσι χρόνια. Αλλ’ αυτή η γενναιόφρων παραχώρησις χρόνου ήταν ένδειξις μεγάλης υπομονής από μέρους του Ιεχωβά, εφόσον ήδη επί τόσον μακρό χρονικό διάστημα οι άνθρωποι γενικά δεν τον ελάτρευαν με τρόπο άξιο του ονόματός του. Όπως είπε ο ίδιος ο Υιός του Θεού ύστερ’ από δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια στη διάρκεια μιας συζητήσεως λατρείας: «Ο Θεός είναι πνεύμα· και οι προσκυνούντες αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι.» (Ιωάννης 4:24) Αυτός ήταν ο τρόπος, με τον οποίον τον ελάτρευε ο Νώε, διότι «ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος μεταξύ των συγχρόνων αυτού· μετά του Θεού περιεπάτησεν ο Νώε.»—Γένεσις 6:9.
19, 20. (α) Πώς μερικοί στις ημέρες του Νώε έκαναν όνομα για τον εαυτό τους; (β) Πώς αυτοί ήλθαν σε ύπαρξι;
19 Στην εποχή του Νώε υπήρχαν επάνω στη γη άνθρωποι, που έκαναν όνομα για τον εαυτό τους με ανθρώπους, όχι με τον Θεό. Γι’ αυτό και τα ονόματά τους δεν διεφυλάχθησαν όπως το όνομα του Νώε ως την εποχή μας. Αυτοί ήσαν «άνδρες ονομαστοί,» ή, με περισσότερη κυριολεξία, άνδρες ονόματος. Αυτό ωφείλετο στην ειδική δύναμί τους. Η «ιστορία του Νώε» τους ονομάζει γκιμπορείμ, δηλαδή, «ισχυρούς.» Σε τι ενέκειτο το μυστικό της μεγάλης δυνάμεώς των; Στο ότι αυτοί είχαν γεννηθή από γάμο μεταξύ ουρανίων αγγέλων και ωραίων θυγατέρων ανθρώπων. Άνδρες ή γυναίκες δεν πήγαν στον ουρανό να ενωθούν με αγγέλους. Το αντίθετο έλαβε χώραν. Η «ιστορία του Νώε» αφηγείται με τα εξής λόγια τι συνέβη:
20 «Και ότε ήρχισαν οι άνθρωποι να πληθύνωνται επί του προσώπου της γης, και θυγατέρες εγεννήθησαν εις αυτούς, ιδόντες οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίαι, έλαβον εις εαυτούς γυναίκας εκ πασών όσας έκλεξαν. . . . Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήσαν οι γίγαντες επί της γης, και έτι, ύστερον αφού οι υιοί του Θεού εισήλθον εις τας θυγατέρας των ανθρώπων, και αύται ετεκνοποίησαν εις αυτούς· εκείνοι ήσαν οι δυνατοί, οι έκπαλαι άνδρες ονομαστοί [κατά κυριολεξίαν, άνδρες του ονόματος].»—Γένεσις 6:1-4, 9.
21. Πώς το λεξικό του Ουέμπστερ ορίζει αυτούς τους Νεφιλείμ, και τι σημαίνει αυτή η Εβραϊκή λέξις;
21 Το ασυντόμευτο διεθνές λεξικό του Ουέμπστερ αποκαλεί τους Νεφιλείμ αυτούς φυλήν γιγάντων ή ημιθέων, δηλαδή, ημιθεϊκά όντα ως το σπέρμα μιας θεότητος κι ενός θνητού ανθρώπου, εθεωρούντο δε ότι κατείχαν λιγώτερη δύναμι από ένα θεό. Η Εβραϊκή λέξις Νεφιλείμ κατά γράμμα σημαίνει «Καταρρίπτοντες,» δηλαδή, εκείνοι που καταρρίπτουν άλλους ή τους κάνουν με βία να καταπέσουν. Αυτοί οι Νεφιλείμ, αυτοί οι Καταρρίπτοντες, ήσαν οι δυνατοί, που έκαμαν τον εαυτό τους περίφημο. Οι μητέρες των ήσαν οι ωραίες θυγατέρες του αμαρτωλού ανθρωπίνου γένους, οι δε πατέρες των ήσαν οι «υιοί του αληθινού Θεού.»
22. Πώς ονομάζει το Αλεξανδρινό χειρόγραφο της Ελληνικής «Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα» τους πατέρας των και ποιος ήταν ο κατάλληλος τόπος ζωής γι’ αυτούς τον οποίον εγκατέλειψαν;
22 Το Αλεξανδρινό χειρόγραφο (του πέμπτου αιώνος) της Ελληνικής μεταφράσεως των Εβδομήκοντα, των Εβραϊκών Γραφών, τους ονομάζει «αγγέλους του Θεού.» Ο απόστολος Πέτρος κι ο μαθητής Ιούδας συμφωνούν με αυτή την έννοια της εκφράσεως «οι υιοί του αληθινού Θεού.» Για τα αγγελικά πνεύματα ο κατάλληλος τόπος ζωής ήταν επάνω στον ουρανό στο πνευματικό βασίλειο, όπου ευρίσκοντο ακόμη και πριν από τη δημιουργία της γης μας. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Ιεχωβά Θεός μπορούσε να ερωτήση τον υπομονητικό, Θεοφοβούμενο Ιώβ από τη γη Ουζ: «Πού ήσο ότε εθεμελίονον την γην; . . . Επί τίνος είναι εστηριγμένα τα θεμέλια αυτής; ή τις έθεσε τον ακρογωνιαίον λίθον αυτής, ότε τα άστρα της αυγής έψαλλον ομού, και πάντες οι υιοί του Θεού ηλάλαζον;» (Ιώβ 38:4-7) Αλλά μερικοί αγγελικοί υιοί του Θεού, αφού προσέβλεψαν με πόθο στις ωραίες θυγατέρες των ανθρώπων, επροτίμησαν να κατέλθουν εδώ στη γη και να έλθουν σε γαμήλιες σχέσεις με γυναίκες.
23. Τι αναφέρει ο Ιούδας 5-7 γι’ αυτούς τους αχαρίστους αγγέλους;
23 Η επιστολή του Ιούδα 5-7 (ΜΝΚ), μιλώντας για το πώς αυτοί εγκατέλειψαν το κατοικητήριό τους στην ουράνια οργάνωσι του Θεού κι επροτίμησαν τη γη ως τόπον διαμονής για να έχουν σαρκική επαφή με αμαρτωλές γυναίκες, λέγει: « Ο Ιεχωβά, αφού έσωσε τον λαόν εκ γης Αιγύπτου, απώλεσεν ύστερον τους μη πιστεύσαντας· και αγγέλους οίτινες δεν εφύλαξαν την εαυτών αξίαν, αλλά κατέλιπον το ίδιον αυτών κατοικητήριον, εφύλαξε με παντοτεινά δεσμά υποκάτω του σκότους, δια την κρίσιν της μεγάλης ημέρας· καθώς τα Σόδομα και τα Γόμορρα, και αι πέριξ αυτών πόλεις, εις την πορνείαν παροδοθείσαι κατά τον όμοιον με τούτους τρόπον, και ακολουθούσαι οπίσω άλλης σαρκός, πρόκεινται παράδειγμα.»
24. Με ποια λόγια ομιλεί ο Πέτρος στις δύο επιστολές του για τους ιδίους αυτούς αγγέλους;
24 Τα εδάφια 2 Πέτρου 2:4, 5, συνδέοντας τους αγγέλους αυτούς με τις ημέρες του Νώε, λέγουν: «Ο Θεός δεν εφείσθη αγγέλους αμαρτήσαντας, αλλά ρίψας αυτούς εις τον τάρταρον δεδεμένους με αλύσεις σκότους, παρέδωκε δια να φυλάττωνται εις κρίσιν· και . . . τον παλαιόν κόσμον δεν εφείσθη, αλλά φέρων κατακλυσμόν επί τον κόσμον των ασεβών, εφύλαξεν όγδοον τον Νώε, κήρυκα της δικαιοσύνης.» Ο Πέτρος, επίσης, αναφέρεται σ’ εκείνους τους αγγέλους που είναι στον Τάρταρο ως «τα πνεύματα τα εν τη φυλακή, τα οποία ηπείθησαν ποτέ, ότε η μακροθυμία του Θεού επρόσμενε ποτέ αυτούς εν ταις ημέραις του Νώε.»—1 Πέτρου 3:19, 20.
25. Τι συνέβη στις σχέσεις αυτών των αγγέλων με τον Θεό και την οργάνωσί του, και ποιος έγινε άρχων των και κυβερνήτης των;
25 Όπως ο Διάβολος, ο Μέγας Όφις, έτσι κι εκείνοι οι απειθείς πνευματικοί άγγελοι, απώλεσαν την ιδιότητά των ως υιών του Θεού. Απεχωρίσθησαν από την πιστή ουράνια οργάνωσι του Θεού, την οποίαν Αυτός εχαρακτήρισε ως «γυναίκα» ή σύζυγό του στη Γένεσι 3:15, την οργάνωσι που θα ήταν μητέρα του Σπέρματος για τη συντριβή της κεφαλής του Όφεως και τον αγιασμό του ονόματος του Θεού. Λόγω της παρακοής των, οι πνευματικοί εκείνοι άγγελοι κατερρίφθησαν σε μια ταπεινωτική κατάστασι, που λέγεται Τάρταρος. Ετηρήθησαν σε σκότος ως προς τον σκοπό του Θεού και έξω από το φως της ευνοίας του, και δεν εχρησιμοποιούντο πλέον ως αγγελιαφόροι του Θεού. Επειδή δεν ήσαν πλέον υιοί του αληθινού Θεού, απετέλεσαν το αόρατο μέρος του «σπέρματος» του Μεγάλου Όφεως, του Διαβόλου. Κατεδικάσθησαν να καταστραφούν μαζί του από το Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού. Δεν περιπατούσαν πια με τον αληθινό Θεό. Έγιναν οι υιοί ή τέκνα του Διαβόλου. Αυτός έγινε ο άρχων ή κυβερνήτης των, και αργότερα ωνομάσθη Βάαλ-ζεβούλ, ή, ‘Βέελ-ζεβούλ, ο άρχων των δαιμονίων.’—2 Βασιλέων 1:2, 3· Ματθαίος 12:24-27.
26. Ποιο πράγμα δεν είναι παράδοξο σχετικές με την ηθική επιρροή των υλοποιημένων εκείνων αγγέλων και σχετικά με τον τρόπο ενεργείας των υιών των;
26 Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράδοξο ότι η ηθική επιρροή εκείνων των υλοποιημένων αγγελικών υιών του Θεού ήταν κακή για τους ανθρώπους της εποχής του Νώε, και ότι οι δυνατοί γυιοι των δεν εσέβοντο το άγιον όνομα του Θεού, αλλ’ έκαμαν ονόματα για τους εαυτούς των, ανταγωνιζόμενοι το όνομα του Θεού, του Θεού του Νώε!
27. Γιατί και πώς μετεμελήθη ο Θεός για το ότι έκαμε τον άνθρωπο, αλλά ποιον ευηρεστήθη να σώση;
27 Η «ιστορία του Νώε» αναφέρει: «Είδεν ο Ιεχωβά ότι επληθύνετο η κακία του ανθρώπου επί της γης, και πάντες οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας.» Ο Ιεχωβά «μετεμελήθη» για το ότι έκαμε τον άνθρωπον, με την έννοια ότι το γεγονός ότι έπλασε τον άνθρωπο του έφερε λύπη και το ότι με βέβηλο τρόπο ‘ωνομάζοντο με το όνομα του Ιεχωβά’ τον έθλιψε βαθιά. Και τώρα, επίσης, η σκέψις τού να καταστρέψη αυτούς σε μια παγκόσμια καταστροφή δεν έφερε πραγματική ευχαρίστησι στην καρδιά του: «Μήπως εγώ θέλω τωόντι τον θάνατον του ανόμου, λέγει Ιεχωβά ο Θεός, και ουχί το να επιστρέψη από των οδών αυτού και να ζήση;» (Ιεζεκιήλ 18:23, ΜΝΚ) Αλλ’ ο Νώε ήταν μια παρηγορία στην καρδιά του Θεού, και ο Θεός θα ευηρεστείτο να σώση τον Νώε και την οικογένειά του. «Ο δε Νώε εύρε χάριν ενώπιον του Ιεχωβά. Αύτη είναι η γενεαλογία (ιστορία, ΜΝΚ) του Νώε.»—Γένεσις 6:5-9.
28. Ποιους ωδήγησε ο Νώε να περιπατούν με τον Θεό, και ποιον σκοπό του απεκάλυψε ο Θεός στον Νώε;
28 Όταν ο Νώε έφθασε σε ηλικία πεντακοσίων ετών, ο Θεός άρχισε να τον ευλογή με τέκνα. Από τη μοναδική σύζυγό του απέκτησε τρεις γυιους, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ. Αυτοί εμεγάλωσαν, κι ο Νώε ο πατέρας των εξέλεξε καλές συζύγους γι’ αυτούς. Ο Νώε τους ωδήγησε όλους να περιπατούν με τον αληθινό Θεό. Εκείνο τον καιρό, μόλις εκατό χρόνια πριν από την ερχόμενη παγκόσμια καταστροφή, ο Ιεχωβά Θεός απεκάλυψε στον Νώε τον σκοπό του να κατακλύση με νερό όλο το ανθρώπινο γένος εκτός από τον Νώε και την οικογένειά του.
29. Πώς εποτίζετο η γη εκείνον τον καιρό, και πώς εσκόπευε ο Θεός να βαπτίση τους ασεβείς ανθρώπους σε καταστροφή;
29 Εκείνο τον καιρό υπήρχε πολύ λιγώτερο νερό στη γη από όσο υπάρχει σήμερα. Με τη δύναμι του Θεού, από τη δεύτερη ημέρα της δημιουργίας, το περισσότερο νερό ήταν σε κατάστασι αιωρήσεως πολύ υπεράνω της γης και δεν είχε πέσει ακόμη ως βροχή ή βροχοθύελλα. Η γη εποτίζετο από ποταμούς κι από έναν υδρατμό, που ανήρχετο διαρκώς από τη γη. (Γένεσις 1:6-8· 2:5, 6, 10-14) Ο Νώε εγνώριζε το θαυμαστό αυτό γεγονός από το σύγγραμμα, που είναι γνωστό ως «γένεσις του ουρανού και της γης» και το οποίον φέρει την υπογραφή του Ιεχωβά Θεού. (Γένεσις 2:4) Ο Θεός καθώρισε τον χρόνον της πτώσεως των αιωρουμένων εκείνων υδάτων στο εξακοσιοστό έτος της ηλικίας του Νώε, αρχίζοντας σε μια ωρισμένη ημέρα και μια ωρισμένη ώρα, για να βαπτίση τους ασεβείς ανθρώπους σ’ έναν καταστροφικό κατακλυσμό. Ο Θεός είχε ειπεί στον Νώε πώς επρόκειτο να επιζήση από τον κατακλυσμό.
30. Τι εχρειάζετο λοιπόν ο Νώε, και γιατί η κατασκευή της θα εχρειάζετο πολλή επεξήγησι σ’ ένα κόσμο γεμάτο βία;
30 Ο Νώε εχρειάζετο ένα στεγασμένο πλωτό μέσον. Ο Θεός ο ίδιος κατέστρωσε τα σχετικά σχέδια. Σύμφωνα μ’ αυτά, ο Νώε έπρεπε να κατασκευάση ένα μεγάλο κιβώτιο ή κιβωτό, μήκους 450 ποδών, πλάτους 75 ποδών και ύψους 45 ποδών, με τρεις ορόφους εσωτερικώς, διαιρεμένους σ’ έναν αριθμό θαλάμων ή κελιών. Αυτή η κιβωτός έπρεπε να είναι τελείως υδατοστεγής κατόπιν επαλείψεως με πίσσα εσωτερικώς και εξωτερικώς. Όταν θα επερατούτο η κατασκευή της, με την εντολή του Θεού, θα εισήγοντο μέσα στην κιβωτό στα καθωρισμένα διαμερίσματά των είδη πτηνών, ζώων και ερπετών. Τελικά ο Νώε και η οικογένειά του έπρεπε να εισέλθουν κι αυτοί και να μείνουν μέσα. Αυτή η υπόθεσις εσήμαινε χρόνια εργασίας για τον Νώε και την οικογένειά του, κι έτσι το έργον ήταν τεράστιο. Ήταν ένα έργο διάφορο από κάθε άλλο προηγούμενο έργο στην ανθρώπινη ιστορία, και θα εγίνετο αντικείμενον ομιλίας σε όλο το ανθρώπινο γένος δια μέσου των ετών. Θα εχρειάζετο πολλή επεξήγησι από τον Νώε και την οικογένειά του, και μάλιστα σε καιρό, που η γη ήταν γεμάτη από βία.—Γένεσις 6:13-21.
31. Πώς ο Νώε επέδειξε ασυνήθη πίστι σχετικά μ’ αυτό;
31 Τι έκαμε ο Νώε; Μήπως φοβήθηκε τι θα έλεγαν οι γείτονες και τι θα εσκέπτετο ο κόσμος; Όχι! «Και έκαμεν ο Νώε κατά πάντα όσα προσέταξεν εις αυτόν ο Θεός· ούτως έκαμε.» (Γένεσις 6:22) Αυτό απαιτούσε έναν ασυνήθη βαθμό πίστεως, και ο Νώε την είχε.
32. Σε ποια θέσι κατατάσσεται ο Νώε στο ενδέκατο κεφάλαιο προς Εβραίους ως μάρτυς του Ιεχωβά και γιατί η πίστις του δεν κατέρρευσε στις σκωπτικές ερωτήσεις για το τι θα εγίνετο κατόπιν όλο το νερό του κατακλυσμού;
32 Το εδάφιον Εβραίους 11:7, κατατάσσοντας τον Νώε ως τον τρίτον επιφανή μάρτυρα του Ιεχωβά στην ιστορία, αναφέρει: «Δια πίστεως ο Νώε ειδοποιηθείς θεόθεν περί των μη βλεπομένων έτι, εφοβήθη, και κατεσκεύασε κιβωτόν προς σωτηρίαν του οίκου αυτού· δι’ ης κατέκρινε τον κόσμον, και έγεινε κληρονόμος της δια πίστεως δικαιοσύνης.» Η πίστις του Νώε δεν κατέρρευσε, αν άπιστοι άνθρωποι σκωπτικώς ρωτούσαν τι θα έκανε κατόπιν ο Θεός όλο το νερό, αν ο Θεός θα πλημμυρούσε ολόκληρη τη γη και θα έπνιγε κάθε ζωντανό πράγμα έξω από την κιβωτό. Ο Νώε είχε το έγγραφο της ‘γενέσεως του ουρανού και της γης.’ Απ’ αυτό εγνώριζε ότι μια φορά στο παρελθόν ολόκληρη η γη ήταν σκεπασμένη με ύδατα και την τρίτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός είπε: «Ας φανή η ξηρά,» και ότι ανεφάνη η ξηρά, πάνω στην οποία ζούσε κατόπιν ο κόσμος των ανθρώπων. Δεν θα ήταν διόλου αδύνατο για τον Παντοδύναμο Θεό να εκτελέση το ίδιο μετά τον επερχόμενο κατακλυσμό.—Γένεσις 1:9-13.
33. Πότε ο Νώε απεδείχθη «κήρυξ δικαιοσύνης» και πώς έδειξε ο Ιεχωβά ότι είναι ένας τέλειος Τηρητής του χρόνου;
33 Ο Νώε ήταν «κήρυξ δικαιοσύνης» προτού ακόμη αρχίση να κατασκευάζη την κιβωτό. Εξακολούθησε να κηρύττη δικαιοσύνη και μετά την έναρξι κατασκευής αυτής της κιβωτού της σωτηρίας, όχι διότι ο Ιεχωβά Θεός του έδωσε οποιαδήποτε ελπίδα να μεταστρέψη κάποιον έξω από την οικογένειά του και να σώση αυτόν τον προσήλυτο, εισάγοντάς τον στην κιβωτό με την οικογένειά του. (2 Πέτρου 2:5) Ο Νώε και η οικογένειά του, υπό την προστασία του Θεού στον τελευταίον εκείνον αιώνα του παλαιού κόσμου που εχαρακτηρίζετο από βία, ηθική εξαθλίωσι και την παρουσία απειθών υλοποιημένων αγγέλων και των δυνατών Νεφιλείμ, απεπεράτωσαν την κατασκευή της κιβωτού και την εφωδίασαν με τρόφιμα αρκετά για ένα μακρό κατακλυσμό. Η τελική εβδομάς άρχισε. Ο Ιεχωβά, ως ένας τέλειος Τηρητής του χρόνου, είπε τώρα στον Νώε: «Έτι μετά επτά ημέρας εγώ φέρω βροχήν επί της γης τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· και θέλω εξαλείψει από προσώπου της γης παν ό,τι υπάρχει, το οποίον εποίησα.» Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Ο Νώε ενήργησε χωρίς καθυστέρησι.
34. Πώς τα ζώα, που επρόκειτο να σωθούν, εισήχθησαν στην κιβωτό, και πότε εισήλθε ο Νώε και η οικογένειά του στην κιβωτό για να κλεισθούν μέσα;
34 «Ήτο δε ο Νώε εξακοσίων ετών, ότε έγεινεν ο κατακλυσμός των υδάτων επί της γης. Και εισήλθεν ο Νώε, και οι υιοί αυτού, και η γυνή αυτού, και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού, εις την κιβωτόν, εξ αιτίας των υδάτων του κατακλυσμού. Από των κτηνών των καθαρών, και από των κτηνών των μη καθαρών, και από των πτηνών, και από πάντων των ερπόντων επί της γης, δύο δύο εισήλθον προς τον Νώε εις την κιβωτόν, άρσεν και θήλυ, καθώς προσέταξεν ο Θεός εις τον Νώε. Και μετά τας επτά ημέρας, τα ύδατα του κατακλυσμού επήλθον επί της γης. Κατά την αυτήν ταύτην ημέραν εισήλθεν ο Νώε, και οι υιοί του Νώε, Σημ, και Χαμ, και Ιάφεθ, και η γυνή του Νώε, και αι τρεις γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτών, εις την κιβωτόν· . . . Και έκλεισεν ο Ιεχωβά την κιβωτόν επάνω αυτού.»—Γένεσις 7:4-10, 13-16, ΜΝΚ.
35. Τι έκαμε τώρα ο Ιεχωβά, και πώς διεκρίθη από τους ειδωλολατρικούς θεούς των ανθρώπων;
35 Τότε Ιεχωβά Θεός εξετέλεσε την πρώτη του «βροχοποίησι» σχετικά με το ανθρώπινο γένος. Αφού έκλεισε τον Νώε και την οικογένειά του και τα διάφορα είδη των γηίνων πλασμάτων μέσα στην υδατοστεγή κιβωτό, απέλυσε τα ύδατα που ήσαν αιωρούμενα υπεράνω της γης επί πολλές χιλιάδες χρόνια. Κανείς από τους ειδωλολατρικούς θεούς των ασεβών ανθρώπων του προκατακλυσμιαίου αυτού κόσμου δεν είχε προείπει τη βροχή ούτε προειδοποίησε τους λάτρεις του. Ο Νώε κι η οικογένειά του θα μπορούσαν καλά να χρησιμοποιήσουν τα λόγια που εγράφησαν πολύ αργότερα: «Υπάρχει μεταξύ των ματαιοτήτων των εθνών διδούς βροχήν; ή οι ουρανοί δίδουσιν υετούς; Δεν είσαι συ αυτός ο δοτήρ, Ιεχωβά Θεέ ημών; Δια τούτο θέλομεν σε προσμένει· διότι συ έκαμες πάντα ταύτα.»—Ιερεμίας 14:22, ΜΝΚ.
36. Πώς ο Θεός έδωσε προειδοποίησι στους ανθρώπους για τον κατακλυσμό, και πώς αυτοί συμπεριεφέρθησαν απέναντι αυτής της προειδοποιήσεως;
36 Μέσω του Νώε και της οικογενείας του, ο Θεός, και προφορικώς και με την κατασκευή της κιβωτού, έδωσε υπομονητικά και επί πολλά χρόνια προειδοποίησι για τον κατακλυσμό στους ασεβείς· αλλ’ αυτοί δεν είχαν πίστι. Δεν συνεκινήθησαν από φόβο των «μη βλεπομένων έτι.» Γι’ αυτό δεν έδωσαν σημασία και δεν επρόσεξαν. Εξακολουθούσαν να ζουν όπως συνήθως, τρώγοντας και πίνοντας, νυμφεύοντας και νυμφευόμενοι. Οι υλοποιημένοι υιοί του Θεού εξακολουθούσαν ν’ απολαμβάνουν την έγγαμη ζωή τους με τις ωραίες θυγατέρες των ανθρώπων. Οι απόγονοί των οι Νεφιλείμ εξακολούθησαν να επιδεικνύουν τη δύναμί τους και να κάνουν ονόματα για τους εαυτούς των. (Λουκάς 17:26, 27) Έτσι, η μόνη θύρα της κιβωτού του Νώε έκλεισε αφήνοντάς τους έξω.
37. Πότε και πώς ήλθε ο κατακλυσμός, πότε απεσύρθησαν τα νερά και πότε εξηράνθη η γη;
37 «Το εξακοσιοστόν έτος της ζωής του Νώε, τον δεύτερον μήνα, την δεκάτην εβδόμην ημέραν του μηνός [δηλαδή, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου], ταύτην την ημέραν εσχίσθησαν πάσαι αι πηγαί της μεγάλης αβύσσου, και οι καταρράκται των ουρανών ηνοίχθησαν. Και έγεινεν ο υετός επί της γης τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας. Και εκραταιούντο τα ύδατα, και επληθύνοντο σφόδρα επί της γης· και η κιβωτός εφέρετο επί της επιφανείας των υδάτων. Και τα ύδατα υπερεκραταιούντο σφόδρα επί της γης· και εσκεπάσθησαν πάντα τα όρη τα υψηλά τα υποκάτω παντός του ουρανού. Δεκαπέντε πήχας υπεράνω υψώθησαν τα ύδατα, και εσκεπάσθησαν τα όρη. Εκ πάντων των όντων επί της ξηράς, πάντα όσα είχον πνοήν ζωής εις τους μυκτήρας αυτών, απέθανον. Και εκραταιούντο τα ύδατα επί της γης εκατόν πεντήκοντα ημέρας. Και ενεθυμήθη ο Θεός τον Νώε, και πάντα τα ζώα, και πάντα τα κτήνη, τα μετ’ αυτού εν τη κιβωτώ· και διεβίβασεν ο Θεός άνεμον επί την γην, και τα ύδατα εστάθησαν. Κατά δε το εξακοσιοστόν πρώτον έτος του Νώε, την πρώτην του πρώτου μηνός, εξέλιπον τα ύδατα από της γης· . . . Και την εικοστήν εβδόμην ημέραν του δευτέρου μηνός εξηράνθη η γη.»—Γένεσις 7:11, 12, 18-20, 22, 24· 8:1, 13, 14.
38. (α) Πότε και πού εξήλθε ο Νώε και η οικογένειά του από την κιβωτό; ( β) Τι λοιπόν απωλέσθη και πώς;
38 Επτά μήνες και πλέον πριν απ’ αυτό το γεγονός, η κιβωτός είχε καθήσει επάνω σε μια από τις κορυφές του όρους Αραράτ, όπου είναι τώρα η Αρμενία, στη Μικρά Ασία. Ο Νώε, αφού επέρασε σώος ένα πλήρες σεληνιακό έτος και δέκα ημέρες μέσα στην κιβωτό, διετάχθη από τον Θεό να εξέλθη με την οικογένειά του και τα άλλα ζώντα πλάσματα. «Κατά τα είδη αυτών, εξήλθον εκ της κιβωτού.» (Γένεσις 8:19) Ήσαν πάλι στην ίδια παλαιά γη· αυτή δεν απωλέσθη. Παρέμεινε ως δημιουργία του Θεού, προωρισμένη για αιώνια κατοικία του ανθρώπου. (Ησαΐας 45:12, 18) Αλλ’ ένας κόσμος ανθρώπων, που υπήρχε τότε, απωλέσθη, ένας κόσμος βεβηλωτών του ονόματος του Θεού. Ο απόστολος Πέτρος προειδοποιεί εμάς τους σημερινούς ανθρώπους να μην αφήσωμε το γεγονός εκείνο να διαφύγη την προσοχή μας λόγω κάποιας ποθητής σκέψεως. Ο Πέτρος, προλέγοντας για τους εμπαίκτας τού εικοστού αιώνος μας, γράφει: «Διότι εκουσίως αγνοούσι τούτο, ότι με τον λόγον του Θεού οι ουρανοί έγειναν έκπαλαι, και η γη συνεστώσα εξ ύδατος και δι’ ύδατος· δια των οποίων ο τότε κόσμος απωλέσθη κατακλυσθείς υπό του ύδατος.» (2 Πέτρου 3:3-6) Αυτό είναι ένα προειδοποιητικό παράδειγμα για μας σήμερα.
39. Πώς ο Νώε άρχισε τη ζωή στον τότε νέο κόσμο, και τι είπε ο Θεός με την καρδιά του για να εκφράση την εκτίμησί του;
39 Ο Νώε και η Θεοσεβής οικογένειά του επέζησαν από το τέλος ενός καταδικασμένου κόσμου. Ποιος ήταν αίτιος τούτου; Ο Νώε εγνώριζε και ανεγνώριζε Εκείνον. Ο Νώε άρχισε τη ζωή στον τότε νέο κόσμο με οικογενειακή λατρεία Εκείνου. Η ιστορία αυτών που επέζησαν από τον Κατακλυσμό, «η ιστορία των υιών του Νώε, Σημ, Χαμ και Ιάφεθ,» αναφέρει: «Και ωκοδόμησεν ο Νώε θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά· και έλαβεν από παντός κτήνους καθαρού, και από παντός πτηνού καθαρού, και προσέφερεν ολοκαυτώματα επί του θυσιαστηρίου.» Αυτό εφάνη καλό στον Θεό. «Και ωσφράνθη ο Ιεχωβά οσμήν ευωδίας· και είπεν ο Ιεχωβά εν τη καρδία αυτού, Δεν θέλω καταρασθή πλέον την γην εξ αιτίας του ανθρώπου· διότι ο λογισμός της καρδίας του ανθρώπου είναι κακός εκ νηπιότητος αυτού· ουδέ θέλω πατάξει πλέον πάντα τα ζώντα, καθώς έκαμον· εν όσω μένει η γη, σπορά και θερισμός, και ψύχος και καύμα, και θέρος και χειμών, και ημέρα και νυξ, δεν θέλουσι παύσει.»—Γένεσις 8:15-22, ΜΝΚ.
40. Τι προσέταξε τότε ο Θεός στον Νώε και την οικογένειά του να κάμουν, και ποια διαθήκη έδωσε που εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα;
40 Ο Θεός ευλόγησε τον Νώε και την οικογένειά του και τους προσέταξε να γεμίσουν τη γη με το σπέρμα τους· τότε έκαμε να εμφανισθή ένα τόξον στη νεφέλη και διεκήρυξε τη διαθήκη του προς όλο το ανθρώπινο γένος, το οποίον αντεπροσωπεύετο από τον Νώε και την οικογένειά του. Η διαθήκη εκείνη εφαρμόζεται και σήμερα, διότι ο Θεός είπε: «Τούτο είναι το σημείον της διαθήκης, την οποίαν εγώ κάμνω μεταξύ εμού και υμών, και παντός εμψύχου ζώου το οποίον είναι με σας, εις γενεάς αιωνίους· Θέτω το τόξον μου εν τη νεφέλη, και θέλει είσθαι εις σημείον διαθήκης μεταξύ εμού και της γης· και όταν συννεφώσω νεφέλην επί της γης, θέλει φανή το τόξον εν τη νεφέλη· και θέλω ενθυμηθή την διαθήκην μου, την μεταξύ εμού και υμών, και παντός εμψύχου ζώου εκ πάσης σαρκός· και τα ύδατα δεν θέλουσι πλέον είσθαι εις κατακλυσμόν δια να εξαλείψωσι πάσαν σάρκα.»—Γένεσις 9:1-15.
41. Τι εξακολουθεί να μας υπενθυμίζη αυτή τη διαθήκη, και πώς ο Θεός εξεδήλωσε τη συνεχή του υποστήριξί της στις ημέρες του Ησαΐα;
41 Κανένας κατακλυσμός σαν εκείνον δεν συνέβη στη διάρκεια των σαράντα τριών αιώνων από τότε, το δε θελκτικό ουράνιο τόξο εξακολουθεί να μας υπενθυμίζη ότι δεν θα γίνη ποτέ πάλι τέτοιος κατακλυσμός. Η διαθήκη Του είναι απαράβατη. Ύστερ’ από δεκαέξη αιώνες και πλέον ο Θεός εξεδήλωσε τη συνεχή του υποστήριξι της αντικατακλυσμικής διαθήκης του, λέγοντας: «Τούτο είναι εις εμέ ως τα ύδατα του Νώε· επειδή καθώς ώμοσα ότι τα ύδατα του Νώε δεν θέλουσιν επέλθει πλέον επί την γην . . .»—Ησαΐας 54:9.
42. Πώς ενήργησε ο Θεός για τον αγιασμό του ονόματός του απέναντι εκείνων που εβεβήλωναν το όνομά του στις ημέρες του Νώε;
42 Με τον κατακλυσμό εκείνον ο Θεός αγίασε το όνομά του Ιεχωβά. Δεν έκρινε αθώον τον παλαιόν εκείνον κόσμο, ο οποίος συνεχώς εβεβήλωνε το όνομά του ως το τέλος. Κατέστρεψε το μικτογενές σπέρμα γυναικών και απειθών υιών του αληθινού Θεού. Έκαμε να παύση το όνομα και η φήμη των δυνατών εκείνων ανδρών, των Νεφιλείμ. Ανάγκασε τους αφύσικους πατέρες των ν’ αφήσουν τις υλοποιημένες ανθρώπινες μορφές των και να διαφύγουν τον Κατακλυσμό επανερχόμενοι στον πνευματικό κόσμο. Εκεί τους εταπείνωσε, ως να τους κατέβασε στον Τάρταρο, έξω από το φως και την ευλογία της ευνοίας του και της οικογενειακής σχέσεως μαζί του. Δεν έσωσε τις συζύγους των. Έτσι, η βεβήλωσις του ονόματος του Θεού επέφερε ως τιμωρία την καταστροφή του παλαιού κόσμου.—2 Πέτρου 2:5.
43. Πώς ανταμείφθηκε ο αγιασμός του ονόματος του Θεού από τον Νώε και την οικογένειά του, και ποια ευκαιρία έχομε σήμερα, όπως είχαν τότε;
43 Ο αγιασμός του ονόματος του Θεού από τον Νώε και την οικογένειά του έφερε ως ανταμοιβή τη διαφύλαξί τους πέρα από το τέλος του παλαιού κόσμου. Αυτοί οι αυτόπται μάρτυρες του Κατακλυσμού μπορούσαν να γίνουν μάρτυρες του Ιεχωβά στα τέκνα των. Εμείς σήμερα είμεθα απόγονοι των αρχαίων εκείνων μαρτύρων του Ιεχωβά. Ενώπιόν μας βρίσκεται μια ευκαιρία όπως εκείνων, η ευκαιρία να επιζήσωμε από το τέλος ενός βεβήλου κόσμου στον νέο κόσμο του Θεού.
-
-
Επίκλησις του Ονόματος με Πίστη«Αγιασθήτω το Όνομά Σου»
-
-
Κεφάλαιο 5
Επίκλησις του Ονόματος με Πίστη
1. (α) Με το να επικαλούμεθα ένα όνομα, ποιον πραγματικά επικαλούμεθα; (β) Η επίκλησις ποιου ονόματος, και με ποιον τρόπο, είναι ζωτική για σωτηρία;
Εκείνος που έχει όνομα νοείται ή εκπροσωπείται από το προσωπικό του όνομα. Αν καλούμε το όνομά του, στην πραγματικότητα καλούμε τον ίδιον που έχει το όνομα. Τον διαλαλούμε με το όνομά του. Πριν από πολύν καιρό η επίκλησις του ονόματος του Ιεχωβά με υποκρισία, που άρχισε στις ημέρες του Ενώς, εγγόνου του Αδάμ, ωδήγησε σε καταστροφή. Η επίκλησις του ονόματος του Ιεχωβά με πίστι και με αγιασμό του ονόματος οδηγεί σε αιώνια σωτηρία, όπως στην περίπτωσι του Άβελ, του Ενώχ και του Νώε. Έως σήμερα, η επίκλησις του ονόματος αυτού είναι ζωτική για σωτηρία.
2. (α) Τι σημαίνει το όνομα του Σημ, και σε ποια φυλή έγινε πατήρ; (β) Τίνος γυιος ήταν ο Χαναάν, και σε ποια κακή πράξι ενοχοποιήθηκε;
2 Ένας από τους τέσσερες άνδρες, που διεσώθησαν από τον κατακλυσμό του Νώε εκαλείτο Όνομα. Αυτός ήταν ο Σημ, του οποίου το όνομα σημαίνει «Όνομα· Φήμη· Δόξα.» Σήμερα καλείται πρόγονος των Αραμαίων (Συρίων), των Αράβων και των Εβραίων. Γι’ αυτόν τον λόγο όλοι αυτοί καλούνται Σημίται, διακρινόμενοι όσον αφορά τη φυλή. Οι γλώσσες των καλούνται Σημιτικές και συγγενεύουν η μια με την άλλη, έχοντας ομοιότητες. Ο Νώε, ο πατριάρχης της ανθρωπίνης φυλής, συνέδεσε ειδικά τον γυιο του Σημ με το μεγαλύτερο όνομα του σύμπαντος, το όνομα του Ιεχωβά. Ο Σημ έγινε ο συγγραφεύς ή κάτοχος μιας από τις γενεαλογίες, που περιέχονται στο βιβλίον της Γενέσεως: «Αύτη είναι η γενεαλογία του Σημ.» (Γένεσις 10:1·11:10) Δυο χρόνια μετά την έναρξι του Κατακλυσμού, ο Σημ εγέννησε τον πρώτο του γυιο, τον Αρφαξάδ. Ο νεώτερος αδελφός του, ο Χαμ, είχε ένα γυιο που ωνομάζετο Χαναάν. (Γένεσις 11:10-12· 10:6, 15-19) Ο Χαναάν ενοχοποιήθηκε σε μια προσβολή κατά του πάππου του Νώε.
3. Ποια διαγωγή έδειξαν οι γυιοι του Νώε, όταν αυτός έμεινε εκτεθειμένος, και ποια ευλογία και κατάρα επρόφερε γι’ αυτό;
3 Σε μια περίπτωσι ο γεωργός Νώε ήλθε σε κατάστασι μέθης από οίνον κι έμενε εκτεθειμένος στα βλέμματα της οικογενείας του. Ο Χαμ, πατέρας του Χαναάν, δεν έκανε άλλο από το να μιλή ανευλαβώς γι’ αυτό. Αλλ ο Σημ κι ο Ιάφεθ, με τα πρόσωπά των εστραμμένα αλλού, για να μη βλέπουν την ταπείνωσι του πατέρα των, εκάλυψαν τη γυμνότητά του. «Ανανήψας δε ο Νώε από του οίνου αυτού, έμαθεν όσα έκαμεν εις αυτόν ο υιός αυτού ο νεώτερος [ο Χαμ]. Και είπεν, Επικατάρατος ο Χαναάν· δούλος των δούλων θέλει είσθαι εις τους αδελφούς αυτού. Και είπεν, Ευλογητός ο Ιεχωβά, ο Θεός του Σήμ· και ο Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν· ο Θεός θέλει πλατύνει τον Ιάφεθ, και θέλει κατοικήσει εν ταις σκηναίς του Σημ, ο δε Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν.»—Γένεσις 9:20-27, ΜΝΚ.
4. Πώς ο Νώε αγίασε τότε το θείο όνομα, και, σύμφωνα μ’ αυτό, ποιο προνόμιο επρόκειτο να έχουν οι απόγονοι του Σημ;
4 Υπό έμπνευσιν ο Νώε αγίασε το θείον όνομα (το οποίον εγνώριζε) λέγοντας: «Ευλογητός ο Ιεχωβά, ο Θεός του Σημ.» Με αυτό ο Νώε προείπε, επίσης, ότι η γενεαλογική γραμμή του Σημ θα είχε ένα ιδιαίτερα εξέχον μέρος στην ευλογία του ονόματος του Θεού του, του Ιεχωβά. Ομοίως, η γενεαλογική γραμμή του Σημ ήταν εκείνη που ωδήγησε τελικά στην ανθρώπινη γέννησι του Υιού του Θεού, του Σπέρματος της «γυναικός» του Θεού, που θα συνέτριβε την κεφαλή του Μεγάλου Όφεως, του διαβολικού Συκοφάντου του ονόματος του Θεού. Η γενεαλογική γραμμή του Σημ περιέλαβε, επίσης, τον μέγαν εκείνον άνδρα πίστεως, τον Αβραάμ, τον οποίον η προς Εβραίους επιστολή στο ενδέκατο κεφάλαιό της κατονομάζει τέταρτον στον κατάλογο των διασήμων μαρτύρων του Ιεχωβά. (Εβραίους 11:7-19) Ο Σημ, που έζησε 502 χρόνια μετά τον Κατακλυσμό, από τον οποίον επέζησε, μπόρεσε να ιδή τον πιστό απόγονό του Αβραάμ, καθώς και τον γάμο του γυιου του Αβραάμ, του Ισαάκ, με τη Ρεβέκκα, που ανήκε στη φυλή του Σημ.—Γένεσις 11:10-31· 24:1-67.
5. (α) Σε ποια γενεαλογική γραμμή απογόνων του Νώε προσεκολλήθη ο Διάβολος για βεβήλωσι του ονόματος του Ιεχωβά; (β) Ποιο όργανο βρήκε ο Διάβολος, και τι λέγει γι’ αυτόν η «γενεαλογία του Σημ»;
5 Εν τούτοις, ο Μέγας Συκοφάντης, ο Μέγας Όφις, ο Διάβολος, ζούσε ακόμη κι ενεργούσε μέσα στο αόρατο πνευματικό βασίλειο. Ενισχύθηκε τώρα με πολλούς δαίμονες, δηλαδή, με τους πολλούς πεπτωκότας υιούς του Θεού, επάνω στους οποίους ήταν άρχων. Ο Διάβολος, που δεν είχε ακόμη συντριβή η κεφαλή του από κάποιο Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού, επεζήτησε πάλι να βεβηλώση το όνομα του Θεού μεταξύ των κατοίκων της γης. Προσεκολλήθη στη γενεαλογική γραμμή του Χαμ, αδελφού του Σημ, όχι μέσω του καταραμένου Χαναάν, αλλά μέσω του άλλου υιού του Χαμ, του Χους. Βρήκε ένα πρόθυμο όργανο σ’ έναν από τους γυιους του Χους, που ωνομάζετο Νεβρώδ. Ο Νεβρώδ, όμοια με τους προκατακλυσμιαίους Νεφιλείμ, φιλόδοξα κατέστησε τον εαυτό του ισχυρό στη γη· το δε όνομα που έκαμε για τον εαυτό του παρέμεινε στους κοσμικούς ανθρώπους έως σήμερα, ως όνομα προτύπου κυνηγού. Ο Σημ το επιστοποίησε αυτό· η δε «γενεαλογία του Σημ» αναφέρει:
«Ο Χους εγέννησε τον Νεβρώδ. Ούτος ήρχισε να ήναι ισχυρός επί της γης· αυτός ήτο ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά· δια τούτο λέγεται, Ως Νεβρώδ, ισχυρός εναντίον του Ιεχωβά· και η αρχή της βασιλείας αυτού εστάθη Βαβυλών, και Ερέχ, και Αχάδ, και Χαλνέ, εν τη γη Σενναάρ. Εκ της γης εκείνης μετέβη εις Ασσυρίαν και ωκοδόμησε την Νινευή, και την πόλιν Ρεχωβώθ, και την Χαλάχ, και την Ρεσέν μεταξύ της Νινευή και της Χαλάχ· αύτη είναι η πόλις η μεγάλη.»—Γένεσις 10:8-12· 11:10, ΜΝΚ.
6. (α) Ανόμοια προς τον Νώε, τον πατέρα όλου του ανθρωπίνου γένους, τι έπραξε με τόλμη ο Νεβρώδ; (β) Η εναντίωσις του Νεβρώδ προς τον Θεόν εσήμαινε, επίσης, εναντίωσι σε ποιους επάνω στη γη;
6 Το όνομα του Νεβρώδ, λοιπόν, λέγεται Γραφικώς ότι είναι εναντίον του ονόματος του αληθινού Θεού του Σημ, διότι εχρησιμοποιείτο για να ενθαρρύνη όσους εστασίαζαν εναντίον του Ιεχωβά Θεού. Ο Χουσίτης Νεβρώδ έκαμε κάτι, το οποίον ο προπάππος του ο Νώε, που ζούσε ακόμη, ποτέ δεν διενοήθη να κάμη ο ίδιος. Ο Νώε ποτέ δεν έθεσε τον εαυτό του ως βασιλέα του ανθρωπίνου γένους, που απετελείτο τώρα από όλους τους απογόνους του. Ο Νεβρώδ, όμως, έγινε ο πρώτος, που ίδρυσε μια βασιλεία επάνω στη γη μετά τον Κατακλυσμό. Αυτό που έκαμε ο Νεβρωδ ήταν πρόκλησις στον Ιεχωβά Θεό· ήταν εναντίωσις στην παγκόσμιο κυριαρχία του Υψίστου Θεού. Η κυρία δύναμις πίσω από τον Νεβρώδ, εκείνος που αόρατα υπεκίνησε τον Νεβρώδ να εναντιωθή στην κυριαρχία του Ιεχωβά επάνω στη γη, ήταν ο Διάβολος, ο Μέγας Όφις, ο οποίος είχε συκοφαντήσει το άγιον όνομα του Θεού μέσα στον παράδεισο της Εδέμ. Η εναντίωσις του Νεβρώδ στον Ιεχωβά εσήμαινε, επίσης, εναντίωσι στον Νώε και στον Σημ, οι οποίοι έδιναν μαρτυρία για τον Ιεχωβά και οι οποίοι επεκαλούντο το όνομά Του και το ευλογούσαν.
7. Οι πράξεις του Νεβρώδ τίνος την ευλογία δεν είχαν, και πώς αυτό δείχνεται στο γενεαλογικό αρχείον;
7 Οι πράξεις του Νεβρώδ ως κυνηγού και πολεμιστού και ιδρυτού μιας βασιλείας και η ενέργειά του για επέκτασι της εξουσίας του στην Ασσυρία δεν είχαν την ευλογία του Ιεχωβά. Γι’ αυτό ο Νεβρώδ δεν συγκαταλέγεται με τους εβδομήντα αρχηγούς οικογενειών, που κατονομάζονται στη Γένεσι, κεφάλαιο δέκατο. Ο Νεβρώδ ήταν ένα ορατό, επίγειο όργανο του Διαβόλου, «Βεελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων.» (Ματθαίος 12:24-27) Ιδιαίτερα ο Νεβρώδ ήταν ο άνθρωπος τον οποίον εχρησιμοποίησε ο Διάβολος για να ιδρύση το ορατό επίγειο μέρος της οργανώσεώς του.
8. (α) Ποια σημερινή διεθνής οργάνωσις είναι προϊόν αυτής της πορείας του Νεβρώδ και των ακολούθων του; (β) Με ποιο πλεονέκτημα και πώς επροχώρησαν σε μια προσπάθεια να καταφρονήσουν το όνομα του Θεού;
8 Το πνεύμα του Νεβρώδ, ο οποίος ήθελε να κάμη όνομα για τον εαυτό του εις βάρος του ονόματος του Θεού, εξηπλώθη και στους συγκυνηγούς του και ακολούθους του. Ήταν αυτό προς όφελος του ανθρωπίνου γένους; Διόλου· και η οργάνωσις των Ηνωμένων Εθνών σήμερα αποτελεί ένα σύγχρονο προϊόν των κακών αποτελεσμάτων της ιδιοτελούς εκείνης πορείας των συντρόφων και ακολούθων του Νεβρώδ, που δεν τιμά τον Θεό. Ο ιστορικός Σημ σημειώνει το γεγονός αυτό στην αφήγησί του περί του πώς ιδρύθη η Βαβέλ, η πρωτεύουσα πόλις του βασιλείου του Νεβρώδ. Εκείνο τον καιρό, πριν από σαράντα τρεις αιώνες, όλο το ανθρώπινο γένος είχε αυτό που τα Ηνωμένα Έθνη δεν έχουν σήμερα, δηλαδή, μια ενιαία γλώσσα. Ο Σημ αναφέρει πώς οι άνθρωποι, που απεχωρίσθησαν από τον Θεό του Νώε και του Σημ, προσεπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μία γλώσσα για να καταφρονήσουν το όνομα του Θεού. Ο Σημ γράφει:
«Και ήτο πάσα η γη μιας γλώσσης, και μιας φωνής. Και ότε εκίνησαν από της ανατολής, εύρον πεδιάδα εν τη γη Σεναάρ· και κατώκησαν εκεί. Και είπεν ο είς προς τον άλλον, Έλθετε, ας κάμωμεν πλίνθους, και ας ψήσωμεν αυτάς εν πυρί· και εχρησίμευσεν εις αυτούς η μεν πλίνθος αντί πέτρας, η δε άσφαλτος εχρησίμευσεν εις αυτούς αντί πηλού. Και είπον, Έλθετε, ας οικοδομήσωμεν εις εαυτούς πόλιν και πύργον, του οποίου η κορυφή να φθάνη έως του ουρανού· και ας αποκτήσωμεν εις εαυτούς όνομα, μήπως διασπαρώμεν επί του προσώπου πάσης της γης.»—Γένεσις 11:1-4.
9. (α) Πώς, όμοια με την αρχαία ανέγερσι πόλεως και πύργου, δείχνουν τα Ηνωμένα Έθνη τον σκοπό των να μη αγιάσουν το όνομα του Θεού; (β) Σύμφωνα με την ιστορία του Σημ, τι συνέβη στην αρχαία ενέργεια ανοικοδομήσεως στη Σενναάρ;
9 Στην πολιτική αυτή προσπάθεια δεν υπήρχε θρησκευτική σκέψις περί αγιασμού του ονόματος του Ιεχωβά, ο οποίος εξήγαγε τους προπάτοράς των από τον παλαιό, ασεβή κόσμο και τους διεφύλαξε μέσ’ από τον Κατακλυσμό. Σήμερα, αν αναγνώσωμε τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, θ’ αντιληφθούμε σαφώς ότι ο σκοπός των Ηνωμένων Εθνών δεν είναι ο αγιασμός του ονόματος του μόνου ζώντος και αληθινού Θεού, του Ιεχωβά. Είναι αληθές ότι στον από γρανίτη τοίχο της Πλατείας των Ηνωμένων Εθνών είναι εγχαραγμένο ένα προφητικό ρητό που λέγεται ότι εκθέτει έναν από τους αντικειμενικούς σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών, αλλ’ αφήνεται ανώνυμο. Λέγει:
«Θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία, και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.»
Παράλληλα σ’ αυτό δεν υπάρχει επιγραφή που να δείχνη ότι τα λόγια αυτά παρατίθενται από την προφητεία του Ησαΐα, κεφάλαιο δεύτερο, εδάφιο τέταρτο, λόγια εμπνευσμένα από τον Ιεχωβά Θεό. Έτσι, τα Ηνωμένα Έθνη αγνοούν, επίσης, το όνομα του Απελευθερωτού του ανθρωπίνου γένους από την παγκόσμιο καταστροφή της εποχής του Νώε. Πιθανώς ο πύργος της Βαβέλ, του οποίου η κορυφή θα έφθανε ως τον ουρανό, δεν είχε φθάσει ακόμη στο ύψος των 39 ορόφων, 505 ποδών, του Μεγάρου της Γραμματείας, οπότε επήλθε σύγχυσις στο έργον της οικοδομήσεως. Ο ιστορικός Σημ αναγράφει τι συνέβη:
«Κατέβη δε ο Ιεχωβά δια να ίδη την πόλιν και τον πύργον, τον οποίον ωκοδόμησαν οι υιοί των ανθρώπων. Και είπεν ο Ιεχωβά, Ιδού, είς λαός, και πάντες έχουσι μίαν γλώσσαν, και ήρχισαν να κάμνωσι τούτο· και τώρα δεν θέλει εμποδισθή εις αυτούς παν ό,τι σκοπεύουσι να κάμωσιν· έλθετε, ας καταβώμεν, και ας συγχύσωμεν εκεί την γλώσσαν αυτών, δια να μη εννοή ο είς του άλλου την γλώσσαν. Και διεσκόρπισεν αυτούς ο Ιεχωβά εκείθεν επί του προσώπου πάσης της γης· και έπαυσαν να οικοδομώσι την πόλιν. Δια τούτο ωνομάσθη το όνομα αυτής Βαβέλ· διότι εκεί συνέχεεν ο Ιεχωβά την γλώσσαν πάσης της γης· και εκείθεν διεσκόρπισεν αυτούς ο Ιεχωβά επί το πρόσωπον πάσης της γης. Αύτη είναι η γενεαλογία του Σημ.»—Γένεσις 11:5-10, ΜΝΚ.
10. Αυτή η σύγχυσις της γλώσσης ήταν εναντίον ποιας προσπαθείας του Διαβόλου και των λατρευτών του, αλλά πώς, επίσης, αυτό εχρησίμευσε προς ωφέλειαν της ιδίας της γης;
10 Αυτό δεν ήταν Πεντηκοστιανή έκχυσις του πνεύματος του Θεού επάνω σε Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά για να τους απονεμηθούν χαρίσματα ξένων γλωσσών κι ερμηνείες. Ήταν θαύμα του Θεού εναντίον των εχθρών του για να παρεμποδισθή η προσπάθεια του Διαβόλου να έχη μια ενωμένη διαβολική θρησκεία, μια ενωμένη λατρεία του Διαβόλου από ανθρωπίνους στασιαστάς εναντίον του Κυριάρχου του ουρανού και της γης. Αλλ’ αυτό εχρησίμευσε για ευρύτερη καλλιέργεια της γης· έκαμε τις φυλές των στασιαστικών ανθρώπων να διασπαρούν ευρέως στην Ασία, στην Αφρική και στην Ευρώπη. Αυτές οι ομάδες φυλών δεν είχαν προτιμήσει να τηρούν τον Ιεχωβά Θεό στη διάνοιά των. Γι’ αυτό, έπεσαν θύματα του Διαβόλου και των δαιμόνων του και πήγαν να κάμουν θεούς για τους εαυτούς των, που εκαλούντο με διάφορα ονόματα στις διαφορές γλώσσες των. Η ενωμένη προσπάθειά των να κάμουν όνομα για τους εαυτούς των σε μια γλώσσα, απέτυχε.
11. Ο Νώε και ο Σημ είχαν ανάμιξι σ’ αυτό το πολεοδομικό σχέδιο, και τι έγινε στη γλώσσα των;
11 Ο Νώε και ο Σημ δεν ανεμίχθησαν σ’ αυτό το πολεοδομικό σχέδιο στη γη Σενναάρ. Η γλώσσα των δεν εθίγη, όταν ο Θεός «συνέχεε» την ανθρώπινη γλώσσα στη Βαβέλ. Η γλώσσα των παρέμεινε η ίδια εκείνη, με την οποίαν ο Θεός ωμίλησε με τον Αδάμ και την Εύα μέσα στον παράδεισο της Εδέμ. Ήταν η γλώσσα στην οποίαν ο Νώε και ο Σημ έγραψαν τις γενεαλογίες των, οι οποίες απετέλεσαν μέρος του εμπνευσμένου λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής. Η γλώσσα των επιζή σαν μια ζώσα γλώσσα έως σήμερα, ενώ η πόλις του Νεβρώδ, Βαβέλ ή Βαβυλών, κείται κατερειπωμένη στη γη της Μεσοποταμίας.
12, 13. (α) Ο Σημ έζησε ανάμεσα σε πόσες γενεές για να ιδή ποιον εξέχοντα απόγονό του; (β) Τι λέγουν τα εδάφια Εβραίους 11:8-10 γι’ αυτόν τον απόγονο και την αναμονή εκ μέρους του μιας πόλεως;
12 Μετά την οικοδόμησι της Βαβέλ και του πύργου της, ο Νώε πέθανε σε ηλικία 950 ετών. (Γένεσις 9:29) Ο γυιος τον οποίον ο Νώε ευλόγησε, ο Σημ, επέζησε για να ιδή ένδεκα γενεές που επήγασαν από τον εαυτό του. Ο Θεός του Σημ δεν απεχωρίσθη από τη γενεαλογική γραμμή του. Ο Σημ είχε μεγάλη ευτυχία, βλέποντας τον δέκατο κατά σειράν απόγονό του να γίνεται ένας άνδρας με ειδικό όνομα ως μάρτυς του Θεού του Σημ, του Ιεχωβά. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Αβραάμ. Η προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο ενδέκατο, τον κατονομάζει τέταρτον μέσα σ’ αυτό το ‘τοσούτον νέφος μαρτύρων που μας περικυκλώνει.’ Αφού μιλεί για τον Νώε, λέγει:
13 «Δια πίστεως υπήκουσεν ο Αβραάμ, ότε εκαλείτο να εξέλθη εις τον τόπον τον οποίον έμελλε να λάβη εις κληρονομίαν, και εξήλθε μη εξεύρων που υπάγει. Δια πίστεως παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως ξένην, κατοικήσας εν σκηναίς, μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της αυτής επαγγελίας· διότι περιέμενε την πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.»—Εβραίους 11:8-10· 12:1.
14. Πού ήταν ο Αβραάμ όταν αναφέρεται για πρώτη φορά, ποιο ήταν το όνομά του τότε, και τίνος ήταν γυιος;
14 Όταν ο Αβραάμ αναφέρεται για πρώτη φορά στις Άγιες Γραφές, βρίσκεται στη γη Σενναάρ, στην πόλι που ωνομάζετο Ουρ των Χαλδαίων. Το όνομά του ήταν τότε Άβραμ, που σημαίνει «Εξυψωμένος (Υψηλός) Πατήρ.» Ο πατέρας του Άβραμ έγραψε ή κατείχε μια γενεαλογία που καλείται «γενεαλογία του Θάρα,» η οποία συνδέεται με τη «γενεαλογία του Σημ.» Αναφέρει:
«Και έζησεν ο Θάρα εβδομήκοντα έτη, και εγέννησε τον Άβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν. Και αύτη είναι η γενεαλογία του Θάρα.»—Γένεσις 11:10, 26, 27
15. Ποια ενυμφεύθη ο Άβραμ, και προς ποια κατεύθυνσι εκινήθη με τον πατέρα του Θάρα;
15 Το επόμενο ιστορικό στοιχείο αναφέρει πώς ο Αρράν εγέννησε τον Λωτ και τη Μελχά, και πώς ο Άβραμ ενυμφεύθη την ετεροθαλή αδελφή του Σάρα. Κατόπιν λέγει:
«Και έλαβεν ο Θάρα Άβραμ τον υιόν αυτού, και Λωτ, τον υιόν του Αρράν, έγγονον εαυτού, και Σάραν την εαυτού νύμφην, την γυναίκα Άβραμ του υιού αυτού· και εξήλθον ομού από της Ουρ των Χαλδαίων, δια να υπάγωσιν εις την γην Χαναάν· και ήλθον έως Χαρράν, και κατώκησαν εκεί. Και έγειναν αι ημέραι του Θάρα διακόσια πέντε έτη· και απέθανεν ο Θάρα εν Χαρράν.»—Γένεσις 11:27-32.
16. (α) Γιατί αποδίδεται στον Θάρα η μετακόμισις, με την οικογένειά του μακράν από την Ουρ των Χαλδαίων; (β) Εν τούτοις, ποιος ήταν εκείνος που εκλήθη να εξέλθη, και ποια ηλικία είχε τότε;
16 Εδώ λέγεται ότι ο Θάρα έλαβε τον Άβραμ «δια να υπάγωσιν εις την γην Χαναάν»· πραγματικά, όμως, με την υποκίνησι του πιστού Άβραμ έγινε αυτή η μετακόμισις προς τη γη του καταραμένου Χαναάν. Εδώ η μετακόμισις αποδίδεται στον Θάρα, διότι αυτός ήταν η πατριαρχική κεφαλή της οικογενείας. Ο Άβραμ ήταν εκείνος, τον οποίον εκάλεσε ο Θεός, όχι ο Θάρα. Ο Στέφανος είπε στο Ιουδαϊκό Σάνχεδριν προτού τον καταδικάση σε θάνατο δια λιθοβολισμού ως Χριστιανό: «Ο Θεός της δόξης εφάνη εις τον πατέρα ημών Αβραάμ, ότε ήτο εν τη Μεσοποταμία, πριν κατοικήση εν Χαρράν, και είπε προς αυτόν, “Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και ελθέ εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει.” Τότε εξελθών εκ της γης των Χαλδαίων, κατώκησεν εν Χαρράν. Και εκείθεν μετά τον θάνατον του πατρός αυτού, μετώκισεν αυτόν εις την γην ταύτην, εις την οποίαν σεις κατοικείτε τώρα.» (Πράξεις 7:1-4· 22:20) Πραγματικά, λοιπόν, ο Θάρα, που επλησίαζε τώρα στον θάνατό του, απλώς εδέχθη να συνοδεύση τον Άβραμ, ο οποίος επροτίθετο να υπακούση στην κλήσι του Θεού. Ο Άβραμ ήταν τώρα περίπου εβδομήντα πέντε ετών, διότι ήταν εβδομήντα πέντε ετών όταν ανεχώρησε από τη Χαρράν μετά τον θάνατο του πατέρα του σε ηλικία 205 ετών, το έτος 1943 π.Χ.—Γένεσις 12:4.
17. Τι είπε ο Ιεχωβά στον Άβραμ, όταν τον εκάλεσε να εξέλθη;
17 Αν εμείς σήμερα σ’ αυτόν τον εικοστόν αιώνα επιθυμούμε μια αιώνια ευλογία, τότε ό,τι είπε ο Θεός στον Άβραμ, όταν τον εκάλεσε, είναι μεγίστης σπουδαιότητος για μας. «Ο δε Ιεχωβά είπε προς τον Άβραμ, Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει· και θέλω σε κάμει εις έθνος μέγα· και θέλω σε ευλογήσει, και θέλω μεγαλύνει το όνομα σου· και θέλεις είσθαι εις ευλογίαν· και θέλω ευλογήσει τους ευλογούντας σε, και τους καταρωμένους σε θέλω καταρασθή· και θέλουσιν ευλογηθή εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης.»—Γένεσις 12:1-3, ΜΝΚ.
18. Από ποιον το όνομα του Άβραμ επρόκειτο να γίνη μέγα, και γιατί είναι ανάγκη ν’ αναγνωρίζωμε το όνομα του Άβραμ μ’ ένα ορθό τρόπο;
18 Ο Άβραμ δεν ενδιεφέρετο να κάμη όνομα για τον εαυτό του στην Ουρ των Χαλδαίων, κοντά στη Βαβέλ ή Βαβυλώνα, την άλλοτε βασιλεύουσα πόλι του Νεβρώδ. Επειδή ήσκησε πίστι στον Ιεχωβά κι απέδειξε την πίστι του με έργα υπακοής, ο Ιεχωβά υπεσχέθη να κάμη μέγα το όνομα του Άβραμ. Αυτό θα ήταν ένα όνομα που θα το εσέβετο κι ο ίδιος ο Ιεχωβά. Γι’ αυτό, αν κάποιος κατηράτο τον Άβραμ και το σπέρμα του, θα τον κατηράτο ο Ιεχωβά. Αλλ’ αν κανείς αποκαλούσε τον Άβραμ και το σπέρμα του ευλογημένους του Ιεχωβά, τότε Αυτός θα τον ευλογούσε. Ένας που θα ευλογούσε τον Άβραμ, θα ευλογείτο, δηλαδή θ’ απεκόμιζε θεία ευλογία. Η μεγάλη πλειονότης θα κατηράτο τον Άβραμ και το σπέρμα του, αλλ’ ο Ιεχωβά Θεός διεβεβαίωσε τον Άβραμ ότι πολλές από όλες τις φυλές της γης θα ηυλογούντο δι’ αυτόν. Είναι ανάγκη, λοιπόν, ν’ αναγνωρισθή το όνομα του Αβραάμ.
19. Γιατί ο Άβραμ είχε έναν επιστάτη όταν διέβη τον Ευφράτη στη Γη της Επαγγελίας και τι απεδείχθη ότι ήταν στη Χαναάν;
19 Ο Αβραάμ δεν εστάλη στη γη Χαναάν για να μεταστρέψη τους Χαναναίους. Οι Χαναναίοι, ως απόγονοι του Χαναάν, γυιου του Χαμ, ήσαν ένας καταραμένος λαός, ο δε Θεός εσκόπευε, στον ωρισμένο του καιρό, να δώση τη γη των στους πιστούς απογόνους του Αβραάμ. Ο Αβραάμ ωστόσο απεδείχθη πιστός μάρτυς του Ιεχωβά στη γη Χαναάν. Όταν διέβη τον Ευφράτη Ποταμό από τη Χαρράν για να πάη προς νότον στη γη Χαναάν υπό την καθοδηγίαν του Θεού, είχε έναν καλό οίκο, είχε δε μάλιστα κι έναν επιστάτη του οίκου του.
20. Ποιος συνώδευσε τον Άβραμ στη Χαναάν, και τι είπε ο Θεός στον Άβραμ στη Συχέμ;
20 Ο Λωτ, ο ανεψιός του Αβραάμ, τον συνώδευε, είχε δε και ο Λωτ, επίσης, έναν δικό του οίκο. Ύστερ’ από λίγον καιρό ο Αβραάμ μπόρεσε να συγκεντρώση 318 ησκημένους άνδρες, δούλους γεννημένους στον οίκον του, για να σπεύσουν εις καταδίωξιν λεηλατών που κατήλθαν από βορρά και να διασώσουν απ’ αυτούς τον ανεψιό του Λωτ. (Γένεσις 14:14-16) Ο Αβραάμ κι ο Λωτ «εξήλθον δια να υπάγωσιν εις την γην Χαναάν· και ήλθον εις την γην Χαναάν. Και διεπέρασεν ο Άβραμ την γην εκείνην έως του τόπου Συχέμ, έως της δρυός Μορέχ· οι δε Χαναναίοι τότε κατώκουν εν τη γη ταύτη. Και εφάνη ο Ιεχωβά εις τον Άβραμ, και είπεν, Εις το σπέρμα σου θέλω δώσει την γην ταύτην. Και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά, όστις εφάνη εις αυτόν.»—Γένεσις 12:5-8, ΜΝΚ.
21. Στη Χαναάν πώς ο Άβραμ διετήρησε τη λατρεία του στον Ιεχωβά;
21 Ο Αβραάμ, άτεκνος σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, έλαβε υπόσχεσι παρά του Θεού ότι θ’ αποκτούσε σπέρμα ή απογόνους. Μέσα στην ξένη γη της επαγγελίας ο Αβραάμ διετήρησε τη λατρεία του αληθινού Θεού του Σημ, του Νώε, του Ενώχ, του Άβελ. Ο Αβραάμ εγνώριζε το όνομα του Θεού και το χρησιμοποιούσε στην προσευχή. Το διεκήρυττε στην ευχαριστία και στον αίνο και στην οικογενειακή διδασκαλία. Σε απόδειξι τούτου, διαβάζομε: «Και εκείθεν μετέβη προς το όρος, το κατά ανατολάς της Βαιθήλ, έστησε την σκηνήν αυτού, έχων την Βαιθήλ προς δυσμάς, και την Γαι προς ανατολάς· και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά, και επεκαλέσθη το όνομα του Ιεχωβά.»—Γένεσις 12:8, ΜΝΚ.
22. (α) Με ποιον τρόπο ο Άβραμ επεκαλέσθη το όνομα του Ιεχωβά και σε ποιο μέρος; (β) Για να λάβωμε ευλογία μέσω του Άβραμ, πώς πρέπει ν’ ακολουθήσωμε το παράδειγμά του;
22 Αυτή δεν ήταν υποκριτική, αλαζονική, βέβηλος επίκλησις του ονόματος του Ιεχωβά, όπως εκείνη που είχε αρχίσει στις ημέρες του Ενώς. (Γένεσις 4:26) Ήταν μια επίκλησις προς Αυτόν με την πίστι, για την οποίαν ο Αβραάμ έγινε περίφημος. Κατ’ επανάληψιν αναφέρεται κατόπιν ότι ο Αβραάμ επεκαλείτο το Θείον όνομα ενώπιον θυσιαστηρίου που είχε ανεγερθή γι’ Αυτόν. Ο Αβραάμ, ύστερ’ από ένα ταξίδι που έκανε στην Αίγυπτο λόγω σιτοδείας στη γη Χαναάν, επανήλθε σ’ αυτό το θυσιαστήριο μεταξύ της Βαιθήλ και της Γαι κι επεκαλέσθη με αγιαστικό τρόπο το όνομα του Ιεχωβά. Έτσι έκαμε και στην ορεινή Χεβρών, και στη Βηρ-σαβεέ της Νέγκεμπ. Επίσης εδίδαξε τον γυιο του Ισαάκ να κάνη το ίδιο. (Γένεσις 13:18· 21:33· 26:25) Μέσω αυτού του Αβραάμ, ο οποίος επεκαλείτο το όνομα του Θεού, θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης. Βεβαίως, ποτέ δεν θα μπορούσαμε να λάβωμε μια ευλογία μέσω του Αβραάμ, αν δεν ακολουθήσωμε το παράδειγμά του κι αν δεν κατανοήσωμε το όνομα του Θεού κι αν δεν το επικαλεσθούμε με πίστι.
23. Ως τι απεκαλύφθη ο Ιεχωβά στον Άβραμ, και για πρώτη φορά σε ποια ευκαιρία;
23 Ο Ιεχωβά ειδικά απεκαλύφθη στον Αβραάμ ως Θεός Παντοκράτωρ. Ο πατριάρχης ήταν τώρα ενενήντα εννέα ετών, η δε γυναίκα του Σάρρα ήταν ογδόντα εννέα ετών. Δεν είχε τεκνοποιήσει σ’ αυτόν ακόμη. Τότε «εφάνη ο Ιεχωβά εις τον Άβραμ, και είπε προς αυτόν, Εγώ είμαι Θεός ο Παντοκράτωρ [Εβραϊστί Ελ-Σαδδάι]. Περιπάτει ενώπιόν μου, και έσο τέλειος. Και θέλω στήσει την διαθήκην μου αναμέσον εμού και σου· και θέλω σε πληθύνει σφόδρα σφόδρα.» Κατόπιν ο Ιεχωβά ομιλώντας ως Παντοκράτωρ Θεός, άλλαξε το όνομα του Άβραμ σε Αβραάμ, που σημαίνει «Πατήρ Πλήθους,» διότι, είπε, «πατέρα πλήθους εθνών σε κατέστησα.»—Γένεσις 17:1-14.
24. Γιατί ο Θεός άλλαξε επίσης το όνομα της συζύγου του Αβραάμ, και πώς ο Θεός έδειξε ότι μπορούσε να κάμη ζωντανούς τους νεκρούς;
24 Ο Παντοκράτωρ Θεός, επίσης, άλλαξε το όνομα της συζύγου του Αβραάμ, Σάρας, και το έκαμε Σάρρα, που σημαίνει « Αρχόντισσα,» διότι, είπε, «Θέλω ευλογήσει αυτήν, και θέλω προσέτι δώσει εις σε υιόν εξ αυτής· και θέλω ευλογήσει αυτήν, και θέλει γείνει μήτηρ εθνών· βασιλείς λαών θέλουσιν εξέλθει εξ αυτής.» Η ιδέα αυτή έκαμε τον Αβραάμ να γελάση, διότι στην ηλικία των οι αναπαραγωγικές των δυνάμεις ήσαν νεκρές. Ο Παντοκράτωρ Θεός είπε τότε στον Αβραάμ να ονομάση τον γυιο του Ισαάκ, που σημαίνει «Γέλως.» Ο Παντοκράτωρ Θεός έδειξε ότι μπορούσε να κάμη ζωντανούς τους νεκρούς, διότι το επόμενον έτος η Σάρρα εγέννησε στον Αβραάμ τον γυιο τους Ισαάκ.—Γένεσις 17:15-21· 21:1-7· Ρωμαίους 4:16-21.
25. (α) Ως τι μίλησε ο Ιεχωβά για τον εαυτό του στον Ισαάκ και τον Ιακώβ; (β) Ποια απόδειξις υπάρχει για το αν ο Ιακώβ εγνώριζε το όνομα του Ιεχωβά, και πώς ο Ιακώβ μίλησε γι’ αυτόν στους γυιους του;
25 Όταν ο Ισαάκ, σε ηλικία 137 ετών, έστειλε τον γυιο του Ιακώβ στους συγγενείς του στη Χαρράν, είπε: «Ο Θεός ο Παντοδύναμος να σε ευλογήση.» Αφού ο Ιακώβ επέστρεψε με οικογένεια από τη Χαρράν, ο Θεός ενεφανίσθη σ’ αυτόν και του υπέμνησε ότι το όνομά του άλλαξε κι έγινε Ισραήλ κι έπειτα είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτωρ· αυξάνου και πληθύνου.» Αυτό έγινε στη Βαιθήλ, όπου πριν από είκοσι χρόνια και πλέον ο Θεός ενεφανίσθη στον Ιακώβ σ’ ένα ενύπνιο, στο οποίον ο Ιακώβ είδε κλίμακα, της οποίας η κορυφή έφθανε στον ουρανό, με αγγέλους που ανέβαιναν και κατέβαιναν πάνω σ’ αυτήν. Πάνω απ’ αυτήν ήταν μια αναπαράστασις του Θεού, ο οποίος είπε στον Ιακώβ: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός του Αβραάμ του πατρός σου, και ο Θεός του Ισαάκ· την γην, επί της οποίας κοιμάσαι, εις σε θέλω δώσει αυτήν, και εις το σπέρμα σου· και . . . θέλουσιν ευλογηθή εν σοι, και εν τω σπέρματί σου, πάσαι αι φυλαί της γης.» (Γένεσις 28:3· 35:11· 28:12-14, ΜΝΚ) Έτσι ο Ιακώβ ή Ισραήλ εγνώριζε τον Παντοκράτορα Θεόν με το προσωπικό του όνομα, Ιεχωβά. Ο Ιακώβ τον εχαρακτήρισε ως Θεόν Παντοκράτορα στους δώδεκα γυιους του.—Γένεσις 43:14· 48:3· 49:25, ΜΝΚ· Εβραίους 11:21.
26, 27. Μέσω του Ισαάκ τι επρόκειτο να γίνη όσον αφορά τον Αβραάμ, και τι έπρεπε να ασκήση ο Αβραάμ για να προχωρήση να θυσιάση τον Ισαάκ;
26 Η παντοδυναμία του Θεού κατεδείχθη στη θαυματουργική γέννησι του γυιου του Αβραάμ, του Ισαάκ. Όταν ο Ισαάκ ήταν περίπου πέντε ετών, ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Εν τω Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα.» (Γένεσις 21:12· Ρωμαίους 9:7) Αλλά πριν ο Ισαακ νυμφευθή κι αποκτήση δικά του τέκνα, ο Θεός έθεσε μια μεγάλη δοκιμασία πίστεως στον Αβραάμ. Διέταξε τον Αβραάμ να προσφέρη τον Ισαάκ ως ανθρώπινη θυσία επάνω στο Όρος Μοριά, που ήταν κοντά στην πόλι Σαλήμ. Λόγω της επαγγελίας του Θεού για τον Ισαάκ, ο Αβραάμ έπρεπε ν’ ασκήση πίστι ότι ο Θεός ήταν αρκετά παντοδύναμος ώστε ν’ αναστήση νεκρούς, για να προβή στη θυσία του Ισαάκ. Η επιστολή προς Εβραίους 11:17-19 λέγει:
27 «Δια πίστεως, ο Αβραάμ, ότε εδοκιμάζετο, προσέφερε τον Ισαάκ· και τον μονογενή αυτού προσέφερεν εκείνος όστις ανεδέχθη τας επαγγελίας, προς τον οποίον ελαλήθη, “Ότι εν Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα·” συλλογισθείς ότι ο Θεός δύναται και εκ νεκρών να ανεγείρη· εξ ων και έλαβεν αυτόν οπίσω παραβολικώς.» Αλλά πώς ξαναπήρε τον Ισαάκ από τους νεκρούς παραβολικώς;
28. (α) Πώς ο Αβραάμ έλαβε πάλι εκ νεκρών τον Ισαάκ μ’ ένα εξεικονιστικό τρόπο; (β) Σε τι ωρκίσθη τότε ο Ιεχωβά, και για να κάμη τι;
28 Ο Αβραάμ εξάπλωσε τον Ισαάκ δεμένο πάνω σ’ ένα θυσιαστήριο. Πήρε το φονικό μαχαίρι κι ήταν έτοιμος να κατακόψη τον λαιμό του Ισαάκ και να του χύση το αίμα μέχρι θανάτου και κατόπιν να τον προσφέρη ως θυσίαν ολοκαυτώματος. Ήταν το αποκορύφωμα δοκιμασίας της πίστεώς του στον Παντοδύναμο Θεό. Τότε ο άγγελος του Ιεχωβά εφώναξε από τον ουρανό κι εσταμάτησε το χέρι του Αβραάμ. Ο Ιεχωβά, δια του αγγέλου του, είπε: «Τώρα εγνώρισα ότι συ φοβείσαι τον Θεόν, επειδή δεν ελυπήθης τον υιόν σου τον μονογενή δι’ εμέ.» Τότε ο Ιεχωβά επρομήθευσε ένα κριόν, που ήταν σ’ ένα πυκνόκλαδο φυτό εκεί κοντά, κι ο Αβραάμ προσέφερε αυτόν αντί του Ισαάκ. Γι’ αυτό ο Αβραάμ εκάλεσε εκείνον τον τόπο Ιεοβά-ιρέ, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Θέλει Ιδεί,» ή, «ο Ιεχωβά Θέλει Προβλέψει.» Κατόπιν ο Ιεχωβά, επειδή δεν μπορούσε να ορκισθή σ’ έναν ανώτερο ή ισχυρότερο, ωρκίσθη στον ίδιο τον εαυτό του, υποσχόμενος να κάμη το σπέρμα ή απογόνους του Αβραάμ ζωτικής σπουδαιότητος σε όλα τα έθνη της γης. Ο Ιεχωβά ωρκίσθη:
«Επειδή έπραξας το πράγμα τούτο, και δεν ελυπήθης τον υιόν σου, τον μονογενή σου, ότι ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης· και το σπέρμα σου θέλει κυριεύσει τας πύλας των εχθρών αυτού· και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.»—Γένεσις 22:1-18.
29, 30. (α) Σ’ αυτό το προφητικό δράμα, ποιους εξεικόνιζαν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και τι εξεικόνιζε η σειρά των γεγονότων που συνέβησαν; (β) Πώς, λοιπόν, ο Ιεχωβά θα εκτελέση ό,τι ωρκίσθη να κάμη;
29 Ο Αβραάμ δεν είχε καταλάβει ότι εκτελούσε ένα προφητικό δράμα. Σ’ αυτό εξεικόνιζε τον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό· ο δε Ισαάκ παρίστανε τον αγαπητόν, μονογενή Υιόν του Θεού, ο οποίος θα κατήρχετο από τον ουρανό για να πεθάνη ως θυσία για την ευλογία των ευπειθών ανθρώπων με αιώνια ζωή. Όπως ο Αβραάμ προσέφερε τον Ισαάκ, την δε θέσι του Ισαάκ τελικά κατέλαβε ο κριός τον οποίον θαυματουργικά επρομήθευσε ο Θεός, έτσι ο στοργικός ουράνιος Πατήρ Ιεχωβά θα προσέφερε τον Υιόν του θυσιαστικά στη γη. Όπως ο Αβραάμ ξαναπήρε τον Ισαάκ πραγματικά από τους νεκρούς, έτσι κι ο Ιεχωβά θ’ ανάσταινε τον Υιόν του από πραγματικό θάνατο και θα τον ελάμβανε πάλι ζώντα πλησίον του στον ουρανό, απ’ όπου θα μπορούσε να είναι μια ευλογία στους πιστεύοντας απ’ όλα έθνη της γης. (Εβραίους 6:13-18) Ο Θεός, προς αγιασμόν του αγίου ονόματός του, ετήρησε ό,τι είχε ορκισθή στον Αβραάμ πριν από τριάντα οκτώ αιώνες.
30 Όταν ο Υιός του Θεού ήταν εδώ κάτω στη γη ως άνθρωπος πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια, εσχολίασε την πιστότητα του Θεού στον όρκο του, λέγοντας: «Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» (Ιωάννης 3:16) Την τρίτη ημέρα μετά τον θυσιαστικό του θάνατο, ο Παντοδύναμος Θεός ανέστησε από τους νεκρούς τον Υιόν του, το αντίτυπο του Ισαάκ. Έκαμε να επιστρέψη ο Υιός του στον ουρανό για να παρουσιάση σ’ αυτόν την αξία της θυσιασμένης τελείας ανθρωπίνης ζωής του υπέρ του θνήσκοντος ανθρωπίνου γένους. Δια του Σπέρματος αυτού, του εφάπαξ θυσιασμένου Υιού του, ο Ιεχωβά Θεός, ως ο Μεγαλύτερος Αβραάμ, θα εκτελέση τον όρκο του και θα ευλογήση όλους τους πιστεύοντας σε όλα τα έθνη της γης.
31. Μετά τον θάνατο του Αβραάμ τι είπε ο Ιεχωβά στον Ισαάκ σχετικά με την ένορκο δήλωσί του προς τον Αβραάμ;
31 Η πιστή πορεία του Αβραάμ αποδεικνύει ότι αποφέρει μεγάλη ανταμοιβή σ’ εμάς το να επικαλούμεθα με πίστι το όνομα του Ιεχωβά. Μετά τον θάνατο του Αβραάμ, ο Ιεχωβά είπε στον υιόν του Ισαάκ: «Θέλω εκπληρώσει τον όρκον, τον οποίον ώμοσα προς Αβραάμ τον πατέρα σου· και θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και θέλω δώσει εις το σπέρμα σου πάντας τους τόπους τούτους, και θέλουσιν ευλογηθή εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης.»—Γένεσις 26:2-4.
32. Ποιον ευλόγησε ο Ισαάκ, και πώς εκείνος που έλαβε την κυρία ευλογία ευνοήθηκε με τέκνα;
32 Σχετικά με τον Ισαάκ, το εδάφιον προς Εβραίους 11:20 λέγει: «Δια πίστεως ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ και τον Ησαύ περί των μελλόντων.» Αλλά στον πιστόν Ιακώβ, ο Ισαάκ απένειμε την κύρια ευλογία, που μετεβίβαζε στον Ιακώβ την τιμή του να είναι εκείνος, δια της γενεαλογικής γραμμής του οποίου θα ήρχετο εν σαρκί το υποσχεμένο Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού. (Γένεσις 27:27-29) Σε αρμονία με την ευλογία αυτή, ο Θεός ευλόγησε τον Ιακώβ με δώδεκα γυιους, και με μερικές θυγατέρες. Όταν ο Ιακώβ έφθασε σε ηλικία ενενήντα και ενός ετών εγέννησε τον Ιωσήφ. Ύστερ’ από έξη και πλέον χρόνια, αφού ο Ιακώβ ανεχώρησε από τη Χαρράν κι επέστρεψε στη γη Χαναάν, γεννήθηκε ο αμφιθαλής αδελφός του Ιωσήφ, ο Βενιαμίν, ως ο δωδέκατος και τελευταίος γυιος του Ιακώβ. Έτσι, ο Ιωσήφ κι ο Βενιαμίν ήσαν γυιοι της γεροντικής ηλικίας του Ιακώβ και ήσαν πολύ αγαπητοί σ’ αυτόν.—Γένεσις 30:24· 35:18.
33. Ποια ήταν η σειρά των γεγονότων που έγινε αιτία να μετοικήση στην Αίγυπτο ο Ιακώβ με ολόκληρο τον οίκο του;
33 Ο Ιωσήφ, λόγω φθόνου των ετεροθαλών αδελφών του, επωλήθη ως δούλος στην Αίγυπτο. Ένεκα της πιστής πορείας του Ιωσήφ, ο Ιεχωβά έκαμε ώστε να γίνη ο Ιωσήφ πρωθυπουργός του βασιλέως της Αιγύπτου. Ο Ιωσήφ έλαβε σύζυγον κι απέκτησε δύο γυιους, τον Μανασσή πρωτότοκο και τον Εφραΐμ δευτερότοκο. Μετά τη γέννησί των η Αίγυπτος επλήγη από μια επταετή σιτοδεία, σ’ εκπλήρωσι της προφητείας του Ιεχωβά δια στόματος του Ιωσήφ. Η σιτοδεία επηρέασε και τη γη Χαναάν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ιακώβ αναγκάσθηκε να στείλη τους δέκα μεγαλυτέρους γυιους του στην Αίγυπτο να φέρουν τρόφιμα. Στο δεύτερο ταξίδι τους στην Αίγυπτο για προμήθεια τροφίμων, πήραν μαζί τους και τον νεώτερο αδελφό τους, τον Βενιαμίν. Τότε ήταν που ο πρωθυπουργός και σιτιάρχης της Αιγύπτου απεκαλύφθη και στους ένδεκα ως ο αδελφός των Ιωσήφ. Ω, τι συνένωσις και συγχώρησις έγινε! Επειδή η προειπωμένη πείνα θα διαρκούσε ακόμη πέντε χρόνια, ο Ιωσήφ εκάλεσε τον ηλικίας 130 ετών πατέρα του να έλθη να κατοικήση στην Αίγυπτο και, ολόκληρη η οικογένεια μετώκησε εκεί. Κατά διαταγήν του Φαραώ, του βασιλέως, εγκατεστάθησαν στη γη Γεσέν.—Γένεσις, κεφάλαια 37, 39-47.
34. Τι είπε ο Ιακώβ στους γυιους του Ιωσήφ, Εφραΐμ και Μανασσή, ότι επρόκειτο να γίνουν μεταξύ των φυλών του Ισραήλ;
34 Επί δεκαεπτά χρόνια ο Ιακώβ κατοικούσε στη γη Γεσέν, της Αιγύπτου. Ο καιρός του θανάτου του επλησίαζε. Ο πρωθυπουργός Ιωσήφ πήγε να τον ιδή, φέρνοντας μαζί του τον Μανασσή τον πρωτότοκο και τον αδελφό του Εφραΐμ. Ο Ιακώβ έδωσε στον Ιωσήφ να εννοήση ότι αυτά τα δύο παιδιά επρόκειτο να γίνουν αρχηγοί δύο διακεκριμένων φυλών του μελλοντικού έθνους Ισραήλ. Ο Ιακώβ είπε: «Είναι ιδικοί μου· ο Εφραΐμ και ο Μανασσής θέλουσιν είσθαι εις εμέ, ως ο Ρουβήν [ο πρωτότοκός μου] και ο Συμεών, [ο δευτερότοκός μου].»
35. Σύμφωνα με τον τρόπο ευλογίας του Ιακώβ, ποια ήταν η σειρά των δύο γυιων του Ιωσήφ στον Ισραήλ, και πώς δείχνεται στη Βιβλική αφήγησι η σπουδαιότης αυτής της ευλογίας;
35 Κατόπιν, κατά παράκλησιν του Ιακώβ, ο Ιωσήφ έφερε τους δύο γυιους του στον πάππο τους τον Ιακώβ, για να τους ευλογήση. Αλλ’ ο Ιακώβ επέθεσε το δεξί του χέρι, όχι στον Μανασσή τον πρωτότοκο, αλλά στον Εφραΐμ, και το αριστερό του χέρι στον Μανασσή. Ο Ιακώβ είπε: «Ο αδελφός αυτού ο νεώτερος θέλει είσθαι μεγαλύτερος αυτού, και το σπέρμα αυτού θέλει γείνει πλήθος εθνών.» Κατόπιν προσέθεσε : «Εις σε αναφερόμενος θέλει ευλογεί ο Ισραήλ, λέγων, Ο Θεός να σε κάμη ως τον Εφραΐμ και ως τον Μανασσή!» Ο Ιακώβ επέμενε να θέτη τον νεώτερον Εφραΐμ πριν από τον πρωτότοκο Μανασσή. Ο Εφραΐμ, αντιπροσωπεύοντας τον Ιωσήφ, επρόκειτο να γίνη η πιο σπουδαία φυλή του έθνους Ισραήλ. (Γένεσις 48:1-20) Επειδή αυτή η ευλογία ενείχε σπουδαιότητα, το εδάφιον Εβραίους 11:21 λέγει: «Δια πίστεως ο Ιακώβ αποθνήσκων ευλόγησεν έκαστον των υιών του Ιωσήφ, και προσεκύνησεν επιστηριζόμενος επί το άκρον της ράβδου αυτού.»
36. Πώς και γιατί μετεβιβάσθησαν τα πρωτοτόκια από τον γυιο του Ιακώβ Ρουβήν στον Ιωσήφ;
36 Ο Ιωσήφ ήταν ο πρωτότοκος της Ραχήλ, της αγαπητής συζύγου του Ιακώβ· αλλ’ ο Ιωσήφ δεν ήταν ο πρωτότοκος γυιος του Ιακώβ. Ο Ιακώβ, από την άλλη του σύζυγο, τη Λεία, είχε άλλους έξη γυιους, όλους μεγαλυτέρους του Ιωσήφ. Ένας απ’ αυτούς τους γυιους, ο τέταρτος, ήταν ο Ιούδας. (Γένεσις 29:31-35· 30:17-21) Ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος γυιος του Ιακώβ από τη Λεία, απώλεσε το δικαίωμα του πρωτοτόκου λόγω αιμομικτικής ανηθικότητος. Γι’ αυτό, τα πρωτοτόκια μετεβιβάσθησαν στον Ιωσήφ, στον πρωτότοκο γυιο του Ιακώβ από τη δεύτερη σύζυγό του Ραχήλ.
37. Τι είπε ο Ιακώβ στην τελική του ευλογία επάνω στον Ιούδα;
37 Ο Ιακώβ, αφού ευλόγησε τους δύο γυιους του Ιωσήφ, εκάλεσε και τους δώδεκα γυιους του για να δώση στον καθένα την τελική του ευλογία. Τέταρτος κατά σειράν για ευλογία ήλθε ο Ιούδας, ο δε Ιακώβ είπε προφητικά: «Ιούδα [που σημαίνει ‘Επαινετέ’], εσέ θέλουσιν επαινέσει οι αδελφοί σου· . . . Σκύμνος λέοντος είναι ο Ιούδας. . . . Και ως σκύμνος λέοντος· τις θέλει εγείρει αυτόν; Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.»—Γένεσις 49:1-10.
38. Τι εσήμαινε αυτή η τελική ευλογία που εδόθη στον Ιούδα;
38 Ο Ιακώβ επροφήτευσε έτσι ότι η βασιλική εξουσία στο έθνος Ισραήλ θα ανήκε στη φυλή του Ιούδα· και ότι η βασιλική αυτή εξουσία θα παρέμενε σ’ εκείνη τη φυλή ως τότε που θα ήρχετο ο Λέων ο εκ της φυλής Ιούδα, που θα ελέγετο Σηλώ· αυτός θα ήταν ο νομοθέτης, οι δε πιστοί υπήκοοί του θα υπετάσσοντο σ’ αυτόν.
39. Πώς η ευλογία επάνω στον Ιωσήφ δεν τον καθιστούσε αντίπαλον του Ιούδα, και μετά την ευλογία αυτή πώς ωνομάσθησαν οι δώδεκα γυιοι;
39 Ενδεκάτη κατά σειράν ήλθε η ευλογία προς τον Ιωσήφ, αλλ’ αυτή δεν ανέφερε για βασιλική εξουσία. Ο Ιωσήφ, όπως παρίστατο από τους γυιους του Εφραΐμ και Μανασσή, δεν επρόκειτο να είναι αντίπαλος του Ιούδα για τη βασιλική ιδιότητα. Η ευλογία προς τον Βενιαμίν, τον νεώτερο αμφιθαλή αδελφό του Ιωσήφ, ήλθε δωδέκατη. Στο τέλος της τελευταίας αυτής ευλογίας ελέχθη: «Πάντες ούτοι είναι αι δώδεκα φυλαί του Ισραήλ, και τούτο είναι το οποίον ελάλησε προς αυτούς ο πατήρ αυτών, και ευλόγησεν αύτους.»—Γένεσις 49:22-28.
40. (α) Ποιος απέκτησε τα πρωτοτόκια, αλλά ποιος απεδείχθη ανώτερος μεταξύ των αδελφών του, και πώς; (β) Πώς εκείνος που απέκτησε τα πρωτοτόκια απέκτησε διπλή μερίδα στον Ισραήλ;
40 Όσον αφορά τη σχέσι των φυλών μέσα στο έθνος Ισραήλ, είναι γραμμένο: «Οι δε υιοί του Ρουβήν πρωτοτόκου του Ισραήλ, (διότι ούτος ήτο ο πρωτότοκος· επειδή όμως εμίανε την κοίτην του πατρός αυτού, τα πρωτοτόκια αυτού εδόθησαν εις τους υιούς του Ιωσήφ, υιού του Ισραήλ· πλην ουχί δια να έχη τα πρωτοτόκια ως προς την γενεαλογίαν· διότι ο Ιούδας υπερίσχυσεν υπέρ τους αδελφούς αυτού, ώστε εξ αυτού να εξέλθη ο ηγούμενος· τα πρωτοτόκια όμως ήσαν του Ιωσήφ) . . .» (1 Χρονικών 5:1, 2) Σύμφωνα με την προφητεία, ο Ιούδας υπερτέρησε προμηθεύοντας τον Βασιλεύοντα για μόνιμη βασιλική εξουσία. Εν τούτοις, επειδή το δικαίωμα ενός πρωτοτόκου γυιου μετεβιβάσθη έτσι στον Ιωσήφ, αυτός είχε διπλή μερίδα ή δύο μερίδες μέσα στον Ισραήλ. Δηλαδή, οι δύο γυιοι του Ιωσήφ, ο Εφραΐμ κι ο Μανασσής τους οποίους ο Ιακώβ αξιούσε ως δικούς του έγιναν δύο φυλές μέσα στο έθνος Ισραήλ, κι εδόθη στον καθέναν ένας διακεκριμένος χώρος μέσα στη Γη της Επαγγελίας ή Γη Χαναάν. Όπως ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: «Και εγώ δίδω εις σε μερίδιον έν υπέρ τους αδελφούς σου.»—Γένεσις 48:22.
41. Πού έθαψε ο Ιωσήφ τον πατέρα του Ιακώβ, και πώς ο Ιωσήφ έδειξε την πίστι του στη μέλλουσα έξοδο του Ισραήλ από την Αίγυπτο;
41 Ο Ιωσήφ συνεμορφώθη με την αίτησι του θνήσκοντος πατρός του κι έθαψε τον Ιακώβ στη Γη της Επαγγελίας, στη Γη Χαναάν, στο σπήλαιο πλησίον της πόλεως Χεβρών, όπου είχαν ταφή, ο Αβραάμ, η Σάρρα, ο Ισαάκ, η Ρεβέκκα καθώς κι η Λεία. Ύστερ’ από πενήντα πέντε χρόνια, στο έτος 1657 π.Χ., πέθανε κι ο ίδιος ο Ιωσήφ, σε ηλικία 110 ετών. Πριν από τον θάνατό του είπε στους αδελφούς του ότι ο Θεός θα εξήγε από την Αίγυπτο αυτούς και τις οικογένειές των για να τους φέρη στην Γη της Επαγγελίας· και τους ώρκισε να μεταφέρουν τα οστά του μαζί τους στη γη της Θείας επαγγελίας. (Γένεσις 49:29 έως 50:26) Πέθανε σαν ένας πιστός μάρτυς του Ιεχωβά. Γι’ αυτόν τον λόγο η προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο ενδέκατο, ειδικά τον κατονομάζει με το εξής σχόλιο: «Δια πίστεως ο Ιωσήφ αποθνήσκων προανήγγειλε περί της εξόδου των υιών Ισραήλ, και παρήγγειλε περί των οστέων αυτού.»—Εβραίους 11:22.
42. Ποια κρίσι και ευλογία εκφέρει το βιβλίο της Γενέσεως στις αντίθετες τάξεις;
42 Με την αφήγησι του θανάτου του Ιωσήφ τελειώνει το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, που λέγεται Γένεσις. Εκθέτει την κρίσι καταστροφής που επήλθε σ’ εκείνους, οι οποίοι επεκαλούντο το όνομα του Ιεχωβά υποκριτικά και την ευλογία που επήλθε σ’ εκείνους, οι οποίοι επεκαλούντο το όνομά Του με πίστι, για να το αγιάσουν.
-
-
Ο Θεός Κάνει Όνομα δι’ Εαυτόν«Αγιασθήτω το Όνομά Σου»
-
-
Κεφάλαιο 6
Ο Θεός Κάνει Όνομα δι’ Εαυτόν
1. Τι είπε ο Ιεχωβά στον Αβραάμ ότι θα ήταν η πείρα των απογόνων του προτού εγκατασταθούν στη γη Χαναάν;
Γεγονότα άρχισαν να εκτυλίσσωνται στην Αίγυπτο για να κάμη ο Δημιουργός μας ένα μεγάλο όνομα για τον εαυτό του εν σχέσει με τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Αυτό επρόκειτο να είναι σ’ εκπλήρωσι της διαθήκης του με τον Αβραάμ, για να δώση στους απογόνους του Αβραάμ τη γη Χαναάν. Οι απόγονοι του Αβραάμ επρόκειτο να υποδουλωθούν σε μια ξένη γη, αλλ’ ο Ιεχωβά είπε στον Αβραάμ, «το έθνος όμως, εις το οποίον θέλουσι δουλωθή, εγώ θέλω κρίνει· μετά δε ταύτα θέλουσιν εξέλθει με μεγάλα υπάρχοντα . . . θέλουσιν επιστρέψει εδώ,» όπου ήταν τότε ο Αβραάμ.—Γένεσις 15:12-19.
2. (α) Πώς ο σεβασμός για τον Θεό του Ιωσήφ εξησθένησε στην Αίγυπτο; (β) Πώς οι Ισραηλίται οι ίδιοι εμολύνθησαν θρησκευτικώς;
2 Οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ ανεπτύχθησαν γοργά στη γη Γεσέν της Αιγύπτου. Όσον καιρό ο Ιωσήφ ο Εβραίος υπηρετούσε ως πρωθυπουργός του Φαραώ της Αιγύπτου, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ ετύγχαναν σεβασμού και ο Θεός του Ιωσήφ, επίσης. Αλλ’ ο Ιωσήφ δεν μετέστρεψε την Αίγυπτο στην πίστι και τη λατρεία του Ιεχωβά Θεού. Η Αίγυπτος ήταν τότε μια χώρα ψευδών θεών με πολλά είδωλα για λατρεία. Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ, η μνήμη τού πώς ο Ιεχωβά τον εχρησιμοποίησε για να σώση την Αίγυπτο από τον καταστρεπτικό επταετή λιμό εξησθένησε στη διάνοια, ειδικά των επομένων Φαραώ. Ο σεβασμός για τον Θεό του Ιωσήφ, επίσης, εξέλιπε. Ακόμη και οι φυλές του Ισραήλ άρχισαν να μολύνωνται από τη στενή επαφή με την ειδωλολατρία της Αιγύπτου. Τα εδάφια Ιεζεκιήλ 20:5-10 (ΜΝΚ) τονίζουν αυτό το γεγονός:
«Ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός· εν τη ημέρα καθ’ ην έκλεξα τον Ισραήλ, και ύψωσα την χείρα μου προς το σπέρμα του οίκου Ιακώβ, και εγνωρίσθην εις αυτούς εν Αιγύπτω και ύψωσα την χείρα μου προς αυτούς, λέγων, Εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σας, εν εκείνη τη ημέρα ύψωσα την χείρά μου προς αυτούς ότι θέλω εξαγάγει αυτούς εκ γης Αιγύπτου εις γην την οποίαν προέβλεψα δι’ αυτούς, γην ρέουσαν γάλα και μέλι, ήτις είναι η δόξα πασών των γεών. Και είπα προς αυτούς, Απορρίψατε έκαστος τα βδελύγματα των οφθαλμών αυτού, και μη μιαίνεσθε με τα είδωλα της Αιγύπτου· εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σας.»
»Αυτοί όμως απεστάτησαν απ’ εμού, και δεν ηθέλησαν να μου ακούσωσι· δεν απέρριψαν έκαστος τα βδελύγματα των οφθαλμών αυτών, και δεν εγκατέλιπον τα είδωλα της Αιγύπτου. Τότε είπα να εκχέω τον θυμόν μου επ’ αυτούς, δια να συντελέσω την οργήν μου εναντίον αυτών εν μέσω της γης Αιγύπτου.
»Πλην, ένεκεν του ονόματός μου, δια να μη βεβηλωθή ενώπιον των εθνών μεταξύ των οποίων ήσαν, και έμπροσθεν των οποίων εγνωρίσθην εις αυτούς, έκαμον τούτο, να εξαγάγω αυτούς εκ γης Αιγύπτου. Και εξήγαγον αυτούς εκ γης Αιγύπτου, και έφερα αυτούς εις την έρημον.»
3. (α) Πώς ο Ιεχωβά θα επολιτεύετο με τον Ισραήλ όσον αφορά το ιδικό του όνομα; (β) Πότε το σπέρμα του Αβραάμ άρχισε να υφίσταται θλίψι, και πότε και γιατί επήλθε σ’ αυτούς στην Αίγυπτο;
3 Εφόσον οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ ως απόγονοι του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ συνεδέθησαν με το όνομα του Θεού, ο Ιεχωβά θα επολιτεύετο με αυτούς μ’ έναν τρόπο που θα έδειχνε και σεβασμό για το όνομά του. Χάριν του ιδίου του ονόματος υπήρξε ελεήμων σ’ αυτούς κι έμεινε πιστός στη διαθήκη του με τον Αβραάμ, η οποία παρεδόθη στον Ισαάκ και στον Ιακώβ και κατόπιν στις δώδεκα φυλές του Ιακώβ. Στη διαθήκη του με τον Αβραάμ ο Θεός υπεσχέθη να εξαγάγη το σπέρμα του Αβραάμ από την Αίγυπτο μετά από μια περίοδο θλίψεως. (Γένεσις 15:13-21) Το σπέρμα του Αβραάμ είχε ήδη υποστή θλίψι αφότου απεγαλακτίσθη ο γυιος του Ισαάκ. (Γένεσις 21:8, 9) Αλλά τώρα, μετά τον θάνατο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο, η θλίψις για το σπέρμα του Αβραάμ, τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, άρχισε να επέρχεται σ’ αυτούς εκεί κάτω στη «γη του Χαμ.» Αυτό έγινε ειδικά, όταν ηγέρθη στην Αίγυπτο ένας βασιλεύς, που δεν εγνώριζε τον Ιωσήφ και ό,τι είχε κάμει ο Ιωσήφ για την Αίγυπτο. Ως τώρα οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ είχαν αυξηθή μ’ ένα προφανώς θαυματουργικό ρυθμό, ως ένας χωριστός λαός.—Έξοδος 1:1-8.
4. Πώς ο Φαραώ της Αιγύπτου προσεπάθησε να καταθλίψη τους Ισραηλίτας μέχρις εξοντώσεως και να αναγκάση να υπανδρεύωνται οι Ισραηλίτισσες με Αιγυπτίους;
4 Ο αχάριστος, εθνικιστής Φαραώ της Αιγύπτου άρχισε τώρα να καταθλίβη τους Ισραηλίτας μέχρις εξοντώσεως. Σ’ αυτή την πορεία του ενεργούσε απλώς ως ένα όργανον του Διαβόλου, του Μεγάλου Όφεως, ο οποίος έτεινε να κεντήση την πτέρνα του υποσχεμένου σπέρματος της «γυναικός» του Θεού. (Γένεσις 3:15) Οι Ισραηλίται, το σπέρμα του Αβραάμ του Εβραίου, μολονότι ήσαν υποδουλωμένοι, εξακολούθησαν ν’ αυξάνουν ταχύτερα από τους Αιγυπτίους. Ο Φαραώ, στην απελπισία του, διέταξε τις μαίες των Εβραίων να θανατώνουν όλα τα άρρενα που θα γεννούσαν οι Ισραηλίτισσες. Οι μαίες των Εβραίων, από φόβον του Θεού, διεφύλατταν ζωντανά τα άρρενα βρέφη. Τελικά ο Φαραώ, για ν’ αναγκάση τις Ισραηλίτισσες να υπανδρεύωνται με Αιγυπτίους, διέταξε να πνίγεται στον Ποταμό Νείλο κάθε αρσενικό βρέφος, και μόνο θηλυκά βρέφη των Εβραίων να διαφυλάσσωνται ζωντανά.—Έξοδος 1:9-22.
5. Πώς το βρέφος Μωυσής διέφυγε τον πνιγμόν, και πώς η υιοθέτησίς του δεν τον εμπόδισε να διδαχθή την πίστι των πατέρων του;
5 Μεταξύ των Ισραηλιτών, που εφοβούντο τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ήσαν ο Αμράμ και η σύζυγός του Ιωχαβέδ. (Έξοδος 2:1· 6:16-20) Ο Αμράμ από τη φυλή του Λευί είχε ήδη μια θυγατέρα, τη Μαριάμ, κι ένα γυιο, τον Ααρών. Τώρα ήλθε κι ένας δεύτερος γυιος, αλλ’ ο Αμράμ δεν τον έρριξε στον Νείλο Ποταμό να πνιγή. Το περίφημο κεφάλαιο περί μαρτύρων του Ιεχωβά λέγει: «Δια πίστεως ο Μωυσής, αφού εγεννήθη, εκρύφθη τρεις μήνας υπό των γονέων αυτού, διότι είδον κεχαριτωμένον το παιδίον· και δεν εφοβήθησαν το διάταγμα του βασιλέως.» (Εβραίους 11:23) Στο τέλος η μητέρα του βρέφους, η Ιωχαβέδ, έθεσε το βρέφος στην επιφάνεια του ύδατος, τοποθετημένο μέσα σ’ ένα στεγανοποιημένο κάνιστρο ανάμεσα στα καλάμια του Νείλου, υπό τα άγρυπνα βλέμματα της αδελφής του Μαριάμ. Εκεί το βρήκε η θυγατέρα του Φαραώ κι επροθυμοποιήθηκε να υιοθετήση αυτό το «κεχαριτωμένον» παιδίον. Το ωνόμασε Μωυσή, λέγοντας: «Ότι εκ του ύδατος έσυρα αυτό.» Κατόπιν η θυγατέρα του Φαραώ επείσθη ν’ αφήση την ίδια τη μητέρα του Μωυσέως να τον θηλάση και να τον αναθρέψη, ώσπου θα τον ανελάμβανε η θυγατέρα του Φαραώ. Με αυτόν τον τρόπο ο νεαρός Μωυσής εδιδάχθη την πίστι των πατέρων του τόσο βαθιά ώστε ποτέ δεν την ελησμόνησε.—Έξοδος 2:1-10· Πράξεις 7:17-22.
6. Πού τελικά εφέρθη ο Μωυσής, αλλά πώς συνέβη να νυμφευθή και να γίνη ποιμήν στη γη Μαδιάμ;
6 Η θετή μητέρα του Μωυσέως τον εμεγάλωσε στην αυλή του Φαραώ. Ο Μωυσής «εδιδάχθη πάσαν την σοφίαν των Αιγυπτίων» και ήταν «δυνατός εν λόγοις και εν έργοις.» Σε ηλικία σαράντα ετών έκαμε μια βίαιη επίδειξι για ν’ αποδείξη ότι ήταν ακόμη ένας Εβραίος, ένας Ισραηλίτης. Γι’ αυτό αναγκάσθηκε να φύγη χάριν της ζωής του στη γη Μαδιάμ της Αραβικής χερσονήσου. Εκεί ενυμφεύθη κι έγινε ποιμήν των προβάτων του πενθερού του Ιοθόρ, ιερέως της Μαδιάμ, στη γειτονία του «όρους του αληθινού Θεού,» του Όρους Χωρήβ.—Έξοδος 2:11-22.
7. Σε ποια ηλικία και πού εδόθη στον Μωυσή μια εντολή σχετικά με τον Ισραήλ και την Αίγυπτο;
7 Σε ηλικία ογδόντα ετών ο Μωυσής έβοσκε το ποίμνιό του στο Όρος Χωρήβ, οπότε διέκρινε κάτι, που εφαίνετο να είναι άσβεστος βάτος, ένας θάμνος, που εκαίετο αλλά δεν κατεναλίσκετο. Ο άγγελος του Ιεχωβά ήταν σ’ εκείνη την καιόμενη βάτο. Στον Μωυσή ελέχθη να μη πλησιάση. Η φωνή από τη βάτο έλεγε: «Εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ.» Κατόπιν ο Μωυσής έλαβε εντολή να εξαγάγη τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτο: «Αφού εξαγάγης τον λαόν μου εξ Αιγύπτου, θέλετε λατρεύσει τον Θεόν επί του όρους τούτου.»—Έξοδος 3:1-12.
8, 9. (α) Ποια ερώτησι προέβαλε ο Μωυσής και τι απήντησε ο άγγελος του Ιεχωβά; (β) Σύμφωνα με περικοπήν αυθεντίας, ποια είναι η σημασία στην Ελληνική της Εβραϊκής εκφράσεως που εδόθη ως απάντησις;
8 Αλλ ο Μωυσής έλειπε σαράντα χρόνια από τον λαό του στην Αίγυπτο. Υποθέστε ότι τον ρωτούσαν για το όνομα αυτού του Θεού, που τον έστειλε σ’ αυτούς, αυτού του Θεού των πατέρων των. Τι θα τους έλεγε ο Μωυσής;
9 Ο Θεός είπε στον Μωυσή, Εβραϊστί: «Εχγέχ ασέρ εχγέχ.» Στην Ελληνική, τι σημαίνει αυτό; Όχι «ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙΝΟ [ή, ΕΚΕΙΝΟΣ] ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ.» Σ’ αυτή τη φράσι ο Θεός δια του αγγέλου του εχρησιμοποίησε μια μορφή του Εβραϊκού ρήματος χαγιά (היה). Αυτό το Εβραϊκό ρήμα δεν σημαίνει υπάρχω· σημαίνει έρχομαι σε ύπαρξι, τυγχάνω, συμβαίνω· γίνομαι, αναλαμβάνω (ιδιότητα), εισέρχομαι (σε μια κατάστασι), αποτελώ (κάτι). Παραθέτομε από ένα αυθεντικό κείμενο:
«Το Εβραϊκό ισοδύναμο του ‘υπάρχω,’ αν θα μπορούσε να συλληφθή από την Εβραϊκή διάνοια η περίπτωσις για μια τέτοια δήλωσι, δεν θα ήταν היהא [‘’Εχγέ’] αλλά יהייה [‘Χαγίθι’], (Τέλειος), ‘Ήλθα σε ύπαρξι κι έτσι είμαι εδώ.’ Αφ’ ετέρου, το ‘Είμαι’ (κάτι) διακρινόμενον από το ‘υπάρχω,’ δεν θα έκανε διόλου χρήσι του ρήματος היה [‘χαγιά’]. Το «είμαι» μπορεί μόνο ν’ αποδοθή σε μια ονομαστική έκφρασι [μια φράσι αποτελούμενη από ονόματα ή λέξεις χωρίς ρήμα]. Το Εβραϊκό του «Είμαι» (αυτό κι αυτό) είναι ינא (Ανί) ακολουθούμενο από το κατηγορούμενον όνομα (ή επίρρημα) [όχι από ρήμα]. Έτσι, το Εβραϊκό του «Είμαι εκείνο που είμαι; δεν είναι היהא רשא היהא [«Εχγέ ασέρ εχγέ»], ούτε διαφέρει απ’ αυτόν τον όρον μόνο στο ζήτημα του χρόνου του ρήματος. Απαιτείται ονοματική πρότασις αντί της ρηματικής. . . .
» היהא [Εχγέ] σ’ αυτή την πρότασι μπορεί μόνο να σημαίνη «θα είμαι» ή «θα γίνω» (κάτι)· διότι φυσικά το «θα είμαι» ή «θα γίνω» (κάποιος) δεν αποτελεί αισθητή εναλλαγή. Όχι, λοιπόν, απλώς η πιο φυσική, αλλά η αναγκαία σύνταξις του היהא רשא היהא [«Εχγέ ασέρ εχγέ»] είναι θα είμαι ό,τι θα είμαι.» Αυτά για την κατά γράμμα σημασία της Εβραϊκής προτάσεως.»—“Journal of Biblical Literature,” (Περιοδικόν Βιβλικής Φιλολογίας), Τόμος 23, εκδεδομένο από την Εταιρία Βιβλικής Φιλολογίας και Εξηγήσεως, 1904, σελίς 126.
10. Πώς, λοιπόν, την αποδίδει ορθά η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών;
10 Πολύ ορθά λέγει η Μετάφρασις Νέον Κόσμου των Αγίων Γραφών: «Είπεν ο Θεός προς τον Μωυσήν, ΘΕΛΩ ΔΕΙΞΕΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΔΕΙΞΕΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ. Και προσέθεσε: ‘Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ’· ‘Ο «ΘΕΛΩ ΔΕΙΞΕΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ [Εχγέ] με απέστειλε προς εσάς.’»—Έξοδος 3:14a
11, 12. (α) Σύμφωνα με τη δήλωσι του Θεού προς τον Μωυσή, ποιο είναι το όνομά του που πρέπει να ενθυμούμεθα έως σήμερα; (β) Ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίον δεν πρέπει να ενθυμούμεθα ή μνημονεύωμε τον Θεό των πιστών πατριαρχών;
11 Ο Θεός δια του αγγέλου του τότε έδωσε το μήνυμά του για τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, λέγοντας στον Μωυσή: «Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ· Ιεχωβά ο Θεός των πατέρων σας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ, με απέστειλε προς εσάς· τούτο θέλει είσθαι το όνομά μου εις τον αιώνα, και τούτο το μνημόσυνόν μου εις γενεάς γενεών.»—Έξοδος 3:15.
12 Ως αυτή τη γενεά του εικοστού αιώνος, ως τη δική μας γενεά από το έτος 1914, το όνομα του αιωνίου Θεού είναι ΙΕΧΩΒΑ. Σε όλη την αιωνιότητα αυτό είναι το άγιό του όνομα, και σε ανάμνησί του, είναι το όνομα με το οποίον πρέπει να τον ενθυμούμεθα σε όλη την αιωνιότητα. Είναι το αμετάβλητο όνομά του. Από την αρχή της υπάρξεως του ανθρώπου ως την εποχή του Μωυσέως δεν είχε αλλάξει· και από τον Μωυσή τότε στο έτος 1514 π.Χ. ως σήμερα το όνομα αυτό δεν έχει αλλάξει. Έτσι, ύστερ’ απ’ όλες αυτές τις χιλιάδες ετών είναι κατάλληλο να χρησιμοποιούμε αυτό το όνομα μ’ έναν αντάξιο τρόπο. Η λέξις Αδωνάι ή Ελοχίμ ή κάποια άλλη υποκατάστατη λέξις δεν αποτελεί το όνομα, με το οποίον να ενθυμούμεθα τον Θεόν του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Είναι μάλλον ο τρόπος του ν’ αγνοηθή, ν’ αποκρυβή και να προκληθή η λήθη αυτού.b Λόγω της ιδίας του δηλώσεως, Ιεχωβά είναι το όνομα με το οποίον θα τον ενθυμούμεθα ή θα τον μνημονεύωμε.
13. Πόσο χρόνο μένει το όνομά Του, και ποια είναι η κατάλληλη πορεία μας έναντι αυτού;
13 Σ’ Αυτόν λέγει ο Ψαλμός 135:13 (ΜΝΚ): «Το όνομά σου, Ιεχωβά, μένει εις τον αιώνα· το μνημόσυνόν σου, Ιεχωβά, εις γενεάν και γενεάν.» Το εδάφιον Ωσηέ 12:5 (ΜΝΚ) μάς υπενθυμίζει: «Ιεχωβά ο Θεός των δυνάμεων, Ιεχωβά είναι το μνημόσυνον αυτού.» Το όνομά του είναι τόσο αθάνατο όσο και Αυτός: «Συ δε, Ιεχωβά,
-