Το Γενικόν Ιερατείον—Η Λησμονημένη Διδασκαλία του «Χριστιανικού Κόσμου»
«Σεις όμως είσθε ‘. . . βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον’.»—1 Πέτρ. 2:9.
1. Γιατί μπορεί η διδασκαλία του γενικού ιερατείου να ονομασθή λησμονημένη και παραμελημένη διδασκαλία;
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ διδασκαλία για το «γενικόν ιερατείον» δεν είναι πιθανώς μια από εκείνες που εμάθατε στα σχολείο ή στο Κυριακό σχολείο. Πράγματι, για πάρα πολλούς αυτή θα είναι η πρώτη φορά που άκουσαν ποτέ για τη διδασκαλία αυτή. Υπήρξε, για επαρκείς λόγους, η λησμονημένη και παραμελημένη διδασκαλία του «Χριστιανικού κόσμου». Επί αιώνες μόλις εμνημονεύετο από τους άμβωνες, οι νέοι δεν εμάθαιναν γι’ αυτήν στις προετοιμασίες των για το «χρίσμα», οι σπουδασταί της θεολογίας εύρισκαν μια ή δύο μόνο σελίδες γι’ αυτήν στην πολύτομη δογματική τους, και ο λαϊκός μπορούσε να βρη πολύ ολίγα ή τίποτε γι’ αυτήν στα θρησκευτικά τιμήματα των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών. Και όμως, οι πρώτοι Χριστιανοί την εγνώριζαν και την ζούσαν.
2. Ποια αλλαγή επέφεραν τα τελευταία έτη σχετικά με την προσοχή που δίδεται στο γενικό ιερατείο;
2 Τα τελευταία έτη εσημειώθη μια αλλαγή από αυτή την άποψι. Στους θεολογικούς κύκλους παγκοσμίως η παλαιά διδασκαλία του γενικού ιερατείου φέρθηκε στην επιφάνεια, ξεσκονίσθηκε και ετέθη στην ανώτατη θέσι της ημερησίας διατάξεως μαζί με τέτοια σπουδαία θέματα όπως η φύσις και ή ενότης της Χριστιανικής εκκλησίας. «Σήμερα», λέγει ένας καθηγητής της θεολογίας, «δύσκολα υπάρχει άλλο θέμα που ανελήφθη με τόση ενεργητικότητα και σοβαρότητα, τόσο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία λαμβάνει την ηγεσία, όσο και στις Ευαγγελικές Εκκλησίες.» Τι είναι, λοιπόν, το γενικό ιερατείο; Για να το διατυπώσωμε σύντομα: Είναι η Βιβλική διδασκαλία ότι κάθε αποκυημένος από το πνεύμα Χριστιανός είναι ένας ιερεύς. Για να κατανοηθή στο πλήρες ο σκοπός αυτής της διδασκαλίας, κάποια ιστορική αναδρομή θ’ αποτελέση βοήθημα.
3. (α) Τι είναι ιερεύς; (β) Τι είναι το Λευιτικό ιερατείο; (γ) Ποια ήσαν τα δύο βασικά ιερατικά καθήκοντα των Λευιτών αυτών;
3 Ιερεύς είναι ένας λειτουργός του Θεού. Στο έθνος Ισραήλ παρεσχέθη ένα ιερατείο δια νόμου. «Και θέλουσι πλησιάσει οι ιερείς οι υιοί του Λευί· (επειδή αυτούς εξέλεξεν Ιεχωβά ο Θεός σου να λειτουργώσιν εις αυτόν.)» Γι’ αυτό ακριβώς το ιερατείο αυτό συχνά αναφέρεται ως το Λευιτικό ιερατείο. Η επίσημη υπηρεσία των ήταν διπλή, και ο Μωυσής την συνώψισε με τα εξής λόγια: «Θέλουσι διδάσκει τας κρίσεις σου εις τον Ιακώβ, και τον νόμον σου εις τον Ισραήλ· θέλουσι βάλλει θυμίαμα ενώπιον σου, και ολοκαυτώματα επί το θυσιαστήριόν σου.» Όταν, λοιπόν, οι Λευίται «εδίδασκον εν τω Ιούδα, έχοντες μεθ’ εαυτών το βιβλίον του νόμου του Ιεχωβά, και περιήρχοντο εις πάσας τας πόλεις του Ιούδα, και ‘εδίδασκον τον λαόν», ήσαν λειτουργοί του Θεού· και όταν οι Λευίται οι υιοί του Ααρών προσέφεραν τις θυσίες θυμιάματος, σιτηρών και ζώων στο θυσιαστήριόν του Ιεχωβά υπέρ του λαού, ήσαν λειτουργοί του Θεού.—Δευτ. 21:5, ΜΝΚ· 33:10· 2 Χρον. 17:9, ΜΝΚ· Μαλαχ. 2:7· Λευιτικόν κεφάλαια 1-7 και 16.
4. (α) Τι προεσκιάζετο από τις θυσίες ζώων του Λευιτικού ιερατείου; (β) Γιατί το Λευιτικό ιερατείο ήλθε σε τέλος, και πώς το έδειξε αυτό ο Ιεχωβά;
4 Στην προς Εβραίους επιστολή εξηγείται πώς αυτό το Λευιτικό ιερατείο με τον αρχιερέα του, τις θυσίες του, τη διδασκαλία του και τις τελετουργίες του εν σχέσει με την υπηρεσία του ναού, καθώς και ο ίδιος ο ναός με όλα τα χαρακτηριστικά του, ήσαν τύπος μεγαλυτέρων μελλόντων πραγμάτων. Οι πλείστες από τις θυσίες, και ειδικά ό,τι ελάμβανε χώραν στην ημέρα του εξιλασμού, ήσαν εικόνες της μεγάλης θυσίας του Ιησού Χριστού, που έδωσε τη ζωή του ως εξιλέωσι για τον άνθρωπο. Συνεπώς, όταν ο Ιησούς απέθανε, ανέστη και ανελήφθη στον ουρανό, η δε αξία της ζωής του έγινε δεκτή από τον Ιεχωβά Θεό στον ουρανό ως αντίλυτρον, το Λευιτικό ιερατείο είχε παίξει για τελευταία φορά το προφητικό του μέρος. Ότι αυτό έγινε έτσι, κατεδείχθη από το γεγονός ότι τη στιγμή που πέθανε ο Ιησούς, το μεγάλο παραπέτασμα του ναού που εχώριζε τους δύο θαλάμους που ωνομάζοντο τα «άγια» και τα «άγια των αγίων», εσχίσθη θαυματουργικά από το επάνω μέρος έως κάτω. Σχίζοντας αυτό το παραπέτασμα, ο Ιεχωβά έδειχνε ότι οι θυσίες του εξιλασμού που προσεφέροντο από τον Ιουδαίον αρχιερέα δεν είχαν πλέον αξία και έτσι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για τις υπηρεσίες του Λευιτικού ιερατείου, επειδή αυτός ο οίκος ή ναός είχε τώρα εγκαταλειφθή.—Ματθ. 27:51· 23:38· Εβρ. 9:1-15.
5. Πώς έγινε ένα πραγματικό σταμάτημα στις υπηρεσίες του Λευιτικού ιερατείου;
5 Εν τούτοις, το Λευιτικό ιερατείο, μη κατανοώντας τούτο, εξακολούθησε να υπηρετή και μετά τον θάνατο του Ιησού και να φέρνη τις θυσίες του ζώων στον ναό, αλλ’ αυτό εγίνετο χωρίς κάποια νόμιμη βάσι· η διαθήκη του νόμου δεν είχε πια αξία ενώπιον του Θεού, και στο έτος 70, όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ, ο Θεός έδειξε πόσο περιττό είχε γίνει το ιερατείο εκείνο, θέτοντας σ’ αυτά τέρμα και ντε φάκτο επίσης. Αυτό εθανατώθη ή διεσπάρη και ο ναός του κατεστράφη, δεν μπορεί δε ποτέ να ανασυγκροτηθή ένα άλλο Λευιτικό ιερατείο, επειδή κανείς Ιουδαίος σήμερα δεν μπορεί να πη από ποια από τις φυλές του Ισραήλ κατάγεται.—Κολ. 2:14.
ΕΝΑ ΝΕΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟ
6, 7. Μήπως η μετατόπισις του Λευιτικού ιερατείου έδειξε ότι δεν έπρεπε κατόπιν να υπάρχη κανένα εντελώς ιερατείο επάνω στη γη; Αποδείξτε την απάντησί σας.
6 Θέτοντας ο Θεός τη Λευιτική τάξι ιερέων τόσο απόλυτα έξω υπάρξεως, μήπως ήθελε να δείξη ότι δεν υπήρχε πια ανάγκη ιερατείου επάνω στη γη; Καθόλου! Όλο εκείνο που συνέβη ήταν, ότι ένας τύπος, μια εικόνα ή σύμβολο είχε μετατοπισθή, επειδή ο καιρός για το αντίτυπο, την πραγματικότητα, είχε έλθει. Όταν, λοιπόν, οι Λευιτικοί ιερείς απέρριψαν τον Ιησούν ως τον αρχιερέα του Θεού, αν και μιας άλλης τάξεως, και όταν αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν ότι ο καιρός των είχε παρέλθει και αρνήθηκαν να μπουν σε μεγαλύτερα προνόμια, έπρεπε να μετατοπισθούν βιαίως.—Εβρ. 10:1.
7 Ο Παύλος σχολιάζει την αλλαγή του ιερατείου και της νομίμου του βάσεως, του νόμου, με τα εξής λόγια: «Εάν λοιπόν η τελειότης υπήρχε δια Λευιτικής ιερωσύνης, (διότι ο λαός επ’ αυτής έλαβε τον νόμον,) τις χρεία πλέον να εγερθή άλλος ιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, και ουχί να λέγηται κατά την τάξιν Ααρών; Διότι μετατιθέμενης της ιερωσύνης, εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται.» Ο αρχιερεύς αυτού του νέου ιερατείου κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, μάλλον παρά Ααρών, είναι ο Χριστός Ιησούς, και ως τοιούτος έχει υφιερείς επάνω στη γη.—Εβρ. 7:11, 12.
8. Ποιοι έλαβαν τη θέσι του Λευιτικού ιερατείου στη διάταξι του Θεού; Αποδείξτε το.
8 Ποιοι είναι αυτοί οι υφιερείς; Ποιοι επρόκειτο να γίνουν το αντίτυπο του Λευιτικού ιερατείου; Στα κεφάλαια 7 έως 10 της προς Εβραίους επιστολής του, ο Παύλος πρώτα σχεδιάζει τα παράλληλα μεταξύ του Ααρών, του αρχιερέως της παλαιάς διαθήκης, και του Χριστού Ιησού ως του Αρχιερέως της νέας διαθήκης. Έπειτα στο κεφάλαιο 10 στρέφεται στους υφιερείς, τους Λευίτας, και τις υπηρεσίες των και δείχνει πώς θα ηκολουθούντο από ένα ιερατείο, που δεν θα προσέφερε θυσίες ζώων, και λέγει: «Έχοντες λοιπόν, αδελφοί, παρρησίαν να εισέλθωμεν εις τα άγια δια του αίματος του Ιησού, δια νέας και ζώσης οδού την οποίαν καθιέρωσεν εις ημάς, δια του καταπετάσματος, τουτέστι, της σαρκός αυτού, και έχοντες ιερέα μέγαν επί τον οίκον του Θεού, ας πλησιάζωμεν μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως, έχοντες τας καρδίας ημών κεκαθαρμένας από συνειδήσεως πονηράς, και λελουμένοι το σώμα με ύδωρ καθαρόν.» Λέγοντας «ας πλησιάζωιμεν [ημείς] μετά αληθινής καρδίας . . . και λελουμένοι το σώμα με ύδωρ καθαρόν», αναφερόμενος στις Λευιτικές τελετουργίες καθαρισμού, ο Παύλος προσκαλεί τους Χριστιανούς αδελφούς του να εισέλθουν στη διαδοχή του Λευιτικού ιερατείου. Επομένως, η Χριστιανική εκκλησία είναι εκείνη που προσδιορίζεται ως νέο ιερατείον, ως η νέα τάξις επιγείων λειτουργών του Θεού, οι οποίοι προσφέρουν πνευματικές θυσίες αίνων και καλών έργων.—Εβρ. 10:19-22· 13:15, 16· Λευιτ. 16:4· Αριθμ. 8:6, 7.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
9. Πώς μπορεί να λεχθή ότι ο Χριστιανός είναι διάκονος όπως και ο Λευίτης ιερεύς;
9 Υπάρχουν πολυάριθμα παράλληλα μεταξύ του παλαιού και του νέου ιερατείου, τα οποία επιβεβαιώνουν τη σχέσι των. Ο Χριστιανός είναι ένας λειτουργός ή διάκονος του λόγου του Θεού όπως ήταν και ο Λευίτης ιερεύς: «Τα δε πάντα είναι εκ του Θεού, όστις . . . έδωκεν εις ημάς την διακονίαν της διαλλαγής· δηλονότι ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ, διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν, μη λογαριάζων εις αυτούς τα πταίσματα αυτών και ενεπιστεύθη εις ημάς τον λόγον της διαλλαγής. Υπέρ του Χριστού λοιπόν είμεθα πρέσβεις, ως εάν σας παρεκάλει ο Θεός δι’ ημών δεόμεθα λοιπόν υπέρ του Χριστού, διαλλάγητε προς τον Θεόν.»—2 Κορ. 5:18-20.
10. Πώς δείχνει ο Πέτρος τα παράλληλα μεταξύ του Λευιτικού και του Χριστιανικού ιερατείου;
10 Ο απόστολος Πέτρος, όμως, είναι εκείνος, ο οποίος, τονίζοντας τα παράλληλα, αποκαλεί άμεσα τη Χριστιανική εκκλησία ιερατείον. Κάνοντας σύγκρισι με τον κατά γράμμα ναό και τις κατά γράμμα θυσίες του Λευιτικού ιερατείου, ο Πέτρος εξηγεί στους ομοίους του Χριστιανούς: «Και σεις, ως λίθοι ζώντες, οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, δια να προσφέρητε πνευματικάς θυσίας, ευπροσδέκτους εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού. . . . είσθε “γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον,” λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως· οι ποτέ μη όντες λαός, τώρα δε λαός του Θεού.»—1 Πέτρ. 2:5, 9, 10.
11. (α) Ποιες είναι οι ‘πνευματικές θυσίες’ που αναφέρονται στην 1 Πέτρου 2:5; (β) Ποια είναι τα ιερατικά καθήκοντα για τους Χριστιανούς, που αναφέρονται στην προς Εβραίους επιστολή 10:23-25;
11 Ότι αυτές οι ‘πνευματικές θυσίες’ που προσφέρονται από το Χριστιανικό ιερατείο είναι προπάντων μια ‘εξαγγελία των αρετών’ του Θεού επιβεβαιώνεται από τον Παύλο, ο οποίος τις ονομάζει «καρπόν χειλέων ομολογούντων το όνομα αυτού», στην προς Εβραίους επιστολή 13:15, και προσθέτει: «Την δε αγαθοποιίαν και το μεταδοτικόν μη λησμονείτε· διότι εις τοιαύτας θυσίας ευαρεστείται ο Θεός.» Παρατηρήστε επίσης πώς ο Παύλος, αφού έχει προσδιορίσει την ταυτότητα του νέου ιερατείου υπό τον Χριστόν Ιησούν στην προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιο 10, προχωρεί στα εδάφια 23-25 και αναφέρει τουλάχιστον τρία διακεκριμένα ιερατικά καθήκοντα αυτού του νέου ιερατείου: «Ας κρατώμεν την ομολογίαν της ελπίδος ασάλευτον· διότι πιστός ο υποσχεθείς· και ας φροντίζωμεν περί αλλήλων, παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα· μη αφίνοντες το να συνερχώμεθα ομού, καθώς είναι συνήθεια εις τινας, αλλά προτρέποντες αλλήλους· και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν.»—Ρωμ. 12:1.
ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ
12. Γιατί το Λευιτικό ιερατείο ονομάζεται «ειδικό» ιερατείο;
12 Από μια άποψι, εν τούτοις, υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των δύο ιερατείων. Το Λευιτικό ιερατείο δεν ήταν ό,τι είναι γνωστόν ως «γενικόν» αλλά, μάλλον, ένα λεγόμενο «ειδικόν» ιερατείον. Δεν υπήρχε τίποτε γενικόν όσο αφορά αυτό. Το υπούργημα του ιερέως περιεβάλλετο από περιορισμούς προερχομένους από τη γέννησι και το φύλον, καθώς ήταν περιωρισμένο στα άρρενα μέλη της φυλής του Λευί, μάλιστα δε το υπούργημα του θυσιάζοντος ιερέως ήταν περιορισμένο στην οικογένεια του Ααρών, του πρώτου αρχιερέως. Δια νόμου το ιερατείο ετίθετο σε μια κλάσι ή τάξι αυτό καθ’ εαυτό, όχι μόνο σχετικά με το υπούργημα, αλλά και με άλλα ζητήματα. Οι Λευίται δεν ελάμβαναν κληρονομία στη γη, και εγίνοντο ειδικές προμήθειες για τα χρειώδη της ζωής των. Η φυλή των δεν ελογαριάζετο μεταξύ των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, αφού ετέθη κατά μέρος για ιερατικά καθήκοντα· οι φυλές του Εφραΐμ και του Μανασσή, των υιών του Ιωσήφ, έκαναν τον αριθμό πλήρη. Οι Λευίται ήσαν έτσι μια ειδική κλάσις ή κατάστασις ή τάξις μέσα στην Ιουδαϊκή κοινωνία. Υπήρχε μια θετική διάκρισις μεταξύ ιερατείου και λαού. Το ιερατείο του Ισραήλ ήταν «ειδικό» ιερατείο.—Αριθμ. 8:14· 18:20-24.
13. (α) Τι είναι «γενικό» ιερατείο; (β) Σύμφωνα με τον Πέτρο, το Χριστιανικό ιερατείο είναι γενικό ή ειδικό ιερατείο; Πώς υποστηρίζει ο Πέτρος την απάντησί σας;
13 Δεν συμβαίνει το ίδιο με το νέο ιερατείο. Ο Πέτρος λέγει: «Σεις όμως είσθε “. . . βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον,” λαός τον οποίαν απέκτησεν ο Θεός». Ονομάζει το Χριστιανικό ιερατείο έθνος. Είναι ο νέος «Ισραήλ του Θεού». Ιερατείο και έθνος είναι εντελώς το ίδιο. Δεν υπάρχει διαίρεσις σε «ιεράτευμα» και «λαόν» μέσα σ’ αυτό το έθνος. Κάθε μέλος αυτού του έθνους είναι ένας ιερεύς. Αυτό είναι ένα «γενικόν» ιερατείον.—Γαλ. 6:16.
14. Δώστε περαιτέρω αποδείξεις του γεγονότος ότι το Χριστιανικό ιερατείο είναι γενικό.
14 Η ιδέα ότι δεν υπάρχει διάκρισις μεταξύ Χριστιανών δεν είναι νέα. Τη συναντούμε στην εξεικόνισι του Χριστιανού ως μέλους του σώματος του Χριστού, στο οποίο δεν είναι «Ιουδαίος ουδέ Έλλην· δεν είναι δούλος ουδέ ελεύθερος· δεν είναι άρσεν και θήλυ»· και έχομε την ιδέα αυτή στην ιδιότητα υιού του Θεού στην οποία φθάνει ο Χριστιανός και βάσει της οποίας κάθε Χριστιανός έχει άμεση πρόσοδο στον ουράνιο Πατέρα του μέσω του Αρχιερέως, Ιησού Χριστού, με κανένα άνθρωπο ως μεσίτη ή ιερέα, επειδή ο Ιησούς Χριστός είναι Μεσίτης ο ίδιος.—Γαλ. 3:28· 4:5-7· Εβρ. 4:16· 1 Τιμ. 2:5.
ΠΡΟΕΛΕΥΣΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΙΕΡΑΤΕΙΟΥ
15. Ποιος εισήγαγε τον γενικόν χαρακτήρα του Χριστιανικού ιερατείου; Πώς;
15 Ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός με πολλή δύναμι ίδρυσε το γενικό ιερατείο στη Χριστιανική εκκλησία από την αρχή της ακόμη. Την ημέρα της Πεντηκοστής εξέχυσε το πνεύμα του στους πρώτους που έγιναν μέλη της εκκλησίας. Αυτοί, λαμβάνοντας αυτό το πνεύμα, εχρίσθησαν για να είναι υφιερείς και εβοηθήθησαν ν’ αρχίσουν να εκτελούν τα ιερατικά των καθήκοντα αμέσως τότε και εκεί, επειδή κάτω από την επιρροή του άρχισαν να προσφέρουν πνευματικές θυσίες κηρύττοντας για τον Θεό και τους σκοπούς του. Σημειώστε ότι ο Θεός δεν εξέλεξε ολίγα από εκείνα τα 120 περίπου άτομα που ήσαν παρόντα ως κλήρον ή ιερατείο για να εκτελούν το κήρυγμα και τα υπόλοιπα να είναι οι ακροαταί ή οι λαϊκοί, αλλά «επλήσθησαν άπαντες πνεύματος αγίου, και ήρχισαν να λαλώσι . . . τα μεγαλεία του Θεού.»—Πράξ. 2:4, 11.
16. Πώς ο Ιησούς προετοίμασε τους ακολούθους του για τα καθήκοντα του γενικού ιερατείου ακόμη και πριν από την ημέρα της Πεντηκοστής;
16 Είναι φανερό με πολλούς τρόπους ότι η διδασκαλία του γενικού ιερατείου κατενοείτο και εφηρμόζετο στην αρχαία εκκλησία. Οι πρώτοι Χριστιανοί εκαλούντο ν’ ακολουθήσουν στα ίχνη του Αρχιερέως των, Χριστού Ιησού, στη διάρκεια δε της διακονίας του επάνω στη γη, αυτός, όχι μόνο εκτελούσε ο ίδιος τα καθήκοντα του νέου αρχιερέως, αλλά και καθιστούσε γενικά τα ιερατικά καθήκοντα, διδάσκοντας τους ακολούθους του να κάνουν το ίδιο.—Λουκ. 10:1-12.
17-19. Πώς γνωρίζομε ότι η ιεραποστολική εντολή που εδόθη από τον Ιησούν και ανεγράφη στο κατά Ματθαίον 28:19, δεν ήταν μόνο για τους ένδεκα αποστόλους;
17 Μερικοί εφιστούν την προσοχή στο γεγονός, ότι, όταν ο Ιησούς, παραδείγματος χάριν, έδωσε την περίφημη ιεραποστολική εντολή, όπως αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 28:19, μόνον οι ένδεκα απόστολοι ήσαν παρόντες, και ισχυρίζονται, συνεπώς, ότι αυτή εδόθη στους αποστόλους μόνο. Αλλά κατανοείται επίσης ότι ‘πεντακόσιοι και επέκεινα αδελφοί’ ήσαν εκεί επίσης. (1 Κορ. 15:6) Είναι αλήθεια ότι οι απόστολοι περισσότερο από κάθε άλλον ήσαν απασχολημένοι στο να ιδρύουν νέες εκκλησίες σε πολλές χώρες, αλλ’ ασφαλώς δεν ήσαν μόνοι σ’ αυτό το έργον. Όλοι βοηθούσαν. Όταν ο Παύλος επήγε στη Ρώμη για πρώτη φορά, δεν επήγε για να ιδρύση μια εκκλησία, διότι υπήρχε ήδη εκκλησία εκεί, και οι αδελφοί εβγήκαν να τον συναντήσουν προτού εισέλθη στην πόλι.—Ρωμ. 1:8, 13· Πράξ. 28:14-16.
18 Οι ίδιοι οι απόστολοι δεν θεωρούσαν ότι η ιεραποστολική εντολή ήταν γι’ αυτούς μόνο. Σημειώστε τους επαινετικούς Λόγους του Παύλου προς τους αδελφούς της Θεσσαλονίκης: «Διότι από σας εξήχησεν ο λόγος του Ιεχωβά, ουχί μόνον εν τη Μακεδονία και Αχαΐα, αλλά και εν παντί τόπω έφθανεν η φήμη τής προς τον Θεόν πίστεώς σας· ώστε ημείς δεν έχομεν χρείαν να λαλώμέν τι.»—1 Θεσ. 1:8, ΜΝΚ.
19 Ο Τίτος και ο Τιμόθεος ήσαν διδάσκαλοι, αλλά ήσαν διδάσκαλοι διδασκάλων· δεν ήσαν διάκονοι οι οποίοι απεστάλησαν να διδάξουν λαϊκούς. Ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Όσα ήκουσας παρ’ εμού δια πολλών μαρτύρων, ταύτα πάροδος εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι.» (2 Τιμ. 2:2) Τούτο είναι σε αρμονία με ό,τι διαβάζομε στην Αποκάλυψι 22:17: «Και το πνεύμα, και η νύμφη λέγουσιν, Ελθέ· και όστις ακούει, ας είπη, Ελθέ.» Όταν οι Εβραίοι εβράδυναν να προοδεύσουν ως το σημείο τού να μετέχουν ενεργώς στα καθήκοντα του γενικού ιερατείου, ο Παύλος απεγοητεύθη: «Επειδή ενώ ως προς τον καιρόν έπρεπε να ήσθε διδάσκαλοι, πάλιν έχετε χρείαν του να σας διδάσκη τις τα αρχικά στοιχεία των λόγων του Θεού.» Δεν ήσαν ανεκτοί λαϊκοί σ’ αυτή την εκκλησία.—Εβρ. 5:12.
20. Πώς η ιστορία επιβεβαιώνει τα περί γενικού ιερατείου στην πρώτη εκκλησία;
20 Η ιστορία επιβεβαιώνει το ίδιο. Ο Δανός καθηγητής Χαλ Κοχ λέγει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του: «Μόνο στις ημέρες των αποστόλων και στις δεκαετίες που ακολούθησαν αμέσως, ακούμε για πραγματικούς ιεραποστόλους, απασχολημένους με τη διάδοσι της Χριστιανοσύνης που θεωρούσαν σαν καθήκον των και προορισμό των. Με άλλα λόγια εντελώς συνήθεις Χριστιανοί, έμποροι, εργάται, δούλοι και οποιασδήποτε κοινωνικής θέσεως άνθρωποι ήσαν εκείνοι, που είλκυαν νέα μέλη στην εκκλησία.» Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό: Το γενικό ιερατείο ήταν μια χαρακτηριστική μορφή της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας· κάθε μέλος ήταν ένας ιερεύς, ο οποίος θεωρούσε καθήκον του να κηρύττη και να διδάσκη για τον Θεό μέσα και έξω από την εκκλησία, και υπεστηρίζετο από το πνεύμα του Θεού που ήταν χυμένο επάνω τους. Δεν υπήρχαν λαϊκοί σ’ αυτή την εκκλησία. Πώς συμβαίνει, λοιπόν, ότι οι εκκλησίες του «Χριστιανικού κόσμου» σήμερα δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο παρά έναν κλήρο που κηρύττει από τον άμβωνα και ένα παθητικό πλήθος λαϊκών;
ΜΙΑ ΔΙΑΒΟΛΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
21. Μήπως οι εκκλησιαστικοί υπηρέται της πρώτης εκκλησίας αποτελούσαν ένα ιερατείο;
21 Αφού η πρώτη Χριστιανική εκκλησία ήταν μια εργαζόμενη οργάνωσις, ήταν ανάγκη να διορισθούν μερικά από τα μέλη σε ειδικές υπηρεσίες. Για να διορισθή κανείς σε τέτοια θέσι υπηρεσίας έπρεπε να είναι ώριμος, «πρεσβύτερος», σύμφωνα με τον όρον του Ελληνικού κειμένου. Μέσα από τους πρεσβυτέρους εξελέγοντο επόπται ή «επίσκοποι» της εκκλησίας και οι βοηθοί των ή «διάκονοι». Λόγω των όσων είδαμε προ ολίγου για το γενικό ιερατείο στην πρώτη εκκλησία, αυτοί δεν διωρίζοντο για ν’ αποτελέσουν ένα ιερατείο· ήσαν απλώς οι υπηρέται των Χριστιανών αδελφών των.—Πράξ. 6:1-7· Τίτον 1:5· 1 Πέτρ. 5:2, 3· Ματθ. 20:25-28.
22. Πώς οι εκκλησιαστικοί υπηρέται αργότερα έφθασαν να συγκροτήσουν ένα ιερατείο;
22 Ο Παύλος, εν τούτοις, επροφήτευσε αληθινά: «Μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, δια να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών.» Μια από τις λυπηρές συνέπειες αυτής της εγέρσεως ιδιοτελών ανθρώπων σε καταπιεστική εξουσία ήταν η τελεία απώλεια του γενικού ιερατείου. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική ιστορία, στον δεύτερον αιώνα οι υπηρέται των εκκλησιών βραδέως αλλ’ ασφαλώς υψώθηκαν στη μορφή ενός ειδικού ιερατείου. Οι εκκλησιαστικοί επίσκοποι εφόρεσαν την επισκοπική ενδυμασία, οι «πρεσβύτεροι» μετετράπησαν από το να είναι απλώς οι ώριμοι, πρεσβύτεροι άνδρες, μέσα από τους οποίους θα μπορούσαν να εκλέγωνται οι υπηρέται, στο να είναι στο αξίωμα ενός ιερέως, και οι διάκονοι ή διακονικοί υπηρέται ή βοηθοί μετεσχηματίσθησαν στους «διακόνους» των ημερών μας. Άνθρωποι ανέλαβαν θέσεις, με τις οποίες απετέλεσαν μια ιεραρχία, η οποία επί αιώνες εξήσκησε σκληρή πνευματική και κοσμική κυριαρχία, δεσπόζοντας επάνω σ’ ένα πλήθος λαϊκών.—Πράξ. 20:29, 30.
23. (α) Τι καθιστά τον Καθολικό κλήρο εξέχον παράδειγμα ενός λεγομένου Χριστιανικού κλήρου, ο οποίος έκαμε αλλαγή από το γενικά στο ειδικό ιερατείο; (β) Γιατί η αλλαγή αυτή ήταν διαβολική;
23 Το ιερατείο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι ένα καταπληκτικό παράδειγμα τούτου. Το ιερατείο αυτό, όχι μόνο απετέλεσε μια διακεκριμένη, χωριστή τάξι υψωμένη επάνω από τους λαϊκούς σε εξουσία, εκπαίδευσι και εμφάνισι, μιμούμενο τη διάταξι ενός ειδικού ιερατείου, αλλά και έκτισε οικοδομήματα κατά γράμμα ναών με κατά γράμμα βωμούς και ενέδυσε τα μέλη του με ειδικά ενδύματα για να διακρίνωνται από το κοινό εκκλησιαστικό μέλος. Για να καταστήση πλήρη την επιστροφή του ειδικού ιερατείου, ισχυρίζεται ότι κατέχει με ειδική αφιέρωσι την εξουσία να καλή τον Χριστό Ιησού στους βωμούς του κατά θέλησιν, να θυσιάζη την κατά γράμμα σάρκα και αίμα του στη Ρωμαιοκαθολική λειτουργία. Η αλλαγή διευθύνσεως από το γενικό ιερατείο πίσω στο ειδικό δύσκολα θα μπορούσε να γίνη πιο τέλεια, αν επρόκειτο ακόμη να διατηρηθή μια Χριστιανική εμφάνισις. Αποστερώντας τα μέλη της εκκλησίας από το δικαίωμά των να είναι ενεργοί υπηρέται του Θεού με το να κηρύττουν τον λόγον του, περιορίζοντάς τα σ’ ένα σώμα αμαθών, συχνά αγραμμάτων, θαμώνων της εκκλησίας, ο κλήρος έσβησε το πνεύμα του Θεού στην εκκλησία και την απεγύμνωσε από την αρχική δυναμική της ισχύ για διάδοσι των αγαθών νέων και έτσι την απεγύμνωσε από το ορθό είδος αναγεννήσεως, με το οποίο η αλήθεια σχετικά με τον Θεό και τον Χριστό έπρεπε να νικήση τον κόσμο. Η αλλαγή αυτή ήταν διαβολική.