Οργή και Αγανάκτησις
«Ας είναι πας άνθρωπος . . .βραδύς εις οργήν· διότι η οργή του ανθρώπου δεν εργάζεται την δικαιοσύνην του Θεού.»—Ιάκ. 1:19, 20
1. Τι είδους χαρακτηριστικό είναι η οργή, και τι πρέπει να κάμουν οι Χριστιανοί σχετικά με αυτήν;
ΟΡΓΗ είναι το αντίθετο της πραότητος. Η τελευταία είναι μια ιδιότης πολύ επιθυμητή για να την καλλιεργούν οι Χριστιανοί. Η οργή είναι ένα χαρακτηριστικό του παλαιού κόσμου που πρέπει να φερθή σε υποταγή όσο το δυνατόν ταχύτερα. Είναι αληθές, ότι οι επιθυμίες της σαρκός γίνονται φανερές σε πολλές περιπτώσεις και η απόδειξις τούτου σ’ ένα άτομο συχνά εκδηλώνεται με παροξυσμούς οργής. Μέσα στην ατέλειά του, ένα άτομο μπορεί να παροργισθή από ένα άλλο, αλλά πρέπει να μην αφήση την οργή του να κυριαρχήση επάνω του ώστε να κάμη τον αδελφό του εχθρό του.
2. Αν προκληθή οργή μεταξύ δύο Χριστιανών, τι πρέπει να κάμουν σχετικά με αυτήν, και πότε;
2 Η οργή δεν μπορεί να επιτραπή να παρατείνεται στη διάνοια ενός ατόμου, λόγω του γεγονότος ότι γρήγορα θ’ αυξηθή ασφαλώς σ’ ένα όρος διχονοίας. Ο Παύλος, στη σχετική συμβουλή του, ανέφερε: «“Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε·” ο ήλιος ας μη δύη επί τον παροργισμόν σας μήτε δίδετε τόπον εις τον διάβολον.» Με άλλα λόγια, αν ένα άτομο παρωργίσθηκε ή εξαγριώθηκε εναντίον άλλου, πρέπει να γίνη μια φιλική τακτοποίησις ή κατανόησις μεταξύ εκείνων που ενεπλάκησαν στη φιλονεικία. Αυτό πρέπει να γίνη την ίδια μέρα ώστε να μην επιτραπή να υπάρχη μια μη υγιεινή και μη Χριστιανική κατάστασις. Ο ψαλμωδός επίσης ενουθέτησε: «Οργίζεσθε, και μη αμαρτάνετε.» Εδώ, λοιπόν, πάλι γίνεται σύστασις να κατευθύνωμε τη Χριστιανική σκέψι προς τις αρχές του Ιεχωβά και μια ήπια διάθεσι.—Εφεσ. 4:26, 27, 31· Ψαλμ. 4:4.
3. Γιατί πρέπει να είναι κανείς «βραδύς εις οργήν»;
3 Η οργή είναι εκδήλωσις φιλονείκου πνεύματος που πρέπει ν’ αποφεύγεται. Η Γραφική νουθεσία που μας διαφωτίζει σχετικά με αυτό διατυπώνεται με τον εξής τρόπο: «Μη σπεύδε εν τω πνεύματί σου να θυμόνης· διότι ο θυμός αναπαύεται εν τω κόλπω των αφρόνων. Μη είπης, Τις η αιτία, δια την οποίαν αι παρελθούσαι ημέραι ήσαν καλήτεραι παρά ταύτας; διότι δεν ερωτάς φρονίμως περί τούτου.» Η οργή είναι μια σαρκική επιρροή, κάτι που μετεφέρθη από τον παλαιό κόσμο και ενεφυτεύθη μέσα μας· ο δε Χριστιανός πρέπει ν’ αγωνίζεται να την αποκλείση από τη διάνοια και ν’ ακολουθή τη συμβουλή τού να είναι «βραδύς εις οργήν».—Εκκλησ. 7:9, 10· Ιάκ. 1:19.
4. (α) Με ποια άλλα χαρακτηριστικά κατατάσσεται η οργή από τον λόγον του Θεού; (β) Γιατί τα θυμώδη άτομα πρέπει ν’ αποφεύγωνται;
4 Η βίαιη οργή αναφέρεται δυσμενώς στον λόγον του Θεού, ως το βαθμό του να κατατάσσεται με την πορνεία, την ακαθαρσία, την ασέλγεια, τις έχθρες, τις έριδες και τις μάχες. (Γαλ. 5:19-21 ) Είναι καλό ν’ αποφεύγωμε εκείνους που εκδηλώνουν θυμώδη διάθεσι και διαρκώς καταθλίβονται μ’ αυτήν, επειδή είμεθα επιρρεπείς στο να μολυνθούμε και σ’ έναν παροξυσμό οργής ν’ ανταποδώσωμε τα ίσα. Πρέπει ν’ αποφεύγωμε τέτοια άτομα, επειδή, με το να έχη κανείς συναναστροφή μαζί τους, γρήγορα θα εχειροτέρευε. «Μη κάμνε φιλίαν μετά ανθρώπου θυμώδους· και μετά ανθρώπου οργίλου μη συμπεριπάτει· μήποτε μάθης τας οδούς αυτού, και λάβης παγίδα εις την ψυχήν σου.» Σε άμεση αντιπαραβολή μάς λέγεται επίσης από τον ίδιο συγγραφέα: «Η γλώσσα του δικαίου [είναι] αργύριον εκλεκτόν· η καρδία των ασεβών πράγμα μηδαμινόν.»—1 Κορ. 15:33· Παροιμ. 22:24, 25· 10:19, 20.
ΒΙΒΛΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΡΓΗΣ
5. Σε ποιο βαθμό διηγέρθη η οργή του Σαούλ εναντίον του Δαβίδ;
5 Σ τη φλογερή καταδίωξι του Δαβίδ από τον Σαούλ για να τον φονεύση, ο Σαούλ ζήτησε από τον γυιό του Ιωνάθαν να τον βοηθήση θεωρώντας τον Δαβίδ ως εχθρό. Επειδή ο Ιωνάθαν συνετάχθη με τον Δαβίδ, η άμεση αντίδρασις θυμού και μίσους του Σαούλ έφθασε σε μεγάλο ύψος, όπως αναφέρεται στο 1 Σαμουήλ 20:30-33. «Τότε εξήφθη η οργή του Σαούλ κατά του Ιωνάθαν, και είπε προς αυτόν, Υιέ διεφθαρμένης και αποστάτιδος, δεν εξεύρω ότι συ εξέλεξας τον υιόν του Ιεσσαί δι’ αισχύνην σου, και δι’ αισχύνην της γυμνώσεως της μητρός σου; διότι ενόσω ο υιός του Ιεσσαί ζη επί της γης, συ δεν θέλεις στερεωθή, ουδέ η βασιλεία σου· τώρα λοιπόν πέμψον, και φέρε αυτόν προς εμέ· διότι εξάπαντος θέλει αποθάνει. Και απεκρίθη ο Ιωνάθαν προς τον Σαούλ τον πατέρα αυτού, και είπε προς αυτόν, Δια τι να θανατωθή; Τι έπραξε; Και έρριψεν ο Σαούλ δοράτιον κατ’ αυτού, δια να κτυπήση αυτόν· τότε εγνώρισεν ο Ιωνάθαν, ότι ήτο αποφασισμένον παρά του πατρός αυτού να θανατώση τον Δαβίδ.» Μέσα στην αργή του ο Σαούλ προσεπάθησε να φονεύση τον Δαβίδ και αργότερα έστρεψε την οργή του εναντίον του γυιού του Ιωνάθαν.
6. (α) Πώς αντέδρασε ο Οζίας στη συμβουλή του ιερέως όταν υπερέβη τα καθήκοντά του ως βασιλέως καίοντας θυμίαμα στο αγιαστήριο; (β) Ποια κρίσις από τον Ιεχωβά αντιμετωπίσθη;
6 Ένα άλλο κλασσικό παράδειγμα είναι η περίπτωσις του Οζία όταν κυβερνούσε ως βασιλεύς. Μόλις εκραταιώθη στην υψηλή θέσι του, η καρδιά του έγινε αλαζονική, διότι ενήργησε περιφρονητικά εναντίον του λόγου του Θεού πηγαίνοντας στο ναό για να καύση θυμίαμα. Ο ιερεύς Αζαρίας, μαζί με άλλους ιερείς, επέσυρε την προσοχή του Οζία σε τούτα, λέγοντας: «Δεν ανήκει εις σε, Οζία, να θυμιάσης εις τον Ιεχωβά, αλλ’ εις τους ιερείς τους υιούς του Ααρών . . . Έξελθε εκ του αγιαστηρίου· διότι ησέβησας.» Αλλ’ ο βασιλεύς εστασίασε, καθώς παρατηρούμε στο θείο Υπόμνημα: «Ο δε Οζίας, έχων εν τη χειρί αυτού θυμιατήριον δια να θυμιάση, εθυμώθη· και ενώ εθυμώθη προς τους ιερείς, ανέτειλεν η λέπρα εν τω μετώπω αυτού έμπροσθεν των ιερέων εν τω οίκω του Ιεχωβά, πλησίον του θυσιαστηρίου του θυμιάματος.» Η δίκαιη κρίσις του Ιεχωβά εξεδηλώθη χάριν του ιερατικού αντιπροσώπου του.—2 Χρον. 26:16 -19, ΜΝΚ.
7. Πώς ο Μωυσής και ο Ααρών έσφαλαν εκδηλώνοντας την οργή των ενώπιον του έθνους Ισραήλ;
7 Ενώ ο Μωυσής υπήρξε πιστός δούλος επί πολλά έτη, είναι ενδιαφέρον να σημειώσωμε τι συνέβη σε μια περίπτωσι όταν οι Ισραηλίται φιλονεικούσαν με τον Μωυσή στον στασιασμό τους εναντίον του Ιεχωβά, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να είχαν πεθάνει ενώπιον του Φαραώ, μάλλον παρά να φερθούν στην έρημο και ν’ αφεθούν να πεθάνουν εκεί από έλλειψι νερού. Ο Μωυσής και ο Ααρών, αντί να χειρισθούν την υπόθεσι ήσυχα και να ενεργήσουν με υποταγή στον Ιεχωβά, εξεδήλωσαν ένα προκλητικό πνεύμα, όπως δείχνουν τα λόγια του βιβλίου των Αριθμών 20:10: «Ακούσατε τώρα, σεις οι απειθείς· να σας εκβάλωμεν ύδωρ εκ της πέτρας ταύτης;» Σημειώστε σ’ αυτή τη δήλωσι ότι ο Μωυσής και ο Ααρών, σ’ έναν παροξυσμό οργής, παρέλειψαν να δώσουν τιμή στον Ιεχωβά για την προμήθεια νερού θαυματουργικά, και προφανώς έλαβαν οι ίδιοι μάλλον την τιμή αντί να δοξάσουν τον Ιεχωβά ενώπιον της συναγωγής.
8. (α) Τι προσεπάθησε ο Αμάν να επιτύχη όταν ενεπλήσθη θυμού»; (β) Και ως αποτέλεσμα, τι συνέβη σ’ αυτόν;
8 Ο Αμάν ο Αμαληκίτης, μέσα στην πανουργία του, έκαμε να εκδοθή ένα βασιλικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι έπρεπε να κλίνουν ενώπιόν του. Εν τούτοις, ο αληθινός δούλος του Θεού Μαροδοχαίος δεν ήθελε να υποχωρήση σε μια τέτοια πορεία αποδόσεως τιμής στον καταδικασμένο εχθρό του Θεού. (Έξοδ. 17:14-16) Όταν ο Αμάν παρετήρησε ότι ο Μαροδοχαίος ο Ιουδαίος δεν ήθελε να συνθηκολογήση και να τον προσκυνή, το υπόμνημα μας λέγει: « Ενεπλήσθη θυμού ο Αμάν. . . . όθεν εζήτει ο Αμάν να αφανίση πάντας τους Ιουδαίους τους εν παντί τω βασιλείω του Ασσουήρου.» Η καρδιά του Αμάν εξακολούθησε να σκληρύνεται, και ήταν αποφασισμένος να κρεμάση τον Μαροδοχαίο και να καταστρέψη τον λαόν του Θεού. Βέβαια, γνωρίζομε από τον λόγον του Θεού ότι τα πράγματα αντεστράφησαν εις βάρος του Αμάν και εξετελέσθη αυτός, ο δε Μαροδοχαίος, η Εσθήρ και οι Ιουδαίοι ελευθερώθηκαν από το αποτέλεσμα του διατάγματος με το να τους λεχθή να σταθούν υπέρ της ζωής των.—Εσθήρ 3:5, 6· 8:10-12.
9. Αντί ν’ ανταποκριθούν ευνοϊκά στα λόγια του Ιησού όταν μίλησε στη συναγωγή, πώς αντέδρασαν μερικοί Ιουδαίοι;
9 Όταν ο Ιησούς μίλησε στο πλήθος στη συναγωγή και εδιάβασε ιδιαίτερα από τον ρόλο του Ησαΐα ειδοποιώντας τους ακροατάς του ότι αυτή την ημέρα ακριβώς εξεπληρώνετο η περικοπή εκείνη, η αντίδρασις από μέρους πολλών δεν ήταν το να προσέξουν και ν’ αναγνωρίσουν τον Μεσσία, αλλά, αντιθέτως, όπως μας λέγεται στο κατά Λουκάν 4:28, 29, «επλήσθησαν πάντες θυμού εν τη συναγωγή, ακούοντες ταύτα. Και σηκωθέντες εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως· και έφεραν αυτόν έως της οφρύος του όρους, επί του οποίου η πόλις αυτών ήτο ωκοδομημένη, δια να κατακρημνίσωσιν αυτόν.» Ναι, πάλι, βρίσκομε εκείνους που ωμολογούσαν ότι ήσαν σε σχέσι διαθήκης με τον Ιεχωβά, σ’ έναν παραξυσμό εχθρότητος όχι μόνο ν’ απορρίπτουν τον Υιό του, αλλά και να ζητούν να τον φονεύσουν.
10. Πώς απήντησε το πλήθος αφού άκουσε τον Στέφανο να διηγήται το ιστορικό υπόμνημα των Ιουδαίων;
10 Είναι ευχάριστο να σημειώσωμε πώς, όταν ο Στέφανος φέρθηκε ενώπιον του Σάνχεδριν, διηγήθηκε την ιστορία και το υπόμνημα των Ιουδαίων, ως την έλευσι του Μεσσία. Τους επληροφόρησε, επίσης, θαρραλέα, πώς κατεδίωξαν εκείνους που προήγγειλαν τον Δίκαιον, και ότι δεν είχαν τηρήσει τον νόμον. Η οργή που προέκυψε εναντίον του Στεφάνου αναφέρεται στις Πράξεις 7:54-58: «Ακούοντες δε ταύτα κατεκόπτοντο τας καρδίας αυτών, και έτριζον τους οδόντας κατ’ αυτού. . . . φωνάξαντες μετά φωνής μεγάλης, έφραξαν τα ώτα αυτών, και ώρμησαν ομοθυμαδόν επ’ αυτόν. Και εκβαλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν.» Διαβολικά εξαγριωμένοι, εφόνευσαν τον Στέφανο.
ΔΙΚΑΙΑ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΙΣ
11. Γιατί δεν είναι ακατάλληλη η οργή του Ιεχωβά;
11 Πρέπει, όμως, να θυμηθούμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ οργής και δικαίας αγανακτήσεως. Γνωρίζομε ότι η οργή του Ιεχωβά πρόκειται να εκχυθή επάνω στους πονηρούς εχθρούς, όπως το εδήλωσε τόσο συχνά στον λόγον του. Ενώ ο Ιεχωβά είναι βραδύς εις οργήν, αυτό δεν σημαίνει ότι η οργή του δεν μπορεί να διεγερθή από άδικη συμπεριφορά. Μας λέγεται από τον προφήτη Ναούμ (1:6): «Τις δύναται να ανθέξη ενώπιον της αγανακτήσεως αυτού; και τις δύναται να σταθή εις την έξαψιν της οργής αυτού; ο θυμός αυτού εκχέεται ως πυρ, και οι βράχοι συντρίβονται έμπροσθεν αυτού.» Όσο ακριβώς το χέρι της προστασίας του Ιεχωβά είναι επάνω από τους πιστούς δούλους και εκείνους που είναι γεμάτοι από αποκλειστική αγάπη γι’ αυτόν, τόσο η οργή του και οι καταστρεπτικές του δυνάμεις θα ενεργήσουν εναντίον των πονηρών, και δεν θα διαφύγουν.
12. (α) Τι είχε να πη ο Δαβίδ για την οργή του Ιεχωβά; Πότε θα φθάση σε αποκορύφωμα εκδηλώσεως; (β) Μπορούν οι Χριστιανοί να εκδηλώνουν αγανάκτησι;
12 Μια εκδήλωσις της οργής του τονίζεται από τον Δαβίδ στον Ψαλμό 68:24, 25: «Έκχεε επ’ αυτούς την οργήν σου· και ο θυμός της αγανακτήσεώς σου ας συλλάβη αυτούς. Ας γείνωσιν έρημα τα παλάτια αυτών· εν ταις σκηναίς αυτών ας μη ήναι ο κατοικών.» Βλέπομε, λοιπόν, από τους λόγους του Ιεχωβά και από εκείνους που ελαλήθησαν από τον πιστό του δούλο, ότι είναι στην πρέπουσα τάξι το να εκδηλωθή δικαία αγανάκτησις εναντίον των εχθρών του Θεού. Η απέχθειά του προς την πονηρία θα κορυφωθή με την εκμηδένισί της στον Αρμαγεδδώνα. Κι εμείς, λοιπόν, επίσης, μπορούμε ως Χριστιανοί να δείξωμε αποστροφή προς τα πράγματα του κόσμου τούτου καθώς βρίσκονται σε αντίθεσι προς τον Ιεχωβά. Δεν απαιτείται να συγχωρήσωμε την αδικία. Πράγματι, το αντίθετο είναι αληθινό—πρέπει ν’ αγαπήσωμε τη δικαιοσύνη και να μισήσωμε την αδικία. Υπάρχει κατάλληλος καιρός για το καθένα, όπως μας λέγεται : «Χρόνος είναι εις πάντα . . . καιρός του αγαπήσαι, και καιρός του μισήσαι· καιρός πολέμου, και καιρός ειρήνης.»—Εκκλησ. 3:1, 8.
13. Ποια πράγματα μισεί ο Ιεχωβά;
13 Είναι πολύ ενδιαφέρον να σημειώσωμε μερικά από τα πράγματα που καταφρονεί ο Ιεχωβά. Η πληροφορία αυτή εκτίθεται με τα εξής λόγια: «Ταύτα τα έξ μισεί ο Ιεχωβά, επτά μάλιστα βδελύττεται η ψυχή αυτού· οφθαλμούς υπερηφάνους, γλώσσαν ψευδή, και χείρας εκχέουσας αίμα αθώον, καρδίαν μηχανευομένην λογισμούς κακούς, πόδας τρέχοντας ταχέως εις το κακοποιείν, μάρτυρα ψευδή λαλούντα ψεύδος, και τον εμβάλλοντα έριδας μεταξύ αδελφών.» Προχωρώντας λίγο πιο πέρα, νουθετούμεθα: «Ο φόβος του Ιεχωβά είναι να μισή τις το κακόν· αλαζονείαν, και αυθάδειαν, και πονηράν οδόν, και διεστραμμένον στόμα, εγώ μισώ.» Αληθινά, λοιπόν, έχομε επαρκή αιτία για να ελεεινολογούμε και μπορούμε κατάλληλα να ελεεινολογούμε τα πράγματα που μισεί ο Ιεχωβά.—Παροιμ. 6:16-19· 8:13, ΜΝΚ.
14. Τι μισούσε ο Δαβίδ, και τι αγαπούσε;
14 Ένας δούλος του Παντοδυνάμου Θεού εδήλωσε σε μια άλλη περίπτωσι: «Εκ των εντολών σου έγεινα συνετός· δια τούτο εμίσησα πάσαν οδόν ψεύδους. . . . Εγνώρισα ορθάς πάσας τας εντολάς σου περί παντός πράγματος· και εμίσησα πάσαν οδόν ψεύδους. Εμίσησα τους διεστραμμένους στοχασμούς· τον δε νόμον σου ηγάπησα. Μισώ και βδελύττομαι το ψεύδος.»—Ψαλμ. 119:104, 128, 113, 163.
15. Πώς μπορούν οι Χριστιανοί διάκονοι σήμερα να θεωρούν εκείνους που παραβιάζουν τις δίκαιες αρχές του Ιεχωβά;
15 Για τούτο, όταν μερικοί μέσα στην εκκλησία παραβιάζουν τους νόμους του Ιεχωβά και περιφρονούν τις αρχές του με το να διαπράττουν μοιχεία, πορνεία ή να είναι υβρισταί ή μέθυσοι, θα ανεμένετο, φυσικά, οι λοιποί της εκκλησίας να αποστρέφωνται αυτούς που κάνουν τέτοια πράγματα. Πράγματι, γι’ αυτό ακριβώς είναι σπουδαίο η επιτροπή της εκκλησίας να τους αποκλείη από τη συναναστροφή με το να τους αποκόπτη από την επικοινωνία των άλλων. Οι άλλοι μισούν τέτοιες πράξεις. Και, συνεπώς, εκείνοι που τις διαπράττουν δεν έχουν θέσι στην έντιμη και καθαρή οργάνωσι του Ιεχωβά.
16. Πώς μπορούν να θεωρούν την οργή και την αγανάκτησι εκείνοι που ανήκουν στην κοινωνία του Νέου Κόσμου;
16 Πόσο σπουδαίο είναι, λοιπόν, να εκτιμούμε κατάλληλα τις σκέψεις και επιθυμίες του Θεού και να αναγνωρίζωμε ότι είναι τέλειες και αμετάβλητες. Αυτός μισεί τον θυμό και την οργίλη αμαρτία του ατελούς ανθρώπου. Ο Χριστιανός γνωρίζοντας τούτο, θα ζητή πάντοτε να κατευθύνη τις οδούς του έτσι ώστε να συμμορφώνωνται με τις οδούς και σκέψεις του Ιεχωβά. Ναι, για τούτο, κάθε Χριστιανός θα είναι βραδύς εις οργήν και θ’ αποφεύγη τον θυμό. Και τι θα πούμε για την αγανάκτησι; Ας εκδηλώνεται μόνο η αγανάκτησις του Ιεχωβά, διότι αυτός το πράττει τούτο με δικαιοσύνη, και έτσι θα καταστρέψη για πάντα τα μισητά πράγματα που παραβιάζουν τις αρχές του.