Ποια είναι η Άποψις της Βίβλου;
Η Θανατική Ποινή—Είναι Νόμος του Θεού;
«Η ΠΟΙΝΗ του θανάτου Δεν είναι νόμος του Θεού,» διεκήρυξε μια εντυπωσιακή επικεφαλίδα της εφημερίδος Σταρ του Τορόντο, στις 29 Ιανουαρίου 1971. Αυτή ήταν η κατηγορηματική γνώμη του συγγραφέως, ενός τέως προέδρου της Ηνωμένης Εκκλησίας του Καναδά. Πολλοί θρησκευτικοί όμιλοι για διαφόρους λόγους ευνοούν την κατάργησι της θανατικής ποινής. Οι αντιτιθέμενοι στην ποινή του θανάτου, γενικά, την θεωρούν σκληρή, αλλά οι νομικοί πιστεύουν ότι περιορίζει το έγκλημα.
Αναπόφευκτα, είναι ένα θέμα που επηρεάζεται από αισθήματα διότι περιλαμβάνει ζωή, το πιο πολύτιμο αγαθό του ανθρώπου. Ποιος είναι ποιο κατάλληλος για τη λύσι του ζητήματος; Ο Υπέρτατος Ζωοδότης, ο Ιεχωβά Θεός. (Ψαλμ. 36:9· Ησ. 42:5) Ασφαλώς, ο Ιεχωβά έχει επίσης το δικαίωμα να κάνη νόμους που να καθορίζουν το δώρο της ζωής. Εννοείται, οι βουλές του και οι οδοί του είναι πολύ υψηλότερες από τις βουλές και τις οδούς του ανθρώπου. (Ησ. 33:22· 55:8) Στην αρχή, λοιπόν, κάποιος μπορεί να μη καταλαβαίνη εντελώς ή να μη εκτιμά τις διευθετήσεις του Θεού. Εν τούτοις, οι αποφάσεις του δεν είναι αφιλάγαθες, άδικες ή εσφαλμένες.—Ιερεμ. 9:24.
Δεν μπορεί να λεχθή ότι ο Ιεχωβά αντιτίθεται στη θανατική ποινή αυτή καθ’ εαυτήν, αν και δεν επιδοκιμάζει βέβαια κάθε εκτέλεσι. Ο Αδάμ και η Εύα υπέστησαν την ποινή του θανάτου, με απόφασιν του Θεού, λόγω ανυπακοής στον θείο νόμο. (Γέν. 2:16, 17· 3:17-19· 5:5) Ο Ιεχωβά εξετέλεσε τους παραβάτας στη διάρκεια του παγγήινου κατακλυσμού των ημερών του Νώε και στα ασεβή Σόδομα και Γόμορρα. (2 Πέτρ. 2:5, 6) Στον αρχαίο Ισραήλ, ο Θεός κατά καιρούς επέβαλλε θανατική ποινή μέσω ανθρωπίνων εξουσιών. (Έξοδ. 32:27, 28· Αριθ. 25:1-11) Επί πλέον, στην ερχομένη ‘μεγάλη θλίψι’ ο Ιησούς Χριστός θα εκτελέση χονδροειδείς παραβάτας του θείου νόμου.—2 Θεσσ. 1:6-9.
Οι ανθρώπινες εξουσίες συχνά θεωρούν τον φόνο ως θανάσιμο παράβασι. Τι λέγει ο νόμος του Θεού γι’ αυτό; «Μη φονεύσης,» αναφέρει μια από τις Δέκα Εντολές. (Δευτ. 5:17) Ο Χριστιανός απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Εξεύρετε ότι πας ανθρωποκτόνος δεν έχει ζωήν αιώνιον μένουσαν εν εαυτώ.» (1 Ιωάν. 3:15· Αποκάλ. 21:8) Μερικοί, όταν κινούνται αισθηματικά, ίσως από εντυπωσιακή δημοσιογραφία, θεωρούν ότι η εκτέλεσις απερίσκεπτων φονέων είναι σκληρή. Αλλά δεν μπορεί το ίδιο να λεχθή για τις βίαιες πράξεις των που στερούν άλλους από τη ζωή; Συχνά, επίσης, ο ‘φονεύς φονεύει τον πτωχόν και τον ενδεή.’ (Ιώβ 24:14) Και ενώ απλό αίσθημα δεν είναι η βάσις όλης της κρίσεως σ’ αυτά τα ζητήματα, ποιος, όμως, μπορεί να αγνοήση τη λύπη εκείνων που στερήθηκαν τους ιδικούς των;
Ασφαλώς ο πάνσοφος Ζωοδότης εστάθμισε κάθε σημαντικό παράγοντα όταν αρχικά εξέφρασε τον αμετάβλητο νόμο του που περιλαμβάνει τον φόνο και τη θανατική ποινή. Σ’ εκείνους που επέζησαν από τον παγγήινο κατακλυσμό, και έχοντας υπ’ όψιν ολόκληρη την ανθρώπινη οικογένεια, ο Ιεχωβά διεκήρυξε: «Το αίμα της ζωής σας, θέλω εκζητήσει· .. . όστις χύση αίμα ανθρώπου· υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον.»—Γέν. 9:1, 5, 6.
Ο Υπέρτατος Ζωοδότης με αυτόν τον τρόπο εξουσιοδότησε εκείνους που ασκούν την ανθρώπινη εξουσία να εκτελούν τους φονείς. Με το να καταδικάζη τέτοιους εγκληματίες σε θάνατο, η κυβερνητική εξουσία ενεργεί ως Θεού υπηρέτης . .. εκδικητής διά να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν.» (Ρωμ. 13:1, 3, 4) Εννοείται, αυτό δεν δίνει το δικαίωμα σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα ‘να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους’ και βίαια να σκοτώνουν το φονιά.
Ενώ στον εκούσιο φονέα εθεωρείτο αναγκαία η θανατική ποινή, ο νόμος του Θεού που δόθηκε στον Ισραήλ προέβλεπε ελεήμονα μεταχείρισι στον ακούσιο φονέα. Του παρείχε ασφάλεια μέσα σε μια από τις πόλεις καταφυγίου του έθνους, αφού προηγουμένως υπεύθυνοι άνδρες είχαν κρίνει ότι ο θάνατος ήταν τυχαίος. Ο ακούσιος φονεύς δεν εφυλακίζετο, αλλ’ απητείτο να κάμη χρήσιμη εργασία που ωφελούσε και αυτόν και τους άλλους.—Αριθμ. 35:9-34.
Ο νόμος του Ιεχωβά που δόθηκε στους Ισραηλίτας απαιτούσε επίσης θανατική ποινή για εγκληματική αμέλεια και για ωρισμένες αδικοπραγίες που ήσαν ιδιαιτέρως επιβλαβείς σωματικώς, διανοητικώς και πνευματικώς. Ο Θεός έτσι έδειχνε θερμό ενδιαφέρον για τους ανθρώπους γενικά. Οι διατάξεις του, αν τις ακολουθούσαν, θα εξύψωναν τον Ισραήλ πάνω από τα ειδωλολατρικά έθνη, που ήσαν βουτηγμένα σε τέτοιες διεφθαρμένες πράξεις, όπως είναι η αιμομιξία, η σοδομία και η κτηνοβασία. (Έξοδ. 21:29· Λευιτ. 18:6-30· 20:10-23) Η θανατική ποινή απεμάκρυνε από τη σκηνή χονδροειδώς ανήθικους παραβάτες και μαζί μ’ αυτούς και τη δυνατότητα να κάμουν άλλους να τους ακολουθήσουν στον εκφυλισμό. Επί πλέον, η εκτέλεσις απερισκέπτων φονέων εμπόδιζε να αφαιρέσουν τη ζωή και άλλων ακόμη.
Μερικοί μπορεί να ρωτήσουν, «Εμποδίζει η θανατική ποινή πραγματικά το έγκλημα;» Ο Θεός, που γνωρίζει καλά την κατασκευή του ανθρώπου, λέγει ότι εμποδίζει. Σχετικά με τον αποστάτη, είπε: «Και θέλεις λιθοβολήσει αυτόν με λίθους, ώστε να αποθάνη· διότι εζήτησε να σε αποπλανήση από Ιεχωβά του Θεού σου, . . . Και πας ο Ισραήλ ακούσας θέλει φοβηθή, και δεν θέλει κάμει πλέον εν μέσω σου τοιούτον κακόν.»—Δευτ. 13:6-11, ΜΝΚ.
Οι ανθρώπινες εξουσίες, κατά περιστάσεις, εξετέλεσαν άτομα αδίκως για ασήμαντες παραβάσεις. Γι’ αυτή την πράξι, οι κοσμικές κυβερνήσεις πρέπει να φέρουν ευθύνη ενώπιον του ‘Κρίνοντος πάσαν την γην.’ (Γέν. 18:25) Κατά καιρούς, επίσης, θανατώθηκαν αθώοι. Παραδείγματος χάριν, η βασίλισσα του Ισραήλ, Ιεζάβελ ενήργησε ώστε ο Ναβουθαί να κατηγορηθή ψευδώς ότι εβλασφήμησε τον Θεό και τον βασιλέα. Έτσι, αυτός εξετελέσθη για κάτι που δεν είχε κάμει. (1 Βασιλέων 21:1-16) Ο δίκαιος, όμως, νόμος του Θεού απαιτούσε όπως ένας ψευδομάρτυς υποστή το ίδιο πράγμα που σχεδίαζε να πάθη ο κατηγορούμενος. Αν εξετασθή προσεκτικά, η προσταγή του Ιεχωβά ‘ζωή αντί ζωής’ δεν δείχνει περιφρόνησι για τη ζωή, αλλά μάλλον τονίζει τη μεγάλη εκτίμησι του Θεού γι’ αυτή.—Δευτ. 19:15-21.
Ο Ιεχωβά δεν είναι υπεύθυνος για παρωδίες δίκης που καταλήγουν σε θανατική εκτέλεσι, διότι είναι δίκαιος. (Δευτ. 32:4· Ησ. 40:14) Επί πλέον, μπορεί ν’ αναστήση το άτυχο θύμα που υπέστη άδικη θανατική ποινή από τα χέρια των ανθρωπίνων εξουσιών. (Πράξ. 24:15) Οι Ρωμαίοι επέβαλαν την ποινή του θανάτου σε δύο κλέπτας που σταυρώθηκαν δίπλα στον Ιησού Χριστό. Ενώ η κλοπή δεν ήταν η ίδια θανάσιμο αμάρτημα σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, ο ένας εκ των κακούργων ανεγνώρισε, «διότι άξια των όσα επράξαμεν απολαμβάνομεν.» Αυτός ο κακούργος ζήτησε από τον Ιησού να τον ενθυμηθή όταν έλθη στη Βασιλεία, και ο Χριστός υποσχέθηκε, «θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν το παραδείσω.» Έτσι, εβεβαίωσε εκείνον τον ληστή για μια ανάστασι στον μελλοντικό γήινο παράδεισο. (Λουκάς 23:32-43· Ματθ. 27:38) Ο Ιεχωβά βέβαια, θ’ αποφασίση αν ειδικά μεμονωμένα άτομα που υπέστησαν την ποινή του θανάτου στη διάρκεια των αιώνων, θ’ αναστηθούν.
Μπορούμε, λοιπόν, να καταλήξωμε στο συμπέρασμα ότι η θανατική ποινή για τον εκούσιο φονέα ήταν μέρος του θείου νόμου που αφορά όλο το ανθρώπινο γένος. Στον αρχαίο Ισραήλ, όταν τα προστάγματα του Θεού ακολουθούνταν πιστά και η ποινή του θανάτου επεβάλλετο δίκαια για ωρισμένα σοβαρά εγκλήματα, αυτό δεν συνέβαινε εξ αιτίας μιας ψυχρής και σκληρής ιδιοτροπίας μιας αφιλάγαθης θεότητος. Η ποινή του θανάτου εξυπηρετούσε τον περιορισμό του εγκλήματος και ήταν προστασία για τους ανθρώπους. Και γνωρίζομε ότι ο Ιεχωβά δεν αγνοεί ούτε είναι αδιάφορος σε οποιαδήποτε κατάχρησι ανθρώπινης εξουσίας που επιβάλλει την ποινή του θανάτου. Ευτυχώς, οι Χριστιανοί μπορούν, επίσης, ν’ αποβλέπουν σ’ αυτόν τον Θεό της αγάπης και του ελέους να πραγματοποιήση τις γήινες συνθήκες όπου ο θάνατος—και επομένως και η ανάγκη επιβολής θανατικής ποινής—δεν θα υπάρχει πλέον.—Ησ. 25:8, 9.