Κεφάλαιον 9
Ένα Έθνος που Συνήψε Διαθήκη με τον Θεό
1. Με ποιον δεν μπορούν τα έθνη να κάμουν συνθήκη επειδή είναι πάρα πολύ υλιστικά;
ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ υποθέσεις είναι συνηθισμένο να συναπτή ένα κράτος συνθήκη μ’ ένα άλλο κράτος για αμοιβαία άμυνα ή ειρηνικές σχέσεις ή μορφωτικές ανταλλαγές ή άλλα ζητήματα. Μερικά πολιτικά κράτη μπορεί να γίνουν μέλη μιας οργανώσεως βάσει μιας συνθήκης, όπως είναι σήμερα η Οργάνωσις του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), η Οργάνωσις της Συνθήκης της Βαρσοβίας (ή Σύμφωνον της Βαρσοβίας), ή η Οργάνωσις του Συμφώνου της Νοτιοανατολικής Ασίας (ΣΕΑΤΟ). Αλλά ποιο κράτος ή έθνος σήμερα είναι σε διαθήκη με τον Θεό; Τα έθνη σήμερα είναι πάρα πολύ υλιστικά ώστε να κάμουν διαθήκη μ’ ένα αόρατο ουράνιο Ον που να έχη μέρος στη συνθήκη.
2. Σε ποια ερωτήματα σχετικά μ’ ένα έθνος .που είχε συνάψει διαθήκη με τον Θεό, θέλομε να λάβωμε απάντησι;
2 Στους αρχαίους χρόνους, όμως, υπήρχε πραγματικά ένα έθνος στη γη που είχε συνάψει διαθήκη με τον Ύψιστο Θεό του ουρανού. Ήταν μια διαθήκη μεταξύ ενός επιγείου και ενός ουρανίου μέρους, ενός ορατού και ενός αόρατου μέρους. Κάθε διαθήκη έχει έναν ωρισμένο σκοπό. Ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της ιστορικής διαθήκης μεταξύ ενός έθνους της γης και του ενός και μόνου ζώντος και αληθινού Θεού στον ουρανό; Πώς έγινε μια τέτοια διαθήκη μεταξύ δύο ανόμοιων μερών; Αυτές είναι ερωτήσεις στις οποίες θέλομε τώρα να λάβωμε απάντησι.
3. Ποιος θα ήταν κατάλληλος να ορίση τους όρους, τον μεσίτη, τις συνθήκες και τον χρόνο μιας τέτοιας διαθήκης;
3 Ο Ύψιστος Θεός, ως πάνσοφος και παντοδύναμος, θα ήταν ο κατάλληλος να προσφέρη ή και να προτείνη μια τέτοια διαθήκη σ’ ένα έθνος ατελών και αμαρτωλών ανθρώπων. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις, θα ήταν κατάλληλο να δηλώση τον σκοπό της διαθήκης του, να υπαγορεύση τους όρους της και να διορίση ένα μεσίτη για να ενεργή μεταξύ Αυτού και των ανθρώπων. Αυτός θα έκανε γνωστούς τους όρους με τους οποίους θα μπορούσε να συνεχισθή η διαθήκη και θα εξέλεγε τον χρόνο για τη σύναψι αυτής της διαθήκης ή συμφωνίας. Ο χρόνος που είχε ορίσει ο Θεός πολύ προηγουμένως ήταν ο δέκατος έκτος αιών π.Χ.
4. Ποια χρονική περίοδο σχετικά με το σπέρμα του Αβραάμ, προείπε ο Θεός όταν έκαμε μια επίσημη διαθήκη μαζί του την ώρα μιας θυσίας;
4 Ο Θεός είχε κάμει μια επίσημη διαθήκη επί βάσει μιας θυσίας με τον προπάτορα όλου αυτού του έθνους με το οποίο επρόκειτο να συνάψη μια εθνική διαθήκη στον ωρισμένο καιρό. Ο Θεός έκαμε με τον Αβραάμ αυτή την επίσημη διαθήκη την οποία επεκύρωσε με θυσία μετά την ευλογία που είχε δώσει ο Μελχισεδέκ βασιλεύς της Σαλήμ και Ιερεύς του Θεού του Υψίστου, στον νικητή Αβραάμ. Ο Θεός, όταν έδωσε στον Αβραάμ ισχυρή διαβεβαίωσι ότι η θεία υπόσχεσις θα εξεπληρώνετο στους απογόνους του Αβραάμ, του είπε τα εξής: «Έξευρε βεβαίως ότι το σπέρμα σου θέλει παροικήσει εν γη ουχί εαυτών, και θέλουσι δουλώσει αυτούς, και θέλουσι καταθλίψει αυτούς, τετρακόσια έτη· το έθνος όμως, εις το οποίον θέλουσι δουλωθή, εγώ θέλω κρίνει· μετά δε ταύτα θέλουσιν εξέλθει με μεγάλα υπάρχοντα· συ δε θέλεις απέλθει προς τους πατέρας σου εν ειρήνη· θέλεις ενταφιασθή εν γήρατι καλώ· εν δε τη τετάρτη γενεά θέλουσιν επιστρέψει εδώ· διότι ακόμη δεν ανεπληρώθη η ανομία των Αμορραίων.»—Γένεσις 15:13-16.
5. Τι θα συνέβαινε στη διάρκεια του μακρού χρόνου που έπρεπε να περάση προτού το σπέρμα του Αβραάμ καταλάβη τη Γη της Επαγγελίας;
5 Η κατάκτησις λοιπόν της γης από το φυσικό σπέρμα του Αβραάμ ανεβλήθη για τετρακόσια χρόνια και πλέον. Η μακρά αυτή χρονική περίοδος θα επέτρεπε στο εκλεκτό σπέρμα του Αβραάμ ν’ αυξηθή σε πολυπληθή λαό, αρκετά πολυάριθμο ώστε να εκτοπίση τους Αμορραίους κατόχους της γης Χαναάν, οι οποίοι εγίνοντο ολοένα χειρότεροι στην «ανομία» της ειδωλολατρικής των οδού. Μολονότι το φυσικό σπέρμα του Αβραάμ θα ανεπτύσσετο σ’ έναν μεγάλο λαό μέσα σε μια άλλη χώρα και όχι στη γη Χαναάν, εν τούτοις, ο Θεός θα διαφύλαττε τη γη γι’ αυτόν το λαό, έως τότε που η «ανομία» των κατοίκων της Γης της Επαγγελίας θα χειροτέρευε τόσο πολύ ώστε η εκδίωξίς των από τη γη να ήταν πλήρως δικαιολογημένη. Ο Ιεχωβά τώρα εγγυήθηκε και με μια επίσημη διαθήκη, ότι θα έδινε εκείνη την περιοχή στο φυσικό σπέρμα του Αβραάμ όταν ο καιρός θα ήταν ώριμος γι’ αυτό.
«Την ημέραν εκείνην έκαμε διαθήκην ο Ιεχωβά προς τον Άβραμ, λέγων, Εις το σπέρμα σου έδωκα την γην ταύτην, από του ποταμού της Αιγύπτου έως του ποταμού του μεγάλου, του ποταμού Ευφράτου· τους Κεναίους, και τους Κενεζαίους, και τους Κεδμωναίους, και τους Χετταίους, και τους Φερεζαίους, και τους Ραφαείμ, και τους Αμορραίους, και τους Χαναναίους, και τους Γεργεσαίους, και τους Ιεβουσαίους.»—Γένεσις 15:18-21, ΜΝΚ.
6. Μήπως η εθνική διαθήκη ακύρωσε την Αβραμιαία Επαγγελία και ποιον σκοπό θα εξυπηρετούσε αυτή για τους απογόνους του Αβραάμ;
6 Σε αντίθεσι μ’ εκείνη τη θεία διαθήκη που είχε γίνει με ένα μόνο άτομο, τον Αβραάμ, η διαθήκη που είχε υπ’ όψιν ο Θεός να συνάψη, θα εγίνετο μ’ ένα μεγάλο έθνος απογόνων του Αβραάμ, που θα προήρχετο από τη γενεαλογική γραμμή που ο Θεός θα εξέλεγε. Η εθνική εκείνη διαθήκη θα προσετίθετο στην Αβραμιαία Επαγγελία, η οποία έγινε δεσμευτική όταν ο Αβραάμ διέβη τον Ευφράτη Ποταμό που είναι προς βορράν και εισήλθε στην περιοχή που περιελαμβάνετο μέσα στα όρια που ανεφέροντο στην επίσημη διαθήκη που έκαμε ο Θεός με τον Αβραάμ και η οποία είχε επικυρωθή με μια θυσία. (Γένεσις 12:1-7) Η σύναψις της διαθήκης με το έθνος των απογόνων του Αβραάμ δεν ακύρωσε την Αβραμιαία Επαγγελία, αλλ’ απλώς προσετέθη σ’ αυτήν. Αυτό έγινε με σοφία, διότι όλοι οι σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ δεν θα απεδεικνύοντο κατάλληλοι να μετάσχουν στην Αβραμιαία Επαγγελία της οποίας η εκπλήρωσις θα ήταν ευλογία για όλα τα έθνη και τις φυλές της γης. Γι’ αυτό, η πρόσθετη εθνική διαθήκη θα χρησίμευε πολύ καλά σαν ένα μέσον βοηθείας για να προετοιμασθούν όσοι ήσαν άξιοι να δεχθούν και ν’ ακολουθήσουν πιστά τον αληθινό Μεσσία, το υποσχεμένο «σπέρμα» της ουράνιας «γυναικός» του Θεού, όταν ο Θεός θα τον έστελνε και θα τον έχριε.
7. Για ποιους λόγους δεν θα έκανε ο Θεός συμφωνία με τους απογόνους του Αβραάμ πριν από το τέλος των τετρακοσίων εκείνων ετών;
7 Η σύναψις αυτής της πρόσθετης εθνικής διαθήκης δεν θα εγίνετο προτού περάσουν περισσότερα από τετρακόσια χρόνια από τότε που συνήψε ο Θεός αυτή τη διαθήκη με τον Αβραάμ την οποία επεκύρωσε με μια θυσία, διότι τότε ο Αβραάμ δεν είχε κανένα απόγονο από την τότε στείρα σύζυγο του, τη Σάρρα. Επί πλέον, ο Θεός δεν θα έκανε διαθήκη με τους απογόνους του Αβραάμ όταν αυτοί θα ήσαν σε δουλεία και θα κατεθλίβοντο από ένα ξένο έθνος. Ιδιαίτερα εφόσον η σύναψις της διαθήκης απαιτούσε θυσίες που ήσαν βδελυκτές και αποκρουστικές στο έθνος που τους κατέθλιβε και τους κρατούσε υποδουλωμένους. (Έξοδος 8:25-27) Μόνον όταν ο Θεός θα επάτασσε το καταπιεστικό εκείνο έθνος και θα έσωζε τον λαό του και θα τον ελευθέρωνε, ώστε να μπορέση να συνάψη μια διαθήκη μαζί Του, τότε ο Θεός θα έκανε αυτή τη διαθήκη. Αυτό θα εγίνετο στο τέλος των προειπωμένων «τετρακοσίων ετών.» Παρατηρούμε ότι ο Ιεχωβά Θεός είχε προσδιορίσει συγκεκριμένες χρονικές περιόδους για την επεξεργασία του ‘αιωνίου σκοπού’ του εν σχέσει με τον Κεχρισμένο του, τον Μεσσία.
8, 9. (α) Ποια χρονική περίοδος άρχισε με την απογαλάκτισι του Ισαάκ και πώς; (β) Τι καιρός ήταν το τέλος της περιόδου εκείνης για το φυσικό σπέρμα του Αβραάμ;
8 Είκοσι πέντε χρόνια μετά την είσοδο του Αβραάμ στη Γη της Επαγγελίας, δηλαδή όταν ήταν εκατό ετών, απέκτησε τον ένα και μοναδικό του γιο από την πραγματική του σύζυγο, τη Σάρρα, κι αυτό έγινε βέβαια μ’ ένα θείο θαύμα. Αυτό έγινε στη γη που δεν ανήκε τότε στον Αβραάμ, ούτε στον γιό του Ισαάκ. Όταν ο Ισαάκ απογαλακτίσθηκε, άρχισε η θλίψις για το φυσικό «σπέρμα» μέσω του οποίου επρόκειτο να έλθη ο Μεσσίας. Αυτό έγινε όταν ο δεκαεννέα ετών ετεροθαλής αδελφός του Ισαάκ, ο Ισμαήλ, περιεγέλασε ασεβώς τον μόλις απογαλακτισμένο Ισαάκ. Μια τέτοια διαγωγή που έδειχνε ζηλοτυπία μπορούσε να εξελιχθή σε απειλή κατά της ζωής του θεόδοτου κληρονόμου του Αβραάμ, δηλαδή του Ισαάκ.—Γένεσις 16:11, 12.
9 Σύμφωνα με χρονομετρήσεις, αυτή η έναρξις της καταθλίψεως του «σπέρματος» του Αβραάμ σε μια γη που δεν ήταν δική του, συνέβη όταν ο Αβραάμ ήταν εκατόν πέντε ετών και ο Ισαάκ ήταν πέντε ετών. Αυτό έγινε στο έτος 1913 π.Χ. (Γένεσις 21:1-9· Γαλάτας 4:29) Επομένως, τα «τετρακόσια έτη» της καταθλίψεως του φυσικού «σπέρματος» του Αβραάμ θα τελείωναν στο έτος 1513 π.Χ. Αυτό θα ήταν το έτος στο οποίον το σπέρμα του Αβραάμ θα εξήρχετο από τη γη του καταπιεστικού έθνους και θα άρχιζε να επιστρέφη στη γη των πατέρων του, στη Γη της Επαγγελίας. Τότε ήταν ο ωρισμένος καιρός για να συνάψη ο Θεός την εθνική διαθήκη με το «σπέρμα» του Αβραάμ για να τους φέρη στη Γη της Επαγγελίας ως ένα έθνος με δεσμευτική διαθήκη μαζί Του. Τον καιρό που τελείωσαν αυτά τα τετρακόσια χρόνια, είχαν περάσει επίσης τετρακόσια τριάντα χρόνια από τότε που ο Αβραάμ διέβη τον Ευφράτη Ποταμό και επικυρώθηκε η Αβραμιαία Επαγγελία.—Έξοδος 12:40-42· Γαλάτας 3:17-19.
Η ΣΥΝΑΨΙΣ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
10. Σε τι βαθμό αυξήθηκε το φυσικό σπέρμα του Αβραάμ στην Αίγυπτο και τελικά κάτω από ποιες συνθήκες;
10 Από τότε που ο εγγονός του Αβραάμ, Ιακώβ, εξήλθε με την οικογένειά του από τη γη Χαναάν ως το τέλος των τετρακοσίων ετών, οι απόγονοι του Ιακώβ, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, βρέθηκαν στη γη της Χαμιτικής Αιγύπτου (όχι στη σημερινή Αραβική Αίγυπτο). Όπως είχε προλεχθή από τον Ιεχωβά Θεό, η καταπίεσις που ήλθε στο φυσικό «σπέρμα» του Αβραάμ είχε γίνει τώρα πολύ σοβαρή. Ο αντικειμενικός σκοπός της ήταν η εξόντωσις του λαού του Αβραάμ, του φίλου του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι απόγονοι του Αβραάμ αυξήθηκαν και έγιναν σαν τα άστρα του ουρανού και σαν την άμμο της ακρογιαλιάς, αναρίθμητοι, όπως είχε υποσχεθή ο Θεός. Τελικά, μπόρεσαν να συγκεντρώσουν ‘εξακόσιες χιλιάδες άνδρες πεζούς’ κατάλληλους για στρατιωτική υπηρεσία. (Έξοδος 12:37) Ο Θεός δεν είχε λησμονήσει τη διαθήκη του με τον φίλο του Αβραάμ. Παρέμεινε επίσης πιστός στη χρονική περίοδο που είχε προαναγγείλει. Ήταν λοιπόν έτοιμος να ενεργήση κατάλληλα στον ωρισμένο καιρό.
11. Ποιον ήγειρε ο Θεός να είναι ηγέτης του Ισραήλ και πώς προσπάθησε αυτός να γίνη αρχηγός;
11 Ποιος θα ήταν τώρα ο ορατός οδηγός του λαού; Ο Θεός δεν εξέλεξε τον αρχηγό της φυλής του Ιούδα, σαν αυτό να ήταν υποχρεωτικό λόγω της ευλογίας της Βασιλείας που είχε απαγγείλει ο Ιακώβ στον Ιούδα. (Γένεσις 49:10· 1 Χρονικών 5:1, 2) Αντιθέτως, ο Ύψιστος Θεός, με το δικαίωμα που είχε να εκλέγη, εξέλεξε έναν κατάλληλο άνθρωπο από τη φυλή του Λευί, τον Μωυσή, δισέγγονο του Λευί. (Έξοδος 6:20· Αριθμοί 26:58, 59) Σαράντα χρόνια πριν από το τέλος των τετρακοσίων ετών, ο Μωυσής είχε εγκαταλείψει την ανακτορική ζωή του Φαραώ της Αιγύπτου και συνέδεσε την τύχη του με τους Ισραηλίτας αδελφούς του και προσεφέρθη να γίνη αρχηγός των για να τους εξαγάγη από τη δουλεία. «Ενόμιζε δε ότι οι αδελφοί αυτού ήθελον νοήσει ότι ο Θεός διά της χειρός αυτού δίδει εις αυτούς σωτηρίαν εκείνοι όμως δεν ενόησαν.» Ο Θεός δεν είχε στείλει τότε τον Μωυσή να ελευθερώση τον υποδουλωμένο λαό. Ο Μωυσής αναγκάσθηκε να φύγη, διότι ο Φαραώ επεδίωκε να τον φονεύση. Κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, νυμφεύθηκε και έγινε βοσκός του πεθερού του.—-Έξοδος 2:11 έως 3:1· Πράξεις 7:23-29.
12. Πότε και πού έγινε ο Μωυσής «κεχρισμένος» του Ιεχωβά και με ποια αποστολή;
12 Πέρασαν σαράντα χρόνια και ο Μωυσής ήταν τώρα ογδόντα ετών. Τότε, ενώ έβοσκε τα πρόβατα στη Χερσόνησο του Σινά, ένας άγγελος του Θεού φάνηκε μ’ ένα θαυματουργικό τρόπο στον Μωυσή στους πρόποδες του Όρους Χωρήβ, περίπου τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της σημερινής Διώρυγος του Σουέζ. Εκεί, στο Όρος Χωρήβ ο Ιεχωβά Θεός έδωσε στον Μωυσή τη σημασία του ονόματος του, λέγοντας : «Εγώ είμαι ο Ων [Εγώ είμαι εκείνος που ‘ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΞΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΞΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΜΝΚ] . . . ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ· Ο Ων [Εκείνος που ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΞΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ, ΜΝΚ] με απέστειλε προς εσάς.» (Έξοδος 3:2-14) Έτσι ο Θεός διώρισε τον Μωυσή ως προφήτην και εκπρόσωπόν Του και γι’ αυτό ο Μωυσής μπορούσε τώρα ορθώς να λέγεται «κεχρισμένος,» ή «Μεσσίας,» το ίδιο όπως και οι προπάτορές του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. (Ψαλμός 105:15· Πράξεις 7:30-35· Εβραίους 11:23-26) Ο Ιεχωβά έδειξε ότι το Όρος Χωρήβ ήταν ο τόπος όπου ο λαός του Μωυσέως θα έκανε διαθήκη με Αυτόν, διότι ο Ιεχωβά είπε ότι ο Μωυσής θα έπρεπε να φέρη τον λαό από την Αίγυπτο σ’ αυτό το όρος, για να Τον λατρεύουν εκεί.—Έξοδος 3:12.
13. Πώς ο Φαραώ έφθασε στο σημείο να διατάξη τους Ισραηλίτας να φύγουν από την Αίγυπτο;
13 Επειδή ο Φαραώ επανειλημένως αρνήθηκε ν’ αφήση ελεύθερους τους Ισραηλίτας, ο Ιεχωβά έφερε μια σειρά πληγών επάνω σ’ αυτόν και στον λαό του. Η δεκάτη και τελευταία πληγή ήταν εκείνη που συνέτριψε τη σκληρή καρδιά του Φαραώ και την αντίστασί του. Αυτή η πληγή θανάτωσε όλα τα πρωτότοκα των Αιγυπτιακών οικογενειών και των οικιακών τους ζώων. Τα πρωτότοκα των Ισραηλιτών φυλάχθηκαν από τον θάνατο, διότι ο λαός υπήκουσε στον Ιεχωβά Θεό και γιόρτασε το δείπνο του Πάσχα, το πρώτο τους δείπνο του Πάσχα, στα σπίτια τους. Ο άγγελος της κρίσεως του Ιεχωβά, όταν έβλεπε το αίμα του Πασχαλινού αμνού ραντισμένο στους παραστάτες και στο ανώφλιο των θυρών των σπιτιών τους, παρέτρεχε αυτά τα σπίτια και ο θάνατος δεν έμπαινε στον οικογενειακό τους κύκλο. Ο Ναασών, ο πατέρας του Σαλμών, από τη φυλή του Ιούδα, διαφυλάχθηκε ζωντανός, καθώς και ο Ναδάβ, ο πρωτότοκος γυιος του Ααρών, του μεγαλυτέρου αδελφού του Μωυσέως. Αλλ’ ο πρωτότοκος γιος του Φαραώ πέθανε. Ο Φαραώ, μέσα στη λύπη του και κάτω από την επιμονή των θλιμμένων Αιγυπτίων, διέταξε τους Ισραηλίτας που δεν είχαν πάθει τίποτα να φύγουν από τη χώρα του.—Έξοδος 5:1 έως 12:51.
14. Ποιες χρονικές περίοδοι τελείωσαν την πρώτη μέρα του Πάσχα και τι διέταξε ο Θεός σχετικά μ’ εκείνη τη νύχτα;
14 Η σημαντική εκείνη νύχτα του Πάσχα του 1513 π.Χ. τερμάτισε ταυτόχρονα μερικές αξιοσημείωτες χρονικές περιόδους. Τα τετρακόσια χρόνια της καταπιέσεως του φυσικού σπέρματος του Αβραάμ σε μια ξένη χώρα τελείωσαν. Τελείωσαν και τα διακόσια δεκαπέντε χρόνια παροικίας στην Αίγυπτο, από τον καιρό της εισόδου του πατριάρχου Ιακώβ. Επίσης, τελείωσαν και τα τετρακόσια τριάντα χρόνια αφότου ο Αβραάμ διεβη τον Ευφράτη ποταμό και εγκαταστάθηκε στη Γη της Επαγγελίας. Δεν είναι περίεργο που διαβάζομε τα εξής: «Ο καιρός δε της παροικίας των υιών Ισραήλ, την οποίαν παρώκησαν εν Αιγύπτω, ήτο τετρακόσια και τριάκοντα έτη. Και μετά τα τετρακόσια και τριάκοντα έτη, την αυτήν εκείνην ημέραν εξήλθον πάντα τα τάγματα του Ιεχωβά εκ γης Αιγύπτου. Αυτή είναι νυξ, ήτις πρέπει να φυλάττηται εις τον Ιεχωβά, διότι εξήγαγεν αυτούς εκ γης Αιγύπτου· αυτή είναι η νυξ εκείνη του Ιεχωβά, ήτις πρέπει να φυλάττηται παρά πάντων των υιών Ισραήλ εις τας γενεάς αυτών.—Έξοδος 12:40-42, ΜΝΚ.
15. Πώς ο Θεός ελευθέρωσε τους Ισραηλίτας από την καταδίωξι των Αιγυπτίων και τι έψαλαν οι Ισραηλίται;
15 Ο Ιεχωβά με στρατηγική ωδήγησε τον απελευθερωμένο λαό του μέσω του Μωυσέως στην παραλία του άνω δυτικού βραχίονος της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Φαραώ, οι αρματηλάται και οι ιππείς του, με την ιδέα ότι οι Ισραηλίται είχαν παγιδευθή, κατεδίωξαν και κατέφθασαν τους διαφυγόντας δούλους των. Αλλ’ ο Παντοδύναμος Θεός έκαμε ν’ ανοιχθή μια δίοδος και τη νύχτα οι Ισραηλίται διέβησαν την αποξηραμένη κοίτη και έφθασαν στις ακτές της Χερσονήσου του Σινά. Όταν οι Αιγύπτιοι προχώρησαν στον διάδρομο από τον οποίο διέφυγαν οι Ισραηλίται, ο Θεός επανέφερε τα νερά της Ερυθράς Θαλάσσης επάνω τους και έπνιξε κι αυτούς και τα άλογά τους. Ο λόγος του Θεού, ότι θα έκρινε το έθνος των καταδυναστών του φυσικού «σπέρματος» του Αβραάμ, πραγματοποιήθηκε. (Γένεσις 15:13, 14) Ασφαλείς στις ακτές του Σινά, οι μάρτυρες της κρίσεως του Ιεχωβά έψαλλαν: «Ο Ιεχωβά θέλει βασιλεύει εις τους αιώνας των αιώνων. . . . ψάλλετε εις τον Ιεχωβά· διότι εδοξάσθη ενδόξως· τον ίππον και τον αναβάτην αυτού έρριψεν εις την θάλασσαν.»—Έξοδος 15:1-21, ΜΝΚ.
16. Τι επρότεινε ο Θεός στον στρατοπεδευμένο λαό Ισραήλ στο όρος Χωρήβ, και ποιος ήταν ο σκοπός τούτου;
16 Ήταν μια ειδική ημέρα, όταν οι Ισραηλίται, τον τρίτο σεληνιακό μήνα (Σιβάν) αφ’ ότου έφυγαν από την Αίγυπτο, ήλθαν στην έρημο του Σινά και στρατοπέδευσαν στους πρόποδες του όρους Χωρήβ, ‘του όρους του αληθινού Θεού.’ Αυτός ήταν ο τόπος όπου ο Ιεχωβά είχε πει στον Μωυσή ότι έπρεπε να τον λατρεύσουν. (Έξοδος 3:1, 12· 19:1) Ο προφήτης Μωυσής εκλήθη τώρα να ενεργήση ως μεσίτης μεταξύ του Θεού και του στρατοπεδευμένου λαού. Ο Ιεχωβά επρότεινε τώρα να σύναψη μια διαθήκη μεταξύ Αυτού και του λαού και εξέθεσε τον σκοπό της διαθήκης. Ο Θεός είπε στον Μωυσή επάνω στο Όρος Χωρήβ: «Ούτω θέλεις ειπεί προς τον οίκον Ιακώβ, και αναγγείλει προς τους υιούς Ισραήλ. Σεις είδετε όσα έκαμα εις τους Αιγυπτίους, και σας εσήκωσα ως επί πτερύγων αετού και σας έφερα προς εμαυτόν τώρα λοιπόν εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών διότι ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον.»—Έξοδος 19:3-6.
17. Ποια ενέργεια δείχνει αν ο Ιεχωβά επέβαλε τη διαθήκη στους Ισραηλίτας που είχε σώσει από την Αίγυπτο;
17 Ο Ύψιστος Θεός δεν επέβαλε διά της βίας αυτή τη διαθήκη στους Ισραηλίτας. Τους άφησε ελεύθερους να εκλέξουν αν θα ήθελαν να συνάψουν διαθήκη μαζί του ή όχι, μολονότι τους είχε σώσει από την Αίγυπτο και την Ερυθρά Θάλασσα, θα ήθελαν να γίνουν ένας «περιούσιος λαός» του Ιεχωβά; Να γίνουν «βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον» του Θεού; Ναι, αυτό ήθελαν τότε οι Ισραηλίται. Γι’ αυτό, όταν ο Μωυσής μίλησε στους εκπροσώπους του λαού για τη διαθήκη που επρότεινε ο Θεός, τότε, καθώς διαβάζομε, «απεκρίθη ομοφώνως πας ο λαός, λέγων, Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά θέλομεν πράξει.» Ο Μωυσής ανέφερε τότε στον Ιεχωβά την απόφασι του λαού, και ο Ιεχωβά συνήψε τη διαθήκην όπως είχε συμφωνηθή.—Έξοδος 19:7-9, ΜΝΚ.
18. Τι διεκήρυξε ο Θεός στον Ισραήλ την τρίτη ημέρα από τότε;
18 Την τρίτη ημέρα μετά απ’ αυτό ο Ιεχωβά, μέσω του αγγέλου του στο Όρος Σινά εκεί στο Χωρήβ, διεκήρυξε στους συγκεντρωμένους Ισραηλίτας τον Δεκάλογο, δηλαδή τις Δέκα Εντολές. Αυτές τις εντολές μπορούμε να τις διαβάσωμε μόνοι μας στα εδάφια Έξοδος 20:2-17.
ΠΡΟΛΕΓΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΕΣΙΤΗΣ
19. (α) Τι εζήτησαν οι Ισραηλίται από τον Μωυσή λόγω του θεάματος; (β) Τι απήντησε ο Μωυσής;
19 Αυτό ήταν ένα μεγαλοπρεπές θέαμα! «Και πας ο λαός έβλεπε τας βροντάς και τας αστραπάς και την φωνήν της σάλπιγγος και το όρος καπνίζον και ότε ο λαός είδε ταύτα, απεσύρθησαν και εστάθησαν μακρόθεν. Και είπον προς τον Μωυσήν, Συ λάλησον προς ημάς και θέλομεν ακούσει· και ας μη λαλήση προς ημάς ο Θεός, διά να μη αποθάνωμεν.» (Έξοδος 20:18, 19) Η απάντησις του Θεού σύμφωνα μ’ αυτό το αίτημα των τρομαγμένων Ισραηλιτών εκτίθεται πληρέστερα στο Δευτερονόμιον 18:14-19. Εκεί ο Μωυσής, αφού είπε στους Ισραηλίτας ότι ο Θεός δεν τους είχε δώσει μάγους και μάντεις ως μεσάζοντας μεταξύ Αυτού και εκείνων, συνέχισε και είπε:
«Σε όμως Ιεχωβά ο Θεός σου δεν αφήκε να πράττης ούτω. Προφήτην εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε Ιεχωβά ο Θεός σου εκ των αδελφών σου, ως εμέ· αυτού θέλετε ακούει· κατά πάντα όσα εζήτησας παρά Ιεχωβά του Θεού σου εν Χωρήβ εν τη ημέρα της συνάξεως, λέγων, Ας μη ακούσω πλέον την φωνήν Ιεχωβά του Θεού μου, μηδέ να ιδώ πλέον το μέγα τούτο πυρ, διά να μη αποθάνω. Και είπεν ο Ιεχωβά προς εμέ, Καλώς έχουσιν όσα ελάλησαν. Προφήτην εκ μέσου των αδελφών αυτών θέλω αναστήσει εις αυτούς, ως σε, και θέλω βάλει τους λόγους μου εις το στόμα αυτού, και θέλει λαλεί προς αυτούς πάντα όσα εγώ προστάζω εις αυτόν. Και ο άνθρωπος όστις δεν υπακούση εις τους λόγους μου τους οποίους αυτός θέλει λαλήσει εν τω ονόματι μου, εγώ θέλω εκζητήσει τούτο παρ’ αυτού.» (ΜΝΚ).
20, 21. (α) Ήταν εύκολο να πιστέψη ο Ισραήλ ότι θα υπήρχε άλλος ένας προφήτης σαν τον Μωυσή; (β) Με ποια έννοια ο μελλοντικός αυτός προφήτης θα ήταν σαν τον Μωυσή και σε τι βαθμό;
20 Έναν προφήτη σαν τον Μωυσή, με τον οποίο ο Θεός μιλούσε, σαν να λέγαμε ‘πρόσωπον προς πρόσωπον;’ Μπορεί να ήταν δύσκολο να δεχθούν οι Ισραηλίται μια τέτοια ιδέα, όταν ο ίδιος ο Μωυσής τούς είπε τι είχε πει ο Θεός. Και όμως, αυτό ήταν εκείνο που ο Παντοδύναμος Θεός είπε ότι θα ήγειρε για τον λαό του. Η φράσις ‘σαν τον Μωυσή’ δεν εσήμαινε απλώς ίσον με τον Μωυσή. Ο υποσχεμένος προφήτης μπορούσε να είναι σαν τον Μωυσή κι ωστόσο θα ήταν μεγαλύτερος από τον Μωυσή.
21 Από τους Ισραηλίτας προφήτας μετά τον Μωυσή και ως τον Μαλαχία δεν υπήρξε κανένας προφήτης σαν τον Μωυσή και κανένας μεγαλύτερος από τον Μωυσή. (Δευτερονόμιον 34:1-12) Αλλά τι θα λεχθή για τον υποσχεμένο Κεχρισμένο, τον Μεσσία, που θα ήταν το «σπέρμα» της Ουρανίας «γυναικός» του Θεού; (Γένεσις 3:15) Ο Θεός προφανώς μιλούσε γι’ αυτόν, όταν στο Όρος Σινά μίλησε στον Μωυσή σχετικά μ’ έναν μελλοντικό προφήτη σαν τον Μωυσή. Όπως και ο Μωυσής, το Μεσσιανικό αυτό «σπέρμα» θα ήταν Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, αλλά μεγαλύτερος από τον Μωυσή. Ασφαλώς για τους λάτρεις του μόνου ζώντος και αληθινού Θεού πρέπει τώρα να γίνουν περισσότερα απ’ όσα είχε κάμει ο Μωυσής για τον αρχαίο Ισραήλ. Ο Μωυσής λοιπόν προεικόνιζε τον Μεγαλύτερο Προφήτη του Ιεχωβά που επρόκειτο να έλθη.
22. Γιατί ο μελλοντικός προφήτης σαν τον Μωυσή θα ήταν εναντίον της χρήσεως εικόνων στη λατρεία του Θεού;
22 Εκείνον τον καιρό ο Ιεχωβά είπε επίσης στον Μωυσή: «Ούτως ειπέ προς τους υιούς Ισραήλ· Σεις είδετε ότι εκ του ουρανού ελάλησα με σας· μη κάμητε θεούς μετ’ εμού αργυρούς, μηδέ κάμητε εις εαυτούς θεούς χρυσούς.» (Έξοδος 20:22, 23) Πέρα από κάθε αντιλογία, αυτή είναι μια εντολή που απαγορεύει τη χρήσι άψυχων, άφωνων, ανθρωποποίητων εικόνων στη λατρεία του Θεού ο οποίος είχε μιλήσει από τον ουρανό. Έτσι τονίζεται έντονα εκείνο που είχε πει ο Θεός στη δεύτερη από τις Δέκα Εντολές, όπως εκτίθεται στην Έξοδο 20:4-6. Ο Μεσσιανικός Προφήτης που θα ήταν σαν τον Μωυσή θα ήταν εναντίον της χρήσεως τέτοιων θρησκευτικών εικόνων.
23. Γιατί εκείνη η διαθήκη με τον Ισραήλ καλείται συνήθως Διαθήκη του Νόμου;
23 Ο Θεός, πριν επικυρώση τη διαθήκη μέσω του μεσίτου Μωυσέως, του έδωσε κι άλλους νόμους εκτός από τις Δέκα Εντολές. Αυτοί οι νόμοι αναφέρονται στην Έξοδο, κεφάλαια 21-23. Εγράφησαν σ’ ένα ρόλο ή «βιβλίο,» που ήταν έτοιμο όταν η διαθήκη επρόκειτο να επικυρωθή επισήμως. Επειδή αυτή η διαθήκη διεκρίνετο κυρίως από την παράδοσι του Θείου νόμου, τον οποίον έπρεπε να τηρή ο εκλεκτός λαός του Θεού, ήταν μια νομική διαθήκη και γι’ αυτό καλείται συνήθως η Διαθήκη του Νόμου. Ο νομικός κώδιξ της, δηλαδή το σύστημα των νόμων της, καλείται στη Γραφή «ο Νόμος.»
24. Πόσον καιρό μετά από την Αβραμιαία διαθήκη έγινε η διαθήκη του Νόμου, και ισχύει ακόμη η Αβραμιαία επαγγελία;
24 Επειδή ο Νόμος αυτής της διαθήκης με τον Ισραήλ εισήχθη με τη μορφή των Δέκα Εντολών μόνο πενήντα η πενήντα μία μέρες περίπου μετά τη νύχτα του Πάσχα στην Αίγυπτο, θα μπορούσε να λεχθή κατάλληλα ότι ο Νόμος «έγινε μετά έτη τετρακόσια τριάκοντα [μετά την Αβραμιαία διαθήκη του 1943 π.Χ.].» Η παράδοσις του Νόμου στον Ισραήλ ύστερα από ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα δεν ακυρώνει την Αβραμιαία διαθήκη, «ώστε να καταργήση την Επαγγελίαν.» (Γαλάτας 3:17) Η υπόσχεσις του Θεού να ευλογήση όλα τα έθνη και τις φυλές της γης μέσω του «σπέρματος» του Αβραάμ ισχύει ακόμα. Ασφαλώς θα πραγματοποιηθή!
25. Για ποιους έγινε δεσμευτική η διαθήκη του Νόμου και με το ράντισμα τίνος επικυρώθηκε;
25 Πρέπει ασφαλώς να σημειώσωμε ότι η διαθήκη του Νόμου με τον Ισραήλ επικυρώθηκε και έγινε επισήμως δεσμευτική για τα μέρη της διαθήκης με το ράντισμα του αίματος των θυμάτων της θυσίας. Η αφήγησις της Εξόδου 24:6-8 μας λέγει: «Λαβών δε ο Μωυσής [ως μεσίτης] το ήμισυ του αίματος, έβαλεν εις λεκάνας· και το ήμισυ του αίματος ερράντισεν επί το θυσιαστήριον. Έπειτα λαβών το βιβλίον της διαθήκης, ανέγνωσεν εις τα ώτα του λαού· οι δε είπον, Πάντα, όσα ελάλησεν ο Ιεχωβά, θέλομεν κάμνει και θέλομεν υπακούει. Και λαβών ο Μωυσής το αίμα, ερράντισεν επί τον λαόν, και είπεν, ιδού, το αίμα της διαθήκης, την οποίαν ο Ιεχωβά έκαμε προς εσάς κατά πάντας τούτους τους λόγους.»—Βλέπε επίσης Έξοδος 24:3, ΜΝΚ.
26. Τι παρίστανε το ράντισμα του αίματος στο θυσιαστήριο του Θεού και τι παρίστανε το ράντισμα του λαού με το αίμα;
26 Το θυσιαστήριο που είχε κτίσει ο Μωυσής στους πρόποδας του Όρους Σινά εκπροσωπούσε τον Ιεχωβά Θεό, στον οποίον είχαν προσφερθή οι θυσίες επάνω σ’ αυτό το θυσιαστήριο. Επομένως, με το ράντισμα του θυσιαστηρίου με το μισό αίμα των ζώων, ο Ιεχωβά Θεός περιελαμβάνετο αντιπροσωπευτικά στη διαθήκη και εδεσμεύετο απ’ αυτήν ως μέρος αυτής. Εξ άλλου, με το ράντισμα που έγινε στο λαό με το άλλο μέρος του θυσιαστικού αίματος, κι αυτοί επίσης περιελαμβάνοντο στη διαθήκη ως το άλλο μέρος της, και εδεσμεύοντο επισήμως απ’ αυτήν να εκπληρώσουν εκείνους τους όρους της που εφηρμόζοντο σ’ αυτούς. Έτσι με το αίμα τα δύο μέρη, ο Θεός και το έθνος Ισραήλ, ενώθηκαν σε μια διαθήκη.
27. Εν σχέσει με την επικύρωσι της διαθήκης του νόμου, τι αποδεικνύει ότι οι Ισραηλίται δεν έκαμαν αυτή τη διαθήκη εν αγνοία τους ή με εξαναγκασμό;
27 Το έθνος Ισραήλ δεν έκαμε αυτή τη διαθήκη εν αγνοία του, ή κάτω από πίεσι και εξαναγκασμό. Την ημέρα που προηγήθηκε από την επίσημη επικύρωσι της διαθήκης με αίμα, οι Ισραηλίται είχαν αποδεχθή τα λόγια και τις αποφάσεις του Θεού που τους είχαν γνωστοποιηθή. Το εδάφιο Έξοδος 24:3, ΜΝΚ, λέγει: «Και ήλθεν ο Μωυσής και διηγήθη προς τον λαόν πάντας τους λόγους του Ιεχωβά και πάντα τα δικαιώματα (τις κρίσεις, ΜΝΚ) αυτού· απεκρίθη δε πας ο λαός ομοφώνως και είπε, Πάντας τους λόγους, τους οποίους ελάλησεν ο Ιεχωβά, θέλομεν κάμει.» Την επόμενη ημέρα, αφού ο Μωυσής εδιάβασε το «βιβλίον της διαθήκης» εις επήκοον όλου του λαού, επανέλαβαν ότι αποδέχονται τον νόμο του Θεού, και κατόπιν έγινε ο ραντισμός του λαού με το θυσιαστικό αίμα. Τώρα έγινε υποχρεωτικό για όλο το έθνος Ισραήλ να κάμη ό,τι είχε πει ο Θεός όταν επρότεινε τη διαθήκη, λέγοντας: «Τώρα λοιπόν εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, . . .—Έξοδος 19:5, 6.
28. Για ποιο μέρος της διαθήκης του Νόμου υπήρχε αμφιβολία για το αν θα τηρούσαν τους όρους της διαθήκης και τι έπρεπε να κάμουν για να είναι άγιοι;
28 Ο Παντοδύναμος Θεός μπορούσε ν’ αναμένεται ότι θα ήταν πιστός στο μέρος Του σ’ αυτή τη διμερή διαθήκη, διότι Αυτός δεν ‘αλλοιούται.’ (Μαλαχίας 3:6) Το ερώτημα ήταν πώς θα φέρονταν οι Ισραηλίται. Θα ήσαν πιστοί στον Θεό και θα εκτελούσαν εκείνα που είχαν υποσχεθή με προθυμία να κάμουν; Θα ήσαν μεταξύ των οσίων που επρόκειτο να συναθροισθούν στον Ιεχωβά, σε εκπλήρωσι του Ψαλμού 50:4, 5: «Θέλει προσκαλέσει τους ουρανούς άνωθεν και την γην, διά να κρίνη τον λαόν αυτού. Συναθροίσατέ μοι τους οσίους μου (πιστούς), οίτινες έκαμον μετ’ εμού συνθήκην επί θυσίας»; Όχι ως άτομα, αλλ’ ως ολόκληρος λαός, ως έθνος, είχαν κάμει αυτή τη διαθήκη του Νόμου βάσει μιας σειράς θυσιών που ήσαν για όλον τον λαό. Θ’ απεδεικνύοντο ότι ήσαν ένα «άγιον έθνος»; Για να το κάμουν αυτό θα έπρεπε ν’ απέχουν απ’ αυτόν τον κόσμο.
29, 30. (α) Έγινε ο Ισραήλ βασίλειον ιεράτευμα μόλις έκαμε τη διαθήκη του Νόμου, ή ποιοι εγίνοντο ιερείς; (β) Τι εγίνοντο τα κατάλληλα άρρενα μέλη των άλλων οικογενειών της φυλής του Λευί;
29 Επειδή τώρα αυτοί έκαμαν διαθήκη με τον Ύψιστο Θεό, δεν έγιναν αμέσως ένα «βασίλειον ιεράτευμα.» Δεν ήσαν τότε ένα βασίλειο, στο οποίο το κάθε άρρεν μέλος να είναι ιερεύς του Θεού προς όφελος όλων των άλλων εθνών της γης. Η προφητεία του Ησαΐα 61:6 δεν είχε ακόμη εκπληρωθή σ’ αυτούς: «Σεις δε ιερείς του Ιεχωβά θέλετε ονομάζεσθαι· λειτουργούς του Θεού ημών θέλουσι σας λέγει· θέλετε τρώγει τα αγαθά των εθνών και εις την δόξαν αυτών θέλετε καυχάσθαι.» Μάλλον, σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης του Νόμου, τα ικανά άρρενα μέλη μιας μόνον οικογενείας του Ισραήλ εγίνοντο ιερείς, για να υπηρετούν προς όφελος όλου του υπολοίπου έθνους. Η οικογένεια αυτή ήταν του Ααρών, του πρεσβυτέρου αδελφού του Μωυσέως, από τη φυλή του Λευί. Ο Ααρών έγινε αρχιερεύς του Θεού και οι γιοι του έγιναν υφιερείς. Έτσι απετέλεσαν ένα Ααρωνικό ιερατείο.
30 Τα κατάλληλα άρρενα μέλη όλων των υπολοίπων οικογενειών της φυλής του Λευί εγίνοντο υπηρέται του Ααρωνικού ιερατείου, για να τους βοηθούν να εκτελούν την υπηρεσία τους στον οίκον του Θεού, δηλαδή στη σκηνή του μαρτυρίου, για την οποία προέβλεπε η διαθήκη του Νόμου.—Έξοδος 27:20 έως 28:4· Αριθμοί 3:1-13.
31. Γιατί οι Ααρωνικοί ιερείς δεν έγιναν επίσης βασιλείς του Ισραήλ;
31 Έτσι, η φυλή του Ιούδα δεν είχε καμμιά συμμετοχή στο ιερατείο του αρχαίου Ισραήλ, διότι απ’ αυτή τη φυλή επρόκειτο να έλθη ο Μεσσιανικός «ηγούμενος,» ο καλούμενος «Σηλώ,» στον οποίον «θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.» (Γένεσις 49:10· 1 Χρονικών 5:2) Έτσι, στον αρχαίο Ισραήλ, η βασιλεία και το ιερατείο ήσαν χωριστά. Ο Ααρών και οι γιοι του δεν εγίνοντο βασιλείς και ιερείς, και επομένως δεν ήσαν όμοιοι με τον Μελχισεδέκ.
32. Ποιες εορτές έπρεπε να εορτάζωνται κάθε χρόνο από τον Ισραήλ;
32 Σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμου, τρεις εθνικές εορτές έπρεπε να εορτάζωνται απ’ όλον τον λαό στη σκηνή της λατρείας κάθε χρόνο. «Τρις του ενιαυτού θέλει εμφανίζεσθαι παν αρσενικόν σου ενώπιον Ιεχωβά του Θεού σου, εν τω τόπω όντινα εκλέξη· εν τη εορτή των αζύμων, και εν τη εορτή των εβδομάδων, και εν τη εορτή της σκηνοπηγίας· και δεν θέλουσιν εμφανίζεσθαι ενώπιον του Ιεχωβά κενοί. Έκαστος θέλει δίδει κατά την δύναμιν αυτού, κατά την ευλογίαν Ιεχωβά του Θεού σου, την οποίαν σοι έδωκε.» (Δευτερονόμιον 16:16, 17· Έξοδος 34:1, 22-24, ΜΝΚ) Η εορτή των αζύμων ήταν συνδεδεμένη με το ετήσιο Πασχάλιο δείπνο που εωρτάζετο σε ανάμνησι της απελευθερώσεως του Ισραήλ από την Αίγυπτο. Η εορτή των εβδομάδων έπρεπε να εορτάζεται την πεντηκοστή ημέρα, δηλαδή αφού είχαν περάσει επτά εβδομάδες από τις 16 του Νισάν εκείνη την πεντηκοστή ημέρα προσεφέροντο στον Ιεχωβά απαρχές του θερισμού του σίτου. Η εορτή της σκηνοπηγίας, που εωρτάζετο κατά την αλλαγή του έτους, ωνομαζόταν επίσης ‘εορτή της συγκομιδής’. Αυτές οι ετήσιες εορτές περιελάμβαναν και τις καθωρισμένες θυσίες που έπρεπε να γίνουν στον Ιεχωβά.—Λευϊτικόν 23:4-21, 33-43.
33. Πότε έπρεπε να εορτάζεται η ημέρα του εξιλασμού και γιατί οι θυσίες που εγίνοντο εκείνη την ημέρα έπρεπε να επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο;
33 Πέντε μέρες πριν από την έναρξι της εορτής της σκηνοπηγίας, έπρεπε να εορτάζεται η ετησία «ημέρα του εξιλασμού» (Γιόμ Κιπούρ), τη δεκάτη ημέρα του έβδομου σεληνιακού μηνός, υπολογίζοντας από τον ανοιξιάτικο μήνα Νισάν η Αβίβ. Αυτή θα ήταν η δεκάτη του μηνός Τισρί. Εκείνη την ημέρα θα εγίνετο εξιλασμός για τις αμαρτίες ολοκλήρου του έθνους που είχε κάμει διαθήκη με τον Ιεχωβά κι αυτή ήταν η μόνη ημέρα του έτους που ο Ααρωνικός αρχιερεύς εισήρχετο στα Άγια των Αγίων της σκηνής του μαρτυρίου και ερράντιζε το αίμα των θυμάτων του εξιλασμού (ενός μόσχου και ενός τράγου) μπροστά στην ιερή κιβωτό της διαθήκης, που περιείχε τον γραπτό Νόμο του Ιεχωβά. (Λευϊτικόν 23:26-32· 16:2-34) Φυσικά, ο θάνατος και το ραντιζόμενο αίμα αυτών των θυσιαζομένων ζώων, που ήσαν κατώτερα από τον άνθρωπο, δεν μπορούσαν πραγματικά ν’ αφαιρέσουν τις αμαρτίες των ανθρώπων. Επειδή ακριβώς ο θάνατος και το αίμα εκείνων των θυσιαζομένων ζώων δεν μπορούσαν ν’ αφαιρέσουν πραγματικά τις αμαρτίες των ανθρώπων, οι θυσίες της Ημέρας του Εξιλασμού έπρεπε να επαναλαμβάνωνται κάθε χρόνο.
34. Τι ετόνιζε η διαθήκη του νόμου ότι απαιτούσε ο Θεός για ν’ αφαιρέση την ανθρώπινη αμαρτία και γιατί δεν μπορούσε κανένας Ισραηλίτης να δώση εκείνο που απαιτείτο;
34 Μπορούμε να δούμε γιατί συνέβαινε αυτό. Στη διαθήκη του Νόμου ο Θεός ετόνισε καθαρά: «Αν όμως συμβή συμφορά, τότε θέλεις δώσει ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, καύσιμον αντί καυσίματος, πληγήν αντί πληγής, κτύπημα αντί κτυπήματος.» (Έξοδος 21:23-25· Δευτερονόμιον 19:21) Με άλλα λόγια, κάθε φορά έπρεπε να δοθή κάτι αντίστοιχο, κάτι ίσης αξίας. Έτσι, μια μη καταδικασμένη ανθρώπινη ζωή έπρεπε επίσης ν’ αντικαταστήση μια ανθρώπινη ζωή που ήταν καταδικασμένη. Γι’ αυτό τον λόγο είναι γραμμένο στον Ψαλμό 49:6-10: «Οίτινες ελπίζουσιν εις τα αγαθά αυτών και καυχώνται εις το πλήθος του πλούτου αυτών ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράση αδελφόν, μηδέ να δώση εις τον Θεόν λύτρον δι’ αυτόν διότι πολύτιμος είναι η απολύτρωσις της ψυχής αυτών, και ανεύρητος διαπαντός, ώστε να ζη αιωνίως, να μη ίδη διαφθοράν. Διότι βλέπει τους σοφούς αποθνήσκοντας.» Έπρεπε να υπάρχη ένα αντίστοιχο λύτρον, και κανείς από τους φορτωμένους με αμαρτίες Ισραηλίτας δεν μπορούσε να δώση αυτό το λύτρον για να εξαγοράση την τελεία ζωή που είχε χάσει ο Αδάμ.
35. Τι συνέβη στο Ααρωνικό ιερατείο και γι’ αυτό που πρέπει ν’ αποβλέπωμε για απολυτρωτική θυσία;
35 Το Ααρωνικό ιερατείο που προσέφερε απλώς θυσίες ζώων στον ιερό οίκο του Θεού έπαυσε να υπάρχη πριν από δεκαεννέα αιώνες, στο έτος 70 μ.Χ. όταν η Ιερουσαλήμ και ο ναός της κατεστράφησαν από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνωμε παρά ν’ αποβλέπωμε στον Μεσσιανικό Βασιλέα, τον οποίο ο Ιεχωβά ωρκίσθηκε να κάμη ‘ιερέα εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ!’ (Ψαλμός 110:1-4) Αυτός έπρεπε να είναι το «σπέρμα» της «γυναικός» του Θεού, το σπέρμα που ο Θεός διορίζει και καθιστά ικανό να συντρίψη την κεφαλή του πονηρού που συμβολίζεται από εκείνον τον «όφιν» της Εδέμ. Αν αυτός δεν επρόκειτο να προμηθεύση το εξαγοραστικό λύτρο για όλο το ανθρώπινο γένος, τότε δεν θα υπήρχε καμμιά βοήθεια για μας τους ανθρώπους, καμμιά προοπτική για αιώνιο ζωή σε μια δίκαιη τάξι κάτω από τον Ιεχωβά Θεό. Έτσι, λοιπόν, οι θυσίες των ζώων που προσεφέροντο την ‘ημέρα του εξιλασμού’ του Ισραήλ έως τον πρώτο αιώνα μ.Χ. πρέπει να ήσαν εξεικονιστικές· πρέπει να εξεικόνιζαν προφητικά την απαιτουμένη απολυτρωτική θυσία που επρόκειτο να προσφερθή από τον Μεσσία, ο οποίος θα εγίνετο ιερεύς όπως ο Μελχισεδέκ και θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως.
36. Ομοίως, πώς πρέπει να θεωρούνται οι εορτές που επέβαλλε η διαθήκη του Νόμου;
36 Το ίδιο συμβαίνει και με τις ετήσιες εκείνες εορτές που απέβλεπε η διαθήκη του Θεού στον αρχαίο Ισραήλ. Αυτές δεν ήσαν απλές ασήμαντες περιστάσεις για διασκέδασι και αναψυχή του λαού. Είχαν προφητική σημασία. Επειδή ήσαν χαρούμενες ευκαιρίες, εξεικόνιζαν τις μελλοντικές χαρμόσυνες προετοιμασίες που έχει κάμει ο Θεός για το ανθρώπινο γένος. Την ευλογητή τους σημασία εγνωστοποίησε ο Θεός στον κατάλληλο καιρό του, σύμφωνα με τον ‘αιώνιο σκοπό’ του.
ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ ΜΕ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ
37. Τι ευκαιρία παρείχε η διαθήκη του νόμου στους Ισραηλίτας;
37 Θα μπορούσε, όμως, οποιοσδήποτε Ισραηλίτης ν’ αποκτήση αιώνιο ζωή για τον εαυτό του με το να τηρή τη διαθήκη του Νόμου τέλεια, χωρίς να παραβαίνη ούτε το ελάχιστο μέρος της; Η διαθήκη του Νόμου προσέφερε στον κάθε Ισραηλίτη την ευκαιρία ν’ αποδείξη αν μπορούσε να το κάμη αυτό. Το Λευϊτικόν 18:5, ΜΝΚ, αναφέρεται σ’ αυτή την ευκαιρία με τα εξής λόγια: «Θέλετε φυλάττει λοιπόν τα προστάγματά μου και τας κρίσεις μου· τα οποία κάμνων ο άνθρωπος, θέλει ζήσει δι’ αυτών. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά.» Αν, λοιπόν, οποιοσδήποτε Ισραηλίτης τηρούσε τον Νόμο άμεμπτα και αποκτούσε αιώνιο ζωή με τα δικά του έργα, δεν εχρειάζετο το ευεργέτημα των θυσιών της διαθήκης του Νόμου. Δεν θα εχρειάζετο, επίσης, ούτε την ευλογία της Αβραμιαίας Επαγγελίας. (Γένεσις 12:3· 22:18) Ένας τέτοιος εκτελεστής του Νόμου θα συνιστούσε τη δική του δικαιοσύνη και αξία για ζωή.
38, 39. (α) Τι δείχνει αν κανείς Ισραηλίτης απέκτησε ζωή τηρώντας τον νόμο τέλεια; (6) Τίνος ιερατικές υπηρεσίες χρειαζόμεθα ενώπιον του Θεού;
38 Και όμως, ακόμη και ο προφήτης Μωυσής πέθανε. Ακόμη και ο αρχιερεύς Ααρών πέθανε. Και όλοι οι άλλοι Ισραηλίται από τον καιρό που είχε συναφθή η διαθήκη του Νόμου ως τον καιρό που έπαυσε να υπάρχη το Ααρωνικό ιερατείο στο έτος 70 μ.Χ. και μέχρι σήμερα ακόμη, έχουν πεθάνει. Ακόμη και ύστερα από δεκαεννέα αιώνες από την καταστροφή του ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, οι σημερινοί ορθόδοξοι Ισραηλίτες τηρούν μ’ ένα ωρισμένο τρόπο την Ημέρα του Εξιλασμού, το Γιόμ Κιπούρ. Αυτό και μόνον αποτελεί μια ομολογία ότι έχουν ανάγκη να καθαρισθούν από την αμαρτία και ότι είναι ανίκανοι να τηρήσουν τον Νόμο τέλεια και ν’ αποκτήσουν αιώνιο ζωή με δικά τους δίκαια έργα. Και αν αυτοί δεν μπόρεσαν να το κάμουν αυτό κάτω από τη διαθήκη του Νόμου, πώς θα μπορούσε οποιοσδήποτε από μας τους άλλους ατελείς ανθρώπους να το κάμη;
39 Με όλα όσα έγιναν στη διαθήκη του Νόμου γίνεται φανερό ότι όλοι εμείς είμεθα καταδικασμένοι ενώπιον του Θεού, του οποίου τα έργα είναι τέλεια. (Δευτερονόμιον 32:4) Ο προφήτης Ησαΐας, επτακόσια χρόνια και πλέον αφού έγινε η διαθήκη του Νόμου με τον Ισραήλ, είπε: «Πάσα η δικαιοσύνη ημών είναι ως ρυπαρόν ιμάτιον.» (Ησαΐας 64:6) Όλοι χρειαζόμεθα τις υπηρεσίες του ομοίου με τον Μελχισεδέκ ιερέως, ο οποίος θα είναι ιερεύς για πάντα.
40. Τι έκαμε ο Μωυσής την πρώτη του Νισάν του έτους 1512 π.Χ. σχετικά με τη λατρεία του Θεού και τι συνέβη τότε;
40 Ας ανατρέξωμε τώρα στο έτος που είχε συναφθή εκείνη η διαθήκη μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και του Ισραήλ με μεσίτη τον Μωυσή. Εκείνο το σεληνιακό έτος τελείωσε και ήλθε η πρώτη μέρα του μηνός Νισάν του ημερολογιακού έτους 1512 π.Χ. Εκείνη την ημέρα ο Μωυσής υπήκουσε στην εντολή του Θεού και διευθέτησε να στηθή η σκηνή, «η σκηνή του μαρτυρίου,» ώστε ν’ αρχίση εκεί η λατρεία του Θεού. Κατόπιν ο Μωυσής έντυσε τον πρεσβύτερο αδελφό του Ααρών και τους γιους του Ααρών με τις επίσημες στολές τους και τους έχρισε με το άγιο χριστήριο έλαιον για να υπηρετούν, ο Ααρών ως αρχιερεύς και οι γιοι του ως υφιερείς. «Και συνετέλεσεν ο Μωυσής το έργον. Τότε εκάλυψεν η νεφέλη την σκηνήν του μαρτυρίου και δόξα του Ιεχωβά ενέπλησε την σκηνήν.»—Έξοδος 40:1-35, ΜΝΚ.
41. Τίνος απόδειξις ήταν εκείνη η εκδήλωσις και πότε συμπληρώθηκε η εγκατάστασις του ιερατείου;
41 Υπήρχε ορατή απόδειξις ότι ο Ιεχωβά είχε δεχθή εκείνη την οικοδομή της λατρείας και την είχε αγιάσει για να εξυπηρετήση τον σκοπό του. Την εβδόμη ημέρα αυτού του πρώτου μηνός Νισάν (η Αβίβ) είχε συμπληρωθή η εγκατάστασις και η εξουσιοδότησις του Ααρωνικού ιερατείου, και από τότε μπορούσαν αυτοί οι ιερείς να διεξάγουν επισήμως όλες τις μορφές της θείας λατρείας στην ιερή σκηνή.—Λευϊτικόν 8:1 έως 9:24.
42. Τι άλλο τότε ήταν ο Ιεχωβά στον Ισραήλ, εκτός του ότι ήταν ο Θεός που έπρεπε να λατρεύουν και ο οποίος δεν χρειαζόταν κανέναν ορατό αντιπρόσωπο;
42 Ο Ιεχωβά ήταν ο Θεός τον οποίον το έθνος Ισραήλ είχε την εντολή και την υποχρέωσι να λατρεύη. Δεν ήταν μόνο ο Θεός τους. Ήταν και ο βασιλικός τους Κυρίαρχος, ο Βασιλεύς στον οποίον ώφειλαν υποταγή και πίστι. Επομένως, ανυπακοή στους νόμους Του και στις εντολές Του θα ήταν ανυποταξία και απιστία. Ο προφήτης Μωυσής επιβεβαιώνοντας αυτό το γεγονός στο Δευτερονόμιον 33:5 χαρακτηρίζει το έθνος του Ισραήλ ως τον Ιεσουρούν ή τον «Ευθύν» λόγω του ότι συνήψε μαζί του τη διαθήκη του Νόμου, και λέγει: «Και ήτο βασιλεύς εν τω Ιεσουρούν, ότε οι άρχοντες του λαού συνήχθησαν, πάσαι αι φυλαί του Ισραήλ ομού.» (Μετάφρασις της Ιουδαϊκής Εκδοτικής Εταιρίας της Αμερικής.) Και η υποσημείωσις των εκδοτών σ’ αυτό το εδάφιο, από τον εκλιπόντα Δρα Τζ. Χ. Χέρτζ, λέγει: «Έτσι άρχισε η Βασιλεία του Θεού στον Ισραήλ.» (Πεντάτευχος και Χαφτορά, Σονσίνο Πρες, σελ. 910) Ο Ιεχωβά ήταν ο αόρατος ουράνιος Βασιλεύς τους. Δεν εχρειάζετο κανένα γήινο ανθρώπινο βασιλέα για να Τον αντιπροσωπεύη στον Ισραήλ.—Γένεσις 36:31.
43, 44. Πόσο ιδιαίτερα ευνοήθηκε το έθνος Ισραήλ σε σύγκρισι με όλα τα άλλα έθνη της γης και πώς μπορούσε επομένως να αινή τον Ιεχωβά;
43 Πόσο εξαιρετικά ευνοημένο ήταν αυτό το έθνος, που απετελείτο από απογόνους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Ισραήλ) και που είχε συνάψει διαθήκη με τον ένα ζώντα και αληθινό Θεό! Είχαν την αληθινή του λατρεία και απελάμβαναν την ελπίδα να γίνουν γι’ Αυτόν «βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον.»
44 Ο προφήτης Αμώς είπε: «Ακούσατε τον λόγον τούτον, τον οποίον ελάλησεν ο Ιεχωβά προς σας, υιοί Ισραήλ, προς παν το γένος, το οποίον ανεβίβασα εκ γης Αιγύπτου λέγων, Εσάς μόνον εγνώρισα εκ πάντων των γενών της γης.» (Αμώς 3:1, 2, ΜΝΚ) Μια παρόμοια σύγκρισι έκαμε ο Ψαλμωδός σ’ ένα από τους ψαλμούς αίνου προς τον Ιεχωβά: «Αναγγέλλει τον λόγον αυτού προς τον Ιακώβ, τα διατάγματα αυτού και τας κρίσεις αυτού προς τον Ισραήλ. Δεν έκαμεν ούτως εις ουδέν έθνος· ουδέ εγνώρισαν τας κρίσεις αυτού. Αλληλούια.» (Ψαλμός 147:19, 20) Το ευνοημένο έθνος είχε πράγματι σοβαρό λόγο να αινή τον Ιεχωβά με το να τηρή τη διαθήκη του. Το αν θα το έκαναν αυτό, επρόκειτο να φανή στη διάρκεια της χρονικής περιόδου που είχε αρχίσει τώρα και που θα μπορούσε να ονομασθή Εποχή της Διαθήκης του Νόμου.