Πώς να Γνωρίσωμε τον Θεό
«Εγνωρίσατε τον Θεόν, μάλλον δε εγνωρίσθητε υπό του Θεού.»—Γαλ. 4:9
1. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να γνωρίζωμε τον Θεόν και του να γνωρίζωμε κάτι γι’ αυτόν;
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωπο γνωρίζουν κάτι για τον Θεό. Μπορεί να ζουν σε κοινότητες όπου οι περισσότεροι πολίτες ισχυρίζονται ότι υπάρχει Θεός. Αλλά σημαίνει αυτό ότι γνωρίζουν πραγματικά τον Θεό; Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να γνωρίζωμε μερικά πράγματα για έναν άρχοντα της χώρας όπου κατοικούμε και το να έχωμε μια προσωπική γνωριμία μαζί του. Το ίδιο συμβαίνει και με το να γνωρίζωμε τον Θεό. Οι άνθρωποι που γνωρίζουν πραγματικά τον Θεό απολαμβάνουν μια ιδιαίτερη σχέσι μαζί του.
2, 3. Γιατί μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός;
2 Φυσικά, μερικοί άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται να μάθουν τίποτε για τον Θεό. Ούτε πιστεύουν μάλιστα ότι υπάρχει. Γιατί; Μπορεί να έχουν απογοητευθή από την υποκρισία που δείχνουν πολλοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στον Θεό. Μπορεί να τονίζουν τις τρομερές ωμότητες και τη φαύλη αιματοχυσία που έκαμαν πολλοί εν ονόματι του Θεού και της θρησκείας. Αλλά είναι λογικό να αρνούνται την ύπαρξι του Θεού εξαιτίας αυτών που έκαμαν οι άνθρωποι; Δεν θα ήταν αυτό σαν να λέγουν ότι ο άρχων μιας ωρισμένης χώρας δεν υπάρχει επειδή άτομα που ισχυρίζονται ψευδώς ότι είναι πιστοί υπήκοοι του τον έχουν κακοπαραστήσει; Θα ήταν λογικό ν’ αφήνη κανείς τις κακοπαραστάσεις των άλλων να εμποδίζουν την ανάπτυξι μιας σχέσεως η οποία θα συντελούσε στην αιώνια ευτυχία και ευημερία του;
3 Άλλοι πάλι απλώς δεν θέλουν να είναι υπόλογοι στον Θεό. Θέλουν να θέτουν τους δικούς των κανόνες διαβιώσεως. Μπορεί να επινοούν επιχειρήματα με την προσπάθεια να δείξουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Τα επιχειρήματά τους συχνά δεν αποδεικνύουν τίποτε περισσότερο από αυταπάτη, όπως ωμολόγησε κάποτε ο γνωστός συγγραφεύς Άλντους Χούξλεϋ: «Είχα λόγους να μη θέλω να έχη νόημα ο κόσμος, και επομένως υπέθετα ότι δεν είχε κανένα νόημα, και μπορούσα χωρίς καμμιά δυσκολία να βρίσκω πειστικούς λόγους γι’ αυτή την εικασία.» Αλλά το να προτιμά κανείς να πιστεύη ότι δεν υπάρχει Θεός, για να μπορή να διάγη μια «ελεύθερη» ζωή, προφανώς δεν κάνει τον Θεό να εξαφανίζεται. Αυτός παραμένει, υπάρχει.
4. Ποια απόδειξις έχει πείσει πολλούς ότι πρέπει να υπάρχη Θεός;
4 Πολλοί άνθρωποι, όταν σκέπτωνται πάνω σ’ αυτό το θέμα αναγκάζονται να ομολογήσουν ότι πραγματικά πρέπει να υπάρχη Θεός. Το μεγαλοπρεπές σύμπαν, η ομορφιά και η τάξις του, η αφθονία και η ποικιλία του φυτικού βασιλείου, ο ίδιος ο άνθρωπος—όλα πιστοποιούν την ύπαρξι ενός αριστοτέχνου Σχεδιαστού, ενός Δημιουργού της ζωής και της ύλης. Εκατομμύρια σκεπτόμενων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, βάσει των όσων μπορούν να δουν, εξετίμησαν επίσης ωρισμένες ιδιότητες του Θεού. Συμφωνούν με τον θεόπνευστο απόστολο Παύλο: «Τα αόρατα αυτού φαίνονται φανερώς . . . νοούμενα διά των ποιημάτων.»—Ρωμ. 1:20· Πράξ. 14:16, 17.
5. (α) Πώς η ικανότης της συνειδήσεως αποδεικνύει ότι υπάρχει Θεός; (β) Τι αποκαλύπτει για τον Θεό η ικανότης της συνειδήσεως που έχει ο άνθρωπος;
5 Η ικανότης της ανθρωπίνης συνειδήσεως και μόνον αποτελεί ένα παράδειγμα αυτής της αληθείας. Η Αγία Γραφή τονίζει ότι αυτή η ικανότης, η εσωτερική αυτή νόησις ή αίσθησις του δικαίου και του αδίκου, παρέχει απόδειξιν ενός ‘νόμου γραμμένου στην καρδιά.’ (Ρωμ. 2:14, 15) Προφανώς οι άνθρωποι δεν έλαβαν αυτόν τον «νόμο» από τα κτήνη του αγρού, διότι η λειτουργία αυτού του νόμου δεν είναι φανερή μεταξύ αυτών. Η ύπαρξις αυτού του εσωτερικού «νόμου» αποδεικνύει ότι πρέπει να υπάρχη ένας νοήμων νομοθέτης—ο Θεός. Επίσης, αυτή η ικανότης αποκαλύπτει τη σοφία και το μεγάλο ενδιαφέρον και την αγάπη του Δημιουργού για τον άνθρωπο. Η συνείδησις του ανθρώπου εχρησίμευσε στο ν’ αποτρέψη πράξεις που απειλούν τη ζωή, την ευημερία και την ασφάλεια της ανθρωπότητος. Η ικανότης της συνειδήσεως κανονικά καταδικάζει τα ίδια σφάλματα πάντοτε και παντού. Ακόμη και χωρίς κανένα γραπτό ‘κώδικα νόμων’, οι άνθρωποι σε όλη την ιστορία ανεγνώρισαν ότι πράγματα όπως ο φόνος, η κλοπή, η μοιχεία και η σεξουαλική διαστροφή είναι κακά. Αυτή η έμφυτη γνώσις έχει δώσει ένα μέτρον σταθερότητος στην ανθρώπινη κοινωνία, και ιδιαίτερα στην οικογενειακή διάταξι. (Γέν. 34:7· 39:9· Ιώβ κεφάλαιον 31· 2 Πέτρ. 2:6, 7) Αληθινά η ικανότης της συνειδήσεως αποτελεί χάρισμα ενός πανσόφου και στοργικού Θεού.
ΠΩΣ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΩΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ
6. Πώς η αναγνώρισις του Θεού ως προσώπου αποτελεί τη βάσι για να γνωρίσωμε τον Θεό;
6 Πώς μπορούμε, όμως, να γνωρίσωμε πραγματικά τον αόρατο Θεό που μας αποκαλύφθηκε μέσω των δημιουργικών του έργων; Το πρώτο βήμα γι’ αυτόν τον σκοπό είναι ν’ αναγνωρίσωμε ότι ο Θεός είναι πρόσωπο. Μόνο μ’ ένα πρόσωπο μπορεί κανείς να έχη στενή γνωριμία ή σταθερή σχέσι. (Εβρ. 11:6) Συχνά εκείνοι που διατείνονται ότι πιστεύουν σ’ έναν υπέρτατο Θεό αστοχούν να τον αναγνωρίσουν ως πρόσωπο. Ο βιογράφος Ρ. Γ. Κλάρκ βεβαιώνει τα εξής για έναν φημισμένο επιστήμονα: «Ο Θεός του Αινστάιν φαίνεται να είναι ο ίδιος ο φυσικός κόσμος.» Αλλά δεν αποκαλύπτει τάξι ο φυσικός κόσμος; Και δεν είναι η τάξις ένα σημείο νοημοσύνης; Δεν συνδέεται πάντοτε η νοημοσύνη με την προσωπικότητα, μ’ ένα πρόσωπο; Εκείνος, λοιπόν, που έκαμε την τάξι μέσα στο σύμπαν, ο Θεός, πρέπει να είναι πρόσωπο.
7. Η δημιουργία και η λογική ποια ερωτήματα αφήνουν αναπάντητα;
7 Η λογική και η παρατήρησις της δημιουργίας θετικά αποκαλύπτουν όχι μόνον ότι υπάρχει Θεός, αλλά και ότι ο Θεός στην πραγματικότητα είναι πρόσωπο και ότι έχει θαυμαστές ιδιότητες. Απαιτούνται, όμως, περισσότερα από τη λογική, που βασίζεται στην παρατήρησι του φυσικού σύμπαντος, για να γνωρίση κανείς τον Θεό και ν’ απολαμβάνη μια σχέσι μαζί του. Γιατί; Διότι η λογίκευσίς μας σε πράγματα που βλέπομε αφήνει ακόμη αναπάντητα πολλά ερωτήματα για τον Θεό. Η λογική, λόγου χάριν, μπορεί να μας λέγη ότι υπάρχει Θεός. Αλλά μπορεί να μας πη γιατί υπάρχει ανομία στον κόσμο; Η λογική μπορεί να δείχνη ότι ένας Θεός που είναι καλός δεν θ’ ανεχόταν για πάντα την ανομία. Αλλά μας λέγει πότε θα μπορούσαμε ν’ αναμένωμε το τέλος αυτών των συνθηκών;
8. Τι χρειάζεται να έχη ο άνθρωπος για να γνωρίση τον Θεό προσωπικά;
8 Τι άλλο, λοιπόν, χρειάζεται; Αποκάλυψις από τον ίδιο τον Θεό. Μια αρχαία παροιμία λέγει: «Όπου δεν υπάρχει όρασις [δηλαδή, αποκάλυψις] ο λαός διαφθείρεται.» (Παροιμ. 29:18) Χωρίς την καθοδηγία της θείας αποκαλύψεως, πολλοί άνθρωποι έχουν την τάσι να γίνωνται αχαλίνωτοι στη διαγωγή τους, ιδιαίτερα αν νομίζουν ότι μπορούν να τα ‘καταφέρουν.’ (Εκκλησ. 8:11) Η ατελής συνείδησίς των δεν είναι αρκετή να τους συγκρατήση. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έδωσε για την καθοδηγία μας μια αποκάλυψι στον γραπτό του Λόγο, την Αγία Γραφή. Αυτή μας αποκαλύπτει ότι το όνομά του είναι Ιεχωβά και αφηγείται τον τρόπο ενεργείας του, τους σκοπούς του, τα αισθήματα και τη στάσι του με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούμε πραγματικά να τον γνωρίσωμε. (Ψαλμ. 83:18) Η Αγία Γραφή δεν μας αφήνει σε αμφιβολία για το τι ο Θεός επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει.
9. Γιατί μπορούμε να πούμε ότι η Βίβλος είναι από τον Θεό;
9 Γιατί, όμως, μπορούμε να πούμε ότι η Αγία Γραφή είναι από τον Θεό; Επειδή περιέχει πληροφορίες οι οποίες απλούστατα δεν θα μπορούσαν να προέλθουν από ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να προείπουν με αλάθητη ακρίβεια τι θα συμβή έστω και μετά από λίγους μήνες από τώρα. Η Αγία Γραφή, όμως, περιέχει πολλές προφητείες γραμμένες από πολύν καιρό προηγουμένως, και οι οποίες εκπληρώθηκαν επακριβώς ή είναι σε πορεία εκπληρώσεως. Η Αγία Γραφή, μολονότι έχει γραφή σε μια περίοδο που υπερβαίνει τους δεκαέξη αιώνες, δεν είναι βιβλίο γεμάτο από αντιμαχόμενες και μεταβαλλόμενες φιλοσοφίες, όπως θα ανεμένετο από ένα έργο που προέρχεται από ανθρώπους. Η εσωτερική αρμονία της καθαρά δείχνει θεία προέλευσι. Οι νόμοι και οι αρχές που περιέχει η Αγία Γραφή είναι άφθαστοι από οτιδήποτε εθέσπισαν οι άνθρωποι ως οδηγό στη ζωή. Εκείνο που λέγει η Γραφή σε μορφή νομοθεσίας απευθύνεται σε μια αγαθή συνείδησι και μάλιστα βοηθεί τη συνείδησι να παίρνη ορθές αποφάσεις. Ταυτοχρόνως, η Αγία Γραφή αποκαλύπτει τους υψηλούς κανόνας του Νομοθέτου, του Θεού. Ας εξετάσωμε πώς ένα ιδιαίτερο μέρος της Αγίας Γραφής, ο Νόμος που δόθηκε διά του Μωυσέως (που βρίσκεται στα βιβλία Έξοδος, Λευιτικόν, Αριθμοί και Δευτερονόμιον) μας βοηθεί να γνωρίσωμε τον Θεό ως ένα δίκαιο και σπλαχνικό Νομοθέτη. Θα μπορούσαμε να το κάνωμε αυτό παραβάλλοντας αυτόν τον Νόμο με τις ανθρώπινες προσπάθειες για νομοθέτησι και επιβολή νόμων.
ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΕΛΕΟΥΣ
10, 11. (α) Πώς οι άνθρωποι προσπάθησαν ν’ αντιμετωπίσουν κοινωνικά αδικήματα όπως είναι η κλοπή; (β) Πώς ο Μωσαϊκός νόμος περί κλοπής αποκαλύπτει τον Θεό ως σπλαχνικό;
10 Οι νόμοι ουσιαστικά κάθε έθνους καταδικάζουν τα κοινωνικά κακά όπως είναι η κλοπή. Αλλ’ όταν κάποιος κλέψη—τότε τι γίνεται; Πώς πρέπει να μεταχειρισθούν τον κλέπτη; Επί αιώνες οι άνθρωποι αντιμετώπισαν προβλήματα σαν αυτό, ως επί το πλείστον ανεπιτυχώς. Η ατελής ανθρώπινη συνείδησις δεν βρίσκει πλήρως την απάντησι. Στην αρχαία Βαβυλώνα, ο Κώδιξ Χαμουραμπί ήταν σκληρός και διέτασσε, λόγου χάριν, ότι ένας κλέπτης που συνελαμβάνετο σε τόπο πυρκαϊάς έπρεπε να ριφθή στη φωτιά. Ένας διαρρήκτης έπρεπε να κρεμασθή δημοσία απέναντι του σπιτιού που διέρρηξε. Σήμερα άνδρες και γυναίκες που καταδικάζονται για κλοπή συνήθως φυλακίζονται, όπου πολύ συχνά γίνονται σκληροί κακούργοι. Εν τω μεταξύ, τα φτωχά θύματα πρέπει να ζήσουν με τις απώλειές των.
11 Πώς έπρεπε να χειρίζεται περιπτώσεις κλοπών το αρχαίο έθνος Ισραήλ, όπως απεκάλυψε ο Θεός; Μ’ ένα σπλαχνικό, αλλά και δίκαιο τρόπο. Διαβάζομε στην Έξοδο 22:1-4: «Εάν τις κλέψη βουν ή πρόβατον, και σφάξη αυτό ή πωλήση αυτό, θέλει πληρώσει πέντε βόας αντί του βοός, και τέσσαρα πρόβατα αντί του προβάτου . . . πρέπει να κάμη ανταπόδοσιν· . . . Εάν το κλοπιμαίον ευρεθή εις τας χείρας αυτού ζων, είτε βους, είτε όνος, είτε πρόβατον, θέλει αποδώσει το διπλούν.» Έτσι, ο κλέπτης, ετιμωρείτο με το ν’ αντικαταστήση εκείνο που είχε κλέψει, με μια πρόσθετη ποινή. Αυτό εχρησίμευε για να του εντυπώση τα πλήρη αποτελέσματα της κακής του πράξεως. Έπειτα, απαιτείτο απ’ αυτόν να κάμη ωρισμένες θυσίες, αναγνωρίζοντας με αυτές ότι είχε αμαρτήσει και κατά του Θεού. (Λευιτ. 6:2-7) Όσο για το θύμα, απεκαθίστατο εις αυτόν η απώλειά του. Η πρόσθετη ποινή που επεβάλλετο στον κλέπτη ήταν προς όφελος του θύματος, που απεζημιώνετο αρκετά για τη χαμένη χρήσι της ιδιοκτησίας του και για τα προβλήματα που προέκυπταν απ’ αυτή.
12. Αν ένας κλέπτης δεν μπορούσε να επανορθώση την κλοπή του—τι εγίνετο;
12 Αλλά τι θα εγίνετο αν ο κλέπτης ήταν φτωχός και δεν μπορούσε να κάμη μια τέτοια επανόρθωσι; Έπρεπε να πωληθή για να εργάζεται ως δούλος ώσπου να ξεπληρώση το χρέος του. (Έξοδ. 22:3) Ποιος μπορεί ν’ αρνηθή ότι μια τέτοια διάταξις ήταν και δίκαιη και σπλαχνική; Το θύμα δεν υφίστατο μόνιμη απώλεια. Ο κλέπτης δεν εθανατώνετο· η ζωή του δεν εξισώνετο με τα είδη που είχε κλέψει. Ούτε το πνεύμα του εθλίβετο ούτε η ενεργητικότης του υπεσκάπτετο με τη φυλάκισι. Η προσωρινή περίοδος της δουλείας του του επέτρεπε να επανορθώση το κακό. Ασφαλώς ένας τέτοιος συνετός και ελεήμων τρόπος χειρισμού της υποθέσεως προήρχετο από τον Θεό.
Ο ΝΟΜΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
13. (α) Ποια κατηγορία εγείρεται κάποτε εναντίον της αφηγήσεως που υπάρχει στο Δευτερονόμιο 21:18-21; (β) Πώς αυτό, στην πραγματικότητα, αποδεικνύει τη δικαιοσύνη του Θεού;
13 Από τον Νόμο επίσης μαθαίνομε ότι το έλεος του Θεού έχει όρια. Μήπως σημαίνει αυτό ότι οι ποινές του Νόμου ήσαν μερικές φορές ανηλεείς, σκληρές; Τι θα λεχθή για την επόμενη δήλωσι που γίνεται στο Δευτερονόμιο 21:18-21;
«Εάν τις έχη υιόν πεισματώδη και απειθή, όστις δεν υπακούει εις την φωνήν του πατρός αυτού ή εις την φωνήν της μητρός αυτού, και, αφού παιδεύσωσιν αυτόν, δεν υπακούη εις αυτούς, τότε ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού θέλουσι πιάσει αυτόν, και θέλουσιν εκφέρει αυτόν προς τους πρεσβυτέρους της πόλεως αυτού και εις την πύλην του τόπου αυτού· και θέλουσιν ειπεί προς τους πρεσβυτέρους της πόλεως αυτού, Ούτος ο υιός ημών είναι πεισματώδης και απειθής· δεν υπακούει εις την φωνήν ημών· είναι λαίμαργος και μέθυσος· και πάντες οι άνθρωποι της πόλεως αυτού θέλουσι λιθοβολήσει αυτόν με λίθους, και θέλει αποθάνει. Και θέλεις εξαφανίσει το κακόν εκ μέσου σου· και πας ο Ισραήλ θέλει ακούσει και φοβηθή.»
Είναι αυτό, όπως λέγουν μερικοί, ένα παράδειγμα υπέρμετρης σκληρότητας προς τα τέκνα; Διόλου! Στην πραγματικότητα, αυτή η αφήγησις δείχνει καθαρά τη δικαιοσύνη του Θεού στον τρόπο ενεργείας μ’ εκείνους που ήσαν αδιόρθωτα ασεβείς και αρνούνταν ν’ ανταποκριθούν στη σπλαγχνική μεταχείρισι. Ο «υιός» σ’ αυτή τη περίπτωσι δεν ήταν ένα νεαρό παιδί, αλλά ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να γίνη «λαίμαργος και μέθυσος.» Επίσης, οι γονείς του κατ’ επανάληψιν τον είχαν προειδοποιήσει, αλλ’ αυτός ‘δεν ήθελε να τους ακούση.’ Και το σπουδαιότερο, σημειώστε ότι ο γυιος δεν εθανατώνετο ώσπου να γίνη εκδίκασις ενώπιον ‘των πρεσβυτέρων της πόλεώς του.’ Ο δίκαιος αυτός κανών είναι σε έντονη αντίθεσι μ’ εκείνα που εγίνοντο σε μερικές πατριαρχικές κοινωνίες. Ο Ραφαέλ Παταί, εξετάζοντας ωρισμένες φυλές της ερήμου της Μέσης Ανατολής, λέγει τα εξής:
«Πραγματικά, η απόλυτη εξουσία του πατριάρχου στη ζωή και στο θάνατο των μελών της οικογενείας του περιελάμβανε το δικαίωμα ν’ αποφασίζη στον καιρό της γεννήσεως ενός τέκνου του αν έπρεπε να το αφήση να ζήση ή να το καταδικάση να πεθάνη. Γνωρίζομε από ιστορικές αποδείξεις . . . από τους προ—Ισλαμικούς καιρούς ώς τον δέκατον ένατον αιώνα, ότι συχνά ένας πατέρας απεφάσιζε να θανατώση μια θυγατέρα είτε αμέσως μετά τη γέννησί της είτε σε μετέπειτα χρόνον. Η συνήθης μέθοδος θανατώσεως μιας νεογέννητης θυγατέρας ήταν να θάπτεται ζωντανή στην άμμο της έρημου.»—Οικογένεια, Αγάπη και η Βίβλος, σελ. 122.
Έτσι, μεταξύ πολλών λαών, τα μέλη των οικογενειών δεν είχαν την ευκαιρία να τύχουν δικαίας μεταχειρίσεως όταν η πατριαρχική κεφαλή ελάμβανε αυθαίρετα απόφασι εναντίον των. Αλλ’ ο Νόμος, απαιτώντας εκδίκασι ενώπιον ‘των πρεσβυτέρων της πόλεως,’ προστάτευε ακόμη κι’ ένα κατηγορούμενο μέλος της οικογενείας, επιτρέποντας σ’ αυτό μια καλή ακροαματική διαδικασία. Αυτό αποκαλύπτει, όχι ένα σκληρό Θεό, αλλά ένα Θεό γνησίας δικαιοσύνης. Πόσο τέλεια ισοστάθμιζε ο Νόμος του το έλεος και τη δικαιοσύνη!
ΓΝΩΡΙΖΟΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ
14. Πώς η ζωή του Ιησού μας βοηθεί να γνωρίσωμε τον Θεό;
14 Όπως από τον Νόμο, έτσι και από το υπόλοιπο της Αγίας Γραφής, μπορούμε πραγματικά να γνωρίσωμε και να εκτιμήσωμε τις θαυμαστές ιδιότητες του Θεού, ιδιαίτερα όπως αποκαλύπτονται μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού. Από αναρίθμητες χιλιετηρίδες πριν έλθη στη γη, ο Υιός έμενε με τον Πατέρα του στους ουρανούς. (Ιωάν. 17:5· Κολ. 1:13-17) Τόσο στενή ήταν η σχέσις των και τόσο πλήρης η αρμονία μεταξύ των ώστε ο Υιός μπορούσε να λέγη: «Όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα.» (Ιωάν. 14:9· 1:18) Στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του ο Ιησούς Χριστός ετόνισε τις αρχές στις οποίες εστηρίζετο ο Μωσαϊκός νόμος και το υπόλοιπο των Εβραϊκών Γραφών. Έζησε σύμφωνα μ’ εκείνες τις αρχές και απεκάλυψε το πραγματικό πνεύμα του Νόμου. Μέσω του Ιησού, μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα οι θαυμαστές ιδιότητες του Θεού.—Παράβαλε, λόγου χάριν, Ματθαίον 5:21-48· 19:3-9· 23:23.
15, 16. (α) Τι εννοούσε ο Ιησούς όταν είπε ότι πρέπει κανείς να ‘γνωρίζη’ τον Πατέρα και τον Υιόν; Δώστε παράδειγμα. (β) Γιατί η αναγνώρισις του Ιησού Χριστού ως του Κυρίου που πέθανε για μας δεν σημαίνει ότι τον γνωρίζομε πλήρως;
15 Το να γνωρίσωμε τον Θεό, λοιπόν, σημαίνει να γνωρίσωμε και αυτόν και τον Υιόν του. Ο Ιησούς Χριστός το ετόνισε αυτό όταν είπε στην προσευχή του προς τον Πατέρα του: «Αύτη δε είναι η αιώνιος ζωή, το να γνωρίζωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και τον οποίον απέστειλας Ιησούν Χριστόν.» (Ιωάν. 17:3) Αυτή η γνώσις του Θεού και του Υιού του δεν είναι απλώς εγκεφαλική γνώσις, επίκτητη πληροφορία. Στην πραγματικότητα σημαίνει ν’ αναγνωρίσωμε την εξουσία του Θεού και του Υιού του και να υποταχθούμε σ’ αυτήν. Παραδείγματος χάριν, ένας εργάτης μπορεί να έχη μια ειδική εργασία που του ανέθεσε ο προϊστάμενος του. Εν τούτοις, αν επρόκειτο να λάβη ένα αντίθετο καθήκον από ένα κατώτερον επόπτη, θα μπορούσε να πη σ’ αυτόν, ‘Εγώ δεν γνωρίζω άλλον προϊστάμενο.’ Λέγοντας τούτο δεν θα εννοούσε ότι δεν εγνώριζε την ύπαρξι ενός κατωτέρου επόπτου ή ότι δεν εγνώριζε αυτόν ως άτομο. Εν τούτοις, δεν «γνωρίζει» ή δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλον προϊστάμενον εκτός απ’ εκείνον κάτω από τον οποίον εργάζεται και στον οποίον υπόκειται.
16 Ομοίως, ένα άτομο μπορεί ν’ αναγνωρίζη ότι ο Ιησούς Χριστός υπάρχει και ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που θυσίασε τη ζωή του για τον κόσμο της ανθρωπότητος. Αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι ‘γνωρίζει’ πλήρως τον Υιόν του Θεού. Σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου του Ιησού, ο Θεός έδωκε σ’ αυτόν «εξουσίαν πάσης σαρκός.» (Ιωάν. 17:2) Εκείνος, λοιπόν, που γνωρίζει πραγματικά ότι ο Ιησούς Χριστός έχει αυτή την εξουσία το αποδεικνύει αυτό υπακούοντας; στις εντολές του. (Ιωάν. 14:15· 15:10) Ο απόστολος Ιωάννης επέστησε την προσοχή των ομοπίστων σ’ αυτό, λέγοντας: «Εν τούτω γνωρίζομεν ότι εγνωρίσαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν. Όστις λέγει, Εγνώρισα αυτόν, και τας εντολάς αυτού δεν φυλάττει, ψεύστης είναι και εν τούτω η αλήθεια δεν υπάρχει.» (1 Ιωάν. 2:3, 4) Επειδή οι εντολές του Ιησού πραγματικά προήλθαν από τον Πατέρα του, το να γνωρίζωμε ή ν’ αναγνωρίζωμε ότι ο Υιός είναι άξιος υπακοής σημαίνει επίσης ότι γνωρίζομε ή αναγνωρίζομε ότι και ο Πατήρ είναι άξιος πλήρους υπακοής.—Ιωάν. 7:16-18· 14:10.
ΓΝΩΡΙΖΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
17. Πώς η περίπτωσις του Αβραάμ δείχνει τι σημαίνει να γνωρισθούμε από τον Θεό;
17 Με το να γνωρίζωμε τον Θεόν ως πρόσωπο και ν’ αναγνωρίζωμε την εξουσία του, γνωριζόμεθα επίσης και απ’ αυτόν. Αυτό είχε γίνει και με τον πιστό Αβραάμ. Ο Ιεχωβά θεός είπε ότι ‘εγνώριζε’ τον Αβραάμ, χωρίς να σημαίνη ότι απλώς εγνώριζε την ύπαρξι του Αβραάμ, αλλ’ ότι είχε γνωρισθή καλά με αυτόν. Ο Παντοδύναμος είχε παρατηρήσει την υπακοή του Αβραάμ και το ενδιαφέρον του για την αληθινή λατρεία επί πολλά χρόνια και το αποτέλεσμα ήταν ότι τον εγνώριζε ως άνθρωπον πίστεως ο οποίος θα εδίδασκε ορθά τους απογόνους του. (Γέν. 18:19· 22:12) Επίσης, ο Θεός εγνώριζε ή ανεγνώριζε τον Αβραάμ ως επιδοκιμασμένον δούλο του, ως φίλον του.—Ιακ. 2:23.
18, 19. Τι δείχνει ότι η πραγματική γνωσις της Βίβλου και η αναγνώρισις του Ιησού Χριστού ως εκείνου που πέθανε για τις αμαρτίες της ανθρωπότητος δεν είναι αρκετά για ν’ αναγνωρισθή ένα άτομο ως επιδοκιμασμένος δούλος του Θεού και του Χριστού;
18 Το να έχωμε την αναγνώρισι του Θεού όπως την είχε ο Αβραάμ δεν εξαρτάται μόνον από το να έχωμε πραγματική γνώσι της Αγίας Γραφής. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν ν’ απαντήσουν σ’ ερωτήματα για την Αγία Γραφή και, σε μερικές περιπτώσεις, την γνωρίζουν μάλιστα στις αρχικές της γλώσσες. Μπορεί επίσης ν’ αναγνωρίζουν τον Ιησού Χριστό ως τον Κύριο που πέθανε γι’ αυτούς. Αλλ’ αν δεν αποδειχθούν ότι είναι ευπειθώς δούλοι, ούτε ο Ιεχωβά Θεός ούτε ο Ιησούς Χριστός θ’ αναγνωρίσουν αυτά τα άτομα ότι ανήκουν σ’ αυτούς. (2 Τιμ. 2:19· Τίτον 1:16) Ο Ιησούς Χριστός έδωσε την εξής προειδοποίησι: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς. Πολλοί θέλουσιν ειπεί προς εμέ εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε, Κύριε, δεν προεφητεύσαμεν εν τω ονόματί σου, και εν τω ονόματί σου εξεβάλομεν δαιμόνια, και εν τω ονόματί σου εκάμομεν θαύματα πολλά; Και τότε θέλω ομολογήσει προς αυτούς, Ότι ποτέ δεν σας εγνώρισα· φεύγετε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν.»—Ματθ. 7:21-23.
19 Προφανώς ο Ιησούς Χριστός θα είχε γνωρίσει αυτά τα άτομα τα οποία απορρίπτει. Αλλιώς δεν θα τους εχαρακτήριζε ως ‘εργαζομένους την ανομίαν.’ Εν τούτοις, δεν τους γνωρίζει, δηλαδή δεν αναγνωρίζει ότι έχουν κάποια επιδοκιμασμένη σχέσι μαζί του· δεν τους γνωρίζει ως εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους του. Είναι ζωτικό, λοιπόν, να είμεθα βέβαιοι ότι συμπεριφερόμεθα με τρόπον ο οποίος είναι σε αρμονία με την προσωπικότητα του Θεού, με τις οδούς και τους τρόπους ενεργείας του για ν’ αναγνωρισθούμε ως επιδοκιμασμένοι απ’ αυτόν και τον Υιόν του. (Γαλ. 4:9) Μόνον όταν γίνεται αυτό μπορούμε να ελπίζωμε να διαφύγωμε την καταστροφή όλων εκείνων που παραβλέπουν τις εντολές του Ιεχωβά Θεού και του Χριστού Ιησού, αρνούμενοι να γνωρίσουν ή ν’ αναγνωρίσουν την εξουσία των.—2 Θεσσ. 1:6-9.
20. Αν ένα άτομο γνωρισθη από τον Θεό, τι απόδειξις υπάρχει ότι η σχέσις του με τον Θεό είναι προσωπική σχέσις:
20 Εκείνος που γνωρίζεται ή αναγνωρίζεται από τον Θεό απολαμβάνει μια προσωπική σχέσι με τον Δημιουργό του. Στη ζωή του, λαμβάνει πείραν της κατευθύνσεως και της βοηθείας του Θεού. Όταν παρουσιασθή μια σοβαρή κατάστασις στη ζωή του, μια κατάστασις που απαιτεί μεγάλη απόφασι, ο άνθρωπος που πραγματικά γνωρίζει τον Ιεχωβά ως πάνσοφο και παντοδύναμο Θεό δεν θα στηριχθή στη δική του σύνεσι. (Παροιμ. 3:5, 6) Θα πλησιάση τον Ιεχωβά Θεό με προσευχή, ζητώντας τη βοήθεια και την καθοδηγία του. Ο Ιεχωβά με το πνεύμα του θα επαναφέρη στη μνήμη αυτού του ατόμου κατάλληλες αρχές από τον Λόγο του και θα τον βοηθήση να κάμη την ορθή εφαρμογή. (Παράβαλε Ιωάννης 14:26.) Οποιεσδήποτε και αν είναι οι κρίσιμες περιστάσεις ή τα προβλήματα, το άτομο θα διαπιστώση κατ’ επανάληψιν ότι τα επόμενα λόγια του μαθητού Ιακώβου εφαρμόζονται σ’ αυτή την περίπτωσι: «Εάν δε τις από σας είναι ελλιπής σοφίας, ας ζητή παρά του Θεού του δίδοντος εις πάντας πλουσίως, και μη ονειδίζοντος· και θέλει δοθη εις αυτόν.»—Ιακ. 1:5.
21. Τι προκύπτει από το να γνωρίζωμε τον Θεό και ν’ ακολουθούμε συνεχώς μια πορεία που επιδοκιμάζει;
21 Καθόσον συνεχίζομε να ενεργούμε σε αρμονία με τη θεία σοφία όπως μας αποκαλύπτεται στον Λόγο του Θεού και σε απάντησι των προσευχών μας, τι θα προκύψη; Ο Ιεχωβά Θεός, με το πνεύμα του, θα εξακολουθήση να μας βοηθή να προοδεύωμε στην ανάπτυξι μιας θεοσεβούς προσωπικότητος. Η «δύναμις» ή το κίνητρο που ενεργοποιεί τη διάνοιά μας θα μας υποκινή να συμμορφωνώμεθα ολοένα στενώτερα με τους δικαίους κανόνας του Θεού. (Εφεσ. 4:20-24) Οι εντολές του Θεού δεν θα είναι απλώς λέξεις τυπωμένες σ’ ένα βιβλίο. Αντιθέτως, θ’ αποτελούν μέρος της υπάρξεώς μας, εντυπωμένες στη διάνοια και στην καρδιά μας. Θα γνωρίζωμε τι σημαίνουν και θα εκτιμούμε την εξαιρετική υψηλή αξία τους επειδή δοκιμάσαμε τις ωφέλειες που προέρχονται από την υπακοή σ’ αυτές. (Ψαλμ. 119:1-16, 74-77, 164-168) Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, θα μπορούμε να δοκιμάζωμε τι είναι το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον.—Ρωμ. 12:2.
[Εικόνα στη σελίδα 307]
Ο κλέπτης που έκλεπτε ένα βόδι και το πουλούσε έπρεπε να επανορθώση την κλοπή με πέντε βόδια
[Εικόνα στη σελίδα 308]
Ο νόμος του Θεού προς τον Ισραήλ έδειχνε ότι το έλεος του Θεού έχει όρια. Ένας απειθάρχητος γυιος, που ηρνείτο ν’ ακολουθήση τη σπλαχνική διόρθωσι των γονέων του, εφέρετο ενώπιον των πρεσβυτέρων της πόλεως’ γικ δίκη