Ένα Μάθημα για την Ανθρώπινη Μικρότητα
ΕΝΑΣ λόγος από τον Παντοδύναμον είναι άξιος της προσοχής μας—ιδιαίτερα στην παρούσα εποχή και σ’ αυτόν τον αιώνα, οπότε οι λαοί ομιλούν για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ή τη μεγαλωσύνη μερικών ανθρώπων. Η μικρότης του ανθρώπου σε αντιπαραβολή με τη μεγαλωσύνη του Θεού αποτελεί θέμα μιας ομιλίας που έγινε από τον Παντοδύναμο Θεό στον πιστό του δούλο Ιώβ. Ο Ύψιστος Θεός, χρησιμοποιώντας γλώσσα ασυγκρίτου μεγαλοπρεπείας, περιγράφει τα έργα της δημιουργίας του, που δίνουν στους ανθρώπους μια άποψι του πραγματικού αναστήματός των.
Καθόσον αναγινώσκετε μέρη του λόγου του Παντοδυνάμου, που έχουν περιγραφή ως «σειρές αλλεπαλλήλων ερωτημάτων ως εκρήγματα βροντής», βάλτε τον εαυτό σας στη θέσι του Ιώβ. Στοχασθήτε πώς ησθάνετο ο Ιώβ όταν άκουσε αυτά τα λόγια από τον Δημιουργό του:
«Πού ήσο ότε εθεμελίονον την γην; απάγγειλον, εάν έχης σύνεσιν. Τις έθεσε τα μέτρα αυτής, εάν εξεύρης; ή τις ήπλωσε στάθμην επ’ αυτήν; Επί τίνος είναι εστηριγμένα τα θεμέλια αυτής; ή τις έθεσε τον ακρογωνιαίον λίθον αυτής, ότε τα άστρα της αυγής έψαλλον ομού, και πάντες οι υιοί του Θεού ηλάλαζον;»—Ιώβ 38:4-7.
Ο Θεός ερώτησε τον Ιώβ πού ήταν ο άνθρωπος όταν Αυτός εδημιούργησε τη γη. Μήπως ο άνθρωπος ενησχολήθη στη θεμελίωσι της γης ή μήπως ήταν ο αρχιτέκτων που εβοήθησε στη διαμόρφωσι του προτύπου και κατόπιν καθώρισε τις διαστάσεις της σύμφωνα με αυτό; Πόσο απείχε ο άνθρωπος απ’ το να βοηθήση στη θεμελίωσι της γης! Ο άνθρωπος ούτε καν ήταν επί σκηνής στον καιρό της θεμελιώσεως της γης. Κανείς άνθρωπος δεν εξέτεινε στάθμην επάνω στη γη. Μολονότι η γη κρέμεται στο κενόν, εν τούτοις είναι στερεωμένη έτσι, ώστε δεν μπορεί να σαλευθή. Αλλά ποιος μπορεί να πη σε τι επάνω στηρίζονται τα θεμέλιά της, για να μην καταπέση από το ίδιο της βάρος; Ο Θεός, παραβάλλοντας τη γη μ’ ένα καταπληκτικό οικοδόμημα, ερωτά τον Ιώβ, «Τις έθεσε τον ακρογωνιαίον λίθον αυτής;» Ναι, ποιός έθεσε τον θεμέλιο λίθο του αχανούς αυτού κτιρίου, της γης μας, που βαστάζει η ίδια όλα τα ανθρώπινα κτίρια; Όχι άνθρωπος, διότι μας γίνεται υπόμνησις ότι μόνον οι άγγελοι ηλάλαζον σε αναρίθμητη παράταξι, κράζοντας μ’ επευφημίες για τη δημιουργία της γης από τον Θεό.
ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ
Σε υψηλή γλώσσα ο Δημιουργός απευθύνει κι άλλα ερωτήματα: «Ή τις συνέκλεισε την θάλασσαν με θύρας, ότε εξορμώσα εξήλθεν εκ μήτρας; Ότε περιέβαλον αυτήν με νεφέλην, και με ομίχλην εσπαργάνωσα αυτήν, και περιώρισα αυτήν δια προστάγματός μου, και έβαλον μοχλούς και πύλας, και είπα, Έως αυτού θέλεις έρχεσθαι, και δεν θέλεις υπερβή· και εδώ θέλει συντρίβεσθαι η υπερηφανία των κυμάτων σου;»—Ιώβ 38:8-11.
Βεβαίως, η ισχυρή θάλασσα δεν είναι παρά ένα βρέφος στα χέρια του Θεού! «Δεν πιστεύω ότι αυτό το αντικείμενον», γράφει ο Χέρντερ στο βιβλίο Πνεύμα της Εβραϊκής Ποιήσεως, «παρουσιάσθη ποτέ με πιο έντονη μορφή απ’ εκείνη με την οποίαν περιγράφεται, ενός βρέφους, το οποίον ο Δημιουργός του κόσμου σπαργανώνει κι ενδύει με τα κατάλληλά του ενδύματα. Προβάλλει από τις ρωγμές της γης, σαν από τη μήτρα της μητέρας του· ο Άρχων και Διευθύνων τα πάντα απευθύνεται σ’ αυτήν σαν σ’ ένα ζωντανό πλάσμα, σαν σ’ ένα νεαρό γίγαντα που αγάλλεται στην καθυποτακτική του δύναμι, και μ’ ένα λόγο η θάλασσα σιωπά και υπακούει σ’ αυτόν για πάντα.»
Ο Θεός έχει κάμει τον ισχυρό ωκεανό να είναι περιωρισμένος σαν με πόρτες, με ήλους και μοχλούς. Οι παλίρροιες είναι θαυμάσια περιωρισμένες και ρυθμισμένες από τις σεληνιακές και ηλιακές έλξεις, καθώς κι από το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να μετακινηθή οποιοδήποτε μέρος της επιφανείας της γης κάτω από την άμεση ελκτική επιρροή της σελήνης και του ηλίου. Όταν η πλημμυρίς φαίνεται σαν να πρόκειται να καταβροχθίση τη γη, παλινδρομεί· αλλ’ έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος χείρα στην επινόησι ή επιτέλεσι τούτου;
Τα κύματα είναι θαυμαστά καθ’ εαυτά, αφού ταξιδεύουν κάποτε με μεγάλη ταχύτητα και φθάνουν σε αξιόλογα ύψη. Ο τόμος Ο Κόσμος του Ύδατος λέγει:
«Η θάλασσα ποτέ δεν είναι ακίνητη. Ακόμη και στην πιο ήρεμη καλοκαιρινή ημέρα κυμάτια ρυτιδώνουν την επιφάνειά της και μια ρυθμική διόγκωσις κυλά στη μεγαλοπρεπή της πομπή των κυματισμών από τον ορίζοντα προς την ακτή. Αυτά τα κυμάτια και τα κύματα, που τόσο χαρακτηρίζουν τη θάλασσα, προκαλούνται από ανωμαλίες της επιφανείας ή και στα βάθη που βρίσκονται από κάτω. Ο άνεμος είναι η πηγή των περισσοτέρων απ’ αυτές. Μια ελαφρά αύρα, που εγγίζει απλώς την επιφάνεια, εγείρει εκφύσεις κυματίων καθόσον φτερουγίζει στη θάλασσα· μια έντονη ανεμοθύελλα, που πνέει με ταχύτητα 100 μιλίων την ώρα ή περισσότερα, μπορεί να μαστίση την επιφάνεια και να προκαλέση θαλασσοταραχή που εγείρει κύματα ψηλότερα από ένα σπίτι. . . . Αντίθετα με τα ηχητικά κύματα και τα ραδιοκύματα, τα θαλάσσια κύματα βαίνουν με κάθε είδους ταχύτητα ανάλογα με τα μήκη των—την απόστασι από τη μια κορυφή ως την άλλη. Καθόσον ο άνεμος εξακολουθεί να τα μαστίζη, αυτά υψώνονται ολοένα περισσότερο και κινούνται γρηγορώτερα ακόμη, ώσπου να ξεσπάσουν σε κάποια μακρινή ακτή. Καθόσον τα κύματα φέρονται κάτω από την επιρροή του ανέμου, η ταχύτης διαδρομής των στην επιφάνεια αυξάνει ώσπου αυτά τρέχουν πια τόσο γρήγορα όσο κι ο ίδιος ο άνεμος. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η βαριά διόγκωσις τυγχάνει προτιμήσεως από τον άνεμο· εγχύνεται ενέργεια στα κύματα, που τα καθιστά ικανά να τρέχουν ίσως από το ένα άκρον του ωκεανού στο άλλο. . . . Τα μεγαλύτερα κύματα, που κυλούν σ’ έκτασι εκατοντάδων ή και χιλιάδων ακόμη μιλίων, μπορούν να συγκεντρώσουν ταχύτητα ώσπου να κυλούν ταχύτερα κι από τον άνεμο που τα παρήγαγε. Στους μεγαλυτέρους ωκεανούς του κόσμου ο άνεμος μπορεί ν’ ακολουθήση τα κύματα που ήγειρε σε απέραντες αποστάσεις, ώσπου να φθάσουν σε ύψος τα 30 ή περισσότερα πόδια.»
Πόσο ταιριαστός είναι ο όρος «υπερήφανα κύματα»! Μερικά απ’ αυτά είναι μαμμούθια, αλλ’ ωστόσο ο Δημιουργός λέγει: «Έως αυτού θέλεις έρχεσθαι, και δεν θέλεις υπερβή· και εδώ θέλει συντρίβεσθαι η υπερηφανία των κυμάτων σου.»
ΠΡΩΪΝΟ ΦΩΣ
Κι άλλα ερωτήματα από τον Παντοδύναμο καταπλήσσουν τον Ιώβ: «Προσέταξας συ την πρωίαν επί των ημερών σου; έδειξας εις την αυγήν τον τόπον αυτής, δια να πιάση τα έσχατα της γης, ώστε οι κακούργοι να εκτιναχθώσιν απ’ αυτής; Αυτή μεταμορφούται ως πηλός σφραγιζόμενος· και τα πάντα παρουσιάζονται ως στολή. Και το φως των ασεβών αφαιρείται απ’ αυτών, ο δε βραχίων των υπερηφάνων συντρίβεται. Εισήλθες έως των πηγών της θαλάσσης; ή περιεπάτησας εις εξιχνίασιν της αβύσσου; Ηνοίχθησαν εις σε του θανάτου αι πύλαι; ή είδες τας θύρας της σκιάς του θανάτου; Εγνώρισας το πλάτος της γης; απάγγειλον, εάν ενόησας πάντα ταύτα.»—Ιώβ 38:12-18.
Αυτά τα λόγια πρέπει να μας κάμουν να σκεφθούμε: Ήταν άνθρωπος εκείνος που διέταξε τη διαδοχή νυκτός και ημέρας; Το πρωινό φως παρίσταται σαν να πιάνη τα άκρα της γης και να εκτινάσση έξω απ’ αυτήν τους κακούργους, σαν σκόνη από το πανί. Η αυγή διασκορπίζει τους κακοποιούς· αυτοί τρέχουν σαν θηρία στα διάφορα σπήλαιά τους και κρησφύγετά τους. «Ο οφθαλμός ομοίως του μοιχού παραφυλάττει το νύκτωμα, λέγων, Οφθαλμός δεν θέλει με ιδεί· και καλύπτει το πρόσωπον αυτού. Εν τω σκότει διατρυπώσι τας οικίας, τας οποίας την ημέραν εσημείωσαν δι’ εαυτούς.» (Ιώβ 24:15, 16) Έκαμε κανένας άνθρωπος την αυγή «να πιάση τα έσχατα της γης, ώστε οι κακούργοι να εκτιναχθώσιν απ’ αυτής»;
Το πρωινό φως—η σφραγίδα που κρατεί ο Παντοδύναμος στο χέρι του—κάνει τη γη, σαν ακατέργαστο αδιαμόρφωτο πηλό, να προσλαμβάνη μια ωραία αποτύπωσι απ’ αυτό, έτσι ώστε ξαφνικά προσλαμβάνει διακεκριμένη μορφή. Το ηλιακό φως εμφανίζει πολλά χρώματα με τα οποία χρωματίζεται η γη, η δε γη φαίνεται με νωπή ωραιότητα, σαν να είναι ντυμένη λαμπρά ενδύματα. Αλλά μήπως ο Ιώβ ή οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος διέταξε αυτές τις ωφέλιμες κι ευπρόσδεκτες αλλαγές; Μήπως αυτό εξαρτάται από τη φροντίδα και τους χειρισμούς του ανθρώπου; Θα μπορούσε οποιοσδήποτε άνθρωπος να αναπληρώση την έλλειψι φωτός αν οι ηλιακές ακτίνες συνεκρατούντο; Επίσης, ο αχανής ωκεανός καλύπτει απείρους θησαυρούς και θαυμάσια έργα του Δημιουργού. Μήπως ο Ιώβ περιήλθε βαδίζοντας στα υδάτινα βάθη κι έλαβε γνώσιν των περιεχομένων των;
ΧΙΟΝΙ ΚΑΙ ΧΑΛΑΖΑ
Ο Ιεχωβά προβάλλει κι άλλα ερωτήματα: «Πού είναι η οδός της κατοικίας του φωτός; και του σκότους, πού είναι ο τόπος αυτού, δια για συλλάβης αυτό εις το όριον αυτού, και να γνωρίσης τας τρίβους της οικίας αυτού; Γνωρίζεις αυτό, διότι τότε εγεννήθης; ή διότι ο αριθμός των ημερών σου είναι πολύς; Εισήλθες εις τους θησαυρούς της χιόνος; ή είδες τους θησαυρούς της χαλάζης, τους οποίους φυλάττω δια τον καιρόν της θλίψεως, δια την ημέραν της μάχης και του πολέμου;»—Ιώβ 38:19-23.
Συνώδευσε ποτέ κανένας άνθρωπος το φως ή το σκότος στην πηγή του ή μπήκε στις αποθήκες της χιόνος και της χαλάζης που εφύλαξε ο Θεός για τον «καιρόν της θλίψεως»; Τα ίδιο το χιόνι αποτελεί θαύμα—κρύσταλλα σε μια ατελεύτητη ποικιλία ωραίων σχημάτων! Με το χιόνι και το χαλάζι ο Θεός μπορεί να πολεμήση τόσο αποτελεσματικά, αν θέλη, όσο και με τον κεραυνό ή το ξίφος ενός αγγέλου. Το χιόνι και το χαλάζι θα χρησιμοποιηθούν προφανώς εναντίον των εχθρών του Θεού στην «ημέραν της μάχης και του πολέμου», στον καιρό του Αρμαγεδδώνος. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να διαφύγη τη χάλαζα από τον ουρανό, όταν ο Θεός την διευθύνη; Οι «χαλαζόλιθοι» μνημονεύονται στον Ιεζεκιήλ 38:22 εν σχέσει με τα μέσα που θα χρησιμοποιήση ο Θεός για να καταστρέψη τις ασεβείς ορδές ανθρώπων κάτω από τη σατανική ηγεσία. Στη μάχη της Γαβαών στους αρχαίους χρόνους ο Ιεχωβά εχρησιμοποίησε χαλαζολίθους εναντίον των εχθρών του: «Περισσότεροι ήσαν οι αποθανόντες εκ των λίθων της χαλάζης, παρ’ όσους οι υιοί Ισραήλ κατέκοψαν εν μαχαίρα.» (Ιησ. Ναυή 10:11) Η περιγραφή μιας χαλαζοθυέλλης μας δίνει μια ιδέα του τι μπορεί ο Θεός να κάμη στην «ημέραν της μάχης και του πολέμου». Ο Ιταλός γλύπτης Μπενβενούτο Τσελλίνι, στην Αυτοβιογραφία του (Βιβλίον Β΄, 50) αφηγήθη αυτή την πείρα:
«Ήμεθα μια μέρα μακριά από τη Λυών . . . οπότε οι ουρανοί άρχισαν να βροντούν με οξείς ήχους κροτάλων. . . . Μετά τη βροντή οι ουρανοί έκαναν ένα θόρυβο τόσο μεγάλο και τρομερό, που ενόμισα πώς ήλθε η εσχάτη μέρα· εσταμάτησα, λοιπόν, για μια στιγμή, ενώ ένας καταιγισμός χαλάζης άρχισε να πέφτη χωρίς καμμιά σταγόνα νερό. Στην αρχή το χαλάζι ήταν κάπως μεγαλύτερο από σφαιρίδια ψευτοτούφεκου, κι όταν μ’ εχτύπησαν αυτά, μ’ επλήγωσαν πολύ. Λίγο-λίγο ηύξανε το μέγεθός τους, ώσπου οι κρύσταλλοι θα μπορούσαν να παραβληθούν με σφαίρες σταυροτόξου. Το άλογό μου έγινε ιδιότροπο από τον τρόμο του· έστρεψα, λοιπόν, το άλογό μου κι επέστρεψα καλπάζοντας εκεί που βρήκα τους συντρόφους μου, οι οποίοι κατέφυγαν σ’ ένα δάσος από έλατα. Το χαλάζι τότε έφθασε σε μέγεθος τα μεγάλα λεμόνια. . . . Έπεσε ένα χαλαζοκρύσταλλο τόσο μεγάλο, ώστε έσπασε τους πυκνούς κλάδους του πεύκου, κάτω από το οποίον είχα αποσυρθή για ασφάλεια. Ένα άλλο χαλαζοκρύσταλλο έπληξε τ’ άλογό μου στο κεφάλι και το καταζάλισε· ένα άλλο χτύπησε κι εμένα, αλλ’ όχι απ’ ευθείας, γιατί αλλιώς θα με σκότωνε. . . .
»Η θύελλα εμαίνετο αρκετή ώρα, αλλ’ επί τέλους εσταμάτησε· κι εμείς, που είχαμε γίνει μαύροι από τα πλήγματα, σκαρφαλώσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε στ’ άλογά μας. Ακολουθώντας τον δρόμο για το νυχτερινό μας ενδιαίτημα, εδείχναμε ο ένας στον άλλον τα γρατσουνίσματα και μωλωπίσματά μας· αλλά ένα περίπου μίλι πιο πέρα συναντήσαμε μια σκηνή ερημώσεως, που υπερέβαινε τα όσα υποφέραμε εμείς, και ήταν αδύνατον να περιγραφή. Όλα τα δένδρα ήσαν απογυμνωμένα από τα φύλλα τους και κομμένα· τα ζώα του αγρού έκειντο νεκρά· πολλοί από τους βοσκούς είχαν επίσης φονευθή· παρετηρήσαμε μεγάλες ποσότητες χαλαζοκρυστάλλων, που δεν μπορούσαν να πιασθούν με δύο χέρια.»—Κλασσικά του Χάρβαρντ, Τόμ. 31ος, σελ. 352, 353.
Όταν ο Θεός ανοίξη τις αποθήκες της χιόνος και της χαλάζης στον Αρμαγεδδώνα, οι εχθροί του θ’ αντιμετωπίσουν ένα τρομερό καιρό, και δεν θα υπάρξη τρόπος διαφυγής. Ποιος μπορεί να καταπολεμήση το χιόνι ή το χαλάζι;
ΒΡΟΧΗ, ΔΡΟΣΟΣ, ΠΑΓΕΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΟΣ
Κι αλλά ερωτήματα από τον Παντοδύναμον: «Δια τίνος οδού διαδίδεται το φως, ή ο ανατολικός άνεμος διαχέεται επί την γην; Τις ήνοιξε ρύακας δια τας ραγδαίας βροχάς, ή δρόμον δια την αστραπήν της βροντής, δια να φέρη βροχήν επί γην ακατοίκητον, εις έρημον, όπου ο άνθρωπος δεν υπάρχει, δια να χορτάση την άβατον και ακατοίκητον, και να αναβλαστήση τον βλαστόν της χλόης; Έχει πατέρα η βροχή; ή τις εγέννησε τας σταγόνας της δρόσου; Από μήτρας τίνος εξέρχεται ο πάγος; και την πάχνην του ουρανού, τις εγέννησε; Τα ύδατα σκληρύνονται ως λίθος, και το πρόσωπον της αβύσσου πηγνύεται.»—Ιώβ 38:24-30.
Μπορεί κανένας άνθρωπος να επαινεθή για τη θαυμάσια διάχυσι του φωτός σε ολόκληρη τη γη; Μπορεί να παράσχη δρόμο για την «αστραπήν της βροντής»; Ο μέγας Βροχοποιός είναι ο Ιεχωβά, ακόμη δε και η έρημος, «όπου άνθρωπος δεν υπάρχει», απολαμβάνει την ευλογία του.
Έχει η βροχή, ο πάγος κι ο παγετός κανένα ανθρώπινο πρωτουργό ή πατέρα; Ο πάγος κι ο παγετός είναι πολύ κοινά πράγματα κι έτσι αυτό μπορεί να τείνη στο να μειώση τον θαυμασμό γι’ αυτά. Ωστόσο σκεφθήτε για μια στιγμή το θαύμα του πάγου:
«Τον χειμώνα, το νερό των λιμνών και των θαλασσών γίνεται βαρύτερο καθόσον ψύχεται. Αφού αυξάνει η πυκνότης του, το νερό βυθίζεται κι εκτοπίζει το ελαφρότερο, θερμότερο νερό, το οποίον ανέρχεται στην επιφάνεια. Αυτή η ψύξις και ανάμιξις συνεχίζεται ώσπου να φθάση η θερμοκρασία σε 4ο C. Τότε, καθόσον εξακολουθεί να ψύχεται το νερό περαιτέρω, η αλλαγή πυκνότητος αντιστρέφεται. Το νερό γίνεται ελαφρότερο καθόσον ψύχεται προς το σημείον πήξεως. Αντί να βυθισθή, βρίσκεται σ’ ένα στρώμα στο πάνω μέρος του θερμότερου νερού που είναι υποκάτω. Τελικά, καθόσον το νερό μετατρέπεται σε πάγο, γίνεται ακόμη ελαφρότερο, ο δε πάγος επιπλέει στην επιφάνεια σαν ένα προστατευτικό πώμα.
»Αν η πυκνότης του ψυχομένου νερού δεν άλλαζε μ’ αυτόν τον ασυνήθη τρόπο, το νερό της επιφανείας θα εξακολουθούσε να βυθίζεται ώσπου να φθάση σε σημείο πήξεως. Πάγος θα εσχηματίζετο στους πυθμένας των λιμνών και των θαλασσών απ’ τη μια εποχή στην άλλη ώσπου να στερεοποιηθούν τελείως τα νερά. Το καλοκαίρι μόνον τα επιφανειακά στρώματα θα έλυωναν και δεν θα υπήρχαν μαζικές κινήσεις ωκεανίων ρευμάτων για να μεταβάλουν τον παγκόσμιο καιρό. Οι τροπικές περιοχές θα εγίνοντο αφόρητα θερμές και οι ‘εύκρατες’ ζώνες θα ήσαν παγωμένες καθ’ όλον τα έτος.»—Ο Κόσμος του Ύδατος, σελ. 148, 149.
Ναι, ο Ιεχωβά κάνει τον πάγο έτσι ώστε «τα ίδια τα νερά να παραμένουν κρυμμένα σαν από πέτρα» (Ιώβ 38:30, ΜΝΚ) κι ωστόσο τα μεγάλα σώματα του νερού δεν παγώνουν, ώστε να γίνουν στερεά με αντίξοα αποτελέσματα για τη γη. Ο πάγος, ο παγετός, η βροχή κι η δρόσος είναι έργον των χειρών του Δημιουργού. Η βροχή και η δρόσος τονώνουν και δίνουν ζωή σε όλον τον φυτικό κόσμο. Ο παγετός, διαστέλλοντας το νερό που περιέχεται στη γη, κονιοποιεί και γονιμοποιεί το έδαφος.
Λίγα μόνον από τα πολλά ερωτήματα που ετέθησαν στον Ιώβ με τον μεγαλειώδη λόγο του Ιεχωβά εξητάσθησαν. Κι ωστόσο, τι μάθημα έχομε για τη μικρότητα του ανθρώπου σε αντιπαραβολή με τη μεγαλειότητα του Θεού! Ο λόγος του Ιεχωβά εμφανίζει το αληθές μέγεθος του ανθρώπου, ακριβώς όπως ένας χωματόλοφος βρίσκει τις αληθινές του διαστάσεις κάτω από τη σκιά ενός όρους. «Ιδού, ο Θεός είναι μέγας, και ακατανόητος εις ημάς.»—Ιώβ 36:26.