Ο Ιεχωβά Αμείβει με ‘Πλήρη Μισθόν’
«Ο Ιεχωβά να ανταμείψη το έργον σου, και ο μισθός σου να ήναι πλήρης παρά Ιεχωβά του Θεού του Ισραήλ, υπό τας πτέρυγας Του οποίου ήλθες να σκεπασθής.»—Ρουθ 2:12, ΜΝΚ.
1-3. (α) Η συνομιλία μεταξύ της Ναομί και της Ρουθ τι υπονοεί για την επικοινωνία σε στοργική οικογένεια; (β) Ποια έκπληξις προέκυψε όταν η Ρουθ είπε στη Ναομί για το έργο σταχυολογήσεως, που είχε κάνει την ημέρα, και τίνος η καθοδήγησις έγινε έτσι φανερή;
«Ο ΜΙΣΘΟΣ σου να ήναι πλήρης παρά Ιεχωβά.» Αυτά είπε ο γηραιός Βοόζ στη Μωαβίτιδα Ρουθ. Ήταν κάτι που επιθυμούσε με όλη του την καρδιά γι’ αυτή την καλή νεαρή γυναίκα που είχε ζητήσει προστασία κάτω από τις πτέρυγες του Θεού του Ισραήλ. (Ρουθ 2:12, ΜΝΚ) Αλλά θα πραγματοποιείτο αυτή η επιθυμία; Αν ναι, με τι τρόπο; Θα δούμε.
2 Σε μια στοργική οικογένεια, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενδιαφέρονται για τις ενέργειες των νεωτέρων. Όλοι επωφελούνται από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται ν’ ανταλλάξουν σκέψεις και ν’ αφηγηθούν τις δραστηριότητες της ημέρας. Το ίδιο συνέβαινε και στο ταπεινό σπίτι της Βηθλεέμ όπου η Ναομί και η Ρουθ άρχισαν μια ευχάριστη συνομιλία στις εσπερινές ώρες. Ακούστε!
3 «Πού εσταχυολόγησας σήμερον; και πού εδούλευσας;» Η αρκετή ποσότης κριθής και η τροφή που έφερε η Ρουθ στο σπίτι έκαναν τη Ναομί να υποβάλη αυτή την ερώτησι. Προφανώς κάποιος είχε δείξει στη Μωαβίτιδα ιδιαίτερη εύνοια. «Ευλογημένος να ήναι εκείνος όστις έλαβε πρόνοιαν περί σου,» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. Αλλά μια ευχάριστη έκπληξις περιμένει και τις δύο. «Το όνομα του ανθρώπου, εις τον οποίον εδούλευσα σήμερον, είναι Βοόζ,» απήντησε η Ρουθ. Πόσο θαυμάσιο είναι αυτό! Ασφαλώς η καθοδηγία του Θεού είναι φανερή. «Ευλογημένος παρά Ιεχωβά εκείνος όστις δεν αφήκε το έλεος αυτού προς τους ζώντας και προς τους τεθνεώτας,» ανεφώνησε η Ναομί. «Συγγενής ημών είναι ο άνθρωπος ούτος εκ των πλησίον συγγενών ημών.»—Ρουθ 2:19, 20, ΜΝΚ.
4. Ποιος ήταν ο «εξαγοραστής» στον αρχαίο Ισραήλ;
4 Πόσο χάρηκαν! Αυτές οι γυναίκες εγνώριζαν ότι ο εξαγοραστής (Εβραϊστί γκοέλ) πρέπει να είναι ένας στενός συγγενής (ένας αδελφός ή άλλος άρρην συγγενής εξ αίματος) με δικαίωμα ν’ ανακτήση, να εξαγοράση, να επαναγοράση ή ν’ αναλάβη το άτομο, την ιδιοκτησία ή κληρονομία, του πλησιέστερου συγγενούς. Παραδείγματος χάριν, μπορεί ν’ αγοράση ένα κληρονομικό οικόπεδο προτού αυτό τεθή σε δημόσια αγορά και έτσι να το διατηρήση μέσα στην οικογένεια. Φαντασθήτε! Κατά τύχην η Ρουθ πήγε στον αγρό του Βοόζ και αυτός ήταν ένας εξαγοραστής, ένας άνθρωπος της οικογενείας του Ελιμέλεχ.
5. Αντίθετα με τη θυγατέρα του Ιακώβ τη Δείνα, τι παράδειγμα δίνει η Ρουθ σχετικά με τη συναναστροφή με άλλους;
5 Επί πλέον, ο Βοόζ επιθυμεί να μείνη η Ρουθ κοντά στους νεαρούς εργάτες του ώσπου να τελειώση όλος ο θερισμός. Φυσικά, η Ναομί το επιδοκιμάζει αυτό, λέγοντας: «Είναι καλόν, θυγάτηρ μου, να εκβαίνης μετά των κορασίων αυτού, και να μη σε απαντήσωσιν εν άλλω αγρώ.» Η Μωαβίτις, λοιπόν, εξακολουθεί να σταχυολογή στον αγρό του Βοόζ επί δύο έως τρεις μήνες, ως το τέλος του θερισμού της κριθής και του σίτου. Αντίθετα με τη θυγατέρα του Ιακώβ τη Δείνα, που συναναστρέφετο με τις Χαναναίες και επέφερε συμφορά στον εαυτό της και στενοχώρια στην οικογένειά της, η Ρουθ εξακολουθεί να μένη με την πεθερά της, ενώ συγχρόνως προσέχει τις συναναστροφές της. Τι έξοχο παράδειγμα!—Ρουθ 2:22, 23· Γέν. 34:1-31· 1 Κορ. 15:33.
ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ
6. Πώς δείχνει η Ναομί ότι ανιδιοτελώς θέλει ν’ απολαύση η Ρουθ αγαθά πράγματα;
6 Οι εβδομάδες περνούν και ο θερισμός φθάνει στο τέλος του. Η Ναομί ρωτά τη Ρουθ: «Θυγάτηρ μου, να μη ζητήσω ανάπαυσιν εις σε δια να ευημερήσης;» (Ρουθ 3:1) Η γηραιά χήρα δεν προσπαθεί να κρατήση ιδιοτελώς τη νεαρή Μωαβίτιδα κοντά της, αλλά θέλει να γνωρίση η Ρουθ την ανάπαυσι, την παρηγοριά, την ηρεμία της καρδιάς και την ασφάλεια που μπορεί ν’ αποκτήση στο σπίτι ενός καλού και στοργικού συζύγου. Αλλά η Ναομί ενδιαφέρεται επίσης να διατηρήση το όνομα του συζύγου της Ελιμέλεχ στον Ισραήλ. (Δευτ. 25:7) Σχετικά μ’ αυτό, αποκαλύπτει ένα ιδιαίτερο σχέδιο ενεργείας, και η ταπεινή νύμφη της πρόθυμα συμμορφώνεται μ’ αυτό. Η Ρουθ, λοιπόν, λούζεται, αλείφεται με έλαιον, βάζει το μανδύα της, δηλαδή το εξωτερικό της ένδυμα και ξεκινά για την ευγενή αποστολή της.
7. Ποια μέθοδο ακολούθησε ο Βοόζ στο λύχνισμα της κριθής;
7 Εν τω μεταξύ, ο Βοόζ—ένας άνθρωπος πλούσιος, αλλά και σκληρός εργάτης—επωφελείται από την εσπερινή αύρα για να λυχνίση το κριθάρι στο αλώνι. Το αλώνισμα κάνει τους κόκκους να βγουν από τη φλούδα και το άχυρο κόβεται σε μικρά κομμάτια. Κατόπιν, στο λύχνισμα, μ’ ένα μεγάλο δίκρανο ή λυχνιστήρι, ρίχνουν όλ’ αυτά τα υλικά μαζί από ψηλά, αντίθετα στον άνεμο, και τ’ αφήνουν να πέσουν στο δάπεδο. Το αεράκι φυσώντας απομακρύνει τις φλούδες, φέρνει το άχυρο στο πλάι και αφήνει τους κόκκους να πέφτουν στο αλώνι. Είναι ένας ευτυχισμένος καιρός και, γι’ αυτό, οι προσπάθειες συνοδεύονται από ένα ευχάριστο γεύμα. Ο Βοόζ τρώγει και πίνει και η καρδιά του ‘ευφραίνεται,’ μολονότι δεν υπάρχει ένδειξις ότι έφαγε καθ’ υπερβολήν. (Ψαλμ. 104:15) Κατόπιν πλαγιάζει «εις την άκραν του σωρού του σίτου,» και σε λίγο αποκοιμιέται βαθιά κάτω από τον έναστρο ουράνιο θόλο.—Ρουθ 3:1-7.
8. Σε ποια ενέργεια προβαίνει η Ρουθ ως προς τον Βοόζ στο αλώνι, και μήπως ήταν ο σκοπός της ανήθικος;
8 Επικρατεί ησυχία ώσπου μια σκιά πλησιάζει αργά, αθόρυβα και χωρίς να γίνη αντιληπτή. Είναι μια γυναίκα που ξεσκεπάζει τον Βοόζ, που κοιμάται, στα πόδια του και πλαγιάζει εκεί ντυμένη. Τα μεσάνυχτα ο Βοόζ κινείται λίγο, σκύβει και μένει έκπληκτος βλέποντας μια γυναίκα πλαγιασμένη, προφανώς διαγωνίως, στα πόδια του! Επειδή δεν μπορεί να την αναγνωρίση μέσα στο σκοτάδι, ρωτά: «Ποια είσαι συ;» Και έρχεται η απάντησις : «Εγώ η Ρουθ η δούλη σου.» Και γρήγορα προσθέτει: «Άπλωσον λοιπόν την πτέρυγά σου επί την δούλην σου· διότι είσαι ο πλησιέστερος συγγενής μου.» (Λευιτ. 25:25) Μολονότι ο Βοόζ εκπλήσσεται ωστόσο, δεν στενοχωρείται, ούτε αγανακτεί. Η Μωαβίτις δεν βρίσκεται εκεί για κάποιον ανήθικο σκοπό. Ταπεινά, με τη συμβολική αυτή ενέργεια και με τα λόγια της, εξετέλεσε τις οδηγίες της Ναομί. Η Ρουθ πληροφόρησε τον γηραιό Ιουδαίο για την υποχρέωσί του ως στενού συγγενούς, συγγενούς του αποθανόντος συζύγου της Μααλών και του επίσης αποθανόντος πατέρα της Ελιμέλεχ. Η Ναομί ήταν βέβαιη ότι αυτή η τολμηρή πράξις θα είχε επιτυχία, και η νεαρή γυναίκα προφανώς είχε πεποίθησι ότι ο Βοόζ θα της εφέρετο με έντιμο τρόπο. (Ρουθ 3:4, 7-9) Αλλά πώς θ’ αντιδράση ο Βοόζ;
9. (α) Πώς η Ρουθ έδειξε έλεος «εσχάτως» και «πρότερον,» όπως είπε ο Βοόζ; (β) Είναι η Ρουθ ‘ενάρετη γυναίκα’ λόγω πλούτου, τύπου κομμώσεως και δαπανηρού ιματισμού, ή για ποιον άλλο λόγο.
9 Ο Βοόζ ευλογεί και επαινεί την ταπεινή και πιστή Μωαβίτιδα, λέγοντας: «Ευλογημένη να ήσαι παρά Ιεχωβά, θύγατερ· διότι έδειξας περισσοτέραν αγαθωσύνην εσχάτως παρά πρότερον, μη υπάγουσα κατόπιν νέων, είτε πτωχών είτε πλουσίων.» Στην πρώτη περίπτωσι, η Ρουθ έδειξε πιστή αγάπη στη Ναομί. Τώρα, αντί να επιζητήση τη συντροφιά των νέων που είναι σε ηλικία γάμου, η Μωαβίτις είναι πρόθυμη να νυμφευθή ένα πολύ, πολύ μεγαλύτερο άνδρα για ν’ αναστήση όνομα για τον αποθανόντα σύζυγό της Μααλών και για την πεθερά της, την ηλικιωμένη χήρα του Ελιμέλεχ. Αλλά τι σκέπτεται ο Βοόζ γι’ αυτό; Με καθησυχαστικό τρόπο, λέγει: «Και τώρα, θύγατερ, μη φοβού· θέλω κάμει εις σε παν ό,τι είπης· διότι πάσα η πόλις του λαού μου εξεύρει ότι είσαι γυνή ενάρετος.» Η Ρουθ δεν διεκήρυξε μεγαλοφώνως τις αρετές της και ασφαλώς δεν είναι ο πλούτος, το είδος της κομμώσεως και τα δαπανηρά ενδύματα αυτά που έκαναν τους άλλους να τη θαυμάζουν. Αντιθέτως, ο φόβος της νεαρής γυναίκας για τον Ιεχωβά, τα καλά της έργα, το ήρεμο και πράο πνεύμα της, η πιστή της αγάπη, η φιλοπονία της—πράξεις και χαρακτηριστικά όπως αυτά έκαναν τους ανθρώπους να τη θεωρούν ‘ενάρετη γυναίκα.’ Υπάρχει καμμιά ευσεβής γυναίκα που δεν θα επιθυμούσε μια τόσο καλή φήμη;—Ρουθ 3:10, 11· παράβαλε με Παροιμίας 31:28-31· 1 Τιμ. 2:9, 10· 1 Πέτρ. 3:3, 4.
10. Γιατί η Ρουθ δεν έγινε αμέσως σύζυγος του Βοόζ;
10 Θα πάρη ο Βοόζ αμέσως τη Ρουθ ως σύζυγό του; Όχι, διότι υπάρχει ένας στενώτερος άρρην συγγενής του Ελιμέλεχ και του Μααλών. «Αλλ’ εάν δεν θέλη να εκπληρώση προς σε το χρέος το συγγενικόν, τότε εγώ θέλω εκπληρώσει τούτο προς σε,» βεβαιώνει με όρκο ο Βοόζ, «ζη ο Ιεχωβά.» Ο Βοόζ θα φροντίση γι’ αυτό το ζήτημα το πρωί.—Ρουθ 3:13, ΜΝΚ.
11. Τι υποκινεί τον Βοόζ να δώση στη Ρουθ έξη μέτρα κριθής;
11 Επειδή η ώρα είναι προχωρημένη, ο Βοόζ λέγει στη Ρουθ να μείνη εκεί μέχρι ενωρίς το πρωί. Αλλά τίποτε το ανήθικο δεν συμβαίνει· σηκώνονται ενώ ακόμη είναι σκοτάδι, προφανώς για ν’ αποφύγουν δυσάρεστες και αβάσιμες φήμες. Προτού αναχωρήση η Μωαβίτις, ο Βοόζ γεμίζει το περικάλυμμά της με έξη μέτρα κριθής, ίσως για να δείξη ότι όπως ακριβώς έξη εργάσιμες μέρες ακολουθούνται από μια μέρα αναπαύσεως, έτσι και η μέρα αναπαύσεως της νεαρής γυναίκας πλησιάζει, διότι αυτός θα φροντίση να βρη η Ρουθ «ανάπαυσιν» ένα σπίτι με ένα σύζυγο. (Ρουθ 1:9· 3:1) Φυσικά, ο γενναιόδωρος Βοόζ επίσης δεν θέλει να επιστρέψη η Ρουθ με άδεια χέρια στην πεθερά της.
12. Γιατί ρωτά η Ναομί; «Ποια είσαι συ, θυγάτηρ μου;»
12 Η Μωαβίτις τελικά φθάνει στο σπίτι, και η Ναομί ρωτά: «Τι έγεινεν εις σε, θυγάτηρ μου;», όπως το αποδίδουν άλλες μεταφράσεις, «Ποία είσαι συ, θυγάτηρ μου;» Ίσως η Ναομί να μη μπορή ν’ αναγνωρίση εκείνη που μπαίνει μέσα στο σπίτι στο σκοτάδι, αλλ’ αυτό το ερώτημα μπορεί ν’ ανάγεται και στην πιθανή νέα ιδιότητα της Ρουθ εν σχέσει με τον εξαγοραστή της. Αφού μαθαίνει τα γεγονότα της περασμένης νύχτας, η Ναομί είναι βέβαιη ότι ο Βοόζ θα τηρήση τον λόγο του και θα ενεργήση γρήγορα. «Κάθου, θυγάτηρ μου, εωσού ίδης πώς θέλει τελειώσει το πράγμα,» προτρέπει τη νεαρή γυναίκα, προσθέτοντας, με τη γυναικεία της σύνεσι και κατανόησι της ανθρωπίνης φύσεως, «διότι ο άνθρωπος δεν θέλει ησυχάσει, εωσού τελειώση το πράγμα σήμερον.»—Ρουθ 3:12-18.
13. Πώς μπορούμε να ωφεληθούμε αν αναλογισθούμε την πίστι της Ναομί και της Ρουθ;
13 Καθώς αυτές οι δύο πτωχές χήρες κάθονται σ’ αυτό το ταπεινό σπίτι περιμένοντας μια έκβασι, μπορούμε επωφελώς ν’ αναλογισθούμε την πίστι τους. Όπως η Ναομί, έχομε κι εμείς προσωπικά εμπιστοσύνη στους πιστούς ομοπίστους μας; Και, όπως η Ρουθ, βασιζόμεθα πρόθυμα στον Ιεχωβά σε καιρούς κρίσεως, βέβαιοι ότι οι διευθετήσεις του και η πρόνοια που λαμβάνει είναι οι καλύτερες; (Ψαλμ. 37:3-5· 138:8) Σκεφθήτε τη Ρουθ. Δεν γνωρίζει καν τον άρρενα εκείνο συγγενή που έχει το πρώτο δικαίωμα σ’ αυτή την υπόθεσι· δεν γνωρίζει την ιδιοσυγκρασία του, και ωστόσο είναι πρόθυμη να συμμορφωθή με τον νόμο του Ιεχωβά για τον ανδραδελφικό γάμο. Είναι βέβαιη ότι ο Θεός θα τακτοποιήση το ζήτημα. Είμαστε κι εμείς προσωπικά βέβαιοι ότι ο Ιεχωβά κάνει τα ‘πάντα να συνεργούσι προς το αγαθόν εις τους αγαπώντας τον Θεόν’;—Ρωμ. 8:28· 1 Πέτρ. 5:6, 7.
Ο ΒΟΟΖ ΕΝΕΡΓΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ
14, 15. (α) Ποιος ήταν ο εξαγοραστής που είχε μεγαλύτερη συγγένεια με τον Ελιμέλεχ απ’ ό,τι ο Βοόζ (β) Προφανώς λόγω της πτώχειας στην οποία έχει περιέλθει η Ναομί, τι πρέπει να κάνη και, επομένως, τι πρέπει να γίνη, είτε από τον πλησιέστερο συγγενή είτε από τον Βοόζ;
14 Το φως μιας νέας ημέρας φώτισε τη Βηθλεέμ. Οι άνθρωποι αρχίζουν να κυκλοφορούν στους δρόμους της, οι έμποροι εκθέτουν τα εμπορεύματά τους, μικρές ομάδες συνομιλούν στον υπαίθριο χώρο εμπρός στην πύλη της πόλεως και οι γεωργοί πηγαίνουν στην εργασία τους στους αγρούς που περιβάλλουν την πόλι. Καθισμένος στην πύλη της πόλεως είναι ο Βοόζ. Τα μάτια του αναζητούν τα πρόσωπα όλων των διερχομένων. Ξαφνικά φωνάζει: «Ω συ, στρέψον, κάθισον ενταύθα.» (Ρουθ 4:1) Αυτός ο άνθρωπος, του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται, είναι εκείνος που έχει μεγαλύτερη συγγένεια με τον Ελιμέλεχ απ’ ό,τι ο Βοόζ. Ίσως να ήταν και φυσικός αδελφός του αποθανόντος Ελιμέλεχ.
15 Η πύλη της πόλεως είναι το μέρος όπου γίνονται οι εμπορικές συναλλαγές και οι πρεσβύτεροι βρίσκονται εκεί να κρίνουν τα ζητήματα. Επομένως, εφόσον ο Βοόζ πρόκειται ν’ αντιπροσωπεύση τη Ναομί και τη Ρουθ, που απουσιάζουν, για το ζήτημα της εξαγοράς και του ανδραδελφικού γάμου, συγκεντρώνει 10 πρεσβυτέρους της Βηθλεέμ εκεί ακριβώς στην πύλη. (Δευτ. 16:18· 22:15· 25:7, 8) Κατόπιν, ο Βοόζ λέγει στον πλησιέστερο εξαγοραστή: «Η Ναομί, . . . πωλεί το μερίδιον του αγρού το οποίον ήτο του αδελφού ή συγγενούς ημών Ελιμέλεχ,» προφανώς επειδή βρίσκεται σε ανάγκη. (Ρουθ 4:3) Αν ένας Ισραηλίτης, που έχει περιέλθει σε φτώχεια, αναγκασθή να πουλήση το οικογενειακό τεμάχιο γης που του ανήκει, ο στενός συγγενής ή εξαγοραστής έχει το δικαίωμα να το αγοράση πληρώνοντας ένα τίμημα βασισμένο στον αριθμό των ετών που απομένουν έως το Ιωβηλαίο, οπότε αυτή η κληρονομική ιδιοκτησία θα επιστρέψη στον αρχικό κάτοχο. (Λευιτ. 25:23-28) Ο έντιμος Βοόζ, αντί να παραμερίση τον πλησιέστερο συγγενή και ν’ αγοράση κρυφά αυτό το τεμάχιο γης παρουσίασε με δίκαιο τρόπο τα ζητήματα δημοσία. Αν ο πλησιέστερος συγγενής το εξαγοράση, καλώς· αλλιώς θα το αγοράση ο Βοόζ.
16, 17. Αν ο ανώνυμος συγγενής θέλη ν’ αγοράση τον αγρό από τη Ναομί τι άλλο πρέπει να κάνη; Πώς αντιδρά σ’ αυτό;
16 «Εγώ θέλω εξαγοράσει αυτό,» λέγει ο πλησιέστερος συγγενής. Προφανώς χαίρεται που θ’ αποκτήση αυτό το τεμάχιο γης και έτσι θ’ αυξήση τα υπάρχοντά του. Αλλά τον αναμένει μια έκπληξις, διότι ο Βοόζ λέγει στη συνέχεια: «Καθ’ ην ημέραν αγοράσης τον αγρόν εκ της χειρός της Ναομί, πρέπει να λάβης και την Ρουθ την Μωαβίτιν, γυναίκα του αποθανόντος [Μααλών του γιου του Ελιμέλεχ], δια να αναστήσης το όνομα του αποθανόντος επί της κληρονομίας αυτού.» (Ρουθ 4:4, 5) Αν αυτός ο συγγενής θέλη να πάρη τον αγρό, είναι υποχρεωμένος να νυμφευθή τη Ρουθ και να παραγάγη σπέρμα στον συγγενή του—ένα γιο που θα κληρονομούσε αυτό το τεμάχιο γης.
17 Αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. «Δεν δύναμαι να εκπληρώσω το χρέος το συγγενικόν,» λέγει ο ανώνυμος στενός συγγενής, «μήποτε φθείρω την κληρονομίαν μου· εκπλήρωσον συ το χρέος μου το συγγενικόν, διότι δεν δύναμαι εγώ να εκπληρώσω αυτό.» (Ρουθ 4:6) Πώς ακριβώς αυτός ο συγγενής ‘θα έφθειρε την κληρονομίαν του,’ αυτό δεν το λέγει. Αλλά θα δαπανούσε χρήματα για τον αγρό και έτσι θα εμείωνε μ’ αυτό τον τρόπο την αξία της δικής του περιουσίας. Και κατόπιν ο γιος της Ρουθ, και όχι κάποιος από τους γιους που μπορεί να είχε ήδη ο στενός συγγενής, θα έπαιρνε τον αγρόν. Τίποτε απ’ αυτά δεν ήθελε, όμως ο ιδιοτελής «Τάδε.» Επομένως, ‘αγόρασέ τον συ, Βοόζ.’
18, 19. Με ποια πράξι ο πλησιέστερος αυτός συγγενής παραιτείται από το δικαίωμα εξαγοράς στην περίπτωσι και γι’ αυτό τι κάνει ο Βοόζ;
18 Στο σημείο αυτό, ο ανώνυμος συγγενής ακολουθεί την επικρατούσα συνήθεια σχετικά με το δικαίωμα της εξαγοράς και της συναλλαγής. Βγάζει το ένα από τα σανδάλια του και το δίνει στον Βοόζ. Κάνοντάς το αυτό ενώπιον μαρτύρων, παραιτείται από το δικαίωμα της εξαγοράς σ’ αυτή την περίπτωσι. Ασφαλώς η ιδιοτελής πορεία του είναι ο λόγος για τον οποίο μένει ανώνυμος. Τώρα ο Βοόζ έχει εξουσιοδοτηθή να κάνη την εξαγορά.—Ρουθ 4:7, 8· Δευτ. 25:7-10.
19 Χωρίς καθυστέρησι, ο Βοόζ αγοράζει από τη Ναομί όλα όσα ανήκαν στον Ελιμέλεχ και στους γιους του Χελαιών και Μααλών. Επίσης, αγοράζει και τη Ρουθ «δια γυναίκα, δια να αναστήση το όνομα του αποθανόντος Μααλών επί της κληρονομίας αυτού, δια να μη εξαλειφθή το όνομα του αποθανόντος εκ των αδελφών αυτού και εκ της πόλεως της κατοικίας αυτού.» Το όνομα του Μααλών, και, επομένως, το όνομα του πατέρα του Ελιμέλεχ, θα μνημονεύεται από τον λαό και τους πρεσβυτέρους που θα συνέρχωνται στο μέλλον στην πύλη της Βηθλεέμ. «Μάρτυρες είσθε σήμερον,» λέγει ο Βοόζ. Βεβαιώνοντας το ζήτημα όλος ο λαός και οι πρεσβύτεροι λέγουν «Μάρτυρες.»—Ρουθ 4:9-11.
Ο ΙΕΧΩΒΑ ΑΜΕΙΒΕΙ ΤΗ ΡΟΥΘ ΜΕ ‘ΠΛΗΡΗ ΜΙΣΘΟΝ’
20. Τι επιθυμούν οι μάρτυρες να δώση ο Ιεχωβά στη σύζυγο που εισέρχεται στον οίκο του Βοόζ, και σε ποιον απέδωσαν την τιμή για τον προσδοκώμενο γιο μέσω της Ρούθ;
20 Είναι συγκινητικό ν’ ακούμε αυτούς τους μάρτυρες να προσθέτουν: «Ο Ιεχωβά να κάμη την γυναίκα, ήτις εισέρχεται εις τον οίκον σου, ως την Ραχήλ και ως την Λείαν, αίτινες ωκοδόμησαν αμφότεραι τον οίκον Ισραήλ [διότι οι απόγονοί τους έγιναν πολυάριθμοι] και ίσχυε εν Εφραθά και έσο περίφημος εν Βηθλεέμ· και ας γείνη, ο οίκος σου ως ο [πολυπληθής] οίκος του Φαρές, τον οποίον εγέννησεν η Θάμαρ εις τον Ιούδαν, εκ του σπέρματος το οποίον ο Ιεχωβά θέλει δώσει εις σε εκ της νέας ταύτης.» (Ρουθ 4:11, 12, ΜΝΚ) Εκείνοι οι μάρτυρες απέδωσαν ήδη την τιμή στον Ιεχωβά γι’ αυτόν τον προσδοκώμενο γιο μέσω της Ρουθ, της πιστής Μωαβίτιδος.
21, 22. Γιατί οι γειτόνισσες είπαν: «Υιός εγεννήθη εις την Ναομί»;
21 Έτσι, ο Βοόζ λαμβάνει τη Ρουθ ως σύζυγό του και συνέρχεται μαζί της. Ο Ιεχωβά την ευλογεί, η Ρουθ συλλαμβάνει και γεννά ένα γιο. Τι ευτυχία. Στη χαρούμενη μάμμη, τη Ναομί, οι γυναίκες της Βηθλεέμ λέγουν: «Ευλογητός ο Ιεχωβά, όστις σήμερον δεν σε απεστέρησε συγγενούς, ώστε το όνομα αυτού να καλήται εν τω Ισραήλ· και ούτος θέλει είσθαι εις σε αναψυχωτής της ζωής, και θέλει θρέψει την πολιάν σου· διότι εγέννησεν αυτόν η νύμφη σου, ήτις σε αγαπά, ήτις είναι εις σε καλητέρα παρά επτά φυσικούς υιούς.» Χαρούμενη η Ναομί βάζει το παιδί στον κόλπο της και γίνεται τροφός του.—Ρουθ 4:13-16, ΜΝΚ.
22 «Υιός εγεννήθη εις την Ναομί,» λέγουν οι γειτόνισσες. Θεωρούν το παιδί ως γιο του Ελιμέλεχ και της χήρας του. Και γιατί όχι; Η Ρουθ έγινε σύζυγος του Βοόζ στη θέσι της ηλικιωμένης Ναομί, σύμφωνα με τον νόμο περί ανδραδελφικού γάμου. Ο Βοόζ και η Ρουθ έκαναν μια υπηρεσία στον Ιεχωβά και είναι αξιοσημείωτο ότι οι γυναίκες της γειτονιάς ωνόμασαν το παιδί Ωβήδ, που σημαίνει «υπηρέτης» ή «ένας που υπηρετεί.» Το παιδί είναι ο νόμιμος κληρονόμος του Ιουδαϊκού οίκου του Ελιμέλεχ.—Ρουθ 4:17.
23. Πώς ο Βοόζ εγινε μέσον για την ευλογία που είχε ευχηθή για την Ρούθ;
23 Πέρασαν αρκετοί μήνες από τότε που ο Βοόζ είπε στη Ρουθ: «Ο Ιεχωβά να ανταμείψη το έργον σου, και ο μισθός σου να ήναι πλήρης παρά Ιεχωβά του Θεού.» (Ρουθ 2:12, ΜΝΚ) Τώρα, που έγινε πατέρας του Ωβήδ, ο Βοόζ ο ίδιος έγινε το μέσον για την ευλογία που είχε ευχηθή στη νεαρή Μωαβίτιδα. Μια μέρα, ο Ωβήδ, απόγονος του Ιούδα μέσω του Φαρές, του Εσρών, του Αράμ, του Αμιναδάβ, του Ναασσών, του Σαλμών και του Βοόζ, θ’ αποκτούσε ένα γιο ονόματι Ιεσσαί, ο οποίος θα εγίνετο πατέρας του Δαβίδ, του δευτέρου βασιλέως του Ισραήλ.—Ρουθ 4:18-22.
24. (α) Το δράμα που εξετάζεται εδώ παρέχει ένδειξι της καθοδηγίας του Θεού από ποια άποψι; (β) Ποιος, λοιπόν, ήταν ο ‘πλήρης μισθός’ που δόθηκε στη Ρουθ από τον Ιεχωβά.
24 Αυτό το παρμένο από τη ζωή δράμα παρέχει ένδειξι της καθοδηγίας του Θεού στην επιλογή ατόμων για τη διαφύλαξι της πιο σπουδαίας ανθρωπίνης γενεαλογικής γραμμής, που οδηγεί στον Μεσσία, στον Ιησού Χριστό. Είναι αλήθεια ότι οι Ισραηλίτιδες που επαντρεύοντο άνδρες της φυλής του Ιούδα είχαν την πιθανή προοπτική να συμβάλουν στην επίγεια γενεαλογική γραμμή του Μεσσία. (Γέν. 49:10) Αλλά το γεγονός ότι μια Μωαβίτις είχε αυτό το προνόμιο καταδεικνύει την αρχήν ότι «δεν είναι του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού.» (Ρωμ. 9:16) Η Ρουθ είχε εκλέξει τον Ιεχωβά ως Θεόν της και Εκείνος, δείχνοντας μεγάλο έλεος, την αντάμειψε με ‘πλήρη μισθόν,’ δίνοντας σ’ αυτή την ταπεινή γυναίκα το προνόμιο να γίνη ένας κρίκος στη γενεαλογική γραμμή του Μεσσία.—Ματθ. 1:3-6, 16· Λουκ. 3:23, 31-33.
25. Πώς επηρεαζόμεθα εξετάζοντας τον ‘πλήρη μισθό’ που παρέσχε ο Θεός στην Ρούθ;
25 Ασφαλώς, αυτός ο ‘πλήρης μισθός,’ με τον οποίον ο Θεός αντάμειψε την πιστή Ρουθ, πρέπει να υποκινή τα σκεπτόμενα άτομα να πλησιάσουν τον Θεό με απόλυτη πίστι, πεπεισμένοι ότι ο Ιεχωβά υπάρχει και «γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» (Εβρ. 11:6) Το βιβλίο της Ρουθ δείχνει ότι ο Ιεχωβά είναι Θεός αγάπης, ο οποίος ενεργεί προς όφελος εκείνων που, είναι αφοσιωμένοι σ’ αυτόν. Επίσης, αποδεικνύει ότι οι σκοποί του Θεού ποτέ δεν αποτυγχάνουν. Επομένως, μπορούμε και πρέπει να έχωμε το ίδιο πνεύμα μ’ εκείνο που εξέφρασε και ο Δαβίδ, ο οποίος δήλωσε: «Εις την σωτηρίαν σου θέλομεν χαρή, και εις το όνομα του Θεού ημών θέλομεν υψώσει τας σημαίας· ο Ιεχωβά να εκπληρώση πάντα τα αιτήματά σου. Τώρα εγνώρισα ότι έσωσεν ο Ιεχωβά τον χριστόν αυτού· θέλει εισακούσει αυτού εκ του ουρανού της αγιότητος αυτού· η σωτηρία της δεξιάς αυτού γίνεται εν δυνάμει.»—Ψαλμ. 20:5, 6, ΜΝΚ.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
«Ποία είσαι συ;» ερωτά ο Βοόζ. «Εγώ η Ρουθ, η δούλη σου»