Η Μετάγγισις Αίματος
8 Οκτωβρίου 1949
Αγαπητέ Κύριε,
Απαντούμε στην επιστολή σας της 21ης Σεπτεμβρίου σχετικά με τη μετάγγισι αίματος:
Είναι αλήθεια ότι ο Ιησούς εκτελούσε έργα ελέους την ημέρα του Σαββάτου και δεν εθεωρείτο ένοχος διότι ήταν νόμιμο το να κάνη τέτοιου είδους καλωσύνη το Ιουδαϊκό Σάββατο. Οι ιερείς επίσης στον τυπικό ναό της Ιερουσαλήμ, ειργάζοντο το Σάββατο για να τελέσουν τις ιερουργίες των, και δεν εθεωρούντο ένοχοι. Και ο Δαβίδ ακόμη και οι άνθρωποί του έφαγαν άρτους προθέσεως—που ήταν νόμιμο να φάνε μόνο οι ιερείς που έμπαιναν μέσα στη σκηνή του μαρτυρίου—διότι ο Δαβίδ και οι άνθρωποι του πεινούσαν τότε. Μπορεί όμως κανείς να επικαλεσθή Γραφικώς αυτά τα πράγματα για να δικαιολογήση ένα Χριστιανό που καταφεύγει, σε μεταγγίσεις αίματος για τον εαυτό του ή για κάποιον από τους φίλους του ή τα αγαπητά πρόσωπα; Λάβετε υπ’ όψι τα εξής:
Η διαθήκη του Θεού σχετικά με την ιερότητα του αίματος του πλάσματος είχε γίνει με το ανθρώπινο γένος μέσω του Νώε προτού δοθή στους Ιουδαίους μέσω του Μωυσέως ο νόμος για το σάββατο. (Γένεσις 9:1-6) Όταν λοιπόν ο θάνατος του Ιησού κατήργησε τη Μωσαϊκή διαθήκη με το σαββατιαίο της νόμο, η διαθήκη του Νώε περί αίματος παρέμεινε ακόμη εν ισχύι, μερικά δε χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, οι απόστολοι και οι μαθηταί του Ιησού ανεγνώρισαν το γεγονός αυτό και παρήγγειλαν στους Χριστιανούς πιστούς ν’ απέχουν από τη λήψι αίματος πλασμάτων μέσα στον οργανισμό τους. (Πράξεις 15:19, 20, 28, 29· 21:25) Ο Ιησούς λοιπόν με τα καλά έργα που έκανε το σάββατο, δεν εδημιούργησε προηγούμενο για τους ακολούθους του να παραβιάζουν τη διαθήκη του Νώε περί αίματος ή να κάνουν εξαιρέσεις σχετικάς με αυτήν. Οι ιερείς που ειργάζοντο στο ναό το Σάββατο δεν παρείχαν παράδειγμα για τους μη ιερείς αδελφούς των να παραβιάζουν το Σάββατο με κοσμικά έργα· γιατί; Διότι οι ιερείς εκείνοι είχαν λάβει εντολή από τον Θεό να κάνουν αυτά τα έργα στο ναό όλες τις ημέρες της εβδομάδος, χωρίς να εξαιρείται το σάββατο. Υπήκουαν λοιπόν στον Θεό κάνοντας ό,τι έκαναν το σάββατο, όχι έξω από το ναό, αλλά μέσα σ’ αυτόν. Κάνοντας τούτο όμως δεν παρέβαιναν τη διαθήκη του Νώε περί αίματος.
Επίσης ο Δαβίδ και οι άνδρες του, όταν έφαγαν τον άρτον της προθέσεως, δεν έλαβαν άρτον που εστέρησε τα άγια της σκηνής από την προμήθεια άρτου που έπρεπε να υπάρχη εκεί ενώπιον του Θεού. Ήταν άρτος προθέσεως τον οποίον ο ιερεύς είχε ήδη αφαιρέσει απ’ έμπροσθεν του Θεού για να κάνη τόπο για τον νέον άρτον προθέσεως, κι έτσι ο άρτος που έφαγε ο Δαβίδ ήταν τώρα πραγματικά κοινός άρτος. Διαβάζομε: «Έδωκε λοιπόν ο ιερεύς εις αυτόν τους άρτους τους αγίους· διότι δεν ήτο εκεί άρτος παρά τους άρτους της προθέσεως, οίτινες είχον σηκωθή απ’ έμπροσθεν του Κυρίου, δια να θέσωσιν άρτους ζεστούς καθ’ ην ημέραν εσηκώθησαν εκείνοι.» (1 Σαμουήλ 21:6) Ήταν λοιπόν άρτος ο οποίος είχε ήδη εξυπηρετήσει τον άγιο σκοπό του. Αλλά ο Δαβίδ με το να δεχθή και φάγη τον άρτον δεν παρέβαινε τη διαθήκη του Νώε σχετικά με την ιερότητα του αίματος, ούτε έκανε κάποια εξαίρεσι της διαθήκης αυτής. Το ότι αυτός δεν θα έκανε εξαίρεσι όσον αφορά την ιερή διαθήκη στη διάταξί της για το αίμα, καταδεικνύεται από την παρατήρησί του όταν μερικοί στρατιώται του ερριψοκινδύνευσαν τη ζωή τους για να του φέρουν όχι αίμα, αλλά νερό από το φρέαρ της Βηθλεέμ για να πιή. Ο Δαβίδ έχυσε το νερό στη γη, όπου διετάσσετο να χυθή το αίμα. Διαβάζομε: «Πλην ο Δαβίδ δεν ηθέλησε να πίη αυτό, αλλ’ έκαμεν αυτό σπονδήν εις τον Κύριον, λέγων· Μη γένοιτο εις εμέ παρά του Θεού μου να κάμω τούτο! θέλω πίει το αίμα των ανδρών τούτων, οίτνες εξέθεσαν την ζωήν αυτών εις κίνδυνον; διότι μετά κινδύνου της ζωής αυτών έφεραν αυτό. Δια τούτο δεν ηθέλησε να πίη αυτό.» (1 Χρονικών 11:18, 19) Σύμφωνα μ’ αυτό είπε, στον Ψαλμό 16:4 «Εγώ δεν θέλω προσφέρει τας εξ αίματος σπονδάς αυτών.»
Πολλοί θρησκευόμενοι λέγουν ότι η μετάγγισις αίματος δεν υπάγεται στη διαθήκη του Νώε περί αίματος, αλλά αποτελεί εξαίρεσιν αυτής της απαγορεύσεως της λήψεως αίματος στον οργανισμό του ανθρώπου, λόγω του καλού που προξενεί η μετάγγισις αίματος. Αλλά έκαμε ο Θεός εξαίρεσι στη διαθήκη του αίματος επειδή υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες φαινόταν πως έκανε καλό: Όχι. Όταν οι Ισραηλίτες κατεδίωκαν τους Φιλισταίους, εξαντλήθηκαν υπερβολικά αλλά η φυσική τους εξάντλησις δεν εθεωρείτο ως δικαιολογία για να λάβουν αίμα πλάσματος μέσα στον οργανισμό τους. Διαβάζομε: «Επάταξαν δε εν εκείνη τη ημέρα τους Φιλισταίους από Μιχμάς έως Αιαλών· και ο λαός ήτο εκλελυμένος σφόδρα. Όθεν ερρίφθη ο λαός εις τα λάφυρα, και έλαβε πρόβατα και βόας, και μόσχους, και έσφαξαν κατά γης· και έτρωγεν ο λαός μετά του αίματος. Ανήγγειλαν δε προς τον Σαούλ, λέγοντες, Ιδού, ο λαός αμαρτάνει εις τον Κύριον, διότι τρώγουσι μετά του αίματος. Και είπε, Παραβάται εστάθητε· κυλίσατε προς εμέ σήμερον λίθον μέγαν. Και είπεν ο Σαούλ, Διασπάρθητε μεταξύ του λαού, και είπατε προς αυτούς, Φέρετέ μοι ενταύθα έκαστος τον βουν αυτού, και έκαστος το πρόβατον αυτού, και σφάξατε ενταύθα, και φάγετε· και μη αμαρτάνετε εις τον Κύριον, τρώγοντες μετά του αίματος.» (1 Σαμουήλ 14:31-34) Όταν δε οι άνδρες του Σαούλ κατεδίωκαν έτσι και εφόνευαν τους Φιλισταίους δεν παρέβαιναν την Έκτη Εντολή, «Ου φονεύσεις», αλλά ενεργούσαν κατ’ εντολήν του Θεού θανατώνοντας τους εχθρούς του κι έτσι υπηρετούσαν ως εκτελεσταί του. Τούτο δεν ήταν διάπραξις φόνου. Αυτό δε αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν εχρειάζετο να καταφύγουν στις πόλεις του καταφυγίου για ασφάλεια από τον εκδικητήν του αίματος, στις οποίες πόλεις καταφυγίου έπρεπε να καταφεύγη οποιοσδήποτε Ισραηλίτης, αν διέπραττε φόνον εν αγνοία ή ακουσίως. (Αριθμοί 35:9-34) Το επιχείρημα λοιπόν ότι η μετάγγισις αίματος είναι δικαιολογημένη επειδή θ’ αναζωογονήση μια εξηντλημένη ανθρώπινη ζωή είναι επιχείρημα κοσμικής σοφίας και στερείται Γραφικής υποστηρίξεως.
Πρέπει λοιπόν να είμεθα προσεκτικοί όταν προσπαθούμε να δικαιολογήσωμε τη χρήσι της μεταγγίσεως αίματος με το ότι υποτίθεται ότι αυτή σώζει ψυχές κι επομένως είναι καλή στα όμματα του Θεού. Θεωρείται ότι είναι μόνο καλή, αλλά λίγοι κάθονται να σκεφθούν πόσες ψυχές δεν μπόρεσε να σώση και πόση επίσης βλάβη επροξένησε και στον αιμοδότη και στον αιμολήπτη, του οποίου η ανάρρωσις αποδίδεται στην ιατρική αυτή ενέργεια. Το γεγονός ότι το αίμα μεταγγίζεται κατ’ ευθείαν μέσα στα αιμοφόρα αγγεία του αιμολήπτου και δεν πηγαίνει πρώτα στο στομάχι του για να μεταφερθή τελικά μέσα στα αιμοφόρα αγγεία του, δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται βρώσις αίματος και συνεπώς δεν υπάρχει παράβασις της διαθήκης του Νώε εναντίον της λήψεως αίματος του πλάσματος μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό. Αυτό είναι βρώσις ξένου αίματος για να γεμισθή ένα κενόν αιμοφόρον αγγείον, και τούτο να γίνη επειγόντως. Αποτελεί, συνεπώς παράβασιν της Θείας διαθήκης σχετικά με την ιερότητα του αίματος. Η μεγαλύτερη βλάβη που προξενεί δεν είναι φυσική, αλλά έγκειται στο ότι δημιουργεί καταφρόνησιν της διαθήκης και της εντολής του μεγάλου Ζωοδότου, Ιεχωβά Θεού.
Ειλικρινώς δικοί σας για την τιμή του ονόματός Του,
ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΑΔΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΚΟΠΙΑ
8 Οκτωβρίου 1949.
Αγαπητέ Φίλε,
Η επιστολή σας της 21ης Σεπτεμβρίου σχετικά με το άρθρον περί της μεταγγίσεως αίματος που δημοσιεύθηκε τελευταία στο περιοδικό μας Ξύπνα!, ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα.
Η δημιουργία της Εύας από μια πλευρά του Αδάμ καθόλου δεν μπορεί να θεωρηθή ως μετάγγισις αίματος, αν και το αίμα τρέφει τα οστά. Η Αγία Γραφή αναφέρει περί βρώσεως του μυελού των οστών αλλά συγχρόνως απαγορεύει την βρώσι ή πόσι του αίματος ενός πλάσματος. (Ψαλμός 63:5· Ησαΐας 25:6) Ο λόγος του Θεού λοιπόν κάνει διάκρισιν μεταξύ του αίματος και των οστών με τον μυελόν τους.
Εξ άλλου, η Θεία διαθήκη περί ιερότητος του αίματος εδόθη μετά τη δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, κι έτσι, παρά τον τρόπο με τον οποίο έπλασε την Εύα ο Θεός επέβαλε στους απογόνους του Αδάμ και της Εύας την απαγόρευσι του να λάβουν ζωικό αίμα μέσα στον οργανισμό τους. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός απηγόρευσε απλώς το αίμα της κατωτέρας ζωικής κτίσεως και όχι το αίμα του ανθρώπου. Η δήλωσις του Θεού και Δημιουργού είναι ότι η ζωή κάθε σαρκός είναι μέσα στο αίμα, αυτό δε αληθεύει και για το αίμα του ανθρώπου, και για το αίμα των κατωτέρων ζώων. Γι’ αυτό η Γραφή μιλεί για το αίμα του Χριστού ως το αποτελεσματικό μέσον απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και αφέσεως των αμαρτιών του που τιμωρούνται με θάνατο. Απολυτρωθήκαμε με το αίμα του Χριστού ως αμνού αμώμου και ασπίλου, αναφέρεται στην επιστολή 1 Πέτρου 1:18, 19.
Η ανθρώπινη συνεύρεσις για την αναπαραγωγή του ανθρωπίνου γένους δεν μπορεί να θεωρηθή ως μετάγγισις αίματος από το αρσενικό στο θηλυκό φύλο. Ο Θεός τουλάχιστον, κάνει διάκρισι μεταξύ τούτου και της λήψεως αίματος μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό. Στον ίδιο ακριβώς καιρό που ίδρυσε ο Θεός τη διαθήκη του με τον Νώε και με όλο το ανθρώπινο γένος απαγορεύοντας την κατανάλωσι αίματος του πλάσματος, έδωσε και στον Νώε και στην οικογένειά του τη θεία εντολή, «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην,» δηλαδή να συνεχίσουν την ανθρώπινη αναπαραγωγή. (Γένεσις 9:1-7) Ο Θεός δεν θ’ απαγόρευε τη λήψι αίματος συνανθρώπου μας στον οργανισμό μας, επιτρέποντάς μας συγχρόνως να παραβιάζουμε τη διαθήκη του αίματος με άλλον τρόπο, κάτω από το κάλυμμα μιας άλλης ενεργείας. Ο Θεός είναι συνεπής προς τον εαυτό του, και συνεπώς η πράξις του γάμου δεν πρέπει να συγχέεται με τη μετάγγισι αίματος. Η ζωή μπορεί να δοθή ή ν’ αναπαραχθή με την πράξιν του γάμου από τον άνδρα και τη γυναίκα, αλλά όχι με ιατρική μετάγγισι αίματος.
Ειλικρινώς δικοί σας προς θείαν τιμήν,
ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΑΔΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΚΟΠΙΑ