Ερωτήσεις από Αναγνώστες
◼ Είναι σωστό να παραβαίνουμε τον νόμο του Θεού για να σώσουμε μια ζωή, όπως συμπέραναν μερικοί διαβάζοντας το Ματθαίος 12:1-8;
Μολονότι μερικοί που έχουν αυτή τη γνώμη αναφέρουν το Ματθαίος 12:1-8 για να την υποστηρίξουν, μια προσεκτική εξέταση των Γραφών δείχνει ότι αυτό είναι εσφαλμένο συμπέρασμα.
Καθώς περνούσαν από έναν αγρό σταριού, οι μαθητές του Ιησού έκοψαν λίγα στάχυα, όπως επέτρεπε ο Νόμος. (Λευϊτικόν 19:9, 10· Δευτερονόμιον 24:19-21) Οι Φαρισαίοι τους επέκριναν γιατί το έκαναν αυτό το σάββατο. Αυτοί οι θρησκευτικοί ηγέτες είχαν προσθέσει στο Νόμο πολλές ερμηνείες, ειδικά για το ποιες ήταν οι παράνομες «εργασίες» το Σάββατο. Σύμφωνα μ’ αυτούς τους ανθρώπινους κανόνες, που απαιτούσαν την προσκόλληση σε νόμους για κάθε λεπτομέρεια, μ’ αυτό που έκαναν οι μαθητές ήταν ένοχοι για δύο είδη εργασίας, για θερισμό (‘κόψιμο’) και αλώνισμα (‘τρίψιμο’ των κόκκων). (Ματθαίος 12:1· Λουκάς 6:1) Αλλά ο Ιησούς είπε:
«Δεν ανεγνώσατε τι έπραξεν ο Δαβίδ ότε επείνασεν αυτός και οι μετ’ αυτού; Πως . . . έφαγε τους άρτους της προθέσεως, τους οποίους δεν ήτο συγκεχωρημένον εις αυτόν να φάγη, ούτε εις τους μετ’ αυτού, ειμή εις τους ιερείς μόνους; Ή δεν ανεγνώσατε εν τω νόμω ότι εν τοις σάββασιν οι ιερείς βεβηλόνουσι το σάββατον εν τω ιερώ και είναι αθώοι; Σας λέγω δε ότι εδώ είναι μεγαλήτερος του ιερού. Εάν όμως εγνωρίζετε τι είναι Έλεον θέλω και ουχί θυσίαν, δεν ηθέλετε καταδικάσει τους αθώους. Διότι ο Υιός του ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου.»—Ματθαίος 12:3-8.
Ο Χριστός αναφερόταν στο περιστατικό όταν ο Δαβίδ και οι άνδρες του, φεύγοντας από το δολοφόνο Βασιλιά Σαούλ, πήγαν στον Αρχιερέα Αχιμέλεχ στη Νωβ. Ο Δαβίδ άφησε να υπονοηθεί ότι ήταν σε μυστική αποστολή από τον βασιλιά και ζήτησε ψωμί. «Δεν έχω πρόχειρον ουδένα κοινόν άρτον,» του είπε ο Αχιμέλεχ, «αλλ’ είναι άρτοι ηγιασμένοι· οι νέοι εφυλάχθησαν καθαροί τουλάχιστον από γυναικών;» Εννοούσε τους άρτους της προθέσεως, που αποτελούνταν από δώδεκα άζυμους άρτους που έβαζαν κάθε εβδομάδα πάνω στο τραπέζι των Αγίων της σκηνής. Επειδή κάθε σάββατο έβαζαν νέους άρτους, οι παλιότεροι αφαιρούνταν και ‘εγίνοντο του Ααρών και των υιών του’, για να τους ‘τρώγουν σε άγιο τόπο.’ Ο Δαβίδ εξήγησε ότι οι άνδρες του ήταν τελετουργικά καθαροί, και άφησε να υπονοηθεί ότι ήταν με κάποια έννοια άγιοι, επειδή είχαν σταλεί σε αποστολή από το χρισμένο βασιλιά του Ιεχωβά. Έτσι ο Αχιμέλεχ «έδωκε εις αυτόν τους άρτους τους αγίους . . . τους άρτους της προθέσεως, οίτινες είχον σηκωθή απ’ έμπροσθεν του Κυρίου.»—1 Σαμουήλ 21:1-6· Λευϊτικόν 24:5-9.
Στο φως όλων αυτών, τι θα πούμε για την άποψη ότι οι εντολές του Θεού μπορούν να αγνοούνται ‘αν κινδυνεύει μια ζωή’; Μερικοί έκαναν τους συλλογισμούς: ‘Ο Θεός παράβλεψε την παράβαση από τον Δαβίδ μιας σοβαρής εντολής όταν η ζωή του κινδύνευε· επίσης ο Ιησούς δικαιολόγησε την παραβίαση του σαββάτου και είπε ότι μπορεί να κάνει κανείς καλό και να σώσει μια ψυχή το σάββατο.’ (Λουκάς 6:9· Ματθαίος 12:11, 12) Αυτός, όμως, ο τρόπος σκέψεως αποδεικνύεται ότι είναι απατηλός και αντίθετος στη Βίβλο.
Για παράδειγμα, αυτή η λογίκευση θέλει να δεχθείτε την υπόθεση ότι κινδύνευε ο Δαβίδ και η ζωή των μαθητών του Ιησού. Κινδύνευε όμως; Η Βίβλος δεν λέει ότι ο Δαβίδ και οι άνδρες του επρόκειτο να πεθάνουν από πείνα επειδή δεν υπήρχε άλλη τροφή. Και μάλιστα, σύμφωνα με αυθεντίες πάνω στη γεωγραφία, η Νωβ βρισκόταν ακριβώς στα βόρεια του Όρους των Ελαιών, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την Ιερουσαλήμ και από πολλές πόλεις. Μια σωστή ανάγνωση της αφηγήσεως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Δαβίδ και οι άνδρες του βασικά πεινούσαν και ζητούσαν τροφή από κάποιον τον οποίο εμπιστεύονταν. Επίσης, η Βίβλος μάς λέει ότι όταν οι μαθητές του Ιησού «επείνασαν» το σάββατο έκοψαν και έφαγαν μερικά στάχυα. Θα πρέπει να είχαν φάει την προηγούμενη μέρα, και θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν τρόφιμα την επόμενη μέρα του σαββάτου στα γύρω χωριά. (Ιωάννης 4:8· Ματθαίος 14:15) Έτσι, αν κάποιος θέλει να χρησιμοποιήσει αυτά τα περιστατικά για να δείξει πότε μπορεί να παραβεί κανείς τους νόμους του Θεού, τότε μπορεί να πει ότι κάθε φορά που οι άνθρωποι ‘πεινούν’ έχουν το δικαίωμα να παραβιάζουν τις εντολές του Θεού. Είναι φανερό ότι αυτό δεν είναι σωστό.
Θέλουμε όμως να ξέρουμε ποια είναι η σημασία του Ματθαίος 12:1-8. Ο Ιησούς ξεσκέπαζε εδώ τη στενή, την άκαμπτη προσκόλληση των Φαρισαίων στο γράμμα του νόμου. Μπορούμε καλύτερα να το καταλάβουμε αυτό αν σκεφτούμε τον αντικειμενικό σκοπό του σαββάτου, και αν προσέξουμε την εξήγηση του Ιησού.
Γιατί δεν έπρεπε να εργάζονται οι Ισραηλίτες το σάββατο; Ήταν ο σκοπός απλώς να απαγορευτεί η εργασία; Όχι, ήταν για το σκοπό να μην επιτραπεί η εργασία για τροφή και ρούχα να απορροφήσει όλο το χρόνο και την προσοχή των ανθρώπων. Η διευθέτηση του σαββάτου προήγε την αληθινή λατρεία εξασφαλίζοντας ότι ο λαός θα είχε χρόνο για λατρεία χωρίς να αποσπάται η προσοχή του από τη συνηθισμένη εργασία. (Έξοδος 20:8-11· Ησαΐας 58:13) Ο Ιησούς ενθάρρυνε αυτή την κατανόηση μάλλον παρά τη στενή άποψη των Φαρισαίων.
Είπε ότι ακόμη και ιερείς που υπηρετούσαν στο ναό θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για ‘βεβήλωση του σαββάτου’ κι έτσι για παραβίαση του νόμου. Πώς; Να, οι ιερείς εργάζονταν σκληρά το σάββατο σφάζοντας τα ζώα για θυσία. Ήταν παραβάτες του νόμου; Ο Ιησούς είπε ότι εκείνοι οι ιερείς ‘ήταν αθώοι.’ Η εργασία τους στο ναό, αντί να παρεμποδίζει τη λατρεία, συνέβαλε σ’ αυτή. Καθώς ο Ιησούς (που ήταν ‘μεγαλύτερος από το ναό’ και θα πρόσφερε την ύψιστη θυσία) περιερχόταν με τους μαθητές του, δίδασκαν τον Λόγο του Θεού κι έτσι διέδιδαν την αληθινή λατρεία. Γι’ αυτό, δεν παραβίαζαν το σάββατο όταν σταχυολογούσαν κάτι για να φάνε. Ούτε, όπως εξήγησε ο Ιησούς, θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα του νόμου για το σάββατο να ‘σώσουν μια ψυχή’ βγάζοντας ένα πρόβατο από ένα λάκκο, έστω κι αν ήταν μέρα λατρείας.—Ματθαίος 12:5, 11· Λουκάς 6:9.
Επίσης, τεχνικώς ‘δεν ήταν νόμιμο για τον Δαβίδ να φάει’ τους άρτους της προθέσεως γιατί ο Νόμος έλεγε ότι αυτοί ήταν για τους ιερείς. Και όμως, ο αρχιερέας του Ιεχωβά το έδωσε στον Δαβίδ. Πάνω σε ποια βάση; Τα ψωμιά που είχαν αφαιρεθεί από το τραπέζι της προθέσεως ήταν «άγια,» δηλαδή δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν σαν συνηθισμένα ψωμιά, όπως όταν δίνεται ψωμί σ’ ένα συνήθη εργάτη ή τρώγεται σε μια εκδρομή αναψυχής. Έπρεπε να χρησιμοποιούνται για τροφή των ιερέων, ανθρώπων απασχολημένων στην υπηρεσία του Θεού. Έτσι όταν ο Δαβίδ ήρθε για μια φαινομενικά ηθική αποστολή από το χρισμένο βασιλιά του Θεού, και ο αρχιερέας εξακρίβωσε ότι οι άνδρες ήταν τελετουργικά καθαροί, δεν ήταν λάθος να φάνε τον άρτο της προθέσεως. Αυτό συμφωνούσε με τη βασική χρήση την οποία ο Θεός είχε καθορίσει γι’ αυτό τον άρτο.
Αντιπαραβάλετε αυτό με το περιστατικό όταν οι Ισραηλίτες στρατιώτες στο στρατό του Σαούλ παραβίασαν το νόμο του Θεού για το αίμα, όπως αναφέρεται στο 1 Σαμουήλ 14:32-35. Ήταν σε μάχη με τους Φιλισταίους, τους εχθρούς του λαού του Ιεχωβά. Κουρασμένοι και πεινασμένοι από τη μάχη, μερικοί Ισραηλίτες έσφαξαν ζώα και ‘έτρωγαν [κρέας] με το αίμα.’ Είτε ισχυριστούμε ότι αυτή ήταν μια περίπτωση ικανοποιήσεως μεγάλης πείνας ή ήταν περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η παράβαση του νόμου για το αίμα δεν δικαιολογείτο. Ήταν ‘αμάρτημα εναντίον του Ιεχωβά’ και απαιτούσε ειδικές θυσίες χάρη εκείνων που ‘αμάρτησαν εναντίον του Ιεχωβά τρώγοντας κρέας με αίμα.’
Ήταν αμάρτημα γιατί όταν ο Θεός έδωσε το νόμο για το αίμα είπε ότι μολονότι οι άνθρωποι μπορούσαν να τρώνε κρέας ζώων για να συντηρούν τη ζωή τους δεν έπρεπε να συντηρούν τη ζωή τους παίρνοντας μέσα τους αίμα. (Γένεσις 9:3, 4) Δεν έκανε καμιά εξαίρεση ώστε να παραβαίνουν το νόμο αν νόμιζαν ότι ‘κινδύνευε κάποια ζωή.’ Ο Δημιουργός θέσπισε ότι το αίμα ήταν ιερό. Δεν επιτρεπόταν να σωθεί μια ζωή βάζοντας στο σώμα αίμα με κανένα τρόπο. Αλλά η αιώνια ζωή θα ήταν δυνατή με την προσφορά για θυσία του αίματος του Χριστού.—Εφεσίους 1:7.
Η ιστορία των πρώτων Χριστιανών που δοκιμάζονταν από τις Ρωμαϊκές εξουσίες συμφωνεί μ’ αυτό και δείχνει ότι δεν πρέπει να νομίζουμε πως ο νόμος του Θεού μπορεί να παραβιαστεί σε καταστάσεις κινδύνου της ζωής. Μερικές φορές η δοκιμασία τους ήταν, είτε να φάγουν λουκάνικα με αίμα ή να πεθάνουν στην αρένα. Θα παραβίαζαν οι Χριστιανοί το νόμο του Θεού για το αίμα και θα κατέστρεφαν τις καλές σχέσεις που είχαν μαζί του; Ή, όταν πιέζονταν να κάψουν λίγο λιβάνι στη θεότητα του αυτοκράτορα, θα παραβίαζαν την εντολή του Θεού εναντίον της ειδωλολατρίας; Η ιστορία αποδεικνύει ότι οι πιστοί Χριστιανοί αρνήθηκαν να παραβούν τις εντολές του Θεού ακόμη κι όταν η παρούσα ζωή τους κινδύνευε. Μολονότι έχασαν τη ζωή τους υπακούοντας στο νόμο του Ιεχωβά, είχαν τη διαβεβαίωση για αιώνια ζωή.—Ματθαίος 16:25, 26.
Συνεπώς, οι Γραφές δεν υποστηρίζουν την άποψη ότι μπορούμε να παραβαίνουμε τις θείες εντολές σε δύσκολες καταστάσεις. Αντίθετα, μας λέγεται: «Εκ τούτου γνωρίζομεν ότι αγαπώμεν τα τέκνα του Θεού, όταν τον Θεόν αγαπώμεν και τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν.»—1 Ιωάννου 5:2.
◼ Στη Σκοπιά 15 Αυγούστου 1982, σελίδα 26, παράγραφο 19, λέγεται ότι κατά τον διωγμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γκμπάρνγκα στη Λιβερία, τον Μάρτιο του 1963 λίγοι συμβιβάστηκαν αλλά η πλειονότητα διακράτησε την ακεραιότητά της. Εντούτοις, στο Βιβλίο του Έτους 1977 λέγεται ότι η πλειονότητα συμβίβασε την πίστη της. Γιατί αυτή η αντίφαση;
Η δήλωση στη Σκοπιά 15 Αυγούστου 1982 είναι εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το Βιβλίο του Έτους του 1977, σελίδες 176 και 178 (στην Αγγλική), γύρω στους 100 Λιβεριανούς Μάρτυρες που πέρασαν μέσα απ’ αυτό το διωγμό στη Γκμπάρνγκα διακράτησαν ακεραιότητα, ενώ σχεδόν 200 συμβιβάστηκαν στην πίστη τους.
Βέβαια, αν πάρουμε την όλη, παγκόσμια εικόνα του διωγμού των Μαρτύρων του Ιεχωβά, θα αποδειχθεί ασφαλώς πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η συντριπτική πλειονότητα έχει αποδειχθεί πιστή κάτω από διωγμό, και μόνο μια σχετικά μικρή μειονότητα έχει συμβιβάσει την πίστη της.