Ισορροπημένη Άποψις για τα Κατοικίδια Ζώα
ΙΣΩΣ να μην έχετε μια λεοπάρδαλη, μια ενυδρίδα ή ένα βόα στο σπίτι σας ή στην αυλή σας. Ίσως να έχετε ένα από τα πιο συνήθη μικρά κατοικίδια ζώα—ίσως μόνο ένα σκύλο ή μια γάτα. Μολονότι η περίπτωσις μπορεί να είναι αυτή, μπορεί ακόμη να υπάρχη θέμα ως προς το αν είναι ή όχι το ζώον «εκτός τόπου» φυσικώς ή με άλλους τρόπους. Η δική σας στάσις και οι σχέσεις σας με το ζώο θα μπορούσαν να είναι αιτία μιας τέτοιας λανθασμένης σχέσεως. Πώς μπορούμε να το προσδιορίσωμε αυτό; Με το να εξετάσωμε τον σκοπό για τον οποίον προωρίσθησαν τα ζώα από τον Δημιουργό τους και Δημιουργό μας, και τις σχέσεις των με τον άνθρωπο που εκείνος καθώρισε.
Η Βιβλική αφήγησις δείχνει ότι απ’ όλα τα πλάσματα της γης, μόνον ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού. Του εδόθη κυριαρχία σε όλα τα πλάσματα της γης. (Γέν. 1:26-28) Μολονότι ο Αδάμ ενδιεφέρετο για τη ζωϊκή κτίσι και για να ονομάση τα πολυάριθμα μέλη της, «εις τον Αδάμ δεν ευρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν» μεταξύ των. (Γέν. 2:19-20) Ήσαν όλα κατώτερα από τον άνθρωπο, όπως ορθά περιγράφονται από τους μαθητάς του Ιησού Πέτρο και Ιούδα ως «άλογα ζώα.»—2 Πέτρ. 2:12· Ιούδας 10.
Είναι αλήθεια ότι τα ζώα παίζουν, εκδηλώνουν αισθήματα όπως ευχαρίστησι, κατάθλιψι, αφοσίωσι, φόβο, θυμό και ανησυχία. Επίσης διαφέρουν το ένα από το άλλο σαν άτομα, δείχνοντας ευδιάκριτα χαρακτηριστικά το ένα είδος από το άλλο και μέσα στο ίδιο είδος. Εν τούτοις, όπως ο Χανς Μπάουερ, βασιζόμενος σε πολλά αποδεικτικά στοιχεία και έρευνα τονίζει στο βιβλίο του Τα Ζώα Είναι Τελείως Διαφορετικά (μεταφρασμένο από τη Γερμανική από τον James Cleugh): «Μολονότι οι πράξεις [ενός ζώου] μπορεί να μοιάζουν, στο αποτέλεσμά τους, με τις πράξεις των ανθρώπων. . . . ποτέ ένα ζώο δεν βασίζει σε αφηρημένες ιδέες την πορεία του ή τις χωριστές ενέργειες από τις οποίες αποτελείται αυτή η πορεία. . . . Τίποτε απ’ όσα κάνει ή παραλείπει να κάνη ένα ζώο δεν συμβαίνει ποτέ ως αποτέλεσμα μιας σειράς ιδεών, εκούσιας σκέψεως ή πεποιθήσεως.» Μάλλον, καταλήγει, «Είναι αποτέλεσμα των συνθηκών του περιβάλλοντος, τις οποίες πρέπει ν’ αντιμετωπίση το ζώον.»—Σελ. 34. συγκρίνατε Ψαλμ. 32:9.
Επανειλημμένως έχει αποδειχθή ότι η «σοφία» των ζώων, η οποία επιδεικνύεται από την ικανότητά των να κάνουν ωρισμένα πράγματα όπως, να κτίζουν φράγματα (κάστορες), να κατασκευάζουν κυψέλες (μέλισσες), να υφαίνουν πολύπλοκους ιστούς (αράχνες) και παρόμοια πράγματα, είναι ενστικτώδης σοφία. Τα ζώα εκτελούν αυτά τα κατορθώματα μολονότι μπορεί να έχουν ανατραφή χωριστά από άλλα του είδους των. Αυτή η σοφία είναι έμφυτη στην γενετική τους διαρρύθμισι από τον Δημιουργό.
Πολλά ζώα, μπορούν να εκπαιδευθούν να εκτελούν πράγματα που είναι νέα γι’ αυτά, όχι μέρος των κληρονομημένων ικανοτήτων των. Αλλ’ αυτό πάντοτε περιορίζεται και εξαρτάται από τις φυσικές ιδιότητες του συγκεκριμένου ζωικού είδους που αφορά. Ένας πίθηκος επί παραδείγματι, μπορεί να εκπαιδευθή να τρέχη με ποδήλατο ή να παγοδρομή. Εν τούτοις, ποτέ δεν μπορεί να εκπαιδευθή να κάνη την εργασία ενός τσοπανόσκυλου στο να φυλάγη τα πρόβατα ή να βάζη και να βγάζη το κοπάδι από τη στάνη. Ούτε και όλες οι ποικιλίες των σκύλων προσφέρονται το ίδιο καλά για να εκπαιδευθούν για ποίμανσι προβάτων.
Οι άνθρωποι, αντιθέτως, μπορούν να σχηματίζουν ιδέες, μπορούν να χρησιμοποιούν συμπερασματική και επαγωγική λογίκευσι, φθάνοντας σε συμπεράσματα που απαιτούν να ξεκινήση κανείς από μια ειδική περίπτωσι ή γεγονός για να φθάση στον σχηματισμό ενός γενικού κανόνος, ή μπορούν να κάνουν συλλογισμούς από την αιτία στο αποτέλεσμα ή από το αποτέλεσμα στην αιτία. Ο άνθρωπος επομένως μπορεί να χρησιμοποιή τη γνώσι και την κατανόησι που απέκτησε από περασμένες πείρες για να λύση νέα προβλήματα που εγείρονται. Μπορεί έτσι συνειδητά και με την θέλησί του να οικοδομήση πάνω στη γνώσι και κατανόησί του. Μπορεί επίσης να κατανοή, να πιστεύη και να διακρατή αρχές ορθού και εσφαλμένου, καλού και κακού, δικαιοσύνης και αδικίας. Τα ζώα δεν μπορούν να κάνουν κανένα από αυτά τα πράγματα.
Ανάγκη για Προσοχή
Εάν ενδιαφερώμεθα να ευαρεστούμε τον Θεό στη ζωή μας, υπάρχει ανάγκη προσοχής όσον αφορά τα ζώα που μπορεί να έχωμε. Μπορούμε να παρατηρήσωμε ότι μια εσφαλμένη στάσις απέναντι της ζωικής κτίσεως περιελαμβάνετο στον στασιασμό της γυναικός εναντίον του Θεού. Άφησε τον εαυτό της να επηρεασθή από λόγια που εφαίνοντο να έρχωνται από το στόμα ενός φιδιού, ενός πλάσματος ενστικτωδώς «φρονίμου,» και όμως ‘αλόγου ζώου.’—Γέν. 3:1-6.
Από τότε, διά μέσου των αιώνων, η ψευδής λατρεία συχνά περιελάμβανε μια λανθασμένη άποψι της ζωικής κτίσεως. Κροκόδειλοι, βαβουίνοι και ταύροι συντηρούνταν σε ναούς, όπου τους έλουζαν, τους άλειφαν με αρώματα και τους έτρεφαν με τις καλύτερες τροφές, ενώ οι άνθρωποι στην ίδια περιοχή ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και πείνα. Ισχυρά έθνη διάλεξαν κάποιο ζώο ή πτηνό σαν περήφανο σύμβολο της κυβερνήσεώς των και του λαού, ζηλότυπα αποδίδοντας σεβασμό σ’ αυτό το ζωώδες σύμβολο.
Μολονότι μπορεί να μη θεοποιούμε ένα ζώο ως ιερό, τι θα λέγαμε αν συμπεριφερώμεθα σ’ ένα χαϊδεμένο ζώο σαν να ήταν πραγματικά στο ίδιο επίπεδο με τους ανθρώπους; Τι θα λέγαμε αν δίναμε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον και φροντίδα γι’ αυτό απ’ όση για τους άλλους ανθρώπους, περιφρονώντας τα συμφέροντά των για χάρι του ζώου; Τι θα λέγαμε αν είμεθα πρόθυμοι να υποβληθούμε σε θυσίες και έξοδα προκειμένου να ανακουφίσωμε τα βάσανα των ζώων γενικά, αλλά παραλείπαμε να αγαπούμε τον πλησίον μας ως τον εαυτό μας και σπλαχνικά να βοηθούμε τους άλλους με τον τρόπο που το έκανε ο Υιός του Θεού όταν ήταν στη γη; (Μάρκ. 6:34) Σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωσι δεν θα ήταν αυτό σαν να θέταμε το ζώο σε μια θέσι που δεν του ανήκει;
Μολονότι ίσως σπάνια, έχουν αναφερθή περιπτώσεις ατόμων που άφηναν το χαϊδεμένο τους ζώο να κάθεται στο τραπέζι μαζί τους και να τρώγη μέσα από το πιάτο μαζί με τα άλλα ανθρώπινα μέλη του σπιτιού. Μερικά άτομα κάνουν διαθήκες κληροδοτώντας ποσά που ανέρχονται σε χιλιάδες δολλάρια για τη φροντίδα κάποιου χαϊδεμένου ζώου. Άλλοι υποβάλλονται σε τεράστια έξοδα για να κρατήσουν στη ζωή κάποιο ηλικιωμένο ή άρρωστο ζώο, ακόμη και θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των άλλων στο σπίτι με το να κρατούν το ζώο εκεί.
Μπορούμε να θυμηθούμε ότι ο θεόπνευστος συγγραφεύς Ιούδας εκφράζει την καταδίκη του Θεού και την κατάκρισι για τους αγγέλους οίτινες «δεν εφύλαξαν την εαυτών αξίαν, αλλά κατέλιπον το ίδιον αυτών κατοικητήριον,» κάνοντας αυτό που ήταν «αφύσικο» για την πνευματική τους φύσι και τη θεόδοτη θέσι τους. (Ιούδας 6, 7) Όταν οι άνθρωποι επιχειρούν να θέσουν τα ζώα στο επίπεδο του ανθρώπου, πραγματικά υποβιβάζουν τον εαυτό τους με το να μη κρατούν την αξιοπρεπή και ανώτερη θέσι στην οποία ο Θεός έθεσε αρχικά τον άνθρωπο. Συγχρόνως θέτουν τα ζώα σε μια σχέσι που είναι άτοπος απέναντι στον σκοπό του Θεού, σε μια «αφύσικη» σχέσι με τον άνθρωπο.
Αλλά δεν μπορεί μήπως η αφήγησις στο 2 Σαμ. 12:1-6 να αναφερθή σαν μια δικαιολογία για μερικές από τις πράξεις που ανεφέρθησαν προηγουμένως σχετικά με τα ζώα; Εκεί ο προφήτης Νάθαν μίλησε στον Βασιλέα Δαβίδ για ένα πτωχό άνθρωπο που αγόρασε μια μικρή αμνάδα και την διατηρούσε στη ζωή καθώς μεγάλωνε μαζί του και μαζί με τους γυιους του. Λέγει η Γραφή: «Από του άρτου αυτού έτρωγε, και από του ποτηριού αυτού έπινε, και εν τώ κόλπω αυτού εκοιμάτο, και ήτο εις αυτόν ως θυγάτηρ.» Κατόπιν ένας πλούσιος άνθρωπος που είχε πολλά πρόβατα πήρε την αμνάδα από τον άνθρωπο και την χρησιμοποίησε για να παραθέση γεύμα σ’ έναν επισκέπτη. Ο Δαβίδ βρήκε την αφήγησι πιστευτή, όχι τραβηγμένη, διότι στο τέλος της ιστορίας είπε με εξημμένο θυμό: «Ζη ο Ιεχωβά, άξιος θανάτου είναι ο άνθρωπος όστις έπραξε τούτο· και θέλει πληρώσει την αμνάδα τετραπλάσιον, επειδή έπραξε το πράγμα τούτο και επειδή δεν εσπλαγχνίσθη.» Τι θα πούμε γι’ αυτό;
Η έκφρασις «από του άρτου αυτού έτρωγε, και από του ποτηρίου αυτού έπινε» δεν λέγει ότι η αμνάδα καθόταν στο τραπέζι με την οικογένεια ή ότι μοιραζόταν το ίδιο ποτήρι με τον άνθρωπο. Απλώς λέγει ότι ο άνθρωπος παραχωρούσε λίγο από το φαγητό του και το ποτό του στην αμνάδα. «Ποτήριον» στη Βίβλο συχνά δεν αναφέρεται στο σκεύος το ίδιο, αλλά στο περιεχόμενό του, την «δόσι» του ποτηριού, και προφανώς ο άνθρωπος έχυνε λίγο από το ποτό του για να το πίνη η αμνάδα. (Παραβάλατε Ματθ. 26:39, 42· Ιωάν. 18:11· Μάρκ. 10:38-40.) Ο άνθρωπος επίσης την διατηρούσε ζεστή τη νύχτα με το να την αφήνη να κοιμάται πλάι του. Γιατί; Προφανώς για να διατηρήση το νεαρό πλασματάκι ζωντανό, αφού είχε χωρισθή από τη μητέρα του.
Μήπως ο Δαβίδ στο θυμό του κατεδίκασε τον πλούσιο άνθρωπο να πεθάνη επειδή σκότωσε ένα πρόβατο; Όχι, η αφήγησις δείχνει ότι εξέφρασε τα προσωπικά του αισθήματα ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν άξιος θανάτου «επειδή δεν εσπλαγχνίσθη.» Ποιον; την αμνάδα; Όχι, διότι αν δεν είχε χρησιμοποιηθή η αμνάδα του πτωχού ανθρώπου για το γεύμα, θα είχε χρησιμοποιηθή ένα από τα πρόβατα του πλουσίου. Μάλλον ο άγριος θυμός του Δαβίδ εξήφθη διότι ο πλούσιος άνθρωπος δεν εσπλαχνίσθη τον πτωχό άνθρωπο, το ανθρώπινο ον και την οικογένειά του. Με τις πενιχρές του οικονομίες ο πτωχός άνθρωπος, είχε αγοράσει αυτό το ζώο, το οποίο με τον καιρό θα μπορούσε να προμηθεύση μαλλί και γάλα για την οικογένεια και πιθανόν να χρησίμευε σαν μια αρχή για ένα κοπάδι πρόβατα. Τώρα όλες οι φροντίδες και οι θυσίες του πτωχού ανθρώπου κατέληξαν στο μηδέν. Η πραγματική καταδίκη από τον Δαβίδ ήταν ότι ο πλούσιος άνθρωπος έπρεπε να αποζημιώση την αμνάδα με τέσσερα άλλα πρόβατα σύμφωνα με τον νόμο στο Έξοδος 22:1. (Βεβαίως σ’ αυτό το σημείο ο προφήτης Νάθαν έδειξε ότι στην πραγματικότητα είχε αφηγηθή την ιστορία για να εξεικονίση τη γεμάτη απληστία έλλειψι ευσπλαχνίας που ο Δαβίδ ο ίδιος είχε δείξει απέναντι στον Ουρία.)
Δεν θέλομε να πούμε ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για τα ίδια τα ζώα. Αντιθέτως, στη διαθήκη του Νόμου που έδωσε στους Ισραηλίτας υπήρχαν ωρισμένες εντολές που απαιτούσαν να επιδεικνύη κανείς καλωσύνη και φροντίδα απέναντι στα ζώα ενός άλλου Ισραηλίτου. Τα ζώα έπρεπε να έχουν περιόδους αναπαύσεως, να βοηθούνται όταν βρίσκωνται σε κίνδυνο, να μην είναι κάτω από άνισο ζυγό, και να μην φιμώνωνται όταν αλωνίζουν σιτηρά. (Έξοδ. 20:10· 23:4, 5, 12· Δευτ. 22:10· 25:4) Ο εικοστός τρίτος Ψαλμός περιγράφει θαυμάσια τη στοργική φροντίδα που παρείχαν οι ποιμένες του Ισραήλ κατά συνήθεια στα πρόβατά των. Σκληρή αδιαφορία απέναντι των ζώων δεν συναντάτο μεταξύ των δικαίων, αλλά μεταξύ των κακών.—Παροιμ. 12:10.
Εν τούτοις τα ζώα ήσαν για την υπηρεσία του ανθρώπου και όχι το αντίθετο. Ο Θεός δεν εδίστασε να χρησιμοποιήση δέρματα ζώων για να ενδύση το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος. (Γέν. 3:21) Ευηρεστήθη με την προσφορά της θυσίας εκ μέρους του Άβελ ενός προβάτου. (Γέν. 4:4) Ο απόστολος Πέτρος, πράγματι, ομιλεί για τα άλογα ζώα ως «γεγεννημένα διά άλωσιν και φθοράν.» (2 Πέτρ. 2:12) Αυτό δεν σημαίνει ότι ο μόνος σκοπός του Θεού όταν δημιούργησε τα ζώα ήταν να φθείρωνται, ούτε δικαιολογεί τον αδιάκριτο φόνο των ζώων, όπως το κυνήγι απλώς για σπορ. Αλλά, τουλάχιστον από το τέλος του παγγήινου κατακλυσμού και εντεύθεν, ο Θεός παρεχώρησε στον άνθρωπο το δικαίωμα να χρησιμοποιή «παν κινούμενον, το οποίον ζη,» ως τροφή, ακριβώς όπως εχρησίμευε ως τότε το χλωρό χόρτο. (Γέν. 9:3) Το να τα τρώγη θα εσήμαινε «φθοράν» με την έννοια που περιγράφεται στο Κολ. 2:21, 22.
Όχι μόνον αυτό, αλλά ο νόμος του Θεού επέτρεπε την καταστροφή οποιουδήποτε ζώου που θα αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο για τον άνθρωπο. (Γεν. 9:5, 6· Έξοδ. 21:28, 29) Οι αλώπεκες που κατέστρεφαν τους αμπελώνες επετρέπετο να παγιδευθούν και τα ζώα που επετίθεντο στα κοπάδια ενός ανθρώπου μπορούσαν να φονευθούν. (Άσμα Ασμ. 2:15· 1 Σαμ. 17:34, 35) Τα δίκαια συμφέροντα του ανθρώπου και η ευημερία του πάντοτε είχαν προτεραιότητα· όταν τα ζώα παρενέβαιναν σοβαρά σ’ αυτά, μπορούσαν κατάλληλα να φονευθούν χωρίς ενοχή ενώπιον του Θεού, του Δημιουργού.
Ο Θάνατος των Ζώων
Είναι πολύ φυσικό ότι ένα πλάσμα, είτε είναι σκύλος, είτε άλογο ή κάθε άλλο ζώο, το οποίον έχει προσφέρει ένα μέτρον συντροφιάς επί μια χρονική περίοδο, θα αφήση ένα κενό στον κύριό του όταν πεθάνη. Αλλά εδώ πάλι υπάρχει ανάγκη να διατηρήσωμε μια ισορροπημένη άποψι.
Σε διάφορα μέρη της γης μπορεί κανείς να βρη «νεκροταφεία ζώων,» με επιτάφιες πλάκες και επιγραφές πάνω από τους τάφους διαφόρων ζώων. Αυτό θυμίζει τις πολυτελείς κηδείες και νεκρώσιμες τελετές που έκαναν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι προς τιμήν του ιερού ταύρου Άπι, καθώς και τα ειδικά νεκροταφεία των που κυριολεκτικά περιείχαν εκατοντάδες χιλιάδων μουμιοποιημένων γάτων, βαβουίνων, κροκοδείλων και τσακαλιών.
Τέτοιες συνήθειες είναι τελείως ξένες προς τις Βιβλικές διδασκαλίες. Η Βίβλος δείχνει ότι μόνον στον άνθρωπο είχε δοθή η προοπτική να ζη για πάντα. Ο Αδάμ θα πέθαινε μόνον αν απεδεικνύετο ανυπάκουος. (Γεν. 2:16-17) Εμείς, οι απόγονοί του βρισκόμεθα σε θνήσκουσα κατάστασι λόγω του ότι κληρονομήσαμε την αμαρτία από αυτόν, «διότι ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος, το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.» (Ρωμ. 6:23· 5:12) Άλλα πλάσματα, όπως τα «άλογα ζώα,» δεν είναι ικανά να διαπράξουν συνειδητή ή εκούσια αμαρτία ενώπιον του Θεού. Επομένως ο θάνατός τους οφείλεται απλώς σε φυσικές λειτουργίες και το γενικό μήκος της ζωής των είναι έμφυτο στη γενετική τους δομή από την αρχή. Έτσι, ενώ ο ρινόκερος μπορεί να ζήση έως μισόν αιώνα, η μυγαλή έχει μήκος ζωής που σπάνια ξεπερνά τα δύο ή τρία χρόνια. Μερικά έντομα ζουν μόνον λίγες ώρες. Αυτό θα εξακολουθήση να ισχύη ακόμη και στην υποσχεμένη νέα τάξι υπό την δικαία βασιλεία του Υιού του, όταν ο θάνατος που εκληρονόμησαν οι άνθρωποι από τον Αδάμ «δεν θέλει υπάρχει πλέον.»—Αποκάλ. 21:4.
Η ανάστασις που η απολυτρωτική θυσία του Χριστού επρομήθευσε για το αμαρτωλό ανθρώπινο γένος προφανώς δεν εφαρμόζεται στη ζωική κτίσι, η οποία δεν είναι ικανή να κατανοήση και να πιστέψη αυτή τη θεία προμήθεια. Τα ζώα στον Ισραήλ δεν εθάπτοντο σε νεκροταφεία κατά τον θάνατό τους, αλλά εσύροντο και ερρίπτοντο έξω από την πόλι. (Παραβάλετε Ιερ. 22:18, 19· 36:30) Ποτέ δεν εθεωρείτο ότι πήγαιναν στον Σιεόλ (τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους) από τον οποίον θα μπορούσαν να αναστηθούν.
Ναι, τα ζώα είναι θαυμάσια—στη θέσι των. Αλλά ποτέ δεν μπορούν πράγματι ν’ αντικαταστήσουν τους ανθρώπους. Για ν’ αποφύγωμε να αποκτήσωμε μια μη ισορροπημένη άποψι ή συναισθηματική στάσι, πρέπει να εκτιμήσωμε ότι ήταν ο κόσμος του ανθρωπίνου γένους που τόσον ηγάπησεν ο Θεός ώστε έστειλε τον μονογενή Υιό του. (Ιωάν. 3:16) Είναι αλήθεια ότι η πλειονότης των ανθρώπων σήμερα δεν αντανακλούν τις ιδιότητες του Θεού και δεν ενεργούν ‘κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν’ Αυτού. Έτσι γίνονται πρόξενοι μεγάλης θλίψεως, απογοητεύσεως, ερεθισμού και λύπης. Αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Μπορούμε να βρούμε άτομα που κάνουν θαυμάσια συντροφιά, άτομα που είναι αξιοθαύμαστα και αξιαγάπητα, που αποδεικνύονται άξια της αγάπης του Θεού. Εάν είμεθα πρόθυμοι να κάνωμε την προσπάθεια να τα βρούμε, ποτέ δεν θα βρεθούμε μόνοι και δεν θα χρειασθή να κάμωμε το λάθος να στραφούμε στα ζώα για να λάβωμε αυτό που μόνον οι άνθρωποι μπορούν να δώσουν.