Κεφάλαιο 10
Συνέχισις της Μη Περατωθείσης Εντολής
1. Πώς επολιτεύθη ο Ηλίας με τους βεβηλωτάς του ονόματος του Ιεχωβά, και πώς εξετελέσθη το μη περατωμένο μέρος της εντολής;
Ο Ηλίας προσωπικά εξετέλεσε εκατοντάδες βεβηλωτάς του ιερού ονόματος του Ιεχωβά Θεού στην κοιλάδα του χειμάρρου Κισών, στην ανατολική πλευρά του Όρους Καρμήλου. Επίσης απήγγειλε την από τον Ιεχωβά καταδίκη καταστροφής και άλλων βεβηλωτών του ονόματός Του, στους οποίους περιελαμβάνοντο ο Βασιλεύς του Ισραήλ Αχαάβ και ο γυιος του Βασιλεύς Οχοζίας. Ο Ιεχωβά είχε δώσει την εξής εντολή στον Ηλία, στο Όρος Χωρήβ: «Ύπαγε, επίστρεψον εις την οδόν σου προς την έρημον της Δαμασκού· και όταν έλθης, χρίσον τον Αζαήλ βασιλέα επί την Συρίαν· τον δε Ιηού τον υιόν του Νιμσί θέλεις χρίσει βασιλέα επί τον Ισραήλ· και τον Ελισσαιέ τον υιόν του Σαφάτ, από Αβέλ-μεολά, θέλεις χρίσει προφήτην αντί σου· και θέλει συμβή, ώστε τον διασωθέντα εκ της ρομφαίας του Αζαήλ, θέλει θανατώσει ο Ιηού· και τον διασωθέντα εκ της ρομφαίας του Ιηού, θέλει θανατώσει ο Ελισσαιέ.» (1 Βασιλέων 19:15-17) Χρόνια πριν από την ανάληψί του στους ουρανούς ο Ηλίας είχε χρίσει (διορίσει) τον Ελισσαιέ ως διάδοχό του, αλλά δεν εξεπλήρωσε το υπόλοιπο της εντολής αυτής. Έπρεπε να το αφήση αυτό για να το εκτελέση ο διάδοχός του, τρόπον τινά, εν ονόματι του Ηλία.
2. Τι εσήκωσε ο Ελισσαιέ, τι έκαμε με αυτή, και με ποιο αποτέλεσμα;
2 Στον Ελισσαιέ είχε δοθή υπόσχεσις ότι, αν έβλεπε τον Ηλία αναλαμβανόμενον απ’ αυτόν, θα ελάμβανε δύο μερίδες από το πνεύμα του Ηλία. Ο Ελισσαιέ τον είδε, όταν ανελαμβάνετο στον ουρανό. Καθώς ο Ηλίας ανυψώνετο με ανεμοστρόβιλον, του έπεσε η γνωστή μηλωτή του, εκείνη που είχε ρίξει στον Ελισσαιέ όταν τον διώριζε ως διάδοχο. Τότε αυτή έγινε μηλωτή του Ελισσαιέ για να τη φορή στην εκτέλεσι του υπολοίπου της εντολής αντί του Ηλία, ένα σημείο διαδοχής. «Και σηκώσας την μηλωτήν του Ηλία, ήτις έπεσεν επάνωθεν εκείνου, επέστρεψε, και εστάθη επί του χείλους του Ιορδάνου. Και λαβών την μηλωτήν του Ηλία, ήτις έπεσεν επάνωθεν εκείνου, εκτύπησε τα ύδατα, και είπε, Πού είναι Ιεχωβά ο Θεός του Ηλία; Και ως εκτύπησε και αυτός τα ύδατα, διηρέθησαν ένθεν και ένθεν και διέβη ο Ελισσαιέ.»—2 Βασιλέων 2:9-14, ΜΝΚ.
3. Με ποιον απεδείχθη έτσι ότι ήταν ο Θεός του Ηλία, και ποια θέσι κατέλαβε τώρα αυτός;
3 Πού ήταν ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ηλία; Με τον Ελισσαιέ βέβαια. Αυτό απεδείχθη από το πρώτο το θαύμα του Ελισαιέ. Με τον Ελισσαιέ ο Ιεχωβά μπορούσε να κάμη θαύματα σαν εκείνα που είχαν γίνει από τον Ηλία, διότι τώρα ο Ελισσαιέ ήταν αληθινά ο διάδοχός του και είχε δύο μερίδες του πνεύματος του Ηλία.
4. Στους υιούς των προφητών ποιας πόλεως ήλθε τώρα ο Ελισσαιέ, ποια παρατήρησι έκαμαν σχετικά με αυτόν, και ποια αίτησι έκαμαν;
4 Ο Ελισσαιέ διέβη τον Ιορδάνη από την ανατολική όχθη ως τη δυτική όχθη, προς τη διεύθυνσι της Ιεριχώ, «πόλεως φοινίκων.» Πενήντα από τους υιούς των προφητών στην Ιεριχώ, στους οποίους ο Ηλίας μόλις είχε κάμει επίσκεψι αποχαιρετισμού, στάθηκαν σε απόστασι παρακολουθώντας τον Ηλία και τον Ελισσαιέ που επήγαιναν στον Ιορδάνη Ποταμό. Τώρα ο Ελισσαιέ επανήλθε μόνος. «Και ιδόντες αυτόν οι υιοί των προφητών, οι εν Ιεριχώ εκ του απέναντι, είπον, Το πνεύμα του Ηλία επανεπαύθη επί τον Ελισσαιέ. Και ήλθον εις συνάντησιν αυτού και προσεκύνησαν αυτόν έως εδάφους.» Δεν αναφέρεται αν αυτοί είχαν ιδεί την ανάληψι του Ηλία· αλλ’ είπαν: «Ιδού τώρα, πεντήκοντα δυνατοί άνδρες είναι μετά των δούλων σου· ας υπάγωσι, παρακαλούμεν, και ας ζητήσωσι τον κύριόν σου, μήποτε εσήκωσεν αυτόν το πνεύμα του Ιεχωβά και ερριψεν αυτόν επί τινος όρους, ή επί τινος κοιλάδος.»
5. Αφού έκαμαν την επιθυμητή αναζήτησι, γιατί οι υιοί των προφητών δεν ετήρησαν πένθος για τον Ηλία;
5 Συνεχώς επίεζαν τον Ελισσαιέ ώσπου αυτός τελικά είπε: «Αποστείλατε.» Οι πενήντα άνδρες, που εστάλησαν να ερευνήσουν την περιοχή στην άλλη όχθη του Ιορδάνου, έκαναν αναζητήσεις επί τρεις μέρες. Επανήλθαν στον Ελισσαιέ στην Ιεριχώ χωρίς το πτώμα του Ηλία. Ο Ελισσαιέ είπε: «Δεν σας είπα, Μη υπάγητε;» (2 Βασιλέων 2:15-18 ΜΝΚ) Αν εύρισκαν το πτώμα του Ηλία, θα τηρούσαν πιθανώς τριακονθήμερον πένθος. Αλλά τότε δεν ήταν καιρός για πένθη. Ήταν καιρός για έργον!
6. Ποιο ήταν το δεύτερο θαύμα που έκαμε ο Ελισσαιέ, και από την Ιεριχώ πού απεφάσισε να πάη;
6 Ο Ελισσαιέ, ενώ παρέμενε στην Ιεριχώ, σε απόστασι μικρότερη των δεκαπέντε χιλιομέτρων από τη Νεκρά Θάλασσα ή Αλμυρά Θάλασσα, εξετέλεσε το δεύτερο θαύμα του. Εθεράπευσε την κακή ύδρευσι του τόπου, στην ίδια την πηγή της. Ύστερ’ από εκατοντάδες χρόνια ανεφέρετο ότι αυτή η πηγή εξακολουθούσε να είναι θεραπευμένη. (2 Βασιλέων 2:19-22) Από την κάτω Λεκάνη του Ιορδάνου, που ήταν πολύ πιο κάτω από την επιφάνεια της θαλάσσης, ο Ελισσαιέ απεφάσισε να επιστρέψη στην πόλι Βαιθήλ που ήταν 915 περίπου μέτρα ψηλότερα, όπου υπήρχε επίσης και ένας όμιλος από υιούς των προφητών.
7. Στον δρόμο του ποια πείρα είχε ο Ελισσαιέ, και ποιο αποτέλεσμα είχε η κατάρα του επάνω στους ανευλαβείς;
7 «Και ενώ αυτός ανέβαινεν εν τη οδώ, εξήλθον εκ της πόλεως παιδία μικρά, και ενέπαιζον αυτόν, και έλεγον προς αυτόν, Ανάβαινε, φαλακρέ! ανάβαινε, φαλακρέ! Ο δε εστράφη οπίσω, και ιδών αυτά, κατηράσθη αυτά εις το όνομα του Ιεχωβά. Και εξήλθον εκ του δάσους δύο άρκτοι, και διεσπάραξαν εξ αυτών τεσσαράκοντα δύο παιδία.»—2 Βασιλέων 2:23, 24, ΜΝΚ.
8. Τι εσήμαιναν αυτοί οι χλευασμοί, και ποια απόδειξι της ιδιότητάς του ως προφήτου διαδόχου του Ηλία έδωσε ο Ελισσαιέ;
8 Είχαν ιδεί έναν άνθρωπο φαλακρό να φορή τη γνωστή μηλωτή του Ηλία. Δεν ήθελαν να έχουν κανένα διάδοχο του Ηλία εκεί. Αυτός έπρεπε ή να συνεχίση τον δρόμο του προς τη Βαιθήλ ή ν’ απέλθη εντελώς από τη γη κάνοντας μια ανάβασι στους ουρανούς όπως είχε κάμει ο προηγούμενος που φορούσε αυτή τη μηλωτή. Ο Ελισσαιέ, για ν’ απαντήση σ’ αυτή την πρόκλησι για το αν αυτός ήταν διάδοχος του Ηλία, και για να διδάξη σ’ αυτούς τους νεαρούς και στους γονείς των τον κατάλληλο σεβασμό για τον προφήτη του Ιεχωβά, καταράσθηκε στο όνομα του Θεού του Ηλία αυτόν τον όχλο που εχλεύαζε. Ήταν μια δοκιμασία της ιδιότητός του ως προφήτου. Δύο αρκούδες, εξαγριωμένες σαν να είχαν χάσει τα νεογνά τους, βγήκαν από τα παρακείμενα δάση κι εξώντωσαν σαράντα δύο από τους χλευαστάς. Οι χλευασμοί των μετεστράφησαν σε ξεφωνητά! Οι γονείς των δεν μπόρεσαν να παράσχουν καμμιά βοήθεια. Εξετελέσθη κρίσις στο όνομα του Ιεχωβά!
9. Από τη Βαιθήλ πού επήγε ο Ελισσαιέ και κατόπιν που τελικά;
9 Από τη Βαιθήλ ο Ελισσαιέ πήγε στο Όρος Κάρμηλο όπου ο Ηλίας είχε προσευχηθή να καταβή πυρ από τον ουρανό για ν’ αποδείξη ότι ο Ιεχωβά είναι ο αληθινός Θεός. Απ’ εκεί επέστρεψε στην πόλι Σαμάρεια πρωτεύουσα του τότε ανάσσοντος Βασιλέως Ιωράμ, γυιου του Αχαάβ.—2 Βασιλέων 2:25.
10. Τι συνετέλεσε τώρα ώστε να εμφανισθή ο Ελισσαιέ ενώπιον του Βασιλέως του Ιούδα Ιωσαφάτ;
10 Μετά τον θάνατο του Βασιλέως Αχαάβ και ενώ εβασίλευε ο γυιος του Οχοζίας, ο Μησά, ο βασιλεύς του Μωάβ εστασίασε και αρνήθηκε να πληρώνη πια φόρους στον βασιλέα του Ισραήλ. Αυτός ήταν ο Βασιλεύς Μησά, που είχε ανεγείρει τη μαύρη στήλη βασάλτου που βρέθηκε το 1868 στη Δαιβών του Μωάβ και η οποία ωνομάσθηκε Μωαβίτης Λίθος. Στην επιγραφή του Λίθου αυτού ο Βασιλεύς Μησά αινεί τον θεό του Χεμώς και ομιλεί περί καταλήψεως των εστιών του θυσιαστηρίου του Ιεχωβά. Ο Βασιλεύς Ιωράμ του Ισραήλ, ο Βασιλεύς Ιωσαφάτ του Ιούδα κι ο βασιλεύς του Εδώμ ενώθηκαν σε μια εκστρατεία για να καταστείλουν τη στάσι του Βασιλέως Μησά. Οι στρατιές των επαγιδεύθησαν σε μια άνυδρη έρημο. Ο Βασιλεύς Ιωσαφάτ εζήτησε έναν προφήτη του Ιεχωβά. Ένας δούλος του Βασιλέως Ιωράμ είπε: «Είναι εδώ Ελισσαιέ ο υιός του Σαφάτ, όστις επέχεεν ύδωρ εις τας χείρας του Ηλία.» Ο Βασιλεύς Ιωσαφάτ είπε με πίστι: «Λόγος Ιεχωβά είναι μετ’ αυτού.»
11. Ποιο θαύμα έκαμε τώρα ο Ελισσαιέ, με ποιο αποτέλεσμα στους αποστάτας Μωαβίτας;
11 Ο Ελισσαιέ, από σεβασμό στον Βασιλέα Ιωσαφάτ, που ήταν ακόμη κάτω από την εύνοια του Ιεχωβά, έδωσε οδηγίες για τον τρόπο ενεργείας για να ληφθή νερό από τον Ιεχωβά. Το επόμενο πρωί, όταν εγέμισαν νερό οι λάκκοι, που είχαν σκαφθή με πίστι για ύδρευσι, απατήθηκαν οι αποστάται Μωαβίται για να επιχειρήσουν μια επίθεσι που κατέληξε σε καταστροφή των ιδίων.—2 Βασιλέων 3:1-27, ΜΝΚ.
12. Χάριν ποιου έκαμε ο Ελισσαιέ το πέμπτο θαύμα του, και πώς;
12 Ο Ελισσαιέ εξακολούθησε τη στενή συναναστροφή του με τις διάφορες ομάδες των υιών των προφητών. Επροστάτευσε τα συμφέροντά των. Η χήρα ενός απ’ αυτούς τους προφήτας βρέθηκε χρεωμένη και σε κίνδυνο να συλληφθούν οι δύο γυιοι της ως δούλοι από τον δανειστή της. Τότε ο Ελισσαιέ έκαμε το πέμπτο θαύμα του. Εδόθη θαυματουργικά στη γυναίκα άφθονη ποσότης ελαιολάδου μέσα στον οίκον της. Τότε ο Ελισσαιέ είπε στη χήρα: «Ύπαγε, πώλησον το έλαιον, και πλήρωσον το χρέος σου, και ζήσον με το υπόλοιπον, συ και τα τέκνα σου.»—2 Βασιλέων 4:1-7.
13, 14. (α) Πώς ο Ελισσαιέ αντήμειψε την καλωσύνη της Σουναμίτιδος που ήταν άτεκνη; (β) Πώς ο Ελισσαιέ επετέλεσε γι’ αυτήν το έβδομο θαύμα του;
13 Ο Ελισσαιέ συνήθιζε να διέρχεται από την πόλι Σουνάμ στην κοιλάδα Ιεζραέλ, σε μικρή απόστασι από την Ιεζραέλ, την πόλι της βασιλικής διαμονής του βασιλέως του Ισραήλ. Εκεί μια άτεκνη Σουναμίτις, σύζυγος ενός γέροντος, έδειξε καλωσύνη στον Ελισσαιέ και στον υπηρέτη του τον Γιεζεί παρέχοντάς του τακτικό κατάλυμα στο σπίτι της. Μια μέρα ο Ελισσαιέ τής είπε ότι θα αντημείβετο μ’ ένα γυιο. Ο λόγος του Ελισσαιέ επραγματοποιήθη. Ύστερ’ από χρόνια ήλθε σ’ αυτόν με ζώο διανύοντας τριάντα οκτώ περίπου χιλιόμετρα από τη Σουνάμ ως το Όρος Κάρμηλον. Κάτι δυσάρεστον συνέβαινε με το θαυματουργικά χαρισμένο σ’ αυτήν παιδί. Απεστάλη εμπρός ο Γιεζεί, ο υπηρέτης, για να εποπτεύση, κι ακολουθούσαν ο Ελισσαιέ και η Σουναμίτις. Στο δρόμο συναντήθηκαν με τον Γιεζεί, ο οποίος τους ανέφερε ότι «Δεν εξύπνησε το παιδίον.»
14 Ο Ελισσαιέ, όταν έφθασε ο ίδιος στο σπίτι της Σουναμίτιδος, βρήκε νεκρό το παιδί. Πιθανώς τότε θυμήθηκε πώς ο κύριός του ο Ηλίας είχε εγείρει τον γυιο της χήρας στα Σαρεπτά. Ο Ελισσαιέ, όπως κι ο Ηλίας, ήταν άνθρωπος προσευχής. «Εισήλθε λοιπόν, και έκλεισε την θύραν όπισθεν των δύο αυτών, και προσηυχήθη εις τον Ιεχωβά. Και ανέβη, και επλαγίασεν επί το παιδίον, και επέθεσε το στόμα αυτού επί το στόμα εκείνου, και τους οφθαλμούς αυτού επί τους οφθαλμούς εκείνου, και τας χείρας αυτού επί τας χείρας εκείνου· και εξηπλώθη επ’ αυτό· και εθερμάνθη η σαρξ του παιδίου. Έπειτα εσύρθη, και περιεπάτει εν τω οικήματι πότε εδώ, και πότε εκεί· και ανέβη πάλιν, και εξηπλώθη επ’ αυτό· και το παιδίον επταρνίσθη ως επτάκις, και ήνοιξε το παιδίον τους οφθαλμούς αυτού. Τότε εφώνησε τον Γιεζεί, και είπε, Κάλεσον ταύτην την Σουναμίτιν. Και εκάλεσεν αυτήν και ότε εισήλθε προς αυτόν, είπε, Λάβε τον υιόν σου. Και εκείνη εισήλθε, και έπεσεν εις τους πόδας αυτού, και προσεκύνησεν έως εδάφους, και εσήκωσε τον υιόν αυτής [από την κλίνη του Ελισσαιέ], και εξήλθεν.»—2 Βασιλέων 4:8-37· 8:1-6.
15. Πώς αναφέρεται στην προς Εβραίους 11:35 αυτή η Σουναμίτις γυναίκα;
15 Η γυναίκα αυτή είναι μια από εκείνες τις γυναίκες, που νοούνται στην αφήγησι της προς Εβραίους επιστολής για τους μάρτυρας του Ιεχωβά και τ’ ανδραγαθήματά των, κεφάλαιο ενδέκατο: «Έλαβον γυναίκες τους νεκρούς αυτών αναστηθέντας.»—Εβραίους 11:35.
16, 17. Στα Γάλγαλα, πώς ο Ελισσαιέ έσωσε μαγειρευμένη τροφή από το ν’ αχρηστευθή στη διάρκεια της πείνης χωρίς βλάβη εκείνων που έφαγαν;
16 Ο Ελισσαιέ επέστρεψε στην ορεινή χώρα των Γαλγάλων, όπου αυτός κι ο κύριός του Ηλίας είχαν κάνει μια αποχαιρετιστήριο επίσκεψι στους εκεί υιούς των προφητών. Τώρα ήταν καιρός πείνης. Σ’ αυτή την περίστασι, ύστερ από μια συνάντησι με τους υιούς των προφητών, ο Ελισσαιέ διέταξε να παρασκευασθή φαγητόν. Παρεσκευάσθη ένα μαγείρευμα. Αλλ’ ένας από τους άνδρες του μαγειρείου είχε συλλέξει κάτι ασυνήθη αγριοκολόκυθα, τα έκοψε και τ’ ανακάτεψε με το μαγείρευμα. Οι υιοί των προφητών, αφού εγγεύθησαν από το μαγείρευμα στο γεύμα, έκραξαν: «Άνθρωπε του Θεού, θάνατος είναι εν τω λέβητι.» Φοβούμενοι θάνατο από τροφική δηλητηρίασι, έπαυσαν να τρώγουν.
17 Το φαγητό δεν μπορούσε να αχρηστευθή στη διάρκεια της πείνης, και γι’ αυτό ο Ελισσαιέ εζήτησε λίγο αλεύρι και το έρριξε μέσα στον λέβητα του μαγειρεύματος. Κατόπιν είπε: «Κένωσον εις τον λαόν, για να φάγωσι.» Παρέθεσαν το μαγείρευμα, έφαγαν όλοι, «και δεν ήτο ουδέν κακόν εν τω λέβητι.»—2 Βασιλέων 4:38-41.
18. Κάτω από ποιες περιστάσεις στα Γάλγαλα ο Ελισσαιέ παρήγαγε ένα θαυματουργικόν πολλαπλασιασμό τροφίμων που υπήρχε ανάγκη;
18 Στη διάρκεια της πείνης οι υιοί των προφητών είχαν ανάγκη υλικής υποστηρίξεως. Ένα υπόλοιπο του Ισραήλ, που εκτιμούσε τους αληθινούς προφήτας του Ιεχωβά και το οποίον δεν είχε κλίνει γόνυ στον Βάαλ, εβοήθησε τους προφήτας χάριν του πνευματικού των έργου. Έτσι, από την πόλι Βάαλ-σαλισά, είκοσι δύο περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικώς των Γαλγάλων, ήλθε ένας άνθρωπος κομίζοντας τρόφιμα στον Ελισσαιέ. Τότε ήσαν εκατό άνδρες μαζί με τον Ελισσαιέ. Είπε, λοιπόν, στον υπηρέτη του να θέση αυτή την προσφορά που απετελείτο από «είκοσι κρίθινα ψωμία, και νωπά αστάχυα σίτου» ενώπιον του λαού για να φάγουν. Ο υπηρέτης, τρομαγμένος, ερώτησε: «Τι να βάλω τούτο έμπροσθεν εκατόν ανθρώπων;» Αλλ’ ο Ελισσαιέ είπε: «Δος εις τον λαόν, δια να φάγωσι· διότι ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Θέλουσι φάγει και αφήσει υπόλοιπον.» Ο υπηρέτης, λοιπόν, παρέθεσε τα δωρεάν τρόφιμα, και οι εκατό έφαγαν κι εχόρτασαν, μάλιστα δε «αφήκαν υπόλοιπον, κατά τον λόγον του Ιεχωβά.» Ήταν ένας θαυματουργικός πολλαπλασιασμός τροφίμων!—2 Βασιλέων 4:42-44, ΜΝΚ.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
19. Πώς έγινε ώστε να δοθή μαρτυρία σχετικά με τον Ελισσαιέ από ένα παιδί Ισραηλίτου στη Συρία;
19 Μέρος της εντολής, που είχε να εκτελέση ο Ελισσαιέ, εσχετίζετο με κάποιο έργον στη Συρία, βορείως του Ισραήλ· αλλ’ ακόμη δεν είχε έλθει ο καιρός για την εκτέλεσί του. Η Συρία ήταν τότε ανεξάρτητη από τον Ισραήλ, κι ωστόσο κρατούσε τη Ραμώθ-γαλαάδ, περίπου τριάντα χιλιόμετρα βορειοανατολικώς της πατρίδος του Ελισσαιέ. Ένας που είχε βοηθήσει στην απόκτησι της Συριακής ανεξαρτησίας ήταν κάποιος στρατηγός, ονομαζόμενος Νεεμάν. Αλλ’ αυτός προσεβλήθη από λέπρα. Η σύζυγος του Νεεμάν είχε ένα μικρό κορίτσι ως υπηρέτρια. Το είχαν αιχμαλωτίσει τάγματα Συρίων από τη γη Ισραήλ. Αυτή η Ισραηλίτις εγνώριζε για τα θαύματα του Ελισσαιέ και είχε πίστι στον Θεό του, τον Ιεχωβά. Έδωσε μαρτυρία της πίστεώς της, λέγοντας στην κυρία της, τη σύζυγο του Νεεμάν: «Είθε να ήτο ο κύριός μου έμπροσθεν του προφήτου του εν Σαμαρεία! διότι ήθελεν ιατρεύσει αυτόν από της λέπρας αυτού.» Αυτή η μαρτυρία της Ισραηλίτιδος κόρης ανεφέρθη στον βασιλέα της Συρίας.—2 Βασιλέων 5:1-5.
20, 21. (α) Γιατί ο Ελισσαιέ εζήτησε από τον Βασιλέα Ιωράμ να στείλη σ’ αυτόν τον Νεεμάν, και πώς ο Ελισσαιέ έθεσε σε δοκιμασία την ταπεινοφροσύνη και την πίστι του Νεεμάν; (β) Πώς επήλθε η θεραπεία του Νεεμάν;
20 Ο βασιλεύς τότε έστειλε τον στρατηγό του Νεεμάν με μια επιστολή στον Βασιλέα του Ισραήλ Ιωράμ, παρακαλώντας τον να θεραπεύση τον Νεεμάν από τη λέπρα του.
21 Ο Βασιλεύς Ιωράμ, όταν έλαβε την επιστολή, εταράχθη. Όταν το έμαθε αυτό ο Ελισσαιέ, έστειλε μήνυμα στον βασιλέα: «Δια τι διέσχισας τα ιμάτιά σου; ας έλθη τώρα προς εμέ, και θέλει γνωρίσει ότι είναι προφήτης εν τω Ισραήλ.» Ο Νεεμάν κατηυθύνθη στον οίκον του Ελισσαιέ. Ο Ελισσαιέ του έστειλε μήνυμα να λουσθή επτά φορές στον Ιορδάνη και θα εκαθαρίζετο. Ο Νεεμάν εθύμωσε επειδή ο Ελισσαιέ δεν παρουσιάσθηκε προσωπικώς και δεν επεκαλέσθη «το όνομα Ιεχωβά, του Θεού αυτού» και δεν εκίνησε το χέρι του πάνω από το μέρος που είχε προσβληθή για να το θεραπεύση. Για τον Νεεμάν οι ποταμοί της Συρίας ήσαν καλύτεροι απ’ όλα τα ύδατα του Ισραήλ, και θα μπορούσε πολύ καλά να λουσθή σ’ εκείνα τα ύδατα και να καθαρισθή. Αλλ’ οι υπηρέται του Νεεμάν τον υπεβοήθησαν να λάβη την ορθή άποψι: «Πάτερ μου, εάν ο προφήτης ήθελε σοι ειπεί μέγα πράγμα, δεν ήθελες κάμει αυτό; πόσω μάλλον τώρα, όταν σοι λέγη, Λούσθητι και καθαρίσθητι;» Ο Νεεμάν τότε εταπείνωσε τον εαυτό του. Εβυθίσθη στον Ιορδάνη. «Έξη φορές—καμμιά θεραπεία! Αλλά μετά την εβδόμη κατάδυσι «η σαρξ αυτού αποκατέστη ως σαρξ παιδίου μικρού, και εκαθαρίσθη.—2 Βασιλέων 5:6-14.
22, 23. (α) Ποια ομολογία πίστεως έκαμε ο Νεεμάν έμπροσθεν του Ελισσαιέ, και ποια αίτησι έκαμε χάριν της αληθινής λατρείας; (β) Σχετικά με ποια μηχανική ενέργεια εζήτησε να συγχωρηθή, και τι είπε ο Ελισσαιέ;
22 Ο Νεεμάν επέστρεψε με τους ίππους του και τ’ άρματά του στο σπίτι του ανθρώπου του αληθινού Θεού. Ο Ελισσαιέ ενεφανίσθη. Ο Νεεμάν έκαμε μια ομολογία πίστεως: «Ιδού, τώρα εγνώρισα ότι δεν είναι Θεός εν πάση τη γη, ειμή εν τω Ισραήλ.» Μ’ ευγνωμοσύνη προσέφερε στον Ελισσαιέ ένα δώρο ευλογίας. Ο Ελισσαιέ ωρκίσθη να μη δεχθή πληρωμή για τη θεραπεία: «Ζη ο Ιεχωβά, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι, δεν θέλω δεχθή.» Ο Νεεμάν τότε εξέφρασε την επιθυμία του να λατρεύση τον Θεό του Ελισσαιέ, αλλ’ αυτό έπρεπε να γίνη στο έδαφος του Ισραήλ. Ο Νεεμάν λοιπόν είπε: «Και αν μη, ας δοθή, παρακαλώ, εις τον δούλον σου δυο ημιόνων φορτίον εκ του χώματος τούτου, διότι ο δούλος σου δεν θέλει προσφέρει εις το εξής ολοκαύτωμα, ουδέ θυσίαν εις άλλους θεούς, παρά μόνον εις τον Ιεχωβά.»—2 Βασιλέων 5:15-17, ΜΝΚ.
23 Ωστόσο έπρεπε και να επιστρέψη στην υπηρεσία του βασιλέως της Συρίας και να τον συνοδεύση στον οίκον του θεού του βασιλέως, ονόματι Ριμμών· κι επειδή ο βασιλεύς θα εστηρίζετο στον βραχίονα του Νεεμάν, ο Νεεμάν έπρεπε να γονυπετήση μαζί με τον βασιλέα προ του ειδώλου του Ριμμών. Τώρα, όμως, αυτό θα ήταν απλώς μηχανικό από μέρους του Νεεμάν. Είπε λοιπόν στον Ελισσαιέ: «Ο Ιεχωβά ας συγχωρήση τον δούλον σου περί του πράγματος τούτου!» Ο Ελισσαιέ επίστεψε στην ειλικρίνεια του Νεεμάν. «Ύπαγε εν ειρήνη,» είπε στον Νεεμάν.—2 Βασιλέων 5:18, 19, ΜΝΚ.
24. Ποια ιδιοτελή οφέλη έλαβε ο Γιεζεί, ο υπηρέτης του Ελισσαιέ, από τον Νεεμάν, και πώς ετιμωρήθη γι’ αυτό;
24 Ο Νεεμάν και οι σωματοφύλακές του απεμακρύνθησαν σε αρκετή απόστασι, οπότε ο Γιεζεί, ο υπηρέτης του Ελισσαιέ, έτρεξε κατόπιν αντων. Ο Γιεζεί, εν ονόματι του Ελισσαιέ, εζήτησε ένα δώρον. Ο Νεεμάν του έδωσε δύο τάλαντα αργυρίου αντί ενός, καθώς και δύο αλλαγές ενδυμάτων. Αυτό το δώρον εκομίσθη στον οίκον του Γιεζεί, στην Οφήλ. Ο Γιεζεί, κατόπιν, εστάθη με άδεια τα χέρια ενώπιον του Ελισσαιέ. Αρνήθηκε ότι πήγε κάπου. Τότε ο Ελισσαιέ είπε στον άπληστο υπηρέτη του που κακοπαρέστησε τον κύριό του: «Δεν υπήγεν η καρδία μου μετά σου, ότε ο άνθρωπος επέστρεψεν από της αμάξης αυτού εις συνάντησίν σου; είναι καιρός να λάβης αργύριον, και να λάβης ιμάτια, και ελαιώνας, και αμπελώνας, και πρόβατα, και βόας, και δούλους, και δούλας; δια τούτο η λέπρα του Νεεμάν θέλει κολληθή εις σε, και εις το σπέρμα σου εις τον αιώνα.» Ο Γιεζεί εξήλθε αμέσως «λελεπρωμένος ως χιών.»—2 Βασιλέων 5:20-27.
25. Πώς ο Ελισσαιέ θαυματουργικά ανεκούφισε εκείνον που είχε δανεισθή ένα εργαλείο στη διάρκεια των οικοδομικών εργασιών των υιών των προφητών;
25 Ο Ελισσαιέ προσέλαβε έναν άλλον υπηρέτη. Οι υιοί των προφητών, με τους οποίους ήταν τότε συνδεδεμένος, είχαν τη γνώμη ότι ο τόπος της κατοικίας των ήταν πολύ μικρός, κι επρότειναν να ετοιμασθή μεγαλύτερος τόπος στον Ιορδάνη Ποταμό. Στον Ιορδάνη άρχισαν να κατακόπτουν δένδρα για οικοδομικές εργασίες. Ένας από τους ξυλοκόπους είχε δανεισθή ένα σιδήριον πελέκεως. Καθώς έκοπτε, έπεσε το σιδήριον μέσα στο νερό. Έκραξε στον Ελισσαιέ: «Ω, κύριε! και τούτο ήτο δάνειον!» Υπέδειξε στον Ελισσαιέ πού είχε πέσει κι εξαφανισθή. Ο Ελισσαιέ έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έρριξε σ’ εκείνο το μέρος. Το σιδήριον του πελέκεως ανήλθε κι επέπλευσε παράπλευρα στο ξύλο. «Ανάλαβε προς σεαυτόν,» του είπε ο Ελισσαιέ. Εκείνος συνεμορφώθη. (2 Βασιλέων 6:1-7) Επόμενον ήταν να συνεχισθούν μέχρις επιτυχίας οι οικοδομικές εργασίες.
26. Πώς οι ενέδρες του Βασιλέως Βεν-αδάδ εναντίον του Ισραήλ εματαιώνοντο, και πού του ελέχθη ότι βρίσκεται ο μόνος υπεύθυνος;
26 Ο Ελισσαιέ ακόμη ευνοούσε το βασίλειον του Ισραήλ εναντίον του βασιλέως του βορρά, της Συρίας. Όταν ο βασιλεύς της Συρίας εσχεδίασε μια αιφνιδιαστική επίθεσι σε κάποιο μέρος, ο Ελισσαιέ προειδοποίησε τον Βασιλέα του Ισραήλ Ιωράμ, και μάλιστα σε δύο περιπτώσεις. Ο Βασιλεύς Βεν-αδάδ της Συρίας ερώτησε ποιος από τα στρατεύματά του επρόδιδε τους μυστικούς ελιγμούς των στρατιωτικών του δυνάμεων στον βασιλέα του Ισραήλ. «Και είπεν είς εκ των δούλων αυτού, Ουδείς, κύριέ μου βασιλεύ αλλ’ ο Ελισσαιέ ο προφήτης, ο εν τω Ισραήλ, αναγγέλλει προς τον βασιλέα του Ισραήλ τους λόγους, τους οποίους λαλείς εν τω ταμείω του κοιτώνος σου.» Πού είναι αυτός ο Ελισσαιέ; Και ανεφέρθη σ’ αυτόν: «Ιδού είναι εν Δωθάν.» (2 Βασιλέων 6:8-13) Η Δωθάν στον Ισραήλ ήταν εκατόν πενήντα περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Δαμασκού και ήταν στην κυρία οδό που διέσχιζαν τα καραβάνια από τη Δαμασκό, πρωτεύουσα της Συρίας, προς την Αίγυπτο. Ήταν δεκατέσσερα περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πρωτευούσης του Ισραήλ, της Σαμαρείας.
27. Ποιο θαύμα έκαμε ο Ελισσαιέ για τον έντρομο υπηρέτη του στη Δωθάν;
27 Ένα πρωί ο υπηρέτης του Ελισσαιέ ηγέρθη νωρίς και βγήκε έξω. Ιδού! Μια στρατιωτική δύναμις Συρίων περιεκύκλωνε τη Δωθάν με ίππους και αμάξας για να συλλάβουν τον Ελισσαιέ. Ο υπηρέτης που το ανέφερε αυτό, είπε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού: «Ω, κύριε! τι θέλομεν κάμει;» Ο Ελισσαιέ είπε: «Μη φοβού· διότι πλειότεροι είναι οι μεθ’ ημών παρά τους μετ’ αυτών.» Ο Ελισσαιέ προσηυχήθη για ένα θαύμα: «Ιεχωβά, άνοιξον, δέομαι, τους οφθαλμούς αυτού, δια να ίδη.» Ο Ιεχωβά άνοιξε τους οφθαλμούς του σε μια υπερφυσική θέα. «Ιδού, το όρος ήτο πλήρες ίππων και αμαξών πυρός περί τον Ελισσαιέ.»—2 Βασιλέων 6:14-17, ΜΝΚ.
28. Ποιο θαύμα έκαμε ο Ελισσαιέ για τις Συριακές δυνάμεις, και χωρίς ποιον απεστάλησαν πίσω στη Συρία;
28 Καθώς τον επλησίαζαν οι Συριακές δυνάμεις, ο Ελισσαιέ προσηυχήθη να γίνη το αντίθετο είδος ενός θαύματος: «Πάταξον, δέομαι, τον λαόν τούτον με αορασίαν.» Δεν ανεγνώρισαν τον Ελισσαιέ, αλλά τον άφησαν να είναι οδηγός τους μέσω του εδάφους του Ισραήλ φαινομενικά προς τον άνθρωπο που αναζητούσαν. Ο Ελισσαιέ τους απεμάκρυνε από τη Δωθάν κατά δεκατέσσερα περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικώς προς τη Σαμάρεια. Εκεί ο Ελισσαιέ προσηυχήθη: «Άνοιξον, Ιεχωβά, τους οφθαλμούς τούτων, δια να βλέπωσι.» Ποια θα έπρεπε να ήσαν τα αισθήματά των όταν βρέθηκαν στην καρδιά ενός εχθρικού εδάφους! Ο Ελισσαιέ δεν ήθελε ν’ αφήση τον Βασιλέα Ιωράμ να τους πατάξη. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Ελισσαιέ, ετροφοδότησαν τους εχθρικούς αυτούς εισβολείς και τους έστειλαν πίσω, χωρίς τον Ελισσαιέ, στον Βασιλέα Βεν-αδάδ. Αυτός δεν έστησε πια ενέδρες εναντίον των Ισραηλιτών.—2 Βασιλέων 6:18-23, ΜΝΚ.
29. Στη διάρκεια της πολιορκίας της Σαμαρείας, ποιον κατηγόρησε ο Βασιλεύς Ιωράμ για τη μεγάλη πείνα, και τι είπε ο Ελισσαιέ στον βασιλέα και τον υπασπιστή του;
29 Κάποτε αργότερα ο Βασιλεύς Βεν-αδάδ εισέβαλε με δύναμι μεγάλη στον Ισραήλ κι επολιόρκησε τη Σαμάρεια. Πείνα επέπεσε μέσα στην πόλι, τόση ώστε ο βασιλεύς έμαθε τουλάχιστον για μια περίπτωσι καννιβαλισμού. Ο βασιλεύς, κατηγορώντας τον Ελισσαιέ, ο οποίος έτυχε να είναι μέσα στην πολιορκημένη πόλι, ωρκίσθη να τον αποκεφαλίση. Όταν ο βασιλεύς κι ο υπασπιστής του έφθασαν στο σπίτι του Ελισσαιέ, ο βασιλεύς εδήλωσε ότι είχε χάσει κάθε ελπίδα βοηθείας από τον Ιεχωβά. Ο Ελισσαιέ υπεσχέθη διακοπήν της πείνης την επομένη το πρωί, με φθηνά τρόφιμα, στην πύλη μάλιστα της Σαμαρείας. Ο υπασπιστής του βασιλέως εκραύγασε: «Και εάν ο Ιεχωβά ήθελε κάμει παράθυρα εις τον ουρανόν, ηδύνατο το πράγμα τούτο να γείνη;» Ο Ελισσαιέ, είπε: «Ιδού, θέλεις ιδεί με τους οφθαλμούς σου, δεν θέλεις όμως φάγει εξ αυτού.»—2 Βασιλέων 6:24 έως 7:2, ΜΝΚ.
30. Πώς ο Ιεχωβά ενήργησε για την αιφνίδια λύσι της πολιορκίας της Σαμαρείας και πώς αυτό εγνωστοποιήθη στον βασιλέα μέσα στην πόλι;
30 Ήρχετο το βραδινό σκοτάδι. «Ο Ιεχωβά είχε κάμει να ακουσθή εν τω στρατοπέδω των Συρίων κρότος αμαξών, και κρότος ίππων, κρότος μεγάλου στρατεύματος και είπον προς αλλήλους, Ιδού, ο βασιλεύς του Ισραήλ εμίσθωσεν εναντίον ημών τους βασιλείς των Χετταίων, και τους βασιλείς των Αιγυπτίων, δια να έλθωσιν εφ’ ημάς. Όθεν σηκωθέντες έφυγον εν τω σκότει, και εγκατέλιπον τας σκηνάς αυτών και τους ίππους αυτών, και τους όνους αυτών, το στρατόπεδον όπως ήτο, και έφυγον δια την ζωήν αυτών.» Αφού έφυγαν‚ έτσι, τέσσερες πειναλέοι λεπροί, στους οποίους ίσως περιελαμβάνετο και ο Γιεζεί, ήλθαν στο άκρον του στρατοπέδου. Κανείς δεν ήταν εκεί! Τροφή όμως υπήρχε! Έφαγαν, και κατόπιν άρχισαν να παίρνουν από τις σκηνές ως λάφυρα τα πολύτιμα πράγματά τους. Τελικά, αισθανόμενοι την ενοχή και την ιδιοτέλειά τους, ανέφεραν τη φυγή των Συρίων στους θυρωρούς της Σαμαρείας. Ο βασιλεύς, υποπτευόμενος δόλον των Συρίων, απέστειλε μόνο δύο άρματα με στρατιώτας για να ερευνήσουν. Οι ανιχνευταί αυτοί επανήλθαν και έδωσαν αναφορά. Ναι, οι Σύριοι πραγματικά είχαν φύγει!
31. Το επόμενο πρωί πώς η προφητεία του Ελισσαιέ απεδείχθη αληθινή σχετικά με τον υπασπιστή του βασιλέως;
31 Το πρωί όταν άνοιξαν οι πύλες, ο λαός ομαδικά και με αταξία βγήκε να λεηλατήση το στρατόπεδο των Συρίων. Βρέθηκαν άφθονα τρόφιμα. Μπορούσαν τότε να πωληθούν φθηνά. Ο υπασπιστής του βασιλέως διωρίσθηκε ν’ αναλάβη τον έλεγχο της πύλης. Μέσα στην αταξία ο λαός τον κατεπάτησε μέχρι θανάτου, πριν μπορέση να φάγη από τα τρόφιμα. Η προφητεία του Ελισσαιέ απεδείχθη αληθινή.—2 Βασιλέων 7:3-20.
32. Η παρουσία αυτών των λεπρών εκεί ενώ ο Ελισσαιέ ευρίσκετο μέσα στη Σαμάρεια μας υπενθυμίζει ποια σχόλια του Ιησού Χριστού, και υποστηρίζει ποια παρατήρησι που έγινε απ’ αυτούς;
32 Η παρουσία των τεσσάρων εκείνων λεπρών Ισραηλιτών έξω από τις πύλες της Σαμαρείας, ενώ ο Ελισσαιέ, ο θεραπευτής του μη Ισραηλίτου λεπρού, Νεεμάν του Συρίου, ήταν μέσα, μας υπενθυμίζει τα λόγια που είπε ο Υιός του Θεού ύστερ’ από εννεακόσια χρόνια στην ίδια χώρα. Αυτός εκήρυττε στη συναγωγή της Ναζαρέτ, σαράντα έξη περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλεως Σαμαρείας. Ο Υιός του Θεού είπε στους συμπολίτας του μέσα στη συναγωγή, ως μομφή: «Και πολλοί λεπροί ήσαν επί Ελισσαίου του προφήτου εν τω Ισραήλ· και ουδείς αυτών εκαθαρίσθη, ειμή Νεεμάν ο Σύριος.» Αυτό έδειχνε έλλειψι πίστεως στον άνθρωπο του αληθινού Θεού στη γη Ισραήλ στις ημέρες του Ελισσαιέ. Προσέθετε περαιτέρω απόδειξι στη δήλωσι του Ιησού Χριστού: «Ουδείς προφήτης είναι δεκτός εν τη πατρίδι αυτού.»—Λουκάς 4:24, 27.
33. Σχετικά με τη θέσι του Ελισσαιέ ποια απόδειξις είχε τώρα πολλαπλασιασθή, αλλά σε τι ο Ελισσαιέ έστρεψε κατόπιν την προσοχή του;
33 Πριν απ’ αυτή την πολιορκία της Σαμαρείας, σχετικά με την οποία προεξέχουν οι τέσσερες λεπροί, τα αναγραφόμενα θαύματα του Ελισσαιέ είχαν ανέλθει σε δεκαπέντε. Αυτά πρέπει να παραβληθούν με τα οκτώ αναγραφόμενα θαύματα του κυρίου του Ηλία. Στο φως αυτού του γεγονότος δεν μπορεί να υπάρξη αμφιβολία ότι αυτός ήταν ο διάδοχος του Ηλία. Είχε, πράγματι λάβει δύο μερίδες από το πνεύμα του Ηλία, μερίδα πρωτοτόκου υιού. Αλλ’ υπήρχε ακόμη ατερμάτιστο έργον σύμφωνα με τη θεία εντολή που είχε δοθή στον κύριο του Ελισσαιέ. Στο σοβαρό αυτό έργον έστρεψε την προσοχή του ο Ελισσαιέ. Οι βεβηλωταί του ονόματος του Θεού επρόκειτο να λογοδοτήσουν. Οι εκτελεσταί των έπρεπε τώρα να χρισθούν.