Κεφάλαιο 11
Εκτέλεσις Κρίσεως Κατά των Βεβηλωτών του Ονόματος
1. Τίνος η βασιλεία στον Ισραήλ επλησίαζε να λήξη, και γιατί ο Ελισσαιέ έπρεπε να ταξιδεύση έξω από τη γη Ισραήλ;
Ο χρόνος της εκτελέσεως της θείας κρίσεως εναντίον του Ισραήλ από τους κατονομαζομένους παρά του Ιεχωβά Θεού εκτελεστάς επλησίαζε. Η δωδεκαετής βασιλεία του Βασιλέως του Ισραήλ Ιωράμ επλησίαζε στο τέλος της. Ο Ελισσαιέ είπε γι’ αυτόν τη φράσι «ούτος ο υιός του φονευτού,» διότι ήταν γυιος του αιμοσταγούς Βασιλέως του Ισραήλ Αχαάβ και στη διάρκεια του λιμού της Σαμαρείας ήθελε ν’ αφαιρέση την κεφαλή του Ελισσαιέ. (2 Βασιλέων 6:32, 33) Η προφητεία του Ηλία εναντίον του βασιλικού οίκου του Βασιλέως Αχαάβ επρόκειτο να εκπληρωθή, η δε εκπλήρωσίς της έπρεπε να συμπεριλάβη και τον Βασιλέα Ιωράμ. Πριν από δεκαοκτώ περίπου χρόνια ο Ιεχωβά Θεός είχε δώσει εντολή στον Ηλία, στο Όρος Χωρήβ, λέγοντας: «Επίστρεψον εις την οδόν σου προς την έρημον της Δαμασκού και όταν έλθης, χρίσον τον Αζαήλ βασιλέα επί την Συρίαν· τον δε Ιηού τον υιόν του Νιμσί θέλεις χρίσει βασιλέα επί τον Ισραήλ.» (1 Βασιλέων 19:15, 16) Ο Ελισσαιέ ως διάδοχος εταξίδεψε έξω από τη γη Ισραήλ προς τη Δαμασκό, πρωτεύουσα της Συρίας.
2. Ποιος εστάλη για πληροφορίες στον Ελισσαιέ, και ποια απάντησι έδωσε αυτός;
2 Ο Βασιλεύς της Συρίας Βεν-αδάδ ήταν τότε ασθενής κι ανησυχούσε ως προς την ανάρρωσί του. Του ανηγγέλθη ότι: «Ο άνθρωπος του Θεού ήλθεν έως εδώ.» Ο βασιλεύς Βεν-αδάδ έστειλε τον αρχιθαλαμηπόλον του, τον Αζαήλ, στον Ελισσαιέ για να ρωτήση «θέλω αναλάβει εκ της αρρωστίας ταύτης;» Μολονότι ο Αζαήλ ήλθε με ένα εντυπωσιακό δώρο, φορτίο σαράντα καμήλων, ο Ελισσαιέ δεν εδελεάσθη για να του δώση ευνοϊκή απάντησι υπέρ του Βασιλέως Βεν-αδάδ. Ο Ελισσαιέ είπε: «Ύπαγε, ειπέ προς αυτόν, Ναι, θέλεις αναλάβει· πλην ο Ιεχωβά έδειξεν εις εμέ ότι εξάπαντος θέλει αποθάνει.»—2 Βασιλέων 8:7-10, ΜΝΚ.
3. Πώς ο Ελισσαιέ εξέθεσε την εντολή εκτελέσεως κρίσεως στον Αζαήλ, τον αρχιθαλαμηπόλον του Βασιλέως;
3 Ύστερ’ απ’ αυτό ο Ελισσαιέ άρχισε να κλαίη. Ο Αζαήλ ερώτησε: «Δια τι κλαίεις, κύριέ μου;» Ο Ελισσαιέ τότε απήντησε με την εντολή στον Αζαήλ να εκτελέση κρίσιν κατά του ειδωλολατρικού Ισραήλ: «Διότι εξεύρω όσα κακά θέλεις κάμει εις τους υιούς Ισραήλ· τα οχυρώματα αυτών θέλεις παραδώσει εις πυρ, και τους νέους αυτών θέλεις αποκτείνει εν ρομφαία, και τα νήπια αυτών θέλεις συντρίψει, και τας εγκυμονούσας αυτών θέλεις διασχίσει.» Ο Αζαήλ, αδυνατώντας να πιστέψη ότι αυτός, ένας απλός αρχιθαλαμηπόλος του Βασιλέως Βεν-αδάδ, θα έκανε τέτοια πράγματα, ερώτησε: «Αλλά τι είναι ο δούλος σου, ο κύων, ώστε να κάμη το μέγα τούτο πράγμα;» Αυτό θα το έπραττε ως βασιλεύς, διότι ο Ελισσαιέ είπε: «Ο Ιεχωβά έδειξεν εις εμέ, ότι συ θέλεις βασιλεύσει επί της Συρίας.»—2 Βασιλέων 8:11-13, ΜΝΚ.
4. Πώς ο Αζαήλ έδωσε στον Βεν-αδάδ την πλήρη απάντησι του Ελισσαιέ, κι έτσι τι άρχισε τώρα ν’ αναμένεται στον Ισραήλ;
4 Ο Βασιλεύς Βεν-αδάδ ερώτησε τον Αζαήλ τι του είπε ο Ελισσαιέ. Ο Αζαήλ απήντησε μόνο εν μέρει, λέγοντας: «Μοι είπε, Ναι, θέλεις αναλάβει.» Εσχεδίαζε να πη στον βασιλέα το υπόλοιπο της απαντήσεως του Ελισσαιέ με βίαιη ενέργεια. Την αμέσως επόμενη μέρα πήρε ένα σκέπασμα και το βύθισε σε νερό, πήγε στον άρρωστο βασιλέα και το άπλωσε στο πρόσωπό του. Ο βασιλεύς πέθανε πνιγμένος. Ο Αζαήλ άρχισε να βασιλεύη στη θέσι του ως βασιλεύς. Άρχισε, επίσης, το έργον κρίσεως του Ιεχωβά στον Ισραήλ μέσω του Αζαήλ.—2 Βασιλέων 8:14, 15.
5. Σε ποια σχέσι με τη δυναστεία του Βασιλέως του Ισραήλ Αχαάβ ήταν ο Βασιλεύς του Ιούδα Οχοζίας;
5 Ο Βασιλεύς του Ισραήλ Ιωράμ έφθασε στο δωδέκατο έτος της διακυβερνήσεώς του στη Σαμάρεια. Εκείνο το έτος ο Οχοζίας, έγγονος του Βασιλέως Ιωσαφάτ, έγινε βασιλεύς του Ιούδα. Ο Οχοζίας ήταν, επίσης, έγγονος του Βασιλέως Αχαάβ, διότι ο πατέρας του ο Ιωράμ του Ιούδα είχε νυμφευθή τη Γοθολία, θυγατέρα του Βασιλέως Αχαάβ και της Βασιλίσσης Ιεζάβελ. Ώστε ο Βασιλεύς Οχοζίας του Ιούδα ήταν πραγματικά ανεψιός του Βασιλέως του Ισραήλ Ιωράμ. Επίσης, η μάμμη του Βασιλέως Οχοζία, Βασιλομήτωρ Ιεζάβελ, ζούσε ακόμη στον Ισραήλ.
6. Πώς απεδείχθη για τον Βασιλέα του Ιούδα Οχοζίαν αυτή η οικογενειακή σχέσις, και σε ποια στρατιωτική ριψοκίνδυνη ενέργεια επήγε με τον Βασιλέα Ιωράμ;
6 Οι κακές αυτές οικογενειακές σχέσεις απέβησαν επιβλαβείς στον Βασιλέα Οχοζίαν του Ιούδα· διότι το βιβλίον 2 Βασιλέων 8:27, 28 (ΜΝΚ) λέγει: «Και περιεπάτησεν εν τη οδώ του οίκου του Αχαάβ, και έπραξε πονηρά ενώπιον του Ιεχωβά, καθώς ο οίκος του Αχαάβ· διότι ήτο γαμβρός του οίκου του Αχαάβ. Και υπήγε μετά του Ιωράμ υιού του Αχαάβ εις πόλεμον εναντίον του Αζαήλ βασιλέως της Συρίας εις Ραμώθ-γαλαάδ.» Σ’ αυτά το βιβλίον 2 Χρονικών 22:3-5 (ΜΝΚ) προσθέτει: «Και αυτός περιεπάτησεν εν ταις οδοίς του οίκου Αχαάβ· διότι η μήτηρ αυτού [η Γοθολία] ήτο σύμβουλος αυτού εις το αμαρτάνειν. Και έπραξε πονηρά ενώπιον του Ιεχωβά, καθώς ο οίκος Αχαάβ· διότι μετά τον θάνατον του πατρός αυτού, αυτοί ήσαν οι σύμβουλοι αυτού δια τον αφανισμόν αυτού. Και δια των συμβούλων αυτών, υπήγε μετά του Ιωράμ υιού του Αχαάβ βασιλέως του Ισραήλ, εις πόλεμον εναντίον του Αζαήλ βασιλέως της Συρίας εις Ραμώθ-γαλαάδ.»
7. Ποιος στρατιωτικός αρχηγός επήγε μαζί με τον Βασιλέα Ιωράμ, και ποιο στρατιωτικό παρελθόν είχε;
7 Ένας από τους στρατιωτικούς αρχηγούς, που πήγαν επίσης μαζί με τον Βασιλέα Ιωράμ σ’ αυτόν τον πόλεμο, ήταν ο Ισραηλίτης Ιηού, υιός του Ιωσαφάτ, υιού του Νιμσί. Ο στρατιωτικός αρχηγός Ιηού είχε υπηρετήσει υπό τον Βασιλέα Αχαάβ, πατέρα του Βασιλέως δεκατρία χρόνια πριν, και είχε προσωπικά ιδεί κι ακούσει τον προφήτη Ηλία να μιλή στον Βασιλέα Αχαάβ.
8. (α) Τι συνέβη στον Βασιλέα Ιωράμ εις Ραμώθ-γαλαάδ, και ποιος κατέβη να τον επισκεφθή στον τόπον της αναρρώσεώς του; (β) Ποιος στρατιωτικός αρχηγός αφέθη πίσω στη Ραμώθ-γαλαάδ;
8 Ο Βασιλεύς Οχοζίας ο ίδιος δεν έπαθε βλάβη πολεμώντας εναντίον του Βασιλέως Αζαήλ της Συρίας στην Ραμώθ-γαλαάδ, ανατολικά του Ιορδάνου Ποταμού. Αλλά τι έγινε ο σύμμαχός του, Βασιλεύς του Ισραήλ Ιωράμ; Σύριοι τοξόται κατέφεραν θανάσιμο πλήγμα στον πατέρα του Ιωράμ, τον Βασιλέα Αχαάβ, εδώ ακριβώς στη Ραμώθ-γαλαάδ. Τι έγινε τώρα ο υιός του Αχαάβ εδώ στη Ραμώθ-γαλαάδ; «Επάταξαν οι Σύριοι τον Ιωράμ.» (2 Χρονικών 22:5) «Ετραυμάτισαν οι Σύριοι τον Ιωράμ. Και επέστρεψεν ο βασιλεύς Ιωράμ δια να ιατρευθή εν Ιεζραέλ από των τραυμάτων, τα οποία οι Σύριοι [υπό τον Αζαήλ] έκαμον εις αυτόν εν Ραμά, ότε επολέμει εναντίον του Αζαήλ βασιλέως της Συρίας. Οχοζίας δε ο υιός του Ιωράμ, βασιλεύς του Ιούδα, κατέβη δια να ιδή τον Ιωράμ υιόν του Αχαάβ εν Ιεζραέλ, διότι ήτο άρρωστος.» (2 Βασιλέων 8:28, 29) Εκεί στην Ιεζραέλ, την πόλι της βασιλικής διαμονής δυτικά του Ιορδάνου Ποταμού, ο Ιωράμ ήλπιζε ν’ αναρρώση. Είχε διαφύγει τη ρομφαία του Αζαήλ. Επίσης κι ο ανεψιός του, Βασιλεύς του Ιούδα Οχοζίας, είχε διαφύγει τη ρομφαία του Αζαήλ. Θα κατώρθωναν να ‘διασωθούν εκ της ρομφαίας του Ιηού’; (1 Βασιλέων 19:17) Ο Βασιλεύς του Ισραήλ Ιωράμ είχε αφήσει τον στρατιωτικό του αρχηγό Ιηού πίσω στο μέτωπο της μάχης στη Ραμώθ-γαλαάδ.
9. Πώς ο Βασιλεύς της Συρίας Αζαήλ συνέχισε τις επιθετικές του ενέργειες εναντίον του Ισραήλ ανατολικά του Ιορδάνου Ποταμού;
9 Εν τούτοις, ο Βασιλεύς της Συρίας Αζαήλ συνέχισε τις επιθετικές του ενέργειες εναντίον του ειδωλολατρικού Ισραήλ. Για την εποχή του αναγράφονται αυτά: «Εν εκείναις ταις ημέραις ήρχισεν ο Ιεχωβά να κολοβώνη τον Ισραήλ· και επάταξεν αυτούς ο Αζαήλ εις πάντα τα όρια του Ισραήλ· από Ιορδάνου, προς ανατολάς ηλίου, πάσαν την γην Γαλαάδ, τους Γαδίτας, και τους Ρουβηνίτας, και τους Μανασσίτας, από Αροήρ, της επί του χειμάρρου Αρνών, την τε Γαλαάδ, και την Βασάν.»—2 Βασιλέων 10:32, 33, ΜΝΚ.
10. (α) Ποια πρωτεύουσα δυτικά του Ιορδάνου απείλησε ο Αζαήλ; (β) Ποιος δεν διέφυγε «την ρομφαίαν του Αζαήλ,» και γιατί όχι;
10 Ο Αζαήλ μάλιστα εστράφη απειλητικά κατά της Ιερουσαλήμ, αλλά εξαγοράσθηκε μ’ ένα πολύτιμο τίμημα. (2 Βασιλέων 12:17, 18) Επειδή οι Ισραηλίται εξακολούθησαν να λατρεύουν τους χρυσούς μόσχους στη Δαν και στη Βαιθήλ, «εξήφθη η οργή του Ιεχωβά κατά του Ισραήλ, και παρέδωκεν αυτούς εις την χείρα του Αζαήλ βασιλέως της Συρίας, και εις την χείρα του Βεν-αδάδ υιού του Αζαήλ, κατά πάσας τας ημέρας.» «Ο δε Αζαήλ, βασιλεύς της Συρίας, κατέθλιψε τον Ισραήλ πάσας τας ημέρας του Ιωαχάζ. Απέθανε δε ο Αζαήλ βασιλεύς της Συρίας, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Βεν-αδάδ ο υιός αυτού.» (2 Βασιλέων 13:2, 3, 22, 24, ΜΝΚ) Έτσι, πολλοί ήσαν οι ειδωλολάτραι Ισραηλίται που δεν διέφυγαν τη ρομφαία του Αζαήλ, αλλ’ έπεσαν από την εκτέλεσι κρίσεως του Ιεχωβά δια του Αζαήλ βασιλέως της Συρίας.
11. (α) Από ποιο ελατήριο έκαμε ο Αζαήλ αυτό το εκτελεστικό έργο εναντίον του Ισραήλ; (β) Ποιο άγγελμα κρίσεως εξήγγειλε ο προφήτης του Ιεχωβά Αμώς εναντίον της Συρίας και του βασιλικού οίκου του Αζαήλ;
11 Φυσικά, ο Αζαήλ δεν έκαμε το εκτελεστικό αυτό έργον από αγάπη και ζήλο για τον Ιεχωβά ως Θεό. Ενήργησε από μίσος προς τον Ισραήλ. Είχε χρησιμοποιηθή απλώς ως ένα όργανον του Ιεχωβά Θεού, του οποίου είχε έλθει ο καιρός να εκτελέση κρίσιν εναντίον του απίστου λαού του. Ο Αζαήλ, που εβασίλευσε στη Δαμασκό της Συρίας, ως προς τον εαυτό του, διέπραττε παραβάσεις εναντίον του λαού του Ιεχωβά, καίτοι ο λαός αυτός ήταν άπιστος. Αυτό, μαζί με το κακόν που επέφεραν οι Σύριοι στον ειδωλολατρικό Ισραήλ, μας διασαφηνίζεται στη μετέπειτα προφητεία του Αμώς, με αυτά τα λόγια: «Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Δια τας τρεις παραβάσεις της Δαμασκού, και δια τας τέσσαρας, δεν θέλω αποστρέψει την τιμωρίαν αυτής· διότι ηλώνισαν την Γαλαάδ με τριβόλους σιδηρούς· αλλά θέλω εξαποστείλει πυρ εις τον οίκον Αζαήλ, και θέλει καταφάγει τα παλάτια του Βεν-αδάδ. Και θέλω συντρίψει τους μοχλούς της Δαμασκού, και εξολοθρεύσει τον κάτοικον από της πεδιάδος Αβέν [στη Συρία], και τον κρατούντα το σκήπτρον από του οίκου Εδέν [στη Συρία]· και ο λαός της Συρίας θέλει φερθή αιχμάλωτος εις Κιρ, λέγει ο Ιεχωβά.» (Αμώς 1:3-5, ΜΝΚ) Αυτά που έκαμε η Συρία στον Ισραήλ, μολονότι έγιναν από κρίσι, ήσαν αρκετά για να κάμουν τον Ελισσαιέ να κλάψη!
12. (α) Ποιο τελικό μέρος της εντολής του Θεού προς τον Ηλίαν επρόκειτο να εκτελεσθή; (β) Πώς ο Ελισσαιέ επροχώρησε στην εκτέλεσί του;
12 Ο Ελισσαιέ επέστρεψε από την αποστολή του στη Δαμασκό κι επανέλαβε τη συναναστροφή του με τους υιούς των προφητών. Το τελικό μέρος της εντολής του Ιεχωβά προς τον κύριο του τον Ηλία επρόκειτο ακόμη να εκτελεσθή, δηλαδή, η κρίσις του Ιηού ως βασιλέως του Ισραήλ. Είχε έλθει ο προς τούτο καιρός. Ο Ελισσαιέ δεν επεζήτησε ν’ αποκτήση ειδική εύνοια με τον Ιηού, ούτε ήγειρε τις υπόνοιες του Βασιλέως Ιωράμ με το να πάη ο ίδιος στη Ραμώθ-γαλαάδ. Απέστειλε έναν ανώνυμο εκπρόσωπο να κάμη τη χρίσι αντ’ αυτού. «Ελισσαιέ δε ο προφήτης εκάλεσεν ένα εκ των υιών των προφητών, και είπε προς αυτόν, Περίζωσον την οσφύν σου, και λάβε εις την χείρα σου την φιάλην ταύτην του ελαίου, και ύπαγε εις Ραμώθ-γαλαάδ· και όταν εισέλθης εκεί, θέλεις ιδεί εκεί τον Ιηού, υιόν του Ιωσαφάτ, υιού του Νιμσί· και θέλεις εισέλθει, και σηκώσει αυτόν εκ μέσου των αδελφών αυτού, και θέλεις εισαγάγει αυτόν εις το ενδότερον δωμάτιον· και λαβών την φιάλην του ελαίου, θέλεις επιχέει επί την κεφαλήν αυτού, και ειπεί, Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Σε έχρισα βασιλέα επί τον Ισραήλ· τότε ανοίξας την θύραν, φύγε, και μη μείνης. Και υπήγεν ο νέος, ο νέος ο προφήτης, εις Ραμώθ-γαλαάδ.»—2 Βασιλέων 9:1-4, ΜΝΚ.
13. Πώς εξετέλεσε τις εντολές του Ελισσαιέ στη Ραμώθ-γαλαάδ ο απεσταλμένος εκ των «υιών των προφητών»;
13 Στο μέτωπο της μάχης προ της πόλεως Ραμώθ-γαλαάδ ο υπηρέτης Ελισσαιέ εισήχθη ενώπιον των αρχηγών της στρατιωτικής δυνάμεως σε ώρα συσκέψεως. Είπε: «Έχω λόγον προς σε, ω άρχων. Και ο Ιηού είπε, Προς τίνα εκ πάντων ημών; Ο δε είπε, Προς σε, ω άρχων.» Τότε μπήκαν και οι δύο στο ενδότερο δωμάτιο, κι ο εκπρόσωπος του Ελισσαιέ έχυσε την φιάλη του ελαίου στην κεφαλή του Ιηού και του είπε: «Ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός του Ισραήλ· Σε έχρισα βασιλέα επί τον λαόν του Ιεχωβά, επί τον Ισραήλ· και θέλεις πατάξει τον οίκον του Αχαάβ του κυρίου σου, δια να εκδικήσω τα αίματα των δούλων μου των προφητών, και τα αίματα πάντων των δούλων του Ιεχωβά, εκ χειρός της Ιεζάβελ· διότι πας ο οίκος του Αχαάβ θέλει εξολοθρευθή· και θέλω αφανίσει εκ του Αχαάβ τον ουρούντα εις τον τοίχον, και τον κεκλεισμένον και τον αφειμένον εν τω Ισραήλ· και θέλω καταστήσει τον οίκον του Αχαάβ ως τον οίκον του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, και ως τον οίκον του Βαασά, υιού του Αχιά· και την Ιεζάβελ οι κύνες θέλουσι καταφάγει εν τω αγρώ της Ιεζραέλ, και δεν θέλει είσθαι ο θάπτων αυτήν.»—2 Βασιλέων 9:5-10, ΜΝΚ.
14. (α) Πώς ενήργησαν οι αρχηγοί του στρατού μόλις έλαβαν από τον Ιηού τις πληροφορίες; (β) Εναντίον ποιου εσκέφθη ο Ιηού να προχωρήση πρώτα, κι έτσι ποια διαταγή εξέδωκε στους επιτελείς του;
14 Ο εκπρόσωπος του Ελισσαιέ, χωρίς να περιμένη, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Ο Ιηού επέστρεψε μόνος στους αρχηγούς του στρατού του. Αυτοί, περίεργοι, τον ερώτησαν: «Ειρήνη; δια τι ήλθε προς σε ο παράφρων ούτος;» Ο Ιηού απήντησε: «Σεις γνωρίζετε τον άνθρωπον, και το λέγειν αυτού.» Οι αρχηγοί είπαν: «Ψευδές είναι· ειπέ προς ημάς, παρακαλούμεν.» Ο Ιηού τότε είπε ειλικρινά: «Ούτω και ούτως ελάλησε προς εμέ, λέγων, Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Σε έχρισα βασιλέα επί τον Ισραήλ.» Οι αρχηγοί, μη πιστεύοντας πια ότι ο εκπρόσωπος του Ελισσαιέ ήταν παράφρων, πήραν βιαστικά ο καθένας το ιμάτιόν του, το έβαλαν κάτω από τον Ιηού στο ψηλότερο ανάβαθμο, κι εσάλπισαν λέγοντας: «Εβασίλευσεν ο Ιηού.» Ο Ιηού, έχοντας λάβει εντολή από τον Ιεχωβά ως ο κεχρισμένος του Ιεχωβά, άρχισε αμέσως να σκέπτεται πώς να πραγματοποιήση το εκτελεστικό έργον εναντίον του οίκου του Αχαάβ και της Βασιλίσσης Μητρός Ιεζάβελ. Αυτός έπρεπε πρώτα να προβή εναντίον του Ιωράμ, γυιου του Αχαάβ, ο οποίος τότε, για να θεραπευθή από τα τραύματά του είχε έλθει στην πόλι της βασιλικής διαμονής, την Ιεζραέλ, εξήντα τέσσερα περίπου χιλιόμετρα δυτικά σε κατ’ ευθείαν νοητή γραμμή. Δεν έπρεπε να γίνη προειδοποίησις για την προσέγγισί του στον Ιωράμ στην Ιεζραέλ. Γι’ αυτό ο Ιηού είπε στους επιτελείς του: «Εάν ήναι η γνώμη σας, ας μη εξέλθη μηδείς φεύγων εκ της πόλεως, δια να υπάγη να απαγγείλη τούτο εν Ιεζραέλ.»—2 Βασιλέων 9:11-15, ΜΝΚ.
15. (α) Προς ποια πόλι έτρεχε τώρα ο Ιηού ως παράφρων; (β) Ποιος εστάλη να τον συναντήση, και τι είπε ο Ιηού σ’ αυτόν;
15 Ο Ιηού τότε ανέβη στην άμαξά του κι άρχισε την ιστορική διαδρομή του. Τι διαδρομή! Παράφρων ήταν; Κατηυθύνετο δυτικά μέσω της ορεινής περιοχής της Γαλαάδ και κατήλθε στον Ιορδάνη Ποταμό, όχι μακριά από την Πέλλα. Δεν ήταν μόνος· ο Βιδκάρ κι άλλοι αρματηλάται ήσαν μαζί του. Επέρασε κι ανέβη στο νοτιοανατολικό άκρον της κοιλάδος της Ιεζραέλ. Τώρα κατηυθύνετο στην Ιεζραέλ, είκοσι τέσσερα περίπου χιλιόμετρα πέραν της κοιλάδος, όπου ο Βασιλεύς Οχοζίας του Ιούδα είχε έλθει σ’ επίσκεψι του ασθενούς θείου του Ιωράμ! Στον πύργο της Ιεζραέλ ο φρουρός παρετήρησε προς την κοιλάδα ανατολικά, πέρα από τον αμπελώνα του Ναβουθαί του Ιεζραηλίτου. «Και, ιδών την συνοδίαν του Ιηού ερχομένου, είπε, Συνοδίαν βλέπω. Και είπεν ο Ιωράμ· Λάβε επιβάτην, και πέμψον εις συνάντησιν αυτών· και ας ερωτήση, Ειρήνη;» Σύμφωνα μ’ αυτά πήγε ένας ιππεύς να τον συναντήση και είπε: «Ούτω λέγει ο βασιλεύς· Ειρήνη; Και είπεν ο Ιηού, Τι σε μέλει περί ειρήνης; στρέψον οπίσω μου.»—2 Βασιλέων 9:16-18.
16. (α) Ποιος εστάλη τώρα από την Ιεζραέλ, και τι ανέφερε ο φρουρός της Ιεζραέλ; (β) Ποιος τώρα εξήλθε να συναντήση τον Ιηού, και πού έλαβε χώραν η συνάντησις;
16 Ο φρουρός από τον πύργο της Ιεζραέλ ανέφερε ό,τι είδε να γίνεται. Ο Ιωράμ, λοιπόν, έστειλε και δεύτερον ιππέα, ο οποίος, επίσης, ερώτησε τον Ιηού: «Ειρήνη;» Ο Ιηού ερώτησε γιατί ανεμιγνύετο και του είπε να στρέψη πίσω του. Η έξαλλη διαδρομή συνεχίσθηκε, κι ο φρουρός της Ιεζραέλ ανέφερε: «Ήλθε μέχρις αυτών, και δεν επέστρεψεν· η δε πορεία είναι ως η πορεία του Ιηού υιού του Νιμσί· διότι οδεύει μανιωδώς.» Ο Ιωράμ τότε αισθάνθηκε την ανάγκη να βγη με την άμαξά του και να ρωτήση ο ίδιος! Ο ανεψιός του Βασιλεύς Οχοζίας θα τον συνώδευε. «Και είπεν ο Ιωράμ, Ζεύξατε. Και έζευξαν την άμαξαν αυτού. Και εξήλθον Ιωράμ ο βασιλεύς του Ισραήλ, και Οχοζίας ο βασιλεύς του Ιούδα, έκαστος εν τη αμάξη αυτού, και υπήγαν εις συνάντησιν του Ιηού, και εύρον αυτόν εν τω αγρώ Ναβουθαί του Ιεζραηλίτου.»—2 Βασιλέων 9:18-21.
17. (α) Τι ερώτησε ο Βασιλεύς Ιωράμ, και τι απήντησε ο Ιηού; (β) Ποια προσπάθεια φυγής έγινε, αλλά τι έκαμε ο Ιηού;
17 Οι άμαξες και των δύο στάθηκαν η μία απέναντι της άλλης. «Ειρήνη, Ιηού;» ερώτησε ο Ιωράμ. Ο Ιηού απήντησε: «Τι ειρήνη, ενόσω πληθύνονται αι πορνείαι της Ιεζάβελ της μητρός σου, και αι μαγείαι αυτής;» Αμέσως ο Ιωράμ έστρεψε τα χέρια του για να φύγη και είπε στον ανεψιό του Οχοζία: «Δόλος, Οχοζία.» Ο Οχοζίας εστράφη για να φύγη, αλλ’ ο Ιηού έστρεψε την προσοχή του στον θείο, τον Ιωράμ τον γυιο του Αχαάβ και της Ιεζάβελ. «Και δράξας ο Ιηού το τόξον αυτού, επάταξε τον Ιωράμ μεταξύ των βραχιόνων αυτού· και το βέλος εξήλθε δια της καρδίας αυτού. Ο δε εκάμφθη εν τη αμάξη αυτού.»—2 Βασιλέων 9:22-24.
18. Γιατί ήταν η τοποθεσία τότε κατάλληλη, και τι είπε ο Ιηού στον Βιδκάρ να κάμη, και γιατί;
18 Πόσο κατάλληλο ήταν ακριβώς τότε που ήσαν στο έδαφος που ανήκε άλλοτε στον Ναβουθαί τον Ιεζραηλίτη, του οποίου η Βασίλισσα Ιεζάβελ είχε προκαλέσει τον φόνο! Ο Ιηού είπε τότε στον υπασπιστή του τον Βιδκάρ για τον νεκρό γυιο της Ιεζάβελ, τον Ιωράμ: «Λάβε, και ρίψον αυτόν εις την μερίδα του αγρού του Ναβουθαί του Ιεζραηλίτου· διότι ενθυμήθητι, ότε εγώ και συ επορευόμεθα έφιπποι οπίσω Αχαάβ του πατρός αυτού, ότι ο Ιεχωβά επρόφερε κατ αυτού την απόφασιν ταύτην· Ναι, είδον χθες τα αίματα του Ναβουθαί, και τα αίματα των υιών αυτού, λέγει ο Ιεχωβά και θέλω κάμει εις σε ανταπόδοσιν εν τη μερίδι ταύτη, λέει ο Ιεχωβά·—τώρα λοιπόν σήκωσον, και ρίψον αυτόν εις την μερίδα ταύτην κατά τον λόγον του Ιεχωβά.» (2 Βασιλέων 9:25, 26, ΜΝΚ) Εκεί τα «πετεινά του ουρανού» θα τον κατέτρωγαν.—1 Βασιλέων 21:24.
19. Γιατί ο Βασιλεύς Ιωράμ δεν διέφυγε την μάχαιραν του Ιηού, και τι επρόκειτο να γίνη στον ανεψιό του Βασιλέα Οχοζίαν;
19 Ο προφητικός λόγος του Ιεχωβά έπρεπε να εκπληρωθή. Γι’ αυτό ο Ιωράμ του οίκου του Βασιλέως Αχαάβ δεν διέφυγε την εκτελεστική μάχαιρα του Ιηού. Ο Βασιλεύς Οχοζίας, ο έγγονος του Αχαάβ, θα ετύγχανε προσοχής αργότερα.—2 Βασιλέων 9:27-29.
20, 21. (α) Πληροφορημένη από πριν, τι έκαμε η Ιεζάβελ μέσα στην Ιεζραέλ; (β) Ποια υπόμνησι έκαμε αυτή στον Ιηού προειδοποιώντας, αλλά τι συνέβη τότε σ’ αυτή;
20 Υπελείπετο τώρα για τον Ιηού μια βραχεία διαδρομή ως την ίδια την Ιεζραέλ. Αλλά προηγήθηκε απ’ αυτόν στην πόλι η είδησις στη Βασιλομήτορα Ιεζάβελ για τον φόνο του γυιου της. Ο Ιηού μπορούσε ν’ αναλάβη τον οίκον του νεκρού βασιλέως, περιλαβανομένης και αυτής. Αυτή με πανούργο σχέδιο έβαψε τις βλεφαρίδες της μαύρες, εκαλλώπισε την κεφαλή της κι εμφανίσθηκε σ’ ένα παράθυρο υπεράνω της πλατείας και παρετήρησε κάτω. Καθώς ο Ιηού και η φάλαγξ των αρμάτων του κροτάλιζαν διαβαίνοντας την πύλη της Ιεζραέλ, οι πεινασμένοι αδέσποτοι σκύλοι της πόλεως πρέπει να εγαύγιζαν σε όλη αυτή την αναταραχή.
21 Η φωνή της Ιεζάβελ από πάνω έφθασε ηχηρή στον Ιηού κάτω, καθώς του έκαμε μια υπόμνησι να προσέξη, λέγοντας: «Ευτύχησεν ο Ζιμβρί, ο φονεύσας τον κύριον αυτού;» Ο Ιηού ύψωσε το πρόσωπό του προς το παράθυρο κι ερώτησε: «Τις είναι μετ’ εμού; τις;» Δύο ή τρεις ευνούχοι έκυψαν προς τον Ιηού. Είδαν τον νέο τους κύριο και αρχηγό. «Ρίψατε αυτήν κάτω,» τους διέταξε ο Ιηού. Αυτοί έδειξαν ότι ήσαν με το μέρος του Βασιλέως Ιηού. «Και έρριψαν αυτήν κάτω, και ερραντίσθη εκ του αίματος αυτής προς τον τοίχον και προς τους ίππους· και κατεπάτησεν αυτήν.»—2 Βασιλέων 9:30-33.
22. (α) Αφού ο Ιηού έφαγε και έπιε, τι διέταξε να γίνη, και γιατί αυτό πολύ αργά; (β) Ποια σχόλια έκαμε ο Ιηού σχετικά με αυτό;
22 Ο Βασιλεύς Ιηού, αφήνοντας νεκρή την Ιεζάβελ στην οδό της πόλεως, μπήκε μέσα στο ανάκτορο κι έφαγε κι έπιε. Κατόπιν θυμήθηκε την Ιεζάβελ και είπε: «Υπάγετε να ίδητε τώρα την κατηραμένην ταύτην, και θάψατε αυτήν διότι είναι θυγάτηρ βασιλέως.» Βγήκαν. Φρίκη! «Δεν εύρηκαν εις αυτήν παρά το κρανίον, και τους πόδας, και τας παλάμας των χειρών.» Επέστρεψαν και το είπαν αυτό στον Βασιλέα Ιηού. Αυτός εσχολίασε την εκπλήρωσι της προφητείας του Ιεχωβά, λέγοντας: «Ούτος είναι ο λόγος του Ιεχωβά, τον οποίον ελάλησε δια του δούλου αυτού Ηλία του Θεσβίτου, λέγων, Εν τη μερίδι της Ιεζραέλ θέλουσι καταφάγει οι κύνες τας σάρκας της Ιεζάβελ· και το πτώμα της Ιεζάβελ θέλει είσθαι ως κοπρία επί προσώπου του αγρού εν τη μερίδι Ιεζραέλ, ώστε να μη είπωσιν, Αύτη είναι η Ιεζάβελ.»—2 Βασιλέων 9:34-37, ΜΝΚ.
23. Γιατί Γραφικώς είναι προφανές ότι η Ιεζάβελ εχάθη για πάντα;
23 Η Ιεζάβελ εχάθη για πάντα. Δεν θ’ ανηγείρετο μνημείον για να θυμάται ο λαός τη φονέα εκείνη που ελάτρευε τον Βάαλ. Αυτή δεν βρίσκεται σε μνημείο αναμένοντας ν’ ακούση τη φωνή του Υιού του Θεού που θα καλέση τους νεκρούς να εξέλθουν. (Ιωάννης 5:28, 29) Το εδάφιον Παροιμίαι 10:7 λέγει: «Το . . . όνομα των ασεβών σήπεται.»
24. Πόσοι από τον βασιλικόν οίκο του Αχαάβ απέμειναν ακόμη, και ποια πρότασι έκαμε ο Ιηού στους παιδοτρόφους και συμβούλους των, και γιατί;
24 Εν τούτοις, το μεγαλύτερο μέρος του βασιλικού οίκου του Αχαάβ παρέμεινε. Ο Αχαάβ, απ’ όλες τις συζύγους και παλλακές του είχε αποκτήσει άλλους εβδομήντα γυιους, εκτός από τις θυγατέρες. Αυτοί οι γυιοι ή οι κηδεμόνες των μπορούσαν ν’ αμφισβητήσουν το δικαίωμα του Βασιλέως Ιησού στον θρόνο του Ισραήλ, αρνούμενοι να τον αναγνωρίσουν ως τον κεχρισμένον του Ιεχωβά. Ο Ιηού, για να λύση αμέσως το ζήτημα, έστειλε επιστολές από την Ιεζραέλ στην πρωτεύουσα Σαμάρεια, στους παιδοτρόφους και συμβούλους των εβδομήντα αυτών υπολοίπων γυιων του Αχαάβ, που είχε πεθάνει πριν από δεκατέσσερα χρόνια περίπου. Αυτοί έπρεπε να εκλέξουν τον καλύτερο απ’ όλους εκείνους τους ανεπτυγμένους γυιους και κατόπιν να βγουν και να πολεμήσουν εναντίον του Ιηού υπέρ του οίκου του κυρίου των! Θα εβασίλευε όποιος θα εκέρδιζε τη μάχη!
25. Ποια απάντησι έδωσαν αυτοί οι άνθρωποι στον Ιηού, και γιατί;
25 Οι αρμόδιοι στη Σαμάρεια φοβήθηκαν από την πρόκλησι. Θυμήθηκαν ότι οι δύο βασιλείς, ο Βασιλεύς Ιωράμ του Ισραήλ κι ο Βασιλεύς Οχοζίας του Ιούδα, δεν μπόρεσαν ν’ αντιταχθούν στον Ιηού. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν αυτοί ν’ αντισταθούν; Απήντησαν στον Ιηού: «Ημείς είμεθα δούλοι σου, και θέλομεν κάμει παν ό,τι μας είπης· δεν θέλομεν κάμει ουδένα βασιλέα [από τους γυιους του Αχααβ]· κάμε ό,τι είναι αρεστόν εις τους οφθαλμούς σου.»—2 Βασιλέων 10:1-5.
26. (α) Ο Ιηού διέταξε αυτούς να δώσουν απόδειξι των λόγων των με ποιον τρόπο; (β) Όταν ο Ιηού είδε την απόδειξι, ποιο σχόλιο έκαμε;
26 Ο Βασιλεύς Ιηού τούς έγραψε να δώσουν απόδειξι των λόγων των: «Εάν ήσθε εμού, και εισακούητε της φωνής μου, λάβετε τας κεφαλάς των ανθρώπων, των υιών του κυρίου σας, και έλθετε προς εμέ εις Ιεζραέλ αύριον την ώραν ταύτην.» Υπακούοντας, οι μεγάλοι άνδρες της Σαμαρείας, που ανέτρεφαν τους εβδομήντα γυιους του Αχαάβ, ενώθηκαν στο εκτελεστικό έργον εναντίον του οίκου του Αχαάβ. Απεκεφάλισαν τους εβδομήντα γυιους κι έστειλαν τα κεφάλια τους σε καλάθια στην Ιεζραέλ. Όταν αυτά παρεδόθησαν, ο Βασιλεύς Ιηού είπε: «Βάλετε αυτάς κατά δύο σωρούς, εν τη εισόδω της πύλης, έως πρωί.» Όταν ο Ιηού βγήκε το πρωί και είδε τους δύο σωρούς, εσχολίασε πάλι τη βεβαιότητα της εκπληρώσεως της προφητείας του Ιεχωβά. Είπε σε όλον τον λαό: «Σεις είσθε δίκαιοι· Ιδού, εγώ συνώμοσα εναντίον του κυρίου μου, και εθανάτωσα αυτόν· αλλά πάντας τούτους τις επάταξε; γνωρίσατε τώρα, ότι δεν θέλει πέσει εις την γην ουδέν εκ του λόγου του Ιεχωβά, τον οποίον ελάλησεν ο Ιεχωβά κατά του οίκου του Αχαάβ· διότι εξετέλεσεν ο Ιεχωβά όσα ελάλησε δια του δούλου αυτού Ηλία.»—2 Βασιλέων 10:6-10, ΜΝΚ.
27. Σε ποια έκτασι ο Ιηού εξετέλεσε την αποστολή του από τον Ιεχωβά;
27 Ο Ιηού εξετέλεσε πλήρως την αποστολή του από τον Ιεχωβά. «Και επάταξεν ο Ιηού πάντας τους εναπολειφθέντας εκ του οίκου του Αχαάβ εν Ιεζραέλ, και πάντας τους μεγάλους αυτού, και τους οικείους αυτού, και τους ιερείς αυτού, ώστε δεν αφήκεν εις αυτόν υπόλοιπον.» Δεν διέφυγαν τη μάχαιρα του Ιηού.—2 Βασιλέων 10:11.
28. Πώς ο Βασιλεύς Οχοζίας του Ιούδα δεν διέφυγε τη μάχαιρα του εκτελεστού, και γιατί έγινε αυτό;
28 Ακόμη κι ο έγγονος του Αχαάβ και της Ιεζάβελ, δηλαδή, ο Βασιλεύς Οχοζίας του Ιούδα, δεν διέφυγε τη μάχαιρα του εκτελεστού. Ο Οχοζίας ήταν γυιος της θυγατρός των Γοθολίας, που ενεργούσε ως κακή σύμβουλός του. Τον συνεβούλευσε να ενωθή με τον θείο του, τον Βασιλέα Ιωράμ του Ισραήλ, στον πόλεμο εναντίον του Αζαήλ της Συρίας στη Ραμώθ-γαλαάδ. Όταν ο Ιηού εχρίσθη βασιλεύς σ’ εκείνη την πόλι, ο Οχοζίας ήταν επισκέπτης του τραυματίου Ιωράμ, του θείου του, στην Ιεζραέλ. Ξεκίνησε μαζί με το θείο του να συναντήση τον Ιηού. Όταν ο Ιηού έπληξε θανάσιμα τον Ιωράμ, ο Βασιλεύς Οχοζίας έφυγε. «Ο δε Οχοζίας βασιλεύς του Ιούδα, ως είδε τούτο, έφυγε δια της οδού της οικίας του κήπου. Και κατεδίωξεν οπίσω αυτού ο Ιηού, και είπε, Πατάξατε και τούτον εν τη αμάξη αυτού. Και έκαμον ούτω, κατά την ανάβασιν Γουρ, πλησίον του Ιβλεάμ. Και έφυγεν εις Μεγιδδώ, και εκεί απέθανε. Και έφεραν αυτού οι δούλοι αυτού επί αμάξης εις Ιερουσαλήμ, και έθαψαν αυτόν εν τω τάφω αυτού, μετά των πατέρων αυτού, εν τη πόλει Δαβίδ.»—2 Βασιλέων 9:27, 28.
29. (α) Γιατί ήταν κατάλληλη η εκτέλεσις του Βασιλέως Οχοζία; (β) Πώς η εκτέλεσις της κρίσεως έφθασε τη Γοθολία, τη θυγατέρα του Αχαάβ;
29 Αυτά όλα αποτελούσαν μέρος του εκτελεστικού έργου του Ιεχωβά εναντίον των βεβηλωτών του ονόματός του. «Και εστάθη παρά Θεού όλεθρος του Οχοζίου το να έλθη προς τον Ιωράμ· διότι, ότε ήλθεν, εξήλθε μετά του Ιωράμ εναντίον Ιηού του υιού του Νιμσί, τον οποίον έχρισεν ο Ιεχωβά δια να εξολοθρεύση τον οίκον Αχαάβ. Και ότε έκαμνεν ο Ιηού την εκδίκησιν κατά του οίκου Αχαάβ, ευρών τους άρχοντας του Ιούδα, και τους υιούς των αδελφών του Οχοζίου, τους υπηρετούντας τον Οχοζίαν, εθανάτωσεν αυτούς. Και εζήτησε τον Οχοζίαν· και συνέλαβον αυτόν κρυπτόμενον εν Σαμαρεία, και έφεραν αυτόν προς τον Ιηού· και εθανάτωσαν αυτόν, και έθαψαν αυτόν διότι είπον, υιός του Ιωσαφάτ είναι, όστις εξεζήτησε τον Ιεχωβά εξ όλης της καρδίας αυτού. Και ο οίκος Οχοζίου δεν είχε δύναμιν να κρατήση πλέον την βασιλείαν [του Ιούδα].» (2 Χρονικών 22:7-9, ΜΝΚ) Η μητέρα του Οχοζία, η Γοθολία, θυγάτηρ του Αχαάβ και της Ιεζάβελ, υπέστη, επίσης, βίαιο θάνατο ύστερ’ από επτά χρόνια, όχι από τη μάχαιρα του Ιηού, αλλά κατά διαταγήν του αρχιερέως του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ.—2 Χρονικών 22:10 έως 23:15.
30. Πώς οι αδελφοί του Οχοζία, που συμπαθούσαν τον Βασιλέα Ιωράμ, υπέστησαν εκτέλεσι;
30 Οι αδελφοί η οι γυιοι των αδελφών του Οχοζία, γυιου της Γοθολίας, δεν διέφυγαν τη μάχαιρα του Ιηού. Δεν είχαν μάθει ακόμη τι είχε συμβή στον Βασιλέα Ιωράμ, θείον του Οχοζία. Γι’ αυτό ελευθέρως εξέφραζαν τη φιλία των στον Βασιλέα Ιωράμ, γυιο του Αχαάβ. Έτσι, ήλθαν στον δρόμο του εκτελεστού του Ιεχωβά, του Βασιλέως Ιηού, που επήγαινε στην πόλι της Σαμαρείας. «Έπειτα σηκωθείς ανεχώρησε, και ήλθεν εις Σαμάρειαν. Και εν τη οδώ, ενώ ήτο πλησίον τινός μάνδρας ποιμένων, εύρηκεν ο Ιηού τους αδελφούς του Οχοζίου βασιλέως του Ιούδα, και είπε, Τίνες είσθε; Οι δε είπον, Είμεθα οι αδελφοί του Οχοζίου, και καταβαίνομεν να χαιρετήσωμεν τους υιούς του βασιλέως και τους υιούς της βασιλίσσης. Και είπε [ο Ιηού], Συλλάβετε αυτούς ζώντας. Και συνέλαβον αυτούς ζώντας, και έσφαξαν αυτούς πλησίον του φρέατος της μάνδρας, τεσσαράκοντα δύο ανθρώπους· δεν αφήκαν ουδένα εξ αυτών.» Ασφαλώς ο Ιηού έκαμε ό,τι μπορούσε για να εξαλείψη τον οίκον του Αχαάβ. (2 Βασιλέων 10:12-14· 2 Χρονικών 22:8) Εκείνο που ενίσχυσε τον Ιηού γι’ αυτή την πλήρη εκτέλεσι κρίσεως εναντίον αυτών των βεβηλωτών του ονόματος του Θεού ήταν η εντολή που είχε λάβει από τον Ιεχωβά. Σχετικά με τούτο αυτός ήταν ένα παράδειγμα αφοσιώσεως στο καθήκον.