Αβραάμ ο «Πατήρ Πάντων των Πιστευόντων»
«ΛΥΧΝΟΣ εις τους πόδας μου είναι ο λόγος σου, και φως εις τας τρίβους μου.» Μια έννοια με την οποία αληθεύει αυτό για τον λόγο του Θεού είναι τα αναγραφόμενα για την πολιτεία του Θεού προς τους πιστούς άνδρες, μεταξύ των οποίων ο Αβραάμ ήταν από τους πιο αξιολόγους. Κατ’ επανάληψιν ο αληθινός Θεός Ιεχωβά προσδιορίζεται ως «ο Θεός του Αβραάμ,» το να είναι δε κανείς στον «κόλπον του Αβραάμ» εσήμαινε να θερμαίνεται στην εύνοια του Ιεχωβά. Πολύ εύλογα χαρακτηρίζεται ο Αβραάμ ως «φίλος Ιεχωβά,» και «πατήρ πάντων των πιστευόντων.»—Ψαλμ. 119:105· Ματθ. 22:32· Λουκ. 16:22· Ιάκ. 2:23, ΜΝΚ· Ρωμ. 4:11.
Ο Άβραμ, όπως ήταν αρχικά γνωστός, και το οποίον όνομα σημαίνει «υψηλός πατήρ,» είχε γεννηθή 352 χρόνια μετά τον Κατακλυσμό, κι έζησε ως το ώριμο γήρας των 175 ετών. Απ’ αυτόν προήλθαν οι Ισραηλίται, οι Εδωμίται κι οι Ισμαηλίται, καθώς και οι Μαδανίται και οι Μαδιανίται. Όχι μόνο η αρχαιολογία πιστοποιεί την ιστορικότητα του Άβραμ και των προγόνων του, αλλά, προ πάντων, ο Ιησούς Χριστός και οι απόστολοί του την επιστοποίησαν, διότι ανεφέρθησαν σ’ αυτόν πάνω από εβδομήντα φορές.—1 Χρον. 1:28, 32, 34.
Η Ουρ, η πόλις της κατοικίας του, εκείτο σε απόστασι πενήντα περίπου μιλίων από τον Περσικό Κόλπο, κοντά στη συνάντησι των ποταμών Ευφράτου και Τίγρητος. Η πόλις ελέγετο ότι ήταν «των Χαλδαίων,» διότι ευρίσκετο στο κάτω μέρος της Μεσοποταμίας, η οποία, επί αιώνες μετά την εποχή του Άβραμ, κατείχετο από τους Χαλδαίους.—Γέν. 11:28, 31· 15:7· Πράξ. 7:2.
Στην εποχή του Αβραάμ η Ουρ δεν ήταν ευτελής πόλις, μολονότι δεν ήταν πια η ισχυρή Σουμεριανή πρωτεύουσα, που ήταν πριν από 150 περίπου χρόνια, προτού εισβάλουν σ’ αυτήν οι Ελαμίται. Μέσα από το ωοειδές, μερικώς κατεστραμμένο τείχος της, ζούσαν τουλάχιστον ένα τέταρτο του εκατομμυρίου κάτοικοι. Κατά τον Κέλλερ, στο βιβλίο Η Γραφή ως Ιστορία, η Ουρ εκείνο τον καιρό ήταν μια «ισχυρή, ευημερούσα, πολύχρωμη και πολυάσχολη πρωτεύουσα.»
Αλλά, προ πάντων, η Ουρ ήταν μια θρησκευτική πόλις. Ολόκληρη η βορειοδυτική συνοικία της ήταν παραδεδομένη στην ειδωλολατρία, κυρίως του θεού της σελήνης Νάννα και της συντρόφου του Νινγάλ, σ’ αυτόν δε τον τόπο ευρίσκοντο οι «ζίγγουρατ» και οι ναοί. Σαν να μην ήταν αρκετό αυτό, υπήρχαν και ναΐσκοι διασκορπισμένοι σε όλη την πόλι για τη λατρεία άλλων θεών, κάθε δε σπίτι, εκτός από τα σπίτια των πολύ φτωχών, είχε τον δικό του ναΐσκο. «Η θρησκεία της ήταν μια πολυθεΐα του πιο χονδροειδούς τύπου,» λέγει ο αρχαιολόγος Ούλλεϋ στο βιβλίο του Αβραάμ. Τέτοια, λοιπόν, ήταν η πόλις στην οποίαν ανετράφη ο Άβραμ.
«ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΩΝ»
Η πίστις αποδεικνύεται με έργα. (Ιάκ. 2:14-26) Ότι είχε πίστι ο Άβραμ το απέδειξε με τα έργα του επί εκατό χρόνια και πλέον. Η πρώτη πραγματική δοκιμασία πίστεως που ήλθε στον Άβραμ, σύμφωνα με τον λόγον του Θεού, ήταν όταν αυτός είχε πιθανώς ηλικία εβδομήντα περίπου ετών κι ενεφανίσθη σ’ αυτόν ο Θεός και του είπε: «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει· και θέλω σε κάμει εις έθνος μέγα· και θέλω σε ευλογήσει, και θέλω μεγαλύνει το όνομά σου· και θέλεις είσθαι εις ευλογίαν· και θέλω ευλογήσει τους ευλογούντάς σε, και τους καταρωμένους σε θέλω καταρασθή· και θέλουσιν ευλογηθή εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης.» Ο Στέφανος διασαφηνίζει ότι αυτή η κλήσις του Άβραμ έγινε «ότε ήτο εν τη Μεσοποταμία πριν κατοίκηση εν Χαρράν.»—Γέν. 12:1-3· Πράξ. 7:2.
Εχρειάσθη πραγματική πίστις για τον Άβραμ καθώς και τον πατέρα του Θάρα και τον ανεψιό του Λωτ και όλους του οίκου των, ν’ αναχωρήσουν από την Ουρ. Ταξιδεύοντας πολλά μίλια προς τα βορειοδυτικά, παρέμειναν για λίγο στη Χαρράν. Και η Χαρράν, επίσης, ήταν αφωσιωμένη στη λατρεία του Θεού της σελήνης, κι έτσι δεν είναι εκπληκτικό ότι όταν πέθανε ο Θάρα, οπότε ο Άβραμ ήταν εβδομήντα πέντε ετών, επροχώρησε ο Άβραμ προς τη γη που του είχε υποσχεθή ο Θεός.—Γέν. 11:32· 12:4.
Πολύ κατάλληλα, ο απόστολος Παύλος, στο θέμα περί πίστεως, τονίζει την πίστι του Άβραμ, λέγοντας: «Δια πίστεως υπήκουσεν ο Αβραάμ, ότε εκαλείτο να εξέλθη εις τον τόπον τον οποίον έμελλε να λάβη εις κληρονομίαν, και εξήλθε μη εξεύρων πού υπάγει. Δια πίστεως παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως ξένην, κατοικήσας εν σκηναίς. . . . Διότι περίμενε την πάλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.» Ο Ιησούς Χριστός έδωσε ομοία μαρτυρία: «Ο Αβραάμ ο πατήρ σας είχεν αγαλλίασιν να ίδη την ημέραν την εμήν και είδε, και εχάρη.»—Εβρ. 11:8-16· Ιωάν. 8:56.
Ένεκα της πίστεως του Άβραμ, ο Ιεχωβά Θεός εφανερώθη πραγματικά σ’ αυτόν. Κατ’ επανάληψιν αναγινώσκομε ότι ο Άβραμ ανήγειρε θυσιαστήρια στον Ιεχωβά και ότι επεκαλέσθη το όνομα του Ιεχωβά, δηλαδή, φανερώνοντας ή κηρύττοντας τούτο, και αφ’ έτερου αναγινώσκομε ότι ο Ιεχωβά κατ’ επανάληψιν εφάνη στον Άβραμ. Όταν ο Ιεχωβά υπεσχέθη στον Άβραμ ένα γυιό στη γεροντική του ηλικία, η πίστις του δεν εκλονίσθη αλλά «επίστευσεν εις τον Ιεχωβά· και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην.» Αφού ο Άβραμ περιεπλανήθη επί είκοσι τέσσερα χρόνια, ο Θεός εθέσπισε τη διαθήκη της περιτομής με αυτόν και τον οίκον του, οπότε ο Θεός, επίσης, άλλαξε το όνομα του Άβραμ και το έκαμε Αβραάμ, που σημαίνει «πατήρ πλήθους.» Εν τω μεταξύ ο Άβραμ, κατ’ εισήγησιν της Σάρρας, απέκτησε ένα γυιό από τη δούλη της Άγαρ, τον οποίον ωνόμασε Ισμαήλ· αλλά το θέλημα του Ιεχωβά ήταν να προέλθη ο υποσχεμένος κληρονόμος μέσω της Σάρρας.—Γέν. 15:6, ΜΝΚ· 17:5, 9-14, 24-27.
Τελικά, αφού ο Αβραάμ ανέμεινε με πίστι επί πολλά έτη, γεννήθηκε ο Ισαάκ, ο υποσχόμενος κληρονόμος. Καίτοι είχε δοκιμασθή η πίστις του στη διάρκεια όλου αυτού του καιρού, η μεγαλύτερη δοκιμασία του επρόκειτο να έλθη ακόμη, όταν ο Ισαάκ έγινε ένας νεανίας. Τότε ήταν που ενεφανίσθη ο Ιεχωβά στον Αβραάμ και είπε: «Λάβε τώρα τον υιόν σου τον μονογενή, τον οποίον ηγάπησας, τον Ισαάκ, και ύπαγε εις τον τόπον Μοριά, και πρόσφερε αυτόν εκεί εις ολοκαύτωμα, επί ενός των ορέων, το οποίον θέλω σοι ειπεί.» Με πόσο βαριά καρδιά πρέπει να είχε ακούσει ο Αβραάμ αυτούς τους λόγους και ξεκίνησε γι’ αυτό το ταξίδι!—Γέν. 22:2.
Μεγαλύτερη δοκιμασία της πίστεως και υπακοής του Αβραάμ δεν θα μπορούσε να κάμη ο Ιεχωβά Θεός απ’ αυτήν, διότι αναμφιβόλως κανένας ανθρώπινος πατέρας, ούτε πριν ούτε μετά, δεν αγάπησε τον γυιό του περισσότερο απ’ όσο ο Αβραάμ αγάπησε τον Ισαάκ. Μήπως δεν είχε ικετεύσει τον Ιεχωβά: «Τι θέλεις δώσει εις εμέ, ενώ εγώ απέρχομαι άτεκνος, ο δε κληρονόμος της οικίας μου είναι ούτος ο εκ Δαμασκού Ελιέζερ;» Μήπως δεν ανέμενε πολλά χρόνια για τον Ισαάκ; Εκτός απ’ αυτό, δεν είχε υποσχεθή ο Θεός ότι εν τω Ισαάκ ήθελε κληθή εις αυτόν σπέρμα; Και τώρα διετάσσετο να τον θυσιάση. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε να εκπληρωθή αυτή η υπόσχεσις;—Γέν. 15:2.
Αλλ’ η πίστις του Αβραάμ δεν εκλονίσθη. «Συλλογισθείς ότι ο Θεός δύναται και εκ νεκρών να ανεγείρη [τον Ισαάκ].» Με υπακοή ξεκίνησε για κείνο το ταξίδι στο Όρος Μοριά. Εκεί ανήγειιρε ένα θυσιαστήριο από λίθους, ετακτοποίησε τα ξύλα, έδεσε τον αγαπητό του γυιό χέρια και πόδια και κατόπιν «εκτείνας ο Αβραάμ την χείρα αυτού, έλαβε την μάχαιραν δια να σφάξη τον υιόν αυτού.» Αφού ο Αβραάμ αντιμετώπισε την υπέρτατη δοκιμασία πίστεως, δεν επετράπη να προχωρήση περισσότερο. Ένας άγγελος του Ιεχωβά εφώναξε για να εμποδίση το χέρι του Αβραάμ, κι επρομήθευσε ένα κριόν στη θέσι του Ισαάκ.—Εβρ. 11:19· Γέν. 22:3-14.
Αφού ο Αβραάμ προσέφερε τον κριόν αυτόν, ο άγγελος του Θεού του είπε περαιτέρω: «Ώμοσα εις εμαυτόν, λέγει ο Ιεχωβά, ότι, επειδή έπραξας το πράγμα τούτο . . . ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης· και . . . εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης.» Μετά από λίγον καιρό πέθανε η Σάρρα, και ο Αβραάμ έλαβε ως σύζυγον τη Χεττούρα, από την οποία θαυματουργικά απέκτησε άλλους έξη γυιούς.—Γέν. 22:16-18, ΜΝΚ· 25:1, 2.
ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ
Αληθινά, πολύ εύλογα ο Αβραάμ καλείται «πατήρ πάντων των πιστευόντων» και «φίλος του Ιεχωβά.» Τι παράδειγμα αποτελεί η ζωή του, ζωή πίστεως, για όλους τους Χριστιανούς! Όχι μόνο στο ζήτημα της πίστεως, αλλά και σε γενναιοδωρία, σε φιλοξενία και απηλλαγμένος από αγάπη του χρήματος εδείχθη παραδειγματικός ο Αβραάμ. Εγκαταλείποντας την πατρίδα του κι αναχωρώντας δεν εγνώριζε πού, βέβαια, θα υφίστατο σημαντική οικονομική θυσία, διότι η περιοχή της Ουρ ήταν πολύ εύφορη, διότι εποτίζεττο από τον Ευφράτη· αλλά μόλις ο Αβραάμ εισήλθε στη Χαναάν, παρέστη ανάγκη να μεταβή στην Αίγυπτο λόγω της σιτοδείας στη γη Χαναάν. Πόσο απηλλαγμένη από αγάπη του χρήματος ήταν η συμπεριφορά του στον ανεψιό του Λωτ! Μολονότι ο Αβραάμ ήταν ο πρεσβύτερος και η κεφαλή του οίκου, ωστόσο αφήκε τον Λωτ να λάβη τους πιο εκλεκτούς βοσκοτόπους κι ο ίδιος πήρε ό,τι είχε απομείνει! Αργότερα, αφού διέσωσε τον ανεψιό του Λωτ από τους εισβολείς βασιλείς, ο Αβραάμ όχι μόνο αρνήθηκε να δεχθή ούτε νήμα ούτε ιμάντα υποδήματος ως λάφυρον αλλά και προσέφερε το δέκατον των όσα είχε στον Βασιλέα-Ιερέα Μελχισεδέκ.
Και τι γενναιόδωρη φιλοξενία επέδειξε ο Αβραάμ στους τρεις ξένους, που συνέπεσε προφανώς να περάσουν μια μέρα απ’ εκεί! Τους έκαμε να δεχθούν τις ανέσεις του τόπου του και συγχρόνως έσφαξε ένα καλό και τρυφερό μοσχάρι, είπε στη σύζυγο του Σάρρα να κάμη «εγκρυφίας» από σεμιγδάλι και κατόπιν τα έθεσε έμπροσθεν αυτών με γάλα και βούτυρο, προσφέροντας σ’ αυτούς το καλύτερο που μπορούσε.—Γεν. 13:5-13· 14:17-23· 18:2-8· Εβρ. 13:1, 5.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Ως κεφαλή οικογενείας ο Αβραάμ έδωσε, επίσης, ένα ωραίο παράδειγμα. Σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσε αργότερα ο Ιεχωβά στον φυσικό και στον πνευματικό Ισραήλ, ο Αβραάμ ‘διέταξε προς τους υιούς αυτού και προς τον οίκον αυτού, να φυλλάττουν την οδόν του Ιεχωβά.’ Δεν υπάρχει αμφισβήτησις για το ότι εξεπαίδευσε τον υιόν του Ισαάκ στην ορθή οδό, γιατί αλλιώς ο Ισαάκ ποτέ δεν θα υπετάσσετο στον ηλικιωμένο πατέρα του να του δέση χέρια και πόδια για να προσφερθή ως θυσία! Και σαν ένας σοφός πατέρας, ο Αβραάμ ενδιεφέρθη βαθιά στο να νυμφευθή ο γυιός του μια πιστή σύζυγο, όχι μια ειδωλαλάτριδα.—Γέν. 18:19, ΜΝΚ· 24:3, 4.
Όταν ο ανεψιός του Λωτ ηχμαλωτίσθη μαζί με την οικογένειά του, ο Αβραάμ ανέλαβε την ευθύνη να τον διασώση. Με 318 από τους δούλους του εφώρμησε κατά του εχθρού τη νύχτα για ν’ απελευθερώση τον Λωτ και εκείνους που ήσαν μαζί του. Έτσι ο Αβραάμ ασφαλώς έγινε ο πρώτος πολεμιστής του Ιεχωβά και διεξήγαγε τη μάχη που θα μπορούσε βεβαίως να ήταν η πρώτη από τις μάχες που αναγράφονται «εν τω βιβλίω των πολέμων του Ιεχωβά.» Επίσης, όταν η κατάκρισις του Ιεχωβά απειλούσε την όλη περιοχή της διαμονής του Λωτ, ο Αβραάμ ικέτευσε τον Ιεχωβά: «Ο κρίνων πάσαν την γην δεν θέλει κάμει κρίσιν;» Ο Αβραάμ εφάνη ότι ήταν του ορθού είδους κεφαλή οίκου, είτε επρόκειτο για τη χρήσι πολεμικών όπλων είτε για προσευχή στον Θεό!—Γέν. 14:13-16· 18:25· Αριθμ. 21:14, ΜΝΚ.
Ο Αβραάμ, μακριά από το να είναι ο γυναικόδουλος σύζυγος, που υπαινίσσονται μερικοί ανώτεροι κριτικοί ότι ήταν, απεκαλείτο «κύριος» από τη Σάρρα τη σύζυγο του. Επί πλέον, εκείνη πρόθυμα συνεμορφώθη με την υπόδειξί του να παρασταθή ως αδελφή του για να σώση τη ζωή του συζύγου της. Εφόσον ο Αβραάμ πουθενά δεν επικρίνεται διότι κατέφυγε σ’ αυτό το στρατήγημα, κι εφόσον και στις δύο περιπτώσεις, που ακολούθησε αυτή την πορεία, ο Ιεχωβά κατηύθυνε τα πράγματα έτσι ώστε να προστατευθή η Σάρρα από κακοποίησι, μας αποκλείεται να βρούμε σφάλμα στον Αβραάμ σ’ αυτό το σημείο. Κι ο Αβραάμ και η Σάρρα ανεγνώριζαν το γεγονός ότι στην εποχή τους οι γυναίκες εθεωρούντο ως μέσον για την επίτευξι ενός σκοπού.—Γέν. 18:12· 12:11-20· 1 Πέτρ. 3:6.
ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Η παραδειγματική ζωή του Αβραάμ χρησιμεύει και ως ένα φως στον δρόμο μας, διότι ήταν γεμάτη από προφητική σημασία. Κατ’ επανάληψιν ο Αβραάμ χρησιμοποιείται για να εξεικονίση τον Ιεχωβά Θεό. Έτσι, το γεγονός ότι το όνομα του Αβραάμ έγινε μέγα, και το ότι κατέστη ευλογία, εξεικόνιζε το γεγονός ότι ο Ιεχωβά θα εμεγάλυνε το όνομά του και ότι Αυτός θα ήταν μια ευλογία.—Γέν. 12:2· Μαλαχ. 1:11.
Επίσης, όπως η Σάρρα επί πολύν καιρό ήταν στείρα, έτσι και η ουράνια Ιερουσαλήμ του Θεού, η ομοία με σύζυγον οργάνωσίς του, παρέμεινε πολύν καιρό στείρα, ως τότε που παρήγαγε τον Ιησούν ως το κεχρισμένον ‘σπέρμα της γυναικός.’ Και όπως ο Αβραάμ σε δύο περιπτώσεις απέκρυψε τη σχέσι του με τη Σάρρα, έτσι εφάνη ωσάν ο Ιεχωβά Θεός να είχε απαρνηθή τη συζυγική του οργάνωσι ή αποκρύψει τη σχέσι του με αυτήν επί μακράν περίοδον χρόνου, αφήνοντας τα όργανα του Σατανά να πειράσουν τους εκπροσώπους της επάνω στη γη.—Ησ. 54:1-8.
Όπως ο Αβραάμ είχε δύο γυιούς από δύο γυναίκες, έτσι κι ο Ιεχωβά Θεός απέκτησε δύο λαούς, τους φυσικούς Ιουδαίους από μια επίγεια οργάνωσι και τους πνευματικούς Ιουδαίους από μια ουράνια οργάνωσι, την άνω Ιερουσαλήμ. Όπως η Άγαρ, η δούλη, υπηρέτησε προσωρινά, έτσι και το έθνος Ισραήλ, που ήταν σε δουλεία υπό τη διαθήκη του νόμου, διετέλεσε προσωρινά. Όπως η Σάρρα, η ελευθέρα, εγέννησε το σπέρμα της επαγγελίας, έτσι κι η ελευθέρα ουράνια Ιερουσαλήμ εγέννησε τον κατ’ επαγγελίαν Κληρονόμον.—Γαλ. 4:21-31.
Το ότι προσέφερε ο Αβραάμ τον γυιό του Ισαάκ εξεικόνιζε το γεγονός ότι ο Ιεχωβά θα προσέφερε τον μονογενή του Υιόν. Και τελικά, το ότι απέστειλε τον Ελιέζερ να φροντίση για μια νύφη για τον Ισαάκ εξεικόνιζε το γεγονός ότι ο Ιεχωβά θα απέστελλε το άγιο πνεύμα του, αρχίζοντας από την Πεντηκοστή, για να λάβη μια πνευματική νύφη για τον Υιόν του.—Ιωάν. 3:16· Γαλ. 3:16.
Αληθινά, η αφήγησις της Αγίας Γραφής για τη ζωή ανδρών όπως ο Αβραάμ υπογραμμίζει το γεγονός ότι αυτή πραγματικά είναι λύχνος εις τους πόδας μας και φως εις τας τρίβους μας!