Ψαλμοί
Πόσο Καλά Γνωρίζει ο Θεός τους Δούλους Του;
Ο ΙΕΧΩΒΑ Θεός γνωρίζει πράγματι τους δούλους του. Ούτε οι γονείς, ούτε τα παιδιά, ούτε οι αδελφοί και οι αδελφές, ούτε οι πιο στενοί φίλοι, μπορούν να μας γνωρίζουν τόσο καλά όσο ο Ύψιστος. Μας γνωρίζει ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι γνωρίζομε εμείς τον εαυτό μας. Ο βαθμός της γνώσεως του Θεού για τους ανθρώπους περιγράφεται θαυμάσια στον Ψαλμό 139.
Ο ψαλμωδός Δαβίδ ωμολόγησε: «Κύριε, εδοκίμασάς με και με εγνώρισας. Συ γνωρίζεις το κάθισμά μου και την έγερσίν μου· νοείς τους λογισμούς μου από μακρόθεν· εξερευνάς το περιπάτημά μου και το πλαγίασμά μου και πάσας τας οδούς μου γνωρίζεις. Διότι και πριν έλθη ο λόγος εις την γλώσσαν μου, ιδού, Κύριε, γνωρίζεις το παν.»—Ψαλμ. 139:1-4.
Σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια, η γνώσις του Ιεχωβά για τον ψαλμωδό Δαβίδ ήταν τέτοια σαν να την είχε αποκτήσει μέσω μιας λεπτομερούς έρευνας. Ο Ύψιστος τον γνώριζε σε όλες τις καθημερινές δραστηριότητές του, είτε ο Δαβίδ αναπαυόταν είτε ήταν ξύπνιος. Τίποτε απ’ αυτά που έκανε ο Δαβίδ δεν ήταν άγνωστο στον Ιεχωβά. Ο Παντοδύναμος, μολονότι βρίσκεται πολύ μακριά λόγω του ότι ο τόπος κατοικίας του βρίσκεται στους ύψιστους ουρανούς, γνώριζε τις σκέψεις του Δαβίδ. Το ότι ο Ιεχωβά ‘εξερευνά’ το ‘περιπάτημα’ και το ‘πλαγίασμα’ του ψαλμωδού, προφανώς σημαίνει ότι όλα τα έργα του Δαβίδ βρίσκονται κάτω από τον άμεσο έλεγχο του Θεού, σαν να τα μετρά για να καθορίση τι ακριβώς ήσαν—τη φύσι τους. Έτσι ο Ύψιστος Κυρίαρχος είχε πλήρη γνώσι των ‘οδών’ του ψαλμωδού στην πορεία της ζωής του. Ο Δαβίδ κατανοούσε ότι δεν μπορούσε να πη τίποτε που θα ήταν κρυφό από τον Ιεχωβά. Ακόμη και ο «λόγος εις την γλώσσαν,» που δεν είχε ακόμη λεχθή, μπορούσε ν’ αναγνωρισθή από το Δημιουργό. Επίσης, τα πραγματικά αισθήματα απλώς δεν μπορούσαν να αποκρυφθούν από τον Ιεχωβά με υποκριτικά λόγια. Οι άνθρωποι μπορεί να εξαπατώνται από τα απαλά λόγια, αλλά όχι ο Παντοδύναμος.
Ο Δαβίδ ανεγνώριζε ότι υπήρχαν όρια ως προς το τι μπορούσε να κάνη στη διάρκεια της πορείας της ζωής του. Επίσης, κατανοούσε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής από το άγρυπνο μάτι και από το χέρι ή τον έλεγχο του Πλάστη του. Αυτό προφανώς είναι εκείνο που υπονοεί ο ψαλμωδός όταν λέη: «Με περικυκλόνεις όπισθεν και έμπροσθεν, και έθεσας επ’ εμέ την χείρα σου.»—Ψαλμ. 139:5.
Η βαθειά γνώσις που είχε ο Ιεχωβά γι’ αυτόν, γέμιζε τον ψαλμωδό με δέος, υποκινώντας τον ν’ αναφωνήση: «Η γνώσις αύτη είναι υπερθαύμαστος εις εμέ· είναι υψηλή· δεν δύναμαι να φθάσω εις αυτήν.» (Ψαλμ. 139:6) Η γνώσις του Θεού για τους ανθρώπους ατομικά είναι τόσο ευρεία ώστε δεν μπορεί να εξακριβωθή από τους ανθρώπους. Κανένας άνδρας ή γυναίκα δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάση στην απόκτησι τέτοιας γνώσεως.
Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΜΠΟΔΙΟ
Τίποτε δεν μπορεί να εμποδίση τον Ιεχωβά από το να έχη πλήρη γνώσι για τους δούλους του. Άσχετα με το πού μπορεί να πάνε, το πνεύμα του Θεού θα ενεργή σ’ αυτούς. Ο ψαλμωδός διακήρυξε: «Πού να υπάγω από του πνεύματος σου; Και από του προσώπου σου πού να φύγω; Εάν αναβώ εις τον ουρανόν, είσαι εκεί· εάν πλαγιάσω εις τον άδην, ιδού, συ. Εάν λάβω τας πτέρυγας της αυγής και κατοικήσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και εκεί θέλει με οδηγήσει η χειρ σου και η δεξιά σου θέλει με κρατεί.»—Ψαλμ. 139:7-10.
Σημειώστε ότι ο ψαλμωδός μίλησε για το πνεύμα του Θεού παραλληλίζοντάς το με το πρόσωπο του Θεού. Επειδή το πνεύμα του Θεού ή ενεργός δύναμίς του, μπορεί να φθάση στα πιο απομακρυσμένα μέρη του αχανούς σύμπαντος, κανείς δεν μπορεί να διαφύγη από το πρόσωπο του Υψίστου, δηλαδή, από την προσοχή του. Στον καιρό του ψαλμωδού, το να πάη κανείς στον ουρανό σήμαινε ν’ ανεβή στα υψηλά όρη, οι κορυφές των οποίων κρύβονται συχνά από σύννεφα. Έτσι, αν ένα άτομο έφθανε στην πιο υψηλή ορεινή κορυφή, κι’ εκεί θα εξακολουθούσε να μην είναι απρόσιτο από το πνεύμα του Θεού. Ούτε θα μπορούσε να ξεφύγη από το πρόσωπο ή την προσοχή του Ιεχωβά με το να πλαγιάση στον Σιεόλ, μεταφορικά, στα έγκατα της γης. Επίσης, αν μπορούσε να ‘λάβη τας πτέρυγας της αυγής’a και να φθάση στο πιο μακρινό μέρος της δύσεως, θα εξακολουθούσε να υπόκειται στο χέρι του Θεού ή στον έλεγχο και την κατεύθυνσί του. Ο Ιεχωβά, μέσω του πνεύματός του, θα ήταν εκεί για να τον οδηγή.—Παράβαλε με Δευτερονόμιο 30:12, 13· Αμώς 9:2, 3, όπου χρησιμοποιείται παρόμοια γλώσσα.
ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΡΥΨΙΣ ΔΕΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Όπως η μεγάλη απόστασι δεν κάνει κάποιον απρόσιτο στον Ιεχωβά, έτσι και το σκότος. Ο ψαλμωδός συνεχίζει: «Εάν είπω, Αλλά το σκότος θέλει με σκεπάσει, και η νυξ θέλει είσθαι φως περί εμέ· και αυτό το σκότος δεν σκεπάζει ουδέν από σου· και η νυξ λάμπει ως η ημέρα· εις σε το σκότος είναι ως το φως.» (Ψαλμ. 139:11, 12) Ένα άτομο θα μπορούσε ξαφνικά να καλυφθή με πλήρες σκότος σαν κάτι να τον εξαφάνισε ή να τον άρπαξε. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον ο Ιεχωβά ενδιαφέρεται, το άτομο είναι τόσο ορατό σαν να στεκόταν στο λαμπρό φως της ημέρας.
Αναπτύσσοντας το σημείο αυτό περισσότερο, ο ψαλμωδός δηλώνει: «Διότι συ εμόρφωσας τους νεφρούς μου· με περιετύλιξας εν τη κοιλία της μητρός μου. Θέλω σε υμνεί, διότι φοβερώς και θαυμασίως επλάσθην· θαυμάσια είναι τα έργα σου- και η ψυχή μου κάλλιστα γνωρίζει τούτο. Δεν εκρύφθησαν τα οστά μου από σου, ενώ επλαττόμην εν τω κρυπτώ και διεμορφονόμην εν τοις κατωτάτοις της γης. Το αδιαμόρφωτον του σώματός μου είδον οι οφθαλμοί σου· και εν τω βιβλίω σου πάντα ταύτα ήσαν γεγραμμένα, ως και αι ημέραι καθ’ ας [τα μέρη του σώματος] εσχηματίζοντο, και ενώ ουδέν [διακεκριμένο μέρος του σώματος] εκ τούτων υπήρχε.»—Ψαλμ. 139:13-16.
Είναι ενδιαφέρον το ότι ο ψαλμωδός ανέφερε ειδικά ότι οι νεφροί δημιουργήθηκαν από το Θεό. Αν λάβωμε υπ’ όψιν τη θέσι τους βαθιά μέσα στο σώμα, οι νεφροί είναι από τα πιο απρόσιτα όργανα. Ο Ιεχωβά Θεός, όμως, μπορεί να δη κατ’ ευθείαν μέσα στη μήτρα και τις πιο εσωτερικές εσοχές του εμβρύου που αναπτύσσεται. Ο συλλογισμός του Δαβίδ για το θαυμαστό τρόπο με τον οποίο σχηματίσθηκε στη μήτρα, διήγειρε μέσα του εκφράσεις αίνου για τον Πλάστη του. Το έμβρυο ήταν κρυμμένο από την όρασι του ανθρώπου σαν να αναπτυσσόταν στα κατώτατα κοιλώματα της γης. Έτσι, ο ψαλμωδός προφανώς αναφέρθηκε στη μήτρα της μητέρας του ως ‘τα κατώτατα της γης.’ Εκεί στη μήτρα, η κρυφή ανάπτυξις των οστών, των τενόντων και των μυών ήταν ανάλογη με τη δομή ενός βρέφους. Όλα ήσαν ορατά στον Ύψιστο.
Είναι εκπληκτικό το ότι, προτού τα διάφορα μέρη του σώματός του γίνουν διακεκριμένα στη μήτρα, η εμφάνισις του Δαβίδ ήταν ήδη γνωστή στο Θεό, κι’ αυτό επειδή η ανάπτυξις του εμβρύου ακολούθησε ένα ακριβές πρότυπο σαν να υπάκουε στις οδηγίες που εκτίθενται σ’ ένα βιβλίο.
ΠΩΣ Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΗΡΕΑΣΗ ΚΑΠΟΙΟΝ
Ο ψαλμωδός πρέπει να είχε κατανοήσει ότι η ανάπτυξις ενός βρέφους αποτελούσε εξέχουσα ένδειξι της ασύγκριτης σοφίας του Θεού. Αυτή η κατανόησις λογικά θα είχε υποκινήσει το Δαβίδ να στοχασθή τους διαλογισμούς του Θεού, όπως και έκανε όταν έγραψε: «Πόσον δε πολύτιμοι είναι εις εμέ αι βουλαί σου, Θεέ· πόσον εμεγαλύνθη ο αριθμός αυτών. Εάν ήθελον να απαριθμήσω αυτάς, υπερβαίνουσι την άμμον· εξυπνώ, και έτι είμαι μετά σου.» (Ψαλμ. 139:17, 18) Τόσο πολυάριθμες ήσαν οι σκέψεις του Ιεχωβά ώστε αν ο Δαβίδ άρχιζε να τις απαριθμή στη αρχή της ημέρας και συνέχιζε μέχρις ότου πήγαινε να κοιμηθή, δεν θα τελείωνε. Ξυπνώντας το πρωί, θα εξακολουθούσε να είναι με τον Ύψιστο, δηλαδή, θα συνέχιζε να απαριθμή τις σκέψεις του Δημιουργού.
Επειδή ο Ιεχωβά είναι τόσο μεγάλος Θεός, οι ασεβείς ασφαλώς είναι αδικαιολόγητοι. Ο Δαβίδ προσεύχεται για να λάβουν πείρα δίκαιης ανταποδόσεως: «Βεβαίως θέλεις θανατώσει τους ασεβείς, Θεέ· απομακρύνθητε λοιπόν απ’ εμού, άνδρες αιμάτων. Διότι λαλούσι κατά σου ασεβώς· οι εχθροί σου λαμβάνουσι το όνομά σου επί ματαίω.» (Ψαλμ. 139:19, 20) Λόγω του υπομνήματός τους ενοχής για αιματοχυσία και μομφής στο όνομα του Θεού, ο Δαβίδ έβλεπε αυτούς τους ασεβείς με αποστροφή. Διαβάζομε τα λόγια του: «Μη δεν μισώ, Κύριε, τους μισούντας σε; Και δεν αγανακτώ κατά των επανισταμένων επί σε; Με τέλειον μίσος μισώ αυτούς· δια εχθρούς έχω αυτούς.»—Ψαλμ. 139:21, 22.
Με κανένα τρόπο ο Δαβίδ δεν ήθελε να μοιάση σ’ αυτούς τους ασεβείς ανθρώπους. Επιθυμούσε να τον εξετάση ο Ιεχωβά, να αποκαλύψη τα κρυφά ελαττώματά του, και ύστερα ήθελε να τον οδηγήση ο Ύψιστος στον ορθό δρόμο. Μ’ αυτή τη σκέψι, τελειώνει ο Ψαλμός 139. Διαβάζομε: «Δοκίμασόν με, Θεέ, και γνώρισον την καρδίαν μου· εξέτασόν με και μάθε τους στοχασμούς μου· και ιδέ, αν υπάρχη εν εμοί οδός ανομίας· και οδήγησόν με εις την οδόν την αιώνιον.»—Ψαλμ. 139:23, 24.
Ο Ψαλμός 139 πρέπει να παράσχη σε μας πραγματική ενθάρρυνσι. Επειδή τίποτε δεν διαφεύγει από την όρασι του ουράνιου Πατέρα μας, Εκείνος μπορεί πάντοτε να έλθη σε βοήθειά μας σε καιρό ανάγκης. Το ότι γνωρίζει τους ανθρώπους βαθιά, παρέχει ισχυρή διαβεβαίωσι ότι μπορεί, μέσω του Υιού του, να αναστήση τους νεκρούς, επειδή κάθε λεπτομέρεια γι’ αυτούς διατηρείται με ακρίβεια στην τέλεια μνήμη του. Η γνώσις του Ιεχωβά για μας ατομικά, πρέπει να επηρεάση τη ζωή μας προς το καλό, υποκινώντας μας να τον αινούμε και να συμπεριφερώμεθα με τρόπο που δείχνει ότι είμαστε πάντοτε κάτω από την παρατήρησί του.
[Υποσημειώσεις]
a Τα λόγια ‘οι πτέρυγες της αυγής’ περιγράφουν ποιητικά πώς το φως της αυγής, σαν να είχε πτέρυγες, απλώνεται αμέσως από την ανατολή ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της δύσεως.
[Εικόνες στη σελίδα 14]
«Εάν αναβώ εις τον ουρανόν, είσαι εκεί.»
«Δεν εκρύφθησαν τα οστά μου από σου, ενώ επλαττόμην εν τω κρυπτώ.»