Ψαλμοί
Ο Θεός Ελευθερώνει τον Συνετόν
ΕΧΕΤΕ παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι συχνά συνωστίζονται γύρω από πλούσιους ανθρώπους και γύρω απ’ εκείνους που έχουν εξέχουσα θέσι στην κοινωνία; Από την άλλη πλευρά, συχνά αποφεύγουν τους φτωχούς, τους ασθενείς κι εκείνους που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στερούνται δυνάμεως.
Μια πείρα αυτής της μορφής αναφέρεται στον Ψαλμό 41. Αυτός ο Ψαλμός μπορεί να διαιρεθή σε τρία μέρη. Στην αρχή αναφέρονται οι ευλογίες που ο Θεός επιδαψιλεύει στα άτομα που φέρονται στοργικά προς τον ‘πτωχόν.’ (Εδ. 1-3) Κατόπιν, περιγράφεται μια σοβαρή ασθένεια και προδοσία από φίλους, την οποία υπέστη ο ίδιος ο ψαλμωδός. (Εδ. 4-9) Τελικά, αναγράφεται μια προσευχή για θεία βοήθεια και μια έκφρασις σταθερής εμπιστοσύνης ότι η προσευχή θα λάβη ευνοϊκή ακρόασι. (Εδ. 10-12) Το τελικό εδάφιο (13) φαίνεται ότι είναι ο επίλογος στο πρώτο από τα πέντε μικρότερα «βιβλία» στα οποία χωρίζεται το βιβλίο των ψαλμών.
Η επιγραφή του Ψαλμού 41 δηλώνει ότι είναι «ψαλμός του Δαβίδ.» Οι περιστάσεις που περιγράφονται σ’ αυτό τον ψαλμό ταιριάζουν κατάλληλα με τα δύσκολα χρόνια της ζωής του Δαβίδ, που ακολούθησαν την αμαρτία του με τη Βηθ-σαβεέ. (2 Σαμ. κεφ. 11-18) Εντούτοις, αναφέρει πείρες σαν αυτές που οι αφιερωμένοι δούλοι του Θεού έχουν δοκιμάσει σε όλες τις περιόδους της ιστορίας.
Ο ψαλμός αρχίζει ως εξής: «Μακάριος ο επιβλέπων (με προσοχή, ΜΝΚ) εις τον πτωχόν.» (Ψαλμ. 41:1α) Η Εβραϊκή λέξις, που μεταφράζεται εδώ ‘πτωχός,’ κατά γράμμα σημαίνει «αδύνατος,» «ισχνός,» «λεπτός.» Υπονοεί κάποιον που είναι αδύναμος λόγω φτώχειας, ασθενείας ή καταπιεστικών καταστάσεων, και ο οποίος χρειάζεται βοήθεια. Εκείνος που ‘επιβλέπει με προσοχή’ αντιλαμβάνεται την ανάγκη αυτού του ‘πτωχού.’ Αντί να τον προσπερνά με αδιαφορία, φροντίζει και προσέχει αυτόν που βρίσκεται σε ανάγκη, δείχνοντας στοργικό αίσθημα αγάπης για τον πλησίον. Αυτός που ενδιαφέρεται είναι στην πραγματικότητα «μακάριος,» πρώτον επειδή απολαμβάνει την ειδική κατάστασι ευεξίας που επέρχεται σε κάποιον ο οποίος είναι γενναιόδωρος και, δεύτερον επειδή έχει την εύνοια του Παντοδυνάμου Θεού, του οποίου τη γενναιοδωρία μιμείται.—Πράξ. 20:35. Ιακ. 1:17.
Ο ψαλμωδός συνεχίζει λέγοντας για το άτομο αυτό που δείχνει ενδιαφέρον: «Εν ημέρα θλίψεως θέλει ελευθερώσει αυτόν ο Κύριος. Ο Κύριος θέλει φυλάξει αυτόν και διατηρήσει την ζωήν αυτού· μακάριος θέλει είσθαι επί της γης· και δεν θέλεις παραδώσει αυτόν εις την επιθυμίαν των εχθρών αυτού.»—Ψαλμ. 41:1β, 2.
Η ‘ημέρα θλίψεως’ μπορεί ν’ αναφέρεται σε οποιαδήποτε συμφορά ή ακόμη και σε μια εκτεταμένη περίοδο δυσκολιών. Το εδάφιο 3 δείχνει ότι ο ψαλμωδός είχε υπ’ όψιν του ιδιαίτερα την ασθένεια που είχε περιορίσει εκείνον που έδειχνε φροντίδα για τον πτωχό σε μια πολύ αυστηρά εξασθενημένη κατάστασι. Το άτομο αυτό εξέφραζε πεποίθησι ότι ο Ιεχωβά θα τον προστάτευε στη διάρκεια της αδυναμίας και θα φρόντιζε να διατηρηθή στη ζωή. Όταν άλλοι θα παρατηρούσαν την ένδειξι της απελευθερώσεως αυτού του ατόμου από μια προφανώς απελπιστική κατάστασι από μέρους του Θεού, θα τον χαρακτήριζαν ‘μακάριον επί της γης,’ διαδίδοντας τα νέα για την ελεήμονα πολιτεία του Θεού μ’ αυτό το άτομο.
Ο ψαλμωδός συνεχίζοντας λέγει: «Ο Κύριος θέλει ενδυναμόνει αυτόν [αυτόν που δείχνει ενδιαφέρον] επί της κλίνης της ασθενείας· εν τη αρρωστία αυτού συ θέλεις στρώνει όλη την κλίνην αυτού. Εγώ είπα, Κύριε, ελέησόν με· ίασαι την ψυχήν μου, διότι ήμαρτον εις σε.»—Ψαλμ. 41:3, 4.
Η πείρα του ψαλμωδού «επί της κλίνης της ασθενείας» μπορεί να είχε συμβή όταν ο γιος του Αβεσσαλώμ κατέστρωνε σχέδια για να καταλάβη τον θρόνο. Η Γραφή δείχνει ότι οι καταστάσεις του κράτους ευρίσκοντο σε αταξία στη διάρκεια αυτής της περιόδου της βασιλείας του Δαβίδ. Αυτό ίσως συνέβη επειδή η ασθένεια του βασιλέως τον εμπόδιζε να χειρίζεται τα ζητήματα κατάλληλα. (2 Σαμ. 15:1-6) Η ανταρσία του Αβεσσαλώμ και άλλες συμφορές στον οίκον του Δαβίδ εξεπλήρωσαν την κρίσι του Θεού εναντίον του βασιλέως, λόγω της μοιχείας που είχε διαπράξει με τη Βηθ-σαβεέ, και λόγω των χειρισμών που έκανε ώστε να φονευθή ο σύζυγός της. (2 Σαμ. 11:1-12:12) Ο Δαβίδ εγνώριζε ότι ο Θεός τον είχε συγχωρήσει γι’ αυτή την επονείδιστη διαγωγή. (2 Σαμ. 12:13) Αλλά, σε μια εξασθενημένη σωματική κατάστασι, θα μπορούσε φυσιολογικά να σκεφθή ότι η αμαρτία του ήταν πάρα πολύ σοβαρή.
Εν τούτοις, ο ψαλμωδός πίστευε ότι αν ήταν άτομο που γενικά έδειχνε ενδιαφέρον για τους ‘πτωχούς,’ ο Θεός θα τον ‘ενδυνάμωνε,’ δίνοντάς του υποστήριξι και δύναμι όταν έκειτο αβοήθητος στην κλίνη της ασθενείας. (Παράβαλε με Ψαλμόν 18:24-26.) Μολονότι ήταν σοβαρά άρρωστος, ο Βιβλικός συγγραφεύς είχε εμπιστοσύνη ότι ο Θεός θα ‘έστρωνε’ ή θ’ άλλαζε ‘όλη την κλίνην αυτού,’ όχι απομακρύνοντας θαυματουργικά την ασθένεια, αλλά ενδυναμώνοντας τον πάσχοντα με παρηγορητικές σκέψεις που γεννούν ελπίδα αναρρώσεως. Θα ήταν σαν να μεταμόρφωνε ο Θεός το κρεββάτι του από κρεββάτι ασθενείας σε κρεββάτι αναρρώσεως. Το γεγονός ότι ανεγνώριζε ότι είχε ‘αμαρτήσει’ κατά του Θεού, έκανε τον Δαβίδ κατάλληλο να λάβη την εύνοιά του και πάλι. Έτσι, μπορούσε να ζητή από τον Θεό να ‘ιάση την ψυχήν του,’ ή να τον βοηθήση ν’ αναρρώση από την ασθένειά του.—Παράβαλε με Ψαλμόν 32:1-5.
Ο ψαλμωδός συνεχίζει για να πη για την προδοσία που υπέστη από συντρόφους του όταν ήταν σ’ αυτή την εξασθενημένη κατάστασι: «Οι εχθροί μου λέγουσι κακά περί εμού, Πότε θέλει αποθάνει, και θέλει απολεσθή το όνομα αυτού; Και εάν τις έρχηται να με ίδη, ομιλεί ματαιότητα· η καρδία αυτού συνάγει εις εαυτήν ανομίαν· εξελθών έξω, λαλεί αυτήν.»—Ψαλμ. 41:5, 6.
Οι εχθροί του Δαβίδ δεν είχαν τίποτα καλό να πουν γι’ αυτόν. Με κακεντρέχεια, μιλούσαν γι’ αυτόν σαν να ήταν ασεβής. Ανυπόμονα επιθυμούσαν να πεθάνη και να λησμονηθή. Ακόμη και όταν ένα τέτοιο άτομο ‘ερχόταν να τον ίδη’ στην κλίνη της ασθενείας του, τα λόγια συμπαθείας αυτού του ατόμου ήσαν «ματαιότητα,» και υπεκινούντο από μια καρδιά που πραγματικά επιθυμούσε να πεθάνη ο ασθενής. Αντί να προσπαθή να δώση παρηγοριά, ο υποκριτής επισκέπτης ‘συνάγει εις εαυτόν ανομίαν,’ ψάχνοντας να βρη κάτι στα λόγια, στην εμφάνισι ή στη σωματική κατάστασι του ασθενούς, που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήση μ’ έναν επιβλαβή τρόπο εναντίον του. Μόλις ο επισκέπτης έβγαινε «έξω» από την κατοικία του ασθενούς βασιλέως, ‘λαλούσε γι’ αυτόν,’ δηλαδή, διέδιδε ειδήσεις επιβλαβείς για τον βασιλέα, τις οποίες είχε συνάξει στη διάρκεια της επισκέψεώς του.
Δείχνοντας πόσο γρήγορα θα εξηπλώνετο μια τέτοια κακεντρεχής σπερμολογία, ο ψαλμωδός συνεχίζοντας λέγει: «Κατ’ εμού ψιθυρίζουσιν ομού πάντες οι μισούντες με· κατ’ εμού διαλογίζονται κακά λέγοντες, Πράγμα κακόν εκολλήθη εις αυτόν· και κατάκοιτος ων δεν θέλει πλέον σηκωθή.»—Ψαλμ. 41:7, 8.
Οι συνωμότες εναντίον του Δαβίδ συγκεντρώνονταν και ‘εψιθύριζον,’ ή συζητούσαν με χαμηλωμένη φωνή, το κοινό απόθεμα φημών που είχαν, προς βλάβην του βασιλέως. Εξακολουθούσαν να ‘διαλογίζωνται’ κάτι κακό για τον ψαλμωδό, διαδίδοντας κακεντρεχείς ομιλίες ότι «πράγμα κακόν,» δηλαδή, η ασθένεια, είχε πλήξει τον βασιλέα σαν να ‘είχε κολληθή εις αυτόν.’ Η ασθένεια φαινόταν σαν κάτι από το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να αναρρώση ή να «σηκωθή.» Αυτό θα προσέθετε και άλλο λάδι στη φωτιά της ανταρσίας εναντίον της βασιλείας του Δαβίδ.
Αλλά ο Δαβίδ δοκίμασε ακόμη χειρότερη προδοσία. Γράφει: «Και αυτός ο άνθρωπος, μετά του οποίου έζων ειρηνικώς, επί τον οποίον ήλπισα, όστις έτρωγε τον άρτον μου, εσήκωσεν επ’ εμέ πτέρναν.»—Ψαλμ. 41:9.
Ακόμη και ένας έμπιστος φίλος, ένας που ‘έτρωγεν άρτον’ σαν συχνός δέκτης της φιλοξενίας του Δαβίδ, εστράφη εναντίον του. Ο προδότης «εσήκωσεν . . . πτέρναν» εναντίον του βασιλέως, όπως ακριβώς ένα άλογο μπορούσε να στραφή και να κλωτσήση εκείνον που το έθρεψε. Όπως καταλαβαίνομε, αυτό αναφέρεται στον προσωπικό σύμβουλο του Δαβίδ, τον Αχιτόφελ, του οποίου τη συμβουλή εκτιμούσε σαν να προήρχετο απ’ ευθείας από τον Ιεχωβά. (2 Σαμ. 15:12· 16:23) Ο Αχιτόφελ απεδείχθη προδότης και ενώθηκε με τον Αβεσσαλώμ σε πραξικόπημα εναντίον του βασιλέως. (2 Σαμ. 15:31· 16:15)a Έτσι, κανείς απ’ αυτούς που κατέστρωναν σχέδια εναντίον του Δαβίδ δεν απεδείχθη «μακάριος» που ‘επέβλεπε με προσοχή εις τον πτωχόν,’ όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αυτού του ψαλμού.
Ο ψαλμωδός συνεχίζει: «Αλλά συ, Κύριε, ελέησόν με και ανάστησόν με, και θέλω ανταποδώσει εις αυτούς.»—Ψαλμ. 41:10.
Ο εξασθενημένος βασιλεύς απευθύνεται τώρα στον Θεό. Επειδή οι σύντροφοι του Δαβίδ είχαν ισχυρισθή ότι «δεν θέλει πλέον σηκωθή» (εδ. 8), ο ψαλμωδός ζητά από τον Θεό να τον ‘αναστήση,’ δηλαδή, να τον βοηθήση να επανακτήση την υγεία του και το σθένος του. Η επιθυμία του να ‘ανταποδώση’ εις τους εχθρούς του, δεν υπονοούσε το πνεύμα προσωπικής εκδικήσεως. Αντιθέτως, ο βασιλεύς, ως υψηλότερος λειτουργός του έθνους, εγνώριζε ότι αυτοί οι προδοτικοί συνωμότες θα ετιμωρούντο μέσω του νόμου, για το καλό όλων.—Βλέπε Δευτερονόμιον 19:15-21.
Κατόπιν, ο Δαβίδ εκφράζει εμπιστοσύνη ότι ο Θεός θ’ ακούση την προσευχή του, λέγοντας: «Εκ τούτου γνωρίζω ότι συ με ευνοείς, επειδή δεν θριαμβεύει κατ’ εμού ο εχθρός μου· εμέ δε, συ με εστήριξας εις την ακεραιότητά μου, και με εστερέωσας ενώπιον σου εις τον αιώνα.»—Ψαλμ. 41:11, 12.
Το γεγονός ότι ο Θεός είχε ευαρεστηθή από τον ψαλμωδό εφαίνετο «εκ τούτου,» δηλαδή, από το γεγονός ότι ο Θεός τού έδωσε εσωτερική διαβεβαίωσι ότι οι εχθροί του δεν θα ‘θριάμβευαν’ κατ’ αυτού, ως νικηφόροι μαχητές στον πόλεμο. Στη διάρκεια της ασθενείας του Δαβίδ, ο Θεός κατηύθυνε τη σκέψι του στη σταθερή πεποίθησι ότι θα τον υπεστήριζε ‘εις την ακεραιότητά του.’ Ο ψαλμωδός δεν διαψεύδει μ’ αυτό τον τρόπο την αμαρτωλότητά του και τις άδικες πράξεις του, αλλά επικαλείται μια γενική πορεία ζωής με ολοκάρδια αφιέρωσι στον Θεό. Αντί να υποκύψη σε ένα πρόωρο θάνατο, ο ψαλμωδός περίμενε να συνεχίση για πολύν καιρό («εις τον αιώνα») ‘ενώπιον του Θεού,’ δηλαδή, να έχη φιλικές σχέσεις με τον Δημιουργό και να δέχεται την προστασία του.
Το τελικό εδάφιο αυτού του ψαλμού αναφέρει: «Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ απ’ αιώνος και έως αιώνος. Αμήν και αμήν.» (Ψαλμ. 41:13) Μ’ αυτό τελειώνει το πρώτο από τα πέντε βιβλία των Ψαλμών, και το 13ο εδάφιο είναι μια δοξολογία ή μια μορφή λόγων που αποδίδουν τον αίνο στον Ιεχωβά Θεό και ανταποκρίνονται στη δοξολογία με την οποίαν τελειώνει το καθένα από τα τέσσερα άλλα βιβλία, δηλαδή, ο Ψαλμός 72, ο 89, ο 106 και ο 150.
[Υποσημειώσεις]
a Ο Ιησούς, όταν συζητούσε με τους 12 αποστόλους του πριν από τον Αναμνηστικόν Δείπνο, επέστησε την προσοχή σ’ αυτά τα λόγια του Δαβίδ. Τονίζοντας το γεγονός ότι ένας από τους 12 θα τον πρόδιδε, ο Ιησούς; είπε: «Εγώ εξεύρω ποίους εξέλεξα· άλλα διά να πληρωθή η γραφή, ‘ο τρώγων μετ’ εμού τον άρτον εσήκωσεν επ’ εμέ την πτέρναν αυτού.» (Ιωάν. 13:18) Ο Θεός εγνώριζε ότι, ο Ιησούς θα υφίστατο κακομεταχείρισι από ένα στενό σύντροφό του, μ’ ένα τρόπο που ωμοίαζε μ’ αυτό που συνέβη στον Δαβίδ.