Ψαλμοί
Εκτιμάτε το ότι Βρίσκεσθε Μαζί με τους Δούλους του Θεού;
ΠΩΣ θα αισθανόσασταν αν σας εμπόδιζαν να βρίσκεσθε μαζί με τους πνευματικούς αδελφούς σας; Θα είχατε έντονη επιθυμία να ενωθήτε μαζί τους σε λατρεία;
Ο Ψαλμός 42 απεικονίζει για μας την κατάστασι ενός Λευίτη, ενός από τους απογόνους του Κορέ, που βρέθηκε στην εξορία. Τα θεόπνευστα λόγια του μπορούν να μας βοηθήσουν πολύ να διατηρούμε υψηλή εκτίμησι για τη συναναστροφή μας με τους ομοπίστους μας και να υπομένωμε κάτω από δυσμενείς συνθήκες.
Ο ψαλμωδός δήλωσε: «Καθώς επιποθεί η έλαφος τους ρύακας των υδάτων, ούτως η ψυχή μου σε επιποθεί, Θεέ. Διψά, η ψυχή μου τον Θεόν, τον Θεόν τον ζώντα· πότε θέλω ελθεί και θέλω φανή ενώπιον του Θεού;» (Ψαλμ. 42:1, 2) Η έλαφος, ή θηλυκό ελάφι, δεν μπορεί να επιζήση αν μείνη για πολύ καιρό χωρίς νερό. Αυτό το πλάσμα θα ψάξη να βρη το ζωοπάροχο υγρό και να το πιή, μολονότι έτσι μπορεί να διακινδυνεύση πιθανή επίθεσι από αρπακτικά ζώα. Όπως ακριβώς η έλαφος ποθεί το νερό λόγω ανάγκης, ο ψαλμωδός επιποθούσε τον Ιεχωβά.
Σε μια ξηρή χώρα, όπου η βλάστησις μαραίνεται γρήγορα στη διάρκεια εποχής ξηρασίας, το νερό είναι πολύτιμο και δεν είναι διαθέσιμο εύκολα. Γι’ αυτό ακριβώς, ο ψαλμωδός είπε ότι ‘διψούσε για τον Θεό.’ Επειδή του είχαν στερήσει το προνόμιο να πηγαίνη στο αγιαστήριο, ερώτησε πότε θα μπορούσε να «φανή ενώπιον του Θεού.»
Είναι πολύ καταθλιπτικό για κάποιον να εμποδίζεται, λόγω περιορισμού στη διάρκεια διωγμού, να βρίσκεται μαζί με τους ομοπίστους του. Το εδάφιο 3 του Ψαλμού 42 δείχνει ότι η εξορία του Λευίτη τον επηρέασε συναισθηματικώς. Διαβάζομε: «Τα δάκρυά μου έγειναν τροφή μου ημέραν και νύκτα, όταν μοι λέγωσι καθ’ ημέραν, Πού είναι ο Θεός σου;» Λόγω της δυσάρεστης καταστάσεως στην οποία βρέθηκε, ο ψαλμωδός λυπόταν πάρα πολύ που είχε χάσει την όρεξί του. Έτσι, τα δάκρυά του απεδεικνύοντο τροφή γι’ αυτόν. Νύχτα και ημέρα, δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του και στο στόμα του. Οι ονειδιστές έλεγαν: «Πού είναι ο Θεός σου;» Με άλλα λόγια, ρωτούσαν: Γιατί δεν σε βοηθεί ο Θεός τον οποίον εμπιστεύεσαι; Αυτός ο χλευασμός μεγάλωνε τη θλίψι του ψαλμωδού.
Πώς προσπάθησε να ενθαρρυνθή ώστε να μην καταβληθή από τη θλίψι του; Συνεχίζει: «Ταύτα ενεθυμήθην και εξέχεα την ψυχήν μου εντός μου, ότι διέβαινον μετά του πλήθους και περιεπάτουν μετ’ αυτού έως του οίκου του Θεού, εν φωνή χαράς και αινέσεως, μετά πλήθους εορτάζοντος. Δια τι είσαι περίλυπος, ψυχή μου; Και δια τι ταράττεσαι εντός μου; Έλπισον επί τον Θεόν· επειδή έτι θέλω υμνεί αυτόν· το πρόσωπον αυτού είναι σωτηρία. Θεέ μου, η ψυχή μου είναι περίλυπος εντός μου· δια τούτο θέλω σε ενθυμείσθαι εκ γης Ιορδάνου και Ερμωνείμ εκ του όρους Μισάρ.»—Ψαλμ. 42:4-6.
Προσέξτε ότι ο ψαλμωδός έκανε σκέψεις αναπολώντας το παρελθόν, σ’ ένα καιρό που δεν ήταν στην εξορία. Εξέχεε την ψυχή του, την ίδια την ύπαρξί του, με έντασι συναισθημάτων, και μιλούσε για όσα κάποτε απολάμβανε. Αυτός ο Λευίτης θυμόταν πώς ήσαν τα πράγματα στη γενέτειρά του όταν αυτός, μαζί με άλλους Ισραηλίτες, βάδιζαν για το αγιαστήριο του Ιεχωβά για να εορτάσουν μια γιορτή. Τι χαρά και ευγνωμοσύνη αισθανόταν τότε!
Αρχικά, αυτές οι σκέψεις σχετικά με το παρελθόν δεν παρηγορούσαν τον ψαλμωδό, αλλά μεγάλωναν τον πόνο του, καθώς αντιλαμβανόταν πόσα πολλά είχε χάσει. Διερωτάτο γιατί ήταν τόσο ταραγμένος μέσα του, τόσο απογοητευμένος. Εν τούτοις, οι σκέψεις του σχετικά με το παρελθόν τον έκαναν να θυμάται τον Θεό του. Εκεί εύρισκε παρηγοριά. Έτσι, ενθαρρυνόταν ν’ αναμένη υπομονητικά τον Ιεχωβά να ενεργήση. Ο ψαλμωδός δεν άφηνε τις δυσμενείς συνθήκες να εξασθενήσουν την πεποίθησί του ότι, στον ωρισμένο καιρό, ο Ιεχωβά θα έσπευδε προς βοήθειά του, καθιστώντας τον ικανό να αινή τον Ύψιστο, πραγματοποιώντας μια μεγαλειώδη σωτηρία ή απελευθέρωσι. Μολονότι βρισκόταν μακρυά από το αγιαστήριο, προφανώς στην περιοχή του όρους Αερμών με τις κορυφές του, ο ψαλμωδός θυμόταν τον Ιεχωβά.
Αν απογοητευθήτε ποτέ λόγω δυσμενών συνθηκών, κάντε αυτό ακριβώς που έκανε ο ψαλμωδός. Φέρτε στη διάνοιά σας το γεγονός ότι ο Ιεχωβά δεν θα εγκαταλείψη τους δούλους του. Θα σπεύση προς βοήθειά σας. Ωστόσο, μπορεί να αισθάνεσθε έντονα τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα των δοκιμασιών σας. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχετε χάσει την πίστι σας. Μολονότι ο ψαλμωδός ήταν βέβαιος ότι ο Ιεχωβά θα ερχόταν να τον σώση, ωστόσο, υφίστατο θλίψι. Ακόμη και το περιβάλλον στην περιοχή της εξορίας του, μολονότι ήταν όμορφο, του υπενθύμιζε τη λυπηρά του κατάστασι! Διαβάζομε: «Άβυσσος προσκαλεί άβυσσον εις τον ήχον των καταρρακτών σου· πάντα τα κύματά σου και αι τρικυμίαι σου διήλθαν επ’ εμέ.»—Ψαλμ. 42:7.
Αυτά τα λόγια μπορεί να περιγράφουν τι συμβαίνει όταν τα χιόνια του Όρους Αερμών λειώνουν. Τρομεροί καταρράκτες δημιουργούνται και χύνονται στον Ιορδάνη, κάνοντάς τον να ξεχειλίζη. Το ένα κύμα φαίνεται να μιλά στο άλλο κύμα. Αυτή η εντυπωσιακή επίδειξις δυνάμεως υπενθύμιζε στον ψαλμωδό το γεγονός ότι είχε καταληφθή από θλίψι σαν να τον είχε καταβροχθίσει μια πλημμύρα.
Κατόπιν, εξέφρασε και πάλι την εμπιστοσύνη του στον Ύψιστο, λέγοντας: «Εν τη ημέρα θέλει προστάξει ο Κύριος το έλεος αυτού· εν δε τη νυκτί θέλει είσθαι μετ’ εμού η ωδή αυτού, η προσευχή μου προς τον Θεόν της ζωής μου.» (Ψαλμ. 42:8) Ο Λευίτης, απόγονος του Κορέ, δεν αμφέβαλε ότι ο Ιεχωβά θα εξέφραζε το έλεός Του ή ενεργό συμπαθητικό ενδιαφέρον Του γι’ αυτόν, φέροντας ανακούφισι. Αυτό θα τον καθιστούσε ικανό να αινή τον Ιεχωβά με άσμα και να προσφέρη προσευχή ευχαριστίας.
Ωστόσο, ο ψαλμωδός δεν μπορούσε να μη σκέπτεται τη λυπηρά κατάστασι στην οποία βρισκόταν επί του παρόντος. Συνέχισε: «Θέλω ειπεί προς τον Θεόν, την πέτραν μου, Δια τι με ελησμόνησας; Δια τι περιπατώ σκυθρωπός εκ της καταθλίψεως του εχθρού; Οι εχθροί μου ονειδίζοντές με συντρίβουσι τα οστά μου, λέγοντές μοι καθ’ ημέραν, Πού είναι ο Θεός σου; Δια τι είσαι περίλυπος, ψυχή μου; Και δια τι ταράττεσαι εντός μου;»—Ψαλμ. 42:9-11α.
Μολονότι ο ψαλμωδός θεωρούσε τον Ιεχωβά ως ισχυρή πέτρα, όπου μπορεί κανείς να βρη ασφάλεια όταν καταδιώκεται από τον εχθρό, αναρωτιόταν γιατί τον είχε φαινομενικά εγκαταλείψει. Ναι, ο Ύψιστος είχε επιτρέψει να εξακολουθή ο ψαλμωδός να είναι λυπημένος ή αποθαρρυμένος ενώ ο εχθρός εξυψωνόταν θριαμβευτικά. Ο ψαλμωδός λέγει πώς ονειδιζόταν μ’ ένα μισητό τρόπο. Τόσο κακεντρεχής ήταν ο χλευασμός, ώστε θα μπορούσε να ομοιωθή με ‘συντριβή των οστέων του ψαλμωδού’ ή του σώματός του. Έτσι, και πάλι ερώτησε γιατί βρισκόταν σε τόσο μεγάλη ταραχή. Αλλά δεν εξασθένησε στην πίστι, διότι κατέληξε στο συμπέρασμα: «Έλπισον επί τον Θεόν επειδή έτι θέλω υμνεί αυτόν· αυτός είναι η σωτηρία του προσώπου μου και ο Θεός μου.»—Ψαλμ. 42:11β.
Άσχετα με το τι μπορεί να μας συμβή, είθε κι εμείς, όπως και ο ψαλμωδός, να εξακολουθήσουμε ν’ αποβλέπωμε στον Ιεχωβά Θεό για βοήθεια. Είθε να εκτιμούμε πολύ οποιαδήποτε πνευματική συναναστροφή απολαμβάνομε τώρα με τους άλλους.