Ιωσήφ—Ένας Πιστός Μάρτυς του Ιεχωβά
«ΟΛΗ η Γραφή είναι θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.» Αυτό αληθεύει για τον λόγον του Θεού, όχι μόνον εξαιτίας των εμπνευσμένων αρχών και εντολών του, αλλ’ επίσης και εξαιτίας των εμπνευσμένων αφηγήσεων της πολιτείας του Θεού προς τους δούλους του. Μια ωραία εικόνα αυτού είναι η Γραφική αφήγησις για τον Ιωσήφ, που ήταν ένας από τους δώδεκα υιούς του πατριάρχου Ιακώβ. Η ζωή του Ιωσήφ είναι μία από τις ευγενέστερες που εξιστορήθηκε ποτέ. Ήταν ένας πιστός μάρτυς του Ιεχωβά που εδόξασε τον Θεόν του τόσο με λόγια όσο και με τη διαγωγή του, θέτοντας ένα παράδειγμα για όλους τους υπηρέτας του Ιεχωβά Θεού σήμερα.—2 Τιμ. 3:16, 17.
Ο Ιωσήφ ήταν μεν ο ενδέκατος υιός του Ιακώβ, αλλ’ ήταν και ο πρωτότοκος της Ραχήλ, της αγαπημένης συζύγου του Ιακώβ. Αυτή τον ωνόμασε Ιωσήφ που σημαίνει «Αυξητής». Ως παιδί της γεροντικής ηλικίας του Ιακώβ, ο Ιωσήφ ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τον πατέρα του. Ένας από τους τρόπους, με τους οποίους ο Ιακώβ έδειξε την αγάπη του προς τον Ιωσήφ, ήταν όταν του έδωσε ένα μακρύ χρωματιστό φόρεμα με μανίκια σαν εκείνα που φορούσαν μόνο οι πλουσιώτερες τάξεις. Ο Ιακώβ, όμως, δεν άφηνε τη μεγάλη του αυτή αγάπη να βλάψη τον Ιωσήφ. Όχι, διότι η πορεία που ακολούθησε ο Ιωσήφ ως ένας πιστός μάρτυς του Ιεχωβά, καθιστά σαφές ότι ο πατέρας του πράγματι τον ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Ιεχωβά.»—Εφεσ. 6:4, ΜΝΚ.
Η ιστορία μας αρχίζει το έτος 1750 π.Χ. Στην ισχυρή και πολιτισμένη Αίγυπτο οι Υξός ή Βασιλείς Ποιμένες μόλις τελευταίως είχαν αρχίσει την διακυβέρνησί των επί δύο περίπου αιώνες.a Στην περιοχή, που αργότερα έγινε γνωστή ως Παλαιστίνη, κατοικούσαν οι διασκορπισμένοι ειδωλολάτραι Χαναναίοι, καθώς και ο δούλος του Ιεχωβά Ιακώβ, μαζί με την μεγάλη οικογένειά του. Είχε εγκατασταθή στην κοιλάδα της Χεβρών, καλλιεργώντας την γην, ενώ οι υιοί του, βόσκοντας τα ποίμνιά των, περιεπλανήθησαν μακριά ως τη Δωθάν, εβδομήντα μίλια προς βορράν.
Τώρα, όμως, που ο Ιωσήφ ήταν ηλικίας δεκαεπτά ετών, συνώδευε κατά περιστάσεις τους ετεροθαλείς αδελφούς του στην ποίμανσι. Είχε ήδη δώσει απόδειξι της πιστότητός του, όταν ανέφερε κάποτε την απρεπή διαγωγή των τεσσάρων υιών των παλλακίδων του Ιακώβ προς τον πατέρα του. Είναι πολύ πιθανόν, γι’ αυτόν τον λόγο, να τον έστειλε τώρα ο Ιακώβ για να δη, αν όλα ήσαν καλά, και οι υιοί του και τα ποίμνιά του. Όταν ο Ιωσήφ τους συνήντησε, είχε κάμει όλον τον δρόμο ως τη Δωθάν.—Γέν. 37:12-17.
Οι ετεροθαλείς αδελφοί του, με μάτια φθονερά, τον είδαν να έρχεται από μακριά. Δεν είναι μήπως αυτός «ο χαϊδεμένος του πατέρα», αυτός, που έλαβε το διακεκριμένο φόρεμα; Και για να προσθέσουν την ύβρι στη ζημία, δεν είχε πει αυτός—με ελευθεροστομία και χωρίς κανένα φόβο εντελώς, μήπως τους δυσαρεστήση ότι είχε ονειρευθή κάποτε πώς τα δεμάτια όλων επροσκύνησαν το ιδικό του, και έπειτα πάλιν ότι ακόμη και ο ήλιος, η σελήνη και ένδεκα άστρα τού έδειξαν υπακοή; Αυτός ο ονειροπαρμένος! Θα τον κανονίσωμε! Θα τον φονεύσωμε, και έπειτα θα δούμε τι θα απογίνη με τα όνειρά του!—Γέν. 37:18-20.
Με την παρέμβασι του Ρουβήν και, αργότερα, του Ιούδα, που ήσαν και οι δύο υιοί της Λείας της ολιγώτερον αγαπωμένης συζύγου του Ιακώβ, απετράπη το να θανατωθή ο Ιωσήφ αμέσως ή να εγκαταλειφθή ν’ αποθάνη μέσα σ’ ένα κενό ξερόλακκο. Αντί τούτου, επωλήθη σ’ ένα καραβάνι που περνούσε πηγαίνοντας στην Αίγυπτο. Εκεί ο Ιωσήφ επωλήθη στον Πετεφρή, αξιωματούχον της αυλής του Φαραώ. Για να συγκαλύψουν την απεχθή πράξι των, οι ετεροθαλείς αδελφοί του Ιωσήφ έβαψαν τον διακριτικό χιτώνα στο αίμα και τον έστειλαν στον Ιακώβ. Με σκληρή καρδιά τον άφησαν να συμπεράνη ότι ο αγαπημένος υιός του Ιωσήφ είχε καταφαγωθή από άγριο θηρίο.—Γέν. 37:21-36.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΕΤΕΦΡΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Ιδιαιτέρως ο Ιωσήφ απέδειξε τον εαυτό του πιστόν μάρτυρα του Ιεχωβά, όταν ήταν σπίτι του Πετεφρή, και αργότερα, όταν ήταν στη φυλακή. Χωρίς να ‘μικροψυχήση εν τη ημέρα της συμφοράς’, ώπλισε τον εαυτό του με τόση καλή θέλησι ώστε, με την ευλογία του Ιεχωβά, ο Πετεφρής ανέθεσε σ’ αυτόν την φροντίδα όλου του οίκου του. Από τότε, συνεχώς ο Ιεχωβά ευλογούσε όλα όσα είχε ο Πετεφρής. Τι μάθημα για μας, να μην αφήνωμε τις άδικες περιστάσεις να μας εμποδίζουν από το να δίνωμε το καλύτερο που έχομε, αλλά πάντοτε να θυμούμεθα ότι οι πράξεις μας φέρουν είτε τιμή είτε μομφή στον Ιεχωβά!—Παροιμ. 24:10· Γέν. 39:2-6.
Επειδή ο Ιωσήφ μεγαλώνοντας έγινε «ευειδής, και ωραίος την όψιν», η σύζυγος του Πετεφρή κατελήφθη από παράφορο έρωτα προς αυτόν. Καθημερινώς αυτή χωρίς εντροπή τον ενοχλούσε, αλλ’ ο Ιωσήφ της έλεγε: «Ιδού, ο κύριός μου . . . ούτε είναι απηγορευμένον εις εμέ άλλο τι πλην σου, διότι είσαι γυνή αυτού · και πώς να πράξω τούτο το μέγα κακόν, και να αμαρτήσω εναντίον του Θεού;» Κάποτε μάλιστα αυτή προσπάθησε να τον εξαναγκάση, αλλ’ ο Ιωσήφ διέφυγε. Επειδή απέτυχε να τον δελεάση, τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να την βιάση. Ως αποτέλεσμα, ο σύζυγός της έκλεισε τον Ιωσήφ στην φυλακή. Η αγάπη προς τον Θεόν και ο φόβος μήπως τον δυσαρεστήσωμε, μαζί με την αγάπη προς τον πλησίον, θα μας κάμη ομοίως ικανούς να θριαμβεύσωμε κατά του πειρασμού.—Γέν. 39:6-20.
Η μοίρα του Ιωσήφ συνεχώς εχειροτέρευε, αλλ’ αυτός δεν εστασίαζε και δεν απελπίζετο. Και στη φυλακή ομοίως απέδειξε τον εαυτό του πιστόν μάρτυρα, ώστε οτιδήποτε και αν έκανε αυτός, «ο Ιεχωβά ευώδονεν όσα αυτός έκαμνε.» Και εδώ, επίσης, του ανετέ0ησαν όλες οι φροντίδες για το κάθε τι. Προκειμένου να εξηγήση τα όνειρα δύο συγκρατουμένων του, του αρχιοινοχόου και του αρχισιτοποιού του Φαραώ, ο Ιωσήφ, ο πιστός μάρτυς, είπε: «Δεν ανήκουσιν εις τον Θεόν αι εξηγήσεις;»—Γέν. 29:23, ΜΝΚ· 40:1-23.
Πέρασαν δυο χρόνια. Ο Ιωσήφ ήταν τριάντα ετών, όταν μια ημέρα ο Φαραώ είχε δει ένα όνειρο σε δυο μέρη: Πρώτα εφάνησαν επτά δαμάλια παχύσαρκα που έβοσκαν και κατόπιν επτά δαμάλια ισχνά που κατέφαγαν τα παχύσαρκα. Κατόπιν, είδε επτά στάχυα μεστά, που τα κατάπιαν επτά στάχυα λεπτά. Μάταια ο Φαραώ επεζητούσε μια εξήγησι από τους μάγους του και τους άλλους σοφούς άνδρες. Τότε ο αρχιοινοχόος υπενθύμισε ότι όταν ήταν στην φυλακή, ο Ιωσήφ ορθά εξήγησε το όνειρό του καθώς και του αρχισιτοποιού. Ο Φαραώ αμέσως έστειλε και εκάλεσε τον Ιωσήφ. Και πάλι αυτός σαν πιστός μάρτυς εδόξασε τον Θεόν του ενώπιον αυτού του ηλιολάτρου άρχοντος: «Ουχί εγώ· ο Θεός θέλει δώσει εις τον Φαραώ σωτήριον απόκρισιν.»—Γέν. 41:16.
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΜΟΥ
Αφού ήκουσε τα όνειρα ο Ιωσήφ, έδωσε την εξήγησί των: Και τα δύο όνειρα αφορούν το ίδιο πράγμα, επιβεβαιώνοντας έτσι σταθερά το ζήτημα· επτά χρόνια αφθονίας θα ακολουθηθούν από επτά χρόνια πείνας. Ο Ιωσήφ τότε συνέστησε, όπως ένας φρόνιμος και συνετός άνθρωπος γίνη διαχειριστής επισιτισμού, να διευθύνη την συγκέντρωσι των τροφίμων και των γεννημάτων για την αντιμετώπισι των ετών της πείνας. Και ο Φαραώ είπε προς τους δούλους του: «Δυνάμεθα να εύρωμεν καθώς τούτον, άνθρωπον εις τον οποίον υπάρχει το πνεύμα του Θεού;» Η μαρτυρία του Ιωσήφ καθώς και ο τρόπος του—είχε μάθει πολλά ως επιστάτης του οίκου του Πετεφρή και των φυλακισμένων του βασιλέως—έκαμαν τόση εντύπωσι στον Φαραώ, ώστε έκαμε τον Ιωσήφ όχι μόνο διαχειριστή των τροφίμων, αλλά και αντιβασιλέα, δεύτερον αμέσως μετά τον εαυτό του σε όλη την Αίγυπτο. Επιπρόσθετα άλλαξε το όνομα του Ιωσήφ σε Ζαφνάθ-Πανεάχ, που σημαίνει «Αποκαλυπτής κρυμμένων πραγμάτων», και του έδωσε την Ασενέθ, την θυγατέρα του ιερέως της Ωνb ως σύζυγον.—Γέν. 41:17-46.
Ο Ιωσήφ αμέσως απεδείχθη ικανός διαχειριστής του επισιτισμού. Διέτρεξε ολόκληρη την Αίγυπτο και έκαμε διευθετήσεις για την εναποθήκευσι τροφίμων και γεννημάτων. Καθώς περνούσε ο καιρός, οι ποσότητες του σίτου που εναποθηκεύοντο κάτω από τη διεύθυνσι του Ιωσήφ έγιναν τόσο μεγάλες ώστε τελικά «έπαυσε να μετρή αυτόν· διότι ήτο αμέτρητος.» Κατά τον καιρόν αυτόν εγεννήθησαν στον Ιωσήφ δύο υιοί, ο Μανασσής, που το όνομά του σημαίνει «Εκείνος που λησμονεί» και ο Εφραΐμ που σημαίνει «Διπλά καρποφόρος» ή «Αύξησις».—Γέν. 41:49-52.
Έπειτα ήλθεν η πείνα. Όχι μόνον οι Αιγύπτιοι αλλ’ επίσης και όλοι οι λαοί από τους γύρω τόπους ήρχοντο να αγοράσουν τροφές από τον Φαραώ, που τους παρέπεμπε στον Ιωσήφ. Κάποια, όμως, ημέρα παρουσιάσθησαν μπροστά στον Ιωσήφ οι ετεροθαλείς αδελφοί του! Εν τούτοις, δεν τον ανεγνώρισαν αυτοί. Προσποιούμενος ότι δεν τους ανεγνώρισε, ο Ιωσήφ τους κατηγόρησε ότι ήσαν κατάσκοποι, κατόπιν δε της κατηγορίας αυτής τον διαβεβαίωσαν ότι ήσαν δέκα αδελφοί, που άφησαν πίσω στο σπίτι του πατέρα των και ένα νεώτερο αδελφό και ότι ένας άλλος αδελφός δεν υπήρχε πλέον. Αλλ’ ο Ιωσήφ επέμενε ότι ήσαν κατάσκοποι και τους έθεσε υπό κράτησιν. Την Τρίτη ημέρα τους είπε: «Τούτο κάμετε, και θέλετε ζήσει· διότι εγώ φοβούμαι τον Θεόν. Εάν ήσθε καλοί, είς εκ των αδελφών σας ας μείνη δέσμιος εν τη φυλακή, όπου είσθε· σεις δε υπάγετε, λάβετε σίτον δια την πείναν των οικιών σας· φέρετε όμως προς εμέ τον αδελφόν σας τον νεώτερον· ούτω θέλουσιιν αληθεύσει οι λόγοι σας, και δεν θέλετε αποθάνει.» Χωρίς αμφιβολία, η μαρτυρία του αυτή για τον φόβο Θεού ήταν εκείνο που έκαμε τους αδελφούς του να ίδουν στην απαίτησι αυτή θείαν ανταπόδοσι για την σκληροκαρδία τους, στο να πωλήσουν τον Ιωσήφ, που ήταν ακριβώς εκείνο που και αυτός εσκέπτετο.—Γέν. 42:18-22.
Για τον Ιακώβ αυτό πράγματι ήταν μια κακή είδησις και μόνον οι συνθήκες της μεγάλης πείνας τον ηνάγκασαν να συγκατατεθή στην απαίτησι και ν’ αφήση τον Βενιαμίν να υπάγη. Όταν επέστρεψαν στην Αίγυπτο, προσεκλήθησαν να γευματίσουν μαζί με τον διαχειριστή του επισιτισμού, που τους ετακτοποίησε στο τραπέζι, προς μεγάλη των κατάπληξι, με σειρά ηλικίας και έδωσε στον Βενιαμίν μερίδα πενταπλάσια των άλλων. Ήσαν άρα γε τώρα φθονεροί; Αδύνατον!—Γέν. 43:33, 34.
Όπως και στην προηγούμενη επίσκεψι, ο Ιωσήφ διέταξε να τοποθετηθούν τα χρήματα μέσα στο σακκίον του καθενός και επί πλέον το δικό του «ποτήριον το αργυρούν» στο σακκίον του Βενιαμίν. Όταν κατόπιν ξεκίνησαν στον δρόμο των, έστειλε και τους επρόλαβαν και τους κατηγόρησε για την κλοπή του αργυρού ποτηρίου. Φαυτασθήτε την κατάπληξί των, όταν το ποτήριο βρέθηκε και μάλιστα μέσα στο σακκίον του Βενιαμίν! Με βαριές καρδιές επέστρεψαν στον Ιωσήφ, ενώπιον του οποίου πάλιν προσεκύνησαν, εκπληρώνοντας επανειλημμένως το όνειρο της παιδικής του ηλικίας.—Γέν. 44:1-17.
Ο Ιωσήφ τούς είπε ότι όλοι μπορούσαν να επιστρέψουν, εκτός από εκείνον στον οποίον βρέθηκε το κύπελλο. Είχαν άρα γε ακόμη το φθονερό πνεύμα του Κάιν; Αν ναι, θα συμφωνούσαν ν’ αφήσουν τον Βενιαμίν πίσω, χωρίς να λυπηθούν τον πατέρα των. Αλλ’ όχι! Αυτή τη φορά εσκέφθηκαν διαφορετικά. Οιονδήποτε άλλον εκτός από τον Βενιαμίν! Με συγκινητική ευγλωττία ο Ιούδας υπερήσπισε την υπόθεσί τους, προσφερόμενος να πάρη τη θέσι του Βενιαμίν μη τυχόν ο πατέρας των αποθάνη από λύπη αν συνέβαινε να μην επιστρέψη ο Βενιαμίν!—Γέν. 44:18-34.
Ο Ιωσήφ τόσο πολύ συγκινήθηκε από τη συνηγορία του Ιούδα, ώστε δεν μπορούσε πια να συγκρατηθή. Απεμάκρυνε όλους τους ξένους απ’ εμπρός του και απεκαλύφθη στους αδελφούς του. Επειδή ήταν πιστός μάρτυς, είπε ο Ιωσήφ στους αδελφούς του να μη λυπούνται «επειδή εις διατήρησιν ζωής με απέστειλεν ο Θεός έμπροσθέν σας». Αυτό ήταν το δεύτερο έτος της πείνας και θα υπήρχαν άλλα πέντε χρόνια, «και ο Θεός με απέστειλεν έμπροσθέν σας δια να διατηρήσω εις εσάς διαδοχήν επί της γης . . . Τώρα λοιπόν δεν με απεστείλατε εδώ σεις, αλλ’ ο Θεός.» Ναι, ο Θεός, ο Θεός, ο Θεός εδοξάζετο από τον Ιωσήφ. Τι καλό παράδειγμα για μίμησι!—Γέν. 45:1-8.
Ο Ιωσήφ κατόπιν προσέφερε στους αδελφούς του πολλά δώρα και με τη σοφή και παρήγορη συμβουλή, «Μη συγχύζεσθε καθ’ οδόν,» τους απέστειλε πίσω στον πατέρα τους στη γη Χαναάν. (Γέν. 45:24) Με πόση χαρά ο 130 ετών Ιακώβ τελικά εδέχθη το καλό άγγελμα ότι ο Ιωσήφ ήταν ζωντανός! «Θέλω υπάγει, και θέλω ιδεί αυτόν, πριν αποθάνω.» Εξαιτίας της πείνας ο Ιωσήφ εκάλεσε τον πατέρα του και όλον τον οίκον του να έλθουν στην Αίγυπτο, πράγμα που έκαμαν. Ο Φαραώ έδωσε σ’ αυτούς το εκλεκτό τμήμα της Γεσέν, όπου ετακτοποιήθησαν και όπου έζησαν κατά τα υπόλοιπα χρόνια της πείνας.—Γέν. 45:28· 47:1-10.
Εφόσον η πείνα εξακολουθούσε χρόνο με το χρόνο οι Αιγύπτιοι βαθμηδόν εξαντλούσαν όλα τα υπάρχοντά των για ν’ αγοράσουν τροφή και στο τέλος επώλησαν ακόμη και τον εαυτό τους στον Φαραώ για να μπορέσουν να ζήσουν. Αυτό επέτρεψε στον Ιωσήφ να τους εγκαταστήση όπου έκρινε καλύτερα. Τους έδωσε σπόρον για να σπείρουν και από την εσοδεία, απητείτο απ’ αυτούς να πληρώσουν το έν πέμπτο στον Φαραώ για τη χρησιμοποίησι της καλλιεργησίμου γης.—Γέν. 47:13-26.
Όταν απέθανε ο Ιακώβ στο 147ον έτος της ηλικίας του, ο Ιωσήφ εσεβάσθη την αίτησί του να ταφή στον αγρόν του Εφρών, όπου ο Αβραάμ και η Σάρρα, ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα και η Λεία ετάφησαν. Αλλά τώρα που ο πατέρας των απέθανε, οι ετεροθαλείς αδελφοί του Ιωσήφ εξακολουθούσαν να βασανίζωνται από μια ένοχη συνείδησι, φοβούμενοι το πώς θα περνούσαν στα χέρια του Ιωσήφ. Και εδώ πάλιν ο Ιωσήφ εδόξασε τον Θεόν του με λόγια και με διαγωγή, λέγοντας προς αυτούς: «Μη φοβείσθε· μήπως αντί Θεού είμαι εγώ; σεις μεν εβουλεύθητε κακόν εναντίον μου· ο δε Θεός εβουλεύθη να μεταστρέψη τούτο εις καλόν, δια να γείνη καθώς την σήμερον, ώστε να σώση την ζωήν πολλού λαού· τώρα λοιπόν μη φοβείσθε· εγώ θέλω θρέφει εσάς, και τας οικογενείας σας.»—Γέν. 49:29-32· 50:15-21.
Ο Ιωσήφ επέζησε από τον πατέρα του κατά πενήντα πέντε χρόνια, φθάνοντας στην ηλικία των 110 ετών. Ακριβώς πριν από τον θάνατό του, ακόμη μια φορά αυτός απεδείχθη ότι ήταν ένας πιστός μάρτυς, όταν ανεφέρθη στην υπόσχεσι του Θεού προς τον Αβραάμ: «Δια πίστεως ο Ιωσήφ αποθνήσκων προανήγγειλε περί της εξόδου των υιών Ισραήλ, και παρήγγειλε περί των οστέων αυτού,» δηλαδή, ότι, όταν οι Ισραηλίται τελικά θα εγκατέλειπαν την Αίγυπτο, έπρεπε να παραλάβουν μαζί των τα οστά του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εντολή αυτή του Ιωσήφ εχρησίμευσε ως μια πρόσθετη ακτίνα ελπίδος στους υιούς Ισραήλ στη διάρκεια των πολλών ετών, που υπέμειναν την τυραννική δουλεία στην Αίγυπτο.—Εβρ. 11:22· Γέν. 50:24.
Ο Ιωσήφ αληθινά ήταν ένας πιστός μάρτυς του Ιεχωβά. Εδόξασε τον Θεό του με τη διαγωγή του προς τους αδελφούς του, στο σπίτι του Πετεφρή, στη φυλακή του βασιλέως και ως διαχειριστής επισιτισμού στην Αίγυπτο. Και ουδέποτε παρέλειψε ευκαιρία για να δώση μαρτυρία περί της υπεροχής του Θεού του: στη γυναίκα του Πετεφρή, στους φυλακισμένους συντρόφους του, στον Φαραώ και έπειτα επανειλημμένως στους αδελφούς του. Ασφαλώς το υπόμνημα της ζωής του βοηθεί να εξαρτισθούμε τελείως «εις παν έργον αγαθόν.»
Εκτός από το υπόδειγμα της ζωής του, ο Ιωσήφ επί πλέον μας ενδιαφέρει, διότι ο Ιεχωβά Θεός τον εχρησιμοποίησε για να εξεικονίση τον αληθινόν Σωτήρα του κόσμου, τον Ιησού Χριστό, τον μεγάλον Διαχειριστή της πνευματικής τροφής. Και για την πορεία της πιστότητός του, ο Ιωσήφ στην ανάστασι θα είναι ένας από εκείνους, τους οποίους θα διορίση άρχοντας σε όλη τη γη ο Χριστός, τον οποίον εξεικόνισε.—Ψαλμ. 45:16.
[Υποσημειώσεις]
a Πρόσφατες Ανακαλύψεις και Βιβλικές Χώρες, Γ. Φ. Αλμπράιτ.
b Ή Ηλιουπόλεως, της πόλεως, της αφιερωμένης στη λατρεία του Ηλίου.