Γιατί Αναμένομε Ν’ Ακούση ο Θεός Προσευχή;
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ, χωρίς αμφιβολία, είναι η πιο κοινή από όλες τις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Ο θρησκευόμενος άνθρωπος, είτε είναι ένας πρωτόγονος Αυστραλιανός είτε ένας σύγχρονος επιστήμων, κάνει χρήσι προσευχής. Οι Ινδουισταί ή Αφρικανοί λάτρεις της «βουντού», οι Μουσουλμάνοι και οι Ιουδαίοι, οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι, ως επίσης και οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά, όλοι προσεύχονται. Ενδεικτικόν του ενδιαφέροντος για το θέμα είναι το γεγονός ότι στη βιβλιοθήκη μιας πολύ γνωστής θεολογικής σχολής της Νέας Υόρκης, υπάρχουν 1.200 βιβλία σχετικά με το θέμα τούτο.
Ειδικώς σε καιρούς επειγούσης ανάγκης οι άνθρωποι αρχίζουν πράγματι να προσεύχωνται. Καθώς ένας είπε στην τηλεόρασι το πρωί μιας Κυριακής: «Εφοβήθηκα τόσο πολύ, ώστε άρχισα μάλιστα να προσεύχωμαι!» Χαρακτηριστική ήταν η αντίδρασις της συζύγου του κυβερνήτου του ατομοκινήτου υποβρυχίου των Ηνωμένων Πολιτειών, του «Θρέσερ». Όταν άκουσε ότι το Ναυτικών είχε χάσει την επαφή με το υποβρύχιο επί οκτώ ώρες, είπε: «Τότε προτιμήσαμε ν’ αρχίσωμε να προσευχώμεθα.» Δεν είναι παράδοξο, ότι ο στρατηγός Αϊζενχάουερ παρετήρησε κάποτε, «Δεν υπάρχουν άθεοι στα αντιαεροπορικά καταφύγια.»
Ναι, ο άνθρωπος, ειδικώς στην εσχάτη απελπισία του, στρέφεται ενστικτωδώς προς κάποια δύναμι ανωτέρα του εαυτού του, προς τον Θεό, για βοήθεια. Αλλ’ όταν παρατηρούμε πόσο μεγάλος είναι ο Θεός του σύμπαντος, ο Δημιουργός του απείρου διαστήματος με τα αναρίθμητα ουράνια σώματά του, ίσως δικαιολογημένα ν’ απορήσωμε γιατί να ενδιαφερθή για τον ασήμαντο άνθρωπο, που είναι μια μικροσκοπική κηλίς σε μια μικροσκοπική κηλίδα. Αυτή είναι, στην πραγματικότητα, η στάσις του θεϊστού, ο οποίος ενώ παραδέχεται την ύπαρξι του Θεού ως Δημιουργού, αρνείται ότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο οιαδήποτε αποκάλυψι του εαυτού του και ότι ενδιαφέρεται καθόλου για την τύχη του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον θεϊστή, ο Θεός είναι «ένας απουσιάζων-Θεός, ο οποίος, αφού εχόρδισε μια φορά και για πάντα την παγκόσμια μηχανή, την άφησε να διατρέχη την πορεία της και να κατεργάζεται την αυτο-εξέλιξί της.»
Αλλά ο Δημιουργός δεν άφησε τον άνθρωπο χωρίς οδηγό. Γιατί να κάμη διάκρισι εναντίον της ανωτάτης γηίνης δημιουργίας του; Επροίκισε όλα τα κατώτερα ζώα με αλάθητα ένστικτα για να τα οδηγούν, έτσι δεν είναι; Ασφαλώς, λοιπόν, θα επρομήθευε, επίσης, έναν αλάθητο οδηγό για τον άνθρωπο, το έκαμε δε αυτό μέσω του Λόγου του, της Βίβλου. Το ίδιο το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει τις ιδιότητες της αγάπης, σοφίας και δικαιοσύνης, αποτελεί επιχείρημα περί του ότι ο Θεός θα είχε τις ίδιες ιδιότητες, και, έχοντας τις ίδιες, δεν θα εδημιούργει τον άνθρωπο με μια ερευνητική και λογικευόμενη διάνοια και κατόπιν να μην ικανοποιήση τη διάνοια αυτή με τις απαντήσεις που θα εχρειάζετο για τη δική της ευχαρίστησι και ευτυχία. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να μάθη το μήκος ενός έτους φωτός για να είναι ευτυχής, αλλά χρειάζεται πράγματι να γνωρίση τον σκοπό της υπάρξεώς του, από πού προήλθε και ποιος είναι ο προορισμός του. Μόνον δε μια αποκάλυψις μπορεί να του δώση αυτή την πληροφορία, πράγμα που κάνει η Γραφή.
Η Γραφή, επίσης, μας παρέχει αρκετούς λόγους, για τους οποίους μπορούμε ν’ αναμένωμε ότι ο Θεός θ’ ακούση προσευχές. Και ας μην παραβλέψωμε ότι η προσευχή περιλαμβάνει όχι μόνον αιτήσεις, ικεσίες και παρακλήσεις, αλλ’, επίσης, αίνο και ευχαριστία.
Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΔΙΔΕΙ ΕΝΤΟΛΗ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΩΜΕΘΑ
Εν πρώτοις, μπορούμε ν’ αναμένωμε ότι ο Θεός θ’ ακούση προσευχές, διότι ο ίδιος δίδει εντολή να προσεύχεται σ’ αυτόν ο λαός του, και ο Λόγος του δίδει πολλά παραδείγματα πιστών δούλων του Θεού που προσηύχοντο και μάλιστα τόσο πολλά, ώστε η Γραφή μπορεί να ονομασθή Το Βιβλίον της Προσευχής. Τοιουτοτρόπως, ο ψαλμωδός εντέλλεται: «Προσεύχεσθε δια την ειρήνην της Ιερουσαλήμ!» Και ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, δια να μη εισέλθητε εις πειρασμόν.» Ο απόστολος Παύλος επανειλημμένως παρότρυνε εκείνους, προς τους οποίους έγραψε, να προσεύχονται και να εξακολουθούν προσευχόμενοι: «Εις την προσευχήν προσκαρτερούντες.» «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε.» Και ο μαθητής Ιάκωβος, ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, έγραψε: «Εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας, και εύχεσθε υπέρ αλλήλων δια να ιατρευθήτε. Πολύ ισχύει η δέησις του δικαίου ενθέρμως γενομένη.»—Ψαλμ. 122:6, ΑΣΜ· Ματθ. 26:41· Ρωμ. 12:12· 1 Θεσ. 5:17· Ιάκ. 5:16.
Όσον αφορά παραδείγματα προσευχής, τα βρίσκομε στη Γραφή, από το πρώτο βιβλίο έως το τελευταίο. Η θυσιαστική προσφορά του Άβελ, μπορεί να λεχθή ότι υπήρξε μια προσευχή σε μορφή ενεργείας, πιθανότατα δε συνωδεύθη από προφορική αίτησι. Και ο απόστολος Ιωάννης κλείνει το βιβλίον της Αποκαλύψεως με δύο σύντομες προσευχές. Και ο Δαβίδ πόσο ήταν άνθρωπος της προσευχής! Εβδομήντα και πλέον από τους Ψαλμούς του, σχεδόν όλοι είναι είτε προσευχές, είτε περιέχουν προσευχές σε μορφή αίνου, που απευθύνεται στον Θεό, ευχαριστίας ή και αιτήσεως.
Η προσευχή κατείχε εξέχουσα θέσι στη ζωή του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Επανειλημμένως διαβάζομε ότι προσηυχήθη, όταν εβαπτίσθη, όταν έθρεψε τους όχλους, πριν ακριβώς εκλέξη τους δώδεκα αποστόλους, οπότε εξακολουθούσε να προσεύχεται όλη τη νύχτα, ως επίσης ότι ανεχώρησε μόνος του κατ’ επανάληψιν για μελέτη και προσευχή. Ειδικά σημειώνομε την προσευχή του την τελευταία ημέρα που ήταν επί της γης ως άνθρωπος: κατά την εγκαθίδρυσι της αναμνήσεως του θανάτου του, έπειτα την προσευχή που αναγράφεται στο 17ο κεφάλαιο του Ιωάννου, τις τρεις φορές στον κήπο της Γεθσημανή και τις δύο φορές πάνω στο ξύλο του μαρτυρίου.
Κατόπιν υπάρχει το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου. Αυτός θίγει το θέμα της προσευχής εβδομήντα πέντε περίπου φορές στις επιστολές του. Πόσο σπουδαία θεωρούσε την προσευχή, μπορούμε να το δούμε από το ότι παρότρυνε τους Χριστιανούς να προσεύχονται, αμέσως κατόπιν, αφού τους είχε πει να ενδυθούν την πανοπλία του Θεού: «Προσευχόμενοι εν παντί καιρώ μετά πάσης προσευχής και δεήσεως . . . και δέησιν υπέρ πάντων των αγίων. Και υπέρ εμού, δια να δοθή εις εμέ λόγος να ανοίξω το στόμα μου μετά παρρησίας, δια να κάμω γνωστόν το μυστήριον του ευαγγελίου, . . . δια να λαλήσω περί αυτού μετά παρρησίας, καθώς πρέπει να λαλήσω.» Ανέμεναν ο Βασιλεύς Δαβίδ, ο Ιησούς Χριστός και ο απόστολος Παύλος ν’ ακούση ο Θεός την προσευχή τους;—Εφεσ. 6:18-20.
ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
Το γεγονός ότι ο Θεός μάς δίνει εντολή να προσευχώμεθα και ότι γεμίζει τον Λόγον του, τη Γραφή, με παραδείγματα δούλων του, που προσηύχοντο, θα έπρεπε να είναι αρκετό για να καταδείξη ότι μπορούν ν’ αναμένουν ότι ο Θεός θ’ ακούση τις προσευχές των. Αλλά, πιθανόν να προβληθή η ερώτησις, Γιατί; Γιατί ο Μέγας αυτός Αιώνιος, ο Ύψιστος και Παγκόσμιος Κυρίαρχος, θα έπρεπε ν’ ακούση τις προσευχές των δούλων του; Ένας ισχυρότατος ή επιβλητικός λόγος είναι ότι περιλαμβάνεται η υπόληψις του ονόματος του. Έτσι, ο Μωυσής ικέτευσε πολλές φορές τον Θεό επιτυχώς, με βάσι το όνομα και τη φήμη του Θεού που είχαν αναμιχθή: «Δια τι, Ιεχωβά, εξάπτεται η οργή σου εναντίον του λαού σου . . .; Δια τι να είπωσιν οι Αιγύπτιοι, λέγοντες, Με πονηρίαν εξήγαγεν αυτούς, δια να θανατώση αυτούς . . .;» «Εάν λοιπόν θανατώσης τον λαόν τούτον ως ένα άνθρωπον, τότε τα έθνη, τα οποία ήκουσαν το όνομα σου, θέλουσιν ειπεί, λέγοντες, Επειδή δεν ηδύνατο ο Ιεχωβά να φέρη τον λαόν τούτον εις την γην την οποίαν ώμοσε προς αυτούς, δια τούτο κατέστρεψεν αυτούς εν τη ερήμω.»—Έξοδ. 32:11, 12, ΜΝΚ · Αριθμ. 14:15, 16, ΜΝΚ.
Έτσι, επίσης, ο Ιεχωβά άκουσε τον Ιησού του Ναυή, όταν, μετά την ήττα της Γαι, προσηυχήθη: «Ω! Ιεχωβά, τι να είπω, αφού ο Ισραηλ έστρεψε τα νώτα έμπροσθεν των εχθρών αυτού; και ακούσαντες οι Χαναναίοι, και πάντες οι κάτοικοι της γης, θέλουσι περικυκλώσει ημάς, και εξαλείψει το όνομα ημών από της γης· και τι θέλεις κάμει υπέρ του ονόματος σου του μεγάλου;» Τούτο εξίσου ήταν αληθινό σχετικά με την προσευχή που ο Εζεκίας, πιστός βασιλεύς του δούλου βασιλείου του Ιούδα, ανέπεμψε, όταν αντιμετώπισε τους ονειδισμούς του χλευαστικού βασιλέως της Ασσυρίας, του Σενναχειρείμ: «Τώρα λοιπόν, Ιεχωβά Θεέ ημών, σώσον ημάς, δέομαι, εκ της χειρός αυτού· δια να γνωρίσωσι πάντα τα βασίλεια της γης, ότι συ είσαι Ιεχωβά ο Θεός, ο μόνος.»—Ιησ. Ναυή 7:8, 9, ΜΝΚ· 2 Βασ. 19:19, ΜΝΚ.
Έπειτα πάλιν, στον Ψαλμό 79:9, διαβάζομε την προσευχή: «Βοήθησον ημάς, Θεέ της σωτηρίας ημών, ένεκεν της δόξης του ονόματός σου.» Έτσι, επίσης, προσηυχήθη και ο Δανιήλ, όπως αναφέρεται στο Δανιήλ 9:19 (ΜΝΚ): «Ω Ιεχωβά, εισάκουσον . . . Μη χρονίσης ένεκέν σου, Θεέ μου· διότι το όνομά σου εκλήθη επί την πόλιν σου, και επί τον λαόν σου.» Πολλά ακόμη παραδείγματα θα μπορούσαν να δοθούν, τ’ ανωτέρω, όμως, θα έπρεπε να είναι αρκετά για να δείξουν ότι από τον Ιεχωβά Θεό μπορεί ν’ αναμένεται να εισακούση προσευχές, ιδιαιτέρως, όταν αυτές σχετίζονται με τη διεκδίκησι του ονόματός του.
ΛΟΓΩ ΔΙΑΚΡΑΤΗΣΕΩΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΟΣ
Ένας άλλος λόγος, για τον οποίον οι δούλοι του Θεού μπορούν ν’ αναμένουν από τον Θεό ν’ ακούση τις προσευχές των, είναι η αγάπη του για τη δικαιοσύνη: «Ο Ιεχωβά είναι δίκαιος· αγαπά τωόντι δίκαια έργα.» Γι’ αυτό διαβάζομε: «Ο Ιεχωβά είναι μακράν από των ασεβών εισακούει δε της δεήσεως των δικαίων.» Εκείνοι, που ακολουθούν μια ευθεία πορεία, μπορούν να προσέλθουν στον Θεό με βάσι το ότι διεκράτησαν ακεραιότητα ενώπιον του Θεού.—Ψαλμ. 11:7, ΜΝΚ· Παροιμ. 15:29, ΜΝΚ.
Έτσι ο Ιώβ έκαμε μια με ευφράδεια απολογία προς τον Θεό θέτοντας ως βάσι το ότι είχε ακολουθήσει δίκαιη πορεία. (Κεφάλαια 29-31) Παρομοίως, ο Βασιλεύς Δαβίδ, προσευχόμενος για την ευλογία του Θεού στον καιρό της συγκεντρώσεως υλικών για την ανοικοδόμησι του ναού, είπε: «Γνωρίζω, Θεέ μου, ότι συ είσαι ο δοκιμάζων την καρδίαν, και αρέσκεσαι εις την ευθύτητα. Εγώ εν ευθύτητι της καρδίας μου προσέφερα πάντα ταύτα.»—1 Χρον. 29:17.
Την αυτή διάθεσι βρίσκομε στην προσευχή του Νεεμία: «Μνήσθητί μου, Θεέ μου, περί τούτου, και μη εξαλείψης τα ελέη μου τα οποία έκαμα εις τον οίκον του Θεού μου, και εις τας τελετάς αυτού.» Ο συγγραφεύς της προς Εβραίους επιστολής, που αναμφιβόλως είναι ο απόστολος Παύλος, δείχνει παρομοίως τη σχέσι μεταξύ της προσευχής για ωρισμένο σκοπό και της ορθής διαγωγής: «Προσεύχεσθε περί ημών διότι είμεθα πεπεισμένοι, ότι έχομεν καλήν συνείδησιν, θέλοντες να πολιτευώμεθα κατά πάντα καλώς.» Πραγματικά, η ίδια ακριβώς αρχή εξυπακούεται ότι υπάρχει στην υποδειγματική προσευχή που έδωσε ο Ιησούς στους μαθητάς του: «Συγχώρησον εις ημάς τας αμαρτίας ημών, καθώς και ημείς συγχωρούμεν εις τους αμαρτάνοντας εις ημάς.» Ναι, λόγω της αγάπης του Ιεχωβά για τη δικαιοσύνη, όλοι εκείνοι που αγαπούν τη δικαιοσύνη του Θεού και επιζητούν να την ασκούν, μπορούν ν’ αναμένουν ότι ο Θεός θ’ ακούση τις προσευχές των.—Νεεμ. 13:14· Εβρ. 13:18· Ματθ. 6:12.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕ ΒΑΣΙ ΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΕΝΗ ΑΜΑΡΤΙΑ
Μια από τις βασικές παρακλήσεις, που μπορούν να κάμουν ατελή πλάσματα στις προσευχές των, είναι να τους συγχωρήση ο Θεός τις αμαρτίες των. Καθώς το εκφράζει ο απόστολος Ιωάννης: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι πιστός και δίκαιος, ώστε να συγχωρήση εις ημάς τας αμαρτίας, και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας.»—1 Ιωάν. 1:9.
Οι δούλοι του Θεού, όταν πρόκειται να προσευχηθούν στον Θεό για το έλεος και τη συγχώρησι αμαρτιών, μπορούν να αναφέρουν το γεγονός της κληρονομημένης αμαρτίας και ατελείας. Έτσι ο Δαβίδ ικέτευσε τον Ιεχωβά να συγχωρήση την αμαρτία του κατά του Ουρία: «Ιδού, συνελήφθην εν ανομία, και εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου.» Ο Βασιλεύς Σολομών ανέφερε το ίδιο πράγμα στην προσευχή του κατά την αφιέρωσι του ναού του Ιεχωβά: «Όταν αμαρτήσωσιν εις σε, (διότι ουδείς άνθρωπος είναι αναμάρτητος,) και οργισθής εις αυτούς, και παραδώσης αυτούς εις τον εχθρόν, . . . και έλθωσιν εις εαυτούς, . . . και επιστρέψωσι, και δεηθώσι προς σε . . . συγχώρησον εις τον λαόν σου τον αμαρτήσαντα εις σε.»—Ψαλμ. 51:5· 1 Βασ. 8:46-50.
Πράγματι, ο ίδιος ο Ιεχωβά λέγει ότι λαμβάνει υπ’ όψι του την κληρονομημένη ατέλεια του ανθρώπου καθώς πολιτεύεται μ’ αυτόν: «Δεν θέλω καταρασθή πλέον την γην εξ αιτίας του ανθρώπου· διότι ο λογισμός της καρδίας του ανθρώπου είναι κακός εκ νηπιότητος αυτού· ουδέ θέλω πατάξει πλέον πάντα τα ζώντα, καθώς έκαμον.» Συνεπώς, οι δούλοι του Θεού έχουν υπεραρκετούς λόγους για ν’ αναμένουν ότι ο Θεός θ’ ακούση τις προσευχές των, όταν εκζητούν έλεος και συγχώρησι με βάσι την κληρονομημένη αδυναμία, που οφείλεται στην αρχική αμαρτία του Αδάμ.—Γέν. 8:21· Ρωμ. 5:12.
Η ΑΓΑΘΟΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Τέλος, οι δούλοι του Θεού μπορούν πάντοτε να ικετεύουν τον Ιεχωβά για τα ζητήματά των, που σημαίνει, ότι θα αναμένουν αυτόν ν’ απαντήση στις προσευχές των, με βάσι το ότι είναι Θεός αγαθότητος και ελέους. Έτσι, όταν ο Ιεχωβά ήταν έτοιμος να εξαλείψη τους Ισραηλίτας, επειδή είχαν αποστατήσει, ο Μωυσής ικέτευσε, όχι μόνον με τη βάσι το ότι το όνομα του Ιεχωβά είχε αναμιχθή, αλλ’ επίσης με βάσι το ότι αυτός ήταν Θεός αγαθότητος: «Και τώρα, δέομαί σου, ας μεγαλυνθή η δύναμίς σου, Ιεχωβά, καθ’ ον τρόπον είπας, λέγων, Ο Ιεχωβά είναι μακρόθυμος και πολυέλεος, συγχωρών ανομίαν και παράβασιν . . . Συγχώρησον, δέομαι, την ανομίαν του λαού τούτου, κατά το μέγα έλεός σου.» (Αριθμ. 14:17-19, ΜΝΚ) Ναι, ο Ιεχωβά είχε πει στον Μωυσή ότι Αυτός είναι Θεός ελέους και αγαθότητος, όταν ο Μωυσής τον είχε παρακαλέσει να δη τη δόξα του, κι έτσι τώρα ο Μωυσής μπορούσε κατάλληλα να υπενθυμίση στον Ιεχωβά το γεγονός αυτό. Ο Βασιλεύς Δαβίδ έκαμε ικεσία επάνω στη βάσι αυτή (Ψαλμ. 51:1), το ίδιο δε έπραξε και ο προφήτης Δανιήλ χάριν του λαού του: «Κλίνον, Θεέ μου, το ωτίον σου, και άκουσον . . . διότι ημείς δεν προσφέρομεν τας ικεσίας ημών ενώπιόν σου δια τας δικαιοσύνας ημών, αλλά δια τους πολλούς οικτιρμούς σου.»—Δαν. 9:18.
Δεν υπάρχει αμφιβολία· η Γραφή δεν αποκαλύπτει έναν «απουσιάζοντα Θεό», τέτοιον, όπως θα μας ήθελε ο θεϊστής να πιστεύωμε ότι είναι ο μέγας Δημιουργός. Όχι, αυτός ενδιαφέρεται για τα πλάσματά του, και μάλιστα για αγαθούς λόγους. Ως εκ τούτου τα προσκαλεί, ναι, παραγγέλλει σ’ αυτά να προσέρχωνται σ’ αυτόν με προσευχή, με αίνο, με ευχαριστία και με παρακλήσεις. Δέχεται με ευμένεια τις προσευχές των με βάσι το όνομά του και λόγω της διακρατήσεως εκ μέρους των ακεραιότητος. Επί πλέον, τους επιτρέπει ν’ απευθύνουν ικεσίες με βάσι την ανθρωπίνη ατέλειά των και την κληρονομημένη αμαρτία, ως επίσης και με βάσι την ενδοξασί του στην εκδήλωσι αγαθότητος.
Η Γραφή ομιλεί για τον Θεό ως ‘Ακούοντα προσευχήν’. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ακούει και προβαίνει σ’ ευνοϊκές ενέργειες έναντι όλων των προσευχών, διότι, όπως είναι σαφές από τα προηγούμενα, πρέπει ένας να προσεύχεται στον μόνον αληθινό Θεό και με τον ορθό τρόπο και για ορθά πράγματα, ώστε να γίνη ακουστός απ’ αυτόν. Εκείνοι, που τηρούν αυτούς τους όρους, θα διαπιστώσουν στην ίδια τους τη ζωή ότι ο Θεός είναι πράγματι ο «Ακούων προσευχήν», τουτέστι, ακούει υπό την έννοιαν της ακροάσεως και απαντήσεως στην προσευχή. Ευτυχείς είναι εκείνοι που προσεύχονται μ’ αυτόν τον τρόπο.—Ψαλμ. 65:2.