‘Ούτε Πόνος δεν Θέλει Υπάρχει Πλέον’
«ΟΧΙ πια πόνοι! Τι ευπρόσδεκτη είδησις θα ήταν αυτή!» ανεφώνησε ο πάσχων χρονίως. «Αλλά ποτέ δεν θα συμβή αυτό,» μπορεί να συμπεράνετε. Οι άνθρωποι ποτέ δεν θα υπερνικήσουν πλήρως τα παθήματα.» Αληθές είναι ότι, αν το τέλος του πόνου εξηρτάτο από ατελείς, ιδιοτελείς ανθρώπους, ποτέ δεν θα ήρχετο, αλλά δεν εξαρτάται απ’ αυτούς. Το τέλος των πόνων το υπεσχέθη ο ίδιος ο Θεός κι επομένως είναι βέβαιο ότι θα επέλθη.
Ο θεόπνευστος απόστολος Ιωάννης στην αποκαλυπτική του όρασι άκουσε μια φωνή απ’ τον θρόνο του Θεού να λέγη: «Ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και θέλει σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαοί αυτού, και αυτός ο Θεός θέλει είσθαι μετ’ αυτών Θεός αυτών. Και θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον· ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον· διότι τα πρώτα παρήλθον.» Δεν είναι αυτό εκείνο που θ’ ανεμέναμε από ένα παντοδύναμο Θεό που αγαπά τα πλάσματά του; Ασφαλώς!—Αποκάλ. 21:3, 4.
Επί έξη χιλιάδες τώρα χρόνια περίπου ο άνθρωπος διετέλεσε υπό την δουλείαν του πόνου, φυσικού, διανοητικού και συναισθηματικού. Τα παθήματα της ταραγμένης διανοίας είναι απερίγραπτα. Υπάρχουν, επίσης, τα πιο έντονα είδη φυσικού πόνου, που προξενούνται από ωρισμένους τύπους καρκίνου, από στηθάγχη και από τη γναθική πάθησι που είναι γνωστή ως επώδυνος μυϊκή σύσπασις. Πολλά δεινά, επίσης, προξενούν οι συναισθηματικές εντάσεις φόβου, ενοχής, αδημονίας και απογοητεύσεως. Ορθώς παρετήρησε ο απόστολος Παύλος ότι «πάσα η κτίσις συστενάζει και συναγωνιά έως του νυν.»—Ρωμ. 8:22.
Σήμερα μπορεί να βρή κανείς πολλά παυσίπονα στο πρώτο φαρμακείο που θα συναντήση. Όταν αποτυγχάνουν αυτά, προσφεύγει κανείς στον παθολόγο και στον χειρούργο, και είναι παρηγοριά να γνωρίζη ότι αυτοί μπορούν να κάνουν πάντοτε περισσότερα για την κατάπαυσι του πόνου. Παρόλες, όμως, τις προσπάθειές των, συνεχίζεται η ευρεία δουλεία σε παντοειδείς πόνους και πολλοί είναι αυτοί που πικραίνονται εξαιτίας αυτής της δουλείας. Μερικοί μάλιστα και καταφέρονται εναντίον του Θεού ένεκα των παθημάτων των, όπως η σύζυγος του Ιώβ προέτεινε σ’ αυτόν να κάμη εξαιτίας αυτών που υπέφερε. Μια τέτοια στάσις, όπως κι ο ίδιος ο Ιώβ παρετήρησε, είναι τουλάχιστον αφροσύνη.—Ιώβ 2:9, 10.
Εν πρώτοις, ας σημειώσωμε ότι ο πόνος δεν είναι ένα αμιγές κακό. Πολύ απέχει από το να είναι! Ο πόνος αποτελεί μια σοφή πρόνοια του Δημιουργού για να μας αφυπνίση για τον κίνδυνο. Άτομα, των οποίων τα σώματα είναι εντελώς αναίσθητα στον πόνο—και υπάρχουν τέτοια άτομα—είναι πολύ ατυχή. Μερικοί απ’ αυτούς περιφέρονται επί ημέρες μ’ ένα σπασμένο οστούν, αγνοώντας τελείως την κατάστασί των. Άλλοι εκάησαν σοβαρά σε θερμάστρες και από σωλήνες κεντρικής θερμάνσεως ή αλλιώς πως ετραυματίσθησαν χωρίς να το αντιληφθούν, επειδή δεν μπορούσαν να αισθανθούν πόνο. Εν τούτοις, καίτοι ο Θεός μάς εδημιούργησε με σοφία, με την ιδιότητα της αισθήσεως, η οποία περιλαμβάνει και τον πόνο, δεν μας προώρισε να είμεθα υποδουλωμένοι στον πόνο.
Αυτή η δουλεία δεν μπορει ν’ αποδοθή στην Θεό, αλλά στους πρώτους γονείς μας. Όταν αυτοί, λόγω της ιδιοτελώς παρακοής των, κατεδικάσθησαν να επιστρέψουν στη γη από την οποίαν είχαν ληφθή, ο Θεός είπε στην Εύα: «Θέλω υπερπληθύνει . . . τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπας θέλεις γεννά τέκνα.» Και στον Αδάμ: «Κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου· με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου.» Όχι ότι ο Θεός αυθαίρετα διέταξε να υποφέρουν ο άνδρας και η γυναίκα, αλλά μάλλον ότι ο πόνος είναι συνακόλουθος της ατελείας, της αμαρτίας και του θανάτου αποτελεί μέρος της πορείας προς τον θάνατον.—Γέν. 3:16-19.
Και τι να λεχθή για τους πολλούς, οι οποίοι είναι σε δουλεία στον πόνο εξαιτίας της ιδικής των αφροσύνης; Αυτοί μπορεί να επεδόθησαν στην πολυφαγία ή στα ποτά επί έτη, ή μπορεί να έφθασαν σε άλλες ακρότητες ως προς τις απολαύσεις ή την εργασία. Πόσα παθήματα συνέβησαν από αμέλεια στο σπίτι, σε εργοστάσια και στον δρόμο! Ασφαλώς, πολλοί, οι οποίοι μέμφονται τον Θεό, αν είναι ειλικρινείς, θα έπρεπε να ομολογήσουν ότι μπορούσαν, πολύ πιο δικαιολογημένα, να επικρίνουν τον εαυτό τους.
Δεν πρέπει να παραβλέπωμε το γεγονός ότι η νοοτροπία μας απέναντι του πόνου μπορεί ν’ αυξήση ή να ελαττώση τη σοβαρότητά του. Το να λογικευθούμε επάνω στον πόνο μπορεί να μας βοηθήση να τον υποφέρωμε, ή και να χαρούμε γι’ αυτόν, όπως έκαναν οι απόστολοι διότι «ηξιώθησαν» να υποστούν παθήματα υπέρ του Χριστού. Επίσης, στρέφοντας τη διάνοιά μας σε κάτι άλλο ή επιδιδόμενοι σε κάποια απασχόλησι, θα μπορέσωμε να λησμονήσωμε τον πόνο μας, τουλάχιστον προσωρινώς.—Πράξ. 5:40, 41.
Έτσι, ο λόγος του Θεού μάς βοηβεί να υποφέρωμε τον πόνο, διότι όχι μόνο μας λέγει το γιατί ο Θεός τον επέτρεψε, αλλά και μας βεβαιώνει ότι γρήγορα θα τελειώση. Ο πρώτιστος μεταξύ των λόγων, για τους οποίους ο Θεός επέτρεψε τον πόνο, είναι ν’ αποδείξη τον Σατανά ψεύτη, όταν εκαυχήθη ότι θα μπορούσε ν’ απομακρύνη όλους τους ανθρώπους από τον Θεό. Έτσι, όπως αναγινώσκομε στον Ιώβ 2:1-11, ο Θεός επέτρεψε στον Σατανά να καταθλίψη τον Ιώβ για να δοκιμάση την ακεραιότητά του. Άξιζε να γίνη αυτό; Βεβαιότατα. Αυτό απετέλεσε διεκδίκησι για τον Ιεχωβά Θεό, αποδεικνύοντας τον Σατανά ή Διάβολο ψεύτη, κι έφερε πλούσιες ανταμοιβές στον Ιώβ. Όταν ο σκοπός του Θεού σ’ αυτό το ζήτημα εκπληρωθή πλήρως, η δουλεία του ανθρώπου στον πόνο θα λήξη.—Ιώβ 42:12-17· Ιάκ. 5:11.
Επίσης, όπως παρετηρήσαμε, η δουλεία στον πόνο είναι συνακόλουθος της ατελείας, της αμαρτίας και του θανάτου. Εφόσον αποτελεί σκοπόν του Θεού να τερματίση αυτά τα δεινά βάσει της θυσίας του Υιού του και μέσω της βασιλείας του, η δουλεία του πόνου θα λήξη κι αυτή. (Ιωάν. 1:29) Στον ωρισμένο καιρό του Θεού οι ευπειθείς θα λάβουν τα ευεργετήματα της θυσίας του Χριστού κάτω από τη Βασιλεία, για την οποία αναπέμπομε προσευχές. Σ’ αυτήν ο Χριστός θα βασιλεύση, ώσπου να θέση όλους τους εχθρούς κάτω από τους πόδας του, περιλαμβανομένης της δουλείας του πόνου και του τελευταίου εχθρού, του θανάτου. (1 Κορ. 15:25, 26) Τότε, βέβαια, «θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον· ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον.» Τότε οι προφητικοί λόγοι, που έχουν τώρα πνευματική εφαρμογή, θα έχουν και κατά γράμμα εκπλήρωσι: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Ιεχωβά· . . . τον ιατρεύοντα πάσας τας αρρωστίας σου.» «Και ο κάτοικος δεν θέλει λέγει, Ητόνησα.»—Αποκάλ. 21:4· Ψαλμ. 103:1, 3, ΜΝΚ· Ησ. 33:24.
Πότε θ’ αρχίσουν όλ’ αυτά να γίνονται; Στις ημέρες μας. Η εκπλήρωσις των Βιβλικών προφητειών καταδεικνύει ότι ζούμε στο τέλος του παρόντος παλαιού συστήματος πραγμάτων, και στο κατώφλι νέων ουρανών και νέας γης, όπου θα κατοική δικαιοσύνη· ενός κόσμου χωρίς αμαρτία, χωρίς θάνατο και χωρίς πόνο.—2 Πέτρ. 3:13.
Ας λάβουν, λοιπόν, όλοι παρηγορία κι ελπίδα. Αντί να στασιάζετε για την τύχη σας, προσεύχεσθε στον Θεό για να λάβετε ενίσχυσι να εγκαρτερήσετε υπομονητικά και χαρωπά αποβλέποντας στη μακαρία ημέρα οπότε δεν θα υπάρχη πια πόνος.