Η Σκέψις Πίσω από την Παροιμία
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ των Παροιμιών είναι ένα πλούσιο μεταλλείο πρακτικών συμβουλών. Κάθε φάσις ανθρωπίνης σχέσεως φαίνεται να καλύπτεται. Υπάρχουν συμβουλές περί του πώς να φέρεται κανείς σε φίλους, ν’ ανατρέφη τέκνα, για τις παγίδες που ενεδρεύουν στο μονοπάτι των νέων και των ηλικιωμένων, και για τους κινδύνους της υπερβολικής αυτοπεποιθήσεως. Για να ωφεληθούμε απ’ αυτό το μεταλλείον της αληθείας, απαιτείται σκάψιμο από μέρους μας. «Εάν ζητήσης αυτήν ως αργύριον, και εξερευνήσης αυτήν ως κεκρυμμένους θησαυρούς, τότε θέλεις εννοήσει τον φόβον του Ιεχωβά, και θέλεις ευρεί την επίγνωσιν του Θεού.» (Παροιμ. 2:4, 5, ΜΝΚ ) Η εξέτασις της σκέψεως πίσω από τη θεόπνευστη παροιμία αποτελεί ένα πολύ επωφελή τρόπο σκαψίματος για τους θησαυρούς της θείας σοφίας.
«Άκουε, υιέ μου, την διδασκαλίαν του πατρός σου, και μη απορρίψης τον νόμον της μητρός σου. Διότι ταύτα θέλουσιν είσθαι στέφανος χαρίτων εις την κορυφήν σου, και περιδέρραιον περί τον τράχηλόν σου.»
Ένα τέκνον πρέπει να λαμβάνη τις πρώτες του ιδέες περί Θεού από τους γονείς του, η δε αγάπη του πατρός του και της μητρός του πρέπει ν’ αποτελούν τις βαθμίδες, στις οποίες ανέρχεται για να κατανοήση την αγάπη του Θεού, του ουρανίου Πατρός του. Έτσι διδάσκει η παροιμία. Η διδασκαλία και η πειθαρχία της σοφίας μπορεί στην αρχή να φαίνωνται δύσκολα και σκληρά πράγματα, σαν σιδερένιες χειροπέδες που περιορίζουν τη διαφθορά και την ανταρσία που είναι έμφυτη, αλλ’ εν καιρώ γίνονται σαν χρυσές αλυσίδες, που φορούνται σαν στολίδια και δεν βαρύνουν διόλου.
«Διότι ματαίως εξαπλόνεται δίκτυον έμπροσθεν των οφθαλμών παντός πτερωτού.»
Η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασις αποδίδει το εδάφιο με τη σημασία ότι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στα πουλιά που δεν αφήνονται να πιασθούν, όταν απλώνωνται δίκτυα προ των ομμάτων των, οι ασεβείς άνθρωποι βαίνουν τυφλά προς την ίδια τους καταστροφή. Σ’ αυτό το κεφάλαιο οι ασεβείς παριστάνονται ότι βυσσοδομούν κατ’ ιδίαν να παγιδεύσουν τους αθώους. Αν ήσαν γνωστά τα σχέδιά των, οι αθώοι θα διέφευγαν την παγίδα, «διότι ματαίως εξαπλόνεται δίκτυον έμπροσθεν των οφθαλμών παντός πτερωτού.» Η σοφή συμβουλή είναι να προσέχετε τις οδηγίες του Ιεχωβά και θα ιδήτε τα σχέδια των ασεβών κι έτσι θα μπορέσετε ν’ αποφύγετε τις παγίδες των, όπως κάνει το πουλί, που βλέπει το δίκτυον προ των ομμάτων του.
«Όστις κρατεί σίτον, θέλει είσθαι δημοκατάρατος· ευλογία δε θέλει είσθαι επί την κεφαλήν του πωλούντος.»
Φαίνεται ότι ο ταχύς τρόπος αποκτήσεως χρήματος στους παλαιούς καιρούς ήταν ν’ αγοράζη κανείς σιτάρι, όταν οι τιμές ήσαν χαμηλές, και κατόπιν να περιμένη ώσπου να επέλθη πίεσις βαριάς σιτοδείας και τότε να πωλήση το σιτάρι σε τιμές λιμού. Ήταν ένα είδος αρχαίας διατυπώσεως της μαύρης αγοράς. Μολονότι κάποιο καλό εγίνετο με την πράξι του ατόμου, με το να περιορίζη την κατανάλωσι και να διατηρή ένα απόθεμα, ωστόσο οι άνθρωποι τον καταφρονούσαν για την ιδιοτέλειά του κι ευλογούσαν εκείνον που απείχε από το ν’ αποκομίζη μεγάλα κέρδη από μια περίπτωσι επειγούσης ανάγκης. Ένας τέτοιος θα λάβη την αμοιβή του από τον Θεό.
«Πολλήν τροφήν δίδει ο αγρός των πτωχών· τινές δε δι’ έλλειψιν κρίσεως αφανίζονται.»
Το νόημα εδώ είναι ότι το λίγο γίνεται πολύ με την εργασία και την ευλογία του Θεού, αλλ’ ότι το πολύ μπορεί να γίνη λίγο με την ανομία και την αμέλεια.
«Η βουλή εν τη καρδία του ανθρώπου είναι ως ύδατα βαθέα· αλλ’ ο συνετός άνθρωπος θέλει ανασύρει αυτήν.»
Η βουλή κάποτε ενέχει τη σκέψι του σκοπού. Ο Ιεχωβά λέγει: «Η βουλή μου θέλει σταθή.» (Ησ. 46:10) Ο σκοπός ενός ανθρώπου, η πραγματιική του πρόθεσις στα βάθη της καρδιάς του, συχνά βρίσκεται όπως τα νερά ενός πηγαδιού, πολύ βαθιά. Είναι δύσκολο να φθάση κανείς σ’ αυτή τη βουλή. Απαιτείται υπομονή κι επιδεξιότης για ν’ ανασυρθή από αυτά το κέντρον του ανθρώπου. Όταν εγράφη αυτή η παροιμία, το νερό δεν μπορούσε να βρεθή εύκολα ήταν βαθιά μέσα στα πηγάδια. Αυτό εσήμαινε εργασία. Απητήθη πραγματική εργασία για ν’ ανασύρη η Ρεβέκκα νερό για τις καμήλες του δούλου του Αβραάμ. (Γέν. 24:19, 20) Έτσι είναι και με τη βουλή που είναι βαθιά μέσα στην καρδιά ενός ανθρώπου. Για να φθάση κανείς σ’ αυτόν τον σκοπό, πρέπει να κατεβάση τον κουβά του και να τον ανασύρη, κατόπιν. Ο άνθρωπος της διαγνώσεως, που θέλει να ξέρη τι είναι μέσα στην καρδιά ενός άλλου ανθρώπου, πρέπει να κάμη κάποια εξέτασι. Μπορεί να πλησιάση από μια οδό κι ύστερ’ από άλλη. Η επιμονή του τελικά εξάγει τον σκοπό του άλλου ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος της διαγνώσεως θα γνωρίση αν το άτομον εκείνο είναι εχθρικό ή είναι καλό άτομο για συναναστροφή. Έτσι, και οι βουλές του Θεού δεν είναι στην επιφάνεια. Πολλοί άνθρωποι διαβάζουν τη Γραφή αλλά δεν καταλαβαίνουν το θείον θέλημα. Γιατί; Δεν κατεβάζουν τους κουβάδες των· δεν καταβάλλουν την απαιτούμενη προσπάθεια. Με τα να πηγαίνη κανείς στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις του λαού του Θεού, δείχνει ότι είναι διατεθειμένος να κατεβάση τον κουβά του, ανασύροντας έτσι τις αναψυκτικές αλήθειες του λόγου του Θεού.
«Ο σίδηρος ακονίζει τον σίδηρον· και ο άνθρωπος ακονίζει το πρόσωπον του φίλου αυτού.»
Μια λεπίς, που εγνώρισε πολλή σκληρή εργασία, πρέπει να έλθη σ’ επαφή μ’ ένα άλλο σκληρό αντικείμενο για ν’ αποκατασταθή η κόψη της. Έτσι και η διανοητική και πνευματική κατάστασις του ανθρώπου έρχεται, κατά καιρούς, σε ανάγκη ακονίσματος. Η επαφή με ανομοιογενή πρόσωπα και πράγματα και οι απογοητεύσεις έχουν μια τάσι να εξαντλήσουν τις ενέργειές μας και να καταπιέσουν τις διαθέσεις μας. Όταν είμεθα σε μια τέτοια κατάστασι, ένα βλέμμα συμπαθείας και μια λέξις ενθαρρύνσεως από έναν που μας καταλαβαίνει είναι πραγματικά πολύ ανορθωτικό. Όταν μια τέτοια ενθάρρυνσις βασίζεται σε ακριβή γνώσι του λόγου του Θεού, έχει τεράστια δύναμι ν’ αναζωογονήση μέσα μας νέα ελπίδα για ανανέωσι δράσεως.
«Οι ασεβείς φεύγουσιν, ουδενός διώκοντος· οι δε δίκαιοι έχουσι θάρρος ως λέων.»
Ο άνθρωπος που φεύγει χωρίς κανείς να καταδιώκη, με μια έννοια φεύγει από τον εαυτό του, από την ίδια του συνείδησι· επομένως, οι προσπάθειές του είναι άκαρπες. Ο δίκαιος άνθρωπος έχει αληθινό θάρρος, συναισθανόμενος την ίδια του αθωότητα και την επιδοκιμασία του Ιεχωβά Θεού.