Ένας Θεός Αγάπης θα Εβασάνιζε Ψυχές;
Η ΥΠΕΡΕΧΟΥΣΑ ιδιότης του Δημιουργού του ανθρώπου είναι η αγάπη. Αυτός είναι η προσωποποίησις της αγάπης. Γι’ αυτό η Γραφή λέγει: «Ο Θεός είναι αγάπη.» (1 Ιωάν. 4:16) Σ’ αυτόν τον Θεό τής αγάπης, ο ψαλμωδός Δαβίδ έψαλε: «Η οργή αυτού διαρκεί μίαν μόνην στιγμήν· ζωή όμως είναι εν τη ευμενεία αυτού.»—Ψαλμ. 30:5.
Ο βαθμός της θείας αγάπης για την ανθρωπότητα είναι έκδηλος στον τρόπο με τον οποίον ο Θεός βλέπει εκείνους που παραβαίνουν τους νόμους του. Μολονότι οι πράξεις των τον κάνουν να παροργίζεται και να πονή, εν τούτοις δεν εξάπτεται αμέσως με οργή εναντίον τους. (Ψαλμ. 78:38-41) Φιλεύσπλαγχνα παρέχει ευκαιρία σ’ αυτούς ν’ αλλάζουν την πορεία των, διότι δεν ευαρεστείται να εκτελέση καταδικαστική απόφασι εναντίον των. Διά του προφήτου του Ιεζεκιήλ είπε στον απειθή Ισραήλ: «Δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψη ο ασεβής από της οδού αυτού, και να ζη· επιστρέψατε, επιστρέψατε από των οδών υμών των πονηρών· δια τι να αποθάνητε, οίκος Ισραήλ;» (Ιεζ. 33:11) Ο Ιεχωβά Θεός θεωρώντας τη ζωή ως πολύτιμη, φροντίζει να δίδεται προειδοποίησις σ’ εκείνους που παραβαίνουν τους δικαίους του νόμους.
Μια κατάλληλη περίπτωσις είναι η Νινευή, η πρωτεύουσα της αρχαίας Ασσυρίας. Όπως αναγράφεται στη Γραφή, οι κάτοικοι της πόλεως εκείνης έγιναν τόσο ασεβείς ώστε ο Ιεχωβά είχε υπ’ όψι να τους καταστρέψη. Εν τούτοις τους έδωσε μια ευκαιρία να εγκαταλείψουν την αδικοπραγία τους. Με την απεριόριστη αγάπη και το έλεός του έστειλε τον προφήτη Ιωνά σ’ αυτούς. «Έτι τεσσαράκοντα ημέραι, και η Νινευή θέλει καταστραφή,» ήταν η συνταρακτική αναγγελία του προφήτου του Ιεχωβά.—Ιωνάς 3:4.
Οι Νινευίται εγνώριζαν ότι είχαν δημιουργήσει ένα κακό υπόμνημα για τον εαυτό τους. Η θεόδοτη συνείδησίς των τους κατεδίκαζε. Μολονότι δεν ήσαν λάτρεις του Ιεχωβά Θεού, εν τούτοις εφοβούντο ακόμη τις θεότητες. Όταν λοιπόν άκουσαν ένα ξένο, ο οποίος δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι είχε κανένα προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτούς, να κηρύττη με θάρρος την επικείμενη καταστροφή των, οι Νινευίται συνήλθαν. Ολόκληρη η πόλις, περιλαμβανομένου και του βασιλέως, μετενόησε με σάκκον και σποδόν.
Στοργικά ο Θεός της αγάπης δεν έφερε στους Νινευίτες που μετανόησαν την καταστροφή που ο προφήτης του είχε απαγγείλει εναντίον των. Ο Ιωνάς όμως δεν μπορούσε να το καταλάβη αυτό. Πραγματικά ωργίσθηκε. Εγκατέλειψε την πόλι και έκτισε μια καλύβα για τον εαυτό του ανατολικά της Νινευή. Εκεί παρέμεινε για να δη τι θα συνέβαινε στην πόλι.—Ιωνάς 4:1-5.
Για να μπορέση ο Ιωνάς να εκτιμήση την ορθότητα της ενεργείας του Θεού που λυπήθηκε τους Νινευίτες που μετανόησαν, ο Ιεχωβά προτίμησε να τον διδάξη μ’ ένα αντικειμενικό μάθημα. Έκαμε να φυτρώση θαυματουργικά μια κολοκυθιά και να δίνη μια ευχάριστη σκιά για τον Ιωνά μέσα στην καλύβα του. Αργότερα ο Ιεχωβά έκαμε ένα σκουλήκι να καταφάγη το φυτό αυτό και να το αποξηράνη. Ο Ιωνάς που στερήθηκε τη σκιά του φυτού ήταν τώρα εκτεθειμένος σ’ ένα καυστικό ανατολικό άνεμο και στον θερμό ήλιο που έπεφτε στο κεφάλι του. Χωρίς αμφιβολία άρχισε ν’ απορή γιατί να ξεραθή το φυτό αφού μάλιστα ήταν μια τέτοια ευλογία σ’ αυτόν. Μολονότι ο Ιωνάς ούτε φύτεψε ούτε περιποιήθηκε το φυτό, λυπήθηκε πολύ για την απώλεια του· του φάνηκε κακό να ξεραθή τόσο γρήγορα.—Ιωνάς 4:6-10.
Αλλ’ ο Ιεχωβά Θεός είχε πολύ περισσότερους λόγους να λυπηθή τη Νινευή. Η αξία των κατοίκων της και των κατοικιδίων ζώων της ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αξία μιας κολοκυθιάς. Ο Ιεχωβά, εφαρμόζοντας αυτό το αντικειμενικό μάθημα, ρώτησε τον Ιωνά: «Και εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ υπέρ της Νινευή, της πόλεως τής μεγάλης, εν η υπάρχουσι πλειότεροι των δώδεκα μυριάδων ανθρώπων, οίτινες δεν διακρίνουσι την δεξιάν αυτών από της αριστεράς αυτών, και κτήνη πολλά;»—Ιωνάς 4:11.
Είναι λογικό να συμπεράνωμε ότι ένας Θεός, που έχει τόσο τρυφερά αισθήματα προς τους ανθρώπους, θα βασάνιζε μερικούς απ’ αυτούς μετά τον θάνατον τους μέσα σ’ ένα πύρινο άδη για όλη την αιωνιότητα; Αν ο Ιεχωβά Θεός δεν ευαρεστήται στον θάνατο των ασεβών, πώς θα ήταν δυνατόν να ευαρεστήται βλέποντας ανθρώπους να υποφέρουν τις μεγαλύτερες αγωνίες σε όλη την αιωνιότητα;
Όταν οι Ισραηλίται είχαν αρχίσει την εξοργιστική συνήθεια να θυσιάζουν τα τέκνα των, ο Ιεχωβά είπε στον προφήτη του Ιερεμία: «Και ωκοδόμησαν τους υψηλούς τόπους του Τοφέθ, όστις είναι εν τη φάραγγι του υιού Εννόμ, δια να καίωσι τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών εν πυρί· το οποίον δεν προσέταξα, ουδέ ανέβη επί την καρδίαν μου.» (Ιερεμ. 7:31) Αν η βδελυκτή πράξις της θυσίας τέκνων ήταν κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να διανοηθή ο Θεός της αγάπης, πώς θα ήταν δυνατόν να διανοηθή ένα αιώνιο βασανισμό για τους ανθρώπους που παραβαίνουν τους νόμους του;
Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΚΡΑΤΕΙ ΤΗΝ ΤΙΜΩΡΙΑ
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιεχωβά Θεός θ’ αφήση ατιμώρητη την αδικοπραγία, ότι παραβλέπει τις κατάφωρες παραβιάσεις των εντολών του. Ο Λόγος του δηλώνει: «Ζηλότυπος είναι ο Θεός, και εκδικείται ο Ιεχωβά· ο Ιεχωβά εκδικείται, και οργίζεται· ο Ιεχωβά θέλει εκδικηθή τους εναντίους αυτού, και φυλάττει οργήν κατά των εχθρών αυτού. Ο Ιεχωβά είναι μακρόθυμος, και μέγας την ισχύν, και ουδόλως θέλει αθωώσει τον ασεβή.» (Ναούμ 1:2, 3, ΜΝΚ) «Είναι σοφός την καρδίαν, και κραταιός την δύναμιν· τις εσκληρύνθη εναντίον αυτού, και ευτύχησεν;» (Ιώβ 9:4) Ακόμη κι εκείνοι που ομολογούν ότι είναι λαός του και γίνονται ένοχοι παραβάσεως δεν θα προστατευθούν από ποινή, από βασανισμό.
Αν ένας προσπαθήση ν’ αποκρύψη το αμάρτημά του, ο Θεός δεν θα τον φυλάξη από το βασανιστικό αποτέλεσμα μιας ένοχης συνειδήσεως. Ένας που το δοκίμασε αυτό ήταν ο Δαβίδ, ο οποίος έγραψε: «Ότε απεσιώπησα, επαλαιώθησαν τα οστά μου εκ του ολολυγμού μου ολην την ημέραν· επειδή ημέραν και νύκτα εβαρύνθη η χειρ σου επ’ εμέ· η υγρότης μου μετεβλήθη εις θερινήν ξηρασίαν.»—Ψαλμ. 32:3, 4.
Η προσπάθεια καταπνίξεως μιας ένοχης συνειδήσεως έλυωνε τον Δαβίδ. Η αγωνία του για το τι είχε κάμει εμείωσε τη δύναμί του ακριβώς όπως ένα δένδρο θα έχανε τη ζωοπάροχη υγρασία του στη διάρκεια της μεγάλης ζέστης ενός ξηρού θέρους. Ο βασανισμός όμως που υπέστη ο Δαβίδ παρήγαγε καλά αποτελέσματα. Τον υπεκίνησε να ομολογήση το αμάρτημά του και να επανακτήση μια κατάλληλη σχέσι με τον Θεόν του.
Ακόμη και η πιο αυστηρή ποινή στην οποία ο Ιεχωβά Θεός μπορεί να επιβάλη σ’ έναν λαό έχει τον σκοπό της. Μπορεί να επιτύχη τη βελτίωσί του. Ποτέ ο Ιεχωβά Θεός δεν θλίβει κανένα για προσωπική ευχαρίστησι. Δεν ευαρεστείται να επιβάλλη τιμωρία όπως δεν ευαρεστείται κι ένας στοργικός πατέρας στον τρόπο ενεργείας απέναντι σ’ ένα απειθές τέκνον. Ο Ιεχωβά για να παραστήση τον σκοπό της ποινής που επιβάλλει εδήλωσε μέσω του προφήτου του Ησαΐα:
«Ο αροτριών μήπως όλην την ημέραν αροτριά δια να σπείρη, διανοίγων και βωλοκοπών τον αγρόν αυτού; Αφού εξομαλύνη το πρόσωπον αυτού, δεν διασκορπίζει τον άρακον, και διασπείρει το κύμινον, και βάλλει τον σίτον εις το καλήτερον μέρος, και την κριθήν εις τον διωρισμένον αυτής τόπον, και την βρίζαν εις το μέρος αυτού το ανήκον; Διότι ο Θεός αυτού μανθάνει αυτόν να διακρίνη, και διδάσκει αυτόν. Διότι δεν αλωνίζεται ο άρακος διά αλωνιστικού οργάνου, ουδέ αμάξης τροχός περιστρέφεται επί το κύμινον αλλά διά ράβδου κτυπάται ο άρακος, και διά βακτηρίας το κύμινον. Ο δε σίτος του άρτου κατασυντρίβεται· αλλά δεν θέλει δια πάντα αλωνίζει αυτόν, ουδέ θέλει συντρίψει αυτόν διά του τροχού της αμάξης αυτού, ουδέ θέλει λεπτύνει αυτόν διά των ονύχων των ίππων αυτού. Και τούτο εξήλθε παρά του Ιεχωβά των δυνάμεων, του θαυμαστού εν βουλή, του μεγάλου εν συνέσει.»—Ησ. 28:24-29, ΜΝΚ.
Η αροτρίασις και η συγκομιδή είναι περιορισμένα. Η σκληρότης του εδάφους ρυθμίζει τον βαθμό ή την έντασι της αροτριάσεως. Το είδος του σπόρου προσδιορίζει τη δύναμι και το βάρος των οργάνων που χρησιμοποιούνται για το αλώνισμα. Ομοίως, ο Ιεχωβά Θεός δεν τιμωρεί για πάντα εκείνους που παραβαίνουν τον νόμο του. Τους τιμωρεί πρωτίστως για να τους μαλακώση, για να τους καταστήση πιο επιδεκτικούς των συμβουλών και της καθοδηγίας του. Αυτό δείχνει τη σοφία του Θεού στο να καθαρίση τον λαό του και να τον απαλλάξη από ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά μέσω μιας θεραπείας η οποία ταιριάζει καλύτερα στις υπάρχουσες ανάγκες.
Μερικές φορές εκείνο που επιτρέπει ο Ιεχωβά Θεός να έρχεται σε άτομα μπορεί να είναι ένας πραγματικός βασανισμός σ’ αυτά. Μπορεί να εκθέση οδυνηρά τους εσφαλμένους τρόπους ενεργείας των. (Παράβαλε Αποκάλυψις 11:10.)
Εκείνοι που αμελούν να προσέξουν τις καταγγελίες που διακηρύττει ο Ιεχωβά Θεός διά στόματος των δούλων του υφίστανται το βασανιστικό αποτέλεσμα του αγγέλματός του. Χάνουν τις ευλογίες που θα ήρχοντο σ’ αυτούς αν μετανοούσαν και μετέβαλλαν την πορεία ενεργείας των. Εν τούτοις, και στην περίπτωσί τους ακόμη, ο βασανισμός πραγματοποιεί ένα σκοπό. Αποκαλύπτει ότι αυτοί δεν είναι άξιοι να διαφυλαχθούν από την εκτέλεσι της κρίσεως του Θεού.
Αλλά μήπως θα μπορούσε να λεχθή ότι ο αιώνιος βασανισμός θα είχε κάποιο σκοπό; Αν ο Ιεχωβά Θεός επρόκειτο να υποβάλη τους ανθρώπους σε αιώνιο βασανισμό, θα ωφελούνταν οι βασανιζόμενοι; Προφανώς όχι. Ακόμη και αν το ήθελαν, δεν θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα άτομα και να βελτιώσουν την κατάστασί τους. Έπειτα, και ο Δημιουργός τίποτα δεν θα ωφελείτο από το να τους βασανίζη αιωνίως. Θα τον ανάγκαζε να κάμη κάτι που δεν θέλει να το κάμη, δηλαδή, να βλέπη μια συνεχή κατάθλιψι, η οποία δεν έχει αγαθό σκοπό υπ’ όψιν για κείνον ο οποίος αναγκάζεται να την υποφέρη χωρίς καμμιά δυνατότητα ανακουφίσεως. Ο προφήτης Αββακούμ έγραψε εν σχέσει με τον Θεό: «Οι οφθαλμοί σου είναι καθαρώτεροι παρά ώστε να βλέπης τα πονηρά, και δεν δύνασαι να επιβλέπεις εις την ανομίαν.» (Αββακ. 1:13) Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν ο Θεός σε όλη την αιωνιότητα να βλέπη την αγωνία εκείνων οι οποίοι παρέβησαν τον νόμο του;
Πραγματικά δεν είναι νοητόν ότι ένας Θεός αγάπης θα έκανε κάτι που είναι τελείως αντίθετο με την προσωπικότητά του, με τις οδούς του και την πολιτεία του.
Εν τούτοις, θα μπορούσε να ρωτήση κανείς, είναι αυτό η μόνη απόδειξις εναντίον της διδασκαλίας των αιωνίων βασάνων; Δεν υπάρχει απόδειξις που να δείχνη ότι κάτι επιζή από τον θάνατο του σώματος; Δεν συνεχίζεται μετά θάνατον η συνειδητή ύπαρξις; Επομένως θα υπάρχη βασανισμός για κείνο το οποίο επιζή από τον θάνατον του σώματος; Για την απάντησι σ’ αυτά τα ερωτήματα παρακαλούμε ν’ αναγνώσετε το επόμενο άρθρο.
[Εικόνα στη σελίδα 420]
Όταν οι Ισραηλίται είχαν αρχίσει να θυσιάζουν τα παιδιά τους, ο Θεός εξέφρασε την αποδοκιμασία του λέγοντας ότι δεν το είχε προστάξει αυτό και ‘ούτε είχε ανέβει στην καρδιά του.’