‘Επιληφθήτε της Πραγματικής Ζωής’
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωποι ζουν για την ικανοποίησι της σαρκός. Αποβλέπουν στα πλούτη που συνεσώρευσαν ως μέσα παροχής σαρκικής απολαύσεως. Όταν έρχωνται τα Σαββατοκύριακα, τα γεμίζουν με διάφορα σχέδια διασκεδάσεων. Κολυμπούν, ίσως, ή πηγαίνουν με τη βάρκα το Σάββατο, και το βράδυ δειπνούν και χορεύουν έως πολύ αργά. Την Κυριακή μένουν στο κρεββάτι έως αργά και ύστερα παίρνουν το αυτοκίνητό τους και τρέχουν στην εξοχή για μια εκδρομή. Το βράδυ πάλι το περνούν μπροστά σ’ ένα δέκτη τηλεοράσεως. Ολόκληρο το Σαββατοκύριακο δαπανάται στην εξυπηρέτησι της σαρκός. Τη Δευτέρα το πρωί, όταν πηγαίνουν στην εργασία των, εξιστορούν τη δράσι του Σαββατοκύριακου στους συναδέλφους των, και την συνοψίζουν με την αναφώνησι, «Παιδιά, έζησα πραγματικά αυτές τις δυο μέρες!»
Δεν ζούσαν όμως πραγματικά. Πέθαιναν πραγματικά. Αληθινά, το να παραδίδεται κανείς στις ευχαριστήσεις της σαρκός σημαίνει να γίνεται νεκρός στα όμματα του Θεού. Όπως λέγει ο Παύλος μιλώντας για τις χήρες; «Η δεδομένη όμως εις τας ηδονάς, ενώ ζη είναι νεκρά.» Σκάπτουν τους τάφους των με την ιδιοτελή σαρκική πορεία των, θάπτοντας τους εαυτούς των βαθύτερα στις αμαρτίες των και βυθιζόμενοι σε ολοένα μεγαλύτερη απόστασι από τον Θείο λόγο. Το ν’ ακολουθή κανείς την πορεία του κόσμου τούτου σημαίνει να πεθάνη τελικά μ’ αυτόν τον κόσμο. Οι Χριστιανοί πρέπει να νεκρώνουν τις επιθυμίες της σαρκός για να ζωοποιούνται στα έργα του πνεύματος: «Και εσάς όντας νεκρούς δια τας παραβάσεις και τας αμαρτίας εζωοποίησεν εις τας οποίας περιεπατήσατε ποτέ κατά το πολίτευμα του κόσμου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος το οποίον ενεργεί την σήμερον εις τους υιούς της απειθείας· μεταξύ των οποίων και ημείς πάντες ανεστράφημεν ποτέ κατά τας επιθυμίας της σαρκός ημών, πράττοντες τα θελήματα της σαρκός και των διαλογισμών και ήμεθα εκ φύσεως τέκνα οργής, ως και οι λοιποί. Ο Θεός όμως πλούσιος ων εις έλεος, δια την πολλήν αγάπην αυτού με την οποίαν ηγάπησεν ημάς, και ενώ ήμεθα νεκροί δια το αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού.»—Εφεσ. 2:1-5· 1 Τιμ. 5:6.
Για να βγούμε από την κληρονομημένη νεκρή κατάστασι μας και να γίνωμε ζωντανοί για τον Θεόν, πρέπει να γίνωμε ζωντανοί ως προς τον λόγον του, ζωντανοί ως προς το θέλημά του, ζωντανοί ως προς το αντίλυτρον που αυτός επρομήθευσε για τους ευπειθείς. Μόνον αφού ζωοποιηθούμε έτσι, μπορούμε να εκτελέσωμε τα έργα που θα αποφέρουν αληθινά πλούτη και απόλαυσι, που θα σημάνουν καλό θεμέλιο για το μέλλον, που θα μας κάνουν να επιληφθούμε της πραγματικής ζωής που θ’ απολαύσωμε στο νέο κόσμο του Ιεχωβά. Καθώς είπε ο Παύλος: «Εις τους πλουσίους του κόσμου τούτου παράγγελλε να μη υψηλοφρονώσι, μηδέ να ελπίζωσιν επί την αδηλότητα του πλούτου, αλλ’ επί τον Θεόν τον ζώντα, όστις δίδει εις ημάς πλουσίως πάντα εις απόλαυσιν· να αγαθοεργώσι, να πλουτώσιν εις έργα καλά, να ήναι ευμετάδοτοι, κοινωνικοί, θησαυρίζοντες εις εαυτούς θεμέλιον καλόν εις το μέλλον, δια να επιληφθώσι της πραγματικής ζωής.» Μόνον όταν είμεθα ζωντανοί για τον Θεόν και δραστήριοι σε καλά έργα, ζώμεν πραγματικά και βρισκόμαστε στο δρόμο για πραγματική ζωή.—1 Τιμ. 6:17-19, ΜΝΚ.
Η ζώσα πίστις που ομολογούν εκατομμύρια ανθρώπων ότι έχουν, είναι πραγματικά νεκρή διότι είναι αδρανής, χωρίς έργα που να δείχνουν ότι είναι ζώσα. «Καθώς το σώμα χωρίς πνεύματος είναι νεκρόν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά.» (Ιάκ. 2:20, 26) Το να εκτελούμε καλά έργα σημαίνει ότι αποκτούμε πλούτη, όχι του είδους που καταναλίσκονται από τον σκώρο και κατατρώγονται από τη σκωρία και αφαιρούνται από τους κλέπτας, αλλά του είδους που διαρκούν. «Μη θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς επί της γης, όπου σκώληξ και σκωρία αφανίζει, και όπου κλέπται διατρυπούσι και κλέπτουσιν· αλλά θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σκώληξ ούτε σκωρία αφανίζει, και όπου κλέπται δεν διατρυπούσιν ουδέ κλέπτουσιν. Επειδή όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θέλει είσθαι και η καρδία σας.» (Ματθ. 6:19-21) Είναι αληθές ότι «ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία· την οποίαν τινές ορεγόμενοι, απεπλανήθησαν από της πίστεως, και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς,» αλλά «η ευλογία του Ιεχωβά πλουτίζει, και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν.»—1 Τιμ. 6:10· Παροιμ. 10:22. ΑΣ.
Ο πλουτισμός της ζωής μας με την εκτέλεσι του έργου του Ιεχωβά είναι εκείνος που θα μας φέρη πραγματική χαρά και ζωή αξία λόγου. Η παρούσα ζωή όπως την ζη ο κόσμος δεν είναι πραγματική ζωή. Η ζωή αυτή αξίζει μόνο για ένα πράγμα, δηλαδή για να πλουτήσωμε σε αγαθά έργα, να θησαυρίσωμε ένα ορθό θεμέλιο για το μέλλον, να επιληφθούμε της πραγματικής ζωής. Θα ήταν δυνατόν να έχωμε κάθε τι που η παρούσα ζωή έχει να προσφέρη, κι εν τούτοις, αν είμεθα κενοί από καλά έργα, η ζωή μας θα εσπαταλάτο και δεν θα είχε αξία. Οι ημέρες της παρούσης ζωής είναι λίγες και πλήρεις από ταραχή και πόνο, λύπη και ταλαιπωρίες, θλίψι και απογοήτευσι, κακία και θάνατο. (Ιώβ 14:1) Οι ημέρες είναι λίγες, αλλά υπάρχουν αρκετές για να πλουτήσωμε σε καλά έργα αν δεν βραδύνωμε. Πολλοί θα θυμούνται τον μύθο ενός αγώνος δρόμου μεταξύ ενός λαγού και μιας χελώνας. Ο λαγός έτρεξε πολύ εμπρός, κι έπειτα κοιμήθηκε, ενώ η χελώνα προχώρησε αργά αλλά σταθερά κι ενίκησε. Εν τούτοις, εμείς δεν πρέπει να μιμηθούμε ούτε τον ένα ούτε την άλλη. Δεν μπορούμε να ξεσπάσουμε σ’ ένα επιδεικτικό τρέξιμο για ένα βραχύ διάστημα και ύστερα να επιδοθούμε σ’ ένα επικίνδυνο ύπνο, διότι ο Αρμαγεδδών δεν βραδυπορεί σαν τη χελώνα. Ούτε κι εμείς μπορούμε να βραδυπορούμε σαν τη χελώνα, διότι ο Αρμαγεδών δεν κοιμάται σαν τον λαγό. Πρέπει να διανύωμε τη Χριστιανική πορεία και γρήγορα και σταθερά. Η παρούσα ζωή είναι αβέβαιη. Σ’ αυτή τη ζωή που έρχεται και φεύγει σαν τα λουλούδια και σαν το χορτάρι και τις φευγαλέες σκιές, πρέπει να είμεθα ταχείς στο να επωφελούμεθα από τις ευκαιρίες μας να υπηρετούμε, να εργαζώμεθα το αγαθόν, να ‘πλουτώμεν εις καλά έργα’.
ΒΟΗΘΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΕΠΙΛΗΦΘΟΥΝ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Όσοι νομίζουν ότι ζουν πραγματικά όταν ικανοποιούνται οι σαρκικές επιθυμίες, δεν μπορούν να ιδούν την πραγματική ζωή. Χωρίς αντίληψι στη διάνοια και εκτίμησι στην καρδιά, τα άτομα μπορεί να έχουν μάτια αλλά να μη βλέπουν, αυτιά αλλά να μην ακούουν, γλώσσες αλλά να μη μιλούν. (Ματθ. 13:13-15) Μπορεί να υπάρχη κάτι περισσότερο από ό,τι συναντά το μάτι. Ένας σκύλος της πόλεως μπορεί να πάη στα δάση, να περάση εμπρός από ένα κουνάβι και να ιδή μόνο ένα μικρό ασπρόμαυρο γατάκι που να μπορή να παίξη μαζί του. Με μια πικρή πείρα, όμως, μαθαίνει διαφορετικά, και την άλλη φορά που θα ιδή ένα κουνάβι βλέπει σ’ αυτό κάτι περισσότερο από ένα ασπρόμαυρο γατάκι, αν και αυτό είναι όλο που συναντά το μάτι. Όμοια, ένας άνθρωπος μπορεί να ιδή ότι πάνω σ’ αυτή τη γενεά έχουν επέλθει πόλεμοι χωρίς προηγούμενο, λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, φόβοι, ανησυχίες, εγκλήματα και άλλα δεινά. Αλλ’ αν η όρασίς του τελειώνη εκεί, αν δεν διαβλέπη σ’ αυτά τα πράγματα το σημείο της δευτέρας παρουσίας του Ιησού, τότε είναι πνευματικά τυφλός.—Ματθ. 24:1-22.
Υπάρχει κάποτε κάτι περισσότερο από ό,τι απλώς συναντά το αυτί. Ένας άνθρωπος μπορεί να λάβη ένα δέμα, μέσα από το οποίο ακούεται ένα τικ-τακ, και να νομίζη ότι έχει λάβει ένα ωραίο ρολόγι από τον αποστολέα. Αλλ’ όταν ανοιχθή, μπορεί ν’ αποκαλυφθή ότι είναι μια εκρηκτική ωρολογιακή βόμβα. Αν αυτός επιζήση από το δυστύχημα, την επομένη φορά που θα λάβη ένα δέμα με όμοιον κτύπο, θα ακούση σ’ αυτόν τον ήχο κάτι περισσότερο από τον κτύπο ενός αβλαβούς ρολογιού, αν και αυτό είναι όλο που συναντά το αυτί. Έτσι, άτομα μπορεί ν’ ακούσουν το άγγελμα της παρηγορίας και της προειδοποιήσεως που διαλαλείται σήμερα από τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Στους περισσοτέρους αυτό θεωρείται ως λόγια των μαρτύρων που τους μιλούν, τίποτε περισσότερο. Αλλά σ’ εκείνους που είναι ακόμη διεσκορπισμένα «άλλα πρόβατα» η φωνή ή το άγγελμα αναγνωρίζεται ως παρά Θεού και Χριστού. (Ιωάν. 10:4, 16) Έχουν αυτιά που ακούουν και κατά γράμμα και πνευματικώς. Όσοι ακούουν τα λόγια αλλά δεν διακρίνουν Εκείνους που βρίσκονται πίσω από το άγγελμα, είναι πνευματικώς κωφοί.
Υπάρχει κάποτε κάτι περισσότερο σε ό,τι λέγεται από ό,τι φεύγει από τη γλώσσα. Ένα παιδάκι μπορεί να συμπεριφέρεται άσχημα ενώπιον μιας συντροφιάς ή σε μια συνάθροισι, ο δε γονεύς μπορεί να πη, «θα σου δείξω αργότερα». Η γλώσσα πραγματικά λέγει κάτι περισσότερο από τα πραγματικά λόγια που μιλεί, το δε παιδί το γνωρίζει αυτό. Το παιδί γνωρίζει ότι ο γονεύς δεν εννοεί ότι θα του δείξη απλώς κάτι αργότερα, αλλά καταλαβαίνει ότι θα γίνη κάποια αισθητή ενέργεια. Έτσι και με τους Χριστιανούς, πρέπει να υπάρχη κάτι περισσότερο από απλές λέξεις που φεύγουν απ’ τη γλώσσα. Τα λόγια πρέπει να είναι ορθά λόγια και ν’ ακολουθούνται από ενέργεια. Δεν μπορούν να λέγωνται απλώς· πρέπει να εκτελούνται, να εφαρμόζωνται. Δεν πρέπει να λέγεται απλώς: «Κύριε, Κύριε», αλλά να εκτελήται το θέλημα του Θεού και του Χριστού. (Ματθ. 7:21· Ιάκ. 1:22) Αν η διάνοια δεν μπορή να κατευθύνη τη γλώσσα να λαλή καταλλήλους λόγους αίνου στον Ιεχωβά και να επακολουθούν καλά έργα, η γλώσσα είναι πνευματικώς άλαλη.
Έχοντας υπ’ όψι τις ανωτέρω ακριβώς πνευματικές έννοιες ο Ησαΐας επροφήτευσε για το έργο που θα εγίνετο στην εποχή μας: «Τότε οι οφθαλμοί των τυφλών θέλουσιν ανοιχθή, και τα ώτα των κωφών θέλουσιν ακούσει . . . Και η γλώσσα του μογιλάλου θέλει ψάλλει.» (Ησ. 35:5, 6) Αυτό το έργον της πνευματικής θεραπείας πρέπει να γίνη προτού τα άτομα, που είναι αφωσιωμένα σε σαρκικές επιδιώξεις και νομίζουν ότι ζουν πραγματικά, μπορέσουν να καταλάβουν ότι πεθαίνουν πραγματικά. Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που αποτελεί το θεραπευτικό άγγελμα, οι δε Χριστιανοί πρέπει να τον μελετούν επιμελώς για να μπορούν να τον κηρύττουν επωφελώς στους άλλους. Καθώς συνεβούλευσε ο Παύλος: «Ταύτα μελέτα, εις ταύτα μένε, δια να ήναι φανερά εις πάντας η προκοπή σου. Πρόσεχε εις σεαυτόν και εις την διδασκαλίαν· επίμενε εις αυτά. Διότι τούτω πράττων, και σεαυτόν θέλεις σώσει και τους ακούοντάς σε.»—1 Τιμ. 4:15, 16.
Με αποτελεσματικό κήρυγμα, όσοι είναι πνευματικώς κωφάλαλοι και τυφλοί μπορούν να θεραπευθούν, αν έχουν ταπεινοφροσύνη και ειλικρινή καρδιά. Η τυφλότης, με την οποία ο Σατανάς σκεπάζει τη διάνοιά των, θα εκλείψη καθώς τα αγαθά νέα της βασιλείας του Χριστού τούς διαφωτίζουν, και η περαιτέρω μελέτη θα τους καταστήση ικανούς να συμμορφωθούν με το Ρωμαίους 12:2: «Μη συμμορφόνεσθε με τον αιώνα τούτον, αλλά μεταμορφόνεσθε δια της ανακαινίσεως του νοός σας.» Κατόπιν θ’ αποφεύγουν την παγίδα του υλισμού, χωρίς να κλίνουν προς το άλλο άκρον του ασκητισμού: «Τα οποία έχουσι φαινόμενον μόνον σοφίας, εις εθελοθρησκείαν και ταπεινοφροσύνην και σκληραγωγίαν του σώματος, εις ουδεμίαν τιμήν έχοντα την ευχαρίστησιν της σαρκός.»—Κολοσ. 2:23· 2 Κορ. 4:4.
Τώρα, με το να έχωμε μάτια διαφωτισμένα από τον λόγον του Θεού και αυτιά ανοιχτά στο άγγελμά του και γλώσσες λυμένες για να το αναγγέλλουν, τα άτομα αυτά κατανοούν ότι δεν είναι η σαρκική ικανοποίησις εκείνη που αποτελεί την πραγματική ζωή. Εγκαταλείπουν μια τέτοια θνήσκουσα πορεία και γίνονται ζωντανοί ως προς τον Θεό και τον Χριστό και την Αγία Γραφή. Μπορούν τώρα να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από την παρούσα ζωή, δηλαδή, να κάνουν το καλό που περιγράφεται στην Αγία Γραφή, να εκτελούν τα καλά έργα που θα σημάνουν ουράνια πλούτη, να είναι γενναιόδωροι στο να καθιστούν κοινωνούς αυτών των έργων και άλλους. Τότε, και μόνον τότε, ‘θησαυρίζουν εις εαυτούς θεμέλιον καλόν εις το μέλλον, δια να επιληφθώσι της πραγματικής ζωής.’