Πολλά για τα Οποία Πρέπει να Είμεθα Ευγνώμονες
Αφήγησις του Έντγκαρ Κλαίη
ΤΟ 1914 υπήρξε ένα κρίσιμο σημείο. Τα έθνη το θυμούνται, διότι τότε άρχισε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Οι σπουδασταί της Γραφής το θυμούνται, διότι οι Βιβλικές προφητείες το χαρακτηρίζουν ως το έτος που η βασιλεία του Θεού εγκαθιδρύθη στους ουρανούς. Εγώ έχω ένα επιπρόσθετο λόγο να το θυμούμαι—εκείνο το έτος ήταν που άρχισα να κατανοώ τι λέγει η Γραφή σχετικά με τον σκοπό του Θεού για το ανθρώπινο γένος.
Ήμουν ένας πολύ φανατικός εκκλησιαζόμενος ως τον καιρό εκείνο. Πραγματικά, ακριβώς το προηγούμενο έτος, όταν μετώκησα από το Σροπσάιρ στο Κόβεντρυ, το έκαμα καθήκον μου να εκκλησιάζωμαι στη μικρή εκκλησία του προαστίου μας. Κατόπιν, τον Αύγουστο του 1914, η μητέρα μου, χήρα τότε, μια από τις αδελφές μου και εγώ επισκεφθήκαμε μια ανάπηρη θεία στο Στράτφορντ επί του Άβον. Ενόσω ήμεθα εκεί, συζητούσαμε για τους Σπουδαστάς της Γραφής, που αργότερα ωνομάσθησαν μάρτυρες του Ιεχωβά. Η θεία μου δεν ήταν απ’ αυτούς, αλλά προφανώς είχε διαβάσει κάποιο βιβλίο τους, και άρχισε να μου λέγη γι’ αυτούς, για τις συναθροίσεις που είχαν σε σπίτια και για τον τρόπο, με τον οποίο μελετούσαν τη Γραφή. «Ποιοι, τέλος πάντων, είναι αυτοί οι άνθρωποι που γνωρίζουν περισσότερα από τους άλλους;» ερώτησα. «Θα μάθης κάποια μέρα, Έντγκαρ,» απήντησε. Πόσο δίκηο είχε!
ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΙΣ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Προς το τέλος του έτους ήλθε στο Κόβεντρυ το Φωτόδραμα της Δημιουργίας. Ήταν μια αξιοσημείωτη παραγωγή, που περιελάμβανε κινηματογραφικές εικόνες και φωτογραφίες, συγχρονισμένες με φωνογραφημένες ομιλίες και μουσική, και εξέθετε τον σκοπό του Θεού για τη γη και το ανθρώπινο γένος, από τον καιρό της προετοιμασίας της γης για να κατοικηθή από τους ανθρώπους έως το τέλος της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού. Οι δύο αδελφές μου, νεώτερες από μένα, πήγαν να δουν τις «εικόνες» και είπαν ότι ήσαν πολύ καλές, και έτσι απεφάσισα να πάω στη διάλεξη που θα εγίνετο την Κυριακή το βράδυ πάνω στο θέμα της επανόδου του Κυρίου και του σκοπού της. Επί τέλους, εσκέφθηκα, ήταν δίκαιο να ακούσω τι είχαν και αυτοί να πουν. Η μητέρα μου απεφάσισε να έλθη μαζί μου. Το απόγευμα, η σύζυγος του επιτρόπου της εκκλησίας μάς επεσκέφθη για πρώτη φορά και, αφού έμεινε για το τσάι, συνεφώνησε να έλθη μαζί μας.
Η ομιλία που ακούσαμε άναψε το ενδιαφέρον μου. Καθόσον ο ομιλητής παρουσίαζε αποδείξεις και Γραφική υποστήριξι γι’ αυτά που έλεγε, είχα αρκετή λογική για να αντιληφθώ ότι ήσαν ορθά και άξιζε να ερευνηθούν. Ήταν αδύνατο να μην αισθάνωμαι ευγνωμοσύνη γι’ αυτά που είχα ακούσει. Στις μετέπειτα διαλέξεις, που, επίσης, παρακολούθησα, υπέβαλα ατέλειωτες ερωτήσεις. Τον ίδιο περίπου καιρό άρχισα να καταβροχθίζω το αξιοσημείωτο εκείνο βιβλίο Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων και μέσα σε πολύ βραχύ χρονικό διάστημα ήμουν «στην αλήθεια.» Ενωρίς το 1915 βαπτίσθηκα, συμβολίζοντας την αφιέρωσί μου στον Θεό να πράττω το θέλημά του και την επιθυμία μου να το πράττω για πάντα.
Αργότερα στο ίδιο έτος είχα το προνόμιο να βοηθήσω, όταν το Φωτόδραμα προεβλήθη σε μια πόλι που απείχε δώδεκα περίπου μίλια, είναι δε ενθαρρυντικό να γνωρίζωμε ότι ένας αδελφός και μια αδελφή σκαπανείς, που επεσκέπτοντο εκείνους που έδειξαν ενδιαφέρον σ’ εκείνη τη συνάθροισι είναι ακόμη δραστήριοι στην ολοχρόνια διακονία· είναι οι γηραιότεροι αδελφοί στο έργον περιοχής στην Αγγλία. Τι μεγαλειώδη ιστορία έχουν! Τι ενθάρρυνσι αποτελεί για τους άλλους το να κρατούν σε υψηλή εκτίμησι τον θησαυρό του ολοχρονίου κηρύγματος!
Τα χρόνια εκείνα, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήσαν εύκολα χρόνια. Ένα μέρος του χρόνου μου το πέρασα στη φυλακή λόγω της Χριστιανικής μου ουδετερότητος. Πόσο ευγνώμων ήμουν τότε, επειδή είχα μελετήσει σκληρά προηγουμένως, τόσο στο σπίτι όσο και στις συναθροίσεις· διότι στη φυλακή δεν είχαμε μελέτη της Σκοπιάς, ούτε καμμιά επικοινωνία σε συναθροίσεις—μόνο μια Γραφή στο κελλί! Τότε έμαθα να κάνω σκέψεις για τα πράγματα που είχαν αποθηκευθή στο νου μου, που ήσαν «αι μέγισται και τίμιαι επαγγελίαι» του Θεού που ενδυναμώνουν.—2 Πέτρ. 1:4.
Τον καιρό εκείνο δεν εφαίνετο να υπάρχη ειδική κλήσις, όπως σήμερα, για ανάληψι έργου σκαπανέως, αλλά εγνώριζα ότι υπήρχε μια μικρή ομάς σκαπανέων στη Βρεττανία. Νομίζω ότι θα μπορούσατε σχεδόν να τους μετρήσετε στα δάκτυλα των χεριών σας. Ένας απ’ αυτούς τους σκαπανείς ήταν εκείνος που με είχε επισκεφθή με τις Γραφικές Μελέτες μετά την πρώτη συνάθροισι, που είχα παρακολουθήσει. Στο 1921, όταν η οικογένειά μου μετώκησε στην Αυστραλία, το βρήκα πολύ δύσκολο να τους αποχωρισθώ· είδα, όμως, τι θα μπορούσε αυτό να σημαίνη για μένα—να ενωθώ μ’ αυτή τη μικρή ομάδα σκαπανέων, που αν και αυξημένη τώρα, ήταν όμως ακόμη πολύ μικρή.
ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΚΑΠΑΝΕΩΣ
Αν και το να γίνω σκαπανεύς εσήμαινε να εγκαταλείψω την άνετη εργασία μου σ’ ένα σύγχρονο τυπογραφείο του Κόβεντρυ, εν τούτοις δεν ελυπήθηκα. Η αφιέρωσίς μου είχε ήδη τακτοποιήσει το ζήτημα· η ζωή μου ήταν αφιερωμένη στον Θεό. Θυμήθηκα τον Χάλεβ, που εισήλθε στη Γη της Επαγγελίας με τον Ιησού του Ναυή και για τον οποίον ελέχθη, ‘Ηκολούθησε εντελώς τον Ιεχωβά.’ (Ιησ. Ναυή 14:8, ΜΝΚ) Αυτή μου εφαίνετο ότι ήταν η επιθυμητή διάθεσις. Εγνώριζα ότι το να υπηρετήσω τον Θεόν «εντελώς» θα έκανε την αφιερωμένη ζωή μου πιο ζωτική· θα μου παρείχε μεγαλύτερη ευκαιρία να παράγω τον καρπόν που διακρίνει ένα Χριστιανό. Είχα, επίσης, καλά στο νου μου ένα εδάφιο που το παραθέταμε συχνά εκείνες τις μέρες: «Τι να ανταποδώσω εις τον Ιεχωβά, δια πάσας τας ευεργεσίας αυτού τας προς εμέ;» (Ψαλμ. 116:12, ΜΝΚ) Εγνώριζα ότι η ολοχρόνιος υπηρεσία κηρύγματος θα έδινε την ανταπόδοσι που ήταν χαρά. Είχα επίσης διεγερθή από το άρθρο της Σκοπιάς στο 1919, «Μακάριοι οι Άφοβοι», που καλούσε σε δράσι. Ήθελα ν’ ανταποκριθώ στην πρόσκλησι.
Έγραψα στον Πράυς Λιούζ, που τον εγνώριζα επί πέντε έτη και διευθετήσαμε να τον συναντήσω στη συνέλευσι του Μάντσεστερ το έτος εκείνο, στο 1922. Φαντασθήτε τη χαρά μου, όταν, αφού του είπα ότι ήθελα να εισέλθω στην υπηρεσία σκαπανέως, μου είπε ότι κι αυτός είχε την ίδια επιθυμία. Συνταυτισθήκαμε οι δύο, κι απ’ τον καιρό εκείνο έως τώρα κατωρθώσαμε να ‘υποφέρωμεν αλλήλους εν αγάπη’ πολύ καλά πράγματι. (Εφεσ. 4:2) Πόσο ευχάριστο ήταν το ότι ήμεθα ήδη στην υπηρεσία σκαπανέως, όταν διεκηρύχθη η κλήσις στη συνέλευσι Σήνταρ Πόιντ, Οχάιο, λίγους μήνες αργότερα: «Διαφημίσατε, τον Βασιλέα και την Βασιλείαν»!
Το ξεκίνημα, φυσικά, στην υπηρεσία σκαπανέως ήταν ένα βήμα πίστεως. Εγνώριζα ότι έπρεπε να θέσω την εμπιστοσύνη μου σ’ Αυτόν, του οποίου ανέλαβα την υπηρεσία. Αλλά πόσο ευλογημένοι είμαστε ακόμη και σ’ εκείνες τις πρώτες λίγες εβδομάδες! Μας είχε δοθή μια τρομερά εκτεταμένη περιοχή στην ωραία Βόρεια Ουαλία, και εφόσον το κύριο έργο μας τότε ήταν η ταχεία διάθεσις Γραφικών συγγραμμάτων, διεθέσαμε μεγάλες ποσότητες, φροντίζοντας για όσους έδειχναν ενδιαφέρον στη διάρκεια του συντόμου χρόνου που παραμέναμε σε μια περιοχή.
Την πρώτη ακριβώς εβδομάδα ήλθα σ’ επαφή με μια κυρία, που ήταν πολύ θλιμμένη για τον θάνατο του γυιού της στον πόλεμο. Ήσαν πολύ αφωσιωμένοι ο ένας στον άλλον, και επειδή ανήκαν στο δόγμα της «Χριστιανικής Επιστήμης», ήταν βεβαία ότι δεν θα εφονεύετο. Όταν άκουσε για το έργο που κάναμε, έστειλε την υπηρέτρια της στην ταπεινή μας κατοικία για να προμηθευθή μερικά έντυπα. Εκείνο το βράδυ την επισκέφθηκα και έγινα δεκτός πολύ ευγενικά από την κυρία. Και αυτή και η ανεψιά της άκουσαν με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς εξηγούσα τον σκοπό του Θεού. Καθώς εκάναμε περαιτέρω επισκέψεις σ’ αυτή την κυρία, το ενδιαφέρον της εξακολούθησε να αυξάνη· ενεγράφη συνδρομήτρια στη Σκοπιά και στον Χρυσούν Αιώνα, εταχυδρόμησε πολλά από τα βιβλία μας σε άτομα που κατείχαν υψηλές θέσεις, και κατόπιν μας προσεκάλεσε να μείνωμε μια εβδομάδα στο σπίτι της και να εργασθούμε στην πλησίον περιοχή πριν μετακινηθούμε μακρύτερα. Αν και ήμεθα συνηθισμένοι σε ταπεινές κατοικίες, η κυρία αυτή που είχε φοιτήσει στο Κιγκς Κωρτ μάς μετεχειρίσθη σαν τους τιμωμένους ξένους της στο διάστημα της εβδομάδος της παραμονής μας.
Επίσης, τον πρώτο μήνα της υπηρεσίας μου ως σκαπανέως επεσκέφθηκα ένα Ρωμαιοκαθολικό κολλέγιο, ένα κέντρον εκπαιδεύσεως νεαρών ιερέων. Όταν επίεσα το κουδούνι, με προσεκάλεσαν μέσα και με ωδήγησαν σ’ ένα δωμάτιο αναμονής, που είχε θέα σε μια ωραία πεδιάδα. Στην αρχή με κατείχε λίγη νευρικότης. Κατόπιν εισήλθε ένας εφημέριος—ένας ψηλός, αξιοπρεπής σε εμφάνισι άνδρας. Καθώς άρχισα να μιλώ, η νευρικότης μου εξηφανίσθη, και προχωρήσαμε από σημείο σε σημείο, από διδασκαλία σε διδασκαλία. Πόσο εξετίμησα το ότι εγνώριζα την αλήθεια! Τότε μου είπε ότι βρισκόμουν σ’ ένα Ιησουιτικό κολλέγιο και νόμιζε ότι ήταν μάλλον τολμηρό που τους επεσκέφθηκα (τέτοιο πράγμα δεν το είχα σκεφθή καθόλου), μ’ εχαιρέτησε και με προσκάλεσε να τον επισκεφθώ πάλι. Η επίσκεψις είχε διαρκέσει μιάμιση ώρα, αλλά επρομήθευσε τη βάσι για πολλές ωραίες συζητήσεις με άλλους Καθολικούς σ’ εκείνη την περιοχή.
Αναπολώντας εκείνα τα πρώτα έτη υπηρεσίας σκαπανέως μήπως βρίσκω κάτι για να λυπηθώ; Πραγματικά, όχι! Από τη σημερινή μας πλεονεκτική θέσι ίσως φαίνεται ότι εκαλύπταμε τον τομέα μας μάλλον πολύ γρήγορα εκείνες τις ημέρες, αλλ’ από τότε άλλοι σκαπανείς συνέχισαν σ’ εκείνες τις περιοχές και υπάρχουν τώρα εκκλησίες σε πολλές από εκείνες τις πόλεις. Γι’ αυτό και για την υπηρεσία σ’ εκείνες τις πρώτες ημέρες αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Στη διάρκεια των ετών έλαβα μέρος σε διάφορες μορφές υπηρεσίας, αλλά μια μεγάλη αλλαγή βρισκόταν εμπρός μου.
Μια μέρα έφθασε από το γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά του Λονδίνου ένα γράμμα, που με καλούσε στο Μπέθελ. Αυτό θα ήταν πράγματι μια αλλαγή! Από την υπηρεσία του αγρού να γίνω μέλος της οικογενείας Μπέθελ. Ίσως τα αισθήματά μου να υπήρξαν ανάμικτα, αλλά ο νους μου ήταν σταθερός. Ήθελα να υπηρετήσω εκεί που μ’ εχρειάζοντο, κι εγνώριζα στη οποιαδήποτε εργασία μου ανετίθετο, θα εύρισκα χαρά κι ευχαρίστησι.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΟ ΜΠΕΘΕΛ
Όταν εισήλθα στο Μπέθελ στο 1926, αυτό έγινε το σπίτι μου, και είναι από τότε. Ποτέ δεν πέρασε από τη διάνοιά μου να εγκαταλείψω το Μπέθελ, εκτός, φυσικά, αν μου ζητούσαν να αναλάβω κάποιον άλλο διορισμό. Το Μπέθελ έγινε για μένα ένας ευτυχισμένος τόπος, πλουτισμένος με ευχάριστες φιλίες, πολλές από τις οποίες διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Όταν άρχισα το έργο σκαπανέως, δεν ανέμενα να ξαναγίνω τυπογράφος, αλλ’ αυτός ήταν ο λόγος που εισερχόμουν στο Μπέθελ. Ως τότε οι εκτυπώσεις της Εταιρίας στην Αγγλία εγίνοντο έξω. Τώρα απεκτήθη ένα πιεστήριο κυλινδρικό και μια κοπτική μηχανή που την εργαζόμουν με το χέρι, και έτσι άρχισε η εκτύπωσις στο τμήμα της Εταιρίας στο Λονδίνο. Έχομε ακόμη το αρχικό πιεστήριο αλλ’ όχι και την παλαιά κοπτική μηχανή. Αργότερα απεκτήσαμε ένα μικρό επίπεδο πιεστήριο και στο 1940 μια λινοτυπική μηχανή. Πόσο ευγνώμονες είμαστε που είχαμε αυτά τα εφόδια στη διάρκεια των δυσκόλων εκείνων ημερών του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οπότε αυτά εχρησιμοποιήθησσν για την εκτύπωσι της Σκοπιάς προς όφελος των αδελφών εδώ στη Βρεττανία! Επί δύο χρόνια μάλιστα κατωρθώσαμε να βγάλωμε το Βιβλίον του Έτους με σκληρό δέσιμο, η δε οικογένεια ειργάζετο τα βράδια για την έκδοσί του. Μερικές φορές απορώ πώς τα προφθαίναμε όλ’ αυτά, αλλ’ υπάρχει η «υπερβολή της δυνάμεως», την οποία ο Θεός παρέχει σ’ εμάς ανάλογα με την ανάγκη μας στην υπηρεσία του.—2 Κορ. 4:7.
Από μερικές απόψεις η ζωή του Μπέθελ μπορεί να μην είναι και τόσο πολυσυγκίνητη όσο η υπηρεσία του αγρού, αλλ’ εγνώριζα ότι διόλου δεν ήταν δευτερεύουσα σε σπουδαιότητα και βρήκα πολλούς λόγους για ευγνωμοσύνη στην υπηρεσία που μπορούσα να εκτελέσω. Εκείνες τις μέρες, όταν μπήκα στο Μπέθελ, συνηθίζαμε να έχωμε Γραφικές απορίες για εξέτασι σε κάθε γεύμα. Τώρα, αυτή η πρόσληψις πνευματικής τροφής και υλικής τροφής ταυτόχρονα μπορεί να μην είναι καλό πράγμα για τη χώνευσι, αλλ’ έμαθα πολλά απ’ εκείνες τις συζητήσεις. Επίσης μπόρεσα να κατανοήσω ότι η υπηρεσία του αγρού αποτελεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της υπηρεσίας του Μπέθελ. Πόσο καλά θυμάμαι εκείνα τα Σάββατα, οπότε εδαπανούσαμε ολόκληρη τη μέρα δίνοντας μαρτυρία στα προάστια του Λονδίνου!
Καθόσον περνούσαν τα χρόνια, υπήρχε σταθερή πρόοδος μέσα στην οργάνωσι, και όσοι ήμεθα στο Μπέθελ ήμεθα σ’ έναν τόπο, όπου μπορούσαμε γρήγορα να συλλάβωμε τις μεταβολές και να κατανοήσωμε τι εσήμαιναν στην προώθησι της κοινωνίας Νέου Κόσμου. Θυμάμαι καλά τη συγκινητική στιγμή στο τραπέζι του Μπέθελ, οπότε ανεγνώσθη το τηλεγράφημα που έλεγε ότι το «νέο όνομα» είχε υιοθετηθή στη συνέλευσι του Κολόμπους, Οχάιο· ναι, ήμεθα «μάρτυρες του Ιεχωβά!» Στο έτος 1938 υπήρχε ‘χρυσός αντί χαλκού’ στην οργάνωσι, όπως προελέχθη από τον Ησαΐα 60:17 και όπως είναι έκδηλο στη θεοκρατική διεύθυνσι των πραγμάτων. Τι ευλογία ήταν αυτό για μας κάτω από τις σκληρές συνθήκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου! Δεν υπήρχε ευχέρεια στο έργον του κηρύγματος, αλλά και κάτω από τα πυρά επεσκεπτόμεθα τα σπίτια των ανθρώπων, εκάναμε τις επανεπισκέψεις μας, ωδηγούσαμε τις Γραφικές μελέτες μας, και είχαμε ευλογίες με πολλή αύξησι στα ταραχώδη εκείνα χρόνια.
ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Στο 1946, λίγο μετά το τέλος του πολέμου, ανηγγέλθη μια διεθνής συνέλευσις για το Κλήβελαντ, Οχάιο. Ο υπηρέτης του τμήματός μας, Πράυς Χιουζ, προσεκλήθη από τον πρόεδρο της Εταιρίας και χαρήκαμε όλοι μαζί του γι’ αυτό. Φαντασθήτε, όμως, την έκπληξι και τη χαρά μου όταν, λίγο αργότερα, ήλθε πρόσκλησις και για μένα να παρευρεθώ. Πόσο ευγνώμων ήμουν!
Μολονότι υπήρχαν πολλές δυσκολίες να υπερνικηθούν στο ταξίδι εκείνα τα χρόνια, τελικά ξεκινήσαμε—απ’ τη διώρυγα του Μάντσεστερ προς την ανοιχτή θάλασσα μ’ ένα μάλλον μικρό πλοίο. Εγνώριζα ότι πολλά επεφυλάσσοντο και ήθελα να τ’ απολαύσω στην πληρέστερη έκτασι. Νομίζω δε ότι τ’ απήλαυσα. Πρώτον ήταν η ευχαρίστησις της συναντήσεως με την οικογένεια Μπέθελ του Μπρούκλυν, που εφαίνετο πολύ μεγάλη σε σύγκρισι με τη δική μας στο Λονδίνο, αλλ’ ήταν ένας καιρός ευτυχούς συναναστροφής, που μπορέσαμε να γνωρίσωμε τόσο πολλούς αδελφούς, συνάπτοντας πολλές νέες και διαρκείς φιλίες. Απ’ εκεί προχωρήσαμε στη Σχολή Γαλαάδ με τον πρόεδρο της Εταιρίας, τον Αδελφό Νορρ, και απηλαύσαμε την επικοινωνία με μια άλλη μεγάλη θεοκρατική οικογένεια—τους σπουδαστάς και την οικογένεια του Αγροκτήματος της Βασιλείας. Επειδή η σχολική περίοδος τότε ακριβώς ετελείωνε, ήταν ευχαρίστησίς μας να είμεθα παρόντες για την απονομή των πτυχίων και για ν’ ακούσωμε τις θερμές, φιλικές και υποβοηθητικές συμβουλές που εδόθησαν από όλους όσοι ωμίλησαν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Ήσαν ευχάριστες εκείνες οι μέρες στη Σχολή Γαλαάδ, και μια επί πλέον αιτία για ευγνωμοσύνη.
Κατόπιν μια ομάς από μας ξεκίνησε τη νύχτα για το Κλήβελαντ και τη συνέλευσι. Μολονότι δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο οι συνελεύσεις του 1953 και 1958, τις οποίες είχα, επίσης, το προνόμιο να παρακολουθήσω, ήταν πολύ μεγάλη για μένα. Συμμετείχα στο έργον της καφετήριας, πράγμα που ήταν σημαντικό, αλλά πολύ ευχάριστο, και ήταν ικανοποιητικό το να έχω μέρος στο έργον της συνελεύσεως. Τι συγκινητική ήταν η όλη συνέλευσις! Ζωηρό είναι ακόμη στη διάνοιά μου το γεγονός ότι αυτή ήταν η συνέλευσις «Ευφραινομένων Εθνών,» διότι υπήρχε ευτυχής λαός από πολλά έθνη, συγκεντρωμένος για να λατρεύση και να αινέση τον Ιεχωβά. Εδώ ήταν που εκυκλοφόρησε το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» και το χρησιμοποιούμε ακόμη για να ‘εκρίψωμε τους λίθους’ και να ετοιμάσωμε την οδό για τα άτομα καλής θελήσεως. (Ησ. 62:10) Θυμάμαι καθαρά το βράδυ εκείνο, που ο Αδελφός Νορρ εξέθεσε το έργον περιοχής και τις συνελεύσεις της, πράγμα που απετέλεσε μια πολύ μεγάλη χαρά κι ευλογία στις εκκλησίες. Είχα το προνόμιο να είμαι πίσω του στην εξέδρα εκείνο το βράδυ, και καθόσον περιέγραφε το έργον και κατόπιν έλεγε για τα σχέδια διευρύνσεως του οίκου Μπέθελ και του εργοστασίου του Μπρούκλυν, η επευφημία από το αχανές ακροατήριο ηυξήθη σε ανανεωμένα ξεσπάσματα. Μολονότι δεν μπορούσε κανείς να διακρίνη καθαρά ένα πρόσωπο από την εξέδρα, ήταν εύκολο να αισθανθή τη χαρά τους. Εκείνες οι πείρες είναι ακόμη ζωντανές μέσα στη διάνοιά μου, και είναι πράγματα για τα οποία είμαι ευγνώμων.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Πέρασαν χρόνια από τότε κι ο πνευματικός μας παράδεισος έγινε πλουσιώτερος. Όλοι όσοι ήσαν στο Μπέθελ δεν παρέμειναν πιστοί στην υπηρεσία τους. Μερικοί έχασαν το αίσθημα της ευγνωμοσύνης των· δεν εκτιμούσαν πια τα πράγματα που τους είχε δώσει ο Θεός. Αυτό ήταν ένα μάθημα για μένα—για να είμαι ευγνώμων για την υπηρεσία που μου εδόθη να κάμω. Επίσης, υπάρχουν άλλοι, μερικοί μάλιστα υπηρετούν εδώ στο Μπέθελ περισσότεροι καιρό από μένα, που είναι ακόμη πιστοί κι εκτιμούν τα προνόμιά τους—κι απ’ αυτούς, επίσης, μαθαίνω, διότι αποτελούν πηγή πολλής ενθαρρύνσεως.
Ήλθε ο καιρός που τα κεντρικά γραφεία μας στο Κρέιβν Τέρρας του Λονδίνου έγιναν πολύ στενόχωρα. Είχαμε ανάγκη να ‘πλατύνωμε τον τόπον της σκηνής μας.’ (Ησ. 54:2) Εχρειάζετο μια κατάλληλη τοποθεσία κοντά σε εξυπηρετικά συγκοινωνιακά μέσα, αλλά μακριά απ’ την πόλι. Αλλά τι τοποθεσία βρήκαμε! Πραγματικά στην πράσινη ζώνη, αλλ’ ωστόσο έχοντας πολύ κοντά μας μια προέκτασι του Υπογείου Σιδηροδρόμου του Λονδίνου. Εδώ, κοντά στο παλαιό χωριό Μιλ Χιλ, έχομε το νέο μας οίκημα—σεμνό και τοποθετημένο σε ωραίο περιβάλλον. Είναι σαν ένας παράδεισος. Ναι, αλλά τι κυψέλη δραστηριότητος· το δε σύγχρονο τυπογραφικό μας πιεστήριο βγάζει τα περιοδικά κατά χιλιάδες. Μια αιτία για ευγνωμοσύνη πραγματικά !
Τώρα έχομε την επιπρόσθετη ευχαρίστησι της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας μέσα στον οίκο μας. Νοιώθομε χαρά έχοντας μαζί μας τους αδελφούς από τις περιφέρειες, τις περιοχές και τις εκκλησίες, που διευρύνουν την οικογένειά μας και μας φέρνουν πολλές ευλογίες, όπως κι αυτοί λαμβάνουν πολλές.
Είμαι λίγο μεγαλύτερος απ’ όσο ήμουν στο θαυμάσιο εκείνο έτος της Βασιλείας 1914, όταν η αλήθεια έφθασε στην καρδιά μου και την επλούτισε· μεγαλύτερος, επίσης, απ’ όσο ήμουν όταν αγκάλιασα το ολοχρόνιο έργον του κηρύγματος στο 1922. Αλλ’ οπωσδήποτε δεν νοιώθω τον εαυτό μου γέροντα. Είμαι ακόμη ικανός να εργάζομαι όλη τη μέρα με τους νεωτέρους αδελφούς, οι οποίοι μου δείχνουν πολλή καλωσύνη, και είμαι πολύ ευγνώμων γι’ αυτό.
Από το τμήμα όπου εργάζομαι μπορώ να βλέπω το παλιό κυλινδρικό πιεστήριο, που αποδίδει εργασία ακόμη. Αν αυτό μπορή ακόμη να εργασθή, γιατί όχι κι εγώ; Τα λόγια του ψαλμωδού αντηχούν ακόμη στο νου μου: «Τι να ανταποδώσω εις τον Ιεχωβά, δια πάσας τας ευεργεσίας αυτού τας προς εμέ;» Είμαι βέβαιος ότι πολλά είναι ακόμη που μπορώ ν’ ανταποδώσω, και θέλω να το πράξω αυτό—μ’ ευγνωμοσύνη.