Η Πρόκλησις των «Αγαθών Νέων»
1. Ποια είναι τα καλύτερα νέα που μπορούμε ακούσωμε σήμερα, και γιατί;
ΚΑΘΕΝΑΣ αγαπά ν’ ακούη αγαθά νέα. Πόσο ευτυχής είναι ο σύζυγος, όταν ακούη ότι η σύζυγός του εγέννησε επιτυχώς τον πρωτότοκο τους γυιό! Πόσο ευτυχισμένοι είμεθα ν’ ακούμε για μια επικείμενη επίσκεψι στο σπίτι μας καλών φίλων ή πολύ προσφιλών μελών της οικογενείας, του πατέρα ή της μητέρας ίσως! Πόσο ευτυχής είναι ο γεωργός, όταν ακούη αγαθά νέα από τους αγρούς, ότι ο σπόρος που έσπειρε αρχίζει να φυτρώνη! Πόσο ευτυχής είναι ο άνθρωπος, ο οποίος, αφού ερεύνησε επί πολλούς μήνες για εργασία, τελικά αποκτά μια δουλειά! Θα έχη και πάλι χρήματα για να προμηθεύεται τα χρειώδη της ζωής για τον εαυτό του, για τη σύζυγο του και για τα τέκνα του. Ναι, υπάρχουν πολλά γεγονότα, που μπορούν να σημαίνουν αγαθά νέα για μας, αλλ’ από όλα τα νέα που είναι αγαθά, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν καλύτερα από το «ευαγγέλιον της βασιλείας [του Θεού]», αφού αυτό παρουσιάζει την ελπίδα αιωνίων ευλογιών ζωής και ειρήνης για το ευπειθές ανθρώπινο γένος σ’ ένα νέο κόσμο.—Ματθ. 24:14.
2. Τι έρχεται συχνά με το άκουσμα αγαθών νέων; Διευκρινίστε.
2 Αλλά σημειώστε ότι μαζί με τα αγαθά νέα συχνά έρχεται ευθύνη. Αυτά παρουσιάζουν μια πρόκλησι. Καλούν τον λήπτη των αγαθών νέων να ενεργήση, να κάμη κάτι για να δείξη την εκτίμησί του για τα αγαθά νέα ώστε να μπορέση να ωφεληθή πλήρως απ’ αυτά. Η άφιξις ενός πρωτοτόκου αποτελεί αγαθά νέα για τον σύζυγο και τη σύζυγο, αλλά με το θαύμα αυτό της γεννήσεως γίνονται πατέρας και μητέρα. Αυτό απαιτεί απ’ αυτούς να προσαρμόσουν τη ζωή τους στη νέα κατάστασι και να επωμισθούν την ευθύνη γονέων. Η άφιξις επισκεπτών σημαίνει έργο για τον οικοδεσπότη, αν και είναι ευτυχισμένο έργο, που παρέχει την αναγκαία φιλοξενία. Το φύτρωμα μιας νέας συγκομιδής στους αγρούς του γεωργού είναι μια πρόκλησις γι’ αυτόν. Απαιτεί τον χρόνο του και την προσοχή του—αποδίωξι των πουλιών που θα μπορούσαν να προσβάλουν τη νέα βλάστησι, απόσπασι των αγριοβοτάνων και πότισμα των νέων φυτών. Σημαίνει γι’ αυτόν σκληρή εργασία καθώς φροντίζει για τη νέα συγκομιδή ώσπου ν’ αυξήση σε ωριμότητα και να συγκομισθή επιτυχώς. Τα αγαθά νέα της εξευρέσεως εργασίας για τον άνεργον συνεπάγονται ευθύνη. Τώρα έχει ένα συμβόλαιο εργασίας, στο οποίο πρέπει να είναι πιστός για να διατηρήση τη θέσι του. Η πρόκλησις σ’ αυτόν είναι, θ’ αποδείξη ότι είναι καλός εργάτης;
3. (α) Τι μας λέγουν τα «αγαθά νέα» για το μέλλον αυτής της γης; (β) Ποιες ερωτήσεις υποβάλλουν τώρα ειλικρινή άτομα;
3 Το ίδιο συμβαίνει και με το «ευαγγέλιον της βασιλείας». Το άκουσμα αυτών των αγαθών νέων είναι μια πρόκλησις—καλεί εκείνους που τα ακούουν να κάμουν κάτι που θα καταδείξη ότι τα εκτιμούν. Και τι αγαθά νέα είναι! Η βασιλεία του Θεού υπό τον Χριστόν Ιησούν θα καταστρέψη αυτό το πονηρό σύστημα πραγμάτων θα τερματίση το μίσος και τον πόλεμο, την ασθένεια, τα παθήματα και τον θάνατο· θ’ αποκαταστήση αυτή τη γη σε παράδεισο κατοικούμενο από τελείους, υγιείς άνδρες και γυναίκες και θα το επιτελέση αυτό στο εγγύτατο μέλλον, μέσα σ’ αυτή τη γενεά. (Βλέπε Δανιήλ 2:44· Ψαλμ. 37:10, 11· 46:9· Ησαΐας 9:6, 7· Αποκάλυψις 21:3, 4· Ματθαίος 24:3-14, 32-34.) Χωρίς αμφιβολία είσθε ήδη κάπως οικείος με αυτά τα αγαθά νέα. Το γεγονός ότι διαβάζετε αυτές τις σελίδες δείχνει το ενδιαφέρον σας για τα ‘αγαθά νέα’ και για τον σκοπό του Θεού μέσω της βασιλείας του. Χωρίς αμφιβολία η επιθυμία σας είναι να ζήσετε κάτω από αυτή την πιο καλή από τις βασιλείες και ν’ απολαμβάνετε αιωνίως τις ευλογίες της. Αν αυτή είναι η ειλικρινής επιθυμία σας, τότε είναι φυσικό να ερωτήσετε, «Τι θα απαιτήση αυτό από μένα; Αν δεχθώ τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού, πώς αυτό θα επηρεάση τη ζωή μου τώρα;»
4. Τι είδους διαγωγή απαιτείται τώρα από εκείνους που επιθυμούν ν’ αποκτήσουν ζωή υπό την βασιλεία του Θεού, και γιατί αυτό σημαίνει μια αλλαγή;
4 Μπορούμε όλοι να συμφωνήσωμε ότι τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην προς Εφεσίους επιστολή 5:16 είναι αληθινά για τον καιρό μας: «Οι ημέραι είναι πονηραί.» Ναι, βεβαιότατα ζούμε σ’ έναν πονηρό κόσμο, έναν κόσμο αδικίας, όπου οι σκέψεις και οι πράξεις του ανθρώπου είναι κακές. Η διαγωγή ανθρώπων και εθνών δεν φέρνει δόξα στον Θεό και δεν είναι άξια της βασιλείας του. Έχομε αναπτυχθή σ’ αυτόν τον κόσμο, ανάμεσα στις παραδόσεις του και στα έθιμά του, πολλά από τα οποία είναι αντίθετα στις δίκαιες αρχές του Θεού, και σε συντροφιά με ανθρώπους, των οποίων η διαγωγή πολύ υστερεί από τους κανόνες που βρίσκομε στη Βίβλο, τον λόγον του Θεού. Όλα αυτά είχαν τα αποτελέσματά των επάνω μας και στον τρόπο της ζωής μας. Επίσης, έχοντας αναπτυχθή σ’ ένα διηρημένο κόσμο, αποκτήσαμε διάφορες αφοσιώσεις—αφοσιώσεις σε οικογένεια, γένος, φυλή και έθνος—που συχνά καταλήγουν σε διαίρεσι, μίσος, υποψία και ψευδή υπερηφάνεια, ένα αίσθημα υπεροχής πάνω στους άλλους. Αλλά, όταν διαβάζωμε για τη βασιλεία του Θεού από τη Γραφή, μαθαίνομε για μια άλλη αφοσίωσι που απαιτείται από εκείνους που θα κερδίσουν αιώνια ζωή. Αυτή είναι η αφοσίωσις στον Ιεχωβά, τον Υπέρτατον Άρχοντα του σύμπαντος, και στη βασιλεία του υπό τον Χριστόν Ιησούν, και μαθαίνομε για έναν νέο τρόπο ζωής με υπακοή στη διακυβέρνησι αυτής της βασιλείας. Τούτο απαιτεί διαγωγή διαφορετική από εκείνην του κόσμου. Απαιτεί να ‘πολιτευώμεθα αξίως του ευαγγελίου του Χριστού’.—Φιλιππησ. 1:27.
5. Τι σημαίνει για μας να δεχθούμε το ευαγγέλιον της βασιλείας;
5 Είναι σπουδαίο να εκτιμήσωμε ότι τα «αγαθά νέα» αφορούν μια βασιλεία, τη βασιλεία του Θεού. Μια βασιλεία είναι μια κυβέρνησις και έτσι ασκεί εξουσία ή κυβερνά εκείνους που είναι υπήκοοί της. Όπως ακριβώς οι άλλες κυβερνήσεις έχουν νόμους για να κυβερνούν τους υπηκόους των, έτσι και η βασιλεία του Θεού έχει νόμους ή κανόνες που διέπουν τη διαγωγή των υπηκόων της. Για τούτο, αποδοχή των «αγαθών νέων» πραγματικά σημαίνει να δεχθούμε την ευθύνη τού να είμεθα υπήκοοι της ουρανίας βασιλείας του Θεού, να είμεθα υποτακτικοί σ’ αυτήν και ταπεινά να δεχθούμε και υπακούωμε στις εντολές του Υπέρτατου Άρχοντος του σύμπαντος, του Ιεχωβά Θεού. Μόνο κάνοντας τούτο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να ‘αξιωθή της βασιλείας του Θεού’.—2 Θεσ. 1:5.
6. Γιατί αυτό είναι μια πολύ επείγουσα υπόθεσις σήμερα;
6 Αυτό είναι ένα ζήτημα που απαιτεί την επείγουσα προσοχή όλων των ατόμων που ζουν επάνω στη γη. Το «ευαγγέλιον της βασιλείας» κηρύττεται τώρα παγκοσμίως—αυτό δεν μπορεί να το αρνηθή κανείς. Τούτο γίνεται επειδή ζούμε στις «έσχατες ημέρες» αυτού του παρόντος κόσμου, και πλησιάζει ένας καιρός τελικής κρίσεως για όλους όσοι ζουν επάνω στη γη. Εκείνο που θ’ αποφασίση μεταξύ ζωής και θανάτου για σας είναι το πώς ακούετε τα «αγαθά νέα» και αν έχετε προθυμία να είσθε ευπειθής σ’ αυτά και να φέρετε τη ζωή σας σε αρμονία μ’ αυτά. Πολύ γρήγορα τώρα ο Χριστός Ιησούς ως Βασιλεύς της βασιλείας του Θεού, μαζί με τους αγίους του αγγέλους, πρέπει να κάμη «εκδίκησιν εις τους μη γνωρίζοντας Θεόν, και εις τους μη υπακούοντας εις το ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.»—2 Θεσ. 1:7-10.
ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΝΕΑ ΠΟΥ ΔΙΕΚΗΡΥΧΘΗΣΑΝ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ
7. Ποια αγαθά νέα διεκηρύχθησαν στο έθνος Ισραήλ όταν ήταν στην Αίγυπτο;
7 Οι Ισραηλίται, απόγονοι του Ιακώβ ή Ισραήλ, του γυιού του Ισαάκ, γυιού του Αβραάμ, διέμεναν επί πολλά χρόνια στη γη της Αιγύπτου. Εκεί έγιναν πολυάριθμοι. Εκεί, στη γη των Φαραώ, έφθασαν να μισούνται και να καταδιώκονται. Μετετράπησαν σε λαό δούλων και υπέφεραν πολλή καταδυνάστευσι. Αλλά μέσα στην κατάθλιψί τους ήλθαν σ’ αυτούς αγαθά νέα! Γι’ αυτό ακριβώς πολλά έτη αργότερα εχαρακτηρίσθησαν ως οι «πρότερον ευαγγελισθέντες». (Εβρ. 4:6) Ο Ιεχωβά Θεός, μέσω του εκπροσώπου του Μωυσέως, απηύθυνε το εξής συγκινητικό άγγελμα στους Ισραηλίτας: «Θέλω σας αναβιβάσει εκ της ταλαιπωρίας των Αιγυπτίων, εις την γην των Χαναναίων . . . εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι.» (Έξοδ. 3:17) Τι παρηγορητικό άγγελμα! Και με τι χαρά το άκουσαν οι Ισραηλίται! Τι χαρά, επίσης, όταν αργότερα αντίκρυσαν τη θαυματουργική απελευθέρωσι που ο Ιεχωβά κατειργάσθη γι’ αυτούς καθώς κατέδειξε την πανίσχυρη δύναμί του προς χάριν των μέσω των δέκα πληγών και τελικά καταστρέφοντας τους Αιγυπτίους στην Ερυθρά Θάλασσα, ενώ οι Ισραηλίται υπό τας διαταγάς του Μωυσέως διέβαιναν πάνω σε ξηρά γη ασφαλείς! (Έξοδος, κεφάλαια 7 έως 15) Τον καιρό που ήταν ακόμη στην Αίγυπτο ο Μωυσής είχε περαιτέρω διαταχθή να διακηρύξη στον λαό του: «Δια τούτο ειπέ προς τους υιούς Ισραήλ, Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· και θέλω σας εκβάλει υποκάτωθεν των φορτίων των Αιγυπτίων, και θέλω σας ελευθερώσει από της δουλείας αυτών, και θέλω σας λυτρώσει με βραχίονα εξηπλωμένον, και με κρίσεις μεγάλας· και θέλω σας λάβει εις εμαυτόν δια λαόν μου και θέλω είσθαι Θεός υμών και θέλετε γνωρίσει ότι εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός υμών, όστις σας εκβάλλω υποκάτωθεν των φορτίων των Αιγυπτίων.» (Έξοδ. 6:6, 7, ΜΝΚ) Αυτή ήταν η ευλογημένη υπόσχεσις στους Ισραηλίτας να φερθούν σε ειδική σχέσι με τον Ιεχωβά ως λαός του, και αυτό βεβαιότατα θ’ απαιτούσε απ’ αυτούς διαγωγή άξια του μεγάλου προνομίου.
8. (α) Πώς θα έδειχναν οι Ισραηλίται εκτίμησι για τα αγαθά νέα που διεκηρύχθησαν σ’ αυτούς; (β) Ποια ιδιότητα κατέδειξε το έθνος, η οποία ωδήγησε στην απελευθέρωσί του από την Αίγυπτο;
8 Εκτίμησις των αγαθών αυτών νέων και του προνομίου να έχουν τον Ιεχωβά ως Θεό των θα έκανε ασφαλώς το έθνος Ισραήλ να είναι γεμάτο προθυμία και ζήλο να πράξη ευπειθώς όλα όσα διέτασσε ο Ιεχωβά σ’ αυτούς. Η ευκαιρία να καταδείξουν τέτοια υπακοή ήλθε πολύ γρήγορα, όταν, μέσω του Μωυσέως, ο Ιεχωβά διέταξε τον λαό, όταν ήταν ακόμη στην Αίγυπτο, να εορτάση το Πάσχα. Κάθε οικογένεια έπρεπε να συναθροισθή στο δικό της σπίτι τη νύχτα της 14ης του Νισάν (Ιουδαϊκό ημερολόγιο). Ένα αρνί έπρεπε να σφαγή και το αίμα του να ραντισθή στους παραστάτας των θυρών. (Έξοδ. 12:1-23) Αφού έλαβαν αυτές τις οδηγίες από τον Μωυσή «αναχωρήσαντες οι υιοί Ισραήλ, έκαμον καθώς προσέταξεν ο Ιεχωβά εις τον Μωυσήν και τον Ααρών· ούτως έκαμον.» (Έξοδ. 12:28, ΜΝΚ) Η υπακοή των Ισραηλιτών σ’ αυτή την περίστασι κατέληξε στο να «παρατρεχθούν» οι κατοικίες των, όταν ο άγγελος του Ιεχωβά επάταξε όλα τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων. «Και την αυτήν εκείνην ημέραν εξήγαγεν ο Ιεχωβά τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου, κατά τα τάγματα αυτών.»—Έξοδ. 12:51, ΜΝΚ.
9. (α) Τι είπε ο Ιεχωβά ότι θα εγίνετο το έθνος Ισραήλ; (β) Τι απαιτούσε απ’ αυτούς;
9 Στον τρίτον μήνα μετά την αναχώρησί των από την Αίγυπτο οι Ισραηλίται ήλθαν στο όρος Σινά και εκεί ο Ιεχωβά, πάλι μέσω του Μωυσέως ως εκπροσώπου του, κατέστησε σαφή σ’ αυτούς τη νέα σχέσι, στην οποίαν επρόκειτο τώρα να εισέλθουν ως λαός του. «Ο δε Μωυσής ανέβη προς τον Θεόν· και εκάλεσεν αυτόν ο Ιεχωβά εκ του όρους, λέγων, Ούτω θέλεις ειπεί προς τον οίκον Ιακώβ, και αναγγείλει προς τους υιούς Ισραήλ· Σεις είδετε όσα έκαμα εις τους Αιγυπτίους, και σας εσήκωσα ως επί πτερύγων αετού, και σας έφερα προς εμαυτόν· τώρα, λοιπόν, εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον. Ούτοι είναι οι λόγοι, τους οποίους θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ. Και ήλθεν ο Μωυσής, και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους του λαού, και έθεσεν έμπροσθεν αυτών πάντας εκείνους τους λόγους, τους οποίους προσέταξεν εις αυτόν ο Ιεχωβά. Και απεκρίθη ομοφώνως πας ο λαός, λέγων, Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά, θέλομεν πράξει.»—Έξοδ. 19:3-8.
10. Σε ποια έκτασι ο Ιεχωβά έκαμε νόμους που κυβερνούσαν τον υπό διαθήκην λαόν του;
10 Το έθνος Ισραήλ ήταν μοναδικό. Ολόκληρο το έθνος, κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί, ήλθε κάτω από αυτή τη διάταξι της διαθήκης, που συχνά καλείται η διαθήκη του νόμου, και μέσω αυτής έγιναν κατά γράμμα χωριστό έθνος ή λαός για τον Ιεχωβά. Πράγματι, ο Ιεχωβά ήταν ο Βασιλεύς των και έτσι ήσκησε το δικαίωμα να κάμη νόμους που κυβερνούσαν τη ζωή των υπηκόων του καλύπτοντας κάθε άποψι της ζωής. Οι νόμοι που εδόθησαν σ’ αυτούς μέσω του Μωυσέως αφορούσαν τη λατρεία των προς τον Θεό, το να κάνουν προσφορές και θυσίες· υπήρχαν νόμοι που αφορούσαν το φαγητό, που αφορούσαν την πνευματική και φυσική καθαρότητα, που αφορούσαν την κατάλληλη ηθική συμπεριφορά· εδόθησαν νόμοι για την κατάλληλη σχέσι στον γάμο, για τα καθήκοντα συζύγων και γονέων και τέκνων· υπήρχαν νόμοι και αρχές που κατηύθυναν τις σχέσεις του ενός προς τον άλλον ως πλησίον του, τονίζοντας την ανάγκη ειλικρινείας και δικαιοσύνης καθώς και ελέους και αγάπης στην πολιτεία του ενός προς τον άλλον.
11. Ποιον νόμο όσον αφορά το αίμα έδωσε ο Θεός στον Ισραήλ, και σε ποια προηγούμενη εντολή εβασίζετο ο νόμος αυτός;
11 Μερικοί από αυτούς τους νόμους απλώς επεξέτειναν αρχές ή νόμους ήδη δοσμένους προηγουμένως και οι οποίοι ήσαν, και είναι ακόμη, δεσμευτικοί για όλους τους ανθρώπους ως απογόνους του Αδάμ και του Νώε. Παραδείγματος χάριν, οι νόμοι όσον αφορά την αγιότητα του αίματος που εδόθησαν στον Ισραήλ εβασίζοντο στη θεία εντολή που εδόθη από τον Ιεχωβά στον Νώε μετά τον κατακλυσμό, όπως αναφέρεται στη Γένεσι κεφάλαιο 9. «Παν κινούμενον, το οποίον ζη, θέλει είσθαι εις εσάς προς τροφήν· ως τον χλωρόν χόρτον έδωκα τα πάντα εις εσάς· κρέας όμως με την ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει· και εξάπαντος το αίμά σας, το αίμα της ζωής σας, θέλω εκζητήσει· εκ της χειρός παντός ζώου θέλω εκζητήσει αυτό, και εκ της χειρός του ανθρώπου· εκ της χειρός παντός αδελφού αυτού θέλω εκζητήσει την ζωήν του ανθρώπου· όστις χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον.» (Γέν. 9:3-6) Η αιτία για την εκδήλωσι τέτοιου σεβασμού στη χρήσι του αίματος ήταν ότι τα αίμα αντιπροσώπευε τη ζωή, ή ψυχή· και αφού η ζωή είναι δώρο του Θεού, αυτός έχει το δικαίωμα ν’ απαιτήση από τους ανθρώπους να σέβωνται τη ζωή των άλλων ανδρών και γυναικών καθώς και των ζώων. Μολονότι επετρέπετο στον άνθρωπο να φονεύη ζώα για τροφή, δεν έπρεπε να γίνεται σπάταλη σφαγή ζώων για διασκέδασι. Συνεπώς στον νόμο του Θεού προς τους Ισραηλίτας ετονίζετο ο σεβασμός της ζωής, περιλαμβανομένου και του σεβασμού για το αίμα ως αντιπροσωπεύον τη ζωή. Ο Ιεχωβά διέτασσε: «Και όστις άνθρωπος εκ του οίκου Ισραήλ, ή εκ των ξένων των παροικούντων μεταξύ σας, φάγη οιονδήποτε αίμα, θέλω στήσει το πρόσωπόν μου εναντίον εκείνης της ψυχής ήτις τρώγει το αίμα, και θέλω εξολοθρεύσει αυτήν εκ μέσου του λαού αυτής· διότι η ζωή της σαρκός είναι εν τω αίματι· και εγώ έδωκα αυτό εις εσάς, δια να κάμνητε εξιλέωσιν υπέρ των ψυχών σας επί του θυσιαστηρίου· διότι το αίμα τούτο κάμνει εξιλασμόν υπέρ της ψυχής. Δια τούτο είπα προς τους υιούς Ισραήλ, Ουδεμία ψυχή από σας θέλει φάγει αίμα· ουδέ ο ξένος, ο παροικών μεταξύ σας, θέλει φάγει αίμα. Και όστις άνθρωπος εκ των υιών Ισραήλ, ή εκ των ξένων, των παροικούντων μεταξύ σας, κυνηγήση και πιάση ζώον, ή πτηνόν, το οποίον τρώγεται, θέλει χύσει το αίμα αυτού, και θέλει σκεπάσει αυτό με χώμα. Διότι η ζωή πάσης σαρκός είναι το αίμα αυτής· δια την ζωήν αυτής είναι· όθεν είπα προς τους υιούς Ισραήλ, Δεν θέλετε φάγει αίμα ουδεμιάς σαρκός· διότι η ζωή πάσης σαρκός είναι το αίμα αυτής· πας ο τρώγων αυτό, θέλει εξολοθρευθή.» Στην έκτη από τις Δέκα Εντολές η ιερότης της ζωής ετονίσθη πάλι με τα λόγια, «Μη φονεύσης.»—Λευιτ. 17:10-14· Έξοδ. 20:13.
12. Τι εκτίθεται στις Δέκα Εντολές, τις οποίες ο Ιεχωβά έγραψε στις λίθινες πλάκες;
12 Οι Δέκα Εντολές εξέθεταν δέκα βασικούς νόμους ή κανόνες που κυβερνούσαν τους Ισραηλίτας. Ήσαν εγγεγραμμένες από τον Θεό τον ίδιο με τη δύναμι του αγίου πνεύματος επάνω σε δύο λίθινες πλάκες που εδόθησαν στον Μωυσή επάνω στο Όρος Σινά. Ορθώς κατείχαν την προεξέχουσα θέσι στον κώδικα του νόμου που εδόθη στον Ισραήλ, αν και παρέμεναν μέρος του. Εξέθεταν βασικούς νόμους ή αρχές, κανόνες διαγωγής που κυβερνούσαν πρώτα τη σχέσι των Ισραηλιτών προς τον Θεό και έπειτα τη σχέσι των προς την οικογενειακή μονάδα και του ενός προς τον άλλον. Οι τέσσερες πρώτες ετόνιζαν την ανάγκη ολόκαρδης και αποκλειστικής λατρείας του Ιεχωβά ως Θεού και υπακοής στις εντολές του. Η πέμπτη έδειχνε την ανάγκη για οικογενειακή ενότητα, με σεβασμό των τέκνων προς τον πατέρα και τη μητέρα· και οι υπόλοιπες πέντε εσχετίζοντο με συμπεριφορά προς τον πλησίον: μη φονεύσης, μη μοιχεύσης, μη κλέψης, μη μαρτυρήσης ψευδώς εναντίον άλλου, μη επιθυμήσης, δηλαδή, μη θελήσης κακώς ν’ αποκτήσης κάτι που ανήκει στον άλλον.—Έξοδ. 20:1-17.
ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΙΣΡΑΗΛ ΠΑΡΕΧΕΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
13, 14. (α) Τι θα προέκυπτε στον Ισραήλ από την υπακοή στους νόμους του Θεού; (β) Ποια ευλογία ήλθε σ’ αυτούς, και γιατί αυτή δεν διήρκεσε;
13 Η υπακοή στους νόμους του Ιεχωβά θα έφερνε ανείπωτες ευλογίες στους Ισραηλίτας. Οι εντολές του θα τους ωδηγούσαν σε υγιεινή διαγωγή που θα προήγε ενότητα στο έθνος, υγεία και ευτυχία. Αλλά, το σπουδαιότερο από όλα, θα τους ωδηγούσαν στην ορθή λατρεία, στην ορθή διαγωγή που θα ήταν ευάρεστη στον Ιεχωβά τον Θεό των, και θα εξησφάλιζε την εύνοιά του. Η υπακοή των θα τους επροστάτευε από ψευδή θρησκεία και από ανήθικες πράξεις που θα ωδηγούσαν σε αμαρτία και ανταρσία και τελικά σε απόρριψι από τον Θεό.
14 Αληθινός στην υπόσχεσί του, ο Θεός ωδήγησε τους Ισραηλίτας σε γη ρέουσα γάλα και μέλι. (Έξοδ. 3:8· Αριθμ. 13:27) Έπειτα από πολλές πείρες το έθνος εγκατεστάθη στη Γη της Επαγγελίας, στη Χαναάν ή Παλαιστίνη, και αναφέρεται ότι κάτω από τη διακυβέρνησι του Βασιλέως Σολομώντος «είχεν ειρήνην πανταχόθεν κύκλω αυτού. Κατώκει δε ο Ιούδας και ο Ισραήλ εν ασφαλεία, έκαστος υπό την άμπελον αυτού και υπό την συκήν αυτού, από Δαν έως Βηρ-σαβεέ, πάσας τας ημέρας του Σολομώντος.» (1 Βασ. 4:24, 25) Αλλά οι ευλογίες αυτές δεν διήρκεσαν. Επανειλημμένη παρακοή στον νόμον του Θεού έδρεψε τελικά την κατάλληλη ανταμοιβή της—το ν’ απορριφθή ο Ισραήλ από τον Θεό ως λαός του. Αντί ευλογιών, επήλθαν στο έθνος οι κατάρες που είχε προείπει ο Θεός για τέτοια παρακοή.
15. (α) Σε ποιες δύο βασικές εντολές εβασίζετο η σχέσις του Ισραήλ προς τον Ιεχωβά; (β) Γιατί οποιαδήποτε υποκριτική μορφή λατρείας δεν θα εξαπατούσε τον Ιεχωβά;
15 Ενώ η διαθήκη του νόμου είχε τις Δέκα Εντολές ως θεμέλιο, η σχέσις του έθνους με τον Θεό εβασίζετο πραγματικά σε δυο θεμελιώδεις αρχές—αγάπη για τον Θεό και αγάπη για τον πλησίον. (Δευτ. 6:5-9· Λευιτ. 19:18) Πιστότης σ’ αυτές τις δύο αρχές ήταν πάρα πολύ ουσιώδης για την παραμονή στην εύνοια του Θεού. Αδυναμία ή προσωρινή αποτυχία οφειλόμενη στην ανθρώπινη ατέλεια, ενώ προκαλούσε διόρθωσι και επιτίμησι, μπορούσε ωστόσο να συγχωρηθή, αλλά όταν το έθνος έχανε την αγάπη του για τον Θεό και δεν τον υπηρετούσε πια με όλη την καρδιά, αυτό μπορούσε μόνο να οδηγήση σε συμφορά. (1 Χρον. 28:9· Παροιμ. 4:23) Καμμιά υποκριτική μορφή λατρείας δεν μπορούσε να τον εξαπατήση, διότι ο Ιεχωβά είναι Θεός, ο οποίος «βλέπει την καρδίαν» και ο οποίος ‘εξετάζει τας καρδίας’ των ανθρώπων. Οι καρδιές του μεγαλυτέρου αριθμού Ισραηλιτών εστράφησαν από την αγάπη του Θεού και του πλησίον στην αγάπη μόνο του εαυτού των, και ο Ιεχωβά το διέκρινε αυτό. Αυτός μπορούσε να δη τις πονηρές πράξεις που εξετελούντο, πρώτα στο σκότος και έπειτα ανοικτά στο φως της ημέρας, καθώς εσκληρύνοντο οι καρδιές του λαού σε κακή διαγωγή.—1 Σαμ. 16:7· Ιερεμ. 17:10.
16. (α) Πώς επήλθε συμφορά στο έθνος; (β) Πώς ο προφήτης Ιερεμίας εξήγησε την αιτία τούτου;
16 Οι Ισραηλίται εισήλθαν στη Γη της Επαγγελίας το 1473 π.Χ., και η γη υπετάγη τελικά σ’ αυτούς τον καιρό του Βασιλέως Δαβίδ, του οποίου η τεσσαρακονταετής βασιλεία ετελείωσε στο 1037 π.Χ. Έπειτα από σαράντα χρόνια το έθνος εδιχάσθη λόγω φθόνου και ανταγωνισμού, και έτσι, μετά τον θάνατο του Βασιλέως Σολομώντος στο 997 π.Χ., το αρχικό έθνος του Ισραήλ διηρέθη σε δύο βασίλεια, το δεκάφυλο βασίλειο του Ισραήλ προς βορράν με τη Σαμάρεια ως πρωτεύουσα, και το από δύο φυλές βασίλειο του Ιούδα προς νότον με την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα. Το βόρειο δεκάφυλο βασίλειο κατεστράφη από τους Ασσυρίους το 740 π.Χ., και έπειτα στο 607 π.Χ. το βασίλειο του Ιούδα κατεστράφη από τους Βαβυλώνιους. Όχι πολύν καιρό πριν απ’ αυτό το τέλος του βασιλείου του Ιούδα, ο Ιερεμίας εξέφερε σ’ αυτούς τα εξής λόγια: «Διότι ρητώς διεμαρτυρήθην προς τους πατέρας υμών, καθ’ ην ημέραν ανεβίβασα αυτούς εκ γης Αιγύπτου μέχρι της σήμερον, εγειρόμενος πρωί και διαμαρτυρόμενος, λέγων, Ακούσατε της φωνής μου. Αλλά δεν ήκουσαν, και δεν έκλιναν το ωτίον αυτών, αλλά περιεπάτησαν έκαστος εν ταις ορέξεσι της πονηράς αυτών καρδίας· δια τούτο θέλω φέρει επ’ αυτούς πάντας τους λόγους της διαθήκης ταύτης, την οποίαν προσέταξα να πράττωσι, αλλά δεν έπραξαν. Και είπεν ο Ιεχωβά προς εμέ, Συνωμοσία ευρέθη μεταξύ των ανδρών Ιούδα, και μεταξύ των κατοίκων της Ιερουσαλήμ. Επέστρεψαν εις τας αδικίας των πραπατόρων αυτών, οίτινες δεν ηθέλησαν να ακούσωσι τους λόγους μου· και αυτοί υπήγαν οπίσω άλλων θεών, δια να λατρεύωσιν αυτούς· ο οίκος Ισραήλ και ο οίκος Ιούδα ηθέτησαν την διαθήκην μου, την οποίαν έκαμα προς τους πατέρας αυτών. Δια τούτο ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Ιδού, θέλω φέρει επ’ αυτούς κακόν, εκ του οποίου δεν θέλουσι δυνηθή να εξέλθωσι· και θέλουσι βοήσει προς εμέ, και δεν θέλω εισακούσει αυτούς.»—Ιερεμ. 11:7-11, ΜΝΚ. Παράβαλε Δευτερονόμιον 6:12-15 και 28:15, 45-47.
17. Ποια προσωρινή αποκατάστασι έλαβαν οι Ισραηλίται;
17 Ο Ιεχωβά, μέσα στο μεγάλο του έλεος και σε εκπλήρωσι της επαγγελίας του και του σκοπού του, αποκατέστησε ένα υπόλοιπο του έθνους από τη Βαβυλώνα πάλι στη Γη της Επαγγελίας έπειτα από μια περίοδο εβδομήντα ετών ερημώσεως. Άλλη μια φορά ήλθαν αγαθά νέα γι’ αυτή την απελευθέρωσι στον λαόν Ισραήλ, ενώ ευρίσκέτο σε κατάστασι αιχμαλωσίας. Αυτό το υπόλοιπο του φυσικού Ισραήλ επέστρεψε στην Παλαιστίνη για ν’ αποκατασταθή εκεί η λατρεία του Ιεχωβά, αν και δεν αποκατεστάθησαν ως ανεξάρτητο έθνος, ως χωριστό βασίλειο.
18. Απεδείχθη το έθνος Ισραήλ ‘άξιον των αγαθών νέων’ που διεκηρύχθησαν σ’ αυτούς;
18 Μήπως το αρχαίο αυτό έθνος του Ισραήλ στο τέλος απεδείχθη ‘άξιον των αγαθών νέων’, που είχαν κηρυχθή σ’ αυτούς από τον Μωυσή στην Αίγυπτο; Μήπως εξεπλήρωσαν την υπόσχεσι που έδωσαν οι πατέρες των να πράττουν όλα όσα προσέταξε σ’ αυτούς ο Ιεχωβά και να είναι αληθινά λαός του, κάνοντας το θέλημα του; Το θεόπνευστο Υπόμνημα απαντά Όχι! Η πλήρης αναξιότης των ως έθνους εξεδηλώθη σαφώς από τη στάσι των απέναντι του Ιησού, του υποσχεμένου Μεσσία, τον οποίον απέρριψαν και εσταύρωσαν σε ξύλο. Λίγο προ του θανάτου του ο Ιησούς προέφερε κρίσι εναντίον του έθνους όταν είπε: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας, και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε, ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου, καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε; Ιδού, αφίνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος.»—Ματθ. 23:37, 38· Λουκ. 23:18-25· Πράξ. 2:23.
19. (α) Ποιο μεγάλο προνόμιο είχαν απολαύσει οι Ισραηλίται όταν ήσαν πιστοί; (β) Όταν ο Θεός τελικά απέρριψε αυτό το έθνος, μήπως αυτό εσήμαινε το τέλος της πολιτείας του Θεού με το ανθρώπινο γένος;
19 Οι Ισραηλίται είχαν απολαύσει το υψηλό προνόμιο τού να είναι έθνος μαρτύρων του Ιεχωβά. (Ησ. 43:10-12) Όχι ότι είχαν διαταχθή να κηρύττουν όσον αφορά τον Ιεχωβά σε όλα τα άλλα έθνη της γης· αλλά είχαν τεθή κατά μέρος για την αποκλειστική υπηρεσία και λατρεία του Ιεχωβά. Με τα θαυμαστά έργα που επιτέλεσε ο Ιεχωβά προς χάριν των και με την άσκησι αληθινής λατρείας όταν ήσαν πιστοί, ο Ιεχωβά έκαμε μεγάλο όνομα για τον εαυτό του. Αλλά μπορούσαν μόνο να εξακολουθήσουν να είναι μάρτυρές του με το να εμμένουν στην αληθινή λατρεία και να τιμούν τη διαθήκη που αυτός έκαμε μαζί τους και με το να υπακούουν στις εντολές του. Αυτό απέτυχαν να το πράξουν. Ο Ιεχωβά, λοιπόν, απέρριψε τον φυσικόν Ισραήλ. Η διάταξις της διαθήκης του νόμου μαζί τους ετερματίσθη, εξεπληρώθη δε στον Ιησού και ο νόμος της εκαρφώθη στο ξύλο του μαρτυρίου. (Κολ. 2:14) Αλλ’ αυτό δεν ετερμάτισε κάθε πολιτεία του Θεού με τους ανθρώπους. Τώρα, με τον Χριστόν Ιησούν ως Μεσίτην, εγκαινιάσθη μια διάταξις νέας διαθήκης, όχι με τον φυσικόν Ισραήλ, αλλά μ’ ένα έθνος που παράγει τους καλούς καρπούς, του οποίου η διαγωγή θα ήταν άξια μιας ουράνιας βασιλείας του Θεού με τον Χριστό ως Βασιλέα.—Εβρ. 8:6· Ματθ. 21:43.