Αβδέ-μέλεχ—Ένας Άνδρας Θάρρους
Ο ΑΒΔΕ-ΜΕΛΕΧ δεν ήταν Ισραηλίτης, αλλά Αιθίοπας ευνούχος. Υπηρετούσε στην αυλή του Σεδεκία, του τελευταίου Ιουδαίου βασιλέως ο οποίος κυβέρνησε την Ιερουσαλήμ. Ο Αβδέ-μέλεχ, μολονότι περιεβάλετο από διεφθαρμένους, ασεβείς αξιωματούχους, διακρίθηκε ως θαρραλέος, στοργικός άνδρας ο οποίος έτρεφε βαθύ σεβασμό για το ορθό.
Τον καιρό που οι θαυμάσιες ιδιότητες του Αβδέ-μέλεχ έγιναν ιδιαίτερα έκδηλες, η πόλις Ιερουσαλήμ επολιορκείτο από τους Χαλδαίους. Ο προφήτης του Ιεχωβά, ο Ιερεμίας, είχε επανειλημένως δηλώσει ότι η πόλις επρόκειτο να καταστραφή και ενεθάρρυνε τον λαό να σωθή με το να παραδοθή στους πολιορκητές. Το μήνυμα που του είχε δώσει ο Ύψιστος ήταν: «Όστις κάθηται εν τη πόλει ταύτη, θέλει αποθάνει υπό μαχαίρας, υπό πείνης και υπό λοιμού· αλλ’ όστις εξέλθη προς τους Χαλδαίους, θέλει ζήσει· και η ζωή αυτού θέλει είσθαι ως λάφυρον εις αυτόν, και θέλει ζήσει.» Το μήνυμα αυτό εξώργισε πολλούς άρχοντες, οι οποίοι ενεργούσαν ως σύμβουλοι του βασιλέως Σεδεκία. Ήσαν αποφασισμένοι να υπερασπισθούν την πόλι πάσι θυσία, και ποτέ να μην συνθηκολογήσουν. Αρνούμενοι ν’ αναγνωρίσουν λόγια του Ιερεμία ως θεόπνευστα, έβλεπαν το προφήτη ως εμπόδιο στην επιτυχή άμυνα της Ιερουσαλήμ.—Ιερ. 38:1-3.
Αυτοί οι άρχοντες, λοιπόν, πήγαν στον βασιλέα Σεδεκία και κατηγόρησαν τον Ιερεμία ότι διασπά το ηθικό των ανδρών που πολεμούν, καθώς και του υπόλοιπου πληθυσμού. Ζήτησαν να θανατωθή ο προφήτης ως επαναστάτης ο οποίος δεν ενδιεφέρετο για την ειρήνη και την ευημερία του λαού. (Ιερ. 38:4) Ο αδύνατος μονάρχης, ο Σεδεκίας, ενέδωσε στο αίτημά τους, λέγοντας: «Ιδού, εις την χείρα σας είναι· διότι ο βασιλεύς δεν δύναται ουδέν εναντίον σας.» (Ιερ. 38:5) Ο Σεδεκίας είχε ακολουθήσει τη συμβουλή τους στην πορεία της μάχης εναντίον των Χαλδαίων, και έτσι αισθανόταν υποχρεωμένος να ενδώση σ’ αυτούς, απομακρύνοντας έναν άνδρα τον οποίον θεωρούσαν ως κακή επιρροή για την εκπλήρωσι των πολεμικών τους σκοπών. Ο Σεδεκίας, μολονότι δεν ήθελε ιδιαιτέρως την εκτέλεσι του Ιερεμία, υπέγραψε στην ουσία την άδεια για τον θάνατο του προφήτου, δίνοντας στους άρχοντες πλήρη έλεγχο της ζωής του.
Αυτοί οι άρχοντες, όμως, αισθάνοντο ίσως κάποιο φόβο που τους εμπόδισε να χύσουν αίμα. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισαν να φονεύσουν τον προφήτη χωρίς βία. Έρριξαν τον προφήτη σ’ ένα βορβορώδη λάκκο για να πεθάνη.—Ιερ. 38:6.
Όταν ήταν φυλακισμένος ο Ιερεμίας στην αυλή της φυλακής, με βασιλική διαταγή, ελάμβανε λίγο άρτο ως καθημερινή του τροφή. (Ιερ. 37:21) Αλλά τώρα που βρισκόταν στον βορβορώδη λάκκο, δεν ίσχυε πια η βασιλική διαταγή. Μια και τα τρόφιμα είχαν εξαντληθή τελείως στην Ιερουσαλήμ, δεν υπήρχε ασφαλώς ελπίδα να λάβη ο Ιερεμίας τροφή από κανένα. Ο θάνατος του ήταν απλώς ζήτημα χρόνου.
Όταν ο Αβδέ-μέλεχ άκουσε τι είχαν κάνει οι άρχοντες στον προφήτη, ενήργησε χωρίς καθυστέρησι. Δεν περίμενε με προφύλαξι μια ευκαιρία για να έχη μια ιδιωτική ακρόασι με τον Βασιλέα Σεδεκία. Ο Αιθίοπας ευνούχος δεν θεωρούσε την προσωπική του ασφάλεια πρωτίστης σπουδαιότητος. Κινδύνευε η ζωή ενός αθώου και ο Αβδέ-μέλεχ πρόθυμα έβαλε τη δική του ευημερία σε δευτερεύουσα θέσι. Πλησίασε τον μονάρχη δημοσίως έξω, στην περιοχή που ενώνεται με την πύλη του Βενιαμίν. Αυτή η πύλη ευρίσκετο πιθανώς στο βόρειο μέρος της πόλεως, στην κατεύθυνσι από την οποία θα ερχόταν η μεγαλύτερη πίεσις από τους πολιορκητές Χαλδαίους.—Ιερ. 38:7.
Με θάρρος, ο Αιθίοπας ευνούχος παρακάλεσε για τη ζωή του Ιερεμία. Δεν φοβήθηκε να καταδικάση την ενέργεια των αρχόντων, μολονότι εγνώριζε ότι εκείνος στον οποίο μιλούσε είχε ενδώσει στις αιτήσεις τους. Με λίγα λόγια, ο Αβδέ-μέλεχ δήλωσε τα γεγονότα: «Κύριε μου βασιλεύ, οι άνθρωποι ούτοι έπραξαν κακά εις όσα έκαμον εις τον Ιερεμίαν τον προφήτην, τον οποίον έρριψαν εις τον λάκκον· και αυτός ήθελεν αποθάνει υπό πείνης εν τω τόπω όπου είναι, διότι δεν είναι πλέον άρτος εν τη πόλει.»—Ιερ. 38:9.
Παραδόξως, ο Σεδεκίας αντέστρεψε την απόφασί του σχετικά με τον Ιερεμία, και εξουσιοδότησε τον Αβδέ-μέλεχ να σώση τον προφήτη. Ο βασιλεύς είπε: «Λάβε εντεύθεν τριάκοντα ανθρώπους μετά σού και αναβίβασον τον Ιερεμίαν τον προφήτην εκ του λάκκου, πριν αποθάνη.» (Ιερ. 38:10) Είναι απίθανο να εχρειάζοντο 30 άνδρες για να σύρουν τον Ιερεμία από τον λάκκο. Αλλά, έχοντας υπ’ όψιν το σφοδρό μίσος εναντίον του προφήτου και του αγγέλματός του, υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να παρέμβουν εκείνοι που ήθελαν τον θάνατο του Ιερεμία. Οι λίγοι άνδρες θα κατεβάλλοντο εύκολα, αλλά 30 άνδρες ήσαν αρκετοί για ν’ αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε προβλήματα που μπορεί να εγείροντο σχετικά με τη σχεδιαζόμενη διάσωσι.
Ο Αβδέ-μέλεχ αμέσως ακολούθησε την εντολή του Σεδεκία. Ο τρόπος με τον οποίο το έκανε αυτό δείχνει ακόμη περισσότερο το στοργικό του ενδιαφέρον για τον προφήτη. Επειδή ο λάκκος ήταν βαθύς και ο Ιερεμίας είχε βυθισθή στον βόρβορο, θα εχρειάζετο αρκετή δύναμις για να ανασυρθή. Έτσι, τα σχοινιά, αν ήσαν γυμνά, μπορεί να έκοβαν τη σάρκα του προφήτου. Επίσης, ίσως αρχικά, όταν είχε ριφθή ο Ιερεμίας μέσα στον λάκκο, αυτό έγινε απότομα. Έτσι, μπορεί να υπήρχαν πληγές στις μασχάλες του. Ο Αβδέ-μέλεχ προφανώς έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την κατάστασι. Πήρε παλιά ράκη και παλιά αποφόρια και, με τα σχοινιά, τα κατέβασε στον Ιερεμία, για να τα τοποθετήση ο προφήτης κάτω από τις μασχάλες του και πάνω από τα σχοινιά. Έτσι, τα ράκη και τα υφάσματα αυτά λιγόστευσαν την πίεσι από τα σχοινιά που χρησιμοποιήθησαν για να ανασυρθή ο Ιερεμίας από τον λάκκο.—Ιερ. 38:11-13.
Γιατί ήταν τόσο θαρραλέος ο Αβδέ-μέλεχ; Μολονότι ήταν ένας ξένος που ζούσε ανάμεσα σ’ ένα λαό που έφερε μεγάλη μομφή στον Ιεχωβά Θεό, εκείνος εμπιστεύθηκε στον Ύψιστο. Πράγματι, η εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά ήταν η βάσις της ενεργείας αυτής του Αβδέ-μέλεχ, ότι δηλαδή με θάρρος έσπευσε να βοηθήση ένα μισούμενο προφήτη. Γι’ αυτό, ο Αιθίοπας ευνούχος δεν έχασε την αμοιβή του. Μέσω του Ιερεμία, ο Ιεχωβά του έδωσε την εξής διαβεβαίωσι: «Ιδού, εγώ θέλω φέρει τους λόγους μου επί την πόλιν ταύτην δια κακόν και ουχί διά καλόν· και θέλουσιν εκτελεσθή ενώπιον σου την ημέραν εκείνην. Θέλω όμως σε σώσει εν τη ημέρα εκείνη, . . . και δεν θέλεις παραδοθή εις την χείρα των ανθρώπων, των οποίων συ φοβείσαι το πρόσωπον, διότι εξάπαντος θέλω σε σώσει και δεν θέλεις πέσει διά μαχαίρας, αλλ’ η ζωή σου θέλει είσθαι ως λάφυρον εις σε, επειδή πέποιθας επ’ εμέ.» (Ιερ. 39:16-18) Σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια, ο Αβδέ-μέλεχ θα έβλεπε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ την οποία είχε προείπει ο Ιερεμίας. Ωστόσο, δεν έπρεπε να φοβάται. Όπως ακριβώς ο Αβδέ-μέλεχ θεωρούσε τη ζωή του Ιερεμία πολύτιμη, έτσι και ο Ιεχωβά Θεός θα θεωρούσε τη ζωή του Αβδέ-μέλεχ πολύτιμη και θα τον έσωζε.
Τι θαυμάσιο παράδειγμα έθεσε για μας ο Αβδέ-μέλεχ, στο να μην ενδίδωμε στο φόβο ανθρώπων, αλλά με θάρρος να λαμβάνωμε τη στάσι του υπέρ του προφήτου του Ιεχωβά! Ο Ύψιστος δεν ξέχασε τη δίκαιη πράξι του Αβδέ-μέλεχ. Ούτε θα ξεχάση και τη δική μας πιστή υπηρεσία, στην οποία πρέπει να περιλαμβάνεται η βοήθεια προς τους αδελφούς μας σε καιρό εξαιρετικής ανάγκης. Η Αγία Γραφή μάς λέγει: «Δεν είναι άδικος ο Θεός, ώστε να λησμονήση το έργον σας και τον κόπον της αγάπης, την οποίαν εδείξατε εις το όνομα αυτού, υπηρετήσαντες τους αγίους και υπηρετούντες.» (Εβρ. 6:10) Έτσι, είθε να προσπαθούμε να είμεθα θαρραλέοι όπως ακριβώς ο Αβδέ-μέλεχ.