Βαρούχ—Ένας Γραμματεύς που Έλαβε Προφητικό Μήνυμα
ΣΤΗ διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του εβδόμου αιώνος π.Χ., ο Βαρούχ υπηρετούσε ως γραμματεύς του προφήτου Ιερεμία. Ζούσε σ’ ένα καιρό που οι συμπατριώτες του Ισραηλίται δεν είχαν σεβασμό για τον λόγο του Ιεχωβά, αλλ’ ακολουθούσαν τους δικούς τους τρόπους. Συνεπώς, οι προφητείες που κατέγραψε ο Βαρούχ με την υπόδειξι του Ιερεμία υπεδείκνυαν, κατά κύριο λόγο, τη συμφορά που θα ερχόταν. Επειδή αυτές οι προφητείες δεν ήσαν καθόλου δημοφιλείς, ο Βαρούχ κατά καιρούς μετείχε στις δυσάρεστες πείρες του προφήτου Ιερεμία. Σε μια περίπτωσι, το βάρος των περιστάσεων που τον περιέβαλλαν και τα περιεχόμενα των προφητικών αγγελμάτων, έκαναν τον Βαρούχ να χάση την ισορροπία του και αυτό κατέληξε στο να δοθή ένα ειδικό προφητικό μήνυμα σ’ αυτόν.
Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, ο Ιερεμίας υπαγόρευσε στον Βαρούχ το προφητικό άγγελμα σχετικά με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Χαλδαίους. Σε μια ειδική μέρα νηστείας, στο τέλος του φθινοπώρου του επομένου έτους, ο Βαρούχ, με τον ρόλο που είχε γράψει, εμφανίσθηκε στην αυλή του ναού. Γιατί ο Βαρούχ και όχι ο Ιερεμίας; Ο Ιερεμίας εμποδίζετο να πάη εκεί, πιθανώς από ένα διάταγμα των αξιωματούχων του ναού. Έτσι, ο Ιερεμίας έστειλε τον Βαρούχ να διαβάση τον λόγο του Ιεχωβά στους συναθροισμένους Ισραηλίτας. Ένας από τους άνδρες που άκουσε τη δημόσια ανάγνωσι ήταν κάποιος Μιχαΐας. Αμέσως ανέφερε το γεγονός αυτό στον γραμματέα και στους άρχοντες του Βασιλέως Ιωακείμ.—Ιερ. 36:1-13.
Οι άρχοντες τότε έστειλαν τον Ιουδεί προς τον Βαρούχ, ζητώντας του να πάη σ’ αυτούς με τον προφητικό ρόλο. Του συμπεριφέρθησαν με ευγένεια, τον προσκάλεσαν να καθήση και να τους διαβάση τον ρόλο. Όταν άκουσαν το ισχυρό καταδικαστικό μήνυμα, οι άρχοντες φοβήθηκαν, και τα πρόσωπα και το ύφος τους έδειχναν, χωρίς αμφιβολία, την ανησυχία τους. Αισθάνθηκαν την υποχρέωσι να πληροφορήσουν τον Βασιλέα Ιωακείμ σχετικά με τα περιεχόμενα του ρόλου. Για να καθορίσουν το μέρος που είχε ο Βαρούχ στο γράψιμο αυτού του προφητικού ρόλου, οι άρχοντες ρώτησαν:«Πώς έγραψας πάντας τους λόγους τούτους εκ του στόματος αυτού;» Η απάντησις του Βαρούχ διεσαφήνισε ότι αυτός ήταν απλώς ο γραμματεύς που πιστά κατέγραφε ό,τι του υπαγόρευε ο Ιερεμίας. Είπε:«Από του στόματος αυτού προέφερε προς εμέ πάντας τους λόγους τούτους, και εγώ έγραφον με μελάνην εν τω βιβλίω.» Οι άρχοντες, επειδή αντελήφθησαν ότι το προφητικό αυτό μήνυμα θα ήγειρε τον θυμό του βασιλέως, συμβούλευσαν τον Βαρούχ να κρυφθή μαζί με τον Ιερεμία. Όπως περίμεναν οι άρχοντες, ο Ιωακείμ διέταξε να συλληφθούν οι δύο άνδρες. Ωστόσο, επειδή τους προστάτευε ο Ιεχωβά, ο τόπος που είχαν κρυφθή ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ, δεν ανεκαλύφθη.—Ιερ. 36:14-26.
Αυτή η εμπειρία πρέπει να είχε ενθαρρύνει πολύ τον Βαρούχ, επειδή προηγουμένως είχε δοθή σ’ αυτόν προσωπικά ένα προφητικό μήνυμα. Αυτό το μήνυμα τον βοήθησε να ευθυγραμμίση τον τρόπο σκέψεώς του. Στη διάρκεια του τετάρτου έτους της βασιλείας του Ιωακείμ, ο Βαρούχ ανεφώνησε: «Ουαί εις εμέ τώρα! διότι ο Κύριος επρόσθεσε πόνον επί την θλίψιν μου· απέκαμον εν τω στεναγμώ μου και ανάπαυσιν δεν ευρίσκω.» (Ιερ. 45:3) Ο πόνος που δοκίμαζε ο Βαρούχ ήταν η θλίψις που προήρχετο από το ότι κατοικούσε μεταξύ των ανόμων συμπατριωτών του. Ήσαν διεφθαρμένοι, πείσμονες και αμετανόητοι. Ο Βαρούχ θα αισθανόταν σαν τον Λωτ στα Σόδομα, για τον οποίον η Αγία Γραφή λέγει: «Ο δίκαιος, κατοικών μεταξύ αυτών, δι’ οράσεως και ακοής, εβασάνιζεν από ημέρας εις ημέραν την δικαίαν αυτού ψυχήν δια τα άνομα έργα αυτών.» (2 Πέτρ. 2:8) Ο Βαρούχ, εκτός του ότι εδοκίμασε πόνο στην καρδιά, αισθανόταν, και θλίψι. Γιατί πίστευε ότι ο Ιεχωβά Θεός ήταν εκείνος που είχε προσθέσει θλίψι στον πόνο του;
Ο λόγος του Ιεχωβά δεν είχε επιφέρει αλλαγή προς το καλύτερο στη διάρκεια της ζωής του Βαρούχ. Αντιθέτως, ήταν ένα σκοτεινό μήνυμα, που υπεδείκνυε μια ωρισμένη καταστροφή. Αυτή η προοπτική γέμιζε τον Βαρούχ με θλίψι. Από μια προσωπική άποψι, δεν είχε ελπίδα να βελτιώση τη θέσι του. Έτσι, απλώς στέναζε. Δεν μπορούσε να βρη ειρήνη, ούτε «ανάπαυσι.»
Η στάσις του Βαρούχ δεν ήταν ορθή. Έπρεπε να διορθωθή. Ο λόγος του Ιεχωβά προς αυτόν ήταν: «Ιδού, εκείνο το οποίον ωκοδόμησα, εγώ θέλω κατεδαφίσει· και εκείνο το οποίον εφύτευσα, εγώ θέλω εκριζώσει, και σύμπασαν την γην ταύτην. Και συ ζητείς εις σεαυτόν μεγάλα; μη ζητής· διότι, ιδού, εγώ θέλω φέρει κακά επί πάσαν σάρκα, . . . αλλά την ζωήν σου θέλω δώσει εις σε ως λάφυρον, εν πάσι τοις τόποις όπου υπάγης.»—Ιερ. 45:4, 5.
Επειδή επρόκειτο να έλθη η καταστροφή που ο Ιεχωβά είχε αναγγείλει μέσω του στόματος του προφήτου του Ιερεμία, δεν ήταν καιρός να σκέπτεται κανείς «μεγάλα» για τον εαυτό του. Δεν ήταν καιρός να σκέπτεται υλική ασφάλεια, ευημερία, αποκτήματα ή εξοχότητα. Ο Βαρούχ παρωτρύνθηκε να είναι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος με το να επιζήση από την επερχόμενη καταστροφή. Τι θα μπορούσε να συγκριθή μ’ αυτό σε αξία; (Ματθ. 16:26) Μολονότι του εδόθη υπόσχεσις επιβιώσεως, ο Βαρούχ επρόκειτο να μετέχη στις δυσκολίες που θ’ αντιμετώπιζε ο λαός γενικά. Εδόθη στον Βαρούχ μια πρόγευσις του είδους προστασίας που θ’ απελάμβανε, όταν ο Ιεχωβά τον έκρυψε και αυτόν και τον Ιερεμία, κι έτσι δεν έπεσαν στα χέρια του Βασιλέως Ιωακείμ.
Ακόμη και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ο Βαρούχ χρειαζόταν ενθάρρυνσι και έπρεπε να βασίζεται στην προστασία του Ιεχωβά. Όταν ο Ιερεμίας είπε στον λαό τον λόγο του Ιεχωβά, συμβουλεύοντάς τους να μη φύγουν στην Αίγυπτο, εκείνοι δεν επρόσεξαν. Για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι απέρριψαν τον λόγο του Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία, κακοπαρέστησαν τον Βαρούχ, λέγοντας: «Ο Βαρούχ ο υιός του Νηρίου σε διεγείρει εναντίον ημών, δια να μας παραδώσης εις την χείρα των Χαλδαίων, να μας θανατώσωσι και να μας φέρωσιν αιχμαλώτους εις την Βαβυλώνα.» (Ιερ. 43:3) Έτσι, ισχυρίσθηκαν ότι ο Ιερεμίας, ο οποίος ήταν τώρα ηλικιωμένος, ευρίσκετο κάτω από την επιρροή του γραμματέως του και δεν έλεγε πια τον λόγο του Ιεχωβά, αλλά παρουσίαζε το άγγελμα του γραμματέως του ως άγγελμα του Παντοδυνάμου. Εν όψει μιας τέτοιας στάσεως, ο Βαρούχ έπρεπε να διατηρήση την πίστι του στην υπόσχεσι του Ιεχωβά να τον διαφυλάξη.
Κι εμείς σήμερα μπορούμε να ωφεληθούμε από την πείρα του Βαρούχ. Το ότι υπηρετούσε τον Ιεχωβά πιστά ως γραμματεύς του Ιερεμία, δεν επέφερε σ’ αυτόν ειδικές υλικές αμοιβές. Παρομοίως, και μεις σήμερα δεν πρέπει ν’ αναμένωμε κάποια ειδική μεταχείρισι όταν παθήματα και δυσκολίες πλήττουν τους ανθρώπους γενικά. Πρέπει να είμεθα πρόθυμοι να υπομείνωμε επίσης δυσκολίες στη διάρκεια της επερχομένης ‘μεγάλης θλίψεως,’ ικανοποιημένοι με τη διαβεβαίωσι του Ιεχωβά: «Ίσως σκεπασθήτε εν τη ημέρα της οργής του Κυρίου.» (Ματθ. 24:21, 22· Σοφ. 2:3) Τότε, όταν βλέπωμε την εκτέλεσι της κρίσεως του Θεού εναντίον των ασεβών, μπορούμε ν’ αποβλέπωμε μ’ εμπιστοσύνη στο να λάβωμε την ψυχή μας ή τη ζωή μας ως λάφυρο για να επιζήσωμε από τη ‘μεγάλη θλίψι’ στη νέα τάξι δικαιοσύνης και ειρήνης του Ιεχωβά.