Βαβυλών η Χρυσή Πόλις
Τι βλέπει εκεί σήμερα ο περιηγητής;
ΠΕΝΗΝΤΑ μίλια προς νότον της Βαγδάτης, Ιράκ, στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει τη Βαγδάτη με τη Βασόρα, η αμαξοστοιχία σταματά. Οι περιηγηταί βγαίνουν. Παραπλεύρως της σιδηροδρομικής γραμμής μια ξύλινη πινακίδα αναγγέλλει απλώς: «Στάσις Βαβυλώνος. Οι αμαξοστοιχίες σταματούν εδώ για να παραλάβουν επιβάτας.» Αυτή είναι η παρουσίασις της Βαβυλώνος στον περιηγητή, μια αναγγελία ότι η δόξα του αρχαίου κόσμου, που ελέγετο η «χρυσή πόλις,» δεν είναι τώρα ούτε σταθμός—είναι απλώς μια στάσις.
Με φωτογραφική μηχανή και με ματογυάλια του ήλιου, ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνη το τι απέμεινε από τη «χρυσή πόλι». Ο περιηγητής, για να καταλάβη τι πρόκειται να του δείξη ο οδηγός, καλό είναι να γνωρίζη κάτι από την προέλευσι της αρχαίας Βαβυλώνος και για το τι συνέβη στη «χρυσή πόλι». Τότε δεν θα είναι ανάγκη να ρωτήση: «Πώς θα ήταν δυνατόν μια μεγάλη πόλις να καταντήση έτσι;»
Η Βαβυλών είχε κτισθή ενόσω ο Νώε ζούσε ακόμη. Ο Νεβρώδ, εκείνος ο «ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά», είχε θέσει τα θεμέλια της πόλεως. Ο Νεβρώδ την είχε κτίσει ως έδραν του βασιλείου του· ήθελε να είναι αυτή η πρωτεύουσα του κόσμου. Αλλ’ ως πρωτεύουσα μιας παγκοσμίου δυνάμεως, η Βαβυλών δεν κατέστη πρωτεύουσα του κόσμου παρά μετά πολλούς αιώνες, κατά τα τέλη του εβδόμου αιώνος π.Χ. Στη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, που διήρκεσε σαράντα και πλέον χρόνια, η Βαβυλών έφθασε στον κολοφώνα της δόξης της, και ήταν «η δόξα των βασιλείων,» «το καύχημα πάσης της γης.»—Γέν. 10:9, ΜΝΚ· Ησ 13:19· Ιερεμ. 51:41.
ΤΟ ΑΠΟΡΘΗΤΟΝ ΚΑΙ Η ΛΑΜΠΡΟΤΗΣ ΤΗΣ
Η Βαβυλών, κτισμένη σε σχήμα τετραγώνου αποτελούσε ένα είδος πλακός ζατρικίου με γιγάντεια τετράγωνα. Οι κυριώτεροι δρόμοι, ωραία εστρωμένοι, διεσταυρώνοντο σε ορθές γωνίες. Ο μέγας ποταμός Ευφράτης διαιρούσε την πόλι σε δύο τμήματα. Για λόγους προστασίας, μια βαθιά και φαρδιά τάφρος, γεμισμένη νερό από τον ποταμό, περιεκύκλωνε τα τείχη της πόλεως.
Τι καταπληκτικά τείχη είχε η Βαβυλών! Ο ιστορικός Ηρόδοτος επεσκέφθη τη Βαβυλώνα τον πέμπτον αιώνα π.Χ. Ανέγραψε ότι το τείχος της Βαβυλώνος έφθανε στο τρομακτικό ύψος των 300 ποδών. Το πάχος του; Απίστευτο: εβδομήντα πέντε έως ογδόντα πέντε πόδια! Και ήταν αυτό ένα τείχος 60 μιλίων, δεκαπέντε μίλια σε κάθε πλευρά. Στην κορυφή του τείχους ήσαν 250 πύργοι με θαλάμους φρουράς για στρατιώτας. Για να μην μπορούν οι εχθροί να κατασκευάσουν σήραγγα που να περνά κάτω από τη βάσι του, το τείχος αυτό εισχωρούσε τριάντα πέντε πόδια μέσα στα έδαφος. Ο Ναβουχοδονόσορ καλά εκαυχάτο, όπως δείχνει μια επιγραφή: «Με κονίαμα και πλίνθους έκτισα ένα μεγάλο τείχος που δεν μπορεί να κουνηθή, όπως ένα βουνό. Κατέβασα βαθιά τα θεμέλιά του στους κόλπους τού κάτω κόσμου και ανύψωσα την κορφή του σε ύψος βουνού.»
Για ευχέρεια εισόδου και εξόδου, η πόλις είχε εκατό ορειχάλκινες πύλες, είκοσι πέντε σε κάθε πλευρά. Κάθε πύλη έκλειε με διπλά φύλλα από βαρύ μέταλλο, προσαρμοσμένα σε ορειχαλκίνους στύλους ενσωματωμένους στο τείχος. Κατά μήκος κάθε όχθης του ποταμού ήταν μια συνεχής προκυμαία που εχωρίζετο από την πόλι μ’ ένα πελώριο τείχος. Αυτό το τείχος είχε είκοσι πέντε πύλες κι από την καθεμιά απ’ αυτές μια κατωφέρεια ωδηγούσε στο χείλος του νερού. Πορθμεία λειτουργούσαν συνεχώς για τη διαπεραίωσι όπου κατέληγαν οι δρόμοι. Ένας δρόμος, εν τούτοις, ωδηγούσε σε μια θολωτή γέφυρα, κι ένας άλλος σε μια σήραγγα κάτω από την κοίτη του ποταμού.
Ο βασιλεύς δεν εφείσθη ούτε χρημάτων ούτε κόπων για να κάμη τη Βαβυλώνα την πιο μεγαλοπρεπή πόλι που είδε ποτέ ο κόσμος. Οι ναοί και τα ανάκτορα σπινθηροβολούσαν απ’ το χρυσάφι. Ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ εκαυχάτο με μια επιγραφή: «Κατέκοψα πελώριες κέδρους από τον Λίβανο με τα χέρια μου, τις εκάλυψα με ακτινοβόλο χρυσάφι, τις εστόλισα με κοσμήματα. . . . Τα κατώφλια, τους παραστάτας των θυρών, τα πλαίσια, τα θυρόφυλλα του ιερού, επενέδυσα με χρυσόν εκλάμποντα.» Η Βαβυλών ήταν αληθινά «πλήρης θησαυρών».—Ιερεμ. 51:13.
Η καύχησις και η χαρά του βασιλέως ήταν το ανάκτορό του. Ήταν ένα τετραγωνικό κτίριο, περιστοιχισμένο από τριπλές κτιστές επάλξεις, από τις οποίες η εξωτερική είχε έκτασι επτά μιλίων σχεδόν. Τα ενδότερα τείχη ήσαν επενδεδυμένα με εσμαλτωμένες οπτοπλίνθους, όπου ήταν ζωγραφισμένη μια απέραντη παράταξις ζώων. Ο Ναβουχοδονόσορ αποκαλούσε το ανάκτορό του «Ο Θαυμασμός του Ανθρωπίνου Γένους».
Και δεν είναι άξιον απορίας το ότι ο κόσμος το εθαύμαζε! Μέσα στον περίβολο του βασιλικού ανακτόρου ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου—οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνος. Ο βασιλεύς είχε κτίσει τους υψωμένους αυτούς κήπους για να ευχαριστήση τη σύζυγό του. Η βασίλισσα, μια πριγκίπισσα από τη Μηδία, είχε έλθει από μια ορεινή περιοχή και επειδή αηδίασε με την επίπεδη επιφάνεια της Βαβυλωνίας, ανεστέναζε από νοσταλγία για τα βουνά της γενετείρας της.
Γι’ αυτό ο βασιλεύς έκτισε αψίδες σε έκτασι τεσσάρων εκταρίων, με ύψος εβδομήντα πέντε έως 300 ποδών. Επέστρωσε ολόκληρο αυτό το κτιστό βουνό με χώμα αρκετό για ν’ αναπτυχθούν και τα πιο μεγάλα δένδρα. Στα επάνω μέρος ο βασιλεύς έκτισε μια δεξαμενή που ετροφοδοτείτο από τον ποταμό Ευφράτη με μια υδραυλική έλικα—που εχρησιμοποιείτο εδώ μερικούς αιώνες προτού εφευρεθή από τον Αρχιμήδη! Για να εμποδισθή το νερό από το να διεισδύση στα οικοδομικά έργα, αλείφθηκαν με άσφαλτο οι οπτόπλινθοι των πατωμάτων και παρενετέθησαν μολυβδόφυλλα μεταξύ του εδάφους και των υλικών που υπεβάσταζαν τις αψίδες. Ο κήπος αυτός που είχε μορφή εξέδρας έφθανε σε ύψος που υπερέβαινε το ύψος των τειχών της πόλεως. Τα πιο εκλεκτά άνθη και χαμόκλαδα σε μεγάλη αφθονία ήσαν φωλιασμένα ανάμεσα στις ρίζες δένδρων δάσους· ποτάμια κατέρρεαν από τεχνητούς βράχους. Τι απαράμιλλη ομορφιά! Πόσο εντυπωσιακή ήταν σ’ έναν επισκέπτη από ξένη χώρα! Από μακριά αυτό το θαύμα του κόσμου είχε την όψι δασών κρεμασμένων επάνω από βουνά.
Σκάλες από το έξω μέρος του κήπου ωδηγούσαν στο επάνω μέρος. Απ’ εδώ μπορούσαν να συμποσιάζουν οι βασιλικές ομάδες οσάκις διεσκέδαζαν και να βλέπουν το όλον πανόραμα δόξης της Βαβυλώνος που εξετείνετο από κάτω σαν μια εικόνα. Πόσο εκθαμβωτική ήταν η σκηνή—τα τείχη, ο ποταμός, οι προκυμαίες, οι βάρκες, οι μεγαλοπρεπείς δρόμοι που διεσχίζοντο από άρματα μεγιστάνων και πριγκίπων, οι ορειχάλκινες πύλες μέσ’ από τις οποίες εξεχύνοντο οι αιχμάλωτοι εκατό ηττημένων επαρχιών! Ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, βηματίζοντας επάνω στη στέγη του βασιλικού ανακτόρου του και αποθαυμάζοντας όλα αυτά έλαμπε από υπερηφάνεια κι έλεγε: «Δεν είναι αύτη η Βαβυλών η μεγάλη, την οποίον εγώ ωκοδόμησα δια καθέδραν του βασιλείου με την ισχύν της δυνάμεώς μου, και εις τιμήν της δόξης μου;»—Δαν. 4:30.
ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΥΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Ο Νεβρώδ, ιδρυτής της Βαβυλώνος, εναντιώθηκε στον αληθινό Θεό, Ιεχωβά, και γι’ αυτό έγινε ένας λάτρης του Σατανά ή Διαβόλου. Η δαιμονική θρησκεία επήγασε στη Βαβυλώνα. Ανυμνούντο ψευδείς θεοί από χρυσάφι. Σχεδόν κάθε πελώριο τετράγωνο είχε ένα θρησκευτικό ναό, μέσα στον οποίον αφθονούσαν οι χρυσοί θεοί. Ένας από τους πιο αξιολόγους από τους πενήντα και πλέον ναούς της Βαβυλώνος ήταν ο μέγας πυργωτός ναός του Μαρδώκ ή Βηλ, της εθνικής θεότητος. Ο ναός αυτός, κτισμένος σε σχήμα πυραμίδος με οκτώ τετραγωνικές βαθμίδες, με εσοχές όπως οι σύγχρονοι ουρανοξύσται, ανήρχετο σε ύψος 480 ποδών! Μια ελικοειδής ανάβασις ωδηγούσε στην κορφή. Εκεί ωρθώνετο μια χρυσή εικόνα του θεού Βηλ—ύψους σαράντα ποδών! Δύο άλλες κολοσσιαίες χρυσές θεότητες κοσμούσαν τον ναό, μαζί μ’ έναν πελώριο χρυσό βωμό και δύο χρυσά λιοντάρια. Με τέτοιους χρυσούς θεούς, η Βαβυλών ήταν πράγματι «η χρυσή πόλις».
Σχεδόν τα πάντα και οι πάντες ήσαν μολυσμένοι με τη δαιμονική θρησκεία. Η πιο φημισμένη πύλη της πόλεως, η Πύλη Ιστάρ, ωνομάσθη σύμφωνα με τη γονιμότητα της θεάς Ιστάρ, που ελέγετο επίσης «βασίλισσα του ουρανού» και «μητέρα των θεών». Δια της Πύλης Ιστάρ περνούσε η περίφημη Οδός Λιτανειών. Μια φορά το χρόνο, σε μια πολύχρωμη τελετουργία οι ειδωλολάτραι περιέφεραν τους αργυρούς και χρυσούς θεούς των δια μέσου αυτής της πύλης και προς αυτήν την οδό. Η Οδός Λιτανειών ωδηγούσε στο ναό της Ιστάρ. Βωμοί της Ιστάρ βρέθηκαν όχι μόνο σ’ ένα ναό· υπήρχαν παντού, και υπήρχαν τουλάχιστον 180 μεγαλύτεροι βωμοί στην Ιστάρ. Είναι αρκετά παράδοξο το ότι σ’ αυτή τη «βασίλισσα του ουρανού» απέδιδαν περισσότερη προσοχή οι ειδωλολάτραι παρά στον πρώτιστο θεό τους Βηλ.
Στις κορυφές των ναών οι Χαλδαίοι αστρολόγοι ατένιζαν τ’ άστρα και απεικόνιζαν σε χάρτες τους ουρανούς. Αυτοί οι δαιμονολάτραι διαιρούσαν τους ουρανούς σε ωρισμένα δώματα, με τον σκοπό να εξιχνιάσουν την πορεία των πλανητών δια μέσου κάθε δώματος, με τη μάταιη ελπίδα να μπορέσουν να πουν τύχες και να προείπουν μελλοντικά γεγονότα. Έτσι, οι αστρολόγοι της Βαβυλώνος εγκαινίασαν την ιδέα του ζωδιακού κύκλου με τα δώδεκα σημεία του—της Παρθένου, του Σκορπιού, κλπ. Πολύν καιρό προτού η Βαβυλών γίνη πρωτεύουσα του κόσμου, ο όγδοος μήνας ήταν γνωστός ως «ο μήνας του άστρου του Σκορπιού.» Οι ιδιότητες των Βαβυλωνιακών θεοτήτων επηρέαζαν την εκλογή του συμβόλου του μηνός. Έτσι, η Παρθένος, το έκτο σημείο του ζωδίου, αντιπροσωπεύει την Ιστάρ, την κυβερνητική θεότητα του έκτου μηνός.
Από την ασεβή πόλι του Νεβρώδ, τη Βαβυλώνα, η δαιμονική θρησκεία σε όλες τις μορφές της—μαγεία, μαντεία, πρόγνωσις, γοητεία, η λατρεία βασιλέων, η λατρεία εικόνων, η λατρεία του φύλου, η λατρεία ζώων κλπ.—διεδόθη στα πέρατα της γης για να διαφθείρη το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητος ίσαμε σήμερα.
Όπως είναι επόμενο, όταν μια ψευδής θρησκεία είναι η εθνική θρησκεία, οι συνθήκες ηθικής είναι αφάνταστα διεφθαρμένες. Ο αρχαίος ιστορικός Κόιντος Κούρτιος έγραψε για τη Βαβυλώνα ότι «τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο διεφθαρμένο από τα ήθη της, τίποτα πιο κατάλληλο για να διεγείρη και να δελεάση προς υπέρμετρες ηδονές. . . . Οι Βαβυλώνιοι ήσαν πολύ έκδοτοι στην οινοποσία και στις απολαύσεις που συνοδεύουν τη μέθη. Γυναίκες ήσαν παρούσες στα συμπόσιά των, στην αρχή με κάποια σχετική ευπρέπεια, αλλ’ εγίνοντο ολοένα χειρότερες και κατέληγαν στο ν’ αποβάλουν μονομιάς τη σεμνότητά των.»
Και πάλι η ψευδής θρησκεία υπεβοήθησε στο να γίνη έτσι. Ένας θρησκευτικός νόμος που επεβλήθη στη Βαβυλώνα ήταν από τους πιο βδελυρούς νόμους όλης της ιστορίας. Υποβοηθούσε την ικανοποίησι των πιο χονδροειδών παθών, προσελκύοντας ξένους κατά μεγάλους αριθμούς. Ο Ηρόδοτος εκθέτει το πώς κάθε ιθαγενής γυναίκα, μια φορά στη ζωή της, ήταν υποχρεωμένη να επισκεφθή τον ναό της Μυλίττας, της θεότητος, η οποία ήταν ως θεά της σελήνης, η θηλυκή αρχή της παραγωγής. Εκεί μια γυναίκα ανέμενε στον αυλόγυρο της θεάς και εδέχετο τους εναγκαλισμούς του πρώτου ξένου, ο οποίος έρριχνε ένα ασημένιο νόμισμα στην ποδιά της—πορνεία που ησκείτο εν ονόματι της θρησκείας!
Ο ΙΕΧΩΒΑ ΕΚΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ
Είναι μήπως παράδοξο, λοιπόν, ότι οι αμαρτίες της Βαβυλώνος συσσωρεύθηκαν όλες ως τον ουρανό; «Η κρίσις αυτής,» είπε ο Ιεχωβά δια του προφήτου του, «έφθασεν εις τον ουρανόν, και υψώθη έως του στερεώματος.» Ο Θεός του ουρανού, ο Ιεχωβά, εξέφερε την καταδίκη της Βαβυλώνος.—Ιερεμ. 51:9.
Σχεδόν 200 χρόνια πριν πέση η Βαβυλών στον Κύρο τον Πέρση, ο Ιεχωβά ωδήγησε τον προφήτη του Ησαΐα να προείπη την καταδίκη της Βαβυλώνος: «Τα δύο ταύτα θέλουσι βεβαίως ελθεί επί σε εξαίφνης, εν μια ημέρα, ατέκνωσις και χηρεία· θέλουσιν ελθεί επί σε καθ’ ολοκληρίαν, δια το πλήθος των μαγειών σου, δια την μεγάλην αφθονίαν των γοητευμάτων σου. Απέκαμες εν τω πλήθει των βουλών σου. Ας σηκωθώσι τώρα οι ουρανοσκόποι, οι αστρολόγοι, οι μηνολόγοι προγνωστικοί, και ας σε σώσωσιν εκ των επερχομένων επί σε.»—Ησ. 47:9, 13.
Ποιόν θα χρησιμοποιούσε ο Ιεχωβά για να καταστρέψη τη Βαβυλώνα; Πώς μπορούσε να πέση μια απόρθητη πόλις; Πάλι σχεδόν 200 χρόνια πριν από την πτώσι της Βαβυλώνος, ο Ιεχωβά προείπε ποιος θα κατελάμβανε την πόλι—ακόμη και το άκριβές του όνομα—και το πώς ακριβώς θα έπεφτε μια απόρθητη πόλις: «Ούτω λέγει ο Ιεχωβά προς τον κεχρισμένον αυτού, τον Κύρον, του οποίου την δεξιάν χείρα εκράτησα, δια να υποτάξω τα έθνη έμπροσθεν αυτού· και θέλω λύσει την οσφύν των βασιλέων, δια να ανοίξω τα δίθυρα έμπροσθεν αυτού· και αι πύλαι δεν θέλουσι κλεισθή.»—Ησ. 45:1, ΑΣ.
Πολλές πόλεις κυριεύονται και καταστρέφονται κι ωστόσο ανοικοδομούνται. Αλλά δεν έγινε έτσι με τη Βαβυλώνα! Ο Ησαΐας προείπε ότι «ουδέποτε θέλει κατοικηθή, ουδέ θέλει κατασκηνωθή έως γενεάς και γενεάς,» ότι «θηρία θέλουσιν αναπαύεσθαι εκεί· και αι οικίαι αυτών θέλουσιν είσθαι πλήρεις ολολυζόντων ζώων,» ότι ο Θεός θα την έκανε «κληρονομίαν εχίνων, και λίμνας υδάτων,» και ότι «η Βαβυλών, η δόξα των βασιλείων, το ένδοξον καύχημα των Χαλδαίων, θέλει είσθαι ως ότε κατέστρεψεν ο Θεός τα Σόδομα και τα Γόμορρα.»—Ησ. 13:20, 21· 14:23· 13:19.
Κατόπιν, πενήντα περίπου χρόνια πριν πέση η Βαβυλών, ο Ιεχωβά ωδήγησε έναν άλλον προφήτη να πη το πρόσταγμά του: «Έστησα παγίδα εις σε, μάλιστα και επιάσθης, Βαβυλών, και συ δεν εγνώρισας.» Το τέλος της θα επήρχετο με καταπληκτικό αιφνιδιασμό: «Έπεσεν εξαίφνης η Βαβυλών.» Οι στρατιώται της θα κατεσφάζοντο: «Οι νέοι αυτής θέλουσι πέσει εν ταις πλατείαις αυτής.» «Οι ισχυροί της Βαβυλώνος εξέλιπον από του να πολεμώσιν» και «έγειναν ως γυναίκες.» Και το μέγα τείχος της Βαβυλώνος; Ο Ιεχωβά προσέταξε: «Τα πλατέα τείχη της Βαβυλώνος θέλουσιν ολοτελώς κατασκαφή, και αι πύλαι αυτής αι υψηλαί θέλουσι κατακαή εν πυρί.»—Ιερεμ. 50:24· 51:8· 50:30· 51:30, 58.
Λίγες ώρες πριν πέση η Βαβυλών, ο Ιεχωβά και πάλι προείπε την καταδίκη της Βαβυλώνος. Ο Βασιλεύς Βαλτάσαρ είδε την επιγραφή επάνω στον τοίχο· δεν την κατάλαβε. Ο Δανιήλ, ο προφήτης του Ιεχωβά την εξήγησε για τον βασιλέα. Η καταδίκη επέκειτο! «Διηρέθη η βασιλεία σου, και εδόθη εις τους Μήδους και Πέρσας.»—Δαν. 5:28
Την ίδια εκείνη νύχτα η Βαβυλών έπεσε με τον τρόπο που προείπε ο Ησαΐας πριν από δύο αιώνες. Οι Βαβυλώνιοι είχαν κάνει μια μεγάλη θρησκευτική εορτή· η πόλις ήταν μεθυσμένη. Στην κατάλληλη εκείνη ώρα ο Κύρος μετέστρεψε τον ρουν του ποταμού Ευφράτου σε διώρυγες και γιγάντειες δεξαμενές που είχαν κατασκευασθή από τους ίδιους τους Βαβυλωνίους. Ο ποταμός άρχισε να κατέρχεται, αλλ’ αυτό δεν προεκάλεσε στεναγμούς. Ο θόρυβος προήλθε μέσ’ από το ανάκτορο του Βαλτάσαρ, όπου ο βασιλεύς «έκαμε συμπόσιον μέγα εις χιλίους εκ των μεγιστάνων αυτού, και έπινεν οίνον ενώπιον των χιλίων.» (Δαν. 5:1) Ενώ συνεχίζοντο τα βακχικά όργια, οι στρατιώται του Κύρου πέρασαν βιαστικά μέσ’ απ’ την κοίτη του ποταμού που ήταν ήδη σχεδόν στεγνή. Και τα φράγματα του ποταμού; Αντίθετα με τη συνήθεια, τα φράγματα είχαν αφεθή ανοιχτά! Και οι πύλες που ωδηγούσαν απ’ τον ποταμό στις οδούς; Κι αυτές επίσης, αντίθετα με τη συνήθεια, είχαν αφεθή ανοιχτές. Ασφαλώς, όμως, οι συμπαγείς θύρες του βασιλικού ανακτόρου θα ήσαν κλειστές. Αλλ’ όχι, κι αυτές επίσης ήσαν ανοιχτές. Μια ομάς Περσών εισώρμησε στο ανάκτορο, έφθασε στον βασιλέα και τον έσφαξε· το σώμα του έπεσε στο δάπεδο ανάμεσα σε κύπελλα χυμένου οίνου. Οι μεθυσμένοι Βαβυλώνιοι έφυγαν έντρομοι προς όλες τις διευθύνσεις και εθανατώθησαν χωρίς αντίστασι, σαν να ήσαν γυναίκες. Δεν επρόκειτο για μάχη· ήταν μια ομαδική σφαγή.
Έτσι, λοιπόν, το έτος 539 π.Χ. η απόρθητη πόλις της Βαβυλώνος έπεσε σε μια μόνο νύχτα, χωρίς μάχη. Σε μια επιγραφή ο Κύρος είπε: «Είμαι ο Κύρος, βασιλεύς του κόσμου. Αμαχητί μπήκαν τα στρατεύματά μου στη Βαβυλώνα.»
Η Βαβυλών δεν κατερημώθη αμέσως. Οι Πέρσαι εν καιρώ κατέστρεψαν τον μεγάλο πυργωτό ναό όπου ελατρεύετο ο Σατανάς υπό το όνομα Βηλ. Αφού ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε τη Μηδο-Περσία, εφρόντισε να κάμη τη Βαβυλώνα πρωτεύουσα της ανατολικής αυτοκρατορίας του. Πράγματι, ο Μ. Αλέξανδρος έβαλε 10.000 εργάτας να εργασθούν επί δύο μήνες για να απομακρύνουν τα συντρίμματα του ερειπωμένου ναού του Βηλ. Αλλά τα σχέδιά του ν’ ανοικοδομήση τον ναό και να επαναφέρη τη Βαβυλώνα στην προτέρα της δόξα εματαιώθησαν με τον αιφνίδιο θάνατό του. Κι έτσι, με τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου μέσα στο ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορ, η Βαβυλών έπεσε σιγά-σιγά στην παρακμή.
Από τους πρώτους χρόνους οι επισκέπται της Βαβυλώνος ανέφεραν ότι η πόλις εκείτο σε ερείπια. Ο Βενιαμίν Τουντέλλα, Ιουδαίος περιηγητής του δωδεκάτου αιώνος, βρήκε μόνο τα ερείπια του ανακτόρου του Ναβουχοδονόσορ. Καταπεσμένο, είπε, ήταν το ανάκτορο, «απρόσιτο εξαιτίας των διαφόρων και κακεντρεχών ειδών όφεων και σκορπιών που ευρίσκοντο εκεί.» Ο Λέυαρδ, Άγγλος αρχαιολόγος επεσκέφθη τη Βαβυλώνα στον δέκατον ένατον αιώνα και ανέφερε αυτά: «Η τοποθεσία της Βαβυλώνος είναι μια γυμνή και αηδής ερημιά.»
ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ
Στις αρχές του εικοστού αιώνος, Γερμανοί αρχαιολόγοι άρχισαν μια συστηματική ανασκαφή στη Βαβυλώνα. Τι, λοιπόν, βλέπει ο περιηγητής; Εμπρός στα όμματά του ορθώνονται πελώριοι κατερειπωμένοι σωροί κρημνισμένων κτιρίων και ανακτόρων. Μόλις ένα ίχνος του μεγάλου τείχους απομένει. Υπάρχει μια μικρή λίμνη, ένα τέλμα από πρασινόχρωμο νερό που αφρίζει με βατράχους. Κουκουβάγιες ξεπετούν από τις σχισμάδες· σκορπιοί και τσακάλια είναι οι μόνοι δρομείς μέσα στο ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορ. Αντί να διακρίνη μια ομορφιά ο περιηγητής αποκομίζει την εντύπωσι ότι καμμιά πόλις δεν θα μπορούσε να εμφανίζη πληρέστερο ερείπωμα. Σε σύγκρισι με τη Βαβυλώνα, το Ρωμαϊκό Φόρουμ αποτελεί πρότυπον κοσμιότητος.
Τα τείχη της Πύλης Ιστάρ έχουν αποκαλυφθή. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχουν πελώριες λίθινες πλάκες, τριών τετραγωνικών ποδών. Στην καθεμιά υπάρχει η επιγραφή: «Είμαι ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλεύς της Βαβυλώνος. Την οδόν Βαβέλ διέστρωσα με ογκολίθους για τη λιτάνευσι του μεγάλου Κυρίου Μαρδώκ.» Οι ογκόλιθοι είναι ακόμη εκεί, ακριβώς όπως ήσαν όταν ο Δανιήλ εβάδισε επάνω σ’ αυτούς.
Καθώς ο περιηγητής περιδιαβάζει ανάμεσα στα ερείπια, δεν μπορεί παρά να αναπολήση το παρελθόν: Εδώ ο Ναβουχοδονόσορ, αφού κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ στο 607 π.Χ., έφερε τους αιχμαλώτους τού Ιούδα. Εδώ, θωπευόμενος ακόμη από ιτιές, είναι ο Ευφράτης, που υπενθυμίζει τον ψαλμό: «Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν, και εκλαύσαμεν, ότε ενεθυμήθημεν την Σιών. Επί τας ιτέας εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τας κιθάρας ημών.» (Ψαλμ. 137:1, 2) Εδώ ο Δανιήλ, αθάμβωτος από τη γύρω του λαμπρότητα, παρέμεινε πιστός στον Θεό του ουρανού, τον Ιεχωβά. Εδώ ο δάκτυλος του Θεού έγραψε επάνω στον τοίχο του ανακτόρου του Βαλτάσαρ μια προφητεία καταδίκης, που εξεπληρώθη μέσα σε ώρες.
Απορροφημένος από σκέψεις, ο περιηγητής βαδίζει προς τον τόπο όπου θα επιβή στην αμαξοστοιχία. Η πινακίδα εκείνη του εγείρει την περιέργεια: «Στάσις Βαβυλώνος. Οι αμαξοστοιχίες σταματούν εδώ για να παραλάβουν επιβάτας.» Πόσο κατάλληλη είναι, σκέπτεται! Τι κατάλληλο σχόλιο για την τύχη της Βαβυλώνος—απλώς μια «στάσις» είναι τώρα. Καθώς ετοιμάζεται να επιβή στον συρμό, ρεμβάζει με τη σκέψι ότι θα μπορούσε πολύ καλά ν’ αναρτηθή άλλη μια πινακίδα δίπλα στην τωρινή. Επάνω σ’ αυτή θα μπορούσαν ν’ αναγραφούν σαν έμβλημα τα προφητικά λόγια του Ησαΐα και του Ιερεμία, που ελέχθησαν ενόσω η λαμπρότης της Βαβυλώνος ήταν πλήρης: «Εξ αιτίας της οργής του Ιεχωβά δεν θέλει κατοικηθή, αλλά θέλει ερημωθή άπασα· πας ο διαβαίνων δια της Βαβυλώνος θέλει εκθαμβηθή.» «Πώς έγεινεν η Βαβυλών θάμβος εν τοις έθνεσιν!» «Πώς επαύθη ο καταδυνάστης! Πώς επαύθη η φορολόγος του χρυσίου!»—Ιερεμ. 50:13, ΑΣ· 51:41· Ησ. 14:4.