Πόσο Σπουδαία Μπορεί να Είναι μια Υπόσχεσις;
ΔΕΝ περνάει μέρα χωρίς να είναι απογοητευμένοι εκατομμύρια άνθρωποι, στενοχωρημένοι και ωργισμένοι ακόμη από αθετημένες υποσχέσεις. Συμβόλαια, συμφωνίες μισθώσεων άλλα συμφωνητικά δεν τηρούνται. Ώρες συναντήσεων επίσης δεν τηρούνται. Υποσχεμένες αμοιβές, δώρα και υπηρεσίες λησμονούνται. Αρραβώνες διαλύονται. Γαμήλιοι όρκοι παραμερίζονται καθώς τα άτομα επιτυγχάνουν νομικώς διάλυσι γάμων και διαζύγια για ασήμαντες αιτίες. Κατ’ επανάληψιν οι υποσχέσεις πολιτικών ανδρών αποδεικνύονται κενοί λόγοι. Επίσης, πολλές υποσχέσεις είναι σκοπίμως απατηλές.
Οι πράξεις πολλών ανθρώπων αποδεικνύουν ότι μια υπόσχεσις δεν σημαίνει πολλά. Λίγο ενδιαφέρονται για τη ζημία που μπορεί να προξενήση η παράβασις μιας υποσχέσεως. Εν τούτοις, είτε θέλουν αυτοί οι άνθρωποι να το αναγνωρίσουν είτε όχι, έχουν κάποια ευθύνη σ’ Εκείνον που ποτέ δεν παρέλειψε να εκπληρώση μια υπόσχεσι. Αυτός είναι ο Δημιουργός του ανθρώπου, ο Ιεχωβά Θεός. Αυτός δεν θεωρεί σαν κάτι ασήμαντο το να δίνη κανείς υποσχέσεις και να τις αθετή, ιδιαίτερα όταν η πράξις είναι εσκεμμένη και ολοφάνερα επιβλαβής. Επίσης, αν το όνομά του συνδέεται με μια υπόσχεσι, δεν θα επιτρέψη να δυσφημηθή το όνομά του με την μη εκπλήρωσι εκείνης της υποσχέσεως. Πάρτε ως παράδειγμα τον Ιουδαίο Βασιλέα Σεδεκία.
Η ΑΘΕΤΗΣΙΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΣΕΔΕΚΙΑ
Στο έτος 617 π.Χ. ο ανεψιός του Σεδεκία, Βασιλεύς Ιωαχείν, μαζί με άλλους προύχοντας άνδρας και μέλη της βασιλικής οικογενείας μετήχθη ως αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Τότε ο βασιλεύς της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορ, έθεσε τον Σεδεκία στον θρόνο της Ιερουσαλήμ, και τον υποχρέωσε να υποσχεθή με όρκο στο όνομα του Ιεχωβά, ότι θα ήταν ένας πιστός υποτελής βασιλεύς. Οι άρχοντες και οι λοιποί επιφανείς άνδρες δεσμεύθηκαν επίσης να είναι πιστοί υποτελείς. (Ιεζ. 17:13, 14· 21:23) Μήπως ο Ιεχωβά Θεός εθεώρησε τις ένορκες αυτές υποσχέσεις ως μικρής σπουδαιότητος;
Υπήρχαν Ιουδαίοι που ενόμιζαν ότι δεν ενδιέφερε τον Ιεχωβά αν αθετούσαν τις ένορκες υποσχέσεις των. Προτιμούσαν να στασιάσουν εναντίον του βασιλέως της Βαβυλώνος και να βασισθούν στον Φαραώ της Αιγύπτου για βοήθεια. Ενεθάρρυναν τον Σεδεκία να το κάμη αυτό. Ο Ιεχωβά, μιλώντας προφητικά για τον στασιασμό κατά του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, εδήλωσε:
«Απεστάτησεν όμως [ο Σεδεκίας] απ’ αυτού, εξαποστείλας πρέσβεις εαυτού εις την Αίγυπτον, δια να δώσωσιν εις αυτόν ίππους και λαόν πολύν. Θέλει ευοδωθή [ο Σεδεκίας]; θέλει διασωθή ο πράττων ταύτα; ή παραβαίνων την συνθήκην, θέλει, διασωθή; Ζω εγώ, λέγει Ιεχωβά ο Θεός, βεβαίως εν τω τόπω του βασιλέως του βασιλεύσαντος αυτόν, του οποίου τον όρκον κατεφρόνησε και του οποίου την συνθήκην παρέβη, μετ’ αυτού εν μέσω της Βαβυλώνος θέλει τελευτήσει. Και δεν θέλει κάμει υπέρ αυτού ουδέν εν τω πολέμω ο Φαραώ, με το δυνατόν στράτευμα και με το μέγα πλήθος, υψώνων προχώματα και οικοδομών προμαχώνας, δια να απολέση πολλάς ψυχάς. Διότι καταφρόνησε τον όρκον παραβαίνων την συνθήκην· και ιδού, επειδή, αφού έδωκε την χείρα αυτού, έπραξε πάντα, δεν θέλει διασωθή».—Ιεζ. 17:15-18, ΜΝΚ.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΑΦΥΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΙΜΩΡΙΑ
Έτσι ο Ιεχωβά ετόνισε ότι δεν θα επεδοκίμαζε την αθέτησι του όρκου του Σεδεκία και δεν θα τον επροστάτευε από τις σκληρές συνέπειες που θα επακολουθούσαν. Προείπε ότι ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ δεν θα παρέβλεπε την ανταρσία τον Σεδεκία, αλλά θα εβάδιζε κατά της Ιερουσαλήμ. Αυτό θα ήταν σε αρμονία με τον σκοπό του Ιεχωβά να χρησιμοποιήση τον Βασιλέα Ναβουχοδονόσορ και τα στρατεύματά του ως ποινική «μάχαιρα» κατά των επιόρκων στασιαστών, οι οποίοι εχρησιμοποίησαν το όνομα του Ιεχωβά επί ματαίω.
Ο Ναβουχοδονόσορ, εισερχόμενος από βορρά στη γη της Παλαιστίνης, επί κεφαλής του στρατού του, έφθασε σε μια διακλάδωσι στο δρόμο της πορείας του. Εζήτησε λοιπόν καθοδήγησι για ν’ αποφασίση σε ποιο δρόμο θα ωδηγούσε τον στρατό του. Ο ένας κλάδος ωδηγούσε στην Αμμωνική πρωτεύουσα Ραββά, και ο άλλος στην ισχυρότερα ωχυρωμένη πόλι της Ιερουσαλήμ. Το ερώτημα ήταν, να πάη πρώτα εναντίον της Ραββά και κατόπιν, αφού τα στρατεύματα του θα ήσαν υπερήφανα για την κατάληψι της πόλεως εκείνης, να προβή στη δυσκολώτερη πολιορκία εναντίον της Ιερουσαλήμ; Ο Ναβουχοδονόσορ, για να εξακριβώση αν η απόφασίς του θα ήταν η ορθή, κατέφυγε σε τρεις μεθόδους μαντείας. Ο Ιεχωβά Θεός το απεκάλυψε αυτό στον προφήτη του Ιεζεκιήλ:
«Και συ, υιέ ανθρώπου, διόρισον εις σεαυτόν δύο οδούς, δια να διέλθη η ρομφαία του βασιλέως της Βαβυλώνος, και αμφότεραι θέλουσιν εξέρχεσθαι από της αυτής γης· και κάμε τόπον, κάμε αυτόν εν τη αρχή της οδού της πόλεως. Διόρισον οδόν δια να διέλθη η ρομφαία εις την Ραββά των υιών Αμμών, και εις την Ιουδαίαν προς την Ιερουσαλήμ την ωχυρωμένην. Διότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εστάθη εις τον δυόδρομον, εν τη αρχή των δύο οδών, δια να ερωτήση τους μάντεις· ανεκάτωσε τα μαντικά βέλη, ηρώτησε τα γλυπτά, παρετήρησε το ήπαρ. Προς την δεξιάν αυτού έγινεν ο χρησμός δια την Ιερουσαλήμ, δια να στήση τους κριούς, δια να ανοίξη το στόμα επί σφαγήν, να υψώση την φωνήν μετά αλαλαγμού, να στήση κριούς εναντίον των πυλών, να κάμη προχώματα, να οικοδομήση προμαχώνας».—Ιεζ. 21:19-22.
Εκείνο που έσυρε ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ με το δεξί του χέρι ήταν η ευνοημένη εκλογή, για να δείξη την πιο καλή πορεία. Ο Ιεχωβά Θεός εφρόντισε ώστε αυτή η εκλογή, σύμφωνα με το θέλημά του, να κατευθύνη τον βασιλέα της Βαβυλώνος πρώτα εναντίον της Ιερουσαλήμ. Αυτό εσήμαινε να φέρη εναντίον της Ιερουσαλήμ όλες τις βαριές Βαβυλωνιακές πολιορκητικές προετοιμασίες και να χρησιμοποιήση όλα τα εφευρήματα για την πολιορκία μιας ισχυρά ωχυρωμένης πόλεως.
Αυτή η προφητεία που προέλεγε την έκβασι της μαντείας του Ναβουχοδονόσορ φάνηκε «ματαία» στους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Αυτοί ενόμισαν ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος δεν θα επιθυμούσε να έλθη εναντίον ενός τόσο βαριά ωχυρωμένου τόπου όπως ήταν η Ιερουσαλήμ. Ενόμιζαν ότι απλώς δεν θα μπορούσε να κυριεύση μια τόσο ισχυρά περιτειχισμένη πόλι. Ενόμιζαν επίσης ότι η στρατιωτική δύναμις της Αιγύπτου θα απέκρουε κάθε δυνατή στρατιωτική προσπάθεια που θ’ ανελαμβάνετο εναντίον των. Εκείνο που παρέλειψαν να θυμηθούν οι υπερβέβαιοι Ιουδαίοι ήταν το ότι η αθέτησις του όρκου των αποτελούσε αμάρτημα κατά του Ιεχωβά Θεού. Αυτός θα εφρόντιζε ώστε η στασιαστική των πορεία να εκτεθή και να μη λησμονηθή από τον Βασιλέα Ναβουχοδονόσορ. Η Ιερουσαλήμ θα εκυριεύετο και οι κάτοικοί της θα ωδηγούντο «χειριάλωτοι» στη Βαβυλώνα. (Ιεζ. 21:23, 24) Αυτό επίσης εσήμαινε ότι και ο Βασιλεύς Σεδεκίας θα εξηναγκάζετο να κάμη ό,τι είχε δηλώσει ο Ιεχωβά δια του Ιεζεκιήλ:
«Και συ, βέβηλε, ασεβή ηγεμών του Ισραήλ, του οποίου ήλθεν η ημέρα, ότε η ανομία εφθασεν εις πέρας, ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός· Σήκωσον το διάδημα και αφαίρεσον το στέμμα· αυτό δεν θέλει είσθαι τοιούτον· ο ταπεινός θέλει υψωθή και ο υψηλός θέλει ταπεινωθή. Θέλω ανατρέψει, ανατρέψει αυτό, και δεν θέλει υπάρχει εωσού έλθη εκείνος, εις ον ανήκει· και εις τούτον θέλω δώσει αυτό».—Ιεζ. 21:25-27, ΜΝΚ.
Ο Βασιλεύς Σεδεκίας, με τη στασιαστική του πορεία, πληγώθηκε θανάσιμα ή μοιραία. Η θανάσιμη εκείνη πληγή εσήμαινε, όχι, ένα ειρηνικό θάνατο πιστού υποτελούς βασιλέως της Ιερουσαλήμ, αλλ’ ένα στιγματισμένο θάνατο εκθρονισμένου, άτεκνου, αόμματου, φυλακισμένου εξορίστου στη Βαβυλώνα. Ο Σεδεκίας, ένεκα του στασιασμού του, απεδείχθη ότι ήταν ένας «ασεβής ηγεμών του Ισραήλ.» Είχε έλθει η μέρα για να φάγη τους πικρούς καρπούς της κακίας του. Ήταν τότε ο ‘καιρός του πέρατος της ανομίας’, όχι μόνο της ‘ανομίας’ του Βασιλέως Σεδεκίου, αλλά και της ‘ανομίας’ όλου του βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Ο καιρός αυτού τον ‘πέρατος’ άρχισε στο δέκατο τρίτο έτος του Βασιλέως Ιωσία του Ιούδα, οπότε ο Ιερεμίας άρχισε να προφητεύη. (Ιερεμ. 1:1, 2· 25:3-11) Στην αποκορύφωσι αυτού του ‘πέρατος’ ο Βασιλεύς Σεδεκίας δεν εγκατέλειψε εκουσίως το διάδημα και το στέμμα του. Αυτή η συνέπεια του επεβλήθη όταν καταστράφηκε ο βασιλικός του θρόνος και η πόλις.
Με την καταστροφή εκείνη που έγινε στο έτος 607 π.Χ. τερματίσθηκε η τυπική βασιλεία του Θεού στη γη, μ’ έναν απόγονο του Δαβίδ καθήμενο στον «θρόνον του Ιεχωβά» στην Ιερουσαλήμ. Αυτό εσήμαινε μια πλήρη αντιστροφή των πραγμάτων στην παγκόσμια σκηνή. Το βασίλειο του Ιούδα, ως η μικρογραφική βασιλεία του Ιεχωβά Θεού, ήταν ο «υψηλός.» Αλλ’ έγινε «ταπεινός» με το να καταστραφή. Τα ειδωλολατρικά ή μη Ιουδαϊκά έθνη όμως, «υψώθησαν,» διότι η καταστροφή του Βασιλείου του Ιούδα άφησε την κυριαρχία των Εθνών να διακυβερνά όλη τη γη.
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΝΕΡΓΗΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΣΚΕΜΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΒΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΣΧΕΣΕΩΝ
Τα ειδωλολατρικά έθνη επρόκειτο να διατηρήσουν αυτή τη διακυβέρνηση έως την έλευσι ‘εκείνου εις τον οποίον ανήκει,’ ενός απογόνου του Ιουδαίου Βασιλέως Δαβίδ. Αυτός απεδείχθη ότι ήταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Αντίθετα με τον άνομο Βασιλέα Σεδεκία, ο Ιησούς Χριστός δεν είναι παραβάτης υποσχέσεων. Είναι «όσιος, άκακος, αμίαντος.» (Εβρ. 7:26) Ως άνθρωπος επάνω στη γη πάντοτε έλεγε την αλήθεια. ‘Δεν ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού.’ (1 Πέτρ. 2:22) Γι’ αυτό ο Ιησούς θέλει ως ακολούθους του μόνο άτομα τα οποία ορθώς υποκινούνται να μιμηθούν το παράδειγμά του. Αυτός, σύμφωνα με το θέλημα του Πατρός του, σε λίγο θ’ αναλάβη δράσιν εναντίον όλων εκείνων οι οποίοι, όπως ο Σεδεκίας του παληού καιρού, είναι, στασιαστικοί και αναξιόπιστοι, και δεν σέβονται το όνομα του Ιεχωβά.
Γνωρίζομε ότι ο Ιησούς Χριστός θ’ αναλάβη μια τέτοια δράσι μέσα σ’ αυτή τη γενεά. Η Βιβλική χρονολογία σαφώς δείχνει ότι στο έτος 1914 μ.Χ. ο Ιησούς ανέλαβε τη διακυβέρνησι του κόσμου της ανθρωπότητος. (Δαν. 4:16-27· 7:12-14· Αποκάλ. 11:15) Αυτός λοιπόν είναι σε θέση τώρα να δράση εναντίον των λαών και εθνών που δεν σέβονται την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Ο «Χριστιανικός κόσμος» σήμερα, σαν την άπιστη Ιερουσαλήμ, παρέλειψε να συμπεριφερθή σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Η αθέτησις ιεροπρεπών υποσχέσεων και συμφωνιών είναι ακριβώς μια από τις πολλές παραβάσεις που διέπραξε. Επομένως, ο «Χριστιανικός κόσμος,» ως ένα σύστημα που ομολογεί ότι είναι σε διαθήκη με τον Θεό, θα είναι ο πρώτος που θα παρέλθη με καταστροφή.
Αυτό συμφωνεί με το πρότυπο του τι συνέβη στους αρχαίους χρόνους. Η τιμωρός «μάχαιρα» ήλθε πρώτα εναντίον των κατοίκων του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, των ανθρώπων που υπήρξαν άπιστοι στη σχέσι της διαθήκης των με τον Θεό. Αλλ’ η «μάχαιρα» δεν εσταμάτησε εκεί. Οι Αμμωνίται, σαν τους απίστους Ιουδαίους, δεν ήσαν αφωσιωμένοι σε ό,τι ήταν ορθό, και συνεπώς, κι εκείνοι επίσης προωρίζοντο για καταστροφή. Φυσικά οι προφήται του Αμμών δεν εσκέπτοντο έτσι. Αυτοί ‘έβλεπαν’ ότι η πρωτεύουσά των, η Ραββά, θα διέφευγε. Επίσης, οι μάντεις προέλεγαν ότι η πόλις θα γλύτωνε. Αλλ’ οι προφήται και οι μάντεις είχαν λάθος. Εκείνο που ‘έβλεπαν’ οι προφήται αποδείχθηκε ότι ήταν «ματαιότης» και οι προρρήσεις των μάντεων απεδείχθη ότι ήταν «ψεύδος.» Αυτό έγινε όταν ο Ναβουχοδονόσορ ερήμωσε τη γη των Αμμωνιτών. Έτσι, όπως προελέχθη δια του Ιεζεκιήλ, οι εσφαγμένοι του Αμμών, ‘ετέθησαν στον τράχηλο’ των εσφαγμένων ανόμων Ισραηλιτών, σαν να ήσαν ένας σωρός από νεκρούς.—Ιεζ. 21:28-32.
Γι’ αυτό σήμερα κανένα έθνος που υπήρξε εσκεμμένα ψευδές και απατηλό στις υποσχέσεις και συμφωνίες του δεν θα διαφύγη την τιμωρία. Αυτό κάνει επιτακτική την ανάγκη να εξετάση κάθε άτομο τη δική του πορεία, θα μπορούσε να ρωτήση κανείς τον εαυτό του: Είμαι εγώ ένας μιμητής του Ιησού Χριστού, στου οποίου το στόμα δεν βρέθηκε δόλος; Ή μήπως αντανακλώ τα χαρακτηριστικά ενός στασιαστού που παραβαίνει τον όρκο, όπως ήταν ο Βασιλεύς Σεδεκίας; Η ζωή του καθενός σήμερα εξαρτάται από την τήρησι καλής διαγωγής. Αυτό περιλαμβάνει το να ζη κανείς σύμφωνα με τις ιεροπρεπείς υποσχέσεις του. Παράλειψις να ενεργή έτσι μπορεί να οδηγήση σε απώλεια της ζωής.