Οι Ένοχοι Αίματος Δεν θα Διαφύγουν την Κρίσι του Θεού
ΑΠΟ τον καιρό της εκρήξεως του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο έτος 1914 μ.Χ., άνδρες, γυναίκες και παιδιά θανατώθηκαν σε κλίμακα χωρίς κανένα προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητος. Ασφαλώς, μια τεραστία ενοχή αίματος επικάθηται στα έθνη. Αυτό ιδιαίτερα ισχύει για τα έθνη του «Χριστιανικού κόσμου,» διότι αυτά έχουν διαδραματίσει ένα πρωτεύοντα ρόλο στις αιματηρές διαμάχες του αιώνος τούτου. Η αξίωσίς των ότι είναι Χριστιανικά δεν θα τα απαλλάξη από τη δυσμενή κρίσι του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος μισεί και βδελύσσεται τους ενόχους αίματος.—Ψαλμ. 5:6· Παροιμ. 6:16, 17.
Μολονότι οι ένοχοι αίματος, άνθρωποι και έθνη, μπορεί να ευημερούν για ένα χρονικό διάστημα, δεν μπορούν να διαφύγουν για πάντα την εκτέλεσι της κρίσεως του Θεού εναντίον των. Οι σελίδες της αρχαίας ιστορίας το επιβεβαιώνουν αυτό. Εξετάστε, λόγου χάριν, τι συνέβη στους κατοίκους της αρχαίας Ιερουσαλήμ προς το τέλος του εβδόμου αιώνος π.Χ.
Η ΔΗΘΕΝ ΣΧΕΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, λόγω της ιδιαίτερης σχέσεως διαθήκης των με τον Θεό, ενόμιζαν ότι είναι ασφαλείς. Επίσης ενόμιζαν ότι είναι σε ασφάλεια λόγω των ισχυρών οχυρώσεων της πόλεως και της συμμαχίας των με τη στρατιωτική δύναμι της Αιγύπτου. Όταν λοιπόν ο Βαβυλώνιος βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ άρχισε την πολιορκία της Ιερουσαλήμ προς το τέλος του Δεκεμβρίου του έτους 609 π.Χ., δεν εφοβούντο ότι η πόλις των θα ερημώνετο πλήρως. Εκείνο που παρέλειψαν να διακρίνουν ήταν ότι ο Ιεχωβά Θεός είχε εγκαταλείψει την Ιερουσαλήμ. Σκοπός του ήταν να λογαριασθή με τους ενόχους αίματος κατοίκους της.
Την ίδια μέρα που άρχισε ο Ναβουχοδονόσορ να πολιορκή την Ιερουσαλήμ, ο Ιεχωβά Θεός, μέσω της αοράτου ενεργού του δυνάμεως, ή πνεύματος, το απεκάλυψε αυτό στον προφήτη του Ιεζεκιήλ, που ήταν τότε εξόριστος στη Βαβυλώνα. (Ιεζ. 24:1, 2) Ο Ιεζεκιήλ έλαβε επίσης οδηγίες να απεικονίση τι θα συνέβαινε στην Ιερουσαλήμ. Στο Γραφικό βιβλίο που φέρει το όνομά του, αναγινώσκομε:
«Και πρόφερε παραβολήν προς τον αποστάτην οίκον, και ειπέ προς αυτούς, Ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός· Στήσον τον λέβητα, στήσον, και έτι χύσον ύδωρ εις αυτόν· συνάγαγε εις αυτόν τα τμήματα αυτού, παν τμήμα καλόν, τον μηρόν, και τον ώμον· γέμισον αυτόν από των εκλεκτών οστέων. Λάβε εκ των εκλεκτών του ποιμνίου και στίβασον έτι τα οστά κάτω αυτού· βράσον αυτά καλώς, και ας εψηθώσι και αυτά τα οστά αυτού εν αυτώ».—Ιεζ. 24:3, 4.
Η Ιερουσαλήμ παρωμοιώθηκε έτσι μ’ ένα λέβητα. Το να συσσωρεύση τα ξύλα κάτω από τον λέβητα και να βάλη φωτιά θα παρίστανε επομένως την πολιορκία της Ιερουσαλήμ. Αυτή η πολιορκία θα την εθέρμαινε βαθμηδόν και θα ήταν σαν βραστό νερό για κείνους που θα ήσαν μέσα στην πόλι. Τα τεμάχια σαρκών που ετέθησαν στον λέβητα θα εξεικόνιζαν εκείνους που ήσαν μέσα στην Ιερουσαλήμ, περιλαμβανομένων και των προσφύγων που θα κατέφευγαν σ’ αυτήν για να διασωθούν από τα προελαύνοντα Βαβυλωνιακά στρατεύματα. Τα καλά τεμάχια που ετέθησαν μέσα θα εξεικόνιζαν εκείνους που ήσαν από καλύτερη κοινωνική τάξι της πόλεως, ειδικά τον βασιλέα και τους άρχοντάς του. Επειδή τα οστά αποτελούν τον σκελετό που στηρίζει το σάρκινο σώμα, τα «εκλεκτά οστά» θα εξεικόνιζαν εκείνους που συγκρατούσαν τη διάρθρωσι του εθνικού οργανισμού, δηλαδή τους στρατιωτικούς διοικητάς και το επιτελείο των αξιωματικών των. Όλοι αυτοί επρόκειτο να «ψηθούν» στη διάρκεια της πολιορκίας.
Η ενοχή αίματος των κατοίκων της Ιερουσαλήμ τους έκαμε να αξίζουν μια τέτοια συμφορά. Ο Ιεχωβά εδήλωσε μέσω του Ιεζεκιήλ:
«Ουαί εις την πόλιν των αιμάτων, εις τον λέβητα του οποίου η σκωρία είναι εν αυτώ, και του οποίου η σκωρία δεν εξήλθεν απ’ αυτού! Έκβαλε κατά σειράν τα τμήματα αυτής· κλήρος ας μη πέση έπ’ αυτήν. Διότι το αίμα αυτής είναι εν μέσω αυτής· επί λειόπετραν εξέθεσεν αυτό· δεν έχυσεν αυτό επί την γην, ώστε να σκεπασθή με χώμα. Δια να κάμω να αναβή θυμός εις εκτέλεσιν εκδικήσεως, θέλω εκθέσει το αίμα αυτής επί λειόπετραν, δια να μη σκεπασθή».—Ιεζ. 24:6-8.
Ο ηθικός αφρός και η ακαθαρσία μέσα στον συμβολικό λέβητα, στην ένοχο αίματος Ιερουσαλήμ, προσκολλήθηκε σφιχτά στα τοιχώματά του κι’ έκαμε να σχηματισθή σκουριά. Εκείνος ο αφρός και η ακαθαρσία δεν θα μπορούσαν απλώς να ξεπλυθούν ή ν’ αποξεσθούν. Ο σεβασμός της Ιερουσαλήμ για το ανθρώπινο αίμα ήταν τόσο λίγος ώστε το αίμα των θυμάτων της που έχυνε δεν το εκάλυπτε με χώμα. Έκανε λιγώτερα για τα ανθρώπινα θύματά της από ό,τι ο Θείος νόμος διέτασσε να γίνεται στην περίπτωσι αίματος ζώου που εφονεύετο σε κυνήγι. (Λευϊτ. 17:13, 14) Η Ιερουσαλήμ αναίσχυντα έχυσε με βία αίμα επάνω στη γυαλιστερή και γυμνή επιφάνεια ενός βράχου για να εκτεθή δημοσία ως πιστοποίησις της εγκληματικότητός της. Αυτή η καταφρόνησις του ανθρωπίνου αίματος διήγειρε την οργή του Ιεχωβά. Αυτός απεφάσισε να μην αφήση την αιμοσταγή ιστορία της να καλυφθή, αλλά να εκτεθή σε δημόσια θέα σαν αίμα πάνω στην ξεσκονισμένη γυαλιστερή και γυμνή επιφάνεια ενός βράχου. Οι εγκληματίαι της Ιερουσαλήμ επρόκειτο να δώσουν λόγο όλοι χωρίς καμμιά εξαίρεσι. Δεν θα ερρίχνετο κλήρος εκλογής.
Ο λόγος του Ιεχωβά, παρέχοντας περισσότερες λεπτομέρειες για την πολιορκία, μέσω του προφήτου Ιεζεκιήλ συνεχίζει:
«Ουαί εις την πόλιν των αιμάτων! και εγώ θέλω μεγαλύνει την πυράν. Επισώρευσον τα ξύλα, άναψον το πυρ, κατανάλωσον τα κρέατα και διάλυσον αυτά, ας καώσι και τα οστά. Τότε στήσον αυτόν κενόν επί τους άνθρακας αυτού, δια να πυρωθή ο χαλκός αυτού, και να καή, και να λυώση εν αυτώ η ακαθαρσία αυτού, να καταναλωθή η σκωρία αυτού. Ματαίως εδοκιμάσθη με κόπους, και η μεγάλη αυτής σκωρία δεν εξήλθεν απ’ αυτής, η σκωρία αυτής εν τω πυρί!»—Ιεζ. 24:9-12.
Ο Ιεχωβά είδε τι άξιζε αυτή η γεμάτη με αφρούς αίματος πόλις. Έπρεπε να τυλιχθή από μια μεγάλη φλόγα σαν αυτή που προκαλείται από ένα σωρό ξύλων. Λόγω του παρατεταμένου βρασίματος σε βαθμό κοχλάζοντος, οι στρατιωτικοί διοικηταί και οι αξιωματικοί της έπρεπε να θερμανθούν αφόρητα με την αυξανομένη έντασι της Βαβυλωνιακής πολιορκίας, και οι άλλοι κάτοικοι, σαν πολυβρασμένο κρέας, έπρεπε να μεταβληθούν σε μια κατάστασι σαν το ζωμό που δεν έχει συνοχή ή σταθερότητα. Η πόλις επρόκειτο να εκκενωθή πλήρως όταν θα έπεφτε στους Βαβυλωνίους πολιορκητάς. Θα ετίθετο σαν ένας κενός λέβης από χαλκό πάνω στη φωτιά της καταστροφής, λόγω της σκουριάς που είχε γίνει από τον αφρό και που ήταν ακόμη κολλημένη στα τοιχώματά του. Ολόκληρος ο συμβολικός λέβης (η Ιερουσαλήμ) θα έπρεπε να λυώση για να φύγη η σκουριά απ’ αυτόν.
Δεν υπήρχε δυνατότης να διαφύγη η Ιερουσαλήμ. Η ιστορία της ενοχής αίματος και της ακαθαρσίας της μαρτυρούσε εναντίον της, όπως εδήλωσε ο Ιεχωβά δια του Ιεζεκιήλ:
«Εν τη ακαθαρσία σου υπάρχει μιαρότης· επειδή εγώ σε εκαθάρισα, και δεν εκαθαρίσθης, δεν θέλεις πλέον καθαρισθή από της ακαθαρσίας σου, εωσού αναπαύσω τον θυμόν μου επί σε. Εγώ ο Ιεχωβά ελάλησα· θέλει γίνει, και θέλω εκτελέσει αυτό· δεν θέλω στραφή οπίσω, και δεν θέλω φεισθή, και δεν θέλω μεταμεληθή· κατά τας οδούς σου, και κατά τας πράξεις σου, θέλουσι σε κρίνει».—Ιεζ. 24:13, 14, ΜΝΚ.
Η έναρξις της Βαβυλωνιακής πολιορκίας απέδειξε ότι η Ιερουσαλήμ, η πρωτεύουσα του Βασιλείου του Ιούδα, είχε αρνηθή να καθαρισθή από πνευματικώς χαλαρή διαγωγή. Πραγματικά, η ακαθαρσία της δεν θα ετελείωνε ως τότε που θα κατέπαυε η οργή του Ιεχωβά με την καταστροφή της αιμοσταγούς πόλεως. Δεν θα ελυπείτο για τη λήψι του εσχάτου αυτού μέτρου.
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, θα είχε πραγματικά μια καταπληκτική επίδρασι στους συνεξορίστους του προφήτου Ιεζεκιήλ. Η καταστροφή εκείνη θα εσήμαινε την κατάρρευσι του μεγαλοπρεπούς ναού που είχε οικοδομηθή από τον Σολομώντα, ενός οικοδομήματος που εθεωρείτο από τους Ιουδαίους σαν ένα φυλαχτό προστασίας από καταστροφή. (Ιερεμ. 7:1-11) Θα εσήμαινε επίσης ότι μερικοί από τους πιο ηλικιωμένους Ιουδαίους της Τελ-αβίβ θα έχαναν τους γυιους και τις θυγατέρες των που ήσαν αναγκασμένοι ν’ αφήσουν πίσω στην Ιερουσαλήμ τον καιρό που είχαν εξορισθή. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ έλαβε εντολή να δραματοποιήση την επίδρασι που θα είχε σ’ αυτούς η καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Του ελέχθη:
«Ιδού, εγώ [ο Ιεχωβά] θέλω αφαιρέσει από σου, δια μιας πληγής, το επιθύμημα των οφθαλμών σου· και μη πενθήσης, και μη κλαύσης, και ας μη ρεύσωσι τα δάκρυά σου· κρατήθητι από στεναγμών, μη κάμης πένθος νεκρών, δέσον την τιάραν σου επί την κεφαλήν σου, και βάλε εις τους πόδας σου τα υποδήματά σου, και μη καλύψης τα χείλη σου, και άρτον ανδρών μη φάγης».—Ιεζεκ. 24:15-17.
Εκείνη που ήταν ποθητή στα όμματα του Ιεζεκιήλ απεδείχθη ότι ήταν η σύζυγός του, που πέθανε μόλις μετά από είκοσι τέσσερις ώρες. Υπακούοντας στην εντολή του Ιεχωβά, ο 34ετής Ιεζεκιήλ προσπάθησε να συγκρατήση τις φυσικές ανθρώπινες συγκινήσεις του. Δεν παρουσίασε κανένα ορατό ή ακουστό σημείο θλίψεως για τον θάνατο της συζύγου του. Εφόρεσε το κάλυμμα της κεφαλής του, το περιέδεσε καλά, και δεν άφησε κανένα μέρος του να κρέμεται στο πρόσωπο του και να καλύπτη το επάνω χείλος του. Δεν περπατούσε ξυπόλητος από θλίψι, ούτε επέτρεψε σ’ εκείνους που συμμερίζονταν τον πόνο του να του ετοιμάσουν κανένα γεύμα παρηγοριάς. Αυτό προξένησε έκπληξι μεταξύ των συνεξορίστων του. Τον ρώτησαν: «Δεν θέλεις απαγγείλει προς ημάς τι δηλούσιν εις ημάς ταύτα τα οποία κάμνεις;» (Ιεζ. 24:18, 19) Ο Ιεζεκιήλ απήντησε:
«Λόγος του Ιεχωβά έγινε προς εμέ, λέγων, Ειπέ προς τον οίκον Ισραήλ, Ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός· Ιδού, θέλω βεβηλώσει τα άγιά μου, το καύχημα της δυνάμεώς σας, τα επιθυμήματα των οφθαλμών σας, και τα περιπόθητα των ψυχών σας· και οι υιοί σας και οι θυγατέρες σας, όσους αφήκατε, εν ρομφαία θέλουσι πέσει. Και θέλετε κάμει καθώς εγώ έκαμον δεν θέλετε καλύψει τα χείλη σας, και άρτον ανδρών δεν θέλετε φάγει. Και αι τιάραι σας θέλουσιν είσθαι επί των κεφαλών σας, και τα υποδήματά σας εις τους πόδας σας· δεν θέλετε πενθήσει, ουδέ κλαύσει· αλλά θέλετε λυώσει δια τας ανομίας σας, και θέλετε στενάξει ο εις προς τον άλλον. Και ο Ιεζεκιήλ θέλει είσθαι σημείον εις εσάς· κατά πάντα όσα έκαμε θέλετε κάμει· όταν τούτο έλθη, τότε θέλετε γνωρίσει ότι εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός».—Ιεζ. 24:20-24, ΜΝΚ.
Η απιστία των κατοίκων της Ιερουσαλήμ και των εξορίστων στη Βαβυλώνα ήταν τέτοια ώστε θα εχρειάζετο ένα πλήγμα σε μορφή καταστροφής της αγίας πόλεως, του ναού και των τέκνων ώσπου να γνωρίσουν ότι ο Ιεχωβά δεν επρόκειτο να ανεχθή την ενοχή αίματος και την ηθική ακαθαρσία. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Ιεχωβά θα εβεβήλωνε το αγιαστήριό του αφήνοντας τους απίστους, ειδωλολάτρας Βαβυλωνίους να κυριεύσουν, να λαφυραγωγήσουν και να καταστρέψουν τον ναό του Σολομώντος που παρέμεινε 420 χρόνια. Αλλ’ ο Ιεχωβά δεν θα εφείδετο εκείνα που περιέγραψε στους εξορίστους ως ‘καύχημα της δυνάμεώς των, τα επιθυμητά των οφθαλμών τους και τα περιπόθητα των ψυχών τους’ (είτε το αγιαστήριο του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ είτε τους εκεί γυιους και θυγατέρας των). Στον καιρό της εκπληρώσεως του λόγου του μ’ ένα τόσο καταπληκτικό τρόπο οι εξόριστοι αυτοί έπρεπε να γνωρίσουν ότι Εκείνος που είπε ότι θα έκανε ένα τέτοιο πράγμα και που το επραγματοποίησε, ήταν ένα και το αυτό Πρόσωπο, ο Ιεχωβά.
Ο ΕΝΟΧΟΣ ΑΙΜΑΤΟΣ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΦΥΓΗ
Όπως ο Ιεχωβά Θεός δεν ανέχθηκε έπ’ άπειρον την αιμοσταγή Ιερουσαλήμ, έτσι δεν θα εξακολουθήση να ανέχεται και τον αιμοσταγή «Χριστιανικό κόσμο.» Μολονότι ο «Χριστιανικός κόσμος» μπορεί να ισχυρίζεται ότι υπηρετεί τον Θεό, οι πράξεις του δείχνουν άλλα πράγματα. Δεν είναι η εκκλησία του Θεού ή ο ναός όπου κατοικεί δια του πνεύματος. (1 Κορ. 3:16) Η ομολογία του «Χριστιανικού κόσμου» ότι αποτελεί τον ναόν αυτόν δεν θα τον σώση, όπως δεν έσωσε η παρουσία του ναού του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ. Η ομολογία αυτή θα εκτεθή ως ψευδής όταν ο «Χριστιανικός κόσμος» θα καταστραφή εξ ολοκλήρου.
Κανείς δεν πρέπει να νομίζη ότι αυτή η καταστροφή δεν θα έλθη, διότι ο Ιεχωβά Θεός δεν θέλει αλλάξει την άποψί του για την ενοχή του αίματος και την ηθική ακαθαρσία. (Μαλ. 3:5, 6) Τα γεγονότα του μέλλοντος και οι ειδήσεις που θα έλθουν θ’ αποδείξουν αληθινά τα όσα το κεχρισμένο υπόλοιπο των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά έχει διακηρύξει εν σχέσι με το τέλος του «Χριστιανικού κόσμου.» Όταν αρχίση η «μεγάλη θλίψις» στον «Χριστιανικό κόσμο,» το κεχρισμένο υπόλοιπο θα το γνωρίση και δεν θα αμφιβάλλη για την έκβασί της. Ό,τι θα έχουν ήδη διακηρύξει ως τότε εν σχέσει με την έκβασι της θλίψεως εκείνης θα είναι αρκετό. Δεν θα έχουν κανένα άγγελμα ελπίδος για τον «Χριστιανικό κόσμο.»
Η κατάστασις σχετικά με το κεχρισμένο υπόλοιπο θα αντιστοιχή τότε με την κατάστασι του Ιεζεκιήλ, στον οποίον ελέχθη:
«Περί δε σου, υιέ ανθρώπου, εν εκείνη τη ημέρα, όταν αφαιρέσω απ’ αυτών την ισχύν αυτών, την χαράν της δόξης αυτών, τα επιθυμήματα των οφθαλμών αυτών, και το θάρρος των ψυχών αυτών, τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών, εν τη ημέρα εκείνη, ο διασωθείς δεν θέλει ελθεί προς σε, δια να αναγγείλη ταύτα εις τα ώτα σου; Εν εκείνη τη ημέρα το στόμα σου θέλει ανοιχθή προς τον διασωθέντα, και θέλεις λαλήσει, και δεν θέλεις είσθαι πλέον άλαλος· και θέλεις είσθαι εις αυτούς σημείον· και θέλουσι γνωρίσει, ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά».—Ιεζ. 24:25-27, ΜΝΚ.
Όταν άρχισε η πολιορκία της Ιερουσαλήμ, ο Ιεζεκιήλ είχε ήδη πει αρκετά στον λαό του. Δεν ήταν ανάγκη να προσθέση πολλά ακόμη για να κάμη τη Θεία προφητεία να φαίνεται πιο πειστική. Έτσι λοιπόν ως την ημέρα της ελεύσεως της αυθεντικής επιβεβαιωτικής ειδήσεως ο Ιεζεκιήλ έπρεπε να μείνη άφωνος, δηλαδή, να μη πη τίποτα σχετικό με την περαιτέρω προφήτευσι για την καταστροφή που θα επήρχετο στην Ιερουσαλήμ και στο Βασίλειο του Ιούδα. Ως τότε που θα έφθανε τελικά ο διαφυγών με το μήνυμα της καταστροφής της Ιερουσαλήμ, οι Ιουδαίοι εξόριστοι στη Βαβυλώνα ίσως να σκέπτονταν πολύ τι είχε προφητεύσει σ’ αυτούς ο Ιεζεκιήλ. Αν προτιμούσαν να ενεργούν έτσι, θα μπορούσαν να παραμείνουν άπιστοι. Αλλ’ η απιστία των με τον καιρό θα διελύετο με την άφιξι ενός αυθεντικού αυτόπτου μάρτυρος της πτώσεως της Ιερουσαλήμ.
Ο Ιεζεκιήλ θα ήταν τότε σε θέσι να μιλήση από ένα καλύτερο παρελθόν γεγονότων, θα είχε ένα νέο, νωπό μήνυμα. Το κύρος του ως αληθινού εμπνευσμένου προφήτου του Ιεχωβά θα αποκαθίστατο. Αυτός, σαν ένας άνθρωπος «σημείον» ή σαν ένας «προάγγελος» για το τι επρόκειτο να έλθη σύντομα, δεν απεδείχθηκε ψευδής.
Όπως επήλθε η καταστροφή στην αιμοσταγή Ιερουσαλήμ, έτσι εξάπαντος θα επέλθη καταστροφή και στον αιμοσταγή «Χριστιανικό κόσμο.» Ειδήσεις που θα έρχωνται απ’ όλα τα μέρη του κόσμου όπου τώρα επικρατεί ο «Χριστιανικός κόσμος» θα επισφραγίσουν ως αληθινό το ότι η σύγχρονη τάξις του Ιεζεκιήλ, το κεχρισμένο υπόλοιπο των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν ένα επίκαιρο «σημείον» από τον υπέρτατον Κύριον του σύμπαντος. Οι άνθρωποι θα γνωρίσουν τότε τον Ιεχωβά ως τον Θεόν ο οποίος δεν αφήνει ατιμώρητες τις βιαιοπραγίες και την αιματοχυσία. Δεν θα ήταν λοιπόν τώρα συνετή πορεία να δοθή προσοχή σ’ αυτά που διακηρύττουν οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά για να διαφύγη κανείς το να φέρη συμφορά στον εαυτό του όταν ο «Χριστιανικός κόσμος» φθάση στο βίαιο τέλος του;
[Εικόνα στη σελίδα 315]
Η πολιορκία της Ιερουσαλήμ ως εξεικονίζεται από τον Ιεχωβά