Μέρος 3
«Ο Λόγος»—Ποιος Είναι; Κατά τον Ιωάννην
1. (α) Ποιος ήταν ο Ιωάννης, και τι υπεστήριξε ότι ήταν ο Ιησούς Χριστός; (β) Τι υποστηρίζουν οι διδάσκαλοι της Τριάδος ότι σημαίνει το κατά Ιωάννην 10:30;
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ο υιός του Ζεβεδαίου, που κατοικούσε στη Βηθσαϊδά, είχε προσωπική γνωριμία με τον Λόγον. Μας λέγει ότι ο Λόγος αυτός ήταν συνεργάτης του Θεού στον ουρανό, αλλ’ «έγεινε σαρξ» με γέννησι εκ μιας Ιουδαίας παρθένου στην πόλι Βηθλεέμ, πριν από δύο χιλιάδες περίπου χρόνια. Ο Ιωάννης τον προσδιορίζει ως τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, έγινε δε ο Ιωάννης ένας από τους δώδεκα αποστόλους του. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα συγγράμματα του Ιωάννου για τον Λόγο για να υποστηρίξουν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν περισσότερο από υιός του Θεού, ότι ήταν ο Θεός ο ίδιος και ότι έγινε θεάνθρωπος. Μια ρήσις του Ιησού που την χρησιμοποιούν αυτοί οι διδάσκαλοι της Τριάδος, υποστηρίζοντας ότι ο Ιησούς ο ίδιος ισχυρίσθη ότι είναι ο Θεός, βρίσκεται στον Ιωάννη 10:30 που λέγει: «Εγώ και ο Πατήρ μου έν είμεθα.» (ΚΕΜ) Εν τούτοις, στη συζήτησι που επακολούθησε μεταξύ του Ιησού και των Ιουδαίων, ο Ιησούς απέδειξε ότι με κανένα τρόπο δεν είπε ότι ήταν ο Θεός. Ο Ιησούς εξήγησε: «Είπον, Υιός του Θεού είμαι.» (Ιωάν. 10:36) Αλλ’ αφού δεν ήταν ο Θεός ο ίδιος, πώς ήταν αυτός και ο Πατήρ του ένα;
2, 3. Τι ερώτησαν οι Ιουδαίοι τον Ιησούν να τους πη, και τι απήντησε ο Ιησούς, καταλήγοντας στους λόγους του που αναγράφονται στο κατά Ιωάννην 10:30;
2 Ο Ιησούς είχε μόλις ειπεί μια παραβολή ή εξεικόνισι, στην οποία μίλησε για τον εαυτό του ως τον Καλόν Ποιμένα και για τους ακολούθους του ως πρόβατα. Τότε οι Ιουδαίοι τον περιεκύκλωσαν και είπαν: «Έως πότε κρατείς εν αμφιβολία την ψυχήν ημών; εάν συ ήσαι ο Χριστός, ειπέ προς ημάς παρρησία.»
3 Ο Ιησούς απήντησε ότι τα έργα του μιλούσαν γι’ αυτόν. «Σας είπον, και δεν πιστεύετε. Τα έργα τα οποία εγώ κάμνω εν τω ονόματι του Πατρός μου, ταύτα μαρτυρούσι περί εμού. Αλλά σεις δεν πιστεύετε· διότι δεν είσθε εκ των προβάτων των εμών. Καθώς σας είπον, τα πρόβατα τα εμά ακούουσι την φωνήν μου, και εγώ γνωρίζω αυτά· και με ακολουθούσι. Και εγώ δίδω εις αυτά ζωήν αιώνιον και δεν θέλουσιν απολεσθή εις τον αιώνα, και ουδείς θέλει αρπάσει αυτά εκ της χειρός μου. Ο Πατήρ μου όστις μοι έδωκεν αυτά, είναι μεγαλήτερος πάντων και ουδείς δύναται να αρπάση εκ της χειρός του Πατρός μου. Εγώ και ο Πατήρ έν είμεθα.»—Ιωάν. 10:24-30.
4. Γιατί η ενότης δεν αναφέρεται σε μια Τριάδα, όπως διδάσκουν οι κληρικοί;
4 Αλλά πώς ήσαν έν; Ένα στο σώμα, ένα στην ταυτότητα, ένα κατά το ότι μαζί αποτελούν ένα Θεό, ένα ως μέλη μιας Τριάδος ή τρεις σ’ ένα Θεό, το τρίτο μέλος του οποίου ήταν το Άγιο Πνεύμα; Όχι! Διότι, αν ανήκαν σε μια Τριάδα ή σ’ ένα τρισυπόστατο Θεό, τότε οι δύο απ’ αυτούς δεν ήσαν ένας αλλά μόνο τα δύο τρίτα, επειδή η Τριάς έχει τρία πρόσωπα, δηλαδή «Θεόν τον Πατέρα, Θεόν τον Υιόν, και Θεόν το Άγιον Πνεύμα.»
5. Πώς ήσαν ένα στη σχέσι Πατρός και Υιού, και πώς ένα στη μαρτυρία;
5 Αντί να είναι σε μια Τριάδα, ο Ιησούς και ο Πατήρ του ήσαν ένα με το να είναι σύμφωνοι μεταξύ των ως Πατήρ και Υιός. Ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε διαφωνία μεταξύ των. Η μαρτυρία που έδωσε ο Πατήρ και η μαρτυρία που έδωσε ο Υιός ήσαν σύμφωνες. Ο Ιησούς ο Υιός είπε στους Ιουδαίους: «Εγώ και ο Πατήρ ο πέμψας με. Και εν τω νόμω δε υμών είναι γεγραμμένον, Ότι δύο ανθρώπων η μαρτυρία είναι αληθινή. Εγώ είμαι ο μαρτυρών περί εμαυτού, και ο πέμψας με Πατήρ μαρτυρεί περί εμού.» (Ιωάν. 8:16-18) Ο Ιησούς εδώ μίλησε για τον εαυτό του και τον Πατέρα του ως δύο ξεχωριστά άτομα. Επομένως, απ’ αυτούς αρκετή μαρτυρία εδόθη στους Ιουδαίους για να πιστεύσουν, επειδή απητείτο μαρτυρία τουλάχιστον δύο μαρτύρων. Αν και δύο ξεχωριστά άτομα, εν τούτοις ο Πατήρ και ο Υιός ήσαν ένα στη μαρτυρία ή βεβαίωσί των, διότι και των δύο οι βεβαιώσεις συμφωνούσαν.
6, 7. (α) Σύμφωνα με τον προφήτη Ιεζεκιήλ, ποιες διευθετήσεις ποιμάνσεως υπεσχέθη ο Ιεχωβά να εγκαταστήση για τον προβατοειδή λαό του; (β) Πώς ο Ιησούς και ο Πατήρ ήσαν ένα όσον αφορά τα πρόβατα αυτά;
6 Ο Πατήρ και Υιός ήσαν επίσης ένα στη φροντίδα τους για τα πρόβατα. Πολύ προηγουμένως ο Θεός είχε υποσχεθή να εγείρη ένα πιστόν ποιμένα για τον προβατοειδή λαό του. Στον Ιεζεκιήλ 34:23, 24 (ΑΣ) ο Θεός είπε: «Θέλω καταστήσει επ’ αυτά ένα ποιμένα, και θέλει ποιμαίνει αυτά, τον δούλόν μου Δαβίδ· αυτός θέλει ποιμαίνει αυτά, και αυτός θέλει είσθαι ποιμήν αυτών. Και εγώ ο Ιεχωβά θέλω είσθαι Θεός αυτών, και ο δούλός μου Δαβίδ άρχων εν μέσω αυτών· εγώ ο Ιεχωβά ελάλησα.» Γι’ αυτό ο Ιεχωβά Θεός ήγειρε τον Υιό του Ιησού Χριστό ως απόγονο του Βασιλέως Δαβίδ για να εκπληρώση την προφητεία αυτή για τον «ένα ποιμένα» σαν τον Βασιλέα Δαβίδ.
7 Ο Ιησούς ως Ποιμήν είπε ότι δεν θα ήθελε να αφήση κανένα όμοιον με λύκο εχθρό να αρπάξη τα πρόβατα από τα χέρια του. Ούτε και ο Πατήρ, ο οποίος παρέδωσε τα πρόβατα αυτά στον Υιό του, θα άφηνε έναν εχθρό να τα αρπάξη από τα δικά του χέρια. Ο Πατήρ και ο Υιός ήσαν σύμφωνοι ως προς αυτή την προστασία και τη διαφύλαξι των προβάτων. Είχαν ένα σκοπό από κοινού, να διατηρήσουν τα πρόβατα αυτά από την καταστροφή, αλλά και να τα διασώσουν στην αιώνια ζωή. Επομένως, σ’ αυτή τη συμμετοχή των συμφερόντων, ο Πατήρ και ο Υιός ήσαν ένα. Γι’ αυτό ο Ιησούς είπε ότι έκαμνε τα έργα του ‘εν τω ονόματι που Πατρός του.’ Με τα έργα του ενεργούσε ως εκπρόσωπος του Πατρός του, ως αντιπρόσωπος του Πατρός του.
8. Πώς ήσαν ένα ως προς το θέλημα που έπρεπε να γίνη;
8 Για ν’ αποδείξη ότι ήσαν πάντοτε ενωμένοι και ποτέ σε διαφωνία, ο Ιησούς είπε: «Κατέβην εκ του ουρανού, ουχί δια να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. Τούτο δε είναι το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός, παν ό,τι μοι έδωκε, να μη απολέσω ουδέν εξ αυτού, αλλά να αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα. Και τούτο είναι το θέλημα του πέμψαντός με, πας όστις βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν, να έχη ζωήν αιώνιον, και εγώ θέλω αναστήσει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα.» (Ιωάν. 6:38-40) Δεν απέτυχε σ’ αυτό το θέλημα του Θεού, αλλά ζούσε δίκαια για να το πράττη. Είπε: «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με, και να τελειώσω το έργον αυτού.»—Ιωάν. 4:34.
9. Πώς ήσαν ένα όσον αφορά την πρωτοβουλία για δράσι;
9 Ο Ιησούς δεν έκανε ποτέ κάτι ανεξάρτητα από τον Πατέρα του, αλλά πάντοτε τηρούσε ενότητα με τον Πατέρα του. Είπε: «Δεν δύναμαι εγώ να κάμνω απ’ εμαυτού ουδέν. Καθώς ακούω, κρίνω· και η κρίσις η εμή δικαία είναι· διότι δεν ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με.» (Ιωάν. 5:30) Δεν αποδεικνύει τούτο άρα γε τελεία ενότητα μεταξύ Πατρός και Υιού; Αλλ’ η τέτοια ενότης δεν απήτησε από τον Ιησούν να λέγη: Εγώ είμαι ο Θεός· εγώ είμαι ο Πατήρ μου.
10, 11. Ποια προσευχή του Ιησού προς τον Πατέρα του ρίχνει φως στο είδος της ενότητος που υπάρχει μεταξύ των;
10 Ότι αυτό είναι το είδος της ενότητος, που υπάρχει μεταξύ του Ιησού Χριστού και του Ιεχωβά Θεού, αποδεικνύεται από την προσευχή του Ιησού προς τον ουράνιο Πατέρα του για τα πρόβατά του. Στην προσευχή αυτή ο Ιησούς δεν ομιλεί για τον εαυτό του ως τον Θεό, αλλά λέγει προς τον Πατέρα του:
11 «Αύτη δε είναι η αιώνιος ζωή, το να γνωρίζωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, και τον οποίον απέστειλας Ιησούν Χριστόν. Εφανέρωσα το όνομά σου εις τους ανθρώπους τους οποίους μοι έδωκας εκ του κόσμου. Ιδικοί σου ήσαν, και εις εμέ έδωκας αυτούς, και τον λόγον σου εφύλαξαν. Και δεν παρακαλώ μόνον περί τούτων, αλλά και περί των πιστευσόντων εις εμέ δια του λόγου αυτών· δια να ήναι πάντες έν· καθώς συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, να ήναι και αυτοί εν ημίν έν· δια να πιστεύση ο κόσμος ότι συ με απέστειλας. Και εγώ την δόξαν την οποίαν μοι έδωκας, έδωκα εις αυτούς· δια να ήναι έν, καθώς ημείς είμεθα έν. Εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί· δια να ήναι τετελειωμένοι εις έν, και να γνωρίζη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας, και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, εκείνους τους οποίους μοι έδωκας, θέλω, όπου είμαι εγώ, να ήναι και εκείνοι μετ’ εμού· δια να θεωρώσι την δόξαν μου, την οποίαν μοι έδωκας, διότι με ηγάπησας προ καταβολής κόσμου.»—Ιωάν. 17:3, 6, 20-24.
12. (α) Γιατί ο Ιησούς δεν εννοούσε ότι αυτός και ο Πατήρ του ήσαν «έν στην ουσία»; (β) Τι δείχνει ότι ο Ιησούς δεν κατέταξε τον εαυτό του ως Θεό;
12 Στην προσευχή αυτή προς τον ουράνιο Πατέρα του, ο Ιησούς τον ονόμασε «τον μόνον αληθινόν Θεόν» και είπε: «Συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι»· και «είμεθα έν». Μήπως ο Ιησούς εννοεί ότι αυτός και ο Πατήρ του ήσαν ένας Θεός, ή δύο πρόσωπα ενός τρισυπόστατου Θεού, το τρίτο μέλος του οποίου Θεού δεν αναφέρθηκε ακόμη; Μήπως ο Ιησούς εννοούσε ότι αυτός και ο Πατήρ του ήσαν, καθώς λέγουν οι τριαδισταί, «έν στην ουσία»; Πώς μπορούσε αυτό να είναι έτσι, αν λάβωμε υπ’ όψι εκείνο το άλλο που ο Ιησούς, ο οποίος τότε ήταν σαρξ στην ουσία, είπε στην προσευχή αυτή προς τον Θεό, ο οποίος είναι πνεύμα; (Ιωάν. 4:24) Καλώντας τον Πατέρα του «τον μόνον αληθινόν Θεόν» απέκλεισε τον εαυτό του από το να είναι ο Θεός ή ακόμη ένα μέρος ή ένα Πρόσωπο του Θεού. Αλλιώς, ο Πατήρ δεν θα ήταν ο ‘μόνος αληθινός Θεός’. Η λέξις «μόνος» σημαίνει, κατά το λεξικό, «μόνος στην τάξι του· χωρίς άλλους της ιδίας τάξεως ή είδους· μοναχός· μοναδικός· μόνος, λόγω της υπεροχής του· υπέρτερος· πρώτος.» Κατά τον Ιησούν, ο Πατήρ του ήταν, όχι μόνον ο ‘αληθινός Θεός’, αλλ’ επίσης και ο ‘μόνος’. Σύμφωνα με τα λόγια τα δικά του, ο Ιησούς δεν κατατάσσει τον εαυτό του με τον Θεό.
13. Ποιος έδωσε στον Ιησούν ανθρώπους από αυτόν τον κόσμο;
13 Ο Ιησούς, όταν είπε ότι ο Πατήρ του ‘ο μόνος αληθινός Θεός’ του έδωσε μαθητάς εκ του κόσμου τούτου, δεν εννοούσε ότι αυτός ως Θεός έδωσε στον εαυτό του κάτι. Μερικοί από τους αποστόλους του Ιησού, που άκουσαν την προσευχή του, ήσαν προηγουμένως οι μαθηταί του Ιωάννου του Βαπτιστού, αλλ’ ο Ιωάννης τους παρέδωσε στον Ιησούν ως τον Νυμφίον, που είχε δικαιώματα στην τάξι της Νύμφης. Αλλ’ ο Ιησούς μίλησε για όλους τους μαθητάς του, όχι ως ένα δώρο που έγινε από τον εαυτό του στον εαυτό του, αλλά ως ένα δώρο που έγινε σ’ αυτόν από τον «μόνον αληθινόν Θεόν» τον ουράνιο Πατέρα του. Συ «μοι έδωκας» αυτούς.
14. (α) Αν η Τριάς ήταν έτσι, τι θα εσήμαινε το να γίνουν οι μαθηταί ένα όπως ο Ιησούς και ο Πατήρ του είναι ένα; (β) Με ποιον τρόπο, λοιπόν, γίνονται οι μαθηταί ένα;
14 Επί πλέον, ο Ιησούς δεν μίλησε απλώς για τον εαυτό του και τον Πατέρα του ωσάν να ήσαν ένα, αλλ’ επίσης και για όλους τους μαθητάς του ωσάν να ήσαν ένα: «Δια να ήναι πάντες έν καθώς συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, να ήναι και αυτοί εν ημίν έν . . . δια να ήναι έν, καθώς ημείς είμεθα έν.» Όταν ο Ιησούς προσηύχετο, ίνα οι μαθηταί του «ήναι . . . εν ημίν έν», βεβαίως δεν εννοούσε ότι οι μαθηταί του έπρεπε να είναι ενσωματωμένοι σε μια Τριάδα, έτσι ώστε η Τριάς έπρεπε να αυξήση τα μέλη της ή τα Πρόσωπα από τρία σε εκατόν σαράντα τέσσερες χιλιάδες τρία, για να μην είναι πλέον τρεις σ’ ένα Θεό, αλλ’ από τότε και στο εξής πολλοί σ’ έναν Θεό. Αυτό είναι ανόητο! Ο Ιησούς είπε ότι, όπως αυτός και ο Πατήρ του ήσαν ένα, έτσι και οι μαθηταί έπρεπε να γίνουν ένα. Πώς οι μαθηταί θα εγίνοντο ένα; Όχι ως ένας Θεός· όχι ως ένα άτομο με πολλά Πρόσωπα. Όχι, αλλά να γίνουν ένα σε πίστι στον ένα Θεό και στα όνομα εκείνου τον οποίον απέστειλε ο Θεός· ένα στο είδος της καρποφορίας, που αυτοί παράγουν με το ίδιο πνεύμα· ένα στο είδος του έργου· ένα σε αρμονία και συμφωνία μεταξύ των ένα στον ίδιο σκοπό και στο ίδιο αντικείμενο, που είναι η διεκδίκησις του Ιεχωβά ως του ‘μόνου αληθινού Θεού’ και η σωτηρία της ανθρωπίνης οικογενείας δια του Ιησού Χριστού προς δόξαν του Θεού.
15. (α) Επάνω σ’ αυτή τη βάσι, γιατί ο Ιησούς και ο Πατήρ του δεν είναι ένα με μια έννοια Τριάδος; (β) Πώς όλοι οι μαθηταί είναι ένα ‘εν τω Πατρί και τω Υιώ’;
15 Αυτοί είναι, επίσης, ένας οικογενειακός όμιλος, εφόσον όλοι «αυτοί οι μαθηταί εγεννήθησαν από τον Θεό για να γίνουν πνευματικοί υιοί του Θεού και έτσι να γίνουν αδελφοί του Ιησού Χριστού. Αφού ο τρόπος αυτός, με τον οποίον όλοι αυτοί οι μαθηταί είναι ένα, είναι ο τρόπος με τον οποίον ο ουράνιος Πατήρ και ο Υιός του Ιησούς Χριστός είναι ένα, τότε ο Πατήρ και ο Υιός δεν είναι και οι δύο ένας Θεός με περισσότερα από ένα Πρόσωπα. Ο ουράνιος Πατήρ στέκει ‘ο μόνος αληθινός Θεός’ και ο Ιησούς Χριστός, τον οποίον αυτός απέστειλε, μένει ο Υιός του ‘μόνου αληθινού Θεού’. Όλοι δε οι 144.000 μαθηταί του Ιησού Χριστού, που εγεννήθησαν εκ του πνεύματος, είναι ένα εν τω Πατρί και τω Υιώ με το να είναι σ’ ενότητα με αυτούς, με μια ειδική αρμονική οικογενειακή σχέσι.
«ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ»
16, 17. (α) Ποιο άλλο εδάφιο που περιλαμβάνει τον Αβραάμ θα φέρουν οι τριαδισταί για να υποστηρίξουν το σημείον των; (β) Τι λέγει γι’ αυτή την έκφρασι η έκδοσις Ντριού της Αγίας Γραφής, και τι λέγει επίσης η έκδοσις Νοξ;
16 Άλλο ένα εδάφιο από τα όσα έγραψε ο Ιωάννης αναφέρουν οι τριαδισταί υποστηρίζοντας ότι τα γραφόμενα του Ιωάννου διδάσκουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός. Το εδάφιο αυτό βρίσκεται στο επιχείρημα του Ιησού, όταν συζητούσε με τους Ιουδαίους, και αναφέρεται στο κατά Ιωάννην 8:56-58: «Ο Αβραάμ ο πατήρ σας είχεν αγαλλίασιν να ίδη την ημέραν την εμήν· και είδε, και εχάρη. Είπον λοιπόν οι Ιουδαίοι προς αυτόν, Πεντήκοντα έτη δεν έχεις έτι, και είδες τον Αβραάμ; Είπε προς αυτούς ο Ιησούς, Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Πριν γείνη ο Αβραάμ εγώ είμαι.»
17 Επάνω στην έκφρασι αυτή το σχόλιο, που βρίσκεται στην έκδοσι της Αγίας Γραφής από τον Αββά Ντριού, είναι: «Πριν γείνη ο Αβραάμ, Εγώ είμαι, πράγματι ο αιώνιος Θεός, πριν ο Αβραάμ γεννηθή.»a Σε μια υποσημείωσι στη δική του μετάφρασι της Γραφής ο Σεβασμιώτατος Ρόναλντ Α. Νοξ λέγει: «Εδάφιο 58. ‘Εγώ είμαι’· εδώ ο Κύριος ημών φαίνεται σαφώς να διεκδική ένα θείον τίτλο· σύγκρινατε προς Έξοδον 3:14.»b Στρεφόμεθα λοιπόν στο Έξοδος 3:14 (ΚΜΝ) και διαβάζαμε: «Είπεν ο Θεός προς τον Μωυσήν, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΟΣΤΙΣ ΕΙΜΑΙ. Είπεν: Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ: ΑΥΤΟΣ ΟΣΤΙΣ ΕΙΝΑΙ, με απέστειλε προς εσάς.» Αλλ’ η Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου αναγράφει: «Και είπεν ο Θεός προς τον Μωυσήν, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ: και είπεν. Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ, Ο ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ με απέστειλε προς εσάς.»
18. (α) Πώς εχρησιμοποιήθη η έκφρασις «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ» στην Έξοδο 3:14; (β) Ποιες νεώτερες μεταφράσεις του κατά Ιωάννην 8:58 δεν δείχνουν τον Ιησούν ως ισχυριζόμενον ότι είναι ο Ιεχωβά Θεός;
18 Η έκφρασις «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ» χρησιμοποιείται εκεί ως τίτλος ή ως όνομα, και στην Εβραϊκή η έκφρασις αυτή είναι η μία λέξις Εχυέχ )(היהא· Ο Ιεχωβά Θεός εκεί μιλούσε στον Μωυσή και τον απέστειλε προς τους υιούς Ισραήλ. Μήπως, λοιπόν, στο κατά Ιωάννην 8:58, ο Ιησούς ισχυρίζεται ότι είναι ο Ιεχωβά Θεός; Όχι, σύμφωνα προς πολλούς συγχρόνους μεταφραστάς της Γραφής, καθώς θα αποδείξουν τα ακόλουθα παρατιθέμενα εδάφια: του Μόφφατ: «Εγώ έχω υπάρξει πριν ο Αβραάμ γεννηθή.» Σόνφηλντ και Μία Αμερικανική Μετάφρασις: «Εγώ υπήρχον πριν ο Αβραάμ γεννηθή.» Στάγκε (Γερμανός): «Πριν έλθη σε ύπαρξι ο Αβραάμ, Εγώ ήμην.»c Πφαίφφλιν (Γερμανός): «Πριν να υπήρχε ένας Αβραάμ, Εγώ ήδη ήμην εκεί!»d Ο Γεώργιος Μ. Λάμσα, μεταφράζοντας από τη Συριακή Πεσσίτα, λέγει: «Πριν ο Αβραάμ γεννηθή, εγώ ήμην.» Ο Δρ Ιάκωβος Μουρντώκ, επίσης, μεταφράζοντας από τη Συριακή Μετάφρασι Πεσίττα, λέγει: «Πριν ο Αβραάμ υπάρξη, εγώ ήμην.» Η Βραζιλιανή Ιερά Βίβλος, που εδημοσιεύθη από το Καθολικό Βιβλικό Κέντρο του Σάο Πάολο, λέγει: «Πριν ο Αβραάμ υπάρξη, εγώ ήμην υπάρχων.»—Δευτέρα έκδοσις, του 1960, Bíblia Sagrada, Editora “AVE MARIA” Ltda.e
19. (α) Σε ποια γλώσσα το είπε αυτό ο Ιησούς στους Ιουδαίους; (β) Πώς η απόδοσις των λόγων του στην Εβραϊκή από νεωτέρους μεταφραστάς αποδεικνύει ότι ο Ιησούς δεν ισχυρίζετο ότι ήταν ο μέγας «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ»;
19 Πρέπει να θυμηθούμε, επίσης, ότι, όταν ο Ιησούς μιλούσε σ’ εκείνους τους Ιουδαίους, μιλούσε σ’ αυτούς στην Εβραϊκή γλώσσα της εποχής εκείνης, όχι στην Ελληνική γλώσσα. Συνεπώς, το πώς ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους τα αναγραφόμενα στον Ιωάννη 8:58, παρουσιάζεται σ’ εμάς στις σύγχρονες μεταφράσεις Εβραίων λογίων, που μετέφρασαν τα Ελληνικά στα Εβραϊκά της Γραφής, ως εξής: Δρ Φραντς Ντελίτς: «Πριν γείνη ο Αβραάμ, εγώ υπήρξα.»f Ο Ισαάκ Σάλκινσον και ο Δαβίδ Τζίνσμπουργκ: «Εγώ υπήρξα όταν δεν είχε ακόμη υπάρξει ο Αβραάμ.»g Και στις δύο αυτές Εβραϊκές μεταφράσεις, οι μεταφρασταί χρησιμοποιούν για την έκφρασι «Εγώ υπήρξα» δύο Εβραϊκές λέξεις, μια αντωνυμία και ένα ρήμα, δηλαδή, ανί χαγίθι· δεν χρησιμοποιούν την μία Εβραϊκή λέξι: Εχυέχ. Επομένως, δεν παρουσιάζουν στο κατά Ιωάννην 8:58 τον Ιησού ότι προσπαθούσε να μιμηθή τον Ιεχωβά Θεό και να μας δώση την εντύπωσι ότι αυτός ο ίδιος ήταν ο Ιεχωβά, ο ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ.
20. (α) Τι μπορεί να λεχθή για την Ελληνική έκφρασι Εγώ ειμι που απαντάται στο κεφάλαιο 8 του Ιωάννου; (β) Γιατί πολλές μεταφράσεις της Γραφής δεν αποδίδουν αυτή την έκφρασι στο κατά Ιωάννην 8:58 όπως ακριβώς την αποδίδουν στα άλλα εκείνα εδάφια;
20 Σε ποια γλώσσα ο Ιωάννης έγραφε την αφήγησι της ζωής που Ιησού Χριστού; Στην Ελληνική γλώσσα, και όχι στην Εβραϊκή· και στο Ελληνικό κείμενο η αμφισβητήσιμη έκφρασις είναι Εγώ ειμι. Ακριβώς καθ’ εαυτήν, χωρίς κανένα εισαγωγικό υλικό προηγουμένως, η έκφρασις αυτή Εγώ ειμι σημαίνει «Εγώ είμαι». Τώρα η έκφρασις αυτή Εγώ ειμι συναντάται, επίσης, στον Ιωάννη 8:24, 28· και στα εδάφια αυτά η Κατ’ Εξουσιοδότησιν Μετάφρασις ή Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου και η Μετάφρασις Ντουαί και άλλες αποδίδουν την έκφρασι στην Αγγλική γλώσσα ως «Εγώ είμαι αυτός», ο λόγος δε για τον οποίον η αντωνυμία αυτός τίθεται με πλάγια στοιχεία είναι για να δείξη ότι η αντωνυμία αυτός είναι προσθήκη ή παρείσακτη. (ΚΕΜ· ΑΣ· ΜΡΓ) Αλλ’ εδώ, στον Ιωάννη 8:58, σι μεταφράσεις αυτές δεν αποδίδουν αυτή την ίδια έκφραση ως «Εγώ είμαι αυτός», αλλά μόνο ως «Εγώ είμαι». Θέλουν προφανώς να μας δώσουν την ιδέα ότι ο Ιησούς δεν αναφέρετο απλώς στην ύπαρξί του, αλλά έδινε επίσης στον εαυτό του έναν τίτλο, που ανήκει στον Ιεχωβά Θεό,h κατά μίμησιν προς την Έξοδο 3:14.
21. (α) Χρησιμοποιεί η Ελληνική μετάφρασι ς των Εβδομήκοντα στην Έξοδο 3:14 το «Εγώ ειμί» ως όνομα του Θεού; (β) Επομένως τι δεν μπορούν οι τριαδισταί να ισχυρισθούν ότι σημαίνει το κατά Ιωάννην 8:58;
21 Όταν έγραφε το Ιωάννης 8:58, ο απόστολος δεν παρέθετε από την Ελληνική Μετάφρασι των Εβδομήκοντα, μια μετάφρασι των Εβραϊκών Γραφών, που έγινε από τους Ελληνοφώνους Ιουδαίους της Αλεξανδρείας της Αιγύπτου, πριν από τη γέννησι του Χριστού. Ο καθένας που διαβάζει Ελληνικά ας συγκρίνη το Ιωάν. 8:58 στην Ελληνική γλώσσα και το Έξοδος 3:14 στην Ελληνική Μετάφρασι των Εβδομήκοντα και θα βρη ότι το εδάφιο των Εβδομήκοντα της Εξόδου 3:14 δεν χρησιμοποιεί την έκφρασι Εγώ ειμι αντί του ονόματος του Θεού, όταν ο Θεός λέγη στον Μωυσή: «Ο ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ με απέστειλε προς εσάς.» Η Ελληνική των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί την έκφρασι Ο Ων, που σημαίνει «ο Υπάρχων», ή «Εκείνος που υπάρχει.» Το γεγονός αυτό σαφώς μας παρουσιάζεται από τον Μπάγκστερ στην Αγγλική απόδοσι της Ελληνικής Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα, στην Έξοδο 3:14, που λέγει: «Και ο Θεός είπεν εις τον Μωυσήν, λέγων, Εγώ είμαι Ο ΩΝ· και είπεν, Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ, Ο ΩΝ με απέστειλε προς εσάς». Σύμφωνα δε με την απόδοσι της Ελληνικής Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα από τον Κάρολον Θώμσον, το Έξοδος 3:14 αναφέρει: «Ο Θεός ωμίλησε προς τον Μωυσήν λέγων, Εγώ είμαι Ο ΩΝ. Και επί πλέον είπεν, Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ, Ο ΩΝ με απέστειλε προς εσάς.»i Έτσι η σύγκρισις αυτή των δύο Ελληνικών κειμένων, του κειμένου τον Εβδομήκοντα και του κειμένου του Ιωάννου 8:58, αφαιρεί από τους τριαδιστάς κάθε βάσι να υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς, στον Ιωάννη 8:58, προσπάθησε να εφαρμόση το Έξοδος 3:14 στον εαυτό του, ωσάν να ήταν αυτός ο Ιεχωβά Θεός.
22, 23. (α) Πώς χρησιμοποιείται και εφαρμόζεται αλλού στα συγγράμματα του Ιωάννου η έκφρασις ο ων; (β) Τι, λοιπόν, έλεγε απλώς ο Ιησούς στο κατά Ιωάννην 8:58;
22 Ω ναι, η Ελληνική έκφρασις ο Ων συναντάται στα συγγράμματα του αποστόλου Ιωάννου. Συναντάται στο Ελληνικό κείμενο του Ιωάννου 1:18· 3:13, 31· 6:46· 8:47· 12:17· 18:37, αλλ’ όχι ως τίτλος ή ως όνομα. Έτσι σε τέσσερα από αυτά τα εδάφια εφαρμόζεται αυτό, όχι στον Ιησούν, αλλά σε άλλα πρόσωπα. Εν τούτοις, στην Αποκάλυψι ο απόστολος Ιωάννης χρησιμοποιεί την έκφρασι ο Ων ως τίτλο ή προσδιορισμό πέντε φορές, δηλαδή, στην Αποκάλυψη 1:4, 8· 4:8· 11:17· 16:5. Αλλά και στις πέντε περιπτώσεις η έκφρασις Ο Ων εφαρμόζεται στον Ιεχωβά Θεό τον Παντοκράτορα, και όχι στο Αρνίον του Θεού, τον Λόγον του Θεού.
23 Παραδείγματος χάριν, η Αποκάλυψις 1:4, 8 αναφέρει: «Ο Ιωάννης προς τας επτά εκκλησίας τας εν τη Ασία· χάρις υμίν και ειρήνη από του ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος· και από των επτά πνευμάτων τα οποία είναι ενώπιον του θρόνου αυτού.» «Εγώ είμαι το Α και το Ω, αρχή και τέλος, λέγει ο Κύριος, ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ.» Η Αποκάλυψις 4:8 εφαρμόζει το ο Ων σε Κύριον τον Θεόν τον Παντοκράτορα στον ουράνιο θρόνο του, και η Αποκάλυψις 5:6, 7 δείχνει ότι το Αρνίον του Θεού έρχεται προς αυτόν αργότερα. Η Αποκάλυψις 11:17 εφαρμόζει το ο ων σε Κύριον τον Θεόν τον Παντοκράτορα, όταν λαμβάνη τη δύναμι να άρχη ως Βασιλεύς. Η Αποκάλυψις 16:5 εφαρμόζει το ο ων σε Κυριον τον Θεόν όταν ενεργή ως Κριτής. Επομένως, το Ιωάννης 8:58 δεν παρέχει στους κληρικούς επιχείρημα, ότι αυτό αποτελεί απόδειξι της υπάρξεως ενός «τρισυποστάτου Θεού», διότι στο εδάφιο αυτό, καθώς αποδίδεται και από τον Δρα Ιάκωβο Μόφφατ, από τη Μία Αμερικανική Μετάφρασι, και από άλλες, ο Ιησούς λέγει απλώς ότι είχε μια προανθρώπινη ύπαρξι στον ουρανό με τον Πατέρα του και ότι αυτή η προανθρώπινη ύπαρξίς του άρχισε πριν ο Αβραάμ γεννηθή.
ΟΜΟΙΟΣ, ΑΛΛΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΣ
24. Πώς χρησιμοποιούν οι τριαδισταί το Ιωάν. 14:9, αλλά τι ενοούσε ο Ιησούς όταν έλεγε: «Όστις είδεν εμέ, είδε τον Πατέρα»;
24 Αλλά, αντιτείνει ο τριαδιστής, δεν λησμονείτε μήπως εκείνο που είπε ο Ιησούς στον απόστολο Φίλιππο; Τι ήταν αυτό; Το εξής: «Τόσον καιρόν είμαι μεθ’ υμών, και δεν με εγνώρισας, Φίλιππε; όστις είδεν εμέ, είδε τον Πατέρα.» (Ιωάν. 14:9) Α, ναι, αλλ’ αυτό είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο που λέγουν ότι ο Ιησούς είπε, ‘Εγώ είμαι ο Πατήρ’. Ο Ιησούς μόλις είχε ειπεί στον Φίλιππο και στους άλλους πιστούς αποστόλους ότι επρόκειτο να απέλθη στον Θεό τον Πατέρα του· και έτσι πώς θα μπορούσε ο Ιησούς την ίδια στιγμή να πη ότι ο Φίλιππος, όταν ατένιζε προς τον Ιησούν, ατένιζε προς τον Πατέρα; Ο Ιησούς δεν μπορεί να εννοούσε αυτό, διότι διεχώρισε τον Θεό, τον Πατέρα του από τον εαυτό του, ακριβώς όταν είπε: «Πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε.» (Ιωάν. 14:1) Γιατί η έκφρασις «και εις εμέ», αν ο Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Θεός; Ο Φίλιππος εζήτησε από τον Ιησούν: «Κύριε, δείξον εις ημάς τον Πατέρα», ο δε Ιησούς απήντησε ότι αυτό ήταν εκείνο που έκανε όλο τον καιρό, δηλαδή, να δείχνη σ’ αυτούς τον Πατέρα. Τους είχε εξηγήσει ποιος ήταν ο ουράνιος Πατήρ του. Είχε δείξει σ’ αυτούς με τι ήταν όμοιος ο ουράνιος Πατήρ του. Αυτός εμιμείτο τον Πατέρα του. Ήταν όμοιος προς αυτόν τόσο, ώστε ένας που έβλεπε τον Ιησούν ήταν σαν να έβλεπε τον Πατέρα του.
25, 26. (α) Αν έχωμε υπ’ όψι το κατά Ιωάννην 1:18, γιατί δεν μπορούσε να εννοή ο Ιησούς ότι οι απόστολοι έβλεπαν τον Πατέρα; (β) Τι είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, όπως αναγράφεται στο κατά Ιωάννην 5:37, που αποδεικνύει ότι ο Ιησούς δεν είναι ο Θεός;
25 Όταν έλεγε: «Όστις είδεν εμέ, είδε τον Πατέρα», δεν μπορεί ο Ιησούς να εννοούσε ότι οι απόστολοι έβλεπαν τον Θεόν, εκείνον προς τον οποίον ο Ιησούς απηυθύνετο ή εχαρακτήριζε ως Πατέρα. Ύστερ’ από πολλά χρόνια αφότου ο Ιησούς είπε τα λόγια εκείνα, ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Και ο Λόγος έγεινε σαρξ, και κατώκησε μεταξύ ημών, (και είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός,) πλήρης χάριτος και αληθείας . . . η δε χάρις και η αλήθεια έγεινε δια Ιησού Χριστού. Ουδείς είδε ποτε τον Θεόν· ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν αυτόν.» (Ιωάν. 1:14, 17, 18) Με το να διακηρύττη έτσι τον Θεόν, τον Πατέρα του, με το να εξηγή αυτόν, με το να δίνη μια αφήγησι περί αυτού, με το να υπάρχη και να ενεργή όμοια με αυτόν, ο Ιησούς παρήγαγε το αποτέλεσμα ότι οι απόστολοι, βλέποντας τον Ιησούν, έβλεπαν επίσης και τον Θεόν τον Πατέρα του.
26 Γι’ αυτό ο Ιησούς έλεγε προς τους Ιουδαίους: «Ο πέμψας με Πατήρ, αυτός εμαρτύρησε περί εμού. Ούτε φωνήν αυτού ηκούσατε πώποτε, ούτε όψιν αυτού είδετε.» (Ιωάν. 5:37) Αλλ’ οι Ιουδαίοι εκείνοι είδαν την όψι του Ιησού και άκουσαν τη φωνή του. Ο Ιησούς, επίσης, τους είπε ότι, αν επίστευαν στον προφήτη Μωυσή, θα είχαν πιστεύσει και σ’ αυτόν· και ο Ιησούς εγνώριζε από τα γραφόμενα του Μωυσέως ότι ο Θεός είπε στον Μωυσή επάνω στο όρος: «Δεν δύνασαι να ίδης το πρόσωπον μου· διότι άνθρωπος δεν θέλει με ιδεί, και ζήσει.» (Έξοδ. 33:20) Αλλ’ οι Ιουδαίοι εκείνοι είδαν τον Ιησούν και έζησαν, που αποδεικνύει ότι ο Ιησούς δεν ήταν ο Θεός. Επομένως το Ιωάννης 14:9 δεν αποδεικνύει, επίσης, ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός.
27. Πώς ο Ιησούς παρομοίαζε τον εαυτό του με μαθητή, και επομένως σε ποια θέσι τοποθετούσε τον εαυτό του απέναντι του Θεού;
27 Σημειώνομε, λοιπόν, πάλι ότι ο Ιησούς ουδέποτε μίλησε για τον εαυτό του ως Θεόν ή ωνόμασε τον εαυτό του Θεό. Πάντοτε έθετε τον εαυτό του κάτω από τον Θεόν μάλλον παρά σε ισότητα με τον Θεό. Έθετε τον εαυτό του σε θέσι μαθητού του Θεού, όταν ο Ιησούς έλεγε: «Απ’ εμαυτού δεν κάμνω ουδέν, αλλά καθώς με εδίδαξεν ο Πατήρ μου, ταύτα λαλώ.» (Ιωάν. 8:28) Ο Θεός ήταν ο διδάσκαλος του Ιησού, και ο Ιησούς ως μαθητής δεν ήταν ανώτερος του Διδασκάλου του, του Θεού, ούτε ίσος προς Αυτόν. Ο Ιησούς έτσι κατέτασσε τον εαυτό του με τα άλλα τέκνα της οργανώσεως του Θεού, της Σιών, για τα οποία ο Ιησούς είπε: «Είναι γεγραμμέινον εν τοις προφήταις, “Και πάντες θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Θεού.,” Πας λοιπόν όστις ακούση παρά του Πατρός και μάθη, έρχεται προς εμέ.» (Ιωάν. 6:45· Ησ. 54:13) Ως μαθητής του Πατρός του, ο Ιησούς εμάνθανε συνεχώς απ’ αυτόν.
28. Επομένως, ως μαθητευόμενος, τι έλεγε ότι έκανε ο Ιησούς σχετικά με τον Πατέρα;
28 Σχετικά με τούτο ο Ιωάννης 8:25-27 αναφέρει: «Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς, . . . ο πέμψας με είναι αληθής· και εγώ όσα ήκουσα παρ’ αυτού, ταύτα λέγω εις τον κόσμον. Δεν ενόησαν ότι έλεγε προς αυτούς περί του Πατρός.» Αργότερα ο Ιησούς είπε προς τους Ιουδαίους εκείνους: «Ζητείτε να με θανατώσητε, άνθρωπον όστις σας ελάλησα την αλήθειαν, την οποίαν ήκουσα παρά του Θεού.» Προς τους πιστούς του αποστόλους είπε: «Εσάς δε είπον φίλους, διότι πάντα όσα ήκουσα παρά του Πατρός μου, εφανέρωσα εις εσάς.»—Ιωάν. 8:40· 15:15.
29. Επομένως, ποια ενέργεια του Πατρός του εν σχέσει με αυτόν ετόνιζε ο Ιησούς, και τι αποδεικνύει τούτο όσον αφορά τον Ιησούν σε σύγκρισι με τον Θεό;
29 Ως ένας που άκουσε, ως ένας που εδιδάχθη, ο Ιησούς επανειλημμένως είπε για τον εαυτό του ότι απεστάλη από τον ουράνιο Πατέρα του. Παραδείγματος χάριν, το κατά Ιωάννην 14:44, 45, 49, 50 λέγει: «Ο δε Ιησούς έκραξε και είπεν, Ο πιστεύων εις εμέ, δεν πιστεύει εις εμέ, αλλ’ εις τον αποστείλαντά με· και ο θεωρών εμέ, θεωρεί τον πέμψαντά με. Διότι εγώ απ’ εμαυτού δεν ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας με Πατήρ, αυτός μοι έδωκεν εντολήν, τι να είπω, και τι να λαλήσω· και εξεύρω ότι η εντολή αυτού είναι ζωή αιώνιος. Όσα λοιπόν λαλώ εγώ, καθώς μοι είπεν ο Πατήρ, ούτω λαλώ.» Το πραγματικό γεγονός ότι απεστάλη αποδευκνύει ότι δεν ήταν ίσος με τον Θεόν, αλλά κατώτερος από τον Θεόν τον Πατέρα του.
30. Πώς ο Ιησούς, με τον κανόνα του που εξέθεσε, έδειξε αν ήταν εξίσου μεγάλος με τον Πατέρα του;
30 Αυτά προκύπτουν από τον κανόνα του ιδίου του Ιησού, καθώς τον εξέθεσε στους αποστόλους του: «Δεν είναι δούλος ανώτερος του κυρίου αυτού, ουδέ απόστολος ανώτερος του πέμψαντος αυτόν.» (Ιωάν. 13:16) Καθώς ο Θεός ήταν μεγαλύτερος από τον Ιησούν, τον οποίον απέστειλε, έτσι και ο Ιησούς ήταν μεγαλύτερος από τους μαθητάς του, τους οποίους απέστειλε. Ο Ιησούς έκαμε τη σύγκρισι αυτή, όταν είπε προς αυτούς: «Ειρήνη υμίν καθώς με απέστειλεν ο Πατήρ, και εγώ πέμπω εσάς.» (Ιωάν. 20:21) Έτσι ο μεγαλύτερος αποστέλλει εκείνον που είναι κατώτερος.
31. Επομένως, τι ήταν τροφή γι’ αυτόν, αν και φυσικώς πεινούσε;
31 Ο Ιησούς, επειδή επέμφθη σε μια αποστολή, δεν ήλθε για να κάμη το θέλημα το δικό του ή να ευχαριστήση τον εαυτό του κατά την σάρκα. Ήλθε για να κάμη το θέλημα του Μεγαλυτέρου, ο οποίος τον απέστειλε. Έκανε το θέλημα του Θεού και αν ακόμη πεινούσε σωματικά, λέγοντας: «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με, και να τελειώσω το έργον αυτού.»—Ιωάν. 4:34.
32. Από πού εστάλη ο Ιησούς, και επομένως πού ήταν κατώτερος από τον Θεό;
32 Ο Ιησούς δεν απεστάλη για πρώτη φορά όταν ήταν «εν σαρκί» επάνω στη γη, αλλ’ απεστάλη όταν ακόμη ήταν στον ουρανό. Προς απόδειξιν τούτου είπε: «Κατέβην εκ του ουρανού, ουχί δια να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. Τούτο δε είναι το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός, παν ό,τι μοι έδωκε, να μη απολέσω ουδέν εξ αυτού.» (Ιωάν. 6:38, 39) Επομένως, ακόμη και στον ουρανό ο Ιησούς ήταν κατώτερος από τον Πατέρα του. Κατά τη διάρκεια του καιρού που είχε για τον σκοπό αυτό, ο Ιησούς ήταν συνεχώς στα έργο του Πατρός του, του Αποστολέως του. Έλεγε: «Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του πέμψαντός με, εωσού είναι ημέρα· έρχεται νυξ, ότε ουδείς δύναται να εργάζηται.» (Ιωάν. 9:4) Όλ’ αυτά δίνουν πρόσθετη απόδειξι ότι ο Ιησούς δεν ήταν ο Θεός, του οποίου το θέλημα έπρεπε να γίνη, αλλ’ ήταν κατώτερος από τον Θεό, πράττοντας το θέλημα του Θεού.
[Υποσημειώσεις]
a Το Λατινικό σχόλιο έχει ως εξής: «Antequam Abraham fieret, Ego sum, quippe Deus aeternus, antequam Abraham nasceretur.»—Σελίς 180, Τόμος 7, από την La Sainte Bible, υπό του Αββά Drioux, (French)—Έκδοσις 1884.
b Παράθεσις από τη σελίδα 203 της The New Testament of Our Lord and Saviour Jesus Christ—A New Translation, υπό Ρ. Α. Νοξ, έκδοσις 1945.
c «Ehe Abraham geworden ist, war ich.»
d «Ehe es einen Abraham gab, war ich schon da!» Βλέπε υποσημειώσεις και στη σελίδα 746, παραγρ. 4, στη Σκοπιά 15ης Δεκεμβρίου 1962.
e “Antes que Abraão existisse, eu existia.”
f יתייה ינא םהרבא תויה םרטב —Delitzsch, 1937 edition.
g םהרבא היה־אל דע דוע יתייה ינא—Salkinson-Ginsburg,1941 edition.
h Βλέπε Ιωάν. 8:24, 28, 58, ΚΕΜ· ΑΣ· ΑΣΜ· ΜΙΡ· ΜΡΓ· ΚΜΝ και Συναδελφώσεως.
i Παράθεσις από την The Septuagint Bible The Oldest Version of the Old Testament in the translation of Charles Thomson, revised by C. A. Muses· εκδοθέν υπό The Falcon’s Wing Press, έκδοσις 1954.