‘Κηρύξατε Ελευθερίαν προς τους Αιχμαλώτους’
«Με απέστειλε δια . . . να κηρύξω προς τους αιχμαλώτους ελευθερίαν, και προς τους τυφλούς ανάβλεψιν, να αποστείλω τους συντεθλασμένους εν ελευθερία, δια να κηρύξω ευπρόσδεκτον του Ιεχωβά ενιαυτόν.»—Λουκ. 4:18, 19, ΜΝΚ.
1. Για τους ανθρώπους σήμερα υπάρχει ζήτημα ελευθερώσεως ή τι άλλο υπάρχει, και ποιο προειδοποιητικό παράδειγμα παρεσχέθη πριν από δέκα εννέα αιώνες;
ΣΗΜΕΡΑ υπάρχει ζήτημα ταχείας ελευθερώσεως ή αναποφεύκτου καταστροφής! Ή θα υπάρξη ελευθερία για τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι θα καταστραφούν μαζί με ό,τι τους κρατεί αιχμαλώτους και τους καταπιέζει! Τόσο επείγον είναι αυτό το ζήτημα! Η κατάστασις, που όλοι αντιμετωπίζομε σήμερα, δεν στερείται προειδοποιητικού παραδείγματος στους παρελθόντας χρόνους της ιστορίας. Το αντιμετώπισε μια ομάς δεκατριών ανθρώπων πριν από δεκαεννέα αιώνες. Οι άνθρωποι εκείνοι ανέλαβαν να χειρισθούν την κατάστασι και κατέβαλαν σθεναρές προσπάθειες για να επιφέρουν ελευθέρωσι του λαού των, προτού επέλθη η τρομερή καταστροφή. Μερικοί σκεπτόμενοι άνθρωποι άκουσαν ευπειθώς το κήρυγμα απελευθερώσεως και δέχθηκαν την παρεχόμενη βοήθεια κι επέτυχαν μια έγκαιρη ελευθέρωσι από την οργάνωσι, που τους κρατούσε αιχμαλωτισμένους και τους κατεπίεζε. Αυτοί δεν ήσαν μεταξύ του ενός και πλέον εκατομμυρίου ανθρώπων του λαού των, που πέθαναν ύστερ’ από λίγους μήνες πολιορκίας και των δεκάδων χιλιάδων των άλλων, που απήχθησαν σε εξορία και σκλαβιά σε ειδωλολάτρας κυρίους. Όλα αυτά ήσαν προφητικά και πρέπει σήμερα ν’ αποκομίσωμε εμείς το σχετικό μάθημα. Με ομοιότητα γεγονότων, η ιστορία πρόκειται να επαναληφθή σήμερα, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Για τους ανθρώπους σήμερα πρόκειται περί ελευθερώσεως ή καταστροφής!
2. Όσον αφορά τη θρησκεία, ποια εθνική κατάστασι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ο Ιησούς και οι απόστολοί του, και ήταν το έθνος του ένας ελεύθερος λαός;
2 Παρατηρήστε την εθνική κατάστασι, που αντιμετώπισε ο Ιησούς Χριστός και οι δώδεκα απόστολοί του, πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια. Ο Ιησούς ώφειλε ν’ αρχίση μόνος του, εκτός, φυσικά, του ότι ο Θεός ήταν μαζί του. Ήλθε μέσα στον ίδιο το λαό του. Ήσαν βαθιά θρησκευόμενοι. Ήσαν με ζήλο προσκολλημένοι στη θρησκεία τους, η οποία διέφερε απολύτως από τον Ινδουισμό, τον Βουδδισμό, τον Περσικό Ζωροαστρισμό, την Ελληνική και τη Ρωμαϊκή θρησκεία, και τη Γοτθική και τη Δρυιδική θρησκεία που άνθιζαν επάνω σε μεγάλες περιοχές της γης. Αυτές τις θρησκείες των Εθνών τις εχαρακτήριζε η ειδωλολατρία. Λόγω αυτής της διαφοράς της θρησκείας, ο λαός του Ιησού θα έπρεπε να ήταν ένας ελεύθερος λαός, τουλάχιστον από θρησκευτική άποψι. Είχαν στη διάθεσί τους τριάντα εννέα ιερά βιβλία, και αυτά ήσαν κατανεμημένα κάτω από τρεις επικεφαλίδες, δηλαδή, τον Νόμο ή Τορά, τους Προφήτας και τους Ψαλμούς. Αυτά τα είχαν λάβει από τον Δημιουργό Θεό. Γιατί να μην ήσαν ένας ελεύθερος λαός; Αλλά δεν ήσαν!
3. Τι ήταν εκείνο που είχε φέρει σε κατάστασι δουλείας τον λαό του Ιησού;
3 Ο Νόμος, οι Προφήται και οι Ψαλμοί, δεν ήσαν εκείνα που έφεραν αυτόν τον λαό σε κατάστασι δουλείας, για να μιλήσωμε από θρησκευτική άποψι. Εξ άλλου δεν ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκείνη που τους είχε υποδουλώσει θρησκευτικώς, μολονότι είχε καταλάβει τη χώρα τους το έτος 63 πριν από την Κοινή μας Χρονολογία. Ήταν ο μεγάλος όγκος των παραδόσεων και ανθρωπίνων κανόνων οι οποίοι αργότερα συγκεντρώθηκαν σε γραπτή μορφή στο Ιουδαϊκό Ταλμούδ.
4. Ποιος τους είχε υποβάλει σ’ αυτό το σύστημα δουλείας, και πώς, και με αποτέλεσμα ποιας ενεργείας εναντίον των προφητών του Θεού;
4 Μολονότι αυτές οι παραδόσεις, οι κανόνες και οι εντολές μη θεοπνεύστων ανθρώπων διέψευδαν και ακύρωναν τον Νόμο, τους Προφήτας και τους Ψαλμούς, οι θρησκευτικοί ηγέται τις έθεσαν στη θέσι του θεοπνεύστου γραπτού Λόγου του Θεού· και ο λαός μ’ εμπιστοσύνη υπετάγη σ’ αυτό. Αυτό έθεσε τον κοινό λαό σ’ ένα σύστημα δουλείας, μιας δουλείας στους θρησκευτικούς ηγέτας οι οποίοι είχαν περισσότερη εκτίμησι σ’ αυτά που άνθρωποι στο παρελθόν είχαν διδάξει και κάμει παρά στον σαφή γραπτό Νόμο και τις διευθετήσεις του Θεού. Αυτή η δουλεία τούς ετύφλωσε. Τους έκαμε ν’ ακολουθούν τυφλά θρησκευτικούς ηγέτας και να εναντιώνονται σε θεοπνεύστους ανθρώπους τους οποίους ο ίδιος ο Θεός είχε αποστείλει σ’ αυτούς. Όπως δείχνουν τα γυμνά γεγονότα της ιστορίας, αυτό τους έκαμε να εναντιωθούν, μέχρι θανάτου, στον μέγιστο Προφήτη τους, ο οποίος έδωσε όλες τις αποδείξεις ότι ήταν αυτός ο ίδιος ο Υιός του Θεού.
5. Πώς αντέδρασε ο λαός στην προστασία που του προσέφερε ο Ιησούς, και τι, επομένως, συνέβη στην πόλι τους;
5 Πάρτε, παραδείγματος χάριν, την αρχαία περιτειχισμένη πόλι Ιερουσαλήμ το έτος 33 της Κοινής μας Χρονολογίας, το οποίον ήταν το δέκατο ένατο έτος της βασιλείας του Τιβερίου Καίσαρος της Ρώμης. Τρεις ημέρες πριν από το Ιουδαϊκό Πάσχα του έτους εκείνου, ο Ιησούς Χριστός κατήγγειλε τη θρησκευτική υποδούλωσι του κοινού λαού και κατόπιν είπε στην αγία πόλι των: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας, και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε, ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου, καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε; Ιδού, αφίνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος. Διότι σας λέγω, Δεν θέλετε με ιδεί εις το εξής, εωσού είπητε, Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι του Ιεχωβά.» (Ματθ. 23:1-4, 15, 37-39, ΜΝΚ) Αλλά άνθρωποι, που ακολουθούσαν τους τηρητάς των παραδόσεων ηγέτας των, δεν θέλησαν την προστασία που τους προσέφερε ο Ιησούς Χριστός, όπως μια όρνις προστατεύει τους νεοσσούς της κάτω από τα φτερά της. Η Ιερουσαλήμ της εποχής εκείνης δεν είπε ποτέ στον Ιησού: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι του Ιεχωβά!» Έτσι, το 70 μ.Χ., η Ιουδαϊκή εκείνη πόλις υπέστη φρικτή καταστροφή.
6. Σχετικά με τον οίκο του Αβραάμ, πώς έδειξε ο Παύλος τη δουλεία του λαού του, και επί πόσον καιρό εξακολούθησε η Ιερουσαλήμ να παραμένη σ’ αυτή τη δουλεία;
6 Οι απόστολοι του Ιησού Χριστού είδαν επίσης τη θρησκευτική αιχμαλωσία του λαού. Περίπου είκοσι χρόνια πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τις Ρωμαϊκές στρατιές, ο απόστολος Παύλος έγραψε στους μαθητάς της Γαλατίας, οι οποίοι επλανήθησαν κι αιχμαλωτίσθηκαν στις θρησκευτικές παραδόσεις: «Ο Αβραάμ εγέννησε δυο υιούς· ένα εκ της δούλης, και ένα εκ της ελευθέρας· . . ( . . το Άγαρ . . . ταυτίζεται με την σημερινήν Ιερουσαλήμ· είναι δε εις δουλείαν μετά των τέκνων αυτής.) Λοιπόν, αδελφοί, δεν είμεθα της δούλης [Άγαρ] τέκνα, αλλά της ελευθέρας. Εν τη ελευθερία, λοιπόν, με την οποίαν ηλευθέρωσεν ημάς ο Χριστός, μένετε σταθεροί, και μη υποβληθήτε πάλιν εις ζυγόν δουλείας.» (Γαλ. 4:21-25, 31· 5:1) Αυτά τα λόγια εσήμαιναν ότι επί δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του Ιησού Χριστού έξω από τις πύλες της, η Ιερουσαλήμ παρέμενε στη θρησκευτική της δουλεία. Παρέμενε σ’ αυτήν ως τότε που κατεστράφη το έτος 70 μ.Χ., και οι δεκάδες των χιλιάδων των θρησκευτικά δουλωμένων τέκνων της απήχθησαν σε δουλεία στους ειδωλολάτρας Ρωμαίους.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ
7. Στην εποχή του Ιησού υπήρχε ζήτημα είτε ελευθερώσεως του λαού, είτε καταστροφής του, και τι δείχνει η μετέπειτα Ιουδαϊκή ιστορία γι’ αυτό;
7 Αλλά όταν ο Ιησούς Χριστός παρουσιάσθηκε στον λαό του πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια, είχε ο λαός ανάγκη ελευθερώσεως; Υπήρχε ζήτημα ελευθερώσεως ή καταστροφής; Επειδή αρνήθηκαν τη θρησκευτική απελευθέρωσι, μήπως υπέστησαν σωματική καταστροφή; Ναι, εξωντώθησαν 1.100.000 απ’ αυτούς, κατά τον Ιουδαίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο. Το ότι είχαν ιερατείο, μεγαλοπρεπή ναό και θυσιαστήριο και αγία πόλι, και Νόμο, και Προφήτας και Ψαλμούς, στην πρωτότυπη Εβραϊκή και Αραμαϊκή γλώσσα, δεν τους έσωσε. Είχαν απορρίψει την απελευθέρωσι που τους είχε παρασχεθή με τον τρόπο του Θεού. Δεν επήλθε απελευθέρωσις με τον δικό τους στασιασμό εναντίον της Ρώμης το 66 μ.Χ. και με τις ηρωικές των προσπάθειες ν’ απελευθερωθούν από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο Θεός πραγματικά εγκατέλειψε τον «οίκον» των, τον άγιο ναό τους στην Ιερουσαλήμ. Δεν τον επροστάτευσε από καταστροφή το 70 μ.Χ.
8. (α) Στην περίπτωσι της Ιερουσαλήμ, πόσος χρόνος χρειάσθηκε για να εμφανισθούν τα κακά αποτελέσματα της εσφαλμένης πορείας; (β) Με ποια ιδιότητα επέστρεψε ο Ιησούς στη Ναζαρέτ, και, όπως ήταν κατάλληλο, τι έκαμε το σάββατο εκεί;
8 Απαιτείται χρόνος για να επιφέρη μια εσφαλμένη πορεία ενεργείας τα κακά της αποτελέσματα. Έτσι έγινε και με την Ιερουσαλήμ και τον ναό της. Απαιτήθηκαν τουλάχιστον σαράντα χρόνια. Στον καιρό του Πάσχα, την άνοιξι του έτους 30 μ.Χ., ο Ιησούς Χριστός εκαθάρισε τον ναό από τους τραπεζίτας και τους εμπόρους, οι οποίοι είχαν μετατρέψει τον ναό σε «οίκον εμπορίου.» (Ιωάν. 2:13-17) Μετά από λίγους μήνες ο Ιησούς επεσκέφθη την πατρίδα του Ναζαρέτ. Το προηγούμενο έτος είχε φύγει από τη Ναζαρέτ ως ξυλουργός. Κατόπιν επέστρεψε ως κήρυξ της βασιλείας του Θεού. Ήλθε το Ιουδαϊκό σάββατο και, κατά τη συνήθειά του, πήγε στη συναγωγή, όχι απλώς για ν’ ακούση, αλλά για να παρουσιάση το άγγελμά του περί απελευθερώσεως. Σηκώθηκε κι εδιάβασε ένα μέρος της Αγίας Γραφής στους εκεί Ιουδαίους προσκυνητάς. «Και εδόθη εις αυτόν το βιβλίον Ησαΐου του προφήτου· και ανοίξας το βιβλίον εύρε τον τόπον, όπου ήτο γεγραμμένον, ‘Πνεύμα Ιεχωβά είναι επ’ εμέ· δια τούτο με έχρισε· με απέστειλε δια να ευαγγελίζομαι προς τους πτωχούς, δια να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω προς τους αιχμαλώτους ελευθερίαν, και προς τους τυφλούς ανάβλεψιν, να αποστείλω τους συντεθλασμένους εν ελευθερία, δια να κηρύξω ευπρόσδεκτον Ιεχωβά ενιαυτόν’.»—Λουκ. 4:16-19, ΜΝΚ.
9. Πού ευρίσκετο η προφητεία που ανέγνωσε ο Ιησούς, και στην πρώτη της εκπλήρωσι ποιων την απελευθέρωσι από αιχμαλωσία έδειχνε;
9 Αυτή ήταν η προφητεία του Ησαΐα 61:1, 2, γραμμένη τουλάχιστον 732 χρόνια προ Χριστού. Είχε γραφή λοιπόν 125 χρόνια προτού τα Βαβυλωνιακά στρατεύματα καταστρέψουν την Ιερουσαλήμ και απαγάγουν τους περισσοτέρους επιζώντας Ιουδαίους σ’ αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, πρωτεύουσα της ψευδούς θρησκείας. Εκεί κατεθλίβοντο από καταπίεσι, ο δε Θεός των, ο Ιεχωβά, ενεπαίζετο. Ακριβώς όπως είχε προείπει ο προφήτης Ησαΐας: «Οι εξουσιάζοντες επ’ αυτού ολολύζουν, λέγει ο Ιεχωβά· και το όνομά μου βλασφημείται πάντοτε καθ’ ημέραν.» (Ησ. 52:5, ΜΝΚ) Η Βαβυλών δεν εσκέπτετο ν’ απελευθερώση τους δεσμίους Ιουδαίους. Παρέστη ανάγκη ν’ ανατραπή η θρησκευτική Βαβυλών για να επέλθη η απελευθέρωσις των αιχμαλώτων Ιουδαίων. Γι’ αυτόν τον λόγο, προλέγοντας την πτώσι της Βαβυλώνος, ο προφήτης Ησαΐας είπε ότι θα έκανε αυτή την ερώτησι για την ανατροπή της βασιλικής δυναστείας της: «Ούτος είναι ο άνθρωπος ο ποιών την γην να τρέμη, ο σείων τα βασίλεια; ο ερημόνων την οικουμένην και καταστρέφων τας πόλεις αυτής; ο μη απολύων εις τας οικίας αυτών τους δέσμιους αυτού;» (Ησ. 14:16, 17) Εν τούτοις, η προφητεία του Ησαΐα περί ενός κεχρισμένου κήρυκος έδειχνε ότι θα επήρχετο απελευθέρωσις για τους Ιουδαίους αιχμαλώτους. Και πράγματι έγινε η απελευθέρωσις—στο έτος 537 π.Χ.
10. Πώς το ερώτημα για τον κεχρισμένο κήρυκα που προελέχθη από τον Ησαΐα τακτοποιήθηκε στη συναγωγή της Ναζαρέτ;
10 Ποιος ήταν ο κεχρισμένος κήρυξ στον οποίον ανεφέρετο ο Ησαΐας; Οι προφητικοί λόγοι που αναγράφονται στην Εβραϊκή Βίβλο λέγουν: «Πνεύμα Ιεχωβά του Θεού είναι επ’ εμέ· διότι ο Ιεχωβά με έχρισε δια να ευαγγελίζομαι εις τους πτωχούς· με απέστειλε δια να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους, και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις τους δεσμίους· δια να κηρύξω ενιαυτόν ευπρόσδεκτον του Ιεχωβά, και ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών δια να παρηγορήσω πάντας τους πενθούντας.» (Ησ. 61:1, 2, ΜΝΚ) Το ερώτημα για τον κεχρισμένον αυτόν κήρυκα τακτοποιήθηκε από τον Ιησού Χριστό εκεί στη συναγωγή της Ναζαρέτ. Αφού ο Ιησούς ετελείωσε την ανάγνωσι της προφητείας του Ησαΐα, έδωσε το βιβλίο πίσω στον υπηρέτη κι εκάθησε και είπε σε όλους εκείνους που ήσαν στη συναγωγή: «Σήμερον επληρώθη η γραφή αύτη εις τα ώτα υμών.» (Λουκ. 4:20, 21) Αυτό εσήμαινε ότι ο Ιησούς ήταν ο κεχρισμένος κήρυξ.
11. (α) Με ποιον τρόπο ωμίλησε εκεί ο Ιησούς ορθά; (β) Γιατί ανεζήτησε έξω από τη Ναζαρέτ Ιουδαίους, που ήθελαν ν’ απελευθερωθούν από την αιχμαλωσία;
11 Ο Ιησούς είχε μιλήσει ορθά. Το προηγούμενο έτος είχε βαπτισθή από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και, καθώς ανεδύετο από τον Ιορδάνη Ποταμό, ο Θεός επέχυσε το άγιον πνεύμα στον βαπτισμένο Ιησού. Ο Ιεχωβά Θεός τον έχρισε με το άγιον πνεύμα. Έτσι έγινε κεχρισμένος για να κηρύξη ελευθερία στους αιχμαλώτους και ανάβλεψι στους τυφλωμένους από το βαθύ σκότος της θρησκευτικής φυλακής των. (Ματθ. 3:13-17) Αλλά ο Ιησούς είπε σ’ εκείνους τους Ναζωραίους μέσα στη συναγωγή: «Αληθώς σας λέγω ότι ουδείς προφήτης είναι δεκτός εν τη πατρίδι αυτού.» Ο Ιησούς είχε δίκιο· διότι, όταν ετελείωσε την ομιλία του, προσεπάθησαν να τον θανατώσουν, μολονότι αυτός ήταν πραγματικά ο Κεχρισμένος, ο Μεσσίας, ο Χριστός. Αλλ’ ο τρόπος των δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίον θα πέθαινε ο Ιησούς Χριστός. Έτσι, με τη βοήθεια του Θεού εξέφυγε από τα χέρια των και μετέβη αλλού να κηρύξη. (Λουκ. 4:22-30) Ανεζήτησε έξω από τον τόπο της γεννήσεώς του Ιουδαίους που ζητούσαν απελευθέρωσι από την αιχμαλωσία.
12. Είχε μήπως τελειώσει στον Ιησού η προφητεία του Ησαΐα για τον κεχρισμένο κήρυκα, και τι έδειξαν τα γεγονότα της επομένης Πεντηκοστής;
12 Μήπως η προφητεία του Ησαΐα για τον κεχρισμένο κήρυκα ετελείωσε στον Ιησού Χριστό; Όχι! Το κήρυγμα για απελευθέρωσι δεν ετελείωσε όταν ο Ιησούς πέθανε την ημέρα του Πάσχα του έτους 33 μ.Χ. Ο θάνατός του άφησε ακόμη την πρωτεύουσα της Ιερουσαλήμ σε «δουλείαν μετά των τέκνων αυτής.» (Γαλ. 4:25) Αλλ’ ο Ιησούς είχε συγκεντρώσει γύρω του δώδεκα άνδρες για να είναι μαζί του τον περισσότερο καιρό. Μετά την ανάστασί του και πριν από την ανάληψί του στον ουρανό, είπε στους πιστούς αποστόλους του: «Θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το άγιον πνεύμα εφ’ υμάς· και θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης.» Ύστερα από δέκα μέρες επήλθε σ’ αυτούς το άγιον πνεύμα, την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, εκεί στην Ιερουσαλήμ. (Πράξ. 1:1-9· 2:1-21) Έτσι ο Ιεχωβά άρχισε να χρίη με πνεύμα τους βαπτισμένους ακολούθους του Ιησού. (2 Κορ. 1:21· 1 Ιωάν. 2:20, 27) Με τον τρόπο αυτόν εφηρμόσθη η προφητεία του Ησαΐα και σ’ αυτούς, και ήλθε και σ’ αυτούς η υποχρέωσις «να κηρύξουν ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους.»
13. Την ημέρα της Πεντηκοστής, πώς ο απόστολος Πέτρος έδειξε την επείγουσα ανάγκη του λαού για απελευθέρωσι;
13 Εκείνοι οι Ιουδαίοι και οι προσήλυτοι, που συγκεντρώθηκαν κατά χιλιάδες για ν’ ακούσουν τον Πέτρο και τους λοιπούς αποστόλους να κηρύττουν υπό την καθοδηγία του αγίου πνεύματος την Πεντηκοστή, μπορεί να μην είχαν κατανοήσει πόσο σπουδαία κι επίκαιρη ήταν αυτή η απελευθέρωσις από τη θρησκευτική αιχμαλωσία. Αλλ’ ο Πέτρος την εξετίμησε και είπε στον λαό που ζητούσε να μάθη: «Σώθητε από της διεστραμμένης ταύτης γενεάς.» Επίσης, στην προηγούμενη ομιλία του σ’ αυτούς, παρέθεσε την προφητεία του Ιωήλ περί εκχύσεως του πνεύματος του Ιεχωβά στις έσχατες ημέρες και εν συνεχεία παρέθεσε το υπόλοιπο της προφητείας του Ιωήλ, λέγοντας: «Και θέλω δείξει τέρατα εν τω ουρανώ άνω, και σημεία επί της γης κάτω, αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού· ο ήλιος θέλει μεταστραφή εις σκότος, και η σελήνη εις αίμα, πριν έλθη η ημέρα του Ιεχωβά η μεγάλη και επιφανής. Και πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά θέλει σωθή.» (Πράξ. 2:16-21, 40, ΜΝΚ· Ιωήλ 2:28-32, ΜΝΚ) Αυτό εσήμαινε ότι η έκχυσις του αγίου πνεύματος και η κήρυξις ελευθερίας ήσαν πρόδρομοι ενός ασυνήθους καιρού θλίψεως με καταστροφή για τη ‘διεστραμμένη γενεά’ και για όλους εκείνους που δεν επεκαλούντο το όνομα του Ιεχωβά.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ Ν’ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΟΙ ΚΕΧΡΙΣΜΕΝΟΙ ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
14, 15. Ύστερα από το χρίσμα με το πνεύμα, τι επρόκειτο να επέλθη στο έθνος, και πώς το προείπε ο Γαβριήλ στον Δανιήλ;
14 Επέκειτο θλίψις για την επίγεια Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν «εν αιχμαλωσία μετά των τέκνων αυτής.» Μια άλλη προφητική δήλωσις εν σχέσει με το χρίσμα κατεδείκνυε τούτο. Σ’ εκείνη την προφητεία ο άγγελος Γαβριήλ είπε στον προφήτη Δανιήλ το ακριβές έτος του χρίσματος του Ιησού με άγιο πνεύμα για να καταστή αυτός ‘Χριστός ο Ηγούμενος’, καθώς και περί του χρίσματος των ακολούθων του. Κατόπιν επρόκειτο να επακολουθήση θλίψις, διότι ο άγγελος Γαβριήλ είπε εν μέρει:
15 «Εβδομήκοντα εβδομάδες διωρίσθησαν επί τον λαόν σου, και επί την πόλιν την αγίαν σου, δια να συντελεσθή η παράβασις, . . . και να χρισθή ο Άγιος των αγίων. . . . θέλει εκκοπή ο Χριστός, πλην ουχί δι’ εαυτόν· και ο λαός του ηγουμένου όστις θέλει ελθεί, θέλει αφανίσει την πόλιν και το αγιαστήριον· και το τέλος αυτής θέλει ελθεί μετά κατακλυσμού, και έως του τέλους του πολέμου είναι διωρισμένοι αφανισμοί.»
16. Τι ήταν ο «Άγιος των Αγίων», που επρόκειτο να χρισθή και πότε και πώς έγινε αυτό;
16 Στους λόγους αυτούς από το βιβλίο του Δανιήλ 9:24-26, ο Άγιος των Αγίων, που επρόκειτο να χρισθή, είναι ο πνευματικός ναός ή αγιαστήριον του Θεού. Αποτελείται από τον Ιησούν Χριστόν και τους 144.000 πιστούς ακολούθους του που καθίστανται «ζώντες λίθοι» του πνευματικού ναού. Δια του αγίου του πνεύματος ο Θεός κατοικεί σ’ αυτόν τον ναό των ζώντων λίθων. (1 Πέτρ. 2:5· Εφεσ. 2:20-22· 1 Κορ. 3:16, 17) Αυτός λοιπόν ο κεχρισμένος ναός διαφέρει από το «αγιαστήριον» που θα ηρημώνετο από τον λαόν του ηγουμένου, που θα ήρχετο. Το καταδικασμένο «αγιαστήριον» ήταν ο οίκος της λατρείας, ο ναός των κατά γράμμα αψύχων λίθων, που είπε ο Ιησούς ότι εγκατελείφθη από τον Θεό στους απίστους Ιουδαίους. (Ματθ. 23:38) Δεν ήταν κεχρισμένος με το άγιο πνεύμα του Θεού· αλλά στην αρχή της εβδομηκοστής εβδομάδος το έτος 29 μ.Χ., ο Ιησούς εβαπτίσθη με άγιον πνεύμα. Λίγο μετά τα μέσα της εβδομηκοστής εβδομάδος οι πιστοί του απόστολοι και λοιποί μαθηταί εχρίσθησαν με το πνεύμα στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της Πεντηκοστής και στο τέλος της εβδομηκοστής εβδομάδος εχρίσθησαν με το άγιον πνεύμαa οι πρώτοι Εθνικοί ή μη Ιουδαίοι στην Καισάρεια, περίπου ογδόντα χιλιόμετρα βορειοδυτικώς της Ιερουσαλήμ.
17. (α) Τι επήλθε επάνω στην ‘πόλιν και το αγιαστήριον’ καθώς είχε αποφασισθή από τον Θεό, αλλά τι συνέβη στον «Άγιον των Αγίων»; (β) Ώστε για ποια ημέρα προειδοποιούσε ο Πέτρος τους Ιουδαίους την ημέρα της Πεντηκοστής;
17 Αυτά τα κεχρισμένα μέλη, που αποτελούσαν τον «Άγιον των αγίων», επέζησαν όταν ερημώθησαν η «αγία πόλις» και το «αγιαστήριον», τριάντα τέσσερα χρόνια μετά από το τέλος της εβδομηκοστής εβδομάδος. Ακριβώς όπως ο άγγελος Γαβριήλ είχε πει στον Δανιήλ, ως το τέλος της Ιερουσαλήμ και του ναού της υπήρχε πόλεμος, ο δε Ρωμαίος ηγέτης που ήλθε με τις λεγεώνες του, δηλαδή ο Τίτος, επέφερε στην «πόλιν και το αγιαστήριον» ό,τι είχε αποφασισθή από τον Ιεχωβά Θεό, δηλαδή «αφανισμούς». Αυτή ήταν ασφαλώς μια «ημέρα του Ιεχωβά» ως προς την Ιερουσαλήμ και τα τέκνα της. Σχετικά με την ημέρα εκείνη, υπήρχε αφθονία ‘αίματος και πυρός και ατμίδος καπνού’, ο ήλιος δεν ελάμπρυνε το σκότος της πόλεως την ημέρα, η δε σελήνη έδειχνε το χυμένο αίμα, όχι το ειρηνικό, αργυρώδες σεληνόφως της νύχτας. Αυτά επήλθαν, αφού ο Ιεχωβά Θεός εξέχυσε το άγιο πνεύμα του ‘επί πάσαν σάρκα’ σ’ εκπλήρωσι της προφητείας του Ιωήλ, της προφητείας που είχε παραθέσει ο απόστολος Πέτρος σε χιλιάδες Ιουδαίους και προσηλύτους στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ. Ο Πέτρος προειδοποιούσε ιδιαίτερα τους περιτετμημένους εκείνους Ιουδαίους και προσηλύτους για τη ‘μεγάλη και επιφανή ημέρα του Ιεχωβά’ που επρόκειτο να έλθη στο έτος 70 μ.Χ.
18. Πώς η προφητεία του Ιησού για την Ιερουσαλήμ κατά το ταξίδι του στην πόλι εκείνη δείχνει ότι υπήρχε επείγουσα ανάγκη να δεχθούν απελευθέρωσι;
18 Μήπως, λοιπόν, υπήρχε καμμιά επείγουσα περίπτωσις ν’ αποδεχθούν την ελευθερία που εκηρύττετο από τους μαθητάς του Ιησού στους θρησκευτικούς αιχμαλώτους και υπήρχε επείγουσα ανάγκη να επικαλεσθούν το όνομα του Ιεχωβά δια Ιησού Χριστού για να σωθούν; Πράγματι υπήρχε! Δύο μόλις μήνες πριν από την Πεντηκοστή, όταν ο Ιησούς εισήρχετο ως βασιλεύς στην Ιερουσαλήμ, εσταμάτησε κι έκλαψε για την πόλι, λέγοντας: «Είθε να εγνώριζες και συ τουλάχιστον εν τη ημέρα σου ταύτη τα προς ειρήνην σου αποβλέποντα· αλλά τώρα εκρύφθησαν από των οφθαλμών σου· διότι θέλουσιν ελθεί ημέραι επί σε, και οι εχθροί σου θέλουσι κάμει χαράκωμα περί σε, και θέλουσι σε περικυκλώσει, και θέλουσι σε στενοχωρήσει πανταχόθεν· και θέλουσι κατεδαφίσει σε, και τα τέκνα σου εν σοι, και δεν θέλουσι αφήσει εν σοι λίθον επί λίθον· διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου.»—Λουκ. 19:41-44.
19, 20, (α) Ενώ περιέβλεπε τον ναό της Ιερουσαλήμ, ποια προφητεία έκαμε ο Ιησούς γι’ αυτόν; (β) Απαντώντας στους αποστόλους του, ποια προφητεία είπε ο Ιησούς σχετικά με την Ιερουσαλήμ, και ποια ημέρα εκήρυττε έτσι ο Ιησούς;
19 Ύστερ’ από δύο μέρες, αφού είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους ότι ο ναός των, ο οίκος της λατρείας των, εγκατελείφθη, και ενώ περιέβλεπε τον ναό είπε στους αποστόλους του: «Δεν βλέπετε πάντα ταύτα; αληθώς σας λέγω, δεν θέλει αφεθή εδώ λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή.» (Ματθ. 23:38· 24:1, 2) Πότε επρόκειτο να γίνη αυτό; Οι απόστολοί του τον ερώτησαν αργότερα.
20 Κατόπιν έδωσε την προφητεία του για το τέλος του παρόντος συστήματος πραγμάτων, στην οποία είπε: «Όταν δε ίδητε την Ιερουσαλήμ περικυκλουμένην υπό στρατοπέδων, τότε γνωρίσατε ότι επλησίασεν η ερήμωσις αυτής. Τότε οι όντες εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν εις τα όρη· και οι εν μέσω αυτής ας αναχωρώσιν έξω· και οι εν τοις αγροίς ας μη εμβαίνωσιν εις αυτήν. Διότι ημέραι εκδικήσεως είναι αύται, δια να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα. Ουαί δε εις τας εγκυμονούσας και τας θηλάζουσας εν εκείναις ταις ημέραις· διότι θέλει είσθαι μεγάλη στενοχωρία επί της γης, και οργή κατά του λαού τούτου. Και θέλουσι πέσει εν στόματι μαχαίρας, και θέλουσι φερθή αιχμάλωτοι, εις πάντα τα έθνη· και η Ιερουσαλήμ θέλει είσθαι πατουμένη υπό εθνών, εωσού εκπληρωθώσιν οι καιροί των εθνών.» (Λουκ. 21:20-24) Ο Ιησούς εκήρυττε τότε την ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών.
21. Στον δρόμο του προς τον Γολγοθά, πώς προείπε ο Ιησούς τις θλίψεις της Ιερουσαλήμ και των θυγατέρων της;
21 Μετά από τρεις μέρες ο Ιησούς εβάδιζε προς τον Γολγοθά ακολουθούμενος από τον Σίμωνα Κυρηναίον, ο οποίος μετέφερε τον σταυρόν του Ιησού. «Ηκολούθει δε αυτόν πολύ πλήθος του λαού, και γυναικών, αίτινες και ωδύροντο και εθρήνουν αυτόν. Στραφείς δε προς αυτάς ο Ιησούς είπε, Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά δι’ εαυτάς κλαίετε και δια τα τέκνα σας. Διότι ιδού, έρχονται ημέραι, καθ’ ας θέλουσιν ειπεί, Μακάριαι αι στείραι, και αι κοιλίαι αίτινες δεν εγέννησαν, και οι μαστοί οίτινες δεν εθήλασαν. Τότε θέλουσιν αρχίσει να λέγωσιν εις τα όρη, Πέσετε εφ’ ημάς· και εις τα βουνά, Σκεπάσατε ημάς. Διότι, αν εις το υγρόν ξύλον πράττωσι ταύτα, τι θέλει γείνει εις το ξηρόν;»—Λουκ. 23:26-31.
22. Πώς το συμβολικό δένδρο ήταν ακόμη υγρό, και πώς θα εμαραίνετο;
22 Υπήρχε ακόμη λίγη ικμάδα ζωής στο δένδρον του Ιουδαϊκού έθνους λόγω της υπάρξεως ενός πιστού υπολοίπου ανάμεσά τους. Αλλ’ η απομάκρυνσις αυτού του εκχριστιανισμένου υπολοίπου θα άφηνε ένα πνευματικώς νεκρό δένδρο, μια μαραμένη εθνική οργάνωσι. Ω, πώς θα επήρχετο τότε η οργή του Θεού επάνω στους Ιουδαίους!
23. Ύστερ’ από μερικά χρόνια, τι είπε ο Παύλος για την διαγωγή των Ιουδαίων και για εκείνο, που επρόκειτο να επέλθη επάνω τους, και επήλθε αυτό;
23 Δεκαεπτά περίπου χρόνια αφότου ο Ιησούς έδωσε προειδοποίησι για το ξερό δένδρο, ο απόστολος Παύλος, ένας επιστραφείς Ιουδαίος, έγραψε στη Χριστιανική εκκλησία, που ήταν υπό διωγμό στη Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, και είπε: «Διότι σεις εγείνετε, αδελφοί, μιμηταί των εκκλησιών του Θεού, αίτινες είναι εν τη Ιουδαία εν Χριστώ Ιησού, επειδή και σεις επάθετε τα αυτά υπό των ιδίων υμών ομοεθνών, καθώς και αυτοί υπό των Ιουδαίων· οίτινες και τον Κύριον Ιησούν εθανάτωσαν και τους ιδίους αυτών προφήτας, και ημάς εξεδίωξαν, και εις τον Θεόν δεν αρέσκουσι, και εις πάντας τους ανθρώπους είναι εναντίοι· εμποδίζοντες ημάς να λαλήσωμεν προς τα έθνη δια να σωθώσι, δια να αναπληρώσωσι τας αμαρτίας εαυτών πάντοτε· έφθασε δε επ’ αυτούς η οργή μέχρι τέλους.» (1 Θεσ. 2:14-16) Πόσο αλήθευσε αυτό, διότι είκοσι χρόνια αργότερα επήλθε σ’ αυτούς η μεγάλη και επιφανής ημέρα του Ιεχωβά και η οργή του εξεχύθη σ’ αυτούς από τις στρατιές των Ρωμαίων!
24. Όταν οι εκχριστιανισθέντες Ιουδαίοι απεμακρύνθησαν, τι άρχισε ν’ αποσύρεται από εκείνους που ήσαν στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ, και προοιώνιζε, μήπως, αυτό κάτι;
24 Ακολουθώντας τη συμβουλή του Ιησού, οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί έφυγαν από την Ιερουσαλήμ κι από την Επαρχία της Ιουδαίας, αφήνοντας τους απίστους Ιουδαίους στο προειπωμένο τους τρομερό τέλος. Τότε έπαυσε η έκχυσις του αγίου πνεύματος του Ιεχωβά στους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας. Αυτή η ενέργεια του να αποσύρη ο Ιεχωβά το πνεύμα του ήταν πολύ δυσοίωνη και προοιώνιζε επικείμενη θλίψι!
25. Πώς η απόρριψις της απελευθερώσεως που εκήρυξαν οι ακόλουθοι του Ιησού κατέληξε σε καταστροφή των Ιουδαίων;
25 Οι άπιστοι Ιουδαίοι απέρριψαν την κήρυξι ελευθερώσεως που έκαμαν οι κεχρισμένοι με το άγιον πνεύμα ακόλουθοι του Χριστού. Επροτίμησαν να μείνουν αιχμάλωτοι στο πατροπαράδοτο σύστημα του Ιουδαϊσμού. Η ίδια τους η θρησκευτική τράπεζα κατέστη παγίς καταστροφής γι’ αυτούς. (Ψαλμ. 69:22· Ρωμ. 11:9) Απορρίπτοντας τον Ιησού Χριστό ως τον ‘Αμνόν του Θεού τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου’, εξακολουθούσαν να τηρούν το ετήσιο Πάσχα των στην Ιερουσαλήμ. Αντί να φύγουν με τους Χριστιανούς από την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία, συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ κατά εκατοντάδες χιλιάδων την άνοιξι του έτους 70 μ.Χ. Τότε οι Ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον Στρατηγό Τίτο επανήλθαν και τους ενέκλεισαν στην Ιερουσαλήμ, κτίζοντας ένα ωχυρομένο περίφραγμα οκτώ χιλιομέτρων γύρω από την καταδικασμένη πόλι. Ύστερ’ από μια αμείλικτη πολιορκία η Ιερουσαλήμ έπεσε στην κατοχή του Στρατηγού Τίτου στις 8 Σεπτεμβρίου του έτους 70 μ.Χ. Κατά τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ο απολογισμός σε θανάτους ήταν 1.100.000 και 97.000 που επέζησαν σε ελεεινή κατάστασι απήχθησαν αιχμάλωτοι σε δουλεία. Για 1.100.000 τουλάχιστον, η άρνησις απελευθερώσεως από τον Ιησού Χριστό εσήμαινε τρομερή καταστροφή.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Η Σκοπιά, 1ης Ιουνίου 1947, σελ. 172, κάτω από την επικεφαλίδα «Καλά Αποτελέσματα των Εβδομήκοντα Εβδομάδων.»
[Εικόνα στη σελίδα 174]
«Δεν θέλει αφεθή εδώ λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή.»