Τι Διδάσκει Η Βίβλος για τη Θεότητα του Χριστού;
Είναι ο Χριστός Θεός; Ή δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από απλός άνθρωπος; Η απάντησις της Γραφής κάνει αίσθησι.
«ΕΙΣΘΕ αποστάται! «Δεν είσθε Χριστιανοί! Δεν πιστεύετε στη θεότητα του Χριστού!» Έτσι εκραύγαζε ο ηλικιωμένος εξέχων κληρικός. Τι είχε επιφέρει αυτή τη συναισθηματική έκρηξι; Η τυχαία του συνάντησις με δύο νέους Χριστιανούς διακόνους, μάρτυρας του Ιεχωβά. Αυτό το περιστατικό της πραγματικής ζωής, που έλαβε χώραν σ’ ένα ποταμόπλοιο μεταξύ δύο μεγάλων πόλεων των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι χαρακτηριστικό του πόσο έντονα μερικοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί αισθάνονται το θέμα της θεότητος του Χριστού.
Τι ακριβώς εννοείται με τη φράσι «θεότης του Χριστού»; Προφανώς υπάρχει σημαντική σύγχυσις επάνω σ’ αυτό το θέμα, ακόμη και μεταξύ εκείνων που ανήκουν στα δόγματα που το διδάσκουν. Όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες διδασκαλίες της Γραφής, οι θρησκευτικοί ηγέται έφθασαν στα άκρα. Αφ’ ενός υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός ποτέ δεν ήταν κάτι περισσότερο από απλός άνθρωπος, και αφ’ ετέρου οι τριαδισταί που υποστηρίζουν ότι υπήρχε πάντοτε και πάντοτε ήταν θείος. Η Βιβλική αλήθεια, όπως θα δούμε, βρίσκεται περίπου στη μέση, μεταξύ των δύο αυτών άκρων. Ο λόγος του Θεού δείχνει ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κάποτε, στην προανθρώπινη ύπαρξί του, πνεύμα, ότι έγινε εντελώς άνθρωπος όταν ήλθε στη γη, και ότι στην ανάστασί του πάλι έγινε πνεύμα, τώρα προικισμένος μ’ έναν άφθαρτο οργανισμό και λήψι αθανάτου ζωής.
Η ΠΡΟΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Δεν ήταν ο Χριστός ποτέ κάτι περισσότερο από απλός άνθρωπος, ή είχε προανθρώπινη ύπαρξι; Αυτός ο ίδιος ρητώς απήντησε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, διότι κατ’ επανάληψιν έδωσε μαρτυρία για το γεγονός της προανθρώπινης υπάρξεώς του και για το ότι είχε κατέλθει από τον ουρανό. «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν, ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου.» «Εγώ είμαι ο άρτος ο ζων, ο καταβάς εκ του ουρανού.» «Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Πριν γείνη ο Αβραάμ εγώ είμαι.» «Και τώρα δόξασόν με συ, Πάτερ, πλησίον σου, με την δόξαν την οποίαν είχον παρά σοι πριν γείνη ο κόσμος.» «Ταύτα λέγει ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού.»—Ιωάν. 3:13· 6:51· 8:58· 17:5· Αποκάλ. 3:14.
Οι μαθηταί του Ιησού έδωσαν μαρτυρία για τα ίδια πράγματα: «Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ . . .» «Πάντα δι’ αυτού έγειναν· και χωρίς αυτού δεν έγεινεν ουδέ έν το οποίον έγεινεν.» «Τω Χριστώ Ιησού· όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν· αλλ’ εαυτόν εκένωσε, λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους.» «Του αγαπητού αυτού Υιού· εις τον οποίον έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτιών· όστις είναι εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· . . . και αυτός είναι προ πάντων.» «Τον δε ολίγον τι παρά τους αγγέλους ηλαττωμένον Ιησούν βλέπομεν,. . . δια να γευθή θάνατον υπέρ παντός ανθρώπου δια της χάριτος του Θεού.» Αν λοιπόν, πιστεύωμε ότι η Γραφή είναι ο εμπνευσμένος λόγος του Θεού, δεν έχομε άλλη εκλογή παρά να δεχθούμε τη μαρτυρία της ως προς το ότι ο Χριστός πραγματικά είχε προανθρώπινη ύπαρξι.—Ιωάν. 1:1, 3· Φιλιππησ. 2:5-7· Κολ. 1:13-17· Εβρ. 2:9.
ΟΧΙ ΘΕΙΟΣ Ή ΘΕΟΣ ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΣΤΗ ΓΗ
Όπως ακριβώς η Γραφή δείχνει καθαρά ότι ο Ιησούς Χριστός είχε προανθρώπινη ύπαρξι ως ένδοξο πνεύμα, έτσι εξίσου δεν είναι διφορούμενη ως προς το ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν εντελώς ανθρώπινος από τη γέννησί του ως την ανάστασί του εκ νεκρών. Έτσι ο απόστολος Ιωάννης μάς λέγει ότι «ο λόγος έγεινε σαρξ». Όχι κατά μέρος σαρξ και κατά μέρος Θεός, όχι απλώς περιβεβλημένος με σάρκα, αλλά έγινε ή τώρα ήταν σαρξ. Ομοίως ο απόστολος Παύλος μαρτυρεί ότι «εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και υπετάγη εις τον νόμον». Αν ήταν κατά μέρος Θεός και κατά μέρος άνθρωπος, δεν θα μπορούσε να γίνη λόγος γι’ αυτόν ως «ολίγον τι παρά τους αγγέλους ηλαττωμένον». Και ο απόστολος Πέτρος αναφέρει ότι «και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών απέθανεν . . . θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι.»—Ιωάν. 1:14· Γαλ. 4:4· Εβρ. 2:9· 1 Πέτρ. 3:18, Κείμενον.
Αν ο Ιησούς Χριστός ήταν και Θεός και άνθρωπος συγχρόνως, θα ήταν μήπως ανάγκη να προσεύχεται στον Θεό για βοήθεια, όπως κατ’ επανάληψιν έκαμε; «Αββά, ο Πατήρ, πάντα είναι δυνατά εις σε· απομάκρυνον απ’ εμού το ποτήριον τούτο· ουχί όμως ό,τι θέλω εγώ, αλλ’ ό,τι συ.» «Όστις εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού, αφού μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου, και εισηκούσθη δια την ευλάβειαν αυτού, καίτοι ων υιός, έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε. Και γενόμενος τέλειος κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν.»—Μάρκ. 14:36· Εβρ. 5:7-9.
Αν ο Ιησούς ήταν και Θεός κα άνθρωπος ενόσω ήταν στη γη, πώς θα μπορούσε να δοκιμασθή όπως δοκιμάζονται ανθρώπινα πλάσματα; Και όμως έτσι εδοκιμάσ0η. «Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών, χωρίς αμαρτίας.» Μόνο επειδή ήταν αληθινά άνθρωπος μπορούσε να λαμβάνη πείραν των όσων οι άνθρωποι λαμβάνουν πείραν και έτσι να γίνη συμπαθών αρχιερεύς.—Εβρ. 4:15.
Ούτε αυτό είναι όλο. Ο Ιησούς ήλθε ως «ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Για τον σκοπόν αυτόν «έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον», δηλαδή, αντίστοιχη τιμή, για να απολυτρώση, να εξαγοράση ό,τι ο Αδάμ είχε χάσει για το ανθρώπινο γένος. Ο Αδάμ δεν ήταν Θεός-άνθρωπος, δεν ήταν μια ενσάρκωσις. Η δικαιοσύνη του Θεού απαιτούσε «ζωήν αντί ζωής», και έτσι διαβάζομε ότι «καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ.»—Ιωάν. 1:29· 1 Τιμ. 2:6· Δευτ. 19:21· 1 Κορ. 15:22.
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΕΔΑΦΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΛΕΓΟΥΝ
Πάρα πολλά είναι τα εδάφια που προβάλλονται από εκείνους που διακρατούν ότι ο Ιησούς Χριστός πάντοτε υπήρξε θείος και ότι πράγματι είναι μέλος μιας τριάδος, ίσος σε ουσία, δόξα και διάρκεια με τον Πατέρα του. Αλλά σχεδόν αμετάβλητα, όταν εξετάζωμε αυτά τα εδάφια, βρίσκομε ότι θεωρούνται ότι λέγουν πολύ περισσότερα από όσα πραγματικά λέγουν. Παραδείγματος χάριν, τα εδάφια που ανεφέρθησαν προηγουμένως και που αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς είχε προανθρώπινη ύπαρξι, προσάγονται ως απόδειξις του ότι ο Ιησούς ήταν ο Θεός Ιεχωβά ή ίσος με τον Πατέρα του αλλά ούτε ένα απ’ αυτά δεν υπαινίσσεται καν ένα τέτοιο πράγμα.
Με τον ίδιο τρόπο τα εδάφια που μιλούν για τον Ιεχωβά χρησιμοποιώντας την αντωνυμία «ημείς», χρησιμοποιούνται ως επιχείρημα για την ισότητα του προανθρωπίνου Ιησού, του Λόγου, με τον Πατέρα του. Αλλά το απλό γεγονός ότι ο Θεός χρησιμοποιεί αυτή την αντωνυμία δεν αποδεικνύει ότι μιλούσε μ’ έναν ίσον. Πιο σωστά, μπορεί απλώς να σημαίνη ότι μεταξύ όλων των ουρανίων πλασμάτων υπήρχε ένα που κατείχε μια θέσι προτιμήσεως εν σχέσει με τον Θεόν Ιεχωβά· και έτσι ακριβώς οι Γραφές παρουσιάζουν το ζήτημα. Ο Λόγος ήταν ο οικείος του Ιεχωβά, ο κύριος Αντιπρόσωπός του, Συνήγορος ή Αγγελιοφόρος προτού έλθη στη γη.—Γέν. 1:26· 11:7· Παροιμ. 8:30· Ησ. 63:9· Ιωάν. 1:3.
Έπειτα πάλι, το γεγονός ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιο πνεύμα ήσαν παρόντες στο βάπτισμα του Ιησού, ότι εμνημονεύθησαν στην εντολή που ο Ιησούς έδωσε στους ακολούθους του να ‘μαθητεύσουν πάντα τα έθνη’ και από τον Παύλο σε μια από τις τελικές ευλογίες του, δεν μπορεί, με καμμιά έντασι της φαντασίας, να χρησιμοποιηθή για να υποστηρίξη ότι και τα τρία πρέπει να είναι πρόσωπα ίσα σε δόξα, ουσία και αιωνιότητα, όπως σχεδόν αμετάβλητα υποστηρίζεται από τους τριαδιστάς. Αυτό σημαίνει ότι αναγινώσκωνται πολύ περισσότερα στα εδάφια αυτά από ό,τι πραγματικά λέγουν. Ασφαλώς, ένας που δεν άκουσε ποτέ για την τριάδα, δεν θα μπορούσε ποτέ, από αυτά τα εδάφια, να συλλάβη την ιδέα της τριάδας.—Ματθ. 3:16, 17· 28:19· 2 Κορ. 13:14.
Σημαίνει, επίσης, ότι διαβάζομε πάρα πολλά στα Γραφικά εδάφια, όταν ισχυριζώμεθα ότι, επειδή λέγουν ότι ο Ιησούς έκανε θαύματα και ηγέρθη εκ νεκρών, αποδεικνύουν ότι «ο Χριστός είναι ο Θεός», όπως έκαμε ο Ρωμαιοκαθολικός ιερεύς Φ. Ξ. Κρόνιν, κηρύττοντας στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Πατρικίου· ή όταν λέμε ότι λόγω των γεγονότων αυτών ο Ιησούς ήταν είτε «ο Θεός . . . είτε ο πιο μεγάλος απατεών που έζησε ποτέ!» όπως το είπε μια αγγελία των Ιπποτών του Κολόμβου.—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 1 Φεβρουαρίου 1960.
Δεν ήταν καθόλου αναγκαίο για τον Ιησούν να είναι θείος ή Θεός για να κάμη τα θαύματα που έκαμε. Ο Μωυσής και πολλοί άλλοι προφήται των αρχαίων χρόνων έκαμαν εκπληκτικά θαύματα χωρίς να είναι ο Θεός, και το ίδιο επίσης έκαμαν οι μαθηταί του Ιησού. Επομένως, τα θαύματα του Ιησού και η ανάστασίς του εκ νεκρών δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξις ότι ήταν ο Θεός. Ως προς το ότι ήταν απατεών αν δεν ήταν ο Θεός, ας σημειωθή ότι ποτέ ο Ιησούς δεν ισχυρίσθη ότι ήταν ο Θεός, ότι ήταν ο ίδιος με τον Πατέρα του. Ό,τι περισσότερο ισχυρίσθη ποτέ για τον εαυτό του ήταν ότι είναι ο Υιός του Θεού· με μια μοναδική έννοια, είναι αλήθεια, αλλά όχι ο ίδιος ο Θεός, μόνο ο Υιός του Θεού.—Ιωάν. 10:36.
Το Μιχαίας 5:2 είναι ένα άλλο εδάφιο στο οποίο πάρα πολλά διαβάζουν εκείνοι που πιστεύουν στην τριάδα. Σύμφωνα με τη Νεοελληνική μετάφρασι και τη μετάφρασι Βασιλέως Ιακώβου στα Αγγλικά, το εδάφιο αυτό μιλεί για τον Ιησούν ως εκείνον «του οποίου οι έξοδοι είναι απ’ αρχής, από ημερών αιώνος». Επειδή μόνο ο Ιεχωβά είναι «απ’ αιώνος» υποστηρίζεται ότι ο Ιησούς είναι ο Ιεχωβά Θεός. Αλλά πάλι, δεν συμβαίνει αυτό. Η Εβραϊκή λέξις που αποδίδεται εδώ «αιώνος» είναι ολάμ και σημαίνει απλώς αόριστη περίοδο χρόνου. Χρησιμοποιείται στους Αριθμούς 25:13 για να εφαρμοσθή στο Λευιτικό ιερατείο, που διήρκεσε επί μια αόριστη χρονική περίοδο, η οποία έφθασε στο τέλος της πριν από 1900 χρόνια και πλέον. Για τούτο άλλες μεταφράσεις του Μιχαίας 5:2 λέγουν: «Του οποίου η αρχή είναι παλαιόθεν, από αρχαίων ημερών.» (ΑΣΜ) «Του οποίου η αρχή είναι από αρχαίων χρόνων, από των ημερών χρόνου αορίστου.»—ΜΝΚ.
Ο τίτλος «Θεός Ισχυρός», που εφαρμόζεται στον Ιησού Χριστό στο Ησαΐας 9:6, χρησιμοποείται, επίσης, για ν’ αποδείξη ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός, επειδή το Ησαΐας 10:21 και το Ιερεμίας 32:18 μιλούν για τον Ιεχωβά Θεό ως «ισχυρόν Θεόν». Αλλά και εδώ επίσης πάρα πολλά αναγινώσκονται στα εδάφια. Μόνο τα υπερθετικά και τα απέραντα μπορούν δογματικώς να περιορισθούν στον Ιεχωβά Θεό, όπως το «ο Ύψιστος». Ο Ιησούς είναι θεός, ισχυρός θεός, και ομοίως ο Ιεχωβά είναι Θεός, ισχυρός Θεός. Αλλά επιπρόσθετα, ο Ιεχωβά είναι ο ισχυρός Θεός, καθώς επίσης ο Θεός ο Παντοκράτωρ. Ο όρος στα Εβραϊκά, ελ γκιμπόρ, «ισχυρός Θεός», δεν περιορίζεται στον Ιεχωβά, αλλά ο όρος ελ Σαντάι, «Θεός ο Παντοκράτωρ», περιορίζεται.—Γέν. 17:1.
«Προ εμού άλλος Θεός δεν υπήρξεν, ουδέ θέλει υπάρχει μετ’ εμέ.» (Ησ. 43:10) Και σ’ αυτό το εδάφιο, επίσης, διαβάζουν περισσότερα από όσα δικαιολογεί εκείνοι που το χρησιμοποιούν για ν’ αποδείξουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ίσος με τον Θεό. Διατυπώνουν τον ισχυρισμό ότι το εδάφιο αυτό αποδεικνύει ότι ο Ιησούς δεν μπορούσε να έχη δημιουργηθή από τον Θεό, αλλά πρέπει να υπήρχε από την αιωνιότητα, αλλιώς θα ήταν ένας θεός που ήλθε μετά τον Θεό, ο δε Θεός λέγει ότι δεν θα υπάρξη θεός μετ’ αυτόν. Ένα τέτοιο επιχείρημα, εν τούτοις, δείχνει παρανόησι του εδαφίου. Εκείνο που ο Ιεχωβά εννοεί εδώ είναι ότι δεν είχε προκατόχους, ότι πριν απ’ αυτόν δεν υπήρχε Θεός. Πώς θα μπορούσε να υπάρχη θεός πριν απ’ αυτόν, αφού αυτός πάντοτε υπήρχε; Ούτε θα υπάρξη οποιοσδήποτε θεός μετά απ’ αυτόν, δηλαδή, ποτέ δεν θα έχη διαδόχους, επειδή αυτός πάντοτε θα είναι ο Υπέρτατος Κυρίαρχος, ο Ιεχωβά Θεός. Ότι ο Θεός Ιεχωβά παρήγαγε άλλους θεούς, το δείχνουν οι Γραφές: «Εγώ είπα, θεοί είσθε σεις, και υιοί του Υψίστου πάντες· σεις όμως ως άνθρωποι αποθνήσκετε, και ως είς των αρχόντων πίπτετε.» Έτσι επίσης και ο Λόγος ήταν θεός δημιουργημένος από τον Ιεχωβά.—Ψαλμ. 82:6, 7.
Η ΥΠΕΞΟΥΣΙΟΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΣΑΦΩΣ
Μακριά από το να διδάσκουν οι Γραφές ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μια ίση θεότης, ένας Θεός ίσος προς τον Ιεχωβά Θεό, δείχνουν εξακολουθητικά ότι είναι υποδεέστερος από τον Πατέρα του. Αυτός ο ίδιος είπε: «Ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου.» Και ακόμη μετά την ανάστασί του ανεφέρθη στον Ιεχωβά, όχι ως ίσον του, αλλ’ ως Θεόν του, λέγοντας στη Μαρία: «Ύπαγε προς τους αδελφούς μου, και ειπέ προς αυτούς, Αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεόν μου και Θεόν σας.» Ο Ιεχωβά είναι ο Πατήρ και Θεός του Ιησού, αλλά είναι ο Ιησούς ο Πατήρ και Θεός του Ιεχωβά; Όχι.—Ιωάν. 14:28· 20:17.
Ιδιαίτερα ο απόστολος Παύλος δείχνει τη διάκρισι μεταξύ Ιεχωβά και Ιησού Χριστού. Δεν εδίδασκε ότι ο Θεός και ο Χριστός είναι ίσοι, αλλά σαφώς επανελάμβανε ότι ο Ιησούς κατέχει υποδεέστερη θέσι: «Εις ημάς είναι είς Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα, και ημείς εις αυτόν· και είς Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα και ημείς δι’ αυτού.» Περαιτέρω, δείχνει ότι όπως ακριβώς «τα πάντα είναι υμών», έτσι και σεις «του Χριστού· ο δε Χριστός, του Θεού». Ναι, όπως ακριβώς οι Χριστιανοί ανήκουν στον Αρχηγό των και Κύριόν των, τον Ιησούν Χριστόν, έτσι και ο Ιησούς Χριστός ανήκει στον Αρχηγό του και Κύριόν του, τον Ιεχωβά Θεό.—1 Κορ. 8:6· 3:21, 23.
Αναφερόμενος στο ίδιο πράγμα, ο απόστολος σε άλλο μέρος αναφέρει: «Η κεφαλή παντός ανδρός είναι ο Χριστός· κεφαλή δε της γυναικός, ο ανήρ· κεφαλή δε του Χριστού, ο Θεός.» Τι θα ήταν σαφέστερο απ’ αυτό; Και ότι η σχέσις αυτή θα εξακολουθή σε όλη την αιωνιότητα είναι προφανές από τα περαιτέρω λόγια του αποστόλου Παύλου: «Ύστερον θέλει είσθαι το τέλος, όταν [ο Χριστός] παραδώση την βασιλείαν εις τον Θεόν και Πατέρα· όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πάσαν εξουσίαν και δύναμιν. Όταν δε υποταχθώσιν εις αυτόν τα πάντα, τότε και αυτός ο Υιός θέλει υποταχθή εις τον υποτάξαντα εις αυτόν τα πάντα, δια να ήναι ο Θεός τα πάντα εν πάσι.»—1 Κορ. 11:3· 15:24, 28.
Αν έχωμε υπ’ όψι τα προηγούμενα, τι μπορεί να λεχθή σύντομα ως απάντησις στο ερώτημα: Τι διδάσκει η Βίβλος για τη θεότητα του Χριστού; Ότι υπήρξε καιρός που ο Ιησούς δεν υπήρχε· ότι προτού γεννηθή από τη Μαρία είχε ύπαρξι στον ουρανό ως ένδοξο πνευματικό πλάσμα, ο Λόγος, θεός· ότι όταν ήλθε στη γη ήταν εντελώς ανθρώπινος, ούτε περισσότερο, ούτε ολιγώτερο από τον τέλειον Αδάμ όσον αφορά τη φύσι του και ότι από την ανάστασί του είναι ένα ισχυρό, ένδοξο θείο πνεύμα, άφθαρτο και αθάνατο· ότι ουδέποτε ο Ιησούς υπήρξε ίσος προς τον Πατέρα του, αλλά είναι πάντοτε υπεξούσιος σ’ αυτόν.