Μέρος 1—Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Η αφήγησή μας αρχίζει από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Σκεπαστές άμαξες κυλούν ακόμη στις ανοιχτές πεδιάδες, μεταφέροντας αποίκους στους απομακρυσμένους τομείς της Αμερικάνικης Δύσης. Τεράστια κοπάδια από βίσωνες ή βουβάλια—περίπου είκοσι εκατομμύρια το 1850—περιπλανώνται ακόμη ανάμεσα στα Αππαλάχια και στα Βραχώδη Όρη.
Ο καταστρεπτικός εμφύλιος πόλεμος ερημώνει τη χώρα και προκαλεί το θάνατο αναρίθμητων ατόμων από το 1861 ως το 1865. Κατόπιν έρχεται η βιομηχανοποίηση. Το 1869 ο πρώτος σιδηρόδρομος διασχίζει την Αμερικανική ήπειρο. Στη δεκαετία του 1870 πρωτοεμφανίζονται το ηλεκτρικό φως και το τηλέφωνο. Το ηλεκτρικό τραμ εξυπηρετεί την αστική συγκοινωνία στη δεκαετία του 1880 και μέχρι το τέλος του αιώνα λίγα θορυβώδη αυτοκίνητα κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Ποιο θα ήταν το θρησκευτικό κλίμα αυτής της περιόδου δεν μπορούσε να προλεχθεί. Ο Κάρολος Δαρβίνος ασπάστηκε τη θεωρία της εξελίξεως του ανθρώπου στο έργο του «Καταγωγή των Ειδών» το 1859. Καθώς η εξέλιξη, η ανώτερη κριτική της Βίβλου, ο αθεϊσμός, ο πνευματισμός και η απιστία σφυροκοπούσαν την οργανωμένη θρησκεία, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συγκάλεσε την πρώτη Σύνοδο του Βατικανού (1869-1870), κάνοντας έτσι μια προσπάθεια να δυναμώσει την εξασθενημένη θέση της. Διάφορες άλλες ομάδες με ανυπομονησία περίμεναν την επικείμενη σαρκική επιστροφή του Χριστού—αλλά μάταια.
Παρ’ όλ’ αυτά, «η συντέλεια του αιώνος» πλησίαζε. Σίγουρα «σίτος»—αληθινοί Χριστιανοί—πρέπει να υπάρχουν κάπου στον υπό καλλιέργεια παγκόσμιο αγρό του Θεού. Αλλά πού;
‘ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ’
Είναι περίπου το 1870· τόπος η πόλη Αλλεγκένυ στην Πενσυλβανία. Η Αλλεγκένυ, που αργότερα έγινε μέρος του Πίτσμπουργκ, είναι μια πόλη με πολλούς ναούς. Ένα βράδυ, ένας δεκαοκτάχρονος νέος περπατάει σ’ έναν από τους δρόμους της Αλλεγκένυς. Όπως ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα, «είχε κλονιστεί η πίστη του σε πολλές παραδοσιακές διδασκαλίες» και είχε πέσει «εύκολη λεία στη λογική της απιστίας.» Αλλά απόψε ελκύεται από κάποια υμνολογία. Μπαίνει σε μια σκονισμένη, βρώμικη αίθουσα. Ο σκοπός του; Όπως είπε ο ίδιος, «να δει εάν η χούφτα των ανθρώπων που συνάντησε εκεί, είχαν να προσφέρουν τίποτα πιο λογικό από τα σύμβολα πίστεως των μεγάλων εκκλησιών.»
Ο νέος κάθησε και άκουγε. Μιλούσε ένας Αντβεντιστής, ο Ιωνάς Γουέντελ. «Η Γραφική του εξήγηση δεν ήταν απόλυτα σαφής», παρατήρησε ο ακροατής μας αργότερα. Αλλά έκανε κάτι. Τον έκανε να παραδεχτεί: «Ήταν αρκετό, με τη βοήθεια του Θεού, να ξαναεδραιωθεί η κλονισμένη πίστη μου στη θεοπνευστία της Βίβλου και να φανεί ότι οι αφηγήσεις των Αποστόλων και των προφητών συνδέονται μεταξύ τους αδιάρρηκτα. Αυτά που άκουσα με παρακίνησαν να μελετήσω τη Γραφή μου με περισσότερο ζήλο και φροντίδα απ’ όσο ποτέ προηγουμένως.»
Ο ερευνητικός νεαρός ήταν ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ. Γεννήθηκε στην Αλλεγκένυ στις 16 Φεβρουαρίου του 1852. Ήταν ο δεύτερος γιος του Ιωσήφ και της Άννας Ελίζας Ρώσσελ, και οι δύο Σκωτικής-Ιρλανδικής καταγωγής. Η μητέρα του Κάρολου, που τον είχε αφιερώσει στο έργο του Κυρίου στη γέννησή του, πέθανε όταν αυτός ήταν παιδί εννέα χρόνων. Αλλά σε πολύ μικρή ηλικία, ο Κάρολος πήρε τις πρώτες του ιδέες για τη θρησκεία από τους Πρεσβυτεριανούς γονείς του. Τελικά προσχώρησε στη γειτονική Κογκρεγκασιοναλιστική Εκκλησία λόγω των πιο φιλελεύθερων απόψεών της.
Ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί, έντεκα χρόνων, ο Κάρολος συνεργάστηκε με τον πατέρα του και ο νεαρός Ρώσσελ έγραψε ο ίδιος τα άρθρα του συμβολαίου με το οποίο λειτουργούσε η επιχείρηση. Στα δεκαπέντε του έγινε μέτοχος με τον πατέρα του σε μια επεκτεινόμενη αλυσίδα καταστημάτων ανδρικών ενδυμάτων. Με τον καιρό είχαν καταστήματα στο Πίτσμπουργκ, στη Φιλαδέλφεια και αλλού.
Όλο αυτό τον καιρό, ο νεαρός Κάρολος ήταν ένας ειλικρινής σπουδαστής της Γραφής. Ήθελε να υπηρετήσει τον Θεό όσο καλύτερα μπορούσε. Πραγματικά, μια φορά, όταν ήταν δώδεκα χρόνων, ο πατέρας του τον βρήκε στο κατάστημά τους στις δύο το πρωί, σκυμμένο πάνω από ένα λεξικό της Αγίας Γραφής, χωρίς να ‘χει συναίσθηση του χρόνου.
Μεγαλώνοντας ο Ρώσσελ αντιμετώπιζε πνευματικά προβλήματα. Ιδιαίτερα τον ενοχλούσαν οι διδασκαλίες της αιώνιας τιμωρίας και του προκαθορισμού. Έκανε τη σκέψη: «Ένας Θεός που θα χρησιμοποιούσε τη δύναμή του για να δημιουργήσει ανθρώπινα όντα, τα οποία γνώριζε εκ των προτέρων ότι θα βασανίζονταν αιώνια και τα προόριζε γι’ αυτό, δεν μπορούσε να είναι ούτε σοφός ούτε και στοργικός. Οι αρχές του θα ήταν κατώτερες από τις αρχές των ανθρώπων.» (1 Ιωάννου 4:8) Εντούτοις, ο νεαρός Ρώσσελ συνέχισε να πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού. Επειδή το μυαλό του βασανιζόταν από τα δογματικά ζητήματα, εξέτασε τα διάφορα πιστεύω του Χριστιανικού κόσμου, μελέτησε τις κύριες Ανατολικές θρησκείες—και δοκίμασε σοβαρή απογοήτευση. Πού μπορούσε να βρει την αλήθεια;
Όταν ο Ρώσσελ ήταν δεκαεπτά χρόνων, ένας μετέπειτα ομόπιστός του λέει ότι έκανε τους εξής συλλογισμούς: «Δεν ωφελεί να προσπαθώ να βρω κάτι λογικό για το μέλλον σε κανένα από τα δόγματα ή ακόμη από τη Βίβλο, γι’ αυτό θα ξεχάσω την όλη υπόθεση και θα δώσω όλη μου την προσοχή στη δουλειά. Εάν αποκτήσω αρκετά χρήματα, μπορώ να τα χρησιμοποιήσω για να βοηθήσω την ανθρωπότητα, που υποφέρει, ακόμη και αν δεν μπορώ να τους βοηθήσω πνευματικά.»
Τον καιρό που ο νεαρός Ρώσσελ έκανε αυτές τις σκέψεις, συνέβη να μπει, όπως αναφέραμε παραπάνω, μέσα σ’ εκείνη τη βρώμικη αίθουσα στην Αλλεγκένυ και άκουσε το κήρυγμα που «ξαναεδραίωσε την κλονισμένη πίστη του στη θεοπνευστία της Γραφής.» Πλησιάζοντας διάφορους νεαρούς γνωστούς του, τους είπε την πρόθεσή του να μελετήσει την Αγία Γραφή. Σύντομα αυτή η μικρή ομάδα—περίπου έξι άτομα—άρχισε να συναθροίζεται κάθε εβδομάδα για συστηματική Γραφική μελέτη. Στις τακτικές συναθροίσεις τους, από το 1870 ως το 1875, η θρησκευτική νοοτροπία αυτών των ανδρών άλλαξε ριζικά. Με το πέρασμα του χρόνου, ο Ιεχωβά τους ευλόγησε με αυξανόμενο πνευματικό φως και αλήθεια.—Ψαλμ. 43:3, Παρ. 4:18.
«Τελικά διακρίναμε,» έγραψε ο Ρώσσελ, «τη διαφορά ανάμεσα στον Κύριό μας σαν ανθρώπου ‘που θυσίασε τον εαυτό του,’ και στον Κύριο που θα ερχόταν πάλι σαν πνευματική ύπαρξη. Καταλάβαμε ότι τα πνευματικά πλάσματα μπορούν να είναι παρόντα κι όμως αόρατα στους ανθρώπους . . .λυπηθήκαμε πολύ για το σφάλμα των Αντβεντιστών που περίμεναν τον Χριστό με σάρκα και δίδασκαν ότι ο κόσμος και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, εκτός από τους Αντβεντιστές, θα κατακαίονταν το 1873 ή το 1874. Αυτές οι χρονολογίες τους, οι απογοητεύσεις και οι λανθασμένες ιδέες γενικά, όσον αφορά το σκοπό και τον τρόπο της ελεύσεως του Κυρίου έφεραν μομφή και σε μας και σε όλους εκείνους που ποθούσαν και διακήρυτταν την ερχόμενη Βασιλεία του.»
Προσπαθώντας με ζήλο να καταπολεμήσει τέτοιες εσφαλμένες διδασκαλίες, το 1873 που ήταν 21 χρόνων, ο Κ. Τ. Ρώσσελ έγραψε και έκδοσε με δικά του έξοδα ένα βιβλιάριο με τίτλο «Ο Σκοπός και ο Τρόπος της Επανόδου του Κυρίου.» Εκδόθηκαν περίπου 50.000 αντίτυπα και είχε μεγάλη διάδοση.
Τον Ιανουάριο του 1876 ο Ρώσσελ έλαβε ένα αντίτυπο του θρησκευτικού περιοδικού «Ο Κήρυξ της Πρωίας». Από το εξώφυλλο κατάλαβε ότι ήταν Αντβεντιστικό, αλλά τα περιεχόμενα τον εξέπληξαν. Ο εκδότης, Ν. Χ. Μπάρμπουρ από το Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, κατάλαβε ότι ο σκοπός της επανόδου του Ιησού Χριστού δεν ήταν να καταστρέψει, αλλά να ευλογήσει όλες τις φυλές της γης, ότι θα ερχόταν σαν κλέφτης και όχι με σάρκα, αλλά σαν πνεύμα. Από Βιβλικές προφητικές χρονολογίες ο Μπάρμπουρ πίστευε ότι ο Χριστός τότε ήταν παρών και ότι το έργο του θερισμού της συλλογής του «σίτου» και των «ζιζανίων» ήδη αναμενόταν. Ο Ρώσσελ κανόνισε μια συνάντηση με τον Μπάρμπουρ και, σαν αποτέλεσμα, η Γραφική τάξη του Πίτσμπουργκ από 30 περίπου άτομα συνδέθηκε με τη λίγο μεγαλύτερη ομάδα του Μπάρμπουρ στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης. Ο Ρώσσελ με δικά του χρήματα βοήθησε να εκδίδεται ο τότε σχεδόν σταματημένος «Κήρυξ» και έγινε συνεκδότης του περιοδικού.
Σε ηλικία εικοσιπέντε χρόνων, το 1877, ο Ρώσσελ άρχισε να πουλάει τις μετοχές των επιχειρήσεων του και μπήκε στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Τότε ταξίδευε από πόλη σε πόλη, δίνοντας ομιλίες σε δημόσιες συγκεντρώσεις, στους δρόμους και στους Προτεσταντικούς ναούς. Εξαιτίας αυτού του έργου, έγινε γνωστός σαν «Πάστορας» Ρώσσελ. Αποφάσισε να διαθέσει την περιουσία του στη διάδοση του έργου να αφιερώσει τη ζωή του σ’ αυτό το σκοπό, να απαγορέψει την περιφορά δίσκων, σε όλες τις συναθροίσεις και η συνέχιση του έργου να εξαρτάται από εθελοντικές συνεισφορές όταν θα εξαντλούνταν τα δικά του χρήματα.
Το 1877 ο Μπάρμπουρ και ο Ρώσσελ μαζί εξέδωσαν το βιβλίο «Οι Τρεις Κόσμοι και ο Θερισμός Αυτού του Κόσμου.» Αυτό το βιβλίο των 196 σελίδων συνδύαζε πληροφορίες για την Αποκατάσταση με τις Βιβλικές χρονολογικές προφητείες. Παρουσίαζε την άποψη ότι από το φθινόπωρο του 1874 άρχισε η αόρατη παρουσία του Ιησού Χριστού και μια σαραντάχρονη περίοδος που εγκαινιάστηκε με τριάμισι χρόνια θερισμού.
Πολύ αξιοσημείωτη ήταν η εκπληκτική ακρίβεια με την οποία εκείνο το βιβλίο έδειχνε το τέλος των «Καιρών των Εθνών.» (Λουκ. 21:24) Έδειχνε (στις σελίδες 83 και 189) ότι αυτή η περίοδος των 2.520 ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Εθνικοί ή τα μη Ιουδαϊκά έθνη θα κυβερνούσαν τη γη χωρίς καμιά επέμβαση από τη βασιλεία του Θεού, άρχισε όταν οι Βαβυλώνιοι ανέτρεψαν το βασίλειο του Ιούδα στα τέλη του έβδομου αιώνα π.Χ. και θα τελείωνε το 1914 μ.Χ. Ακόμη νωρίτερα, όμως, ο Κ. Τ. Ρώσσελ έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Καιροί των Εθνών: Πότε τελειώνουν;» Δημοσιεύθηκε στον «Μπάιμπλ Εξάμινερ» του Οκτωβρίου 1876 και σ’ αυτό ο Ρώσσελ έγραψε: «Οι επτά καιροί θα τελειώσουν το 1914 μ.Χ.» Είχε συνδέσει σωστά τους Καιρούς των Εθνών με τους «επτά καιρούς» που αναφέρονται στο βιβλίο του Δανιήλ. (Δανιήλ 4:16, 23, 25, 32) Όπως το πρόβλεψαν αυτό οι υπολογισμοί, το 1914 πράγματι σημείωσε το τέλος εκείνων των καιρών και τη γέννηση της βασιλείας του Θεού στον ουρανό με τον Ιησού Χριστό σαν βασιλιά. Σκεφθείτε! Ο Ιεχωβά έδωσε στο λαό του αυτή τη γνώση σχεδόν σαράντα χρόνια πριν λήξουν εκείνοι οι καιροί.
Όλα πήγαιναν καλά για λίγο καιρό. Έπειτα ήρθε η άνοιξη του 1878. Ο Μπάρμπουρ περίμενε ότι οι άγιοι που ζούσαν στη γη τότε θα ‘αρπάζονταν’ σωματικά στον ουρανό για να είναι για πάντα μαζί με τον Κύριο Ιησού. Αλλά αυτό δεν έγινε. Σύμφωνα με τον Ρώσσελ, ο Μπάρμπουρ «φάνηκε να αισθάνεται ότι έπρεπε να βρει αναγκαστικά κάτι καινούργιο, για να αποσπάσει την προσοχή από την αποτυχία ότι οι άγιοι που ζούσαν θα αρπάζονταν όλοι μαζί στον ουρανό.» Σύντομα το έκανε. «Προς οδυνηρή μας έκπληξη», λέγει η αφήγηση του Ρώσσελ, «ο κύριος Μπάρμπουρ λίγο μετά έγραψε ένα άρθρο για τον «Κήρυκα» όπου αρνιόταν τη διδασκαλία του Αντιλύτρου—αρνιόταν ότι ο θάνατος του Χριστού ήταν η τιμή της εξαγοράς του Αδάμ και της ανθρώπινης φυλής και έλεγε ότι ο θάνατος του Χριστού είχε τόση αξία για την αφαίρεση των αμαρτιών του άνθρωπου, όση αξία έχει το τρύπημα, ο βασανισμός και ο θάνατος μιας μύγας για ν’ απαλλάξει από τις παραβάσεις του ένα παιδί.»
Στο τεύχος του Σεπτεμβρίου στον «Κήρυκα» δημοσιεύτηκε το άρθρο του Ρώσσελ «Ο Εξιλασμός», που υποστήριζε το αντίλυτρο και αντέκρουε το σφάλμα του Μπάρμπουρ. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1878 η αντιδικία συνεχίστηκε μέσα από τις σελίδες του περιοδικού. «Τώρα αντιλήφθηκα,» έγραψε ο Ρώσσελ, «ότι ο Κύριος δεν μου επιτρέπει να βοηθώ οικονομικά ούτε να ταυτίζομαι με οτιδήποτε είναι αντίθετο στις θεμελιώδεις αρχές της αγίας μας θρησκείας.» Έτσι τι έκανε ο Κ. Τ. Ρώσσελ; Συνεχίζει: «Συνεπώς, μετά από μια πάρα πολύ προσεκτική, αν και ανώφελη, προσπάθεια να επανορθώσω την πλάνη, αποσύρθηκα τελείως από τον «Κήρυκα της Πρωίας» και από τη συνεργασία με τον κύριο Μπάρμπουρ». Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να δείξει ‘τη συνεχή οσιότητα στον Κύριό μας και Λυτρωτή’ Από τότε ανέλαβε περισσότερη δράση. Γράφει ο Ρώσσελ: «Κατάλαβα επομένως ότι ήταν θέλημα του Κυρίου να εκδώσω ένα άλλο περιοδικό με το οποίο θα υψωνόταν το σύμβολο του Σταυρού, θα προασπιζόταν η διδασκαλία του Αντιλύτρου και θα διακηρύττονταν τα Χαρούμενα Νέα όσο το δυνατόν πιο πολύ.»
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ θεώρησε σαν καθοδηγία του Κυρίου το να σταματήσει τις περιοδείες του και ν’ αρχίσει να εκδίδει ένα περιοδικό. Έτσι τον Ιούλιο του 1879 έκανε την εμφάνιση του το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Η Σκοπιά της Σιών και Κήρυξ της Παρουσίας του Χριστού.» Τώρα είναι γνωστό παγκόσμια σαν «Η Σκοπιά». Αυτό το περιοδικό πάντοτε έχει υποστηρίξει τη Βιβλική διδασκαλία του Αντιλύτρου. Όπως έγραψε κάποτε ο Ρώσσελ: «Από την αρχή ήταν ο κύριος υπερασπιστής του Αντιλύτρου· και με τη χάρη του Θεού ελπίζουμε ότι θα μείνει ως το τέλος.»
Το ξεκίνημα του περιοδικού ήταν μια «ημέρα μικρών πραγμάτων», καθώς το πρώτο του τεύχος εκδόθηκε μόνο σε 6.000 αντίτυπα περίπου. (Ζαχ. 4:10) Ο Κ. Τ. Ρώσσελ, πρόεδρος της Βιβλικής τάξης του Πίτσμπουργκ, ήταν ο συντάκτης και εκδότης. Άλλοι πέντε ώριμοι σπουδαστές των Γραφών υπηρέτησαν αρχικά σαν τακτικοί συνεργάτες στις στήλες του. Το περιοδικό αφιερώθηκε στον Ιεχωβά και στα συμφέροντα της βασιλείας του Θεού. Εμπιστεύθηκαν στον Θεό, όπως φαίνεται για παράδειγμα, απ’ ό,τι γράφτηκε στο δεύτερο τεύχος: «Η Σκοπιά της Σιών έχει, πιστεύουμε, τον ΙΕΧΩΒΑ υποστηρικτή της και, εφόσον είναι έτσι τα πράγματα, ποτέ δεν θα ικετεύσει από τους ανθρώπους υποστήριξη. Όταν αυτός που λέει: ‘Δικός μου είναι όλος ο χρυσός και ο άργυρος των βουνών’ σταματήσει να προμηθεύει τα αναγκαία χρήματα, θα καταλάβουμε ότι είναι καιρός να διακόψουμε την έκδοση.» Ποτέ η έκδοση δεν έχει σταματήσει. Αντίθετα, η εκτύπωση του περιοδικού είχε ανεβεί κατά μέσο όρο για κάθε έκδοση σε περισσότερα από 9.300.000 αντίτυπα μέχρι το τέλος του 1982.
Η σταθερή απόφαση να υποστηρίξουν και να διακηρύξουν τη Βιβλική αλήθεια έφερε θεία ευλογία σε κείνους τους Σπουδαστές της Γραφής της δεκαετίας του 1870. Παρά την αύξηση πολλών θρησκευτικών «ζιζανίων» στον παγκόσμιο αγρό, ο Θεός απέδειξε ποιοι ήταν ο «σίτος», δηλαδή οι αληθινοί Χριστιανοί. (Ματθ. 13:25, 37-39) Αναμφισβήτητα ο Ιεχωβά καλούσε άτομα «εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως». (1 Πέτρ. 2:9) Το 1879 και το 1880 ο Κ. Τ. Ρώσσελ και οι συνεργάτες του ίδρυσαν περίπου τριάντα εκκλησίες στην Πενσυλβανία, Νέα Ιερσέη, Νέα Υόρκη, Μασσαχουσέτη, Ντελαγουέαρ, Οχάιο και Μίτσιγκαν. Ο ίδιος ο Ρώσσελ προγραμμάτισε προσωπικές επισκέψεις σε κάθε εκκλησία. Το πρόγραμμά του πρόβλεπε μία ή πολλές Γραφικές συναθροίσεις με κάθε όμιλο.
Εκείνες οι πρώτες εκκλησίες (εκκλησία σημαίνει «συγκέντρωση ανθρώπων») λέγονταν «τάξεις». Όλα τα μέλη της εκκλησίας ψήφιζαν σαν εκκλησία για ορισμένα ζητήματα και επίσης εξέλεγαν μια επιτροπή πρεσβυτέρων υπεύθυνη για τη διεύθυνση των εκκλησιαστικών θεμάτων. Οι εκκλησίες συνδέονταν μεταξύ τους με το να ακολουθούν το πρότυπο ενεργείας της εκκλησίας του Πίτσμπουργκ, όπου ο Κ. Τ. Ρώσσελ και άλλοι συγγραφείς της «Σκοπιάς» ήταν πρεσβύτεροι.
Ο Ιησούς Χριστός «κήρυξε προς τους αιχμαλώτους ελευθερίαν». (Λουκάς 4:16-21· Ησαΐας 61:1, 2) Εάν οι ειλικρινείς άνθρωποι του δέκατου ένατου αιώνα επρόκειτο να αποκτήσουν Θεόδοτη ελευθερία, η θρησκευτική πλάνη έπρεπε να ξεσκεπαστεί. «Η Σκοπιά της Σιών» εξυπηρετούσε αυτό το σκοπό. Αλλά και κάτι άλλο συνέβαλε σ’ αυτό: Τα «Φυλλάδια των Σπουδαστών της Γραφής» (ονομάζονταν επίσης «Τριμηνιαία Θεολογική έκδοση»), γραμμένα από το 1880 και έπειτα, από τον Ρώσσελ και τους συνεργάτες του. Αυτά τα φυλλάδια προσφέρονταν δωρεάν για διανομή από τους αναγνώστες της «Σκοπιάς».
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ και οι συνεργάτες του πίστευαν ότι ζούσαν στον καιρό του θερισμού και ήταν λίγοι σε αριθμό—μόνο περίπου εκατό το 1881. Αλλά οι άνθρωποι είχαν ανάγκη την αλήθεια που θα τους ελευθέρωνε και με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού επρόκειτο να τη λάβουν. «Ζητούνται 1.000 κήρυκες», ήταν ο εντυπωσιακός τίτλος ενός άρθρου στη «Σκοπιά της Σιών» του Απριλίου 1881. Σ’ εκείνους που μπορούσαν να προσφέρουν μισό ή περισσότερο από το χρόνο τους αποκλειστικά στο έργο του Κυρίου, προτάθηκε: «Να πάτε σε μεγάλες ή μικρές πόλεις, ανάλογα με την ικανότητά σας σαν τακτικοί Βιβλιοπώλες ή Ευαγγελιστές, να αναζητήσετε σε κάθε μέρος αληθινούς Χριστιανούς, από τους οποίους θα βρείτε πολλούς να έχουν ζήλο για τον Θεό, αλλά όχι και ακριβή γνώση· επιδιώξτε να κάνετε γνωστό σ’ αυτούς τα πλούτη της χάρης του Πατέρα μας και τις ομορφιές του Λόγου του, δίνοντάς τους φυλλάδια.» Μεταξύ άλλων, αυτοί οι βιβλιοπώλες (πρόδρομοι των σημερινών σκαπανέων) έπρεπε να γράφουν συνδρομητές στη «Σκοπιά». Φυσικά, δεν μπορούσαν όλοι οι αναγνώστες της «Σκοπιάς» να είναι ολοχρόνιοι κήρυκες. Αλλά εκείνοι που δεν μπορούσαν ν’ αφιερώσουν όλο τους το χρόνο, δεν εξαιρέθηκαν, γιατί σ’ αυτούς ειπώθηκε: «Εάν έχετε μισή ώρα ή μια ώρα ή δυο ή τρεις, μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε και θα είναι ευπρόσδεκτη από τον Κύριο του θερισμού. Ποιος μπορεί να ξέρει τις ευλογίες που θα εκχυθούν από την υπηρεσία μιας ώρας κάτω από την κατεύθυνση του Θεού.»
Οι απαιτούμενοι χίλιοι κήρυκες δεν ανταποκρίθηκαν τότε στην πρόσκληση για δράση. (Το 1885 υπήρχαν περίπου 300 βιβλιοπώλες.) Αλλά οι δούλοι του Ιεχωβά ήξεραν ότι έπρεπε να κηρύξουν τα αγαθά νέα. Γι’ αυτό, η «Σκοπιά της Σιών» του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1881 δήλωσε: «Κηρύττετε; Πιστεύουμε ότι όλοι από το μικρό ποίμνιο θα είναι κήρυκες . . . Έχουμε κληθεί να υποφέρουμε μαζί του και να διακηρύξουμε τα «αγαθά νέα» τώρα, ώστε στον κατάλληλο καιρό να δοξαστούμε και να εκπληρώσουμε τα πράγματα που τώρα κηρύττονται. Δεν κληθήκαμε ούτε χριστήκαμε για να λάβουμε τιμή και να συσσωρεύσουμε πλούτη, αλλά για να δαπανήσουμε και να ‘δαπανηθούμε’ και να κηρύξουμε τα αγαθά νέα.»
Εκείνο τον ίδιο χρόνο—το 1881—ο Κ. Τ. Ρώσσελ ολοκλήρωσε δύο μεγάλα φυλλάδια. Το ένα είχε τίτλο «Διδασκαλίες της Σκηνής». Το άλλο—«Τροφή για Σκεπτομένους Χριστιανούς»—εξέθετε ορισμένα δογματικά σφάλματα και εξηγούσε το θείο σκοπό.
Αρχικά η εκτύπωση των φυλλαδίων και της «Σκοπιάς της Σιών» γινόταν σχεδόν ολοκληρωτικά από εμπορικές εταιρίες. Αλλά για να εξαπλωθεί η διανομή των εντύπων και για να δεχτούν συνεισφορές οι Σπουδαστές της Γραφής (όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά) για να συνεχίσουν το έργο, απαιτείτο κάποιο είδος συλλόγου. Έτσι, ιδρύθηκε στις αρχές του 1881 η Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Σιών σαν ένα μη καταχωρημένο σωματείο με τον Κ. Τ. Ρώσσελ για διαχειριστή του. Αυτός και άλλοι συνεισέφεραν γενναιόδωρα περίπου 35.000 δολλάρια για να θέσουν σε λειτουργία αυτόν τον τυπογραφικό οργανισμό. Το 1884 η προηγούμενη μη καταχωρημένη Εταιρία καταχωρήθηκε σαν Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Σιών και ο Ρώσσελ υπηρετούσε σαν πρόεδρος της. Σήμερα αυτός ο θρησκευτικός σύλλογος είναι γνωστός σαν Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Πενσυλβανίας.
«Ο σκοπός για τον οποίο ο σύλλογος έχει σχηματιστεί», έλεγε το καταστατικό του, «είναι η διάδοση των Βιβλικών αληθειών σε διάφορες γλώσσες μέσω της εκδόσεως φυλλαδίων, τευχών, περιοδικών και άλλων θρησκευτικών εντύπων και με τη χρησιμοποίηση όλων των άλλων νομίμων μέσων τα οποία το Διοικητικό Συμβούλιο θα κρίνει κατάλληλα για την προώθηση του σκοπού που δηλώθηκε.»
«Η διάδοση των Βιβλικών αληθειών» έκανε ένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα εμπρός με μια σειρά βιβλίων με τίτλο «Χαραυγή της Χιλιετηρίδος» (αργότερα «Γραφικές Μελέτες»). Είχε γραφτεί από τον Κ. Τ. Ρώσσελ σε κατανοητή γλώσσα. Ο τόμος Α΄ εκδόθηκε το 1886. Ο τόμος αυτός, που στην αρχή ονομάστηκε «Το Σχέδιο των Αιώνων» και αργότερα «Το Θείο Σχέδιο των Αιώνων,» ανέπτυσσε θέματα όπως «Η Ύπαρξις Υπερτάτου Διανοητικού Δημιουργού Επιβεβαιουμένη», «Η Επάνοδος του Κυρίου ημών—Σκοπός Ταύτης, η Αποκατάστασις των Πάντων,» «Η Ημέρα της Κρίσεως,» «Βασιλεία του Θεού» και «Η Ημέρα του Ιεχωβά». Μέσα σε σαράντα χρόνια, μοιράστηκαν έξι εκατομμύρια αντίτυπα αυτής της εκδόσεως, βοηθώντας εκατοντάδες ειλικρινείς εκζητητές της αλήθειας να βγουν από τη σκλαβιά της ψεύτικης θρησκείας και να έρθουν στη Χριστιανική ελευθερία.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο Κ. Τ. Ρώσσελ έγραψε κι άλλα βιβλία της σειράς «Χαραυγή της Χιλιετηρίδος». Αυτά ήταν: ο Τόμος Β΄: «Ο Καιρός Εστίν Εγγύς» (1889), ο Τόμος Γ΄ «Ελθέτω η Βασιλεία Σου» (1891), ο Τόμος Δ΄ «Η Μάχη του Αρμαγεδδώνος,» (1897· αρχικά με τίτλο «Η Ημέρα Εκδικήσεως»), ο Τόμος Ε΄, «Η Μεταξύ Θεού και Ανθρώπου Καταλλαγή» (1899), ο Τόμος ΣΤ΄ «Η Νέα Κτίσις» (1904). Ο Ρώσσελ δεν έζησε για να γράψει έναν σχεδιαζόμενο έβδομο τόμο γι’ αυτή τη σειρά.
Τι ανταπόκριση υπήρχε σε αυτές τις Χριστιανικές εκδόσεις! Το πνεύμα του Θεού παρακίνησε άτομα να δράσουν. Σε πολλές περιπτώσεις η αποχώρηση από την ψεύτικη θρησκεία ήταν γρήγορη. «Η αλήθεια του κατέκτησε την καρδιά μου αμέσως», έγραψε μία γυναίκα το 1889, αφού διάβασε έναν Τόμο της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος». «Αμέσως αποτραβήχτηκα από την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία όπου τόσο καιρό ψηλαφούσα στο σκοτάδι για την αλήθεια και δεν την έβρισκα.» Ένας κληρικός έγραψε το 1891: «Αφού κήρυξα στη Μεθοδιστική Επισκοπική εκκλησία τρία χρόνια, που στη διάρκεια όλου αυτού του χρόνου ζητούσα με θέρμη την αλήθεια, μπορώ τώρα με τη βοήθεια του Θεού να ‘εξέλθω εξ αυτής’».—Αποκ. 18:4.
Από σκέψεις που διατύπωσαν άλλοι σε γράμματα στην Εταιρία, φαίνεται καθαρά η επιθυμία τους να κηρύξουν τα αγαθά νέα. Για παράδειγμα, το 1891 ένας άνδρας και η σύζυγός του έγραψαν: «Έχουμε αφιερώσει τα πάντα στον Κύριο και στην υπηρεσία του για να τον δοξάσουμε· και αν είναι θέλημα του Κυρίου, θα δοκιμάσω το έργο του βιβλιοπώλη μόλις τακτοποιήσω τις υποθέσεις μας και εάν ο Κύριος δεχτεί την υπηρεσία μου και με ευλογήσει στην εκτέλεση του έργου του, τότε θα διαλύσουμε το νοικοκυριό, και οι δυο μας, η σύζυγός μου και ‘γω, θα ενασχοληθούμε στο έργο του θερισμού.»
Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η αλληλογραφία που είχε η Εταιρία το 1894 μ’ έναν άνδρα ο οποίος είχε αποκτήσει τόμους της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος» από δύο γυναίκες που ήταν βιβλιοπώλες. Διάβασε τα βιβλία, παρήγγειλε πρόσθετα αντίτυπα, γράφτηκε συνδρομητής στη «Σκοπιά της Σιών» και υποκινήθηκε να γράψει: «Η αγαπητή μου σύζυγος και εγώ διαβάσαμε αυτά τα βιβλία με το πιο ζωηρό ενδιαφέρον και τα θεωρούμε σαν Θεόδοτη και μεγάλη ευλογία που είχαμε την ευκαιρία να έρθουμε σ’ επαφή μ’ αυτά. Είναι πραγματικά ένα «χέρι βοηθείας» στη μελέτη της Βίβλου. Οι θαυμάσιες αλήθειες που αποκαλύπτονται στη μελέτη αυτής της σειράς έχουν ανατρέψει τελείως τις επίγειες φιλοδοξίες μας και αντιλαμβανόμενοι μέχρις ενός σημείου, τουλάχιστον, τη μεγάλη ευκαιρία να κάνουμε κάτι για τον Χριστό, σκοπεύουμε να επωφεληθούμε απ’ αυτή την ευκαιρία για να διαδώσουμε αυτά τα βιβλία, πρώτα ανάμεσα στους πλησιέστερους συγγενείς μας και φίλους, και έπειτα στους φτωχούς που επιθυμούν να τα διαβάσουν και δεν μπορούν να τ’ αγοράσουν.» Αυτό το γράμμα είχε την υπογραφή του Ι. Φ. Ρόδερφορδ, που αφιέρωσε τον εαυτό του στον Ιεχωβά δώδεκα χρόνια αργότερα και τελικά διαδέχτηκε τον Κ. Τ. Ρώσσελ σαν πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά.
Ο ΒΙΒΛΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
Οι Σπουδαστές της Γραφής είχαν κεντρικά γραφεία πρώτα στην Πέμπτη Λεωφόρο 101, στο Πίτσμπουργκ, και έπειτα στην οδό Φέντεραλ 44, στην Αλλεγκένυ της Πενσυλβανίας. Στα τέλη, όμως, της δεκαετίας του 1880 το επιταχυνόμενο έργο του κηρύγματος των αγαθών νέων και της συγκεντρώσεως των ανθρώπων που είχαν διάθεση προβάτου έκαναν την επέκταση αναγκαία. Έτσι, ο λαός του Ιεχωβά έχτισε το δικό του κτίριο. Αυτό το τετραώροφο, τούβλινο κτίριο που βρισκόταν στην οδό Αψίδος 56-60 (νέα αρίθμηση 610-614), στην Αλλεγκένυ, τέλειωσε το 1889, κόστισε 34.000 δολλάρια και ήταν γνωστό σαν ο «Βιβλικός Οίκος». Αρχικά ήταν ιδιοκτησία της Εκδοτικής Εταιρίας ενός ιδιωτικού οργανισμού που διηύθυνε ο Κ. Τ. Ρώσσελ και που για μερικά χρόνια εξέδιδε έντυπα για την Εταιρία Σκοπιά σε μια συμφωνημένη τιμή. Τον Απρίλιο του 1898, η ιδιοκτησία αυτού του εργοστασίου και του οικοπέδου μεταβιβάστηκε με δωρεά στην Εταιρία Σκοπιά, το διοικητικό συμβούλιο της οποίας υπολόγισε την αξία του κτιρίου και του εξοπλισμού σε 164.033,65 δολλάρια.
Ο Βιβλικός Οίκος χρησιμοποιήθηκε για τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας για περίπου είκοσι χρόνια.
«Πώς ήταν η ζωή στο Βιβλικό Οίκο το 1907;» ρωτάει η Όρα Σάλλιβαν Γουέηκφιλντ. Η ίδια απαντάει: «Ήμαστε μόνο τριάντα στην ‘οικογένεια’ και, καθώς ήταν μικρή, ήταν πραγματικά μια οικογένεια. Όλοι τρώγαμε, κοιμόμασταν, εργαζόμασταν και ασκούσαμε τη λατρεία μας σ’ εκείνο το μοναδικό κτίριο. Η αίθουσα συναθροίσεων είχε επίσης ένα μέρος για βάπτισμα κάτω από το βήμα.»
Σκεφθείτε! Στο 1890 υπήρχαν μόνο περίπου τετρακόσιοι ενεργοί συνεργάτες της Εταιρίας Σκοπιά. Αλλά το άγιο πνεύμα του Ιεχωβά ήταν ενεργό και παρήγαγε καλά αποτελέσματα. (Ζαχ. 4:6, 10) Κατά συνέπεια, τα χρόνια της δεκαετίας του 1890 ήταν καιροί αυξήσεως. Πράγματι, εκατοντάδες συγκεντρώθηκαν στις 26 Μαρτίου 1899, για να γιορτάσουν την ανάμνηση του θανάτου του Ιησού Χριστού και, όπως δείχνει μια ατελής έκθεση, συναθροίστηκαν 339 ομάδες με 2.501 παρόντες. Αληθινά, τα πρόβατα συγκεντρώνονταν ‘στη μάνδρα’.—Μιχ. 2:12.
Στην αύξηση του έργου κηρύγματος συνέβαλε το ταξίδι του Κ. Τ. Ρώσσελ στο εξωτερικό το 1891. Αυτό το ταξίδι των 28.000 χιλιομέτρων (17.000 μιλίων) έφερε αυτόν και τους συντρόφους του στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Έπειτα μια αποθήκη των εκδόσεων ιδρύθηκε στο Λονδίνο. Επίσης, έγιναν διευθετήσεις για να εκδοθούν τα έντυπα της Εταιρίας στα Γερμανικά, Γαλλικά, Σουηδικά, Δανο-Νορβηγικά, Πολωνικά, Ελληνικά και αργότερα στα Ιταλικά.
«ΑΣ ΥΠΑΓΩΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ»
Ο Δαβίδ χάρηκε όταν ειπώθηκε: «Ας υπάγωμεν εις τον οίκον του Ιεχωβά». (Ψαλμ. 122:1 ) Έτσι και οι πρώτοι Σπουδαστές της Γραφής χαίρονταν να συγκεντρώνονται για συναθροίσεις και συνελεύσεις. (Εβρ. 10:23-25) Οι πνευματικές ανταμοιβές ήταν πολλές, αλλά ένα πράγμα πάντοτε έλειπε—η περιφορά δίσκου για χρήματα. Σε όλες τις συναθροίσεις και συνελεύσεις των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά εφαρμόζεται το σύνθημα «θέσεις δωρεάν, χωρίς περιφορά δίσκου.» Αυτό είναι σωστό, αν λάβουμε υπ’ όψη τα λόγια του Ιησού Χριστού: «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε.» Εθελοντικές συνεισφορές έχουν χρησιμεύσει για να καλύψουν κάποια έξοδα που έχουν σχέση με τόπους συναθροίσεων του λαού του Ιεχωβά.—Ματθ. 10:8· 2 Κορ. 9:7.
Ας φαντασθούμε ότι πηγαίνουμε κι εμείς μαζί με τους ομοπίστους μας των παλαιότερων χρόνων στις εβδομαδιαίες συναθροίσεις. «Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα», σχολιάζει ο Ραλφ Χ. Λέφλερ, «σπάνια χάναμε συναθροίσεις. Εκείνες τις μέρες δεν είχαμε αυτοκίνητα. Οι μόνοι τρόποι που εμείς, που ζούσαμε οκτώ χιλιόμετρα (πέντε μίλια) έξω από την πόλη, μπορούσαμε να πάμε στις συναθροίσεις ήταν ή να περπατήσουμε ή να χρησιμοποιήσουμε άλογο και αμαξάκι. Πάρα πολλές φορές χρησιμοποιούσαμε αμαξάκι για να κάνουμε κάθε Κυριακή 32 χιλιόμετρα με την επιστροφή, για να παρακολουθήσουμε τις συναθροίσεις. Για χρόνια, καλοκαίρι και χειμώνα, με βροχή ή ήλιο το θεωρούσαμε προνόμιό μας να μαθαίνουμε όλο και περισσότερα για τις Βιβλικές αλήθειες και να ενισχύουμε την πίστη μας. Δεν θέλαμε να χάνουμε καμιά ευκαιρία για να συναναστρεφόμαστε με τους ομοπίστους μας.» Η Χέιζελ και η Έλεν Κραλ παρατηρούν: «Όταν το χιόνι σκέπαζε το έδαφος, πηγαίναμε με άλογο και έλκηθρο και καλύπταμε το άλογο με μια κουβέρτα στη διάρκεια της συναθροίσεως. Μερικές φορές το άλογο περίμενε υπομονετικά και μερικές φορές έσκαβε με το πόδι του το χώμα ανυπόμονα.»
Με τι έμοιαζαν εκείνες οι πρώτες συναθροίσεις; Μία απ’ αυτές βασιζόταν στο ‘Σκιές της Σκηνής για Καλύτερες Θυσίες’ που πρωτοεκδόθηκε από την Εταιρία το 1881. Εξέταζε την προφητική σημασία της Σκηνής του Μαρτυρίου του Ισραήλ και των θυσιών που προσφέρονταν εκεί. Ακόμη και τα παιδιά ωφελούνταν πολύ απ’ αυτές τις μελέτες. Ξαναφέρνοντας στο νου αυτές τις συναθροίσεις, καθώς διεξάγονταν σ’ ένα σπίτι, η Σάρα Κ. Κέιλιν σχολιάζει: «Ο όμιλος είχε αυξηθεί και πολλές φορές τα παιδιά έπρεπε να κάθονται στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πάνω πάτωμα, αλλά όλοι έπρεπε να μαθαίνουν και να απαντούν σε ερωτήσεις. Τι συμβόλιζε ο μόσχος; Η Αυλή; Τα Άγια; Τα Άγια των Αγίων; Η Ημέρα του Εξιλασμού; Ο Αρχιερέας; Οι υφιερείς; Ήταν τόσο εντυπωμένα στις διάνοιες μας, ώστε μπορούσαμε να οραματισθούμε τον Αρχιερέα να εκτελεί τα καθήκοντά του και γνωρίζαμε τι σήμαιναν.»
«Μικρές Συναθροίσεις» διεξάγονταν τα βράδια της Τετάρτης. Αυτές έγιναν επίσης γνωστές σαν Συναθροίσεις Προσευχής, Αίνου και Ομολογίας Πειρών. Σχετικά με αυτές η Έντιθ Ρ. Μπρένισεν γράφει: «Μετά από έναν ύμνο και μια προσευχή, ο οδηγός διάβαζε ένα κατάλληλο Γραφικό κείμενο, έδινε λίγα σχόλια και μετά δινόταν η ευκαιρία στους παρόντες να σχολιάσουν όπως επιθυμούσαν. Μερικές φορές θα ήταν μια ευχάριστη πείρα που είχε κάποιος στο έργο υπηρεσίας ή κάποια απόδειξη της ιδιαίτερης καθοδηγίας ή προστασίας του Ιεχωβά. Όλοι ήταν ελεύθεροι να πούνε προσευχή ή να ζητήσουν να ψάλει ένας ορισμένος ύμνος που τα λόγια του συχνά εξέφραζαν τις σκέψεις της καρδιάς καλύτερα από ό,τι το ίδιο το άτομο θα το ‘κανε. Ήταν ένα βράδυ για στοχασμό πάνω στη στοργική φροντίδα του Ιεχωβά και για στενή συναναστροφή με τους αδελφούς και τις αδελφές μας. Καθώς ακούγαμε μερικές από τις πείρες τους, σιγά-σιγά τους γνωρίζαμε καλύτερα. Παρατηρώντας την πιστότητά τους, βλέποντας πώς υπερνίκησαν τις δυσκολίες τους, συχνά βοηθιόμαστε στο να λύσουμε μερικά από τα δικά μας προβλήματα.» Αυτή η συνάθροιση ήταν ο πρόδρομος της συναθροίσεως υπηρεσίας, που διεξάγεται κάθε εβδομάδα από τους μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα και είναι τόσο χρήσιμη σ’ αυτούς για το έργο του κηρύγματος.
Σ’ εκείνες τις πρώτες μέρες τα βράδια της Παρασκευής διεξάγονταν οι «Κύκλοι της Χαραυγής». Αυτές οι Γραφικές Μελέτες ονομάζονταν έτσι γιατί χρησιμοποιούνταν οι τόμοι της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος». Ο Ραλφ Χ. Λέφλερ θυμάται ότι το βράδυ της Κυριακής συνήθως ήταν αφιερωμένο σε μελέτη της Γραφής ή ομιλία πάνω στην Αγία Γραφή. Μπορούσε επίσης να γίνει μια ομιλία με «σχεδιάγραμμα.» Τι ήταν αυτό; Εξηγεί: «Μέσα από το μπροστινό εξώφυλλο του Α΄ Τόμου των «Γραφικών Μελετών» υπήρχε ένα μεγάλο σχεδιάγραμμα . . . Αυτό το σχεδιάγραμμα είχε τυπωθεί σε μεγάλο μέγεθος . . . και μπορούσε να αγοραστεί από το Βιβλικό Οίκο στην Αλλεγκένυ της Πενσυλβανίας. Εκείνο το σχεδιάγραμμα κρεμόταν στον τοίχο μπροστά στο ακροατήριο για να βλέπουν όλοι καθώς ο ομιλητής εξηγούσε τα πολλά τόξα και τις πυραμίδες του. Το σχεδιάγραμμα ήταν μια παραστατική απεικόνιση των κυριότερων Βιβλικών γεγονότων από τη δημιουργία του ανθρώπου ως το τέλος της χιλιετίας και την αρχή των ‘επερχομένων αιώνων’. Μάθαμε πολλά για τη Βιβλική ιστορία απ’ αυτές τις ομιλίες με ‘σχεδιαγράμματα’. Και διεξάγονταν συχνά.»
«Ομιλίες με σχεδιαγράμματα» γίνονταν στους τόπους των κανονικών συναθροίσεων του λαού του Ιεχωβά ή αλλού. Ήταν αυτές οι ομιλίες αποτελεσματικές; Ο Κ. Ε. Σιλεγουέη θυμάται : «Οι ομιλίες πρέπει να έφεραν κάποιο καρπό, γιατί ο μικρός όμιλος αύξησε από έξι ενήλικες σε δεκαπέντε περίπου, σε λιγότερο από δυο χρόνια.» Σε μια περίπτωση, ο Ουίλλιαμ Π. Μόκριτζ έδωσε μία ομιλία με σχεδιάγραμμα σε μια εκκλησία Βαπτιστών στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, «με αποτέλεσμα πολλά μέλη της εκκλησίας [του Βαπτιστή ιεροκήρυκα] να γνωρίσουν την αλήθεια και ο κληρικός . . . Κ. Α. Έρικσον επίσης γνώρισε την αλήθεια και έγινε ένας από τους περιοδεύοντες . . . ομιλητές της Εταιρίας.»
Ο ετήσιος εορτασμός της αναμνήσεως του θανάτου του Ιησού Χριστού έδωσε στους πρώτους Σπουδαστές της Γραφής ευκαιρίες να διεξάγουν συνελεύσεις. (1 Κορ. 11:23-26) Μία τέτοια συγκέντρωση έγινε στην Αλλεγκένυ της Πενσυλβανίας στις 7-14 Απριλίου του 1892. Παρόντες ήταν περίπου 400 δούλοι του Ιεχωβά και ενδιαφερόμενα άτομα από είκοσι περίπου πολιτείες και από τη Μανιτόμπα του Καναδά. Από τότε, φυσικά, πνευματικές ευλογητές συνελεύσεις του λαού του Ιεχωβά έχουν γίνει σε πολλές πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και σ’ όλον τον κόσμο. Και τι αύξηση έφερε ο Ιεχωβά! Το 1958 στη Διεθνή Συνέλευση «Θείο Θέλημα» των Μαρτύρων του Ιεχωβά συγκεντρώθηκαν στο στάδιο Γιάνκη και στο Πόλο Γκράουντς της Νέας Υόρκης συνολικά 253.922 άτομα από 123 και πάνω χώρες!
ΘΑΡΡΑΛΕΟΙ ΚΑΙ ΜΕ ΙΣΧΥΡΗ ΚΑΡΔΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
«Ζητούνται Εθελοντές!»—αυτός ήταν ο εντυπωσιακός τίτλος ενός άρθρου της «Σκοπιάς της Σιών» της 15 Απριλίου του 1899. Πρότεινε μια νέα μέθοδο διαδόσεως των Βιβλικών αληθειών—μια μέθοδο που σίγουρα θα αιφνιδίαζε τον κλήρο του Χριστιανισμού. Για να πάρει μέρος σ’ αυτό το έργο, ένα άτομο θα έπρεπε να είναι θαρραλέο και ισχυρό στην καρδιά. (Ψαλμ. 31:24) Στο λαό του Ιεχωβά εκείνο τον καιρό δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί στη μαζική δωρεάν διανομή 300.000 αντιτύπων ενός νέου βιβλιαρίου με τίτλο «Η Βίβλος εναντίον της Εξελίξεως.» Έπρεπε να δοθεί στους ανθρώπους, καθώς έφευγαν από τις εκκλησίες την Κυριακή. Οι Χριστιανοί εθελοντές κατά χιλιάδες ανταποκρίθηκαν ολοκάρδια και πολύ έργο έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Ευρώπη.
Αυτό το εθελοντικό έργο συνεχίστηκε για χρόνια, ιδιαίτερα τις Κυριακές και τελικά επεκτάθηκε και περιέλαβε τη διανομή φυλλαδίων από σπίτι σε σπίτι. Νέα φυλλάδια εκδίδονταν τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο και διανέμονταν κατά εκατομμύρια σ’ αυτούς που έβγαιναν από τους ναούς. Από το 1909 και μετά, η Εταιρία Σκοπιά εξέδωσε μια νέα σειρά φυλλαδίων με τίτλο «Άμβων των Λαών» (έπειτα «Εφημερίς Όλων» και αργότερα «Μηνιαία Έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής»). Μέσω αυτών των μηνιαίων φυλλαδίων η θρησκευτική πλάνη ξεσκεπάστηκε, οι Γραφικές αλήθειες εξηγήθηκαν και τα έθνη προειδοποιήθηκαν για το βαρυσήμαντο έτος 1914. Σχέδια και εικονογραφήσεις έκαναν τα φυλλάδια αυτά αποτελεσματικότερα. Με τέτοια διανομή φυλλαδίων, το κοινό γνώριζε όλο και περισσότερο τους δούλους του Θεού οι οποίοι έγιναν πλατιά γνωστοί σαν Σπουδαστές της Γραφής και Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής.
«Κάθε τάξη είχε έναν Εθελοντή Αρχηγό που σχεδίαζε το έργο,» λέει η Έντιθ Ρ. Μπρένισεν, «και οι εργάτες ονομάζονταν Εθελοντές . . . Το πρωί της Κυριακής δαπανούνταν σ’ αυτό το εθελοντικό έργο. Πηγαίναμε στις πόρτες των ναών και δίναμε τα φυλλάδια στους ανθρώπους που έβγαιναν από την εκκλησία. . . Στις δώδεκα η ώρα, καθώς οι άνθρωποι έβγαιναν, τους δίναμε τα έντυπα και έπειτα περιμέναμε μέχρι τη μία για να δώσουμε και σ’ εκείνους που έβγαιναν από το Κατηχητικό σχολείο. Σχεδόν όλοι έπαιρναν ένα φυλλάδιο. Μερικοί πέταγαν τα δικά τους στο έδαφος και, φυσικά, εμείς τα μαζεύαμε. Το άγγελμα που περιείχαν τα φυλλάδια ήταν ‘Εξέλθετε εξ αυτής ο Λαός μου’».
Πολλά ευχάριστα βράδια δαπανήθηκαν για την προετοιμασία των φυλλαδίων για διανομή. Η Μάργκαρετ Ντουθ θυμάται τα βράδια όταν οι συγχριστιανοί συναντιόνταν στο σπίτι της γι’ αυτό το σκοπό, και γράφει: «Ανοίγαμε το τραπέζι της τραπεζαρίας σε όλο του το μάκρος και μερικοί από μας χωρίζαμε τα φυλλάδια, ενώ άλλοι τα δίπλωναν· μία άλλη ομάδα τα σφράγιζε με την ώρα και τον τόπο της ομιλίας για το απόγευμα της Κυριακής.»
Μετά ήταν η σειρά της διανομής. Σύμφωνα με τον Σάμουελ Βαν Σίπμα, αυτή «ήταν μια δραστηριότητα των Σπουδαστών της Γραφής στην οποία σχεδόν όλοι συμμετείχαν.» Προσθέτει: «Πολλοί από μας σηκωνόμασταν νωρίς το πρωί της Κυριακής (περίπου στις πέντε) και αφήναμε τα φυλλάδια στις βεράντες ή κάτω από τις πόρτες των σπιτιών σ’ ένα ορισμένο τομέα και συνήθως δύο ή τέσσερις εργάζονταν μαζί. Φυσικά τα φυλλάδια τα μοιράζαμε και άλλες φορές . . . Μερικοί πολύ πετυχημένα έχουν χαρακτηρίσει αυτή τη δραστηριότητα με τα φυλλάδια σαν σκορπισμένους πολύτιμους λίθους, σαν την πρωινή δροσιά, και αναμφισβήτητα πολλοί πράγματι αναζωογονήθηκαν ως αποτέλεσμα του ότι διάβασαν αυτές τις εμπνευσμένες σελίδες της θείας αλήθειας.»
Ακόμη και τα παιδιά των Χριστιανών συμμετείχαν στο έργο της διανομής φυλλαδίων. Η Γκρέις Α. Έστεπ θυμάται πως αυτή και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί της «περπατούσαν στις μύτες των ποδιών τους στις εισόδους νωρίς τα πρωινά της Κυριακής και έριχναν τα φυλλάδια κάτω από τις πόρτες.» Συναντούσαν και εναντίωση, γιατί η αδελφή Έστεπ συνεχίζει: «Μερικές φορές μια πόρτα άνοιγε ξαφνικά και ένας πραγματικός γίγαντας εμφανιζόταν, συνήθως ξεφωνίζοντας βρισιές και μερικές φορές μάς κυνηγούσαν με σκούπες ή μπαστούνια ή απειλητικές χειρονομίες εάν ποτέ τολμούσαμε να ξαναπάμε. . . Πού και πού όμως, κάποιος δεχόταν το φυλλάδιο ή μας χαμογελούσε και ύστερα τρέχαμε σπίτι να το πούμε στους γονείς μας.»
Η χρήση των φυλλαδίων έφερε καλά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, ο Βίκτωρ Β. Μπλάκγουελ μάς λέει: «Ένα φυλλάδιο ήταν αυτό που έφερε την αλήθεια της Βασιλείας στο σπίτι μας. Ένα φυλλάδιο ήταν η αρχή των στερεών βάσεων της Βιβλικής αλήθειας για τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, εμένα και τα παιδιά, καθώς και για πολλούς άλλους που δέχτηκαν και ενστερνίστηκαν τις γεμάτες ελπίδα και πίστη πληροφορίες για την κυβέρνηση της Βασιλείας.»
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΥΠΟ
«Ένα άλλο χαρακτηριστικό [του έργου] που δεν μπορεί να παραβλεφθεί,» λέει ο Τζωρτζ Ε. Χάνναν, «ήταν η δημοσίευση των κηρυγμάτων του Πάστορα Ρώσσελ στις εφημερίδες.» Σχηματίστηκε το «Διεθνές Συνδικάτο Τύπου» που πρόβαλε τα κηρύγματα του Κ. Τ. Ρώσσελ. Αν και ο Ρώσσελ μπορεί να έλειπε σε ταξίδι, έστελνε κάθε εβδομάδα σ’ αυτό το συνδικάτο, που αποτελείτο από τέσσερα μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας, μια ομιλία για δημοσίευση. Αυτοί, με τη σειρά τους, την ξανατηλεγραφούσαν στις εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Ευρώπη. Η Εταιρία πλήρωνε τα έξοδα των τηλεγραφημάτων, αλλά ο χώρος στην εφημερίδα προσφερόταν δωρεάν.
Ένα έντυπο με τον τίτλο «Δη Κόντινεντ» (The Continent) κάποτε δήλωσε σχετικά με τον Κ. Τ. Ρώσσελ: «Τα συγγράμματα του λέγεται ότι έχουν μεγαλύτερη κυκλοφορία στις εφημερίδες κάθε εβδομάδα από οποιουδήποτε άλλου ζωντανού ανθρώπου· μεγαλύτερη, αναμφισβήτητα, από τη συνολική κυκλοφορία των συγγραμμάτων όλων των ιερέων και των κηρύκων στη Βόρεια Αμερική, μεγαλύτερη ακόμη από τα έργα των Άρθουρ Μπρισμπέιν, Νόρμαν Χάπγκουντ, Τζωρτζ Χόρες Λόριμερ, Δρ Φρανκ Κρέιν, Φρέντερικ Χάσκινς, και μιας δωδεκάδας άλλων από τους πιο γνωστούς συντάκτες και συγγραφείς συνδικάτων αν τους βάλουμε όλους μαζί.» Αλλά εκείνο που είχε σημασία δεν ήταν ο Ρώσσελ σαν άτομο. Εκείνο που είχε πραγματικά σημασία ήταν η πλατιά κυκλοφορία των αγαθών νέων. «Περισσότερες από 2.000 εφημερίδες, με συνολική κυκλοφορία δεκαπέντε εκατομμύρια αναγνώστες, κάποτε δημοσίευσαν τις ομιλίες του,» είπε η «Σκοπιά» της 1ης Δεκεμβρίου 1916. «Συνολικά, περισσότερες από 4.000 εφημερίδες δημοσίευσαν αυτές τις ομιλίες.» Αυτό λοιπόν ήταν ένα άλλο μέσο διαδόσεως των Βιβλικών αληθειών.
«ΕΡΓΟ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ»
Η θαρραλέα δράση των δούλων του Ιεχωβά εντεινόταν, καθώς ένα άλλο χαρακτηριστικό του έργου τους ήρθε στο προσκήνιο το 1911. Το χαρακτηριστικό αυτό ήταν μια μεγάλη εκστρατεία δημοσίων ομιλιών και την έλεγαν «έργο επεκτάσεως των τάξεων.» Το νέο αυτό έργο ανέλαβαν σαράντα οκτώ περιοδεύοντες διάκονοι σταλμένοι σαν δημόσιοι ομιλητές σε καθορισμένα δρομολόγια. Αλλά το «έργο επεκτάσεως των τάξεων» περιλάμβανε περισσότερα από αυτό. Κρατούσαν τα ονόματα και τις διευθύνσεις των ενδιαφερομένων ατόμων που παρακολουθούσαν τις ομιλίες και αυτά τα άτομα τα επισκέπτονταν στα σπίτια τους οι Σπουδαστές της Γραφής σε μια προσπάθεια να συγκεντρώσουν αυτά τα άτομα μαζί και να σχηματίσουν νέες εκκλησίες. Οι βιβλιοπώλες βοήθησαν να οργανωθούν αυτές και να σχηματισθούν και νέες εκκλησίες. Έτσι, μέχρι το 1914 λειτουργούσαν 1.200 εκκλησίες σε όλη τη γη που συνδέονταν με την Εταιρία Σκοπιά.
«Αφού εξασφαλίζαμε τη χρήση μιας αίθουσας για δημόσια ομιλία», λέει η Χέιζελ και η Έλεν Κραλ, «βάζαμε ανακοινώσεις στις εφημερίδες και κάναμε και επισκέψεις δίνοντας προσκλήσεις. Τοποθετούσαμε επίσης μία πινακίδα στην είσοδο της αίθουσας, με την αναγγελία της συναθροίσεως γραμμένη με κιμωλία. Πολλές από αυτές τις αίθουσες φωτίζονταν μόνο με λάμπα πετρελαίου. Εάν δειχνόταν ενδιαφέρον στην αρχική συνάθροιση, συνεχίζαμε με περισσότερες ομιλίες. Φροντίζαμε απαραίτητα να χαιρετούμε και να μιλάμε προσωπικά στον καθένα από το μικρό όμιλο που συγκεντρωνόταν (και συνήθως ήταν μικρός όμιλος) και να επισκεπτόμαστε τα σπίτια των ενδιαφερομένων για να καλλιεργήσουμε περισσότερο το ενδιαφέρον τους.»
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΙΛΓΚΡΙΜΣ
Ήδη από το 1894, είκοσι ένας περιοδεύοντες εκπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά στάλθηκαν να διεξαγάγουν δημόσιες συναθροίσεις και να ενισχύσουν πνευματικά εκκλησίες των Σπουδαστών της Γραφής. Ταξίδευαν σε καθορισμένο δρομολόγιο και καθώς οι εκκλησίες πλήθαιναν, πρόσθετοι «πίλγκριμς», όπως ονομάζονταν αυτοί, στέλνονταν σε περιοδεία. Οι «πίλγκριμς» υπηρέτησαν τα συμφέροντα του λαού του Ιεχωβά από τη δεκαετία του 1890 ως το τέλος της δεκαετίας του 1920. Είχαν το φρόνημα του Παύλου, που είπε στους Χριστιανούς της Ρώμης: «Διότι επιποθώ να σας ίδω, διά να σας μεταδώσω χάρισμά τι πνευματικόν προς στήριξιν υμών· τούτο δε είναι, το να συμπαρηγορηθώ μεταξύ σας διά της κοινής πίστεως υμών τε και εμού.»—Ρωμ. 1:11, 12.
Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των περιοδευόντων «πίλγκριμς» ποίκιλλαν, όπως και των αποστόλων του Ιησού Χριστού. (Λουκ. 9:54· Ιωάν. 20:24, 25· 21:7, 8) «Ο αδελφός Θορν είχε μια πάρα πολύ ήπια συμπεριφορά, ήταν υπερβολικά περιποιημένος, με γενάκι, μικροκαμωμένος», σχολιάζει ο Γκραντ Σούτερ και προσθέτει: «Οι πίλγκριμς είχαν άψογη εμφάνιση. Και το σημαντικότερο, βοηθούσαν τους ακροατές τους να αναπτύξουν πίστη στον Λόγο του Θεού.» Όταν ο Χάρολντ Μπ. Ντάνκαν πρωτοσυνάντησε τον αδελφό Θορν «αυτό του έκανε καλή και μόνιμη εντύπωση». Ο αδελφός Ντάνκαν λέει: «Η ομιλία του στον όμιλο ήταν σαν ενός πατέρα που δίνει στοργική συμβουλή με αγάπη στους γιους του και στις κόρες του και στα εγγόνια του, δηλαδή σαν πατριάρχης των παλιών καιρών.»
Η Γκρέης Α. Έστεπ θυμάται: «Ο αδελφός Χέρση αγαπούσε τη μουσική και αφού εμάς τα παιδιά μάς έστελναν για ύπνο, η μαμά έπαιζε πιάνο, ο μπαμπάς βιολί και ο αδελφός Χέρση έψελνε τους «ύμνους» . . . Από τους άλλους που γνωρίζαμε και αγαπούσαμε τόσο πολύ—ο αδελφός [Κλάυτον Τζ.] Γούντγουωρθ, ο αδελφός Μακμίλλαν και άλλοι των οποίων η ζωή ήταν έξοχο παράδειγμα υπομονής—δείχναμε μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τον αδελφό Βαν Άμπουργκ. Ήταν τόσο ευγενικός και τρυφερός απέναντι στους «πολυαγαπημένους», που συχνά μ’ έκανε να φαντάζομαι το πώς θα πρέπει να ήταν ο αγαπητός απόστολος Ιωάννης.
Η Έθελ Γκ. Ρόνερ αναπολεί τις μέρες που ήταν μικρό κορίτσι και οι αδελφοί πίλγκριμς έμεναν στο σπίτι της και λέει: «Αυτοί πάντοτε ενδιαφέρονταν για μας τους νεαρούς—την αδελφή μου και τον αδελφό μου επίσης. Πάντοτε απολαμβάναμε τις επισκέψεις τους. Σαν νεαρό κορίτσι, ήμουνα λίγο εντυπωσιασμένη από την ήρεμη πεποίθηση και την πίστη τους να δέχονται όλα τα πράγματα σαν θέλημα του Ιεχωβά. Αυτοί πραγματικά άφησαν σε μας τους νεαρούς ένα ωραίο παράδειγμα Χριστιανικού σθένους και πίστης.»
Αναμφίβολα πολλοί από τους πίλγκριμς γίνονταν αγαπητοί στους ομοπίστους τους γιατί ήταν απλοί σαν να ήταν στο σπίτι τους όταν έκαναν επισκέψεις. «Τι έκανε την επίσκεψη τόσο ευχάριστη;» ρωτάει η Μαίρη Μ. Χιντς. Και απαντά: «Αφού μετέφερε τους χαιρετισμούς, ο πίλγκριμ ρωτούσε τον μπαμπά για τις δημόσιες συναθροίσεις, εάν είχε καθόλου ερωτήσεις πάνω στα άρθρα της «Σκοπιάς», πώς πήγαιναν τα πράγματα στη μικρή πόλη, εάν κάποιος άλλος έδειχνε ενδιαφέρον από την τελευταία του επίσκεψη, και άλλες συνηθισμένες ερωτήσεις. Για λίγο η προσοχή του κατευθυνόταν σε μας τα παιδιά (ήμαστε τρία τώρα) πριν αποσυρθεί στο δωμάτιό του. «Τι καλός που είναι! Μιλάει και σε μας!» Αυτό μας συγκινούσε και κάναμε μια καλή αρχή για να απολαύσουμε κάθε λεπτό της διαμονής του, συνήθως μία ή δυο μέρες. Πιθανόν να ήταν ο Βενιαμίν Μπάρτον εκείνος που μου έδωσε μια καρτποστάλ που έφερε από τη συνέλευση της λίμνης Τσαταούκουα του 1910 και είχε κολλήσει στο πίσω μέρος τη φωτογραφία του. Ή ίσως ο αδελφός Τζ. Α. Μπόνετ να ήταν εκείνος που είχε φτιάξει έναν χαρταετό στον αδελφό μου και τον βοηθούσε να τον πετάξει . . . Ο αδελφός Α. Χ. Μακμίλλαν μπορούσε να βρει μια στιγμή για να βγει στο χωράφι με τα καλαμπόκια μαζί μας και να διαλέξει έξι ωραία καλαμπόκια για το δείπνο του.»
«Μερικοί από τους πίλγκριμς είχαν προσωπικές ιδιορρυθμίες και αυτές φυσικά γίνονταν αντιληπτές», παραδέχεται ο Χάρολντ Π. Γούντγουωρθ, «αλλά υπήρχαν έξοχες ιδιότητες—χαρίσματα του αγίου πνεύματος που άφηναν μια βαθιά και μόνιμη επίδραση.» Η αδελφή Ερλ Ε. Νιούελ παρατηρεί: «Ποτέ, ποτέ δεν θα ξεχάσω μια δήλωση που έκανε ο αδελφός Θορν που με βοήθησε μέχρι σήμερα. Είπε ακριβώς αυτό: ‘Οποτεδήποτε αρχίζω να έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, πηγαίνω σε μία γωνία και του λέω, «Ε, συ ασήμαντο μόριο σκόνης. Τι έχεις για να είσαι περήφανος;»’» Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, πραγματικά, γιατί «η αμοιβή της ταπεινώσεως, και του φόβου του Κυρίου, είναι πλούτος, και δόξα και ζωή.»—Παρ. 22:4
Αυτοί οι περιοδεύοντες πίλγκριμς δεν καλοπερνούσαν ταξιδεύοντας από μέρος σε μέρος. Σχετικά με τα ταξίδια του συζύγου της Έντουαρντ, ο οποίος μια φορά υπηρέτησε μ’ αυτή την ιδιότητα, η Έντιθ Ρ. Μπρένισεν έγραψε: «Για να φτάσει σε μερικά από τα απομονωμένα μέρη ήταν συχνά απαραίτητο να ταξιδέψει με τραίνο, με ταχυδρομική άμαξα, με κάθε είδους άμαξες και με άλογο. Μερικά απ’ αυτά τα ταξίδια ήταν πολύ συναρπαστικά . . . Κάποτε είχε ραντεβού κοντά στους Καταρράκτες Κλάμαθ στο Όρεγκον. Για να πάει εκεί, αφού θα έκανε ένα μέρος της διαδρομής με τραίνο, έπρεπε έπειτα να ταξιδέψει όλη τη νύχτα με ταχυδρομική άμαξα. Την επόμενη μέρα τον συνάντησε σε μια μικρή πόλη ένας αδελφός πού ήταν εκεί μ’ ένα τετράτροχο κάρρο χωρίς σούστες. (Σε περίπτωση που δεν είδατε ποτέ ή δεν ανεβήκατε σ’ ένα τέτοιο, θα σας πω ότι είναι απλώς ένα ξύλινο κάρρο, ανεβασμένο πάνω σε τέσσερις τροχούς που είναι τοποθετημένοι στους άξονες χωρίς σούστες. Εάν ένα άτομο δεν είχε πρόβλημα με την πλάτη του πριν ταξιδέψει, σίγουρα θα είχε μετά το ταξίδι.) Μετά από μια μεγάλη διαδρομή μέσα στα βουνά φτάσαμε στο αγρόκτημα του αδελφού σε μια όμορφη κοιλάδα κοντά σ’ ένα ποταμάκι.
Τι μπορούμε να πούμε για την επίσκεψη αυτού του συγκεκριμένου πίλγκριμ; Η αδελφή Μπρένισεν προσθέτει: «Σύντομα η αυλή ήταν πλημμυρισμένη από ομάδες κάθε είδους, που έφερναν τους φίλους από μακριά για ν’ ακούσουν τον πίλγκριμ. Η συνάθροιση άρχιζε στις τρεις, με μία δίωρη ομιλία, μετά την οποία προσκαλούνταν όσοι ήθελαν να κάνουν ερωτήσεις. Σταματούσαν για αρκετή ώρα για ένα ωραίο βραδινό φαγητό που είχαν ετοιμάσει οι αδελφές και μετά από αυτό υπήρχε άλλη μια δίωρη ομιλία κι ακολουθούσαν πολλές ερωτήσεις.» Εκείνη τη νύχτα οι αδελφές κοιμήθηκαν στο σπίτι και οι αδελφοί στα άχυρα. Ένα δωμάτιο στο σπίτι είχε προοριστεί για τον πίλγκριμ, αλλά ο αδελφός Μπρένισεν προτίμησε να πάει στον αχυρώνα μαζί με τους αδελφούς. «Το πρωί ήρθε», λέει η αδελφή Μπρένισεν, «και μετά από ένα χαρούμενο πρόγευμα ο αδελφός σέλωσε τρία άλογα, ένα άλογο για το φορτίο και από ένα για τον καθένα τους. Για να πάνε στο τραίνο που θα τον οδηγούσε στο επόμενο ραντεβού του, έπρεπε να κάνουν ένα ταξίδι 96 χιλιόμετρα (εξήντα μίλια) μέσα από ερημιές για τον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό. Κάποια φορά αργότερα ο Έντουαρντ έλαβε ένα γράμμα από την αδελφή που του έλεγε ότι αφού εκείνοι έφυγαν, πήγε στον αχυρώνα για το μαξιλάρι και αυτό βρισκόταν εκεί με το σχήμα που του είχε δώσει το κεφάλι του. Όταν το σήκωσε, ακριβώς κάτω από εκείνο το σημείο ήταν ένας μεγάλος κροταλίας, όλος κουλουριασμένος, ευχαριστημένος από τη ζεστασιά του κεφαλιού του. Το φίδι ήταν πολύ εξαγριωμένο που ενοχλήθηκε και το έδειξε. Πόσο καλό είναι συχνά να μην ξέρουμε μερικά γεγονότα!»
Τι μπορούμε να πούμε για τις ομιλίες των πίλγκριμς; Πώς ήταν; Όσον αφορά έναν πίλγκριμ, τον αδελφό Τουτγιάν, ο Ρέι Σ. Μποπ λέει: «Αυτός ο αδελφός ήταν δάσκαλος. Δίδασκε με εξεικονίσεις. [Είχε] μια μικρογραφία της σκηνής του μαρτυρίου στην έρημο, την οποία τοποθετούσε σ’ ένα τραπέζι . . . Τα άγια, τα άγια των αγίων, η αυλή με το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος και ο νιπτήρας περιβάλλονταν με έναν πάνινο φράχτη περίπου τέσσερις ίντσες ψηλά κρεμασμένο σαν κουρτίνα από μικρές μεταλλικές ράβδους. Αγαλματάκια ιερέων με αυθεντικά ενδύματα ήταν τοποθετημένα στις κατάλληλες θέσεις τους και κινούνταν σαν να εκτελούσαν τα καθήκοντα τους . . . [καθώς ο αδελφός Τουτγιάν] περιέγραφε κάθε ιεροτελεστία και την προφητική της σημασία βασισμένη στο βιβλίο ‘Σκιές της Σκηνής.’»
«Προγραμμάτιζαν πάντοτε μια δημόσια ομιλία», σχολιάζει η Μαίρη Μ. Χιντζ, «και πολλές φορές οι πίλγκριμς έδιναν ομιλία πάνω στο Σχεδιάγραμμα, εξηγώντας τις «Οικονομίες» και τους «Αιώνες» που ήταν σημειωμένες σ’ αυτό. Τουλάχιστον ένας αδελφός, ο Μ. Λ. Χερ, είχε μια εικονογραφημένη διάλεξη. Χρησιμοποιώντας σλάιντς έκανε τη μικρή Ρούθυ της ομιλίας του να ξανάρχεται στη ζωή μέσω της ανάστασης. Ναι, μόνιμες εντυπώσεις δημιουργούνταν απ’ αυτούς τους αδελφούς, το συνδετικό κρίκο εκείνο τον καιρό μεταξύ των κεντρικών γραφείων αυτής της αυξανόμενης οργάνωσης και των μεμονωμένων συνδρομητών της «Σκοπιάς» και των ‘εκκλησιών’ που οργανώνονταν.» «Αυτές οι επισκέψεις ήταν ευκαιρίες για πνευματική ενίσχυση και καθοδηγία, και μας βοήθησαν να εργαζόμαστε πιο στενά ενωμένοι με την οργάνωση του Ιεχωβά.»
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥΣ
Καθώς οι Σπουδαστές της Γραφής βρέθηκαν στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, γνώριζαν ότι ο καιρός που είχαν στη διάθεσή τους τα έθνη τελείωνε. Για πολύ καιρό ο λαός του Ιεχωβά περίμενε το 1914 σαν το τέλος των Καιρών των Εθνών διαρκείας 2.520 ετών. (Λουκάς 21:24) Τώρα ήταν πολύ λίγα τα χρόνια που απέμεναν και ο Κ. Τ. Ρώσσελ προετοιμαζόταν να αρχίσει μια ολόψυχη παγκόσμια εκστρατεία σαν μαρτυρία στα έθνη. Αλλά για ένα τέτοιο εκτεταμένο διεθνές έργο ο Βιβλικός Οίκος στην Αλλεγκένυ ήταν πάρα πολύ μικρός.
Γι’ αυτό, το 1908 αρκετοί αντιπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά, ανάμεσά τους κι ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ (τότε νομικός της σύμβουλος), σταλθήκαν στην πόλη της Νέας Υόρκης. Γιατί; Για να εξασφαλίσουν πιο κατάλληλο κτίριο, ένα κτίριο που το είχε δει προηγουμένως ο Ρώσσελ σε ένα ταξίδι του. Κι έτσι αγοράστηκε το παλιό «Μπέθελ του Πλύμουθ» στην οδό Χικς 13-17 στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Ήταν ένα κτίριο ιεραποστολής που είχε αποπερατωθεί το 1868 για τη γειτονική Κογκρεγκασιοναλιστική Εκκλησία του Πλύμουθ, όπου ο Χένρυ Γουώρντ Μπήτσερ υπηρετούσε κάποτε σαν πάστορας. Η αντιπροσωπία της Εταιρίας αγόρασε επίσης το παλιό τετραώροφο πέτρινο κτίριο που χρησιμοποιόταν για κατοικία των κληρικών τους στο Κολούμπια Χάιτς 124, μόνο λίγα τετράγωνα παραπέρα.
Η προηγούμενη κατοικία του Μπήτσερ σύντομα έγινε το νέο σπίτι του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας που αποτελείτο από τριάντα και πάνω άτομα και ονομάστηκε «Μπέθελ» (που σημαίνει «Οίκος Θεού»). Το ανακαινισμένο κτίριο της οδού Χικς έγινε γνωστό σαν «Η Σκηνή του Μπρούκλυν». Στέγαζε τα γραφεία της Εταιρίας και μια ωραία αίθουσα διαλέξεων. Στις 31 Ιανουαρίου του 1909, 350 άτομα παρευρέθηκαν για την αφιέρωση των νέων κεντρικών γραφείων της Εταιρίας.
Στο Μπέθελ βρισκόταν το γραφείο του Κ. Τ. Ρώσσελ. Στο κάτω πάτωμα ήταν η τραπεζαρία, μ’ ένα μακρύ τραπέζι που μπορούσε να εξυπηρετήσει σαράντα τέσσερα άτομα. Η οικογένεια συγκεντρωνόταν εδώ για να ψάλλει έναν ύμνο, να διαβάσει την «ευχή» και να προσευχηθεί πριν από το πρόγευμα. Στην αρχή του γεύματος διαβαζόταν ένα Γραφικό εδάφιο από το «Ημερήσιο Ουράνιο Μάννα για τον Οίκον της Πίστεως» και αυτό συζητιόταν κατά τη διάρκεια του προγεύματος.
Θα θέλατε να ακούσετε την ευχή που καθημερινά εντυπωνόταν στις διάνοιές τους; Με τίτλο «Η Ιερή Ευχή μου στον Θεό,» αρχίζει κάπως έτσι:
«Πατέρα μας που είσαι στον ουρανό, ας αγιασθεί το όνομά σου. Μακάρι ο νόμος σου να μπαίνει μέσα στην καρδιά μου όλο και πιο πολύ και το θέλημά σου να γίνει στο θνητό μου σώμα. Βασιζόμενος στη βοήθεια της υποσχεμένης σου χάριτος να μας βοηθάς σε κάθε καιρό ανάγκης, μέσω του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, σου απευθύνω αυτή την ευχή.
«Καθημερινά θα αναφέρω στο θρόνο της ουράνιας χάριτος τα γενικά συμφέροντα του έργου του θερισμού και ιδιαίτερα το προνόμιο που έχω και εγώ και οι αγαπητοί μου αδελφοί στο Μπέθελ του Μπρούκλυν και παντού να συμμετέχουμε σ’ αυτό το έργο.
«Υπόσχομαι να εξετάζω ακόμη πιο προσεκτικά τις σκέψεις μου, τα λόγια μου και τις πράξεις μου, με σκοπό να γίνω ικανότερος να υπηρετήσω εσένα και το αγαπητό σου ποίμνιο.
«Υπόσχομαι σε σένα ότι θα είμαι άγρυπνος να αντιστέκομαι σε καθετί που έχει σχέση με τον Πνευματισμό και τον Αποκρυφισμό, και να θυμάμαι ότι επειδή υπάρχουν μόνο δύο κύριοι, θα αντιστέκομαι σ’ αυτές τις παγίδες, με όλους τους λογικούς τρόπους, σαν να προέρχονται από τον Αντίδικο.
«Επιπλέον Υπόσχομαι ότι, με τις παρακάτω εξαιρέσεις, θα φέρομαι στο αντίθετο φύλο όταν θα ‘μαστε μόνοι μας το ίδιο όπως θα το έκανα δημοσίως—παρουσία της συναθροίσεως του λαού του Κυρίου, και όσο το δυνατόν θα αποφεύγω να βρίσκομαι στο ίδιο δωμάτιο μόνος με οποιονδήποτε από το αντίθετο φύλο εκτός αν η πόρτα του δωματίου είναι διάπλατα ανοιχτή:—Στην περίπτωση αδελφού—εξαιρούνται σύζυγος, παιδιά, μητέρα και αδελφές. Στην περίπτωση αδελφής—εξαιρούνται σύζυγος, παιδιά, πατέρας και αδελφοί.»
Η απαγγελία αυτής της ευχής αργότερα διακόπηκε στο λαό του Θεού στο Μπέθελ και αλλού. Αλλά οι υψηλές αρχές που υπήρχαν στα λόγια της εξακολουθούν να είναι σωστές.
Περίπου τρία τετράγωνα από το Μπέθελ ήταν η Σκηνή του Μπρούκλυν, ένα ιδιόρρυθμο παλιό οικοδόμημα με κόκκινα τούβλα και αποτελείτο από δύο πατώματα και ένα υπόγειο. Στέγαζε τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας, το δωμάτιο στοιχειοθεσίας της «Σκοπιάς», μια αποθήκη και επίσης ένα χώρο διεκπεραιώσεως. Στο δεύτερο πάτωμα ήταν μια αίθουσα διαλέξεων με 800 καθίσματα. Εδώ μιλούσε τακτικά ο αδελφός Ρώσσελ.
Για ένα διάστημα το περισσότερο προσωπικό της Εταιρίας στεγαζόταν στην Κολούμπια Χάιτς 124. Αργότερα αγοράστηκε το πλαϊνό κτίριο στην Κολούμπια Χάιτς 122, επεκτείνοντας τον οίκο Μπέθελ. Το έτος 1911 έγινε επέκταση των 9 ορόφων προς το πίσω μέρος στην οδό Φέρμαν. Προμήθευσε πολύ περισσότερο χώρο για διαμερίσματα και άλλες εγκαταστάσεις, περιλαμβανομένης και μιας νέας τραπεζαρίας. Το 1909 ιδρύθηκε από τους δούλους του Ιεχωβά ο Σύλλογος Άμβων του Λαού, τώρα γνωστός σαν Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Νέας Υόρκης, που πήρε στην κατοχή του τους τίτλους ιδιοκτησίας των κτιρίων αυτών. Αυτό και άλλα σωματεία που ιδρύθηκαν από το λαό του Θεού σε διάφορες χώρες, συνεργάζονται το ένα με το άλλο και με το κυβερνών σώμα των μαρτύρων του Ιεχωβά.
‘ΕΥΛΟΓΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΥΝΗΓΜΕΝΑ ΠΛΗΘΗ’
Τακτικές συνελεύσεις και άλλες δημόσιες συγκεντρώσεις των Σπουδαστών της Γραφής ήταν θαυμάσιες ευκαιρίες για να ‘ευλογούν τον Ιεχωβά ανάμεσα στα συνηγμένα πλήθη’, όπως έκαναν οι δούλοι του Θεού τον παλιό καιρό. (Ψαλμ. 26:12, ΜΝΚ) Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτών των συγκεντρώσεων; Ας δούμε.
‘Ακόμη κι εδώ στον υψηλότερο εξώστη του πασίγνωστου Θεάτρου Auditorium, που είναι η έδρα της Μεγάλης Όπερας του Σικάγου, ο χώρος είναι κατάμεστος. Καθώς κοιτάζω επτά πατώματα κάτω προς τη σκηνή αναρωτιέμαι αν θα είναι απαραίτητο να τεντώσω τ’ αφτιά μου, για ν’ ακούσω. Μετά την εισαγωγή του εισηγητή, ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ σηκώνεται όρθιος, βάζει τον αριστερό δείκτη του χεριού του στη δεξιά του παλάμη και αρχίζει να μιλάει με απλό τρόπο. Δεν έχει σημειώσεις. Δεν υπάρχει αναλόγιο. Κινείται ελεύθερα πάνω στο βήμα. Κάθε λέξη ακούγεται καθαρά, καθώς περιγράφει το προφητικό τέλος των Καιρών των Εθνών και την αρχή της Χιλιετούς Εποχής.’
Αυτά θυμάται ο Ρέι Σ. Μποπ. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα. Το μέρος θα μπορούσε να ήταν το Ρόγιαλ Άλμπερτ Χωλ του Λονδίνου, όπου ο Κ. Τ. Ρώσσελ μίλησε σε μεγάλα ακροατήρια τον Μάιο του 1910. Έπειτα, πάλι, θα μπορούσε να ήταν το φημισμένο Θέατρο του Ιπποδρομίου της Νέας Υόρκης, όπου ο Ρώσσελ εκφώνησε μια ομιλία σ’ ένα μεγάλο ακροατήριο Ιουδαίων την Κυριακή, 9 Οκτωβρίου του 1910. Σχετικά μ’ αυτή την ομιλία, η «Αμέρικαν» της Νέας Υόρκης της 10ης Οκτωβρίου 1910 έλεγε: «Χθες το απόγευμα συνέβη ένα πολύ ασυνήθιστο θέαμα, όταν 4.000 Εβραίοι χειροκροτούσαν μ’ ενθουσιασμό έναν μη Εβραίο κήρυκα, τον πάστορα Ρώσσελ, αρχηγό της Σκηνής του Μπρούκλυν, που τους έκανε στο ιπποδρόμιο μια ομιλία σχετικά με τη θρησκεία τους. Δεκάδες ραββίνοι και δάσκαλοι ήταν παρόντες. «Χωρίς πολλές προεισαγωγές», έλεγε η εφημερίδα, «ο Πάστορας Ρώσσελ, ψηλός, στητός και με άσπρη γενειάδα προχώρησε στη σκηνή, σήκωσε το χέρι του και η μικρή χορωδία που είχε μαζί του από τη Σκηνή του Μπρούκλυν έψαλε τον ύμνο ‘Η Χαρούμενη Μέρα της Σιών’.» Κατόπιν το ακροατήριο άρχισε να δείχνει πιο θερμή στάση προς τον ομιλητή. Κατόπιν τον επευφήμησαν και τελικά ανταποκρίθηκαν μ’ ενθουσιασμό. Μετά την ομιλία, ο Ρώσσελ έδωσε σήμα πάλι και η χορωδία «ύψωσε την ιδιόρρυθμη, εξωτική μελωδία του ύμνου της Σιών, ‘Η Ελπίς Μας’, ένα από τα αριστουργήματα του ιδιόρρυθμου ποιητή Ίμπερ.» Το αποτέλεσμα ήταν το ακόλουθο σύμφωνα με τις ειδήσεις των εφημερίδων: «Το πρωτοφανές γεγονός να ψάλλουν οι Χριστιανικές φωνές τον Ιουδαϊκό ύμνο ήρθε σαν τρομερή έκπληξη. Για μια στιγμή οι Εβραίοι ακροατές με δυσκολία μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αφτιά τους. Έπειτα, μόλις βεβαιώθηκαν ότι ήταν ο δικός τους ύμνος, πρώτα επευφημούσαν και χειροκροτούσαν με τέτοιο πάθος που η μουσική καταπνίγηκε, κι ύστερα, όταν άρχισε η δεύτερη στροφή, άρχισαν όλοι μαζί να τραγουδάνε. Στο αποκορύφωμα του ενθουσιασμού για την έκπληξη που τους είχε ετοιμάσει, ο Πάστορας Ρώσσελ έφυγε από τη σκηνή και η συνάθροιση τελείωσε με τον ύμνο.»
Οι καιροί έχουν αλλάξει και το ίδιο έχει συμβεί στις απόψεις των Χριστιανών για τις Βιβλικές προφητείες που κάποτε νόμιζαν ότι εφαρμόζονταν στους κατά γράμμα Ιουδαίους στις μέρες μας. Με αυξημένο φως από τον Θεό, ο λαός του έχει διακρίνει ότι όλα αυτά τα καλά πράγματα είχαν γραφτεί για τον πνευματικό «Ισραήλ του Θεού», τους χρισμένους ακολούθους του Ιησού Χριστού. (Ρωμ. 9:6-8, 30-33· 11:17-32· Γαλ. 6:16) Εδώ όμως αφηγούμαστε ποιες απόψεις υπήρχαν στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Αφού ο αδελφός Ρώσσελ ήταν τόσο γνωστός και μιλούσε πολλές φορές σε μεγάλα ακροατήρια, μπορεί να διερωτηθείτε ποια εντύπωση σου έκανε όταν τον άκουγες. «Πόσο διέφερε από τους συνηθισμένους κήρυκες!» λέει ο Σ. Μπ. Τβεντ και προσθέτει: «Καμιά ρητορεία, κανένας συναισθηματισμός. Κανένα παρακάλι για οπαδούς. Υπήρχε κάτι πολύ πιο αποτελεσματικό και δυνατό απ’ όλα αυτά μαζί! Αυτό ήταν η απλή, ήσυχη, γεμάτη πεποίθηση εξήγηση του Λόγου του Θεού—αφήνοντας το ένα εδάφιο να ερμηνεύει το άλλο μέχρι που γινόταν, σαν να λέγαμε, ένας ισχυρός μαγνήτης. Μ’ αυτό τον τρόπο, όλοι κρέμονταν από τα χείλη του αδελφού Ρώσσελ.» Ο Ραλφ Χ. Λέφλερ λέει ότι πριν ο αδελφός Ρώσσελ δώσει μια ομιλία, έκανε πολλές χαριτωμένες υποκλίσεις στο ακροατήριο. Όταν μιλούσε, συνήθως στεκόταν στην εξέδρα και περπατούσε και έκανε χειρονομίες με φυσικό τρόπο. «Ποτέ δεν χρησιμοποιούσε σημειώσεις . . . αλλά πάντοτε μιλούσε ελεύθερα από την καρδιά,» σύμφωνα με τον αδελφό Λέφλερ, που συνεχίζει : «Η φωνή του δεν ήταν δυνατή, αλλά είχε παράξενη ικανότητα να φτάνει μακριά. Χωρίς ποτέ να χρησιμοποιεί μικρόφωνο (γιατί δεν υπήρχαν εκείνες τις μέρες), μπορούσε να ακούγεται καθαρά από μεγάλα ακροατήρια, κρατώντας τα σαν μαγεμένα για μια, δύο και μερικές φορές τρεις ώρες συνέχεια.»
Αλλά σημασία δεν είχε ο άνθρωπος. Σημασία είχε το άγγελμα, και η Βιβλική αλήθεια διακηρυσσόταν σε πλήθη. Υπήρχαν πολλοί ικανοί Χριστιανοί που εξήγγειλαν τα αγαθά νέα εκείνες τις μέρες, και μερικά άτομα άκουγαν τα λόγια τους με εκτίμηση. Βέβαια υπήρχαν και πολλοί αντίθετοι και μερικές φορές επιδίωκαν να προβάλουν τις αντιγραφικές τους απόψεις σε δημόσια συζήτηση με τους δούλους του Ιεχωβά.
Στις 10 Μαρτίου του 1903 ο δρ Ε. Λ. Ήτον, Λειτουργός της Μεθοδιστής Επισκοπελιανής Εκκλησίας της Νορθ Άβενιου, προκάλεσε τον Ρώσσελ σε μια εξαήμερη συζήτηση και αυτό είχε γίνει με υποκίνηση της ενώσεως των θρησκευτικών διακόνων του Πίτσμπουργκ για να δυσφημίσουν τη μόρφωση και τις Βιβλικές γνώσεις του Κάρολου Ρώσσελ. Κατά τη διάρκεια κάθε συνεδριάσεως αυτής της συζητήσεως που έγινε εκείνο το φθινόπωρο στο Κάρνεγκυ Χωλ της Αλλεγκένυ, γενικά ο Ρώσσελ βγήκε νικητής. Ανάμεσα σ’ άλλα υποστήριξε Γραφικά ότι οι ψυχές των νεκρών δεν έχουν συνειδητότητα ενώ τα σώματα τους είναι στον τάφο και ότι ο σκοπός τόσο της δεύτερης ελεύσεως του Χριστού όσο και της χιλιετίας είναι να ευλογήσει όλες τις φυλές της γης. Ο Ρώσσελ επίσης αντέκρουσε πολύ δυνατά με Γραφικά επιχειρήματα τη διδασκαλία του πύρινου Άδη. Όπως λένε, ένας κληρικός τον πλησίασε μετά την τελευταία συνεδρίαση της συζητήσεως και είπε: «Χαίρομαι να σε βλέπω να στρέφεις τη μάνικα εναντίον του Άδη και να σβήνεις τις φωτιές του.» Ενδιαφέρον είναι ότι μετά από αυτή τη συζήτηση, πολλά μέλη της εκκλησίας του Ήτον έγιναν Σπουδαστές της Γραφής.
Μία άλλη σημαντική συζήτηση έγινε στις 23-25 Φεβρουαρίου του 1908, στο Σινσινάτι του Οχάιο, ανάμεσα στον Κ. Τ. Ρώσσελ και τον Λ. Σ. Χουάιτ του δόγματος των «Μαθητών». Χιλιάδες παρευρέθηκαν. Ο Ρώσσελ με θάρρος υπεράσπισε ορισμένες Γραφικές διδασκαλίες όπως τη χωρίς συνειδητότητα κατάσταση των νεκρών ωσότου γίνει ανάσταση και υποστήριξε Βιβλικά ότι η δεύτερη έλευση του Χριστού θα προηγηθεί της χιλιετίας και ότι ο σκοπός και των δύο είναι η ευλογία όλων των φυλών της γης. Η Χέιζελ και η Έλεν Κραλ παρευρέθηκαν και μας λένε: «Ξεχώριζε η ομορφιά και η αρμονία της αλήθειας και τα ωραία Γραφικά επιχειρήματα σε κάθε θέμα της συζητήσεως σε αντίθεση με τις μπερδεμένες διδασκαλίες των ανθρώπων. Σ’ ένα σημείο, ο ‘Πρεσβύτερος Χουάιτ’, εκπρόσωπος και συζητητής για τις αντίθετες απόψεις, είπε με απόγνωση ότι ο Ρώσσελ ερμηνεύει τα εδάφια όπως τον συμφέρει. Αλλά ο ειλικρινής εκζητητής της αλήθειας διέκρινε ότι ο Ρώσσελ ‘χειριζόταν σωστά το λόγο της αληθείας’ [2 Τιμ. 2:15], με αποτέλεσμα να υπάρχει αρμονία.» Οι αδελφές Κραλ θυμούνται ότι ο Ιεχωβά ευλόγησε τον αδελφό Ρώσσελ με το πνεύμα του, ώστε να παρουσιάζει την αλήθεια με ικανότητα και χαρακτηρίζουν το γεγονός «θρίαμβο της αλήθειας απέναντι στην πλάνη».
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ δέχτηκε μια πρόκληση των Βαπτιστών και εκπροσώπησε την Εταιρία Σκοπιά σε μια συζήτηση με τον Τζ. Χ. Τρόη. Αυτή η συζήτηση έγινε τον Απρίλιο του 1915 στο θέατρο Τρίνιτυ του Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια, μπροστά σ’ ένα ακροατήριο από 12.000 (υπολογίστηκε ότι 10.000 δεν μπόρεσαν να μπουν από έλλειψη χώρου) στα τέσσερα βράδια της συζητήσεως. Ο Ρόδερφορδ βγήκε νικητής στη θαρραλέα υπεράσπιση της Βιβλικής αλήθειας.
Για δώδεκα χρόνια μετά τη δημόσια συζήτηση Ήτον-Ρώσσελ, οι δούλοι του Θεού δέχτηκαν κι άλλες προκλήσεις για δημοσιές συζητήσεις, αν και οι αντίπαλοι, ίσως από φόβο, συνήθως ματαίωναν τις καθορισμένες συναντήσεις. Ο Κ. Τ. Ρώσσελ ο ίδιος δεν ήταν υπέρ των δημοσίων συζητήσεων, γιατί ήξερε τα μειονεκτήματά τους για τους Χριστιανούς. Στη «Σκοπιά» της 1ης Μαΐου του 1915, τόνισε μεταξύ άλλων ότι ‘εκείνοι που είναι της αλήθειας είναι δεσμευμένοι από το Χρυσό Κανόνα και η παρουσίαση τους πρέπει να βασίζεται σε απόλυτα έντιμες αρχές, ενώ οι αντίπαλοί τους φαίνονται ότι δεν έχουν ηθικούς περιορισμούς σ’ αυτά τα πράγματα.’ «Όλα τα επιχειρήματα άσχετα με τα συμφραζόμενα, άσχετα με το Χρυσό Κανόνα», έγραψε ο Ρώσσελ, «άσχετα με το καθετί, είναι επιτρεπτά.» Επίσης δήλωσε: «Όσον αφορά τον Εκδότη, δεν επιθυμεί καθόλου περαιτέρω δημοσιές συζητήσεις. Δεν εγκρίνει τη δημόσια συζήτηση γιατί πιστεύει ότι σπάνια βγαίνει καλό απ’ αυτή και συχνά δημιουργεί οργή, κακία και πικρία και στους ομιλητές και στους ακροατές. Μάλλον αυτός θέτει μπροστά σ’ εκείνους που επιθυμούν να το ακούσουν, προφορικά και γραπτά, το άγγελμα του Λόγου του Κυρίου και αφήνει τους αντίθετους να παρουσιάζουν τις εσφαλμένες απόψεις τους με όποιο τρόπο νομίζουν.—Εβραίους 4:12.»
Οι Βιβλικές ομιλίες από μόνες τους παρείχαν καλύτερες ευκαιρίες να παρουσιάσουν τις Γραφικές αλήθειες και ο Κ. Τ. Ρώσσελ συχνά μιλούσε σε μεγάλα ακροατήρια. Κατά τη διάρκεια των ετών από το 1905 ως το 1907, για παράδειγμα, περιόδευε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά με ειδικό τραίνο η αυτοκίνητο και διεξήγε μία σειρά ημερησίων συνελεύσεων. Η δημόσια ομιλία του τότε ήταν «Στον Άδη με Επιστροφή». Την εκφωνούσε σε κατάμεστα σπίτια, και στις δύο χώρες, και περιέγραψε με λίγο χιούμορ ένα φανταστικό ταξίδι στον Άδη με επιστροφή. Η Λουίζ Κόσμπυ θυμάται ότι ο Ρώσσελ συμφώνησε να δώσει αυτή την ομιλία στο Λύντσμπουργκ της Βιρτζίνια και λέει: «Ο πατέρας μου είχε φτιάξει μεγάλες αφίσσες που διαφήμιζαν αυτή τη διάλεξη και είχε πάρει άδεια να τις τοποθετήσει στο μπροστινό μέρος των τραμ. Αυτό ήταν πολύ διασκεδαστικό και οι άνθρωποι ρωτούσαν: Αν αυτό το αυτοκίνητο μάς πήγαινε στον Άδη, θα μας έφερνε πίσω άραγε;»
Βιβλικές διαλέξεις επίσης δόθηκαν κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του Ρώσσελ στο εξωτερικό. Το 1903 είχε κάνει ένα δεύτερο ταξίδι στην Ευρώπη και μίλησε σε ακροατήρια σε διάφορες πόλεις. Έπειτα, από τον Δεκέμβριο του 1911 ως τον Μάρτιο του 1912, ο Ρώσσελ, σαν πρόεδρος μιας επταμελούς επιτροπής, έκανε σε μια περιοδεία το γύρο του κόσμου, ταξιδεύοντας στη Χαβάη, Ιαπωνία, Κίνα, διαμέσου της Νότιας Ασίας στην Αφρική, στην Ευρώπη και πίσω στη Νέα Υόρκη. Έγινε μια μελέτη των ιεραποστολών του λεγόμενου Χριστιανικού κόσμου στο εξωτερικό και δόθηκαν πολλές διαλέξεις σκορπίζοντας έτσι σπόρους της αλήθειας που, στον κατάλληλο καιρό, έφεραν σε καρποφόρα δραστηριότητα ομάδες χρισμένων Χριστιανών σε απομακρυσμένες περιοχές της γης. Εκτός απ’ αυτή την παγκόσμια περιοδεία, όμως, ο Κ. Τ. Ρώσσελ περιόδευε τακτικά στην Ευρώπη και έκανε πολλά ταξίδια σ’ όλη τη Βόρεια Αμερική με ειδικά «τραίνα συνελεύσεων» συνοδευόμενος από πολλούς συνεργάτες.
ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ «ΤΡΑΙΝΟ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ»
Καθώς ο καιρός περνούσε, πλήθαιναν οι προσκλήσεις για προσωπικές εμφανίσεις του Κ. Τ. Ρώσσελ. Για να εκπληρώσει μερικές υποχρεώσεις για ομιλίες ταξίδευε μερικές φορές πάνω σ’ ένα ειδικό «βαγόνι συνελεύσεως», συνοδευόμενος από ένα μικρό όμιλο. Αλλά οργανώνονταν και μεγαλύτερες ομάδες που ταξίδευαν με τον Ρώσσελ με «τραίνο συνελεύσεων» και μάλιστα σε μια περίπτωση τον συνόδευαν περίπου 240 άτομα. Πολλά σιδηροδρομικά βαγόνια ενώνονταν μεταξύ τους και η ομάδα ταξίδευε από τη μια πόλη στην άλλη σύμφωνα μ’ ένα προσχεδιασμένο δρομολόγιο. Φτάνοντας σε μια συγκεκριμένη πόλη, οι βοηθοί του Ρώσσελ διαφήμιζαν τη δημόσια συνάθροιση διανέμοντας διαφημιστικά έντυπα. Στη συνάθροιση χαιρετούσαν τα άτομα, έπαιρναν τα ονόματα και τις διευθύνσεις των ενδιαφερομένων και, όταν ήταν δυνατό, τους επισκέπτονταν και ίδρυαν εκκλησίες. Μ’ αυτά τα «τραίνα συνελεύσεων» συνήθιζαν να επισκέπτονται μεγάλες πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά.
Γιατί να μην ανεβούμε σ’ ένα «τραίνο συνελεύσεως» και να ταξιδέψουμε με μια χαρούμενη συντροφιά Χριστιανών; Τον Ιούνιο του 1913 ένα ειδικό τραίνο ναυλώθηκε για πάνω από 200 Σπουδαστές της Γραφής που θα συνόδευαν τον Κ. Τ. Ρώσσελ από το Σικάγο του Ιλλινόις σ’ ένα ταξίδι που θα τους οδηγούσε στο Τέξας, στην Καλιφόρνια, στον Καναδά και έπειτα σε μια συνέλευση στο Μάντισον του Ουισκόνσιν, με μια παράκαμψη προς το Ρόκφορντ του Ιλλινόις. Η Μαλίντα Ζ. Κήφερ μάς δίνει τις εξής λεπτομέρειες: «Το τραίνο μας επρόκειτο να φύγει από το σταθμό του Ντιάρμπορν το μεσημέρι, στις 2 Ιουνίου. Οι φίλοι άρχισαν να φθάνουν περίπου στις δέκα και ήταν μια ευτυχισμένη και συγκινητική ώρα να συναντώ παλιούς φίλους που δεν είχα δει για πολύ καιρό και να γνωρίζομαι με νέους. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβω ότι ήμαστε μια μεγάλη οικογένεια . . .και το τραίνο ήταν το σπίτι μας για ένα μήνα».
Τελικά, είναι ώρα να ξεκινήσουμε. «Καθώς το τραίνο έβγαινε έξω από το σταθμό για ταξίδι 13.000 χιλιομέτρων», συνεχίζει η αδελφή Κήφερ, «οι φίλοι που είχαν έρθει να μας αποχαιρετήσουν έψαλαν τον ύμνο «Ευλογητός Δεσμός» και «Ο Θεός ας είναι μεθ’ ημών Μέχρις ου Συναντηθώμεν» και όλη αυτή την ώρα κουνούσαν τα καπέλα τους και τα μαντήλια τους μέχρι που χαθήκαμε απ’ τα μάτια τους και βρεθήκαμε στο δρομολόγιό μας για ένα αξέχαστο ταξίδι. Πήραμε μερικούς φίλους από το Σαιντ Λούις του Μιζούρι και μερικούς από λίγα άλλα μέρη ώσπου τελικά φτάσαμε τους διακόσιους σαράντα. Ο αδελφός Ρώσσελ μάς συνάντησε στο Χοτ Σπρινγκς του Αρκάνσας, όπου διεξαγόταν μια οκταήμερη συνέλευση.»
Ήταν αληθινά ένα πνευματικά εποικοδομητικό ταξίδι. Λέει η αδελφή Κήφερ: «Σε κάθε στάση στη διάρκεια του ταξιδιού υπήρχαν συνελεύσεις που διεξάγονταν—οι πιο πολλές ήταν για τρεις μέρες και μείς μέναμε μία ημέρα σε κάθε συνέλευση. Κατά τη διάρκεια αυτών των στάσεων ο αδελφός Ρώσσελ έδινε δυο ομιλίες, μία στους φίλους το απόγευμα και μία άλλη στο κοινό το βράδυ, με θέμα ‘Πέρα από τον Τάφο’». Όσον αφορά τα δικά της συναισθήματα για το ταξίδι, η αδελφή Κήφερ λέει: «Η εκτίμησή μου για τη συντροφιά των φίλων σ’ όλο το ταξίδι και οι πνευματικά ενισχυτικές ομιλίες και οδηγίες που έλαβα στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια. Ήμουν ευγνώμων στον Ιεχωβά που είχα ένα τέτοιο προνόμιο.»
Σ’ εκείνες τις πρώτες συνελεύσεις του λαού του Θεού μερικά πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά από ό,τι είναι σήμερα. Για παράδειγμα, πάρτε τις «Αγάπες». Τι ήταν αυτές; Ξαναφέρνοντας στο νου του αυτό το χαρακτηριστικό των πρώτων συνελεύσεων ο Τζ. Γ. Άσελμαν δηλώνει: «Μερικές συνήθειες που δεν ήταν αναγκαίες ούτε συνεχίστηκαν έφερναν πράγματι ευλογίες εκείνο τον καιρό, όπως όταν οι ομιλητές έμπαιναν στη γραμμή μπροστά από την εξέδρα κρατώντας πιάτα με μικρά κομμάτια ψωμί και το ακροατήριο περνούσε από μπροστά τους και έτρωγε από το ψωμί και αντάλλασσε χειραψίες με κάθε ομιλητή και όλοι μαζί έψελναν «Ευλογητός Δεσμός ο τας Ψυχάς Ημών Συνδέων επί Γης Στενώς.» Αυτό ήταν εκείνο που λέγαμε «Αγάπες». Και ήταν μια συγκινητική εμπειρία». Η Έντιθ Ρ. Μπρένισεν συμφωνεί και λέει: «Η αγάπη του ενός για τον άλλο ξεχείλιζε τις καρδιές μας και συχνά δάκρυα χαράς κυλούσαν στα μάγουλά μας. Δεν ντρεπόμασταν για τα δάκρυά μας ούτε προσπαθούσαμε να τα κρύψουμε.»
Οι πρώτοι Χριστιανοί μερικές φορές είχαν τέτοιες «Αγάπες», αλλά η Γραφή δεν τις περιγράφει. (Ιούδας 12) Μερικοί νομίζουν ότι ήταν περιστάσεις που οι υλικά ευημερούντες Χριστιανοί έκαναν συμπόσια στα οποία προσκαλούσαν τους πιο φτωχούς ομοπίστους τους. Αλλά οι Γραφές δεν κάνουν τις «αγάπες» υποχρεωτικές, οποιαδήποτε κι αν ήταν η φύση τους τότε, κι έτσι δεν συνηθίζονται ανάμεσα στους αληθινούς Χριστιανούς σήμερα.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΝΕΩΝ
Οι Σπουδαστές της Γραφής γνώριζαν πολύ καλά την προφητεία του Ιησού Χριστού: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.» (Ματθ. 24:14) Έτσι, καθώς το σημαντικό έτος 1914 πλησίαζε, ο λαός του Θεού ανέλαβε μια ολόψυχη εκστρατεία παγκοσμίων διαστάσεων—ένα μέχρι τώρα απαράμιλλο εκπαιδευτικό και προειδοποιητικό έργο. Χρησιμοποίησαν μία τολμηρή, νέα μέθοδο διακηρύξεως των αγαθών νέων.
Ας πούμε ότι τώρα είναι το έτος 1914. Φαντασθείτε ότι κάθεστε μεταξύ εκατοντάδων ατόμων σ’ ένα θέατρο με σβηστά φώτα. Μπροστά σας είναι μια μεγάλη κινηματογραφική οθόνη. Με έκπληξη βλέπετε να εμφανίζεται ένας ασπρομάλλης άνδρας με επίσημο ένδυμα και χωρίς σημειώσεις στα χέρια και αρχίζει να μιλάει. Βέβαια θα έχετε παρακολουθήσει κάποια κινηματογραφική ταινία. Αλλά αυτό είναι διαφορετικό. Ο άνδρας μιλάει και εσείς ακούτε τα λόγια του. Δεν είναι μια συνηθισμένη βουβή ταινία. Είναι κάτι εξαιρετικό, τόσο από άποψη τεχνικής όσο και από το άγγελμα που εντυπωσίαζε. Ο άνδρας; Είναι ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ. Η παραγωγή; Είναι το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας».
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ διέκρινε ότι ο κινηματογράφος ήταν ένα ωραίο μέσο για να φτάσει στις μάζες των ανθρώπων, γι’ αυτό το 1912 άρχισε να προετοιμάζει το Φωτόδραμα της Δημιουργίας. Τελικά έγινε ένα έργο που συνδύαζε την κινηματογραφική ταινία με τα σλάιντς και διαρκούσε οκτώ ώρες. Είχαν σκοπό να προβάλουν το Φωτόδραμα σε τέσσερα μέρη και μετέφερε τους θεατές από τη δημιουργία μέσω της ανθρώπινης ιστορίας στο αποκορύφωμα του σκοπού του Θεού για τη γη και το ανθρώπινο γένος στο τέλος της χιλιετούς βασιλείας του Ιησού Χριστού. Τα εικονογραφημένα σλάιντς και η κινηματογραφική ταινία είχαν συγχρονιστεί με δίσκους γραμμοφώνου με ομιλίες και μουσική. Είχαν γίνει διάφορα πειράματα για έγχρωμες και ομιλούσες ταινίες, αλλά θα περνούσαν χρόνια για να πετύχει εμπορικά. Μετά το 1920 εμφανίστηκε για πρώτη φορά ολόκληρη έγχρωμη ταινία και μόνο το 1927 υπήρχαν ταινίες ομιλούσες και με μουσική. Αλλά από το Φωτόδραμα της Δημιουργίας δεν έλειπε το χρώμα, η ομιλία και η μουσική. Βρισκόταν πολύ μπροστά από την εποχή του και εκατομμύρια το είδαν δωρεάν!
Η Εταιρία ξόδεψε γύρω στα 300.000 δολλάρια, που ήταν ολόκληρη περιουσία τις μέρες εκείνες, για να παραγάγει το Φωτόδραμα. Και για τη δουλειά που χρειάστηκε, ο Ρώσσελ έγραψε τα εξής: «Ο Θεός δεν μας φανέρωσε πόσο πολύ κόπο θα χρειαζόταν αυτό το ΔΡΑΜΑ. Αν γνωρίζαμε πόσος χρόνος και χρήμα και υπομονή θα χρειάζονταν, ίσως ποτέ να μην αρχίζαμε. Δεν γνωρίζαμε όμως εκ των προτέρων ούτε και τη μεγάλη επιτυχία που θα είχε το Φωτόδραμα. Προετοιμάστηκαν εκλεκτοί μουσικοί δίσκοι και ενενήντα έξι ομιλίες σε φωνογραφικούς δίσκους. Φτιάχτηκαν στερεοσκοπικά σλάιντς από ωραίες καλλιτεχνικές εικόνες που παρουσίαζαν την ιστορία του κόσμου και χρειάστηκε να γίνουν εκατοντάδες έγχρωμα σχέδια και σκίτσα. Όλα τα έγχρωμα σλάιντς και οι ταινίες έπρεπε να χρωματιστούν με το χέρι και αρκετή απ’ αυτή την εργασία έγινε στο ιδιόκτητο εργαστήριο της Εταιρίας. Και σκεφθείτε! Αυτό έπρεπε να γίνει επανειλημμένα γιατί ετοιμάστηκαν 24 σειρές απ’ αυτή την ταινία, ώστε να μπορεί να προβάλλεται ένα τμήμα του Φωτοδράματος σε ογδόντα διαφορετικές πόλεις την ίδια μέρα.
Τι συνέβαινε στα παρασκήνια κατά τη διάρκεια των προβολών του Φωτοδράματος της Δημιουργίας; «Το Δράμα άρχιζε με μία ταινία του αδελφού Ρώσσελ», λέει η Άλις Χόφμαν. «Όταν εμφανιζόταν στην οθόνη και τα χείλη του άρχιζαν να κινούνται, ένας φωνογράφος έμπαινε σε λειτουργία αυτή ακριβώς τη στιγμή και χαιρόμαστε ν’ ακούμε τη φωνή του.»
Το άνοιγμα ενός λουλουδιού και η εκκόλαψη ενός πουλιού ήταν ανάμεσα στα αξέχαστα χαρακτηριστικά της κινηματογραφικής ταινίας του Φωτοδράματος. Αυτά τα παραδείγματα της κατά διαστήματα λήψεως εντυπωσίαζαν αληθινά τους θεατές. «Συγχρόνως ενώ προβάλλονταν αυτές οι εικόνες,» σχολιάζει ο Καρλ Κλάιν, «η προβολή συνοδευόταν από εκλεκτά κομμάτια μουσικής όπως από το έργο Νάρκισσος».
Υπήρχαν επίσης πολλά άλλα πράγματα για να θυμούνται. «Μέχρι τώρα,» λέει η Μάρθα Μέρεντιθ, «βλέπω τον Νώε και την οικογένεια του να μπαίνουν στην κιβωτό με τα ζώα και την εικόνα του Αβραάμ και του Ισαάκ να προχωρούν προς το όρος Μοριά, όπου ο Αβραάμ επρόκειτο να θυσιάσει το γιο του. Όταν είδα τον Αβραάμ να βάζει το γιο του στο θυσιαστήριο—αυτόν τον πολυαγαπημένο γιο—έκλαιγα. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ο Ιεχωβά ονόμασε τον Αβραάμ φίλο του . . . ήξερε ότι πάντα θα υπήκουε σ’ Αυτόν.»—Ιακ. 2:23.
Εκτός από το κανονικό Φωτόδραμα της Δημιουργίας, υπήρχαν και διάφορες παρουσιάσεις του «Δράματος Εύρηκα». Μία αποτελείτο από ενενήντα έξι δισκογραφημένες ομιλίες, καθώς επίσης και από μουσικές ηχογραφήσεις. Η άλλη αποτελείτο και από τους δίσκους και από τα σλάιντς. Αν και το Δράμα Εύρηκα δεν περιελάμβανε κινηματογραφική ταινία, είχε μεγάλη επιτυχία όταν προβαλλόταν σε λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές.
Το 1914 το Φωτόδραμα της Δημιουργίας προβαλλόταν δωρεάν παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό ήταν πολύ δαπανηρό, τόσο για την Εταιρία όσο και για τους τοπικούς Σπουδαστές της Γραφής, οι οποίοι συνεισέφεραν χρήματα για την ενοικίαση κατάλληλων τόπων για την προβολή του. Και έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, δεν προβαλλόταν πια σε μεγάλα ακροατήρια. Αλλά το Φωτόδραμα της Δημιουργίας είχε επιτελέσει ένα μεγάλο έργο στη γνωστοποίηση του Λόγου του Θεού και των σκοπών του στους ανθρώπους.
Για παράδειγμα: Σ’ ένα γράμμα προς τον Κ. Τ. Ρώσσελ, ένα άτομο έγραψε: «Η σύζυγός μου και εγώ ευχαριστούμε ειλικρινά τον ουράνιο Πατέρα μας που χρησιμοποιώντας εσάς μας έδωσε μια τόσο μεγάλη και ανεκτίμητη ευλογία. Το υπέροχο Φωτόδραμά σας ήταν η αιτία για να γνωρίσουμε και να δεχτούμε την αλήθεια.» Και η Λίλυ Ρ. Πάρνελ μάς λέει: «Αυτές οι εικονογραφημένες προβολές των σκοπών του Ιεχωβά για το ανθρώπινο γένος διήγειραν το ενδιαφέρον πολλών ερευνητικών ανθρώπων, έτσι ώστε η εκκλησία [στο Γκρήνφιλντ της Μασσαχουσέτης] μεγάλωσε, αφότου αυτοί εκτίμησαν τη Βίβλο σαν ένα ζωντανό βιβλίο και απέδειξαν στους στοχαστικούς ανθρώπους τι πολύτιμες πληροφορίες έχει προμηθεύσει ο Θεός για τη σωτηρία εκείνων που θα επωφελούνταν από την προμήθειά του.»
Επομένως, δικαιολογημένα ο Δημήτριος Παπαγεωργίου, που για πολύ διάστημα ανήκε στο προσωπικό των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας, είπε: «Το Φωτόδραμα ήταν ασύλληπτο έργο όταν σκεφτούμε πόσο λίγοι ήταν οι Σπουδαστές της Γραφής και πόσο λίγα χρηματικά μέσα διέθεταν. Πραγματικά πίσω απ’ αυτό βρισκόταν το πνεύμα του Ιεχωβά!»
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΣ «ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΖΕΟΝΤΕΣ»
Για πολλά χρόνια πριν από το 1914 ζηλωτές βιβλιοπώλες—Χριστιανοί άνδρες και γυναίκες «κατά το πνεύμα ζέοντες»—διέδιδαν τα αγαθά νέα προς όλες τις κατευθύνσεις. (Ρωμ. 12:11) Η υπηρεσία των βιβλιοπωλών άρχισε το 1881, όταν η «Σκοπιά της Σιών» δημοσίευσε το άρθρο «Ζητούνται 1.000 Κήρυκες.» Σε άτομα που δεν είχαν οικογενειακές υποχρεώσεις και τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν μισό ή περισσότερο από το χρόνο τους στο έργο του Κυρίου, προτάθηκε ένα σχέδιο. Αυτό ήταν να πάνε σε μεγάλες και σε μικρές πόλεις σαν πλανόδιοι βιβλιοπώλες ή σαν ευαγγελιστές. Για ποιο σκοπό; Η «Σκοπιά» ανέφερε: «Ψάξτε να βρείτε σε κάθε μέρος τούς ειλικρινείς Χριστιανούς . . . σ’ αυτούς επιδιώξτε να κάνετε γνωστά τα πλούτη της χάρης του Πατέρα μας και τις ομορφιές του Λόγου του.» Στα άτομα αυτά έπρεπε να δοθούν Βιβλικές εκδόσεις και στους βιβλιοπώλες επιτρεπόταν να πληρώνουν τα έξοδά τους με χρήματα που έπαιρναν από τη διάθεση των εντύπων και τις συνδρομές της «Σκοπιάς».
Η «Σκοπιά της Σιών» του Μαΐου 1887 είχε μερικές καλές υποδείξεις για τους βιβλιοπώλες σχετικά με το τι να λένε στις πόρτες. Επίσης έλεγε: «Να έχετε ‘μεγάλη καρδιά’ γεμάτη ‘αγάπη’ για τον Ιεχωβά και για κείνους που θα οδηγήσετε στο φως, γεμάτη ‘πίστη’ στον Θεό και εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του και γεμάτη ‘ελπίδα’ ότι ο Θεός θα ευαρεστηθεί να σας χρησιμοποιεί για τη δόξα του τώρα καθώς επίσης και στο μέλλον.»
Πρόθυμοι να εργαστούν σκληρά στην υπηρεσία του Ιεχωβά, οι βιβλιοπώλες πέτυχαν. Οπουδήποτε πήγαιναν—σε πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά—τους πρόσεχαν. Ένας συγγραφέας στον «Αγγελιαφόρο του Ευαγγελίου» στα τέλη της δεκαετίας του 1890 υποκινήθηκε να πει: «Στην πόλη του Μπέρμινγκχαμ [Αλαμπάμα] εργάζονται τώρα πολλά άτομα που αυτοαποκαλούνται ‘Χριστιανοί που δεν ανήκουν σε αιρέσεις.’ . . . Έχουν εργαστεί σ’ αυτή την πόλη από σπίτι σε σπίτι, πουλώντας τη ΧΑΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΗΡΙΔΟΣ και μοιράζοντας άλλα φυλλάδια. Μιλούν για τη θρησκεία τους σε κάθε ευκαιρία και κηρύττουν την Κυριακή. Ονομάζουν τους εαυτούς τους ‘βιβλιοπώλες.’ Έχουν διαθέσει περισσότερα από δύο χιλιάδες αντίτυπα των βιβλίων τους σ’ αυτή την πόλη. Τώρα, γιατί εμείς δεν μπορούμε να διαδώσουμε με τον ίδιο τρόπο τα έντυπά μας και τη Βιβλική διδασκαλία όπως την καταλαβαίνουμε; Το γεγονός είναι, φοβάμαι, ότι έχουμε παραμείνει στάσιμοι σε μεθόδους και ο Θεός βαθμιαία μας προειδοποιεί ότι, εάν δεν προχωρήσουμε προς τα εμπρός, θα μας παραμερίσει.»
«Ναι, είχαμε βιβλιοπώλες για να καλύπτουν τις πόλεις και τις αγροτικές περιοχές εκείνες τις πρώτες μέρες,» γράφει ο Χένρυ Φάρνικ. Τους θυμάται καλά: «Μερικές φορές αντάλλασσαν τα έντυπα με γεωργικά προϊόντα, κοττόπουλα, σαπούνι και οτιδήποτε άλλο, που μετά τα χρησιμοποιούσαν ή πουλούσαν σε άλλους. Μερικές φορές, σε μια αραιοκατοικημένη περιοχή τα βράδια έμεναν με τους αγρότες και άλλες φορές κοιμόνταν ακόμη και σε αχυρώνες. . . Αυτοί οι πιστοί συνέχιζαν για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που τους κατέβαλε η ηλικία.»
Στο διάβα των χρόνων ο Ιεχωβά παρείχε άφθονα τα αναγκαία στους πιστούς βιβλιοπώλες. Έτσι, αυτοί πραγματικά δεν στερήθηκαν τίποτα αναγκαίο. (Ψαλμ. 23:1) «Ζούσαμε λιτά με τις εισφορές που παίρναμε από τη διάθεση των εντύπων,» λέει η Κλάρενς Σ. Χάζζεϋ. «Αυτό απαιτούσε πίστη στις στοργικές προμήθειες του Ιεχωβά και μπορώ ειλικρινά να πω ότι ποτέ δεν πεινάσαμε και είχαμε την απαραίτητη στέγη και ενδύματα στη διάρκεια των πολλών ετών στην ολοχρόνια διακονία. (Ψαλμ. 37:25) Πόσο θαυμάσια ο Ιεχωβά προμήθευε ό,τι χρειαζόταν!»
Το κόστος της ζωής δεν ήταν πολύ υψηλό πριν από χρόνια, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι οι βιβλιοπώλες ήταν σε θέση να είναι σπάταλοι. Πάρτε σαν παράδειγμα το έτος 1910. Η Μαλίντα Ζ. Κήφερ θυμάται ένα διορισμό βιβλιοπώλη στο Κάουνσιλ Μπλαφς της Αϊόβα και γράφει: «Το Κάουνσιλ Μπλαφς ήταν δυσκολότερη περιοχή, αλλά πηγαίνοντας με θετική στάση μπορούσε κανείς να τα βγάλει πέρα. Το κόστος της ζωής ήταν πολύ φθηνότερο εκείνες τις μέρες. Ο τρόπος μας μεταφοράς (περπάτημα) δεν κόστιζε πολύ ούτε και η τροφή: το ψωμί έκανε 5 σεντς το καρβέλι, η ζάχαρη 10 σεντς το κιλό, το φιλέτο 50 σεντς το κιλό—και ήταν πραγματική ευχαρίστηση, εάν μπορούσαμε να πάρουμε καθόλου. Τα ενοίκια των δωματίων ήταν λογικά και η τιμή των εισιτηρίων των τρόλλεϋ ήταν 5 σεντς. Πόσο διαφορετικός κόσμος σε σύγκριση με τον κόσμο του 1970!»
Προς τα τέλη του 1921, ο Τζωρτζ Ε. Χάνναν μπήκε στην υπηρεσία βιβλιοπώλη. Όσο για το κόστος της ζωής, κάποτε έγραψε: «Ο λογαριασμός της τροφής έφτανε τα 4 δολλάρια την εβδομάδα. Έτρωγα μια φορά τη μέρα μαγειρευμένο φαγητό, τα άλλα δύο φαγητά αποτελούνταν από ξηρούς καρπούς και μερικά λαχανικά που έπαιρνα σε αντάλλαγμα για τα έντυπα. Όταν με ρωτούσαν τι θα έκανα όταν θα έμενα από χρήματα, έλεγα: ‘Απλώς περίμενε να δεις τι έχει υπ’ όψη του ο Ιεχωβά για μένα.’ Είχα ακούσει για μερικούς που είχαν παραιτηθεί όταν κατέβηκαν στα τελευταία τους 50 δολλάρια. Η γνώμη μου ήταν ότι δεν υπήρχε λόγος να επέμβει ο Ιεχωβά όσο είχε κανείς 50 δολλάρια ή ακόμη 10 ή έστω και 1 δολλάριο. Είχα εμπιστοσύνη ότι θα με βοηθούσε να αντιμετωπίσω το υψηλό κόστος της ζωής, όχι το κόστος της υψηλής ζωής.»
Σχετικά με τα μεταφορικά μέσα; Λοιπόν, ο Κάρολος Χ. Κέιπεν φέρνει στο νου του το έργο σε διάφορες επαρχίες της Πενσυλβανίας ‘με τα πόδια.’ Άλλοι βιβλιοπώλες βρήκαν ότι το ποδήλατο ήταν πραγματική βοήθεια. «Στα χρόνια από το 1911 ως το 1914, οι βιβλιοπώλες επεξεργάζονταν επαρχίες στον τομέα μας στο Οχάιο,» σχολιάζει η ΛαΡύ Γουίτσυ, και συνεχίζει: «Εργάζονταν σκληρά στην υπηρεσία πηγαίνοντας με ποδήλατο πολλά χιλιόμετρα, φορτωμένοι με ‘Γραφικές Μελέτες.’» Φυσικά όταν ένας βιβλιοπώλης ανέβαινε για πρώτη φορά σε ποδήλατο, θα είχε σπουδαίες εμπειρίες.
Ίσως ένα άλογο να ήταν καλύτερο. Η Μαλίντα Ζ. Κήφερ αναπολεί τον γέρο Ντόμπιν. «Ο Ντόμπιν ήταν ένα ήσυχο άλογο και ποτέ δεν το έδενα. Με περίμενε όταν πήγαινα στις πόρτες και έπειτα ερχόταν μαζί μου στο επόμενο μέρος.»
Αλλά, τότε, δεν ήταν όλα τα άλογα σαν το γέρο Ντόμπιν, όπως έμαθαν οι βιβλιοπώλισσες Άννα Ε. Τσίμμερμαν και Έστερ Σνάιντερ. Φαντασθείτε δυο γυναίκες σ’ ένα νοικιασμένο αμαξάκι που το έσερνε ένα άλογο που μόλις το είχαν φέρει από τη δύση. Η αδελφή Τσίμμερμαν μάς λέει ότι το άλογο «δεν άφηνε τίποτα να το προσπεράσει ούτε ακόμη και το τραίνο, το οποίο για πολλά μίλια προτού φτάσουν στο στάβλο πήγαινε παράλληλα με το δρόμο. Φώναξα στο μηχανικό, ‘Σε παρακαλώ κράτησε το τραίνο σου στο σταθμό μέχρι να βάλουμε το άλογό μου στο στάβλο.’ Αυτός απάντησε: ‘Εντάξει, με την ησυχία σας.’ Το άλογο εξακολουθούσε να καλπάζει ασταμάτητα. Όταν φτάσαμε στο στάβλο καλά, ο ιδιοκτήτης του στάβλου άρχισε να μας ζητά συγγνώμη που έλειπε για φαγητό όταν νοικιάσαμε το άλογο και μας είπε ότι το αγόρι του στάβλου, επειδή φοβόταν να ημερέψει το άλογο, μας το έδωσε ελπίζοντας να το ημερέψουμε εμείς.»
Έπειτα, υπήρχε και το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε από μερικούς βιβλιοπώλες στα μετέπειτα χρόνια. Σήμερα, φυσικά, οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι είναι συνηθισμένοι στις περισσότερες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά δεν ήταν πριν από δεκαετίες. Έτσι τα ταξίδια με αυτοκίνητο παρουσίαζαν επίσης προβλήματα. Μια φορά, για παράδειγμα, «μία σκεπασμένη λακκούβα ήταν τόσο τεράστια και το γεμισμένο έδαφος τόσο μαλακό, ώστε το αυτοκίνητο ξαφνικά βυθίστηκε μέσα στη λακκούβα ως τον άξονα,» γράφουν οι Χέιζελ και Έλεν Κραλ. «Το πολυχρησιμοποιημένο μας φτυάρι δεν αρκούσε για να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση,» θυμούνται. «Ένας ευγενικός γείτονας μάς πρόσφερε το μουλάρι του, αλλά ψάξαμε και στα άκρα του δρόμου για κούτσουρα, δοκάρια η κλαδιά για να ανυψώσουμε το βαθιά χωμένο πίσω άκρο. Έτσι με τη βοήθεια του μουλαριού μπροστά, την ενέργεια της μηχανής στη μέση και το δυνατό σπρώξιμο από πίσω, μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες ήταν ευτυχισμένη στιγμή για όλους όταν το αυτοκίνητο τελικά βγήκε από τη λακκούβα. Αλλά η μέρα είχε και τις χαρές της. Προτού συμβεί αυτό, είχαμε κάνει μερικές ενδιαφέρουσες επισκέψεις, μερικές μακριά από το δρόμο που προχωρούσαμε· έτσι η ταλαιπωρία αντισταθμίστηκε με τη χαρά. Όπως και ο Δαβίδ, έτσι και οι καρδιές μας συχνά ικέτευαν: ‘Εισάκουσον, Θεέ, της κραυγής μου· πρόσεξον εις την προσευχήν μου.’»—Ψαλμ. 61:1.
Αλλά εκείνο που είχε μεγαλύτερη σπουδαιότητα απ’ όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, ήταν το κήρυγμα που έκαναν αυτοί οι βιβλιοπώλες. Υποθέστε ότι τους συνοδεύουμε τώρα καθώς επισκέπτονται τα σπίτια των ανθρώπων. Ο Ουίλλιαμ Π. Μόκριτζ συντρόφευε τον Βίνσεντ Κ. Ράις στο βιβλιοπωλικό έργο το 1906 στο Σενέκταντυ της Νέας Υόρκης. Μας βοηθάει να γυρίσουμε πίσω σ’ εκείνες τις μέρες, λέγοντας: «Την πρώτη μέρα εργάστηκα όλη τη μέρα, χωρίς να διαθέσω τίποτα και όμως υποτίθετο ότι ήμουν ικανότατος πωλητής. Εκείνη τη νύχτα προσευχήθηκα στον Ιεχωβά να με βοηθήσει να βγάλω τα υλικά πράγματα από το μυαλό μου και να μάθω ν’ ακολουθώ τον ταπεινό και ευγενικό τρόπο του αδελφού Ράις, που πάντοτε είχε ένα χαρούμενο λόγο για οποιονδήποτε ερχόταν στην πόρτα. Έτσι, σύντομα άρχισα να διαθέτω πολλά δεμένα βιβλία, χρησιμοποιώντας ένα ‘διαφημιστικό προσπέκτους’ που εξέδιδε η Εταιρία. . . ‘Παίρναμε παραγγελίες’ για τους πρώτους τρεις τόμους [των «Γραφικών Μελετών»] προς 98 σεντς ή για τους έξι τόμους προς 1,98 δολλάρια. Αυτές οι παραγγελίες παραδίδονταν την ‘ημέρα πληρωμής των μισθών,’ συνήθως την 1η ή την 15η του μηνός.»
Προσέξατε ότι ο αδελφός Μόκριτζ ανέφερε τη χρησιμοποίηση ενός «διαφημιστικού προσπέκτους»; Επί χρόνια χρησιμοποιόταν από τους βιβλιοπώλες και άλλους Σπουδαστές της Γραφής που ασχολούνταν στο έργο κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι. Αυτό ήταν μια σειρά εξωφύλλων για έξι τόμους της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος» («Γραφικές Μελέτες») ενωμένα μεταξύ τους όπως το ακορντεόν. Στην πόρτα ο βιβλιοπώλης το άπλωνε στο μάκρος του χεριού του και έδινε μια ομιλία πάνω στο θέμα κάθε τόμου. Έπαιρνε παραγγελίες και παρέδιδε τα έντυπα αργότερα.
«Οι ημέρες της παραδόσεως ήταν δύσκολες,» παραδέχεται η Περλ Ράιτ, «καθώς μια βαλίτσα γεμάτη με βιβλία ήταν βαριά για να μεταφέρεται.» Σίγουρα ήταν. Υποθέστε ότι ένας βιβλιοπώλης έπαιρνε παραγγελίες για πενήντα τόμους «Γραφικών Μελετών». Οι τόμοι αυτοί ζύγιζαν συνολικά δεκαοκτώ κιλά, βαρύ φορτίο για γυναίκες και ακόμη για πολλούς άνδρες. Με τον καιρό όμως ο βιβλιοπώλης Τζέιμς Χ. Κόουλ εφεύρε ένα δίτροχο επινικελωμένο καροτσάκι που μπορούσε να προσαρτηθεί σε μια βαλίτσα.
«Σου τραβούσε την προσοχή,» σύμφωνα με την Άννα Ε. Τσίμμερμαν, που μας λέει: «Θυμάμαι μια περίπτωση όταν έκανα βιβλιοπωλικό έργο στην πόλη Χολλυντέισμπουργκ της Πενσυλβανίας, που έπρεπε να τσουλήσω τη βαλίτσα ακριβώς μέσα από τον εμπορικό τομέα την ώρα του φαγητού. Αυτό το φοβούμουνα, αλλά το έκανα τσουλώντας τη βαλίτσα δίπλα μου, όταν ξαφνικά ένας καλοντυμένος κύριος ευγενικά με πλησίασε από πίσω και, αρπάζοντας το χερούλι της βαλίτσας μου, ρώτησε: ‘Θα σας πείραζε αν την τσουλούσα για λίγο; Θέλω να δω πώς πάει. Φαίνεται ότι κυλάει πολύ εύκολα.’ Την κύλησε λοιπόν σ’ όλο το δρόμο μέσα από τον εμπορικό τομέα κι έτσι δεν χρειάστηκε να το κάνω εγώ. Έμαθα ότι ήταν ο εκδότης της εφημερίδας της πόλης.» Την επόμενη μέρα υπήρχε ένα λεπτομερές άρθρο στην τοπική εφημερίδα.
Με ανιδιοτελή ελατήρια, οι πιστοί βιβλιοπώλες εργάζονταν επιμελώς στηριζόμενοι στον Ιεχωβά και οι προσπάθειες τους ανταμείφθηκαν. Μερικές φορές, λόγω της δράσεως των βιβλιοπωλών, δημιουργήθηκαν εκκλησίες. Υπήρχε βαθιά ικανοποίηση και πλούσιες πνευματικές ανταμοιβές. Με χαρά η Έντιθ Κέσλερ και η αδελφή της Κλάρα μπήκαν στην υπηρεσία βιβλιοπώλη το 1907. Περπάτησαν πολύ και έπρεπε να μεταφέρουν πολλούς τόμους την «ημέρα της παραδόσεως.» Βέβαια κουράζονταν, αλλά η Έντιθ φαίνεται να εκφράζει τις απόψεις της για τους πιστούς βιβλιοπώλες του παλιού καιρού γενικά όταν λέει: «Ήμαστε νέες και ευτυχισμένες στην υπηρεσία, ευχαριστημένες να δαπανούμε τη δύναμή μας στην υπηρεσία του Γιαχ.»
‘ΚΑΝΕΝΑ ΟΠΛΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΤΥΧΕΙ’
Όλα αυτά τα χρόνια που οι πιστοί βιβλιοπώλες και οι άλλοι Σπουδαστές της Γραφής με ζήλο διακήρυτταν τα αγαθά νέα, ο Σατανάς ο Διάβολος ποτέ δεν ελάττωσε τις προσπάθειες για να τους συντρίψει και να τους καταστρέψει. Και θα το είχε πετύχει, εάν δεν ήταν η θεϊκή προστασία που απολάμβαναν. (1 Πέτρ. 5:8, 9· Εβρ. 2:14) Κατανόησαν την αλήθεια της υποσχέσεως του Θεού στο λαό του των αρχαίων καιρών: «Ουδέν όπλον κατασκευασθέν εναντίον σου θέλει ευοδωθή· και πάσαν γλώσσαν, ήτις ήθελε κινηθή κατά σου, θέλεις νικήσει εν τη κρίσει.»—Ησ. 54:17.
Ο Ιησούς Χριστός διώχτηκε και οι ακόλουθοί του μπορούν να περιμένουν την ίδια μεταχείριση από κείνους που ασκούν την ψεύτικη θρησκεία και από τον κόσμο γενικά. (Ιωάν. 15:20) Μερικές φορές, όμως, η επίθεση του Σατανά ήταν εσωτερική και ξεκινούσε από ασυνείδητα άτομα μέσα από τη Χριστιανική οργάνωση και από ενέργειες ατόμων που πραγματικά «δεν ήσαν εξ ημών.»—1 Ιωάν. 2:19.
Θα θυμόμαστε ότι στη δεκαετία του 1870 ο Κ. Τ. Ρώσσελ διέκοψε τις σχέσεις του με τον Ν. Χ. Μπάρμπουρ, εκδότη του «Κήρυκος της Πρωίας». Αυτό το έκανε επειδή ο Μπάρμπουρ αρνήθηκε τη Γραφική διδασκαλία του αντιλύτρου, την οποία υποστήριζε σταθερά ο Ρώσσελ. Έπειτα στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ορισμένα εξέχοντα άτομα στην οργάνωση ασυνείδητα προσπάθησαν να αρπάξουν τον έλεγχο της Εταιρίας Σκοπιά. Οι συνωμότες σχεδίαζαν να ανατινάξουν αληθινές «βόμβες» με σκοπό να σταματήσουν τη δημοτικότητα του Ρώσσελ και να επιφέρουν το τέλος του σαν προέδρου της Εταιρίας. Αφού οργανωνόταν για δύο σχεδόν χρόνια, η συνωμοσία ξέσπασε το 1894. Κυρίως, τα παράπονα και οι ψεύτικες κατηγορίες συγκεντρώθηκαν γύρω από τη δήθεν ανεντιμότητα στη διαχείριση από τον Κ. Τ. Ρώσσελ. Στην πραγματικότητα, μερικές από τις κατηγορίες ήταν πολύ ασήμαντες και πρόδιναν τη βασική πρόθεση των κατηγόρων—τη δυσφήμηση του Κ. Τ. Ρώσσελ. Αμερόληπτοι έμπιστοι ερεύνησαν τα θέματα και βρήκαν ότι ο Ρώσσελ είχε δίκιο. Έτσι το σχέδιο των συνωμοτών να «τινάξουν στον αέρα τον Ρώσσελ και το έργο του» κατέληξε σε αποτυχία. Όπως ο απόστολος Παύλος, ο αδελφός Ρώσσελ είχε δοκιμάσει στενοχώριες εξαιτίας των «ψευδαδέλφων,» αλλά η δοκιμασία του αναγνωρίστηκε σαν σχέδιο του Σατανά και οι συνωμότες από τότε και στο εξής θεωρούνταν σαν ακατάλληλοι να απολαμβάνουν τη Χριστιανική αδελφότητα.—2 Κορ. 11:26.
Αυτό, φυσικά, δεν ήταν το τέλος των δοκιμασιών και των δυσκολιών του Κ. Τ. Ρώσσελ. Επρόκειτο ακόμη να θιγεί με έναν πολύ προσωπικό τρόπο, από περιστάσεις που προέκυψαν μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, το 1894, η κυρία Κ. Τ. Ρώσσελ (η πρώην Μαρία Φράνσιζ Άκλεϋ, την οποία ο Ρώσσελ είχε παντρευτεί το 1879) ανέλαβε μια περιοδεία από τη Νέα Υόρκη στο Σικάγο, συναντούσε Σπουδαστές της Γραφής στη διάρκεια της διαδρομής και μιλούσε εκ μέρους του συζύγου της. Καθώς ήταν μορφωμένη, έξυπνη γυναίκα, ήταν καλοδεχούμενη όταν επισκεπτόταν τις εκκλησίες εκείνο τον καιρό.
Η κυρία Ρώσσελ ήταν μια από τους διευθυντές της Εταιρίας Σκοπιά και υπηρετούσε σαν γραμματέας και ταμίας της για μερικά χρόνια. Ήταν επίσης τακτική συνεργάτιδα στις στήλες της «Σκοπιάς της Σιών» και για ένα διάστημα συνεκδότρια του περιοδικού. Τελικά, ζήτησε να ακούγεται η γνώμη της περισσότερο για το τι έπρεπε να δημοσιεύεται στη «Σκοπιά». Η φιλοδοξία αυτή μπορούσε να συγκριθεί μ’ εκείνη της αδελφής του Μωυσή, της Μαριάμ, που ξεσηκώθηκε εναντίον του αδελφού της, ο οποίος ήταν αρχηγός του Ισραήλ και είχε τη βοήθεια του Θεού, και προσπάθησε να προβάλει τον εαυτό της—μια πορεία που συνάντησε τη θεία αποδοκιμασία.—Αριθ. 12:1-15.
Τι είχε συμβάλει σ’ αυτή τη στάση εκ μέρους της κυρίας Ρώσσελ; «Δεν ήμουν ενήμερος γι’ αυτό εκείνη την εποχή,» έγραψε ο Κ. Τ. Ρώσσελ το 1906, «αλλά έμαθα μεταγενέστερα ότι οι συνωμότες προσπάθησαν να σπείρουν σπόρους διχόνοιας στην καρδιά της συζύγου μου με κολακεία, επιχειρήματα για τα δικαιώματα της γυναίκας κλπ. Όμως, όταν ήρθε η κρίση (το 1894), με την πρόνοια του Κυρίου, γλύτωσα από την ταπείνωση, γιατί η σύζυγός μου δεν τάχθηκε με κείνους τους συνωμότες. . . Όταν τα πράγματα άρχισαν να τακτοποιούνται, οι ιδέες για τα δικαιώματα της γυναίκας και η προσωπική φιλοδοξία άρχισαν να έρχονται πάλι στην επιφάνεια και αντιλήφθηκα ότι η δραστήρια εκστρατεία της κυρίας Ρώσσελ προς υπεράσπισή μου και η πολύ εγκάρδια υποδοχή που της έγινε από τους αγαπητούς φίλους εκείνη την εποχή σ’ όλο το ταξίδι . . . της έκαναν κακό αυξάνοντας τη μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό της. . . Βαθμιαία φάνηκε να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτα απ’ όσα γράφονταν στη ΣΚΟΠΙΑ δεν ήταν κατάλληλα εκτός από κείνα που έγραφε η ίδια και μ’ ενοχλούσε διαρκώς με υποδείξεις για αλλαγές στα γραπτά μου. Με πόνο παρατήρησα αυτή την αυξανόμενη διάθεση, την τόσο ξένη στο ταπεινό πνεύμα που τη χαρακτήριζε τα πρώτα δεκατρία ευτυχισμένα χρόνια.»
Η κυρία Ρώσσελ έπαψε να είναι συνεργατική και οι τεταμένες σχέσεις συνεχίζονταν. Αλλά στις αρχές του 1897 αρρώστησε και ο σύζυγός της την περιποιήθηκε πολύ. Αυτό το έκανε πρόθυμα και πίστευε ότι η στοργική του φροντίδα θα άγγιζε την καρδιά της και θα την επανέφερε στην προηγούμενη τρυφερή και στοργική της κατάσταση. Όταν ανέρρωσε, όμως, η κυρία Ρώσσελ κάλεσε μία επιτροπή και συναντήθηκε με το σύζυγό της «ειδικά με το σκοπό να βάλει τους αδελφούς να με συμβουλέψουν ότι είχε ίσα δικαιώματα στις στήλες της ΣΚΟΠΙΑΣ, όπως κι εγώ, και ότι την αδικούσα που δεν της έδινα τις ελευθερίες που επιθυμούσε», έγραψε ο Κ. Τ. Ρώσσελ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η επιτροπή τής είπε πως ούτε αυτοί ούτε άλλα άτομα είχαν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη διαχείριση της «Σκοπιάς» από το σύζυγό της. Η κυρία Ρώσσελ είπε, ουσιαστικά, ότι αν και δεν μπορούσε να συμφωνήσει με την επιτροπή, θα προσπαθούσε να δει τα πράγματα από αυτή την άποψη. Ο Ρώσσελ μετά ανέφερε: «Έπειτα τη ρώτησα παρουσία τους εάν θα δίναμε τα χέρια. Δίστασε, αλλά τελικά μου έδωσε το χέρι της. Έπειτα είπα, ‘Θα με φιλήσεις τώρα, αγαπητή μου, σαν δείγμα του βαθμού της αλλαγής του πνεύματος που έδειξες;’ Πάλι δίστασε, αλλά τελικά με φίλησε και με διάφορους τρόπους εκδήλωσε την ανανέωση της στοργής της παρουσία της Επιτροπής της.»
Έτσι οι Ρώσσελ ‘φιλήθηκαν και συμφιλιώθηκαν’. Αργότερα, με παράκληση της κυρίας Ρώσσελ, ο σύζυγός της διευθέτησε να έχουν οι «Αδελφές της Εκκλησίας της Αλλεγκένυ» μια εβδομαδιαία συνάθροιση με την ιδία σαν οδηγό. Αυτό οδήγησε σε περισσότερες δυσκολίες—την κυκλοφορία συκοφαντικών σχολίων για τον Κ. Τ. Ρώσσελ. Όμως, και αυτή η δυσκολία επίσης τακτοποιήθηκε.
Τελικά, όμως, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια οδήγησε την κυρία Ρώσσελ στο να διακόψει τη σχέση της με την Εταιρία Σκοπιά και με το σύζυγό της. Χωρίς προειδοποίηση, χώρισε απ’ αυτόν το 1897, μετά από δεκαοκτώ χρόνια γάμου. Για επτά περίπου χρόνια ζούσε χωριστά, ο Κ. Τ. Ρώσσελ της παρείχε ένα ξεχωριστό σπίτι και επίσης τη συντηρούσε οικονομικά. Τον Ιούνιο του 1903 η κυρία Ρώσσελ υπέβαλε στα Αστικά Δικαστήρια του Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας αγωγή διαζυγίου. Τον Απρίλιο του 1906 η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον του Δικαστή Κόλλιερ και των ένορκων. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στις 4 Μαρτίου 1908, εκδόθηκε απόφαση με τη φρασεολογία «Εν Διαστάσει.» Η απόφαση έλεγε: «Ορίζεται, κηρύσσεται και αποφασίζεται ότι η Μαρία Φ. Ρώσσελ, η Ενάγουσα, και ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ, ο Εναγόμενος, χωρίζονται από τραπέζης και κοίτης.» «Χωρίζονται από τραπέζης και κοίτης», είναι η διατύπωση της αποφάσεως που έγραψε ο γραμματέας του δικαστηρίου στα πρακτικά. Αυτό ήταν ένας νομιμοποιημένος χωρισμός και ποτέ δεν πήραν πραγματικό διαζύγιο, όπως μερικοί ισχυρίστηκαν εσφαλμένα. «Το Νομικό Λεξικό του Μπουβιέ» (Νομική Εκδοτική Εταιρία Μπανκς-Μπάλντουιν, 1940) ορίζει ότι πρόκειται για «μερικό ή ειδικό διαζύγιο, κατά το οποίο οι διάδικοι είναι χωρισμένοι και απαγορεύεται να συζούν ή να συγκατοικούν χωρίς αυτό να επηρεάζει το γάμο. 1 Μπλ. Κομ. 440.» (Σελίδα 314) Στη σελίδα 312 λέει ότι «μπορεί πιο σωστά να ορισθεί σαν νομικός χωρισμός.»
Ο ίδιος ο Κ. Τ. Ρώσσελ αντιλήφθηκε πολύ καλά ότι το δικαστήριο δεν έδωσε πλήρες διαζύγιο, αλλά ότι ήταν νομιμοποιημένος χωρισμός. Στο Δουβλίνο, στη διάρκεια μιας περιοδείας στην Ιρλανδία το 1911, ρωτήθηκε: «Είναι αλήθεια ότι έχετε πάρει διαζύγιο από τη σύζυγό σας;» Απαντώντας ο Ρώσσελ έγραψε: «Δεν έχω πάρει διαζύγιο από τη σύζυγό μου. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν ήταν διαζύγιο, αλλά χωρισμός, δοσμένος από ένα δικαστήριο ενόρκων με κατανόηση, το οποίο δήλωσε ότι θα ήμαστε και οι δυο πιο ευτυχισμένοι αν μέναμε χωρισμένοι. Η κατηγορία της συζύγου μου ήταν σκληρότητα, αλλά η μόνη σκληρότητα που παρουσίασε σαν απόδειξη ήταν η άρνησή μου σε μια περίπτωση να τη φιλήσω όταν το είχε ζητήσει.’ Διαβεβαίωσα το ακροατήριό μου ότι αμφισβήτησα την κατηγορία της σκληρότητας και πίστευα ότι καμιά γυναίκα δεν είχε καλύτερη μεταχείριση από το σύζυγό της. Το χειροκρότημα έδειξε ότι το ακροατήριο πίστεψε τις δηλώσεις μου.»
Αυτό που έγινε στην κηδεία του Κ. Τ. Ρώσσελ στο Πίτσμπουργκ το 1916 έχει επίσης σημασία για να καταλάβει κανείς τι είχε συμβεί ανάμεσά τους. Η Άννα Κ. Γκάρντνερ, της οποίας οι αναμνήσεις μοιάζουν με των άλλων παρόντων, μας λέει το εξής: «Ένα επεισόδιο συνέβη ακριβώς πριν από την ομιλία στο Κάρνεγκυ Χωλ, που αντέκρουσε τα ψέματα που είχαν γραφτεί για τον αδελφό Ρώσσελ. Η αίθουσα ήταν γεμάτη πολύ πριν έρθει η ώρα για ν’ αρχίσει η ομιλία και υπήρχε πολλή ησυχία, και τότε είδα μια σιλουέττα με πέπλο να προχωρεί στο διάδρομο προς το φέρετρο και να βάζει κάτι πάνω του. Μπορούσε κανείς να δει τι ήταν—ένα μπουκέττο άγρια κρίνα, το αγαπημένο λουλούδι του αδελφού Ρώσσελ. Ήταν δεμένα με μια κορδέλλα που έλεγε: ‘Στον Αγαπημένο Μου Σύζυγο.’ Ήταν η κυρία Ρώσσελ. Ποτέ δεν είχαν πάρει διαζύγιο και αυτό ήταν μια αναγνώριση που έγινε δημόσια.»
Μπορεί κανείς να φανταστεί το βαθύ πόνο και τη συναισθηματική πίεση που έφεραν οι οικογενειακές δοκιμασίες στον Κ. Τ. Ρώσσελ. Σ’ ένα χωρίς χειρόγραφο γράμμα προς την κυρία Ρώσσελ, σ’ ένα σημείο σχετικά με τις συζυγικές τους δυσκολίες, έγραψε: «Όταν το πάρεις αυτό, θα είναι μόνο μια εβδομάδα από τότε που εγκατέλειψες εκείνον τον οποίο ενώπιον Θεού και ανθρώπων υποσχέθηκες να αγαπάς και να υπακούς και να υπηρετείς ‘σε καλές και σε δύσκολες περιστάσεις, μέχρι να σε χωρίσει ο θάνατος.’ Σίγουρα είναι αλήθεια ότι η ‘πείρα είναι θαυμάσιος δάσκαλος.’ Μόνο αυτό θα μπορούσε να με πείσει μ’ αυτό τον τρόπο για σένα, που μπορώ ειλικρινά να πω ότι κάποτε δεν μπορούσε να υπάρχει πιο στοργική και αφοσιωμένη σύντροφος. Εάν ήσουν διαφορετική, είμαι βέβαιος ότι ο Κύριος δεν θα σε είχε δώσει σ’ εμένα. Κάνει τα πάντα σωστά. Ακόμη τον ευχαριστώ για την πρόνοιά του για μένα απ’ αυτή την άποψη και αναπολώ με αισθήματα ευχαριστήσεως τον καιρό που με φιλούσες τουλάχιστον τριάντα φορές τη μέρα και επανειλημμένα μου έλεγες ότι δεν έβλεπες πώς θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς εμένα· και ότι φοβόσουν ότι θα πέθαινα πρώτος. . . Και σκέπτομαι ότι μερικές απ’ αυτές τις εκδηλώσεις αγάπης μού δόθηκαν μόλις πριν από ενάμιση χρόνο, μολονότι πριν απ’ αυτό η αγάπη σου ήταν λιγότερο θερμή—εξαιτίας ζήλειας και υποψιών, παρά τις διαβεβαιώσεις μου για τη θερμή αγάπη μου για σένα, που επανέλαβα εκατό φορές και ακόμη το επιβεβαιώνω.»
Ο Ρώσσελ πραγματικά ένιωσε ότι ο μεγάλος Αντίδικος τότε «κρατούσε σταθερά» τη σύζυγό του. Είπε, «Έχω προσευχηθεί θερμά στον Κύριο για σένα» και επίσης προσπάθησε να τη βοηθήσει. Ανάμεσα σε άλλα έγραψε: «Δεν θα σε φορτώσω με αποδείξεις της λύπης μου ούτε θα προσπαθήσω να επηρεάσω τα αισθήματα σου περιγράφοντας τα συναισθήματά μου, καθώς από καιρό σε καιρό βρίσκω φορέματά σου και άλλα αντικείμενα τα οποία φέρνουν ζωηρά στο μυαλό μου τον προηγούμενο εαυτό σου—τόσο γεμάτο από αγάπη και συμπάθεια και εξυπηρετικότητα—το πνεύμα του Χριστού. Η καρδιά μου φωνάζει, ’Ω να την είχα θάψει ή να με είχε θάψει, εκείνο τον ευτυχισμένο καιρό.’ Αλλά, όπως είναι φανερό, οι δυσκολίες και οι δοκιμασίες δεν ήταν αρκετά προχωρημένες. . . Σκέψου με προσευχή ό,τι θα σου πω. Και να είσαι βέβαιη ότι εκείνο που με πληγώνει δεν είναι η μοναξιά μου ως ότου τελειώσω το ταξίδι της ζωής, αλλά η πτώση σου, αγαπητή μου, η αιώνια καταστροφή σου, όπως τουλάχιστον το βλέπω εγώ.»
ΟΧΙ ΑΝΗΘΙΚΟΣ
Σαν να μην ήταν αρκετή η ένταση από τις συζυγικές στενοχώριες του Ρώσσελ, οι εχθροί του έφτασαν να κάνουν αισχρές κατηγορίες εναντίον του, ότι ήταν ανήθικος. Αυτές οι σκόπιμες ψευτιές συγκεντρώθηκαν γύρω από μια λεγόμενη ιστορία της «μέδουσας». Στη διάρκεια της δίκης τον Απρίλιο του 1906, η κυρία Ρώσσελ κατέθεσε ότι κάποια δεσποινίς Μπωλ της είπε ότι ο Κ. Τ. Ρώσσελ είχε πει κάποτε: «Είμαι σαν τη μέδουσα. Πλέω εδώ κι εκεί. Αγγίζω τη μία και την άλλη, και εάν ανταποκρίνεται την παίρνω και εάν όχι πλέω σε άλλες.» Όταν εξετάστηκε δημόσια σαν μάρτυρας, ο Κ. Τ. Ρώσσελ αρνήθηκε κατηγορηματικά την ιστορία της «μέδουσας» και όλη αυτή η υπόθεση διαγράφτηκε από τα πρακτικά του δικαστηρίου. Ο δικαστής είπε στην αγόρευση του προς τους ενόρκους: «Αυτό το μικρό επεισόδιο σχετικά με το κορίτσι που ήταν στην οικογένεια, δεν είναι αιτία για δυσφήμηση και δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση.»
Το κορίτσι αυτό που ήταν ορφανό, πήγε στους Ρώσσελ το 1888 και ήταν περίπου 10 χρόνων. Τη μεταχειρίστηκαν σαν παιδί τους και καληνύχτιζε τον κύριο και την κυρία Ρώσσελ μ’ ένα φιλί κάθε βράδυ όταν πήγαινε να κοιμηθεί. (Πρακτικά του Δικαστηρίου, σελίδες 90 και 91) Η κυρία Ρώσσελ κατέθεσε ότι το υποτιθέμενο επεισόδιο συνέβη το 1894, όταν αυτό το κορίτσι δεν μπορεί να ήταν περισσότερο από δεκαπέντε χρόνων. (Πρακτικά του Δικαστηρίου, σελίδα 15) Μετά απ’ αυτό η κυρία Ρώσσελ έζησε με το σύζυγό της για τρία χρόνια και μετά έζησε χωριστά απ’ αυτόν άλλα επτά χρόνια και κατόπιν υπέβαλε αγωγή διαζυγίου. Στην αίτησή της για διαζύγιο δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό το θέμα. Μολονότι η Δεσποινίς Μπωλ ζούσε τότε και η κυρία Ρώσσελ ήξερε πού, δεν προσπάθησε να τη φέρει σαν μάρτυρα και δεν παρουσίασε καμιά κατάθεση απ’ αυτήν. Ο Κ. Τ. Ρώσσελ ο ίδιος δεν μπορούσε να παρουσιάσει τη δεσποινίδα Μπωλ να καταθέσει, γιατί δεν είχε προειδοποίηση ή ένδειξη ότι η σύζυγός του θα έφερνε ένα τέτοιο θέμα στην υπόθεση. Επιπλέον, τρία χρόνια μετά το υποτιθέμενο επεισόδιο, όταν η κυρία Ρώσσελ είχε συγκαλέσει επιτροπή μπροστά στην οποία αυτή και ο σύζυγός της συζήτησαν ορισμένες διαφορές, η ιστορία της «μέδουσας» δεν έγινε ούτε τότε γνωστή. Στην αγωγή της για διατροφή, ο δικηγόρος της κυρίας Ρώσσελ είχε πει: «Δεν κάνουμε καμιά κατηγορία για μοιχεία.» Και ότι η κυρία Ρώσσελ πραγματικά ποτέ δεν πίστεψε ότι ο σύζυγός της ήταν ένοχος ανήθικης διαγωγής δείχτηκε από τα πρακτικά (σελ. 10). Ο δικός της δικηγόρος ρώτησε την κυρία Ρώσσελ: «Δεν εννοείτε ότι ο σύζυγός σας ήταν ένοχος μοιχείας;» Απάντησε: «Όχι.»
Στην οδυνηρή περίοδο των οικογενειακών δυσκολιών και των σχετικών δοκιμασιών του Κάρολου Τέιζ Ρώσσελ, ο Ιεχωβά τον στήριξε μέσω του αγίου του πνεύματος. Ο Θεός εξακολούθησε να χρησιμοποιεί τον Ρώσσελ τα χρόνια εκείνα όχι μόνο για να γράφει ύλη για τη «Σκοπιά της Σιών», αλλά και για να εκτελεί και άλλα βαριά καθήκοντα και να γράψει τρεις τόμους της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος» (ή «Γραφικών Μελετών»). Πόσο ενθαρρυντικό είναι αυτό στους Χριστιανούς σήμερα, καθώς συνεχίζουν να κάνουν το θείο θέλημα αν και αντιμετωπίζουν διάφορες δοκιμασίες! Ιδιαίτερα ενθαρρυντικά στους πιστούς χρισμένους ακολούθους του Ιησού είναι τα εξής λόγια του Ιακώβου: «Μακάριος ο άνθρωπος όστις υπομένει πειρασμόν· διότι αφού δοκιμασθή, θέλει λάβει τον στέφανον της ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κύριος εις τους αγαπώντας αυτόν.»—Ιακ. 1:12.
ΤΟ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ ΣΙΤΑΡΙ
Εχθροί του Κ. Τ. Ρώσσελ χρησιμοποίησαν όχι μόνο τις οικογενειακές του υποθέσεις, αλλά και άλλα «όπλα» εναντίον του. Για παράδειγμα οι εχθροί τον κατηγόρησαν ότι πούλησε μεγάλη ποσότητα κανονικού σπόρου σιταριού, με το όνομα «Θαυματουργό Σιτάρι», δυο δολλάρια το κιλό. Ισχυρίστηκαν ότι απ’ αυτό ο Ρώσσελ έβγαλε τεράστιο προσωπικό κέρδος. Όμως, αυτές οι κατηγορίες είναι απόλυτα ψεύτικες. Ποια είναι τα γεγονότα;
Το 1904 ο κύριος Κ. Μπ. Στόνερ πρόσεξε ένα ασυνήθιστο φυτό να μεγαλώνει στον κήπο του στο Φίνκαστλ της Βιρτζίνια. Αποδείχτηκε ότι ήταν σιτάρι ενός σπάνιου είδους. Το φυτό είχε 142 μίσχους και καθένας είχε ένα στάχι από ωριμασμένο σιτάρι. Το 1906 το ονόμασε το «Θαυματουργό Σιτάρι». Τελικά κι άλλοι το πήραν και το καλλιέργησαν και πήραν μεγάλες σοδειές. Πραγματικά, το Θαυματουργό Σιτάρι κέρδισε βραβεία σε πολλές εμπορικές εκθέσεις. Ο Κ. Τ. Ρώσσελ ενδιαφερόταν πολύ για οτιδήποτε είχε σχέση με τις Βιβλικές προφητείες ότι «η ερημία θέλει αγαλλιασθή, και ανθήσει ως ρόδον» και «η γη θέλει δίδει το προϊόν αυτής.» (Ησαΐας 35:1· Ιεζεκιήλ 34:27) Στις 23 Νοεμβρίου 1907, ο Χ. Α. Μύλλερ, Υφυπουργός Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών, υπέβαλε στο Υπουργείο Γεωργίας Έκθεση που επαινούσε αυτό το σιτάρι που είχε καλλιεργήσει ο κύριος Στόνερ. Σ’ όλη τη χώρα ο δημόσιος τύπος πρόσεξε την έκθεση. Αυτό τράβηξε την προσοχή του Κ. Τ. Ρώσσελ και έτσι στη «Σκοπιά της Σιών» της 15 Μαρτίου 1908, στη σελίδα 86, δημοσίευσε μερικά σχόλια του τύπου και αποσπάσματα από την κυβερνητική έκθεση. Έπειτα, στο τέλος, σχολίαζε: «Εάν αυτή η έκθεση δεν είναι παρά μόνο η μισή αλήθεια, μαρτυρεί πάλι την ικανότητα του Θεού να προμηθεύει πράγματα αναγκαία για ‘τους καιρούς της αποκαταστάσεως πάντων όσα ελάλησεν ο Θεός απ’ αιώνος διά στόματος πάντων των αγίων αυτού προφητών.’—Πράξεις 3:19-21.»
Ο κύριος Στόνερ δεν ήταν Σπουδαστής της Γραφής ή συνεργάτης του Κ. Τ. Ρώσσελ και ούτε υπήρχαν πολλά άλλα άτομα που πειραματίστηκαν με το Θαυματουργό Σιτάρι. Το 1911, όμως, οι αναγνώστες της «Σκοπιάς» Τζ. Α. Μπόνετ από το Πίτσμπσυργκ της Πενσυλβανίας και Σάμουελ Τζ. Φλέμινγκ από το Γουωμπάς της Ινδιάνα παρουσίασαν στη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά περίπου τριάντα μπούσελςa απ’ αυτό το σιτάρι, προτείνοντας να πουληθεί δυο δολλάρια το κιλό και όλα τα έσοδα να τα πάρει η Εταιρία σαν προσφορά απ’ αυτούς, για να χρησιμοποιηθούν στο θρησκευτικό της έργο. Η Εταιρία πήρε και διέθεσε το σιτάρι και οι συνολικές εισπράξεις απ’ αυτό έφταναν το ποσό των 1.800 δολλαρίων περίπου. Ο ίδιος ο Ρώσσελ δεν πήρε ούτε ένα δολλάριο απ’ αυτά τα χρήματα. Απλώς δημοσίευσε μία δήλωση στη «Σκοπιά» ότι το σιτάρι είχε προσφερθεί και μπορούσαν να το πάρουν με δυο δολλάρια το κιλό. Η ίδια η Εταιρία δεν ισχυρίστηκε ότι ήξερε τις ιδιότητες του σιταριού και τα χρήματα που εισπράχθηκαν δόθηκαν σαν προσφορά στο Χριστιανικό ιεραποστολικό έργο. Όταν άλλοι επέκριναν αυτή την πώληση, όλοι όσοι είχαν συμβάλει ειδοποιήθηκαν ότι εάν ήταν δυσαρεστημένοι, τα χρήματά τους θα επιστρέφονταν. Πραγματικά, τα ίδια χρήματα που εισπράχτηκαν για το σιτάρι κρατήθηκαν ένα χρόνο γι’ αυτό το σκοπό. Αλλά κανείς δεν ζήτησε να του επιστραφούν τα χρήματα. Η στάση του αδελφού Ρώσσελ και της Εταιρίας σχετικά με το Θαυματουργό Σιτάρι ήταν απόλυτα ειλικρινής και τίμια.
Επειδή ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ δίδασκε την αλήθεια από τον Λόγο του Θεού, μισήθηκε και κακολογήθηκε, συχνά από τον θρησκευτικό κλήρο. Αλλά οι σημερινοί Χριστιανοί περιμένουν αυτή τη μεταχείριση γιατί ο Ιησούς και οι απόστολοί του υπέστησαν παρόμοια μεταχείριση από τους θρησκευτικούς εχθρούς.—Λουκάς 7:34.
«ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ Ο ΙΕΧΩΒΑ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΑΥΤΟΥ»
Ο Ιεχωβά είναι πιστός Θεός. Ο προφήτης Σαμουήλ συμβούλεψε το λαό Ισραήλ να υπηρετεί τον Θεό με όλη του την καρδιά και διακήρυξε: «Δεν θέλει εγκαταλείψει ο Ιεχωβά τον λαόν αυτού, διά το όνομα αυτού το μέγα, επειδή ηυδόκησεν ο Κύριος να σας κάμη λαόν αυτού.»—1 Σαμουήλ 12:20-25.
Οι Σπουδαστές της Γραφής διαπίστωσαν ότι αυτό είναι αλήθεια στην περίπτωσή τους. Μερικές από τις εμπειρίες τους στη διάρκεια των ετών 1914 ως το 1916, για παράδειγμα, έφεραν απογοήτευση και θλίψη. Αλλά ο Ιεχωβά στήριξε το λαό του, ποτέ δεν τον εγκατέλειψε.—1 Κορ. 10:13.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Εκείνο τον καιρό υπήρχαν επίσης πολλοί λόγοι για χαρά. Για χρόνια ο λαός του Θεού επεσήμαινε το 1914 σαν το έτος που θα σημείωνε το τέλος των Καιρών των Εθνών. Οι προσδοκίες του δεν οδήγησαν σε απογοήτευση. Στις 28 Ιουλίου του 1914 εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και καθώς ο καιρός προχωρούσε προς την 1η Οκτωβρίου όλο και περισσότερα έθνη και αυτοκρατορίες αναμειγνύονταν. Όπως γνωρίζουν οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά από τη μελέτη της Γραφής, η περίοδος της χωρίς παρέμβαση παγκόσμιας κυριαρχίας των Εθνών τελείωσε το 1914, με τη γέννηση της ουράνιας βασιλείας του Θεού με τον Ιησού Χριστό σαν βασιλιά. (Αποκάλυψις 12:1-5). Αλλά υπήρχαν και άλλες προσδοκίες το 1914. Σχετικά μ’ αυτές, ο αδελφός Α. Χ. Μακμίλλαν έγραψε στο βιβλίο του «Πίστις εν Πορεία»: «Στις 23 Αυγούστου 1914, όπως καλά θυμάμαι, ο Πάστορας Ρώσσελ ξεκίνησε για ένα ταξίδι προς τα Βορειοδυτικά, κάτω στην ακτή του Ειρηνικού και πέρα στις Νότιες Πολιτείες, έπειτα θα κατέληγε στο Σαρατόγκα Σπρινγκς της Νέας Υόρκης όπου είχαμε συνέλευση στις 27-30 Σεπτεμβρίου. Η περίοδος εκείνη είχε μεγάλο ενδιαφέρον επειδή μερικοί από μας σκεπτόμασταν σοβαρά ότι θα πηγαίναμε στον ουρανό στη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας εκείνου του Οκτωβρίου.»
Η ιδέα ότι θα πήγαιναν στον ουρανό το 1914 κυριαρχούσε ανάμεσα σε πολλούς Σπουδαστές της Γραφής. «Η γνώμη μας», παρατηρεί η αδελφή Ντουάιτ Τ. Κένυον, «ήταν ότι ο πόλεμος θα εξελισσόταν σε επανάσταση και αναρχία. Τότε εκείνοι από τους χρισμένους ή τους αφιερωμένους εκείνο τον καιρό θα πέθαιναν και θα δοξάζονταν. Μια νύχτα ονειρεύτηκα ότι όλη η εκκλησία ήταν σ’ ένα τραίνο και κάπου πήγαινε. Βροντούσε και άστραφτε και ξαφνικά οι φίλοι άρχισαν να πεθαίνουν ολόγυρα μου. Εύρισκα ότι αυτό ήταν σωστό. Αλλά εγώ, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να πεθάνω. Αυτό με αναστάτωνε πολύ! Τότε ξαφνικά πέθανα και ένοιωσα τόσο ανακουφισμένη και ικανοποιημένη. Το λέω αυτό μόνο για να δείξω πόσο βέβαιοι ήμαστε ότι ο παλιός αυτός κόσμος θα τελείωνε σύντομα και ότι το υπόλοιπο του ‘μικρού ποιμνίου’ θα δοξαζόταν.»—Λουκ. 12:32.
Η Χέιζελ και η Έλεν Κραλ θυμούνται ότι στη διάρκεια του 1914 οι συζητήσεις την ώρα του φαγητού στο Μπέθελ συχνά συγκεντρώνονταν στο τέλος των Καιρών των Εθνών. Από καιρό σε καιρό, λένε, ο αδελφός Ρώσσελ έκανε εκτεταμένα σχόλια, παρακινώντας σε πιστότητα και εξηγώντας ότι οι χρονολογίες είχαν ανασκοπηθεί και εξακολουθούσαν να φαίνονται ακριβείς, αλλά επίσης ότι «εάν περιμέναμε περισσότερα από όσα βεβαίωναν οι Γραφές, τότε έπρεπε να δεχτούμε το θέλημα του Ιεχωβά και να προσαρμόσουμε τις διάνοιες και τις καρδιές μας με πίστη στην οδό του, εξακολουθώντας να αγρυπνούμε πιστά και να περιμένουμε την εξέλιξη των σχετικών γεγονότων.»
Ένα επεισόδιο στη συνέλευση της Σαρατόγκα Σπρινγκς το 1914 τονίζει την άποψη του αδελφού Μακμίλλαν για την «άνοδο» στον ουρανό εκείνο το χρόνο. Έγραψε: «Την Τετάρτη (30 Σεπτεμβρίου) ήμουν προσκαλεσμένος να μιλήσω πάνω στο θέμα “Το Τέλος Όλων των Πραγμάτων Έφτασε. Γι’ αυτό ας Αγρυπνούμε και ας Προσευχόμαστε.” Λοιπόν, όπως θα έλεγε κανείς, αυτό ήταν κάτι που μου ταίριαζε. Το πίστευα ο ίδιος ειλικρινά ότι η εκκλησία θα πήγαινε στον ουρανό τον Οκτώβριο. Σ’ εκείνη την ομιλία έκανα την εξής άτυχη παρατήρηση: “Αυτή είναι πιθανόν η τελευταία δημόσια ομιλία που εκφωνώ, γιατί σύντομα θα πάμε στον ουρανό”.»
Το επόμενο πρωί, 1 Οκτωβρίου 1914, περίπου πεντακόσιοι Σπουδαστές της Γραφής απόλαυσαν έναν όμορφο περίπατο κάτω στον ποταμό Χάτζον σ’ ένα ποταμόπλοιο από την Άλμπανυ ως τη Νέα Υόρκη. Την Κυριακή θα συνεχιζόταν η συνέλευση στο Μπρούκλυν όπου και θα τελείωνε. Αρκετοί αντιπρόσωποι έμειναν στο Μπέθελ και, φυσικά, μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων ήταν παρόντα στο πρόγευμα το πρωί της Παρασκευής, 2 Οκτωβρίου. Όλοι κάθονταν, όταν μπήκε ο αδελφός Ρώσσελ. Όπως συνήθως, είπε χαρούμενα, «Καλημέρα σε όλους». Αλλά αυτό το συγκεκριμένο πρωινό ήταν διαφορετικό. Αντί να καθήσει αμέσως στη θέση του, χτύπησε τα χέρια του και ανήγγειλε χαρούμενα: «Οι καιροί των Εθνών τελείωσαν· ο καιρός των βασιλέων τους πέρασε.» «Πώς χειροκροτήσαμε!» λέει η Κόρα Μέριλ. Ο αδελφός Μακμίλλαν παραδέχτηκε: «Ήμαστε πολύ συγκινημένοι και δεν θα είχα εκπλαγεί εάν εκείνη τη στιγμή αρχίζαμε να πηγαίνουμε στον ουρανό—αλλά φυσικά τίποτα τέτοιο δεν έγινε». Η αδελφή Μέριλ προσθέτει: «Μετά από μία σύντομη παύση (ο Ρώσσελ) είπε: ‘Είναι κανείς απογοητευμένος; Εγώ δεν είμαι. Όλα προχωρούν σύμφωνα με το πρόγραμμα!’ Πάλι χειροκροτήσαμε.»
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ έκανε μερικά σχόλια, αλλά δεν πέρασε πολλή ώρα, προτού ο Α. Χ. Μακμίλλαν γίνει το αντικείμενο της προσοχής. Καλοσυνάτα, ο Ρώσσελ είπε: «Θα κάνουμε μερικές αλλαγές στο πρόγραμμα της Κυριακής. Στις 10.30 το πρωί της Κυριακής ο αδελφός Μακμίλλαν θα μας δώσει μία ομιλία.» Αυτό τους έκανε όλους να γελάσουν με την καρδιά τους. Κι αυτό το είπε γιατί μόλις την προηγούμενη Τετάρτη ο αδελφός Μακμίλλαν είχε δώσει τη διάλεξη που νόμιζε πως πιθανόν θα ήταν η «τελευταία δημόσια ομιλία» του. «Λοιπόν», έγραψε ο Α. Χ. Μακμίλλαν χρόνια αργότερα, «τότε έπρεπε να βρω κάτι να πω. Βρήκα τον Ψαλμό 74:9, ‘Τα σημεία ημών δεν βλέπομεν· δεν υπάρχει πλέον προφήτης, ουδέ γνωρίζων μεταξύ ημών το έως πότε.’ Τώρα ήταν διαφορετικά. Σ’ εκείνη την ομιλία προσπάθησα να δείξω στους φίλους ότι ίσως μερικοί από μας είχαμε βιαστεί λιγάκι να σκεφτούμε ότι θα πηγαίναμε στον ουρανό αμέσως και εκείνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να ασχολούμαστε στην υπηρεσία του Κυρίου, μέχρι να αποφασίσει εκείνος πότε κάποιος από τους επιδοκιμασμένους δούλους του θα πήγαινε στον ουρανό.»
Ο ίδιος ο Κ. Τ. Ρώσσελ είχε προειδοποιήσει να μην κάνουμε προσωπικές ερμηνείες. Για παράδειγμα, συζήτησε το τέλος των Καιρών των Εθνών και έπειτα ανέφερε τη «Σκοπιά» 1 Δεκεμβρίου 1912: «Τελικά, ας θυμόμαστε ότι δεν αφιερωθήκαμε ούτε μέχρι τον Οκτώβριο του 1914 ούτε μέχρι τον Οκτώβριο του 1915 ούτε μέχρι καμιά άλλη ημερομηνία, αλλά μέχρι ‘το θάνατο’. Εάν για οποιονδήποτε λόγο μας επέτρεψε ο Κύριος να υπολογίσουμε λάθος τις προφητείες, τα σημεία των καιρών μάς διαβεβαιώνουν ότι τα λάθη στους υπολογισμούς δεν μπορούν να είναι πολύ μεγάλα. Και εάν η χάρη και η ειρήνη του Κυρίου είναι μαζί μας στο μέλλον, όπως στο παρελθόν, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του, θα χαρούμε εξίσου να πάμε στον ουρανό ή να παραμείνουμε στη γη, οπουδήποτε, και να είμαστε στην υπηρεσία Του, είτε εντεύθεν είτε εκείθεν του καταπετάσματος (δηλαδή είτε στη γη είτε στον ουρανό), όπως ευαρεστείται καλύτερα ο Κύριός μας.»
Ακόμη και όταν άρχιζε το κρίσιμο έτος 1914, ο Ρώσσελ έγραψε στη «Σκοπιά» της 1ης Ιανουαρίου: «Μπορεί να μη διαβάζουμε τις χρονολογίες με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα όπως τα δογματικά· γιατί οι χρονολογίες δεν είναι τόσο σαφείς στη Γραφή όσο οι βασικές δογματικές διδασκαλίες. Ακόμη προχωρούμε με πίστη και όχι με αυτά που βλέπουμε. Δεν είμαστε όμως άπιστοι και δύσπιστοι, αλλά πιστεύουμε και περιμένουμε. Εάν αργότερα αποδειχτεί ότι η Εκκλησία δεν θα έχει δοξαστεί τον Οκτώβριο του 1914, θα προσπαθήσουμε να είμαστε ευχαριστημένοι οποιοδήποτε κι αν είναι το θέλημα του Κυρίου.»
Έτσι, υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες σχετικά με το 1914 από πολλούς Σπουδαστές της Γραφής. Εντούτοις, τους είχε δοθεί σωστή νουθεσία από τις σελίδες της «Σκοπιάς». Πραγματικά, μερικοί Χριστιανοί νόμισαν ότι θα πήγαιναν στον ουρανό το φθινόπωρο εκείνου του έτους. «Αλλά», λέει ο Κ. Τζ. Γούντγουωρθ, «η 1η Οκτωβρίου 1914, ήρθε και πέρασε—και πέρασαν χρόνια μετά από εκείνη την ημερομηνία και οι χρισμένοι ήταν ακόμη στη γη. Μερικοί δυσαρεστήθηκαν και αποστάτησαν από την αλήθεια. Εκείνοι που εμπιστεύθηκαν στον Ιεχωβά είδαν το 1914 σαν έναν αληθινά ξεχωριστό καιρό—την ‘αρχή του τέλους’—αλλά επίσης ότι η προηγούμενη άποψή τους για την ενδόξαση των αγίων ήταν εσφαλμένη με τον τρόπο που είχε διατυπωθεί. Τώρα διέκριναν ότι έμενε ακόμη πολύ έργο για τους πιστούς χρισμένους—και από εκείνα τα άτομα ήταν κι ο πατέρας μου (Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ)».
Αλλά οι απογοητεύσεις σχετικά με το ότι θα πήγαιναν στον ουρανό το 1914 πραγματικά ήταν πολύ μικρές σε σύγκριση με τις μεγάλες προσδοκίες που πραγματοποιήθηκαν τον χρόνο εκείνο. Στους πρώτους έξι μήνες του 1914 δεν συνέβη τίποτα στα «Έθνη», αν και οι Σπουδαστές της Γραφής πριν από πολύ καιρό επεσήμαιναν ότι εκείνο το έτος θα έληγαν οι Καιροί των Εθνών. Γι’ αυτό το λόγο, θρησκευτικοί ηγέτες και άλλοι περιγέλασαν τον Κ. Τ. Ρώσσελ και την Εταιρία Σκοπιά. Αλλά ο Ιεχωβά βέβαια δεν είχε εγκαταλείψει το λαό του ούτε τον είχε αφήσει να παροδηγηθεί. Κινούμενοι από το άγιο πνεύμα του, συνέχισαν το έργο της μαρτυρίας, χωρίς να περιμένουν το τέλος των Καιρών των Εθνών, μέχρι το φθινόπωρο εκείνου του έτους. Καθώς οι μήνες περνούσαν, η ένταση σ’ όλη την Ευρώπη μεγάλωνε αλλά μεγάλωνε συγχρόνως και ο χλευασμός εναντίον του αγγέλματος της Βασιλείας. Όταν όμως το ένα έθνος μετά το άλλο μπλεκόταν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε να φαίνεται η διαφορά. Το έργο των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά ήρθε στο προσκήνιο.
Ένα τυπικό παράδειγμα της αντιδράσεως του τύπου εκείνης της εποχής παρουσιάστηκε στον «Κόσμο», μια εξέχουσα τότε εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Η Κυριακάτικη έκδοση αυτού του περιοδικού, της 30 Αυγούστου 1914, περιλάμβανε το άρθρο «Τέλος Όλων των Βασιλειών το 1914». Εκεί ανάμεσα σ’ άλλα έγραφε:
«Το τρομακτικό ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη έχει εκπληρώσει μια εκπληκτική προφητεία! Στα περασμένα 25 χρόνια με κήρυκες και περιοδικά, οι “Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής“, γνωστοί καλύτερα σαν “Χαραυγισταί της Χιλιετηρίδος“, διεκήρυτταν στον κόσμο ότι η Ημέρα της Οργής που προφήτευε η Γραφή θα άρχιζε το 1914. ‘Προσέξτε το 1914!’, ήταν η κραυγή εκατοντάδων περιοδευόντων κηρύκων οι οποίοι, εκπροσωπώντας αυτό το παράξενο δόγμα, έχουν γυρίσει όλη τη χώρα εξαγγέλλοντας το δόγμα ότι ‘η Βασιλεία του Θεού είναι κοντά. . .’
«Ο αιδ. Κάρολος Τ. Ρώσσελ είναι ο άνθρωπος που εισηγήθηκε αυτή την ερμηνεία της Γραφής από το 1874. . . ‘Λαμβάνοντας υπ’ όψη αυτή την ισχυρή Βιβλική απόδειξη’, έγραψε ο αιδ. Ρώσσελ το 1889, ‘θεωρούμε σαν αποδεδειγμένη αλήθεια ότι το τέλος των βασιλειών αυτού του κόσμου και η πλήρης εγκαθίδρυση της Βασιλείας του Θεού θα πραγματοποιηθεί μέχρι το τέλος του 1914 μ.Χ.’. . .
«Αλλά το να λέει κανείς ότι η θλίψη πρέπει να κορυφωθεί το 1914—αυτό ήταν παράξενο. Για κάποιον παράξενο λόγο, ίσως επειδή ο αιδ. Ρώσσελ έχει ένα ήρεμο μαθηματικό και όχι επιδεικτικό τρόπο συγγραφής, ο κόσμος γενικά δεν τον πήρε σοβαρά υπ’ όψη. Οι σπουδαστές στη ‘Σκηνή του Μπρούκλυν’ λένε ότι αυτό είναι κάτι που έπρεπε να το περιμένει κανείς, δηλαδή ότι ο κόσμος ποτέ δεν πρόσεξε τη θεία προειδοποίηση και ποτέ δεν θα την προσέξει, παρά μόνο αφού περάσει η ημέρα της θλίψεως. . .
«Και το 1914 έρχεται ο πόλεμος, ο πόλεμος που όλοι φοβόντουσαν αλλά που όλοι πίστευαν ότι δεν θα ξεσπούσε. Ο αιδ. Ρώσσελ δεν λέει ‘Σας το είπα’ και δεν αναθεωρεί τις προφητείες για να ταιριάζουν με την τρέχουσα ιστορία. Αυτός και οι σπουδαστές του αρκούνται να περιμένουν—να περιμένουν μέχρι τον Οκτώβριο που υπολογίζουν να είναι το πραγματικό τέλος του 1914.»
Είναι αλήθεια ότι οι Σπουδαστές της Γραφής δεν αρπάχτηκαν στον ουρανό τον Οκτώβριο του 1914. Αλλά οι Καιροί των Εθνών διαρκείας 2.520 ετών τελείωσαν τότε. Και, όπως κατάλαβαν αργότερα οι δούλοι του Ιεχωβά πιο καλά, είχαν πάρα πολύ έργο να κάνουν μετά από εκείνο τον καιρό ακριβώς εδώ στη γη κηρύττοντας τα αγαθά νέα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού. Ήταν φανερό ότι πολλοί ακόμη θα ανταποκρίνονταν ευνοϊκά στη Βιβλική αλήθεια. Σχετικά με αυτό, ο Ρώσσελ έγραψε στη «Σκοπιά» της 15ης Φεβρουαρίου 1915: «Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι ο Κύριος έχει μεγάλο έργο για όλο το λαό του, για τους σημερινούς άγρυπνους δούλους Του. . . Υπάρχουν μερικά από τα τέκνα του Κυρίου που φαίνεται να κατέχονται από την ιδέα ότι ‘η πόρτα έκλεισε’, και ότι δεν υπάρχει άλλη πρόσθετη ευκαιρία για υπηρεσία. Έτσι έγιναν νωθροί στο έργο του Κυρίου. Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό νομίζοντας ότι η πόρτα είναι κλειστή! Υπάρχουν άνθρωποι που ζητούν την Αλήθεια—άνθρωποι που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ποτέ δεν υπήρχε καιρός σαν το σημερινό. Ποτέ δεν ήταν τόσοι πολλοί άνθρωποι έτοιμοι ν’ ακούσουν το καλό Άγγελμα. Σ’ όλα τα σαράντα χρόνια του Θερισμού δεν υπήρχαν τέτοιες ευκαιρίες για να διακηρύξουμε την Αλήθεια όπως τώρα. Ο μεγάλος πόλεμος και τα ανησυχητικά σημεία των καιρών ξυπνούν τους ανθρώπους και πολλοί τώρα ερευνούν. Έτσι ο λαός του Κυρίου πρέπει να είναι πολύ επιμελής, κάνοντας με όλη τη δύναμή του ό,τι ‘βρίσκουν τα χέρια τους να κάνουν’.»
«ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟ ΜΠΡΟΣΤΑ»
Στην ουσία, τότε, ειπώθηκε στο λαό του Θεού να παραμείνει ακλόνητος και να ‘περισσεύει στο έργον του Κυρίου.’ (1 Κορ. 15:58) Κάτι που έδειχνε περισσότερο ότι ο αδελφός Ρώσσελ ήταν βέβαιος ότι υπήρχε μεγάλο έργο μπροστά για τους δούλους του Ιεχωβά, ήταν ένα επεισόδιο που αφηγήθηκε χρόνια αργότερα ο Α. Χ. Μακμίλλαν. Ο Κ. Τ. Ρώσσελ πάντοτε περνούσε τα πρωινά του, από τις 8.00 π.μ. μέχρι το μεσημέρι, προετοιμάζοντας τα άρθρα της «Σκοπιάς» και ασχολούμενος σε άλλο γράψιμο και Βιβλική έρευνα. Ο Μακμίλλαν έγραψε: «Κανείς ποτέ δεν πλησίαζε το γραφείο στη διάρκεια εκείνων των ωρών, εκτός εάν είχε κληθεί ή είχε κάτι πολύ σημαντικό. Περίπου πέντε λεπτά μετά τις οκτώ, ένας στενογράφος ήρθε τρέχοντας τα σκαλιά και μου είπε: ‘Ο αδελφός Ρώσσελ θέλει να σε δει στο γραφείο.’ Σκέφτηκα, ‘Τι έχω κάνει τώρα;’ Για να με καλέσει στο γραφείο το πρωί σημαίνει ότι ήταν κάτι σημαντικό.» Ακούστε στη συνέχεια την αφήγηση του αδελφού Μακμίλλαν:
«Πήγα στο γραφείο κι εκείνος είπε: ‘Πέρασε, αδελφέ. Σε παρακαλώ έλα μέσα στο σαλόνι.’ Αυτό ήταν μια επέκταση του γραφείου. Είπε: ‘Αδελφέ, ενδιαφέρεσαι τόσο βαθιά για την αλήθεια όπως ενδιαφερόσουν όταν ξεκίνησες;’ Κοίταξα έκπληκτος. Είπε: ‘Μην ξαφνιάζεσαι. Αυτή ήταν μόνο μια ερώτηση που κάπου θα μας οδηγήσει. Έπειτα μου περιέγραψε την κατάσταση της υγείας του και ήξερα αρκετά για τα ζητήματα υγείας ώστε κατάλαβα ότι δεν θα ζούσε πάρα πολλούς μήνες ακόμη, αν δεν είχε κάποια ξεκούραση. Είπε: ‘Λοιπόν, τώρα αδελφέ εκείνο που ήθελα να σου πω είναι αυτό. Δεν μπορώ να συνεχίσω το έργο περισσότερο, και όμως υπάρχει ένα μεγάλο έργο να γίνει. . .’
«Είπα: ‘Αδελφέ Ρώσσελ, μ’ όλα που μου είπες, πάλι δεν καταλαβαίνω τίποτα.’
«‘Τι εννοείς, αδελφέ;’ ρώτησε.
«‘Θα πεθάνεις κι ωστόσο το έργο θα συνεχιστεί;’ απάντησα. ‘Μα, όταν πεθάνεις όλοι εμείς θα σταυρώσουμε μακάρια τα χέρια μας και θα περιμένουμε να πάμε στον ουρανό μαζί σου. Θα τα εγκαταλείψουμε όλα τότε.’
«’Αδελφέ,’ είπε, ‘εάν αυτή είναι η γνώμη σου, δεν αντιλαμβάνεσαι το ζήτημα. Αυτό δεν είναι έργο ανθρώπου. Δεν είμαι σπουδαίος σ’ αυτό το έργο. Το φως γίνεται λαμπρότερο. Υπάρχει μεγάλο έργο μπροστά. . .’
«Αφού σκιαγράφησε το μελλοντικό έργο, ο αδελφός Ρώσσελ είπε: ‘Τώρα, εκείνο που θέλω είναι κάποιον, ο οποίος θα έρθει εδώ να πάρει την ευθύνη από μένα. Ακόμη θα κατευθύνω το έργο, αλλά δεν μπορώ να το παρακολουθώ όπως στο παρελθόν.’ Έτσι συζητήσαμε για διάφορα άτομα. Τελικά, όταν έφυγα και πέρασα μέσα από τη συρόμενη πόρτα στο διάδρομο, είπε: ‘Ένα λεπτό. Πήγαινε στο δωμάτιό σου, μίλησε στον Κύριο γι’ αυτό το θέμα και έλα να μου πεις εάν ο αδελφός Μακμίλλαν θα δεχτεί αυτή τη θέση.’ Έκλεισε την πόρτα, χωρίς εγώ να πω τίποτα περισσότερο. Λοιπόν, νομίζω ότι στάθηκα εκεί σαστισμένος. Τι μπορούσα να κάνω για να βοηθήσω τον αδελφό Ρώσσελ σ’ αυτό το έργο; Το έργο απαιτούσε κάποιον που θα είχε αρκετές επιχειρηματικές ικανότητες και εγώ το μόνο που ήξερα ήταν πώς να κάνω θρησκευτικά κηρύγματα. Όμως το ξανασκέφτηκα και επέστρεψα αργότερα λέγοντάς του: ‘ Αδελφέ, θα κάνω οτιδήποτε περνάει από το χέρι μου. Δεν με ενδιαφέρει πού θα με βάλεις.’»
Βέβαιος ότι υπήρχε πάρα πολύ έργο μπροστά για το λαό του Θεού, ο Κ. Τ. Ρώσσελ είπε στους στενούς συνεργάτες του να προετοιμάζονται για αυξήσεις. Έκανε ορισμένες αλλαγές που θα ένωναν την οργάνωση και σύστησε μελλοντικές αλλαγές σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε να τις πραγματοποιήσει προσωπικά. Ο Α. Χ. Μακμίλλαν διορίστηκε υπεύθυνος του γραφείου και του οίκου Μπέθελ. Ύστερα, παρά το γεγονός ότι η υγεία του εξασθενούσε γρήγορα, το φθινόπωρο του 1916 ξεκίνησε για μια εκ των προτέρων προγραμματισμένη περιοδεία διαλέξεων.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Αναχωρώντας από τη Νέα Υόρκη στις 16 Οκτωβρίου του 1916, ο αδελφός Ρώσσελ και ο γραμματέας του, Μέντα Στέρτζον, ταξίδεψαν στο Ντητρόιτ του Μίτσιγκαν μέσω του Καναδά. Οι δύο άνδρες έπειτα πήγαν στο Σικάγο του Ιλλινόις, πέρασαν το Κάνσας και έφτασαν στο Τέξας. Η κατάσταση της υγείας του ήταν τέτοια που ο γραμματέας του έπρεπε να τον αντικαθιστά σε πολλές προγραμματισμένες ομιλίες. Το βράδυ της Τρίτης, 24 Οκτωβρίου, στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, ο Ρώσσελ έδωσε την τελευταία του δημόσια ομιλία, με θέμα «Ο Κόσμος Καίγεται». Στη διάρκεια αυτής της ομιλίας άφησε το βήμα τρεις φορές, ενώ ο γραμματέας του τον αντικαθιστούσε.
Τη νύχτα της Τρίτης, ο αδελφός Ρώσσελ και ο γραμματέας, σύντροφός του στο ταξίδι, ήταν σ’ ένα τραίνο για την Καλιφόρνια. Άρρωστος ο Ρώσσελ έμεινε στο κρεβάτι όλη τη μέρα της Τετάρτης. Σε μια στιγμή, παίρνοντας το χέρι του άρρωστου ανθρώπου, ο σύντροφος του Ρώσσελ στο ταξίδι είπε: «Αυτό είναι το δυνατότερο χέρι που είδα ποτέ να συντρίβει δόγματα!» Ο Ρώσσελ απάντησε ότι δεν νόμιζε ότι θα συνέτριβε άλλα δόγματα πια.
Οι δύο άνδρες καθυστέρησαν μια μέρα στο Ντελ Ρίο του Τέξας, γιατί μια γέφυρα είχε καεί και μία άλλη έπρεπε να στηθεί. Έφυγαν από το Ντελ Ρίο το πρωί της Πέμπτης. Τη νύχτα της Παρασκευής άλλαξαν τραίνα σε μια διακλάδωση στην Καλιφόρνια. Όλη τη μέρα του Σαββάτου, ο Ρώσσελ είχε δυνατό πόνο και ένιωθε μεγάλη αδυναμία. Έφτασαν στο Λος Άντζελες την Κυριακή 29 Οκτωβρίου και εκεί, εκείνο το βράδυ, ο Κ. Τ. Ρώσσελ έδωσε την τελευταία του ομιλία σε μία εκκλησία. Τη μέρα εκείνη ήταν πια τόσο αδύνατος που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος για την ομιλία. «Λυπάμαι που δεν μπορώ να μιλήσω με δύναμη», είπε ο Ρώσσελ. Έπειτα έκανε νόημα στον προεδρεύοντα να μετακινήσει το αναλόγιο και να φέρει μια καρέκλα, λέγοντας, καθώς καθόταν, «Παρακαλώ, με συγχωρείτε που κάθησα.» Μίλησε για σαράντα πέντε λεπτά περίπου, ύστερα απάντησε για λίγη ώρα σε ερωτήσεις. Ο Ντουάιτ Τ. Κένυον λέει γι’ αυτή την περίπτωση: «Είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω την τελευταία ομιλία του αδελφού Ρώσσελ στο Λος Άντζελες, στις 29 Οκτωβρίου του 1916. Ήταν πολύ άρρωστος και έδωσε την ομιλία του πάνω στο Ζαχαρίας 13:7-9 καθιστός. Πόσο με εντυπωσίασε το αποχαιρετιστήριο εδάφιό του, από τους Αριθ. 6:24-26!»
Καταλαβαίνοντας ότι η σοβαρή κατάστασή του δεν θα του επέτρεπε να προχωρήσει, ο Ρώσσελ αποφάσισε να ματαιώσει τις υπόλοιπες συναντήσεις του για ομιλίες και να επιστρέψει γρήγορα στον οίκο Μπέθελ στο Μπρούκλυν. Την Τρίτη, 31 Οκτωβρίου, ο Κ. Τ. Ρώσσελ ήταν στο χείλος του θανάτου. Στο Πάνχαντλ του Τέξας, ένας γιατρός ειδοποιημένος νωρίτερα με τηλεγράφημα επιβιβάστηκε προσωρινά στο τραίνο και εξέτασε την κατάσταση του Ρώσσελ, διαπιστώνοντας τα κρίσιμα συμπτώματα. Ύστερα το τραίνο ξεκίνησε πάλι. Σύντομα μετά απ’ αυτό, νωρίς το απόγευμα της Τρίτης, 31 Οκτωβρίου 1916, ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ πέθανε στο Πάμπα του Τέξας σε ηλικία 64 ετών.
‘Ο ΘΕΟΣ ΑΚΟΜΗ ΣΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ’
Οι πολλές δοκιμασίες του Ρώσσελ, οι δραστηριότητες του κηρύγματος, οι συγγραφικές του ευθύνες και άλλα καθήκοντα είχαν αφαιρέσει πολλή από τη ζωτικότητά του. Για τριάντα δύο περίπου χρόνια υπηρέτησε σαν πρόεδρος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Λένε ότι ταξίδεψε περισσότερο από 1.600.000 χιλιόμετρα (ένα εκατομμύριο μίλια) σαν δημόσιος ομιλητής δίνοντας πάνω από 30.000 ομιλίες. Έγραψε συγγράμματα συνολικά περισσότερα από 50.000 σελίδες, συχνά υπαγόρευε χίλια γράμματα το μήνα, ενώ διηύθυνε μια παγκόσμια ευαγγελιστική εκστρατεία που σε μια περίπτωση έφτασε να χρησιμοποιήσει 700 ομιλητές. Επιπλέον, ο Ρώσσελ συνέταξε προσωπικά το πιο διδακτικό Βιβλικό δράμα που προβλήθηκε ποτέ, το Φωτόδραμα της Δημιουργίας.
Αφού ο αδελφός Ρώσσελ είχε παίξει έναν τέτοιο εξέχοντα ρόλο στο έργο της διακηρύξεως των αγαθών νέων, η έλλειψή του έγινε πολύ αισθητή σε πολλούς Σπουδαστές της Γραφής. «Όταν διάβασα το τηλεγράφημα σχετικά με το θάνατό του στην οικογένεια Μπέθελ στο πρόγευμα το επόμενο πρωί,» είπε ο Α. Χ. Μακμίλλαν, «θρηνούσαν όλοι στην τραπεζαρία.» Ανάμεσα στο λαό του Θεού γενικά υπήρχαν διάφορες αντιδράσεις. Ο Άρντεν Πέιτ, ο οποίος συμπτωματικά, ήταν ακροατής στο Ματζέστικ Θίατερ, στο Σαν Αντόνιο όταν ο Κ. Τ. Ρώσσελ έδωσε την τελευταία δημόσια ομιλία του, παρατηρεί: «Μερικοί είπαν, ‘Αυτό είναι το τέλος,’ και γι’ αυτούς ήταν, γιατί δεν έβλεπαν τον Ιεχωβά να καθοδηγεί το λαό του, αλλά απέβλεπαν πάρα πολύ σ’ έναν άνθρωπο.» Στην ομιλία της κηδείας του Ρώσσελ την Κυριακή 5 Νοεμβρίου του 1916, στο Σίτυ Τέμπλ της Νέας Υόρκης, πολλοί από τους στενούς συνεργάτες του μίλησαν για τη μεγάλη απώλεια. Όμως, υπήρχαν επίσης προτροπές για συνεχή πιστότητα. Χωριστές ομιλίες κηδείας έγιναν στο Κάρνεγκυ Μιούζικ Χωλ στο Πίτσμπουργκ (Αλλεγκένυ) της Πενσυλβανίας, που άρχισαν στις 2 μ.μ. στις 6 Νοεμβρίου και η ταφή έγινε σε ένα μέρος ειδικό για την οικογένεια Μπέθελ στο Νεκροταφείο του Ρόσμοντ, στην Αλλεγκένυ, το σούρουπο εκείνης της μέρας.
Στη διάρκεια της πρωινής ομιλίας της κηδείας στην πόλη της Νέας Υόρκης, ο Α. Χ. Μακμίλλαν είπε για τη συζήτηση που είχε ο αδελφός Ρώσσελ μαζί του λίγο πριν από το θάνατό του, αναφέροντας επίσης ορισμένα μέτρα που πήρε ο Ρώσσελ σχετικά με το έργο στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας. Ύστερα, μεταξύ άλλων, ο Μακμίλλαν δήλωσε: «Το έργο μπροστά μας είναι μεγάλο, αλλά ο Κύριος θα μας δώσει την αναγκαία χάρη και δύναμη για να το εκτελέσουμε. . .· μερικοί λιγόψυχοι εργάτες μπορεί να νομίζουν ότι ήρθε ο καιρός να καταθέσουμε τα θεριστικά μας εργαλεία και να περιμένουμε μέχρι να μας καλέσει ο Κύριος. Δεν πρέπει ν’ ακούμε νωθρούς τώρα. Είναι καιρός δράσεως—περισσότερο αποφασιστικής δράσεως απ’ όσο ποτέ!»
Πλησιάζοντας στο τέλος της ομιλίας του, το απόγευμα ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ είπε: «Αγαπημένα μου αδέλφια—εμείς που είμαστε εδώ και όλοι οι άλλοι πάνω στο πρόσωπο της γης—τι θα κάνουμε; Θα μειώσουμε το ζήλο μας για το έργο του Κυρίου και Βασιλιά μας; Όχι! Με τη χάρη του θα αυξήσουμε το ζήλο και την ενεργητικότητά μας, για να τελειώσουμε την πορεία μας με χαρά. Δεν θα φοβηθούμε και δεν θα διστάσουμε, αλλά θα σταθούμε ώμο με ώμο, μαχόμενοι για την πίστη, ευφραινόμενοι με το προνόμιό μας να διακηρύττουμε το Άγγελμα της Βασιλείας του.»
Αξιομνημόνευτες ήταν επίσης οι παρατηρήσεις του γραμματέα-ταμία της Εταιρίας Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ. Για τις υπηρεσίες του Ρώσσελ είπε: «Το μεγάλο αυτό παγκόσμιο έργο δεν είναι έργο ενός ατόμου. Είναι πολύ μεγάλο για να είναι έργο ενός ατόμου. Είναι έργο του Θεού και είναι αναλλοίωτο. Ο Θεός χρησιμοποίησε πολλούς δούλους του στο παρελθόν και, αναμφίβολα, θα χρησιμοποιήσει πολλούς και στο μέλλον. Η αφιέρωσή μας δεν έγινε σε κάποιον άνθρωπο ή στο έργο ενός ανθρώπου, αλλά στην επιτέλεση του θελήματος του Θεού, με τον τρόπο που Εκείνος μας το αποκαλύπτει μέσα από το Λόγο Του και τη θεόσταλτη ηγεσία. Ο Θεός βρίσκεται ακόμη στο πηδάλιο.»
Αλήθεια, οι μέρες εκείνες ήταν δύσκολες για το λαό του Θεού. Κι όμως, απέβλεπε στον Ιεχωβά για βοήθεια. (Ψαλμ. 121:1-3) Ο Θεός θα ήγειρε άλλους για να αναλάβουν τις μεγάλες ευθύνες της οργανώσεώς του. Το έργο κηρύγματος έπρεπε να συνεχιστεί.
Οι δούλοι του Ιεχωβά είχαν μόλις περάσει από μια δοκιμασία αλλά τα χρόνια της κρίσεως βρίσκονταν ακόμη μπροστά τους. Με το θάνατο του Κ. Τ. Ρώσσελ στις 31 Οκτωβρίου 1916, η Εταιρία Σκοπιά έμεινε χωρίς πρόεδρο. Μέχρι την ετήσια συνέλευση της στις 6 Ιανουαρίου 1917, τις υποθέσεις της Εταιρίας διαχειριζόταν μια εκτελεστική επιτροπή. Στη διάρκεια της περιόδου εκείνης, υπήρχε το πρόβλημα ποιος θα ήταν ο επόμενος πρόεδρος. Μια μέρα, ο αδελφός Βαν Άμπουργκ ρώτησε τον Α. Χ. Μακμίλλαν: «Αδελφέ, τι νομίζεις εσύ;» «Υπάρχει μόνο ένα άτομο, είτε το θες είτε όχι,» απάντησε ο Μακμίλλαν. «Υπάρχει μονάχα ένας άνθρωπος που μπορεί να αναλάβει το έργο αυτό τώρα, και αυτός είναι ο αδελφός Ρόδερφορδ.» Παίρνοντας το χέρι του Μακμίλλαν, ο αδελφός Βαν Άμπουργκ είπε: «Είμαι μαζί σου.» Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτό και δεν έκανε εκστρατεία για ψήφους. Αλλά στην ετήσια συνέλευση της Εταιρίας, στις 6 Ιανουαρίου 1917, προτάθηκε και εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά.
Αναλαμβάνοντας ταπεινά τη νέα του ευθύνη, ο αδελφός Ρόδερφορδ μίλησε σύντομα τη μέρα εκείνη, ζητώντας τις «προσευχές όλων, τη βαθιά κατανόηση και την ανεπιφύλακτη συνεργασία» των ομοπίστων του. Τους διαβεβαίωσε: «Εκείνος που μέχρι τώρα μας οδήγησε, θα συνεχίσει να μας καθοδηγεί. Ας έχουμε γενναίες καρδιές, πρόθυμες διάνοιες και χέρια, εμπιστευόμενοι ανεπιφύλακτα πάντοτε στον Κύριο, αποβλέποντας σ’ Αυτόν για καθοδήγηση. Θα μας οδηγήσει σε βέβαιη νίκη. Ανανεώνοντας τη Διαθήκη μας μαζί του σήμερα, ενωμένοι με τους ιερούς δεσμούς της Χριστιανικής αγάπης, ας προχωρήσουμε διακηρύττοντας στον κόσμο, ‘Η Βασιλεία των Ουρανών Έφτασε.’»
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΡΟΔΕΡΦΟΡΔ
Ο Ρόδερφορδ ήταν ένας θαρραλέος μαχητής υπέρ της αλήθειας. Γεννήθηκε από γονείς Βαπτιστές στην Επαρχία Μόργκαν του Μιζούρι στις 8 Νοεμβρίου του 1869. Από την αδελφή Ρος, τη μεγαλύτερη αδελφή του Ιωσήφ Ρόδερφορδ, ο Α. Ντ. Σρέντερ έμαθε το εξής: «Ο πατέρας τους ήταν αφοσιωμένος Βαπτιστής εκεί στο Μιζούρι που ζούσε η οικογένεια. Ο νεότερος αδελφός της Ιωσήφ δεν μπορούσε ποτέ να δεχτεί τη διδασκαλία των Βαπτιστών για τον ‘πύρινο άδη’. Έτσι κατέληγαν σε πολλές ζωηρές συζητήσεις στο σπίτι προτού ακόμη ακούσουν την αλήθεια. Ο αδελφός της είχε πάντοτε ισχυρές πεποιθήσεις με μια βαθιά αίσθηση δικαιοσύνης. Από νέος ήθελε να γίνει δικηγόρος και δικαστής. Ο πατέρας του ήθελε να μείνει στο κτήμα αντί να πάει στο κολλέγιο να σπουδάσει νομικά. Ο Ιωσήφ έπρεπε να βρει έναν φίλο που θα του δάνειζε χρήματα, όχι μόνο για να μισθώσει έναν αντικαταστάτη του στο κτήμα του πατέρα του, αλλά επίσης για να πληρώνει τις σπουδές του στα νομικά.»
Ο Ιωσήφ Ρόδερφορδ τελείωσε τη σχολή με δικά του έξοδα. Ανάμεσα στ’ άλλα έγινε ειδικός στη στενογραφία, μια ειδίκευση που του χρησίμευσε πολύ χρόνια αργότερα για γρήγορη καταγραφή των σκέψεών του για Βιβλικά άρθρα και άλλη ύλη. Ενώ ήταν ακόμη στο σχολείο, ο Ιωσήφ Ρόδερφορδ έγινε στενογράφος δικαστηρίου. Αυτό του εξασφάλισε τα χρήματα για να τελειώσει τις σπουδές του και επίσης απέκτησε και πείρα. Αφού ολοκλήρωσε την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση, ο Ρόδερφορδ πέρασε δυο χρόνια υπό τη διδασκαλία του Δικαστή Ε. Λ. Έντουαρντς. Είκοσι χρόνων ο Ιωσήφ Ρόδερφορδ έγινε ο επίσημος στενογράφος για τα δικαστήρια της Δέκατης Τέταρτης Δικαστικής Περιφέρειας στο Μιζούρι. Σε ηλικία είκοσι δύο χρόνων έγινε δεκτός στο δικηγορικό σύλλογο του Μιζούρι. Η άδεια να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα σ’ εκείνη την πολιτεία του χορηγήθηκε στις 5 Μαΐου 1892, σύμφωνα με τα αρχεία του Δικαστηρίου της περιφέρειας Κούπερ. Ο Ρόδερφορδ άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στη Μπούνβιλ του Μιζούρι, σαν ασκούμενος στο δικηγορικό γραφείο των Ντράφεν και Ράιτ.
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ αργότερα υπηρέτησε τέσσερα χρόνια σαν εισαγγελέας στη Μπούνβιλ του Μιζούρι. Ακόμη, αργότερα έγινε ειδικός δικαστής στην ίδια Δέκατη Τέταρτη Δικαστική Περιοχή του Μιζούρι. Μ’ αυτή την ιδιότητα, εάν ο τακτικός δικαστής δεν μπορούσε να διεξαγάγει τη δίκη, ο Ρόδερφορδ πήγαινε σαν αναπληρωτής δικαστής. Τα αρχεία του δικαστηρίου δείχνουν ότι ο διορισμός του σαν ειδικός δικαστής έγινε σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Έτσι έγινε γνωστός σαν «Δικαστής» Ρόδερφορδ.
Η Χέιζελ και η Έλεν Κραλ θυμούνται ότι άκουσαν τον Ι. Φ. Ρόδερφορδ να λέει πώς πρωτοενδιαφέρθηκε για την αλήθεια που κήρυτταν οι δούλοι του Ιεχωβά. Μας λένε: «Σε μια επίσκεψη του ο αδελφός Ρόδερφορδ πρότεινε έναν περίπατο στο φεγγαρόφωτο στην εξοχή. Καθώς περπατούσαμε μας αφηγήθηκε τη νεανική του ζωή και πώς ενδιαφέρθηκε για την αλήθεια. Μεγάλωσε σ’ ένα αγρόκτημα αλλά ήθελε να σπουδάσει νομικά. Ο πατέρας του είχε ανάγκη από τη βοήθειά του στο κτήμα, αλλά τελικά συγκατατέθηκε να τον αφήσει να πάει αν πλήρωνε μόνος του τα έξοδα του σχολείου και επίσης αν πλήρωνε το μισθό κάποιου βοηθού στο κτήμα, που θα έπαιρνε τη θέση του. Στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών πουλούσε βιβλία για να τηρήσει τη συμφωνία του. . . Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι όταν θα γινόταν δικηγόρος, αν κάποιος ερχόταν ποτέ στο γραφείο του πουλώντας βιβλία, θα τα αγόραζε. Εκείνη η μέρα ήρθε [το 1894], αλλά μίλησε ο συνέταιρός του με την επισκέπτρια. Ήταν μια ‘βιβλιοπώλισσα’—η αδελφή Ελίζαμπεθ Χέτενμποου—και παρουσίαζε τρεις τόμους της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος». Ο συνέταιρός του δεν ενδιαφέρθηκε και την έδιωξε (και τη σύντροφο της βιβλιοπώλισσας, αδελφή Μπήλερ). Ο Αδελφός Ρόδερφορδ βγαίνοντας από το ιδιαίτερο γραφείο του, κάτι πήρε το αυτί του για τα βιβλία και θυμήθηκε την απόφασή του, τη φώναξε πίσω, πήρε τα βιβλία και τα έβαλε στη βιβλιοθήκη του στο σπίτι· έμειναν εκεί για λίγο. Μια μέρα, ενώ βρισκόταν σε ανάρρωση από μια σύντομη ασθένεια, άνοιξε ένα από τα βιβλία και άρχισε να διαβάζει. Αυτή ήταν η αρχή του ενδιαφέροντος μιας ολόκληρης ζωής και μιας αφοσιώσεως και υπηρεσίας στον Θεό του.»
Συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής δεν διεξάγονταν κοντά στη γειτονιά του Ρόδερφορδ. Όμως η Κλάρενς Μπ. Μπήτυ λέει: «Από το 1904 και μετά, διεξάγονταν συναθροίσεις στο σπίτι μας. Η αδελφή Ρόδερφορδ και ο Δικαστής Ρόδερφορδ έρχονταν από τη Μπούνβιλ του Μιζούρι για την Ανάμνηση [του θανάτου του Χριστού]. . . Πήρε για πρώτη φορά τα εμβλήματα και έδωσε την πρώτη του ομιλία σαν πίλγκριμ (περιοδεύων διάκονος) στους φίλους στο σπίτι μας. Δεν υπήρχε κανείς στην αλήθεια στη Μπούνβιλ εκτός από τους ίδιους.
Αλλά πώς άρχισε ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ σαν κήρυκας των αγαθών νέων; Ο Α. Χ. Μακμίλλαν ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος γι’ αυτό. Ο Μακμίλλαν συνάντησε τον Ρόδερφορδ το 1905 στο Κάνσας Σίτυ στη διάρκεια ενός ταξιδιού διαμέσου των Ηνωμένων Πολιτειών με τον αδελφό Ρώσσελ. Λίγο αργότερα ο αδελφός Μακμίλλαν σταμάτησε για να επισκεφτεί τον Δικαστή Ρόδερφορδ για μία ή δύο μέρες. Μια συζήτηση μεταξύ τους έγινε κάπως έτσι:
«Δικαστή, όφειλες να κηρύττεις την αλήθεια εδώ.»
«Δεν είμαι κήρυκας. Είμαι δικηγόρος.»
«Λοιπόν, τώρα, Δικαστή, θα σου δείξω τι μπορείς να κάνεις. Πήγαινε και πάρε μια Αγία Γραφή και μια μικρή ομάδα ανθρώπων, και δίδαξέ τους για τη ζωή, το θάνατο και τη μέλλουσα ζωή. Δείξε τους από πού πήραμε τη ζωή μας, γιατί ήρθαμε στην κατάσταση του θανάτου και τι σημαίνει ο θάνατος. Υποστήριξε αυτά που λες από τη Γραφή και μετά τελείωσε με τα εξής λόγια: ‘Είπα όσα ήξερα’, ακριβώς όπως θα έλεγες στους ενόρκους σε μία δίκη, και τελείωσε.»
«Δεν φαίνεται και τόσο άσχημο.»
Τι έγινε μετά απ’ αυτό; Έκανε τίποτα ο Ρόδερφορδ μ’ αυτή τη συμβουλή; Ο αδελφός Μακμίλλαν αφηγείται: «Ήταν ένας μαύρος που δούλευε σ’ ένα μικρό αγρόκτημα που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι του στην πόλη, κοντά στην άκρη της πόλεως. Περίπου δεκαπέντε ή είκοσι μαύροι ήταν εκεί και πήγε να τους κάνει μια ομιλία για τη ‘Ζωή, το Θάνατο και τη Μέλλουσα ζωή.’ Ενώ μιλούσε, αυτοί συνέχεια έλεγαν, ‘Δόξα σοι ο Θεός, Δικαστή! Πού τα έμαθες όλα αυτά;’ Πέρασε θαυμάσια. Αυτή ήταν η πρώτη Βιβλική ομιλία που έδωσε.»
Όχι πολύ καιρό μετά απ’ αυτό, το 1906, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ συμβόλισε την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά Θεό. Ο αδελφός Μακμίλλαν έγραψε: «Είχα το προνόμιο να τον βαπτίσω στο Σαιντ Πωλ της Μιννεσότα. Ήταν ένας από τα 144 άτομα που προσωπικά βάπτισα στο νερό εκείνη τη μέρα. Έτσι όταν έγινε πρόεδρος της Εταιρίας, ήμουν ιδιαίτερα χαρούμενος.»
Το 1907 ο Ρόδερφορδ έγινε ο νομικός σύμβουλος της Εταιρίας Σκοπιά και υπηρετούσε στα κεντρικά γραφεία του Πίτσμπουργκ. Είχε το προνόμιο να διαπραγματευτεί τις υποθέσεις όταν η Εταιρία μετέφερε τις εργασίες της στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, το 1909. Για να το πετύχει αυτό, έκανε αίτηση και έγινε δεκτός στο δικηγορικό σώμα της Νέας Υόρκης, για να είναι αναγνωρισμένος δικηγόρος σ’ αυτή την πολιτεία. Στις 24 Μαΐου του ίδιου χρόνου, ο Ρόδερφορδ πήρε άδεια να δικηγορεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ συχνά έκανε ομιλίες σαν πίλγκριμ, περιοδεύων εκπρόσωπος της Εταιρίας Σκοπιά. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη σαν Βιβλικός ομιλητής στις Ηνωμένες Πολιτείες, μιλώντας σε πολλά κολλέγια και πανεπιστήμια κατόπιν αιτήσεώς τους και επίσης μίλησε σε μεγάλα ακροατήρια σ’ όλη την Ευρώπη. Ο Ρόδερφορδ επισκέφτηκε την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη και το 1913, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, ταξίδεψε στην Γερμανία όπου μίλησε σε ακροατήρια, που έφτασαν συνολικά τα 18.000 άτομα.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ
Ο Ιησούς Χριστός είπε ότι όλοι οι ακόλουθοί του ήταν «αδελφοί» και ότι ‘ο μεγαλύτερος από αυτούς θα ήταν υπηρέτης τους.’ (Ματθ. 23:8-12). Γι’ αυτό το λόγο, κανείς αληθινός Χριστιανός δεν δίνει σε κάποιον ομόπιστό του υπερβολική σπουδαιότητα. Αλλά, η Γραφή αποκαλύπτει το χαρακτήρα διαφόρων δούλων του Θεού. Ο Μωυσής, για παράδειγμα, ήταν γνωστός για πραότητα· ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, για το φλογερό ενθουσιασμό τους. (Αριθμοί 12:3· Μάρκος 3:17· Λουκάς 9:54) Αφού στον Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορδ είχε ανατεθεί μεγάλη ευθύνη στην επίγεια οργάνωση του Θεού, είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε το χαρακτήρα και τις ιδιότητές του.
«Ο Ρόδερφορδ πάντοτε έδειχνε βαθιά Χριστιανική αγάπη για τους συνεργάτες του,» είπε ο Α. Χ. Μακμίλλαν, «και ήταν πολύ καλόκαρδος· δεν είχε όμως εκ φύσεως τον ίδιο ήρεμο και ευγενικό τρόπο του Ρώσσελ. Ήταν σταράτος και ντόμπρος και δεν έκρυβε τα συναισθήματά του. Επειδή μιλούσε ορθά-κοφτά, έστω και με καλοσύνη, συχνά τον παρεξηγούσαν. Αλλά δεν πέρασε καιρός από τότε που έγινε πρόεδρος και φάνηκε καθαρά ότι ο Κύριος είχε διαλέξει τον κατάλληλο άνθρωπο για τη θέση αυτή.»
Μπορούμε να εμβαθύνουμε περισσότερο στην προσωπικότητα του Ρόδερφορδ από αυτά που συνέβησαν στην Παλιά Σκηνή του Λονδίνου των Σπουδαστών της Γραφής όταν έκανε την ομιλία της Αναμνήσεως εκεί στις 18 Απριλίου του 1924. Σχετικά μ’ αυτό η αδελφή Ουίλλιαμ Π. Χηθ γράφει: «Η Σκηνή ήταν μια παλιά Επισκοπελιανή εκκλησία που την είχε αγοράσει φτηνά η Εταιρία και τη χρησιμοποιούσαν για τις Κυριακάτικες συναθροίσεις όπως χρησιμοποιούμε εμείς σήμερα την Αίθουσα Βασιλείας. . . Η θέση του ομιλητή ήταν κοντά στο ταβάνι περίπου επτά μέτρα ψηλότερα από το πάτωμα. Μόνο το κεφάλι του φαινόταν όταν μιλούσε στο ακροατήριο. Ίσως γι’ αυτό ο αδελφός Ρόδερφορδ το ονόμασε ‘η αλογοποτίστρα’. Αρνήθηκε να μιλήσει απ’ αυτό· πραγματικά κατέπληξε τους αδελφούς όταν κατέβηκε και στάθηκε στο ίδιο ύψος με εκείνους.
Όταν ο αδελφός Ρόδερφορδ πρωτοανέλαβε την προεδρία της Εταιρίας Σκοπιά, υπήρχε ανάγκη για θάρρος, πίστη και αποφασιστικότητα. Εκδήλωσε τις ιδιότητες αυτές. Για παράδειγμα, η Έστερ Ι. Μόρρις θυμάται μια ομιλία που έκανε ο Ρόδερφορδ σ’ ένα μεγάλο ακροατήριο σαν πίλγκριμ στο μεγαλύτερο τότε θέατρο στο Μπόιζ του Άινταχο. Λέει: «Ο τρόπος με τον οποίο ξεσκέπασε την ψεύτικη θρησκεία ξεσήκωσε την οργή πολλών τοπικών κληρικών, οι οποίοι προσπάθησαν να τον διακόψουν και να τον προκαλέσουν, αλλά το κατηγορηματικό του ‘Καθίστε κάτω! Επικαλούμαι την προστασία του νόμου’ τον βοήθησε να συνεχίσει. Σπουδαστές της Γραφής από γειτονικές πόλεις ήρθαν και νοικιάσαμε μια αίθουσα κι έτσι είχαμε μία μικρή συνέλευση. Με πάρα πολλή έμφαση έκανε γνωστό ότι αυτό το άγγελμα και η διακονία δεν ήταν μικρό πράγμα.»
Η Άννα Έλσντον δίνει μια λίγο συγκινητική περιγραφή για το χαρακτήρα του αδελφού Ρόδερφορδ. Φέρνοντας στο νου της τα νιάτα της, γράφει: «Επισκεπτόμαστε πολλές φορές τον αδελφό Ρόδερφορδ. Σε μια περίπτωση, μερικοί από μας τους νεότερους ήμαστε συγκεντρωμένοι και ο αδελφός Ρόδερφορδ μάς πλησίασε. Κάναμε πολλές ερωτήσεις γύρω από το σχολείο, το χαιρετισμό της σημαίας κλπ. και μας μίλησε πολλή ώρα. Όταν ήταν έτοιμος να μας χαιρετήσει, κράτησε τα χέρια όλων εμάς των πέντε στα δυο μεγάλα χέρια του πολύ τρυφερά και είχε δάκρυα στα μάτια του. Ήταν τόσο ευτυχισμένος και συγκινημένος να βλέπει εμάς, τόσο νέους, και όμως να μιλάμε για τα βαθιά πράγματα της αλήθειας. Ποτέ δεν το ξέχασα. Ακριβώς όπως ο αδελφός Ρώσσελ ήταν στοργικός, έτσι νιώσαμε και την αγάπη αυτού του μεγάλου αδελφού Ρόδερφορδ.»
ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ!
Ο αδελφός Ρόδερφορδ ήταν αποφασισμένος να επισπεύσει το έργο κηρύγματος της Βασιλείας. Για χρόνια, κάτω από την καθοδηγία του αγίου πνεύματος του Ιεχωβά , οι Σπουδαστές της Γραφής είχαν κάνει μια αξιόλογη εκτεταμένη εκστρατεία για τη διακήρυξη της αλήθειας του Θεού. Από το 1870 μέχρι το 1913 είχαν διανείμει 228.255.719 φυλλάδια και 6.950.292 δεμένα βιβλία. Μόνο στο βαρυσήμαντο έτος 1914 οι δούλοι του Ιεχωβά εξέδωσαν 71.285.037 φυλλάδια και 992.845 δεμένα βιβλία. Στα έτη 1915 και 1916, όμως, συνέβη μια πτώση στις εκδοτικές δραστηριότητες επειδή κλιμακώθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και διακόπηκαν οι επικοινωνίες. Αλλά το 1917 το έργο άρχισε να παρουσιάζει ανοδική τάση. Γιατί;
Ο νέος πρόεδρος της Εταιρίας αμέσως αναδιοργάνωσε τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλυν. Επιπλέον, έκανε ενέργειες για να αναζωογονήσει το έργο του αγρού. Αυτές οι αλλαγές, ωστόσο, και τα προγράμματα που επέσπευσε ήταν εκείνα που είχε αρχίσει ο Κ. Τ. Ρώσσελ. Οι περιοδεύοντες αντιπρόσωποι της Εταιρίας αυξήθηκαν από εξήντα εννέα σε ενενήντα τρεις. Η δωρεάν διανομή φυλλαδίων που μοιράζονταν μερικές Κυριακές μπροστά στις εκκλησίες και τακτικά από σπίτι σε σπίτι, έγινε πιο εντατική. Εκδόθηκε ένα νέο τετρασέλιδο φυλλάδιο, «Η Μηνιαία Έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής», και μόνο το 1917 διατέθηκαν 28.665.000 δωρεάν αντίτυπα.
Επίσης επεκτάθηκε μια νέα δραστηριότητα που είχε αρχίσει πριν από το θάνατο του Κ. Τ. Ρώσσελ. Λεγόταν «Ποιμαντικό Έργο» και ήταν πρόδρομος των επανεπισκέψεων που γίνονται σήμερα από τους Χριστιανούς μάρτυρες του Ιεχωβά. Τον καιρό του Ρώσσελ αυτή η δραστηριότητα ήταν περιορισμένη σε 500 εκκλησίες, που τον είχαν διαλέξει θεληματικά σαν πάστορά τους. Σ’ ένα γράμμα που τους έστειλε, περιέγραψε το έργο αυτό σαν «ένα σπουδαίο έργο παρακολουθήσεως του ενδιαφέροντος των ατόμων που είχαν παρακολουθήσει Δημόσιες Ομιλίες, προβολές του ΔΡΑΜΑΤΟΣ και που είχαν στις σημειώσεις τους οι βιβλιοπώλες (σκαπανείς) κλπ.—άτομα που υποτίθεται ότι ενδιαφέρονταν κάπως για θρησκευτικά θέματα και που ενδεχομένως θα άκουγαν λίγο-πολύ πρόθυμα την Αλήθεια.»
Γυναίκες στην εκκλησία που ενδιαφέρονταν να εκτελέσουν αυτό το έργο διάλεξαν μια από ανάμεσα τους για να υπηρετεί σαν επικεφαλής και μια άλλη σαν γραμματέας-ταμίας. Η πόλη χωριζόταν σε εδαφικές περιοχές οι οποίες αναθέτονταν σε ξεχωριστές αδελφές που επισκέπτονταν όλους εκείνους των οποίων τα ονόματα είχαν δοθεί σαν ενδιαφερόμενα άτομα. Οι επισκέπτριες δάνειζαν βιβλία, τα οποία μπορούσε ο δανειστής να διαβάσει και να μελετήσει. «Τότε κανείς δεν είχε τη δικαιολογία, ‘Δεν έχω χρήματα’, αφού τα δάνειζαν δωρεάν,» παρατηρεί η Έστερ Ι. Μόρρις. Στο τέλος της επισκέψεως έλεγαν στον οικοδεσπότη ότι σύντομα θα γινόταν μια ομιλία στην περιοχή με θέμα «Το Θείον Σχέδιον» και εκείνοι που έδειχναν ενδιαφέρον ενθαρρύνονταν να την παρακολουθήσουν. Μετά απ’ αυτό, γίνονταν συνεχείς επανεπισκέψεις στα άτομα που είχαν παρακολουθήσει την ομιλία, σε μια προσπάθεια ν’ αρχίσουν μελέτη στον πρώτο τόμο των «Γραφικών Μελετών», με τίτλο «Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων». Έτσι το αποκορύφωμα του προγράμματος ήταν να συγκεντρωθούν άτομα σε «τάξεις», πρώτα για ν’ ακούσουν ομιλίες με σχεδιάγραμμα και αργότερα για να γίνουν κανονικοί όμιλοι που ονομάζονταν «Τάξεις των Βεροιέων».—Πράξ. 17:10, 11.
Ο νέος πρόεδρος της Εταιρίας Ι. Φ. Ρόδερφορδ πήρε και άλλα μέτρα για να αναζωογονήσει το έργο κηρύγματος. Η βιβλιοπωλική υπηρεσία επεκτάθηκε. Αυτό ανέβασε το σύνολο των βιβλιοπωλών από 373 σε 461. Για να τους βοηθήσει, στις αρχές του 1917 η Εταιρία άρχισε να εκδίδει ένα φύλλο που λεγόταν «Δελτίον». Περιλάμβανε κατά περιόδους οδηγίες για το έργο από τα κεντρικά γραφεία. Αργότερα, μετά τον Οκτώβριο του 1922, το «Δελτίον» προσφερόταν κάθε μήνα σ’ όλους τους Σπουδαστές της Γραφής. (Τελικά ονομάστηκε «Καθοδηγητής», έπειτα «Πληροφορητής» και μετά «Διακονία της Βασιλείας.») Η αδελφή Χ. Γκάμπιλ λέει ότι, με τον καιρό, περιείχε προετοιμασμένες ομιλίες που τις λέγαμε ‘έργον στις θύρες’, που ενθαρρυνόμασταν να τις απομνημονεύουμε για να τις χρησιμοποιούμε στην υπηρεσία αγρού. Η κουνιάδα μου. . . μ’ ακολουθούσε παντού από δωμάτιο σε δωμάτιο, προσπαθώντας να αποστηθίσει κάθε λέξη ακριβώς. Αναπολώντας το γεγονός ότι το «Δελτίον» περιείχε προετοιμασμένη μαρτυρία, η Ελίζαμπεθ Έλροντ λέει: «Ήμουν ευγνώμων γι’ αυτό, γιατί δεν είχαμε τη διευθέτηση που έχουμε τώρα να πηγαίνουμε δυο μαζί, ώστε ο πιο ικανός να εκπαιδεύει τον άλλον και να τον βοηθάει να γίνει αποτελεσματικός ευαγγελιζόμενος. Αυτό έφερνε ενότητα στο άγγελμα που δίναμε.»
Καθώς συνεχιζόταν η εκστρατεία ανανεώσεως, η νέα διοίκηση της Εταιρίας πήρε άλλα μέτρα το 1917. Για παράδειγμα, έγινε ένας αριθμός περιφερειακών συνελεύσεων. Αυτές προγραμματίστηκαν για να ενθαρρύνουν τους Σπουδαστές της Γραφής να συνεχίσουν το έργο τους και να μην κουράζονται να κάνουν το καλό.
Λίγο πριν από το 1914, ο Κ. Τ. Ρώσσελ έδωσε έμφαση σ’ ένα πρόγραμμα δημόσιων ομιλιών. Τώρα ήταν καιρός να φροντίσουν για περισσότερους ικανούς ομιλητές για να εκπροσωπούν την Εταιρία από το δημόσιο βήμα. Πώς γινόταν αυτό; Το πρόγραμμα που χρησιμοποιόταν ήταν η διευθέτηση Δ.Λ.Θ. Αυτά τα γράμματα ήταν τα αρχικά των λατινικών λέξεων VERBI DEI MINISTER, που σημαίνουν «Διάκονος του Λόγου του Θεού». Το πρόγραμμα περιλάμβανε ένα ερωτηματολόγιο που ήταν διαθέσιμο σε άνδρες και σε γυναίκες που είχαν συνδεθεί με τις εκκλησίες των Σπουδαστών της Γραφής.
Εδώ είναι μερικές από τις ερωτήσεις που υπήρχαν στο ερωτηματολόγιο Δ.Λ.Θ. Πόσο καλά θα μπορούσατε να απαντήσετε σ’ αυτές; (1) Ποια ήταν η πρώτη δημιουργική πράξη του Θεού; (4) Ποια είναι η θεία τιμωρία για την αμαρτία πάνω στους αμαρτωλούς και ποιοι είναι οι αμαρτωλοί; (6) Τι φύση είχε ο Άνθρωπος Χριστός Ιησούς από τη γέννηση ως το θάνατο; (7) Τι φύση είχε ο Ιησούς από τότε που αναστήθηκε και ποια είναι η επίσημη σχέση του με τον Ιεχωβά; (13) Ποια θα είναι η ανταμοιβή ή οι ευλογίες που θα έρθουν στον κόσμο του ανθρωπίνου γένους μέσω υπακοής στη Μεσσιανική βασιλεία; (16) Έχετε στραφεί από την αμαρτία στην υπηρεσία του ζωντανού Θεού; (17) Έχετε αφιερώσει ολοκληρωτικά τη ζωή σας και όλες τις δυνάμεις και τις ικανότητές σας στον Κύριο και στην υπηρεσία του; (18) Έχετε συμβολίσει αυτή την αφιέρωση με κατάδυση στο νερό; (22) Πιστεύετε ότι έχετε ουσιαστική και μόνιμη γνώση της Γραφής, η οποία θα σας κάνει πιο αποτελεσματικό σαν δούλο του Κυρίου στην υπόλοιπη ζωή σας;
Εκείνοι που υπέβαλλαν τις απαντήσεις τους στο τμήμα Δ.Λ.Θ. της Εταιρίας, έπαιρναν απάντηση που περιλάμβανε «μερικές ευγενικές συμβουλές και υποδείξεις» σχετικά με τις απαντήσεις τους. Ανάμεσα σε άλλα ζητούσαν από τα άτομα να απαντούν στις ερωτήσεις με δικά τους λόγια.
Εξηγώντας τα πράγματα λίγο περισσότερο, ο Τζωρτζ Ε. Χάνναν γράφει: «Αυτές οι ερωτήσεις θα χρησίμευαν σαν οδηγός για να καθοριστεί το πόσο καλά καταλάβαινε ένα άτομο τις βασικές διδασκαλίες της Γραφής. Οποιοδήποτε αφιερωμένο άτομο έπαιρνε βαθμό πάνω από 85% θεωρείτο ικανό να διδάξει. Όλοι αυτοί οι αδελφοί είχαν τα προσόντα να δίνουν δημόσιες ομιλίες και ομιλίες με σχεδιαγράμματα. Αυτές οι ερωτήσεις ενθάρρυναν όλους όσοι ήταν συνταυτισμένοι με την Εταιρία να διαβάσουν τους έξι τόμους των ‘Γραφικών Μελετών’ και να βρίσκουν όλες τις παραπομπές στη Γραφή.»
Έτσι ήταν τα πράγματα, όταν ο νέος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, Ι. Φ. Ρόδερφορδ πήρε άμεσα μέτρα για να επιταχύνει το έργο κηρύγματος των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού. Ακολούθησαν ευλογίες. Το έτος 1917 παρουσίασε αυξημένη δράση στον αγρό προς αίνο του Ιεχωβά Θεού.
«ΜΗ ΠΑΡΑΞΕΝΕΥΕΣΘΕ ΔΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΝ ΤΟΝ ΓΙΝΟΜΕΝΟΝ ΕΙΣ ΕΣΑΣ»
Δεν ήταν όμως όλοι ευτυχισμένοι μέσα στην οργάνωση, όταν πρόεδρος εκλέχθηκε ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ. Στην πραγματικότητα, αρχίζοντας από το 1917, πολλά φιλόδοξα άτομα επεδίωξαν να κερδίσουν το διοικητικό έλεγχο της Εταιρίας. Έπαψαν να συνεργάζονται πρόθυμα και έτσι άρχισε μια περίοδος πύρινης δοκιμασίας. Φυσικά, οι Χριστιανοί περιμένουν ότι θα έχουν εναντίωση και θα διωχθούν από κοσμικούς εχθρούς. Αλλά οι δοκιμασίες που πηγάζουν μέσα από την ίδια τη Χριστιανική οργάνωση συχνά είναι απρόσμενες και είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Αλλά με τη θεία βοήθεια, μπορεί κανείς ν’ αντέξει όλες αυτές τις δοκιμασίες. Ο Πέτρος είπε στους ομοπίστους του: «Αγαπητοί, μη παραξενεύεσθε διά τον βασανισμόν τον γινόμενον εις εσάς προς δοκιμασίαν, ως εάν συνέβαινεν εις εσάς παράδοξόν τι· αλλά καθότι είσθε κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού.»—1 Πέτρ. 4:12, 13.
Ο Ιεχωβά και ο «άγγελος της διαθήκης» του, ο Ιησούς Χριστός, ήρθαν να επιθεωρήσουν τον πνευματικό ναό το 1918 μ.Χ. Τότε άρχισε η κρίση στον «οίκο του Θεού» και ξεκίνησε μια περίοδος καθαρισμού και εξαγνισμού. (Μαλ. 3:1-3· 1 Πέτρ. 4:17) Κάτι άλλο συνέβη ακόμη. Εμφανίστηκαν άνθρωποι που εκδήλωναν τα χαρακτηριστικά του «πονηρού δούλου» και συμβολικά άρχισαν να ‘δέρνουν’ τους συνδούλους τους. Ο Ιησούς Χριστός είχε προείπει πώς θα αντιμετωπίζονταν τέτοια άτομα. Συγχρόνως έδειξε ότι μία τάξη «πιστού και φρονίμου δούλου» θα εμφανιζόταν, δίνοντας πνευματική τροφή.—Ματθ. 24:45-51.
Η ταυτότητα του «πιστού και φρονίμου δούλου» ήταν θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος εκείνα τα χρόνια. Πολύ νωρίτερα, το 1881, ο Κ. Τ. Ρώσσελ έγραψε: «Πιστεύουμε ότι κάθε μέλος αυτού του σώματος του Χριστού ενασχολείται στο ευλογημένο έργο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, δίνοντας τροφή στον κατάλληλο καιρό στον οίκο της πίστεως. ‘Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο πιστός και φρόνιμος δούλος τον οποίον ο Κύριός του κατέστησεν επί των υπηρετών αυτού’, για να τους δίνει τροφή εν καιρώ; Δεν είναι αυτό το ‘μικρό ποίμνιο’ των αφιερωμένων δούλων που εκτελούν πιστά τις ευχές της αφιερώσεώς τους—το σώμα του Χριστού—και δεν είναι ολόκληρο το σώμα ατομικά και συλλογικά, που δίνει την τροφή εν καιρώ στον οίκο της πίστεως—τη μεγάλη συντροφιά εκείνων που πιστεύουν;
Έτσι κατανοήθηκε ότι ο «δούλος» που χρησιμοποιούσε ο Θεός για να δίνει πνευματική τροφή ήταν μια τάξη. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, η ιδέα που υιοθετήθηκε από πολλούς ήταν ότι ο ίδιος ο Κ. Τ. Ρώσσελ ήταν ο «πιστός και φρόνιμος δούλος». Αυτό οδήγησε μερικούς στην παγίδα να λατρεύουν ένα πλάσμα. Νόμισαν ότι όλη η αλήθεια που θεώρησε ο Θεός κατάλληλο να αποκαλύψει στο λαό του είχε παρουσιαστεί μέσω του Ρώσσελ, ότι τίποτα περισσότερο δεν μπορούσε να δοθεί. Η Άννυ Πόγκενση γράφει: «Αυτό ήταν η αιτία για ένα μεγάλο κοσκίνισμα σ’ εκείνους που διάλεξαν να μείνουν πίσω στα συγγράμματα του Ρώσσελ.» Τον Φεβρουάριο του 1927 αυτή η εσφαλμένη αντίληψη, ότι ο ίδιος ο Ρώσσελ ήταν ο «πιστός και φρόνιμος δούλος», ξεκαθαρίστηκε.
Λίγο καιρό μετά την ανάληψη προεδρίας από τον αδελφό Ρόδερφορδ, αναπτύχθηκε μια αληθινή συνωμοσία. Φυτεύτηκε ο σπόρος του στασιασμού και στη συνέχεια απλώθηκε η αναστάτωση, όπως εξηγείται παρακάτω.
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ είχε διακρίνει την ανάγκη να στείλει κάποιον από τα κεντρικά γραφεία στη Βρετανία για να ενισχύσει τους Σπουδαστές της Γραφής εκεί μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε σκοπό να στείλει τον Πωλ Σ. Λ. Τζόνσον, έναν Ιουδαίο ο οποίος εγκατέλειψε τον Ιουδαϊσμό και έγινε Λουθηρανός ιερέας προτού γνωρίσει την αλήθεια του Θεού. Ο Τζόνσον είχε υπηρετήσει σαν ένας από τους περιοδεύοντες ομιλητές της Εταιρίας και ήταν πολύ γνωστός για την ικανότητα του. Από σεβασμό στην επιθυμία του Ρώσσελ, η εκτελεστική επιτροπή που υπηρετούσε για λίγο καιρό πριν από την εκλογή του Ρόδερφορδ σαν προέδρου, έστειλε τον Τζόνσον στην Αγγλία δίνοντας του ορισμένα χαρτιά που θα διευκόλυναν την είσοδό του σ’ εκείνη τη χώρα. Έπρεπε να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα για το έργο στην Αγγλία και ύστερα να στείλει έκθεση στην Εταιρία, αλλά δεν έπρεπε να κάνει καθόλου αλλαγές προσωπικού στα Βρετανικά κεντρικά γραφεία. Αλλά η υποδοχή του στην Αγγλία τον Νοέμβριο του 1916 φαίνεται ότι διέστρεψε την κρίση του και τελικά τη λογική του, «μέχρι», όπως ανέφερε ο Α. Χ. Μακμίλλαν, «που κατέληξε στο γελοίο συμπέρασμα ότι ήταν ο ‘οικονόμος’ στην παραβολή του Ιησού για το δηνάριο. Αργότερα νόμισε ότι ήταν ο αρχιερέας του κόσμου». Σε ομιλίες προς τους Σπουδαστές της Γραφής σ’ όλη την Αγγλία, ο Τζόνσον χαρακτήρισε τον εαυτό του διάδοχο του Ρώσσελ, ισχυριζόμενος ότι ο μανδύας του πάστορα Ρώσσελ έπεσε πάνω του όπως ακριβώς η μηλωτή (επίσημο ένδυμα) του Ηλία έπεσε πάνω στον Ελισσαιέ.—2 Βασιλέων 2:11-14.
Προφανώς, οι φιλοδοξίες του Τζόνσον είχαν αναπτυχθεί πολύ νωρίτερα, γιατί η Έντιθ Κέσλερ θυμάται: «Το 1915 έφυγα από το Μπέθελ και, πριν ξεκινήσω για την Αριζόνα, επισκέφτηκα ένα ζευγάρι παλιών φίλων που γνώριζα χρόνια· ενώ ήμουν εκεί, αυτοί φιλοξενούσαν έναν πίλγκριμ με το όνομα Π. Σ. Λ. Τζόνσον. Ο Σατανάς ήδη έδειχνε τις άσχημες ύπουλες μεθόδους του για να τον καταλάβει, αδιάφορο πώς. Ο Τζόνσον είπε. ‘Θα ήθελα να μιλήσουμε. Ας καθήσουμε στο λίβινγκ-ρουμ’, πράγμα που κάναμε. Άρχισε λέγοντας: ‘Αδελφή, ξέρουμε ότι είναι δυνατόν ο αδελφός Ρώσσελ να πεθάνει κάποια στιγμή, αλλά οι φίλοι δεν χρειάζεται να φοβηθούν όταν συμβεί αυτό. Μπορώ εγώ να πάω στη θέση του και ν’ αναλάβω χωρίς να σταματήσει καθόλου το έργο.»
Ενώ βρισκόταν στην Αγγλία, ο Τζόνσον προσπάθησε να πάρει τον πλήρη έλεγχο του Βρετανικού αγρού δραστηριότητας, προσπαθώντας ακόμη και χωρίς εξουσιοδότηση να απολύσει ορισμένα μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων του Λονδίνου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τέτοια σύγχυση που ο επίσκοπος τμήματος παραπονέθηκε στον αδελφό Ρόδερφορδ και ο Ρόδερφορδ όρισε μια επιτροπή από αρκετούς αδελφούς στο Λονδίνο, οι οποίοι δεν ήταν μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων. Αυτοί συναντήθηκαν, άκουσαν και ζύγισαν τα γεγονότα και σύστησαν να ανακληθεί ο Τζόνσον. Ο Ρόδερφορδ είπε στον Τζόνσον να επιστρέψει. Αντί να το κάνει αυτό, ο Τζόνσον έστειλε γράμματα και τηλεγραφήματα κατηγορώντας την επιτροπή για προκατάληψη και επίσης προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πορεία του. Επιδιώκοντας να κάνει τη θέση του απαραίτητη στη Βρετανία, χρησιμοποίησε ακατάλληλα τα έγγραφα που του είχαν δοθεί από την Εταιρία και δέσμευσε τα χρήματα της στην τράπεζα του Λονδίνου. Αργότερα ήταν απαραίτητο να γίνει δικαστική ενέργεια για να ελευθερώσουν αυτά τα χρήματα.
Τελικά ο Τζόνσον γύρισε στη Νέα Υόρκη, όπου επίμονα προσπάθησε να πείσει τον Ι. Φ. Ρόδερφορδ να τον στείλει πίσω στην Αγγλία, αλλά χωρίς να το πετύχει. Πιστεύοντας ότι ο Ρόδερφορδ δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση, ο Τζόνσον ήταν σίγουρος ότι ο ίδιος θα έπρεπε να είναι ο πρόεδρος της Εταιρίας. Προσπάθησε να επηρεάσει το συμβούλιο των διευθυντών. Παρουσιάζοντας τον αδελφό Ρόδερφορδ ακατάλληλο για πρόεδρο, ο Τζόνσον έπεισε τέσσερα από τα επτά μέλη του συμβουλίου να πάρουν το μέρος του. Οι τέσσερις αντιτάχθηκαν στον πρόεδρο της Εταιρίας, στον αντιπρόεδρο και στον γραμματέα-ταμία, και οι διαφωνούντες διευθυντές προσπάθησαν να αποσπάσουν το διοικητικό έλεγχο από τον πρόεδρο.
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ είχε συναντήσεις μ’ αυτούς τους εναντιουμένους και προσπάθησε να συζητήσει μαζί τους. Ο Α. Χ. Μακμίλλαν λέει ότι ο Ρόδερφορδ «ήρθε ακόμη σε πολλούς από μας και ρώτησε: ‘Να παραιτηθώ από πρόεδρος και ν’ αφήσω εκείνους που είναι αντίθετοι ν’ αναλάβουν τη διεύθυνση;’ Όλοι απαντήσαμε, ‘Αδελφέ, ο Κύριος σε έβαλε εκεί πού είσαι και το να παραιτηθείς ή να φύγεις θα ήταν απιστία στον Κύριο.’ Ακόμη, το προσωπικό των γραφείων απείλησε ότι θα έφευγε εάν αυτοί έπαιρναν τον έλεγχο.»
Σε μια πολύωρη συνεδρίαση της ετήσιας συνελεύσεως της Εταιρίας το 1917, οι τέσσερις διαφωνούντες διευθυντές προσπάθησαν να παρουσιάσουν μια απόφαση για την τροποποίηση των κανονισμών της Εταιρίας. Αυτό ήταν ένα σχέδιο για να βάλουν διοικητικές αρμοδιότητες στα χέρια του συμβουλίου των διευθυντών. Αφού αυτό ήταν αντίθετο στη διευθέτηση της οργανώσεως που ίσχυε στη διάρκεια της προεδρίας του αδελφού Ρώσσελ και στην επιθυμία των μετόχων, ο Ρόδερφορδ απέρριψε την πρόταση σαν αντικανονική και το σχέδιο απέτυχε. Από τότε κι έπειτα η αντίδραση έγινε σκληρότερη, αλλά συνέβησαν μερικές εξελίξεις που οι εναντιούμενοι ποτέ δεν περίμεναν.
«ΤΟ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ»
Όσο ήταν πρόεδρος της Εταιρίας, ο αδελφός Ρώσσελ μαζί με τον αντιπρόεδρο και τον γραμματέα-ταμία, έπαιρναν τις αποφάσεις για τις νέες εκδόσεις. Δεν συμβουλεύονταν το συμβούλιο των διευθυντών σαν σώμα. Ο Ρόδερφορδ ακολούθησε την ίδια τακτική. Έτσι με τον καιρό, τρία μέλη του γραφείου της Εταιρίας πήραν μία απόφαση με μεγάλη σημασία για το μέλλον.
Ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ είχε γράψει έξι τόμους της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος» ή «Γραφικών Μελετών», αλλά συχνά μιλούσε για το γράψιμο ενός έβδομου τόμου. «Όποτε βρω το κλειδί», είπε, «θα γράψω τον Έβδομο Τόμο· και εάν ο Κύριος δώσει το κλειδί σε κάποιον άλλον, μπορεί να τον γράψει». Οι αξιωματούχοι της Εταιρίας διευθέτησαν ώστε δύο Σπουδαστές της Γραφής, ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ και ο Τζωρτζ Χ. Φίσερ, να ετοιμάσουν ένα βιβλίο με σχόλια πάνω στην Αποκάλυψη, στο Άσμα Ασμάτων και στον Ιεζεκιήλ. Οι συνεκδότες συγκέντρωσαν ύλη από τα γραπτά του αδελφού Ρώσσελ και αυτό εκδόθηκε με τον τίτλο «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» σαν ο έβδομος τόμος των «Γραφικών Μελετών». Επειδή περιείχε σε μεγάλο μέρος τις σκέψεις και τα σχόλια του Κ. Τ. Ρώσσελ, ονομάστηκε το «μεταθανάτιο έργο του πάστορα Ρώσσελ».
Περίπου στα μέσα του 1917 ήταν καιρός να τεθεί σε κυκλοφορία το νέο βιβλίο. Εκείνη η σημαντική μέρα ήταν η 17 Ιουλίου. «Είχα υπηρεσία στην τραπεζαρία [στο Μπέθελ του Μπρούκλυν] όταν χτύπησε το τηλέφωνο», λέει ο Μάρτιν Ο. Μπάουιν. «Ετοιμαζόμασταν για το μεσημεριανό γεύμα. Βρισκόμουν απ’ όλους πιο κοντά στο τηλέφωνο, έτσι το σήκωσα εγώ. Ήταν ο αδελφός Ρόδερφορδ. ‘Ποιος είναι μαζί σου;’ ρώτησε. ‘Ο Λούης’, απάντησα. Είπε να πάμε στο γραφείο του γρήγορα και ‘χωρίς να χτυπήσουμε την πόρτα’. Μας έβαλε στο χέρι από μια στοίβα βιβλία, με εντολή να βάλουμε ένα σε κάθε σερβίτσιο και να το κάνουμε προτού φτάσει η οικογένεια για το μεσημεριανό φαγητό.» Σύντομα η τραπεζαρία γέμισε από τα μέλη της οικογένειας Μπέθελ.
«Όπως συνήθως», συνεχίζει ο αδελφός Μπάουιν, «κάναμε προσευχή. Έπειτα εκδηλώθηκε η αναταραχή. . . Επικεφαλής αυτής της εκδηλώσεως ήταν ο Π. Σ. Λ. Τζόνσον. . . κατά του αγαπητού αδελφού Ρόδερφορδ. Εκτοξεύοντας αισχρές κατηγορίες δυνατά, περπατούσαν πάνω-κάτω, σταματούσαν μόνο στο τραπέζι του αδελφού Ρόδερφορδ για να τον απειλήσουν κουνώντας τις γροθιές τους και για να τον κατηγορήσουν περισσότερο. . . Όλο αυτό κράτησε περίπου πέντε ώρες. Έπειτα όλοι σηκώθηκαν, ενώ πάνω στο τραπέζι είχε μείνει απείραχτο όλο το φαγητό.»
Αυτό το επεισόδιο αποκάλυψε ότι μερικά μέλη της οικογένειας Μπέθελ συμπαθούσαν τους εναντιουμένους. Αν συνεχιζόταν αυτή η εναντίωση, τελικά θα διαλυόταν ολόκληρη η λειτουργία του Μπέθελ. Έτσι ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ ενήργησε για να διορθώσει την κατάσταση. Αν και γνώριζε καλά τη νομική διάρθρωση της Εταιρίας, ο Ρόδερφορδ συμβουλεύτηκε ένα διακεκριμένο νομικό σύμβουλο στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, σχετικά με την αρμοδιότητα του συμβουλίου διευθυντών της Εταιρίας. Η γραπτή συμβουλή που πήρε αποκάλυψε ότι οι τέσσερις διαφωνούντες δεν ήταν νόμιμα μέλη του συμβουλίου. Γιατί όχι;
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ είχε διορίσει αυτούς τους άνδρες σαν διευθυντές, αλλά το καταστατικό της Εταιρίας απαιτούσε οι διευθυντές να εκλέγονται με ψηφοφορία από τους μετόχους. Ο Ρόδερφορδ είχε πει στον Ρώσσελ ότι οι διορισθέντες έπρεπε να εγκριθούν με ψήφο στην επόμενη ετήσια συνεδρίαση, αλλά ο Ρώσσελ ποτέ δεν το έκανε αυτό. Έτσι, μόνο τα μέλη που είχαν εκλεγεί στην ετήσια συνεδρίαση στο Πίτσμπουργκ ήταν νόμιμα διορισμένα κανονικά μέλη του συμβουλίου. Οι τέσσερις διορισμένοι δεν ήταν νόμιμα μέλη του συμβουλίου. Ο Ρόδερφορδ το ήξερε αυτό σε όλη την περίοδο της φασαρίας, αλλά δεν το είχε αναφέρει, ελπίζοντας ότι αυτά τα μέλη του συμβουλίου θα σταματούσαν την εναντίωσή τους. Ωστόσο, η στάση τους έδειξε ότι δεν διέθεταν τα προσόντα να είναι διευθυντές. Δίκαια ο Ρόδερφορδ τους έδιωξε και διόρισε τέσσερα νέα μέλη στο συμβούλιο, ο διορισμός των οποίων θα μπορούσε να εγκριθεί στην επόμενη γενική συνεδρίαση του συλλόγου στις αρχές του 1918.
Ο αδελφός Ρόδερφορδ δεν έβγαλε αμέσως τους πρώην διευθυντές έξω από τη Χριστιανική οργάνωση. Αντίθετα, τους πρόσφερε θέσεις σαν πίλγκριμς. Αυτοί αρνήθηκαν, έφυγαν με τη θέλησή τους από το Μπέθελ και άρχισαν να διαδίδουν την αντίθεσή τους με μια εκτεταμένη εκστρατεία με ομιλίες και γράμματα σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Ευρώπη. Σαν αποτέλεσμα, μετά το καλοκαίρι του 1917 πολλές εκκλησίες των Σπουδαστών της Γραφής αποτελούνταν από δύο μέρη—εκείνους που ήταν πιστοί στην οργάνωση του Ιεχωβά και τους άλλους που είχαν νυστάξει πνευματικά και είχαν πέσει θύματα της γλυκιάς ομιλίας των εναντιουμένων. Οι τελευταίοι έπαψαν να είναι συνεργατικοί και σταμάτησαν να ασχολούνται στο έργο κηρύγματος των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού.
ΜΑΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ
Η αντιτιθέμενη ομάδα που είχε τελευταία φύγει από το Μπέθελ σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να έχει τον έλεγχο της συνελεύσεως των Σπουδαστών της Γραφής στη Βοστώνη της Μασσαχουσέτης τον Αύγουστο του 1917. Η Μαίρη Χάνναν, η οποία παρακολούθησε εκείνη τη συνέλευση, αναφέρει: «Ο αδελφός Ρόδερφορδ ήταν άγρυπνος σ’ αυτή την προσπάθεια εκ μέρους τους και δεν τους έδωσε την ευκαιρία ν’ ανέβουν στο βήμα καθόλου στη διάρκεια της συνελεύσεως. Ενεργούσε συνεχώς σαν εισηγητής.» Η συνέλευση πέτυχε απόλυτα προς αίνο του Ιεχωβά και οι εναντιούμενοι δεν μπόρεσαν να τη διαλύσουν.
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ ήξερε ότι η ετήσια συνεδρίαση του συλλόγου στις 5 Ιανουαρίου του 1918 θα έδινε στους διαφωνούντες άλλη μία ευκαιρία για να πάρουν τον έλεγχο. Είχε την πεποίθηση ότι οι Σπουδαστές της Γραφής γενικά δεν ευνοούσαν αυτή την κίνηση. Αλλά στις εκλογές δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν όλοι οι αδελφοί απ’ όλο τον κόσμο, γιατί αυτό ήταν θέμα που επρόκειτο να χειριστούν μόνο τα μέλη του νόμιμα συγκροτημένου συλλόγου της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Τι μπορούσε να κάνει ο Ρόδερφορδ; Μπορούσε να δώσει σε όλους τους αφιερωμένους δούλους του Ιεχωβά την ευκαιρία να εκφραστούν. Συνεπώς, «η Σκοπιά» της 1ης Νοεμβρίου 1917 πρότεινε να γίνει σε κάθε εκκλησία δημοψήφισμα. Μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, 813 εκκλησίες έστειλαν τ’ αποτελέσματα της ψηφοφορίας που έδειξε ότι 10.869 από τις 11.421 ψήφους ήταν υπέρ του Ι. Φ. Ρόδερφορδ σαν προέδρου της Εταιρίας. Ανάμεσα στ’ άλλα, το δημοψήφισμα έδειξε επίσης ότι οι αδελφοί προτίμησαν όλα τα πιστά μέλη του συμβουλίου των διευθυντών και όχι τα στασιαστικά άτομα, που ισχυρίζονταν ότι είναι μέλη του συμβουλίου.
Στην ετήσια συνεδρίαση των μετόχων το Σάββατο, 5 Ιανουαρίου 1918, τα επτά άτομα που πήραν τις περισσότερες ψήφους ήταν ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ, ο Κ. Χ. Άντερσον, ο Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ, ο Α. Χ. Μακμίλλαν, ο Γ. Ε. Σπιλ, ο Τζ. Α. Μπόνετ και ο Τζωρτζ Χ. Φίσερ. Κανείς από τους αντιπάλους δεν πέτυχε να εκλεγεί στο συμβούλιο. Οι αξιωματούχοι της Εταιρίας εκλέχτηκαν κατόπιν από τα νόμιμα εκλεγμένα μέλη του συμβουλίου, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ πήρε όλες τις ψήφους για πρόεδρος, ο Κάρολος Χ. Άντερσον όλες για αντιπρόεδρος και ο Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ όλες τις ψήφους για γραμματέας-ταμίας. Επομένως, αυτοί οι άνδρες εκλέχτηκαν κανονικά σαν μέλη του γραφείου της Εταιρίας. Η προσπάθεια των εναντιουμένων ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο απέτυχε τελείως.
Τώρα δεν υπήρχε πια δυνατότητα συμφιλιώσεως ανάμεσα στους πιστούς και στους εναντιουμένους. Η αντίθετη ομάδα σχημάτισε μια ολοκληρωτικά χωριστή οργάνωση, με επικεφαλής μία «Επιτροπή των Επτά». Ο χωρισμός βέβαια ήταν ολοκληρωμένος στις 26 Μαρτίου του 1918, όταν οι αντίπαλοι γιόρτασαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού χωριστά από τις πιστές εκκλησίες του λαού του Θεού. Η ενότητα εκείνων που αποτελούσαν την αντίθετη ομάδα κράτησε πολύ λίγο, γιατί στη συνέλευση τους το καλοκαίρι του 1918 παρουσιάστηκαν διαφορές και προέκυψε διάσπαση. Ο Π. Σ. Λ. Τζόνσον οργάνωσε μια ομάδα με κεντρικά γραφεία στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας και εξέδωσε την «Παρούσα Αλήθεια και Κήρυκα της Επιφανείας του Χριστού». Εκεί παρέμεινε, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του σαν «τον μεγάλο αρχιερέα της γης» μέχρι το θάνατο του. Μετά το 1918 έγιναν μεγάλες διαφωνίες που τους διέσπασαν ακόμη περισσότερο, μέχρι που η αρχική διαφωνούσα ομάδα που είχε χωριστεί από την Εταιρία Σκοπιά διασπάστηκε σε πολλές αιρετικές ομάδες.
Πολλοί που αποσύρθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του Κ. Τ. Ρώσσελ δεν αντιμάχονταν ενεργά τους πρώην Χριστιανούς συντρόφους τους. Μερικοί επέστρεψαν, μετάνιωσαν για τις πράξεις τους και συνταυτίστηκαν και πάλι με το λαό του Θεού. Αυτός ήταν καιρός σοβαρής δοκιμασίας, όπως δείχνει η Μέημπελ Π. Μ. Φίλμπρικ δηλώνοντας: «Η λύπη μου ήταν μεγάλη όταν κατάλαβα ότι ο ίδιος μου ο πατέρας και η πολύ αγαπημένη μου μητριά που βάδιζαν στο δρόμο για το ουράνιο βραβείο αποστάτησαν. Κατέβαλα πολλές προσπάθειες και έχυσα πολλά δάκρυα μέχρι να συνέλθω, γιατί γνώριζα καλά ότι όποιος έχανε το στέφανό του δεν μπορούσε ν’ αποβλέπει σε ζωή πουθενά. Η σκέψη του δεύτερου θανάτου γι’ αυτούς φαινόταν αφόρητη. Μια μέρα όμως, όταν προσευχήθηκα στον Ιεχωβά, μου έδωσε πολλή παρηγοριά όταν εκδήλωσα πλήρως την επιθυμία μου να γίνει το θέλημα του. Ξαφνικά άρχισα να εκτιμώ ότι η αγάπη και η δικαιοσύνη του ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη δική μου και ότι αν εκείνος δεν τους θεωρούσε άξιους για ζωή, ούτε εγώ μπορούσα να προσκολληθώ σ’ αυτούς, γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ήταν καθόλου διαφορετικοί από τον πατέρα και τη μητέρα οποιουδήποτε άλλου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, είχα ειρήνη διανοίας».
Όχι μόνο εκείνοι που χωρίστηκαν από τους πιστούς δούλους του Ιεχωβά εκείνες τις μέρες διαιρέθηκαν σε ομάδες, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις τα μέλη τους ελαττώθηκαν και οι δραστηριότητες τους έγιναν ασήμαντες ή σταμάτησαν εντελώς. Σίγουρα, αυτοί δεν εκπληρώνουν την εντολή του Ιησού προς τους ακολούθους του να κηρύξουν τα αγαθά νέα σε όλη τη γη και να κάνουν μαθητές.—Ματθ. 24:14· 28:19, 20.
Πόσοι εγκατέλειψαν την αληθινή Χριστιανοσύνη στα κρίσιμα χρόνια 1917 και 1918; Μία ατελής παγκόσμια έκθεση δείχνει ότι 21.274 παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Ιησού Χριστού στις 5 Απριλίου του 1917. (Λόγω δυσκολιών μέσα και έξω από την οργάνωση το 1918, δεν συγκεντρώθηκαν οι αριθμοί των παρόντων εκείνο το χρόνο.) Στον εορτασμό της Αναμνήσεως στις 13 Απριλίου του 1919 μια μερική έκθεση ανέγραφε 17.961 παρόντες. Αν και ατελείς, αυτοί οι αριθμοί δείχνουν καθαρά ότι πολύ λιγότεροι από 4.000 είχαν σταματήσει να συμβαδίζουν με τους πρώην συντρόφους τους στην υπηρεσία του Θεού.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Από το 1917 ως το 1919 οι Σπουδαστές της Γραφής έγιναν επίσης αντικείμενο μιας διεθνούς συνωμοσίας που την υποκινούσε ιδιαίτερα ο κλήρος του δήθεν Χριστιανικού κόσμου. Το «Τετελεσμένον Μυστήριον», ο έβδομος τόμος των «Γραφικών Μελετών», ξεσήκωσε την οργή των κληρικών. Μέσα σε επτά μήνες από την αρχική του κυκλοφορία, αυτή η έκδοση είχε πρωτοφανή διάθεση. Οι εξωτερικοί τυπογράφοι της Εταιρίας ήταν απασχολημένοι με την έκδοση 850.000 αντιτύπων. Μέχρι το τέλος του 1917 το βιβλίο ήταν επίσης διαθέσιμο στα Σουηδικά και Γαλλικά και ετοιμαζόταν να μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1917, άρχισε μαζική διανομή 10.000.000 αντιτύπων μιας νέας εκδόσεως του τετρασέλιδου, σε μέγεθος μικρής εφημερίδας, φυλλαδίου «Η Μηνιαία Έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής» με τίτλο «Η Πτώση της Βαβυλώνος» και με τους υποτίτλους «Η Αρχαία Βαβυλώνα ένας Τύπος—Η Μυστική Βαβυλώνα το Αντίτυπο—Γιατί ο Χριστιανισμός Πρέπει Τώρα να Υποφέρει—Η Τελική Έκβαση», περιείχε αποσπάσματα από τον Έβδομο Τόμο, με πολύ καυστικούς υπαινιγμούς για τον κλήρο. Στην πίσω σελίδα του παρουσίαζε ένα σχέδιο που έδειχνε έναν τοίχο που κατέρρεε. Μερικές από τις πέτρες του είχαν λέξεις όπως «Προτεσταντισμός», «θεωρία των αιωνίων βασάνων», «η Διδασκαλία της Τριάδας», «Αποστολική διαδοχή» και «Καθαρτήριο». Με Γραφική θεμελίωση το φυλλάδιο έδειχνε ότι η μεγάλη πλειονότητα των κληρικών «ήταν άπιστοι, δόλιοι, άδικοι άνθρωποι» που ήταν πιο υπεύθυνοι από οποιαδήποτε άλλη τάξη στη γη για τον πόλεμο που μαινόταν τότε και τη μεγάλη ταραχή που θα τον ακολουθούσε. Σαν μέρος της εκστρατείας διανομής φυλλαδίων, δόθηκαν εκείνη ακριβώς τη μέρα πλατιά διαφημισμένες δημόσιες ομιλίες πάνω στο ίδιο θέμα.
Πώς θα σου φαινόταν να διανέμεις ένα φυλλάδιο σαν κι αυτό; Ο κ. Μπ. Τβεντ παραδέχεται ότι ‘ποτέ δεν θα ξεχάσει αυτή την ειδική μέρα’ και δηλώνει: «Ήταν μια πάρα πολύ παγερή μέρα. Αλλά το άγγελμα που διαδίδαμε ήταν σίγουρα καυτό. . . Είχα χίλια απ’ αυτά τα χαρτιά να διανείμω κάτω από τις πόρτες των σπιτιών και σε μερικές περιπτώσεις απευθείας σε άτομα όταν θα τα συναντούσα. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι προτιμούσα να τα βάζω κάτω από τις πόρτες, γιατί αντιλαμβανόμουνα ότι αυτό ήταν ένα πύρινο άγγελμα και θα κατέληγε σε εκρηκτικό αντίκτυπο.»
Στα τέλη του 1917 και τις αρχές του 1918, «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» ήδη διανεμόταν σε ολοένα και περισσότερα αντίτυπα. Εξοργισμένος ο κλήρος ισχυρίστηκε ψεύτικα ότι ορισμένες δηλώσεις σ’ αυτό το βιβλίο ήταν στασιαστικές. Βάλθηκαν να «βάλουν στο χέρι» την Εταιρία Σκοπιά και, όπως οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες όταν ήταν ο Ιησούς στη γη, ήθελαν να κάνει η Πολιτεία αυτή τη δουλειά για χάρη τους. (Παράβαλε Ματθαίος 27:1, 2, 20.) Και οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες κληρικοί παρουσίασαν ψευδώς τους Σπουδαστές της Γραφής σαν να δούλευαν για τη γερμανική κυβέρνηση. Για παράδειγμα, αναφερόμενος στο έργο του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής, ένα νομικό σωματείο του λαού του Θεού, ο Δόκτωρ Κέιζ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγο δημοσίευσε την εξής δήλωση: «Δυο χιλιάδες δολλάρια την εβδομάδα ξοδεύονται για τη διάδοση της διδασκαλίας τους. Από πού προέρχονται τα χρήματα είναι άγνωστο αλλά υπάρχει ισχυρή υποψία ότι προέρχονται από γερμανικές πηγές. Πιστεύω ότι θα ήταν ωφέλιμο για την κυβέρνηση να ερευνήσει αυτή τη χρηματοδότηση.»
«Αυτό, μαζί με παρόμοιες κατηγορίες άλλων εκκλησιαστικών κύκλων, είχε προφανώς σχέση με την κατάσχεση των λογιστικών βιβλίων της Εταιρίας από αξιωματικούς της Αντικατασκοπείας του Στρατού,» ανέφερε η Σκοπιά της 15 Απριλίου 1918. Συνέχιζε: «Οι αρχές αναμφίβολα νόμισαν ότι θα έβρισκαν κάποια απόδειξη για να στηρίξουν την κατηγορία ότι η Εταιρία μας εργάζεται για το συμφέρον της γερμανικής κυβερνήσεως. Φυσικά τα βιβλία δεν αποκαλύπτουν τίποτα τέτοιο. Όλα τα χρήματα που χρησιμοποιούνται από την Εταιρία μας συνεισφέρονται από κείνους που ενδιαφέρονται για την κήρυξη του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού και της βασιλείας του και τίποτα άλλο.» Η δημοσιότητα που έδωσαν όλες οι εφημερίδες του Κράτους για την κατάσχεση των βιβλίων της Εταιρίας είχε σκοπό να προκαλέσει υποψίες.
Η 12η Φεβρουαρίου 1918 ήταν μια σημαντική ημερομηνία για το λαό του Θεού στον Καναδά. Η Εταιρία Σκοπιά μπήκε εκτός νόμου τότε σε όλη τη χώρα. Μια είδηση του δημόσιου τύπου δήλωνε: «Ο Υπουργός Εσωτερικών σύμφωνα με τους κανονισμούς λογοκρισίας του τύπου, έχει εκδώσει εντάλματα που απαγορεύουν να κατέχει κανείς στον Καναδά ορισμένες εκδόσεις ανάμεσα στις οποίες είναι το βιβλίο που εκδόθηκε από το Διεθνή Σύλλογο Σπουδαστών της Γραφής με τον τίτλο ‘ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ—Το Τετελεσμένον Μυστήριον’, γενικά γνωστό σαν η μεταθανάτια έκδοση του Πάστορα Ρώσσελ. ‘Η Μηνιαία έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής’, που εκδίδεται επίσης από αυτό το σύλλογο στα γραφεία του στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, απαγορεύεται να κυκλοφορεί στον Καναδά. Η κατοχή οποιουδήποτε από τα απαγορευμένα βιβλία τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι 5.000 δολλάρια και με πέντε χρόνια φυλακή.»
Γιατί αυτή η απαγόρευση; Η εφημερίδα «Τρίμπιουν» στο Γουίννιπεγκ της Μανιτόμπα έριξε λίγο φως πάνω στο ζήτημα αυτό, γράφοντας: «Οι απαγορευμένες εκδόσεις υποτίθεται ότι περιέχουν στασιαστικές και αντιπολεμικές δηλώσεις. Περικοπές ενός από τα τελευταία τεύχη της Μηνιαίας Εκδόσεως των Σπουδαστών της Γραφής καταγγέλθηκαν από τον άμβωνα λίγες εβδομάδες πριν, από τον Αιδεσιμώτατο Τσαρλς Γκ. Πάτερσον, Πάστορα της Εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου. Μετά απ’ αυτό, ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε στον Αιδ. Πάτερσον να του στείλει ένα αντίτυπο της εκδόσεως. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να βγει η απαγορευτική αυτή διαταγή από το λογοκριτή.»
Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά την απαγόρευση στον Καναδά και έγινε φανερός ο διεθνής χαρακτήρας της συνωμοσίας. Τον Φεβρουάριο του 1918 το Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών στην πόλη της Νέας Υόρκης άρχισε να κάνει έρευνες στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά. Όχι μόνο είχε διαδοθεί ψέματα ότι η Εταιρία ήταν σε επαφή με τους Γερμανούς εχθρούς, αλλά ακόμη είχε καταγγελθεί συκοφαντικά στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν ήταν κέντρο μεταβιβάσεως μηνυμάτων στη γερμανική κυβέρνηση. Τελικά οι εφημερίδες ανέφεραν ότι κυβερνητικοί πράκτορες είχαν κατασχέσει μια συσκευή ασυρμάτου έτοιμου για χρήση στον οίκο Μπέθελ. Αλλά ποια ήταν τα γεγονότα;
Το 1915 δόθηκε στον Κ. Τ. Ρώσσελ ένας μικρός ασύρματος δέκτης. Εκείνος προσωπικά δεν ενδιαφερόταν πολύ γι’ αυτό αλλά υψώθηκε μια μικρή κεραία στην οροφή του οίκου Μπέθελ και σε μερικούς νεότερους αδελφούς δόθηκε η ευκαιρία να μάθουν να χειρίζονται τη συσκευή. Ωστόσο, δεν είχαν πολλή επιτυχία στη λήψη μηνυμάτων. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επρόκειτο να μπουν στον πόλεμο, απαιτείτο να διαλυθούν όλοι οι ασύρματοι. Έτσι η κεραία κατεβάστηκε και οι στύλοι τεμαχίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς, ενώ η ίδια η συσκευή πακεταρίστηκε προσεκτικά και αποθηκεύτηκε στο Δωμάτιο Καλλιτεχνικών Εργασιών της Εταιρίας. Δεν είχε χρησιμοποιηθεί καθόλου για περισσότερο από δυο χρόνια, όταν ένα μέλος της οικογένειας Μπέθελ μίλησε γι’ αυτό τυχαία σε συζήτηση σε δυο αξιωματικούς του Γραφείου Πληροφοριών του Στρατού. Οδηγήθηκαν στην οροφή και τους έδειξαν πού ήταν προηγουμένως. Έπειτα τους έδειξαν την ίδια τη συσκευή πακεταρισμένη στην άκρη. Με τη συγκατάθεση του Μπέθελ την πήραν γιατί δεν χρειαζόταν σε τίποτα στο Μπέθελ. Η συσκευή ήταν μόνο δέκτης, όχι πομπός. Ποτέ δεν υπήρχε πομπός στο Μπέθελ. Έτσι ήταν αδύνατο να μεταβιβαστεί μήνυμα οπουδήποτε.
Η εναντίωση και η πίεση συνέχιζαν να μεγαλώνουν κατά του λαού του Ιεχωβά. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1918, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ έδωσε μια δημόσια διάλεξη στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας σ’ ένα ακροατήριο με 3.500 άτομα. Το επόμενο πρωί η «Τρίμπιουν» του Λος Άντζελες δημοσίευσε ένα ολοσέλιδο άρθρο για την ομιλία. Αυτό προκάλεσε την αγανάκτηση των τοπικών κληρικών. Ο σύλλογος των κληρικών συνεδρίασε το πρωί της Δευτέρας και έστειλε τον πρόεδρό του στους διευθυντές της εφημερίδας, απαιτώντας να δώσουν εξήγηση γιατί είχαν δημοσιεύσει τόσα πολλά για τη διάλεξη αυτή. Την επόμενη Πέμπτη, το Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού κατέλαβε τα κεντρικά γραφεία των Σπουδαστών της Γραφής στο Λος Άντζελες και πήρε επίσης πολλές από τις εκδόσεις της Εταιρίας.
Τη Δευτέρα, 4 Μαρτίου 1918, συνέλαβαν στο Σκράντον της Πενσυλβανίας τον Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ (έναν από τους συντάκτες του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον») και αρκετούς άλλους αδελφούς. Κατηγορήθηκαν ψεύτικα για συνωμοσία και αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση μέχρι τη δίκη τους τον Μάιο. Επιπλέον, καθώς αύξανε γρήγορα η εξωτερική πίεση εναντίον της Εταιρίας, περισσότεροι από είκοσι Σπουδαστές της Γραφής κρατήθηκαν σε στρατόπεδα και στρατιωτικές φυλακές επειδή τους αρνήθηκαν την εξαίρεση από τη στρατιωτική υπηρεσία. Μερικοί απ’ αυτούς πέρασαν στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε μακροχρόνιες φυλακίσεις. Στις 14 Μαρτίου του 1918, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτήρισε τη διάθεση του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» παράβαση του Νόμου περί Κατασκοπείας.
Ήταν αναγκαία η αντεπίθεση από το λαό του Θεού. Έπρεπε να ξεσκεπαστεί η εναντίωση που υποκινούσε ο κλήρος ενάντια στο Χριστιανικό έργο των Σπουδαστών της Γραφής. Γι’ αυτό το λόγο, στις 15 Μαρτίου 1918 η Εταιρία Σκοπιά κυκλοφόρησε ένα δισέλιδο φυλλάδιο σε μέγεθος εφημερίδας, τα «Νέα της Βασιλείας» Νο 1. Είχε τις τολμηρές επικεφαλίδες «Θρησκευτική Μισαλλοδοξία—Οι Ακόλουθοι του Πάστορα Ρώσσελ Διώκονται Επειδή Λένε στους Ανθρώπους την Αλήθεια—Η Μεταχείριση των Σπουδαστών της Γραφής θυμίζει τους ‘Σκοτεινούς Αιώνες’». Αυτό το φυλλάδιο πραγματικά εξέθετε τον εμπνευσμένο από τον κλήρο διωγμό των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία, στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μοιράστηκαν εκατομμύρια αντίτυπα.
Αυτά που έλεγε το φυλλάδιο έχουν ενδιαφέρον: «Αναγνωρίζουμε ότι η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, σαν πολιτικός και οικονομικός θεσμός, έχει τη δύναμη και την εξουσία, σύμφωνα με το θεμελιώδη νόμο της, να κηρύξει πόλεμο και να στρατολογήσει τους πολίτες της. Δεν έχουμε καμιά διάθεση να αναμιχθούμε στη στράτευση ή στον πόλεμο με κανένα τρόπο. Το γεγονός ότι μερικά από τα μέλη μάς ζήτησαν να επωφεληθούν από την προστασία του νόμου, χρησιμοποιήθηκε σαν ένα άλλο μέσο διωγμού.»
Τα «Νέα της Βασιλείας» Νο 2 εμφανίστηκαν στις 15 Απριλίου 1918. Ο εντυπωσιακός τους τίτλος έλεγε: «‘Το Τετελεσμένον Μυστήριον’ και Γιατί Απαγορεύτηκε». Κάτω από τον υπότιτλο «Οι Κληρικοί Βάζουν το Χέρι Τους» αυτό το φυλλάδιο έδειχνε ότι ο κλήρος ενθάρρυνε τους κυβερνητικούς παράγοντες να ενοχλούν την Εταιρία, να κάνουν συλλήψεις, να μην εγκρίνουν «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και να πιέσουν τους Σπουδαστές της Γραφής να κόψουν ορισμένες σελίδες (247-253) απ’ αυτόν τον τόμο. Επίσης, το φυλλάδιο εξηγούσε γιατί οι κληρικοί εναντιώνονταν στους δούλους του Ιεχωβά και διευκρίνιζε τη στάση τους στον πόλεμο, όπως επίσης και τις πεποιθήσεις τους για την αληθινή εκκλησία.
Κυκλοφορούσε μια αίτηση σχετική με τη διανομή αυτών των «Νέων της Βασιλείας». Απευθυνόμενη στον πρόεδρο Ουίλσον των Ηνωμένων Πολιτειών έλεγε: «Εμείς, οι υπογεγραμμένοι Αμερικανοί υποστηρίζουμε ότι οποιαδήποτε παρέμβαση από τον κλήρο στην ανεξάρτητη Γραφική μελέτη είναι μισαλλόδοξη, αντι-Αμερικανική και αντι-Χριστιανική και ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να συνεργαστεί Εκκλησία και Πολιτεία είναι ριζικά εσφαλμένη. Για χάρη της ελευθερίας και της ανεξιθρησκίας διαμαρτυρόμαστε επίσημα κατά της απαγορεύσεως του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και κάνουμε έκκληση στην κυβέρνηση να αποσύρει τους περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση του, να επιτρέπεται στους ανθρώπους χωρίς επέμβαση ή ενόχληση να αγοράζουν, να πουλούν, να κατέχουν και να διαβάζουν αυτό το βοήθημα για Γραφική μελέτη».
Την 1η Μαΐου 1918, ακριβώς έξι εβδομάδες μετά τα πρώτα «Νέα της Βασιλείας», κυκλοφόρησαν τα «Νέα της Βασιλείας» Νο 3, με τίτλο «Δύο Μεγάλες Μάχες Μαίνονται—η Πτώση της Αυταρχικότητας Βέβαιη» και με υπότιτλο «Η Σατανική Στρατηγική Καταδικασμένη σε Αποτυχία». Αυτή η έκδοση ασχολείτο με την εχθρότητα του Υποσχεμένου Σπέρματος εναντίον του σπέρματος του Σατανά του Διαβόλου. (Γέν. 3:15) Έκανε ιστορική αναδρομή της αναπτύξεως του αντιχρίστου από τη γέννησή του ως τις σύγχρονες πράξεις του Καθολικού και Προτεσταντικού κλήρου. Αυτό το φυλλάδιο έδειχνε θαρραλέα πώς χρησιμοποιούσε ο Διάβολος τέτοιους αντιπροσώπους σε μία προσπάθεια να καταστρέψει το υπόλοιπο των χρισμένων ακολούθων του Ιησού Χριστού στη γη.
Χρειαζόταν θάρρος για τη διανομή των φυλλαδίων «Νέα της Βασιλείας» που εκδόθηκαν τότε. Μερικοί Σπουδαστές της Γραφής συνελήφθησαν. Μερικές φορές τα αποθέματα των «Νέων της Βασιλείας» κατασχέθηκαν προσωρινά. Αν και βρέθηκαν σε δοκιμασία εναντιώσεως και διωγμού, οι δούλοι του Ιεχωβά διατήρησαν την πιστότητα στον Θεό και συνέχισαν να κάνουν το Χριστιανικό τους έργο.
ΔΙΑΠΡΑΧΤΗΚΑΝ ΩΜΟΤΗΤΕΣ
Καθώς αύξανε η εναντίωση κληρικών-λαϊκών, διαπράττονταν ωμότητες κατά των δούλων του Ιεχωβά. Δίνοντας μια μερική έκθεση των απίστευτων διωγμών που δοκίμασαν οι Σπουδαστές της Γραφής, μια κατοπινή έκδοση της Εταιρίας Σκοπιά έλεγε εν μέρει:
«Στις 12 Απριλίου 1918, στο Μέντφορντ του Όρεγκον, ο Ε. Π. Ταλιαφέρο υπέστη την επίθεση όχλου και καταδιώχθηκε έξω από την πόλη επειδή κήρυττε το ευαγγέλιο· και τον Τζωρτζ Ρ. Μέιναρντ τον έγδυσαν, τον άλειψαν μπογιά και τον έδιωξαν από την πόλη επειδή επέτρεπε να γίνει Γραφική μελέτη στο σπίτι του. . .
«Στις 17 Απριλίου 1918, στο Σώνη της Οκλαχόμα, ο Γκ. Ν. Φεέν, ο Τζωρτζ Μ. Μπράουν, ο Λ. Σ. Ρότζερς, ο Γ. Φ. Γκλας, ο Ε. Τ. Γκρηρ και ο Τζ. Τ. Ταλ φυλακίστηκαν. Στη διάρκεια της δίκης ο Εισαγγελέας είπε, «Στο διάβολο η Γραφή σας· έπρεπε να σου ‘χουν σπάσει την πλάτη και να σε στείλουν στην κόλαση· έπρεπε να σ’ έχουν κρεμάσει.» Όταν ο Γκ. Φ. Ουίλσον από την πόλη της Οκλαχόμα προσπάθησε να παρασταθεί σαν συνήγορος, συνελήφθη κι αυτός. Στον καθένα επιβλήθηκε πρόστιμο 55 δολλαρίων και τα δικαστικά έξοδα με την κατηγορία της διανομής εντύπων Διαμαρτυρίας. Ο δικαστής ενθάρρυνε την οχλοκρατία μετά τη δίκη, αλλά ο όχλος δεν κινήθηκε.
«Στις 22 Απριλίου 1918, στο Κίνγκσβιλ του Τέξας, ο Λ. Λ. Ντέιβις και ο Ντανιέλ Τουλ καταδιώχθηκαν από τον όχλο που τον οδηγούσε ο Δήμαρχος και ο Περιφερειακός Δικαστής και μετά συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν χωρίς ένταλμα. Ο Ντέιβις διώχτηκε από τη δουλειά του. Τον Μάιο του 1918, στο Τέκαμση της Οκλαχόμα, πιάσανε και φυλακίσανε δεκατρείς μήνες σ’ ένα φρενοκομείο τον Τζ. Τζ. Μέι με εντολή ενός Δικαστή, μετά από απειλές και κακομεταχείριση. Η οικογένειά του δεν είχε ειδοποιηθεί σχετικά με το τι είχε συμβεί σ’ αυτόν. . .
«Στις 17 Μαρτίου 1918, στο Γκραντ Τζάνκσον του Κολοράντο, μία συνάθροιση για Γραφική μελέτη διακόπηκε από τον όχλο που τον αποτελούσαν ο Δήμαρχος, γνωστοί δημοσιογράφοι εφημερίδας και άλλοι εξέχοντες επιχειρηματίες. . .
«Στις 22 Απριλίου 1918, στο Γουάινγουντ της Οκλαχόμα, ο Κλωντ Γουάτσον πρώτα φυλακίστηκε και έπειτα σκόπιμα παραδόθηκε σ’ έναν όχλο από κήρυκες, επιχειρηματίες και λίγους άλλους που τον έριξαν κάτω με γροθιές, έβαλαν έναν νέγρο να τον μαστιγώσει και, όταν συνερχόταν λίγο, να τον μαστιγώνει πάλι. Ύστερα έχυσαν πίσσα και φτερά παντού πάνω του, τρίβοντας την πίσσα στα μαλλιά του. Στις 29 Απριλίου 1918, στο Γουώλνατ Ριτζ του Αρκάνσας, ο Γ. Μπ. Ντάνκαν, 61 ετών, ο Έντουαρντ Φρεντς, ο Τσαρλς Φράνκε, κάποιος κύριος Γκρίφιν και η κυρία Ντ. Βαν Χόζεν φυλακίστηκαν. Στη φυλακή όρμησε ένας όχλος που χρησιμοποίησε την πιο αισχρή και ανήθικη γλώσσα, τους τσάκισαν στο ξύλο, τους πασάλειψαν με πίσσα και φτερά και τους έβγαλαν έξω από την πόλη. Τον Ντάνκαν τον ανάγκασαν να περπατήσει σαράντα δύο χιλιόμετρα (είκοσι έξι μίλια) για το σπίτι του και με δυσκολία συνήλθε. Ο Γκρίφιν ουσιαστικά τυφλώθηκε και πέθανε από την επίθεση λίγους μήνες αργότερα.»
Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, ο Τ. Χ. Σήμπενλιστ θυμάται καλά τι συνέβη στον πατέρα του στο Σάττακ της Οκλαχόμα. Γράφει:
«Τον Σεπτέμβριο του 1917 άρχισα να πηγαίνω σχολείο και όλα πήγαιναν καλά μέχρι τον Μάρτιο περίπου, όταν απαιτήθηκε ν’ αγοράσουν όλοι οι μαθητές μία καρφίτσα του Ερυθρού Σταυρού. Πήγα το σημείωμα στο σπίτι το μεσημέρι. Ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά και η μαμά εκείνο τον καιρό μπορούσε να διαβάσει μόνο Γερμανικά. Όμως, ο αδελφός Χάουλετ, ένας αδελφός πίλγκριμ, επισκεπτόταν την ‘τάξη’ και φρόντισε για το θέμα. Δεν αγοράστηκε καμιά καρφίτσα!
«Λίγο καιρό μετά απ’ αυτό, οι αρχές έπιασαν τον μπαμπά στη δουλειά και προσπάθησαν να τον κάνουν να πατήσει το βιβλίο «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και να χαιρετήσει τη σημαία—αυτό ακριβώς στην οδό Μέην στο Σάττακ. Τον πήγαν στη φυλακή. . .
«Σύντομα μετά απ’ αυτό, έπιασαν πάλι τον μπαμπά και τον κράτησαν άλλες τρεις μέρες. Η τροφή που του έδωσαν τότε ήταν πολύ λίγη. Η αποφυλάκισή του αυτή τη φορά ήταν μια άλλη ιστορία. Γύρω στα μεσάνυχτα τρεις άνδρες προσποιήθηκαν ότι “μπήκαν κρυφά“ στη φυλακή. Έβαλαν ένα σάκκο πάνω στο κεφάλι του μπαμπά και τον ανάγκασαν να βαδίσει προς το δυτικό άκρο της πόλεως ξυπόλητος. Το έδαφος ήταν ανώμαλο και γεμάτο από αγκάθια. Εκεί τον έγδυσαν μέχρι τη μέση και τον μαστίγωσαν με ένα μαστίγιο που είχε ένα σύρμα στην άκρη. Έπειτα του έβαλαν καυτή πίσσα και φτερά και τον άφησαν νομίζοντας ότι είχε πεθάνει. Κατάφερε να σηκωθεί και να περπατήσει και να συρθεί έξω από την πόλη προς τα νοτιοανατολικά. Ύστερα είχε σκοπό να πάει βόρεια προς το σπίτι. Όμως, τον βρήκε ένας φίλος του και τον έφερε σπίτι. Δεν τον είδα καθόλου εκείνη τη νύχτα, αλλά ήταν συγκλονιστικό για τη μαμά, ειδικά με ένα βρέφος στο σπίτι και η γιαγιά Σήμπενλιστ λιποθύμησε όταν τον είδε. Ο αδελφός μου ο Τζων είχε γεννηθεί μόνο λίγες μέρες προτού γίνουν όλα αυτά. Ωστόσο, η μαμά κράτησε πολύ καλά κάτω από τη δοκιμασία, χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την εμπιστοσύνη της στην προστατευτική δύναμη του Ιεχωβά. . . .
«Η γιαγιά και η θεία Κάτυ, ετεροθαλής αδελφή του μπαμπά, άρχισαν να τον περιποιούνται για να τον συνεφέρουν. Η πίσσα και τα φτερά είχαν μπει στη σάρκα του· έτσι χρησιμοποίησαν λίπος χήνας για να επουλώσουν τις πληγές και σιγά-σιγά η πίσσα βγήκε. . . Ο μπαμπάς ποτέ δεν είδε τα πρόσωπά τους, αλλά αναγνώριζε τις φωνές τους και ήξερε ποιοι ήταν εκείνοι που του είχαν επιτεθεί. Ποτέ δεν τους το είπε. Στην πραγματικότητα ήταν δύσκολο να τον κάνεις να μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Κι’ όμως, έφερε αυτά τα σημάδια ως τον τάφο.»
«ΦΡΟΝΙΜΟΙ ΩΣ ΟΙ ΟΦΕΙΣ»
Η απαγόρευση του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και ορισμένων άλλων Χριστιανικών εκδόσεων έφερε τους δούλους του Ιεχωβά σε δύσκολη θέση. Όμως, το έργο τους ήταν θεόδοτο και προχώρησαν να το κάνουν, αποδεικνύοντας ότι είναι «φρόνιμοι ως οι όφεις και απλοί ως αι περιστεραί.» (Ματθ. 10:16) Γι’ αυτό, κατά καιρούς, τα βοηθητικά βιβλία μελέτης της Αγίας Γραφής κρύβονταν σε διάφορους τόπους—ίσως σε κάποια σοφίτα ή στην καρβουναποθήκη, κάτω από πατώματα ή σε έπιπλα.
Ο αδελφός Σ. Γ. Μίλλερ μάς λέει γι’ αυτό: «Καθώς το σπίτι μας ήταν το τοπικό κέντρο των Σπουδαστών της Γραφής τον καιρό εκείνο, οι αδελφοί έρχονταν τα μεσάνυχτα μ’ ένα φορτηγό για να φέρουν τα βιβλία κι εμείς κρύβαμε τα χαρτοκιβώτια με τα βιβλία στο κοτέτσι, καμουφλάροντάς τα με κότες και με πούπουλα.»
Αναπολώντας ένα περιστατικό που είχε συμβεί τον καιρό εκείνο, ο αδελφός Ντ. Ντ. Ρόις γράφει: «Στο σπίτι της οικογένειας Ρήηντ, τα βιβλία είχαν φυλαχτεί στο πίσω μέρος του σπιτιού και, όταν ήρθε η αστυνομία, οι Ρήηντ κρατούσαν την αναπνοή τους, καθώς οι αστυνομικοί πλησίασαν την κρυψώνα. Ακριβώς τότε ένας τεράστιος σωρός από χιόνι έπεσε από την οροφή, σκεπάζοντας τελείως το μέρος εκείνο.»
«ΜΗΧΑΝΑΤΑΙ ΑΔΙΚΙΑΝ ΑΝΤΙ ΝΟΜΟΥ»
Πριν από αιώνες ο ψαλμωδός ρώτησε: «Μήπως έχει μετά σού συγκοινωνίαν ο θρόνος της ανομίας όστις μηχανάται αδικίαν αντί νόμου;» (Ψαλμός 94:20) Οι δούλοι του Ιεχωβά πάντοτε υπακούουν όλους τους νόμους των εθνών, που δεν διαφωνούν με τους νόμους του Θεού. Αλλά, όπως θα έπρεπε να περιμένουμε, όταν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στις απαιτήσεις των κοινών ανθρώπων και στους νόμους του Θεού, οι Χριστιανοί παίρνουν την αποστολική θέση και «πειθαρχούν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» (Πράξεις 5:29) Καμιά φορά καλοί νόμοι εφαρμόζονται διεστραμμένα στην προσπάθεια να σταματήσουν το έργο των Χριστιανών. Σε άλλες περιστάσεις, οι εχθροί πέτυχαν να ψηφιστούν νόμοι που είχαν σαν αποτέλεσμα τη βλάβη του λαού του Θεού.
Ο Νόμος για το Συμβούλιο Επιλογής Οπλιτών ψηφίστηκε από το Κογκρέσσο των Ηνωμένων Πολιτειών στις 15 Ιουνίου 1917. Προέβλεπε τη στρατολόγηση ανδρών, αλλά εξαιρούσε εκείνους οι οποίοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος σε πόλεμο, εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πολλοί νεαροί σε όλη τη χώρα έγραψαν στην Εταιρία Σκοπιά, ρωτώντας τον Δικαστή Ρόδερφορδ ποια πορεία θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Εκείνος αργότερα είπε σχετικά με αυτό: «Με ρωτούσαν πολλοί νεαροί στη χώρα ποια πορεία θα έπρεπε να κρατήσουν σχετικά με το θέμα αυτό. Πάντοτε η συμβουλή μου ήταν η ίδια στους νέους ανθρώπους που με ρωτούσαν: ‘Αν η συνείδησή σας δεν σας επιτρέπει να πάτε στον πόλεμο, το Άρθρο 3 του Νόμου για τη Στρατολόγηση προβλέπει να ζητήσετε απαλλαγή. Θα πρέπει να κάνετε μια δήλωση και μια αίτηση για απαλλαγή, εκθέτοντας το λόγο, και το Συμβούλιο Επιλογής θα διαβιβάσει την αίτησή σας’. Ποτέ δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να τους συμβουλεύω να επωφεληθούν από το νόμο του Κογκρέσσου. Πάντοτε επέμενα ότι κάθε πολίτης πρέπει να υπακούει στους νόμους της χώρας εφόσον ο νόμος δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με το νόμο του Θεού.»
Από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ακόμη εκδηλώθηκε μια κατά μέτωπο συνωμοσία ενάντια στους δούλους του Ιεχωβά. Σχετικά με αυτή, πολλοί κληρικοί έκαναν μια διάσκεψη στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας το 1917. Εκεί διόρισαν μια επιτροπή για να επισκεφτεί την πρωτεύουσα του έθνους, την Ουάσινγκτον, και να επιμείνει στην αναθεώρηση του Νόμου για τη Στρατολόγηση και του Νόμου για την Κατασκοπεία. Η επιτροπή επισκέφτηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Με υποκίνηση των κληρικών επιλέχθηκε το μέλος του Υπουργείου, Τζων Λορντ Ο’Μπράυαν για να προετοιμάσει μια τροποποίηση για το Νόμο για την Κατασκοπεία και να την εισηγηθεί στη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η τροποποίηση αυτή προέβλεπε ότι όλες οι παραβάσεις που διαπράττονταν στο Νόμο για την Κατασκοπεία θα έπρεπε να εκδικαστούν από στρατοδικείο και ότι θα έπρεπε να επιβάλλεται η ποινή του θανάτου σε κείνους που θα κρίνονταν ένοχοι. Ωστόσο, το νομοσχέδιο δεν εγκρίθηκε.
Μια διάταξη που είναι γνωστή σαν «η Γαλλική Τροποποίηση» εισήχθη κατά το χρόνο που το Κογκρέσσο ανέλαβε την τροποποίηση του Νόμου για την Κατασκοπεία. Η τροποποίηση αυτή εξαιρούσε από τις διατάξεις του νόμου κάθε έναν ο οποίος θα κήρυττε δημόσια «αυτό που είναι αληθινό, με καλά κίνητρα και για δικαιολογημένους σκοπούς.»
Εντούτοις, στις 4 Μαΐου 1918 ο Γερουσιαστής Όβερμαν ζήτησε να μπει στα «Πρακτικά του Κογκρέσσου» ένα υπόμνημα από το Γενικό Εισαγγελέα (4 Μαΐου 1918, σελ. 6052, 6053). Εκεί ανάμεσα σε άλλα έγραφε:
«Η άποψη του Στρατιωτικού Τμήματος της Αντικατασκοπείας είναι τελείως αντίθετη με την τροποποίηση στο νόμο για την κατασκοπεία και ιδιαίτερα με το άρθρο 3, Παράγραφος 1, που λέει ότι ο νόμος δεν θα εφαρμόζεται σε κείνους που κάνουν δημόσια ‘αυτό που είναι αληθινό, με καλά κίνητρα και για δικαιολογημένους σκοπούς.’
«Η πείρα διδάσκει ότι μια τέτοια τροποποίηση σε μεγάλο βαθμό θα εξουδετέρωνε την ισχύ του νόμου και θα έστρεφε όλες τις δίκες σε ακαδημαϊκές συζητήσεις πάνω σε ασάφειες ως προς το τι είναι αληθινό. Τα ανθρώπινα κίνητρα είναι πάρα πολύ περίπλοκα για να μπορούν να συζητηθούν και η λέξη ‘δικαιολογημένος’ είναι πάρα πολύ ελαστική για πρακτική χρήση. . .
«Ένα από τα πιο επικίνδυνα παραδείγματα της προπαγάνδας αυτού του είδους είναι το βιβλίο που ονομάζεται “Το Τετελεσμένον Μυστήριον“, ένα βιβλίο γραμμένο σε εξαιρετικά θρησκευτική γλώσσα και διανεμημένο σε πάρα πολύ μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Το μόνο αποτέλεσμα που έχει το βιβλίο αυτό είναι να οδηγεί τους στρατιώτες να περιφρονούν το σκοπό για τον οποίο πολεμάμε και να εμπνέει στην πατρίδα μας ένα συναίσθημα αντιστάσεως στη στράτευση.
«Τα Νέα της Βασιλείας του Μπρούκλυν δημοσιεύουν μια αίτηση στην οποία απαιτούν να αναιρεθεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου “Το Τετελεσμένον Μυστήριον“ και των παρόμοιων έργων, ούτως ώστε να επιτραπεί στους ανθρώπους, χωρίς παρέμβαση η παρενόχληση, να αγοράζουν, να πουλούν, να κατέχουν και να διαβάζουν το βιβλικό αυτό βοήθημα. Η ψήφιση αυτής της τροποποιήσεως θα ξανανοίξει τα στρατόπεδά μας στη δηλητηριώδη αυτή επιρροή.
«Ο Διεθνής Σύλλογος των Σπουδαστών της Γραφής υποκρίνεται ότι έχει αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικά κίνητρα, ωστόσο εμείς έχουμε ανακαλύψει ότι στα κεντρικά τους γραφεία καταφεύγουν Γερμανοί πράκτορες. . .
«Η ψήφιση της τροποποιήσεως αυτής θα εξασθενούσε κατά πολύ την αμερικανική επάρκεια και δεν θα βοηθήσει κανέναν άλλο παρά μόνο τον εχθρό. Τα αποτελέσματα, και όχι τα κίνητρα, είναι εκείνα που μετράνε στον πόλεμο. Συνεπώς ο νόμος και οι εκτελεστές του θα πρέπει εκ των προτέρων να φροντίζουν γι’ αυτό που είναι επιθυμητό και να εμποδίζουν τα βλαβερά αποτελέσματα, αφήνοντας τα κίνητρα στη δικαιοδοσία των δικαστών ή στην αντίληψη των ιστορικών.»
Σαν συνέπεια των προσπαθειών αυτών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο τροποποιημένος Νόμος για την Κατασκοπεία εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 1918 χωρίς τη «Γαλλική Τροποποίηση.»
«ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΒΑΛΟΥΜΕ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΠΕΤΥΧΟΥΜΕ!»
Περίπου το χρόνο αυτό, ορισμένοι νεαροί που ήταν συνταυτισμένοι με τους Σπουδαστές της Γραφής κλήθηκαν για στρατιωτική υπηρεσία και, σαν αντιρρησίες συνειδήσεως, στάλθηκαν στο Στρατόπεδο Άπτον στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης. Το στρατόπεδο αυτό ήταν υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Τζέιμς Φράνκλιν Μπελ. Αυτός επισκέφθηκε τον Ι. Φ. Ρόδερφορδ στο γραφείο του και προσπάθησε να τον κάνει να δώσει οδηγίες στους ανθρώπους αυτούς να αναλάβουν οποιαδήποτε υπηρεσία θα τους έδινε ο Μπελ, είτε πέρα από τον ωκεανό είτε αλλού. Ο Ρόδερφορδ αρνήθηκε. Ο στρατηγός επέμεινε και τελικά ο Ρόδερφορδ έγραψε μια επιστολή, η οποία συγκεκριμένα έγραφε: «Ο καθένας σας πρέπει να αποφασίσει ο ίδιος για τον εαυτό του εάν επιθυμεί να συμμετάσχει στην ενεργή στρατιωτική υπηρεσία ή όχι. Να κάνετε αυτό που θεωρείτε ότι είναι το καθήκον σας και το σωστό στα μάτια του Παντοδυνάμου Θεού.» Η επιστολή αυτή δεν ικανοποίησε καθόλου τον Μπελ.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ και ο Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ επισκέφθηκαν το Στρατηγό Μπελ στο Στρατόπεδο Άπτον. Ο Μπελ, παρουσία του υπασπιστή και του Βαν Άμπουργκ, είπε στον Ρόδερφορδ για τη διάσκεψη των κληρικών στη Φιλαδέλφεια. Ανέφερε ότι επέλεξαν τον Τζων Λορντ Ο’Μπράυαν για να παρουσιάσει τα ζητήματα στη Γερουσία, με αποτέλεσμα να εισαχθεί για ψήφιση ένα νομοσχέδιο, ώστε όλες οι δίκες που θα γίνονταν για παραβίαση του Νόμου για την Κατασκοπεία να εκδικάζονται από στρατοδικείο επί ποινή θανάτου. Ο στρατηγός Μπελ «έδειξε έντονη εχθρότητα» σύμφωνα με τον Ρόδερφορδ, ο οποίος αφηγήθηκε: «Μπροστά του στο γραφείο του βρισκόταν μια στοίβα από χαρτιά και με το δείχτη του χεριού του τα χτύπησε και απευθυνόμενος σε μένα, ζώντας αυτά που έλεγε, είπε: Αυτό το νομοσχέδιο δεν πέρασε, γιατί το εμπόδισε ο Ουίλσον, αλλά εμείς γνωρίζουμε πώς θα σας βάλουμε στο χέρι και οπωσδήποτε θα το πετύχουμε!’ Στη δήλωση αυτή εγώ απάντησα: ‘Στρατηγέ, ξέρετε πού να με βρείτε.’»
ΚΑΙΡΙΟ ΠΛΗΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΑΣ»
Μετά τις αρχές του Οκτωβρίου το 1914, οι χρισμένοι ακόλουθοι του Ιησού διακήρυξαν ότι οι Καιροί των Εθνών είχαν τελειώσει και ότι τα έθνη πλησίαζαν στην καταστροφή τους στον Αρμαγεδδώνα. (Λουκάς 21:24· Αποκάλυψις 16:14-16) Οι συμβολικοί αυτοί «δύο μάρτυρες» διεκήρυξαν το πένθιμο αυτό μήνυμά τους προς τα έθνη για 1.260 μέρες, δηλαδή για τριάμισι χρόνια (4/5 Οκτωβρίου 1914 μέχρι 26/27 Μαρτίου 1918). Τότε το θηριώδες πολιτικό σύστημα του Διαβόλου πολέμησε ενάντια στους «δύο μάρτυρες» του Θεού, ‘σκοτώνοντάς’ τους τελικά σε ό,τι αφορά το βασανιστικό έργο της προφητείας τους που το έκαναν «ενδεδυμένοι σάκκους», προς μεγάλη ανακούφιση των θρησκευτικών, πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών εχθρών τους. (Αποκάλυψις 11:3-7· 13:1) Αυτή ήταν η προφητεία και εκπληρώθηκε. Αλλά με ποιον τρόπο;
Στις 7 Μαΐου 1918, το Περιφερειακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως εναντίον ορισμένων διακόνων της Εταιρίας Σκοπιά. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Πρόεδρος Ι. Φ. Ρόδερφορδ, ο Γραμματέας-Ταμίας Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ, ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ και ο Τζωρτζ Χ. Φίσερ (οι δυο συντάκτες του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον»), ο Φ. Χ. Ρόμπινσον (μέλος της εκδοτικής επιτροπής της «Σκοπιάς»), ο Α. Χ. Μακμίλλαν, ο Ρ. Τζ. Μάρτιν και ο Τζιοβάννι ΝτεΤσέκκα.
Την αμέσως επόμενη μέρα, 8 Μαΐου 1918, όσοι απ’ αυτούς βρίσκονταν στο Μπέθελ του Μπρούκλυν συνελήφθησαν. Τελικά όλοι προφυλακίστηκαν. Αμέσως μετά φέρθηκαν στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, στο οποίο προήδρευε ο Δικαστής Γκάρβιν. Όλοι τους παραπέμφθηκαν με την κατηγορία που τους είχε παραπέμψει το Συμβούλιο Πρωτοδικών, δηλαδή ότι,
«(1, 3) Παράνομα, εγκληματικά και ηθελημένα προκάλεσαν και αποπειράθηκαν να προκαλέσουν ανυπακοή, απείθεια και την άρνηση εκτελέσεως καθήκοντος στις στρατιωτικές και στις ναυτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μέσω προσωπικών προσκλήσεων, επιστολών, δημοσίων ομιλιών, διανομής και δημοσίας κυκλοφορίας σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ενός συγκεκριμένου βιβλίου που ονομάζεται ‘ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ—Τόμος Ζ΄—Το Τετελεσμένον Μυστήριον’· και με τη διανομή και δημόσια κυκλοφορία σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες ορισμένων άρθρων που παρουσιάζονται σε φυλλάδια τα οποία ονομάζονται ‘ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ’, ‘Η ΣΚΟΠΙΑ’, ‘ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ’ και άλλα φυλλάδια που δεν κατονομάζονται, και τα λοιπά·
«(2, 4) Ότι παράνομα, εγκληματικά και ηθελημένα εμποδίζουν τη στρατολόγηση και την εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους των Ηνωμένων Πολιτειών καθ’ ην στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση.»
Η κατηγορία βασιζόταν κυρίως σε μια παράγραφο του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον». Εκεί έγραφε: «Πουθενά στην Καινή Διαθήκη δεν ενθαρρύνεται ο Πατριωτισμός (το στενόμυαλο μίσος για τους άλλους λαούς). Παντού και πάντα ο φόνος σε κάθε μορφή του απαγορεύεται και όμως, κάτω από το πρόσχημα του Πατριωτισμού, οι πολιτικές κυβερνήσεις της γης απαιτούν από τους ειρηνικούς ανθρώπους να θυσιάζουν τον εαυτό τους και τους αγαπημένους τους και να σφαγιάζουν τους συνανθρώπους τους και αυτό να το χαιρετίζουν σαν καθήκον που απαιτούν οι νόμοι του ουρανού.»
Οι αδελφοί Ρόδερφορδ, Βαν Άμπουργκ, Μακμίλλαν και Μάρτιν αντιμετώπιζαν και μια δεύτερη κατηγορία, ότι έκαναν εμπόριο με τον εχθρό, που βασιζόταν στον ισχυρισμό ότι οι αξιωματούχοι της Εταιρίας είχαν στείλει 500 δολλάρια στο διευθυντή του τμήματος της Εταιρίας στη Ζυρίχη στην Ελβετία. Κάθε κατηγορούμενος αδελφός έπρεπε να πληρώσει 2.500 δολλάρια εγγύηση για το καθένα από τα αδικήματα. Απελευθερώθηκαν με εγγύηση και εμφανίστηκαν στο δικαστήριο στις 15 Μαΐου 1918. Η δίκη ορίστηκε για τις 3 Ιουνίου 1918 στο Περιφερειακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Οι αδελφοί απάντησαν «αθώος» και στις δυο κατηγορίες και θεώρησαν τον εαυτό τους απόλυτα αθώο απ’ όλες τις κατηγορίες.
Εξαιτίας της προκαταλήψεως που εκδηλώθηκε στις προηγούμενες δίκες, οι κατηγορούμενοι υπέβαλαν ένορκες καταθέσεις που έδειχναν γιατί πίστευαν ότι ο Δικαστής Γκάρβιν ήταν προκατειλημμένος εναντίον τους. Αργότερα ορίστηκε πρόεδρος στη δίκη ο Περιφερειακός Δικαστής των Ηνωμένων Πολιτειών Χάρλαντ Μπ. Χάου. Κατά τον Α. Χ. Μακμίλλαν, παρ’ ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήξεραν τις απόψεις του Χάου, η κυβέρνηση γνώριζε ότι αυτός «πάντοτε είχε ειδική προκατάληψη εναντίον των κατηγορουμένων και υπέρ του κατηγορητηρίου.» Ο Μακμίλλαν επίσης είπε: «Αλλά δεν μείναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σκοτάδι· από την πρώτη σύσκεψη των δικηγόρων στο γραφείο του δικαστή, προτού αρχίσει η δίκη, εκδηλώθηκε η εχθρότητά του και είπε ‘θα δώσω στους κατηγορουμένους αυτούς αυτό που τους πρέπει.’ Ωστόσο τώρα ήταν πολύ αργά για να καταθέσουν οι δικηγόροι μας ένσταση εξαιρέσεως του δικαστή λόγω προκαταλήψεως».
Ο Μακμίλλαν είπε ότι το κατηγορητήριο όπως διατυπώθηκε αρχικά περιλάμβανε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν συνωμοτήσει ανάμεσα στις 6 Απριλίου 1917, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τον πόλεμο, και στις 6 Μαΐου 1918. Κατόπιν αιτήσεως, η κυβέρνηση προσδιόρισε ότι η ημερομηνία της υποτιθέμενης παραβάσεως ήταν ανάμεσα στις 15 Ιουνίου 1917 και στις 6 Μαΐου 1918.
ΣΚΗΝΕΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε πόλεμο. Η δίκη των Σπουδαστών της Γραφής με το κατηγορητήριο της ανταρσίας πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Και η κοινή γνώμη; Ευνοούσε καθετί που θα προωθούσε τις προσπάθειες του πολέμου. Έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου οι μπάντες έπαιζαν και οι στρατιώτες παρέλαυναν γύρω από το κοντινό Μπρούκλυν Μπόροου Χωλ. Μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, η δεκαπενθήμερη δίκη προχωρούσε συσσωρεύοντας μια μεγάλη ποσότητα, ένα αληθινό βουνό από μαρτυρίες. Γιατί να μη μπούμε μέσα για να δούμε από κοντά τη διαδικασία;
Ο Α. Χ. Μακμίλλαν, ένας από τους κατηγορουμένους, μας βοηθάει να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα, γιατί αργότερα έγραψε: «Στη δίκη η κυβέρνηση είπε ότι αν κανείς στεκόταν στη γωνιά του δρόμου και επαναλάμβανε την Κυριακή προσευχή με την πρόθεση να αποθαρρύνει τους ανθρώπους να πάνε να υπηρετήσουν, θα έπρεπε να σταλθεί στη φυλακή. Έτσι μπορείτε να καταλάβετε πόσο εύκολο ήταν γι’ αυτούς να παρερμηνεύουν τις προθέσεις των άλλων. Νόμιζαν ότι μπορούσαν να πουν αυτό που σκεφτόταν κάποιος άλλος. Έτσι ενήργησαν εναντίον μας μ’ αυτή τη βάση παρά το γεγονός ότι καταθέσαμε ότι ουδέποτε συνωμοτήσαμε να κάνουμε οτιδήποτε, ώστε να επηρεάσουμε τη στρατολόγηση και ότι ποτέ δεν ενθαρρύναμε κανένα να αντισταθεί σε αυτήν. Όλα ήταν μάταια. Ορισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες του Χριστιανικού λεγόμενου κόσμου και οι πολιτικοί σύμμαχοί τους ήταν αποφασισμένοι να μας σταματήσουν. Ο εισαγγελέας, με τη συγκατάθεση του Δικαστή Χάου, επεδίωξε την καταδίκη, επιμένοντας ότι δεν ενδιέφερε το κίνητρό μας και ότι οι προθέσεις μας μπορούσαν να εξαχθούν λογικά απ’ τις πράξεις μας. Βρέθηκα ένοχος αποκλειστικά και μόνο με βάση το γεγονός ότι είχα συνυπογράψει μια επιταγή, ο σκοπός της οποίας δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, και ότι υπέγραψα μια δήλωση την οποία είχε διαβάσει ο αδελφός Ρόδερφορδ σε μια συνεδρίαση του συμβουλίου μας. Ακόμη και τότε δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι ήταν δικιά μου η υπογραφή. Αυτή η αδικία μάς βοήθησε αργότερα στην έφεσή μας.»
Σ’ ένα σημείο κάλεσαν να καταθέσει ενόρκως ένας πρώην αξιωματούχος της Εταιρίας. Αφού κοίταξε ένα αντίγραφο που έφερε δύο υπογραφές, είπε ότι αναγνώριζε τη μια ότι ήταν του Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ. Να τι λέει το Αντίγραφο των Πρακτικών:
«Ε. Σας εγχειρίζω το Έγγραφο αριθμός 31 για να το αναγνωρίσετε και σας ζητάω να κοιτάξετε τις δύο υπογραφές ή υποτιθέμενες υπογραφές του Μακμίλλαν και του Βαν Άμπουργκ, και σας ρωτώ πρώτα για τον Βαν Άμπουργκ αν κατά τη γνώμη σας αυτή είναι μια πολυγραφημένη υπογραφή του; Α. Νομίζω ότι είναι, την αναγνωρίζω.»
«Ε. Του κυρίου Μακμίλλαν; Α. Του κυρίου Μακμίλλαν δεν αναγνωρίζεται, αλλά νομίζω πως είναι η υπογραφή του.»
Σχετικά με την υπεράσπισή τους στη δίκη, ο αδελφός Μακμίλλαν έγραψε αργότερα:
«Αφού η κυβέρνηση συμπλήρωσε την κατηγορία της, εμείς παρουσιάσαμε την υπεράσπισή μας. Ουσιαστικά αποδείξαμε ότι η Εταιρία είναι αποκλειστικά και μόνο θρησκευτική οργάνωση· ότι τα μέλη δέχονται σαν αρχές τους και πίστη τους την Αγία Γραφή με τον τρόπο που την εξηγεί ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ· ότι ο Κ. Τ. Ρώσσελ στη διάρκεια της ζωής του έγραψε και δημοσίευσε 6 τόμους, τις «Γραφικές Μελέτες» και ότι από το 1896 ακόμη είχε υποσχεθεί τον 1ο τόμο ο οποίος θα πραγματευόταν τον Ιεζεκιήλ και την Αποκάλυψη· ότι στο κρεβάτι του θανάτου του ζήτησε να γράψει κάποιος άλλος τον 7ο τόμο· ότι αμέσως μετά το θάνατό του η εκτελεστική επιτροπή της Εταιρίας εξουσιοδότησε τον Κ. Τζ. Γούντγουωρθ και τον Τζωρτζ Χ. Φίσερ να γράψουν και να υποβάλουν για εξέταση το χειρόγραφο για θεώρηση, χωρίς καμιά υπόσχεση για την έκδοσή του· ότι το χειρόγραφο για την Αποκάλυψη τελείωσε προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλακούν στον πόλεμο και ότι τα χειρόγραφα όλου του βιβλίου (εκτός από το κεφάλαιο για το ναό) βρίσκονταν στα χέρια του τυπογράφου πριν από την ψήφιση του Νόμου για την Κατασκοπεία. Γι’ αυτό, η κατηγορία ήταν ασύστατη.
«Καταθέσαμε ότι ποτέ δεν διανοηθήκαμε, συμφωνήσαμε ή συνωμοτήσαμε να κάνουμε οτιδήποτε θα επηρέαζε τη στρατολογία ή να παρέμβουμε στη διεξαγωγή του πολέμου από την κυβέρνηση ούτε μας πέρασε καμιά σκέψη να το κάνουμε αυτό· ότι ποτέ δεν είχαμε την πρόθεση να παρέμβουμε με οποιονδήποτε τρόπο στον πόλεμο· ότι το έργο μας ήταν αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικό και καθόλου πολιτικό· ότι ποτέ δεν επιβάλαμε σε κανένα να γίνει μέλος μας και ότι ποτέ δεν συμβουλέψαμε ούτε ενθαρρύναμε κανένα να αντισταθεί στη στρατολογία· ότι οι επιστολές που γράφτηκαν ήταν για κείνους τους οποίους γνωρίζαμε ότι ήταν αφιερωμένοι Χριστιανοί και τους οποίους είχαμε από το νόμο το δικαίωμα να πληροφορήσουμε· ότι δεν είμαστε ενάντια στον πόλεμο που έκανε το έθνος, αλλά σαν αφιερωμένοι Χριστιανοί δεν θα παίρναμε ποτέ μέρος σε μια θανατηφόρα σύγκρουση.»
Αλλά όλα όσα ειπώθηκαν και γίνηκαν στη δίκη εκείνη δεν ήταν καθαρά και τίμια. Ο Μακμίλλαν αργότερα ανάφερε: «Μερικοί από τους δικούς μας που παρακολουθούσαν τη δίκη αργότερα είπαν ότι ένας από τους δικηγόρους της κυβερνήσεως είχε πάει έξω στον προθάλαμο κι εκεί μιλούσε σε χαμηλό τόνο με μερικούς από τους αρχηγούς του στασιασμού μέσα στην Εταιρία. Είπαν ‘Μην αφήσετε αυτό τον άνθρωπο [τον Μακμίλλαν] να φύγει· αυτός είναι ο χειρότερος της συμμορίας. Θα συνεχίσει να κάνει τα ίδια πράγματα αν δεν τον βάλετε μέσα μαζί με τους άλλους.’» Θυμηθείτε ότι τότε φιλόδοξοι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Εταιρίας Σκοπιά. Δεν είναι περίεργο που αργότερα ο Ρόδερφορδ προειδοποίησε τους αδελφούς που είχαν μείνει υπεύθυνοι στο Μπέθελ: «Πληροφορούμαστε ότι επτά άτομα, που είναι ενάντια στην Εταιρία και στο έργο της, στη διάρκεια του περασμένου χρόνου παρακολούθησαν τη δίκη μας και βοήθησαν τους κατηγόρους μας. Σας προειδοποιούμε, αγαπητοί, να φυλάγεστε από τις ύπουλες προσπάθειες ορισμένων απ’ αυτών να σας κολακεύουν στην απόπειρά τους να αποκτήσουν τον έλεγχο της Εταιρίας.»
Τελικά, μετά από πολυήμερη δίκη, έφτασε η μέρα της αποφάσεως. Στις 20 Ιουνίου 1918, γύρω στις 5 η ώρα το απόγευμα, η υπόθεση έφτασε στους ενόρκους. Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ αργότερα αφηγείτο: «Οι ένορκοι δίστασαν για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού βγάλουν την ετυμηγορία τους. Τελικά ο Δικαστής Χάου τους έστειλε μήνυμα ότι πρέπει η ετυμηγορία να είναι ‘Ένοχοι’, όπως μας είπε ένας από τους ενόρκους αργότερα.» Μετά από τεσσερισήμισι ώρες διασκέψεως, στις 9.40 μ.μ. οι ένορκοι γύρισαν με την ετυμηγορία τους—«Ένοχοι.»
Η έκδοση της αποφάσεως έγινε στις 21 Ιουνίου. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη. Όταν ρωτήθηκαν αν είχαν τίποτα να προσθέσουν, οι κατηγορούμενοι δεν απάντησαν. Έπειτα ήρθε η ανακοίνωση της καταδίκης από τον Δικαστή Χάου. Αυτός θυμωμένα είπε: «Η θρησκευτική προπαγάνδα στην οποία ενεπλάκησαν οι άνθρωποι αυτοί είναι πιο επικίνδυνη από μια μεραρχία Γερμανών στρατιωτών. Αυτοί όχι μόνο αγνόησαν τους αξιωματούχους του νόμου, της κυβερνήσεως και το γραφείο πληροφοριών του στρατού, αλλά αποκήρυξαν όλους τους διακόνους όλων των εκκλησιών. Η τιμωρία τους πρέπει να είναι σκληρή.»
Και ήταν. Επτά από τους κατηγορουμένους καταδικάστηκαν σε ογδόντα χρόνια φυλάκιση (είκοσι χρόνια για καθεμιά από τις τέσσερις κατηγορίες και κατά συγχώνευση είκοσι). Η καταδίκη για τον Τζιοβάννι ΝτεΤσέκκα καθυστερούσε, αλλά τελικά τον φυλάκισαν 40 χρόνια, δηλαδή 10 χρόνια για καθεμιά από τις ίδιες τέσσερις κατηγορίες. Οι κατηγορούμενοι έπρεπε να εκτίσουν τις ποινές τους στην Ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Τζώρτζια των Ηνωμ. Πολιτειών.
Η δίκη είχε διαρκέσει δεκαπέντε μέρες. Οι μαρτυρικές καταθέσεις που είχαν καταγραφεί εκτενώς και οι διαδικασίες ήταν συχνά ανέντιμες. Πραγματικά, αργότερα αποδείχθηκε ότι η διαδικασία είχε παραπάνω από 125 λάθη. Ελάχιστα μόνο απ’ αυτά απαιτούνταν για να ακυρωθεί τελικά όλη η διαδικασία από το Εφετείο.
«Είχα πάει και υπέφερα σε όλη τη διαδικασία μαζί με τους αδελφούς στην άδικη αυτή δίκη,» σχολιάζει ο Τζέιμς Γκουήν Ζήα, ο οποίος ήταν παρών σαν παρατηρητής. Συνεχίζει: «Ακόμη και τώρα βλέπω το δικαστή να αρνείται στον αδελφό Ρόδερφορδ την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του. ‘Η Αγία Γραφή δεν έχει καμιά σχέση σ’ αυτό το δικαστήριο’, ήταν το σχόλιό του. Έμεινα μαζί με τον αδελφό Μ. Α. Χάουλετ στο Μπέθελ εκείνο το βράδυ και γύρω στις 10 η ώρα ήρθε η είδηση ότι είχαν καταδικαστεί. Η ποινή τους αναγγέλθηκε την επόμενη μέρα.»
Παρά τις άδικες καταδίκες και τις σοβαρές ποινές που είχαν επιβληθεί, ο αδελφός Ρόδερφορδ και οι σύντροφοί του είχαν παραμείνει απτόητοι. Είναι ενδιαφέρον ότι η «Τρίμπιουν» της Νέας Υόρκης στις 22 Ιουνίου 1918 έγραφε: «Ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορδ και έξι άλλοι ‘Ρωσσελιστές’, που κατηγορούνταν για παραβίαση του Νόμου για την Κατασκοπεία, καταδικάστηκαν σε 20 χρόνια στη φυλακή της Ατλάντα χθες από το Δικαστή Χάου. ‘Αυτή είναι η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου,’ είπε ο κύριος Ρόδερφορδ στο δρόμο του από το δικαστήριο προς τη φυλακή, ‘το να υφίσταται κανείς τιμωρία για χάρη των θρησκευτικών του πεποιθήσεων είναι από τα πιο μεγάλα προνόμια που μπορεί να δοθούν σε κάποιον.’ Μια από τις πιο περίεργες εκδηλώσεις που είδε ποτέ το γραφείο του σερίφη στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο του Μπρούκλυν έγινε από τις οικογένειες και τους στενούς φίλους των καταδικασμένων, αμέσως μόλις οι φυλακισμένοι φέρθηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Όλη η συντροφιά έκανε το παλιό κτίριο να ηχεί με τον ύμνο ‘Ευλογημένος να Είναι ο Δεσμός που μας Ενώνει.’ ‘Όλα ήταν θέλημα του Θεού,’ έλεγαν ο ένας στον άλλον με τα πρόσωπά τους σχεδόν ακτινοβόλα. ‘Κάποια μέρα ο κόσμος θα γνωρίσει τι σημαίνουν όλα αυτά. Στο μεταξύ, ας είμαστε ευγνώμονες για τη χάρη του Θεού που μας διατήρησε μέσα απ’ όλες τις δοκιμασίες μας και έτσι αποβλέπουμε στη Μεγάλη Μέρα που έρχεται.’»
Ενώ η υπόθεση βρισκόταν στο Εφετείο, δυο φορές οι αδελφοί προσπάθησαν να βγουν με εγγύηση, αλλά εμποδίστηκαν πρώτα από το Δικαστή Χάου και αργότερα από το Δικαστή Μάρτιν Τ. Μάντον. Στην αρχή κρατήθηκαν στη φυλακή της οδού Ρέυμοντ στο Μπρούκλυν, όπου άνοιξαν «την πιο βρώμικη τρύπα που μπήκα μέσα της ποτέ,» σύμφωνα με τον Α. Χ. Μακμίλλαν. Ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ την ονόμασε αστειευόμενος το «Ξενοδοχείο της Οδού Ρέυμοντ.» Η δυσάρεστη εκείνη εβδομαδιαία παραμονή ακολουθήθηκε από μια άλλη εβδομάδα που πέρασαν στη φυλακή της Πόλεως Λονγκ Άιλαντ. Τελικά, στις 4 Ιουλίου, την ημέρα της ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών, οι άδικα καταδικασμένοι άνδρες στάλθηκαν με το τραίνο στην Ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Τζώρτζια.
[Υποσημείωση]
a 1 μπούσελ=36 λίτρα