Αναγνώρισις του Μεσσία
Ήλθε ο Μεσσίας; Αν ναι, ποιος είναι, και γιατί τόσοι άνθρωποι που λέγουν ότι παραδέχονται τις Εβραϊκές Γραφές δεν μπόρεσαν να τον αναγνωρίσουν;
«ΠΑΤΕΡΑ», ερώτησε ένα μικρό Εβραιόπαιδο το βράδυ του πάσχα, «για ποιον είναι αυτό το επί πλέον ποτήρι το κρασί επάνω στο τραπέζι του πάσχα και γιατί άνοιξες την πόρτα;» «Αυτό το ποτήρι το κρασί είναι για τον προφήτη Ηλία,» απήντησε ο πατέρας του. «Ξέρεις, τον περιμένομε να επιστρέψη κάποιο βράδυ του πάσχα και να μας φέρη την καλή αγγελία ότι ήλθε ο Μεσσίας. Γι’ αυτό άνοιξα και την πόρτα.»
Ναι, κάθε χρόνο εκατομμύρια Ιουδαίοι σε όλο τον κόσμο περιλαμβάνουν προετοιμασίες για τον Ηλία όταν τελούν τον εορτασμό του πάσχα, ελπίζοντας ακόμη να έλθη ο Μεσσίας. Ειδικά οι Ορθόδοξοι Ιουδαίοι αναμένουν ένα προσωπικό Μεσσία. Μερικοί απ’ αυτούς μάλιστα αρνούνται και να έχουν οιαδήποτε σχέσι με τον Σιωνισμό, πεπεισμένοι ότι όταν έλθη ο Μεσσίας δεν θα έχη ανάγκη της βοηθείας ούτε των Ηνωμένων Εθνών ούτε των πλουσίων Ιουδαίων που διαμένουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εν τούτοις, οι Ιουδαίοι πολύ λίγο αποβλέπουν σ’ έναν προσωπικό Μεσσία. Μερικοί πιστεύουν ότι το έθνος των, και ιδιαίτερα ο Σιωνισμός, θα είναι ο Μεσσίας του κόσμου, ενώ άλλοι απλώς αναμένουν μια Μεσσιανική εποχή, «στην οποία θα φθάσωμε με τις συνδυασμένες προσπάθειες των αγαθών ανθρώπων όλων των εθνών, φυλών και θρησκειών.»—Τι Πιστεύουν οι Ιουδαίοι, υπό Μπερνστάιν.
Στη διάνοια εκείνων που αναμένουν ένα προσωπικό Μεσσία, η έλευσίς του είναι συνδεδεμένη με τη Μεσσιανική εποχή, τον καιρό που αυτός θα βασιλεύση σε όλο τον κόσμο με δικαιοσύνη. Αλλ’ είναι αυτά τα δύο γεγονότα κατ’ ανάγκην συνδεδεμένα, ή θα μπορούσε να συμβή ώστε να έλθη κάποτε ο Μεσσίας, και η Μεσσιανική εποχή να έλθη σ’ ένα μετέπειτα χρόνον, ίσως πολύ αργότερα; Αυτό όχι μόνο είναι πιθανόν, αλλ’ είναι ακριβώς ό,τι οι Γραφές και τα ιστορικά γεγονότα δείχνουν ότι θα γίνη: ότι πριν από δεκαεννέα περίπου αιώνες ο Μεσσίας πραγματικά ήλθε, ενώ η κοσμοκρατορία του που θ’ αποκαταστήση δικαιοσύνη είναι ακόμη μελλοντική.
Ο ΜΕΣΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαιδεία διατείνεται ότι: «Μέχρι της πτώσεως της δυναστείας των Μακκαβαίων, οπότε η δεσποτική κυβέρνησις του Ηρώδου του Μεγάλου και της οικογενείας του και η αυξανόμενη τυραννία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατέστησε την κατάστασι των Ιουδαίων ακόμη πιο αφόρητη, οι Ιουδαίοι δεν είχαν ζητήσει καταφυγήν με την ελπίδα ενός προσωπικού Μεσσία.» Τα γεγονότα, όμως, και οι Γραφές αποδεικνύουν άλλα. Στον καιρό του κήπου της Εδέμ, ο Θεός είχε δώσει βάσι για ελπίδα σ’ ένα προσωπικό Μεσσία, όταν είπε στον Όφιν: «Και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.»—Γέν. 3:15.
Η ελπίς σ’ έναν προσωπικό Μεσσία έγινε ζωηρότερη όταν ο Θεός υπεσχέθη στον Αβραάμ ότι, λόγω της υπακοής του, «εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης.» Ειδικώτερα, η προφητεία του Ιακώβ, που έγινε στην επιθανάτιο κλίνη του, έλεγε: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.» Οι λόγοι του Θεού προς τον Δαβίδ υποβοηθούν ακόμη περαιτέρω στην αναγνώρισι του Μεσσία: «Θέλω αναστήσει μετά σε το σπέρμα σου, . . . και θέλω στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας αυτού έως αιώνος.»—Γέν. 22:17, 18· 49:10· 2 Σαμ. 7:12, 13, 16.
Ο ακριβής τόπος ότου θα εγεννάτο ο Υποσχεμένος αυτός είχε επίσης προλεχθή: «Και συ, Βηθλεέμ. . . , εκ σου θέλει εξέλθει εις εμέ ανήρ δια να ήναι ηγούμενος εν τω Ισραήλ· του οποίου αι έξοδοι είναι απ’ αρχής.» Ασφαλώς οι προφητικές αυτές επαγγελίες παρέσχον την ελπίδα ότι επρόκειτο να έλθη ένας προσωπικός Μεσσίας και δεν μπορούν διόλου να εφαρμοσθούν σ’ ένα έθνος, πολύ δε ολιγώτερο σε μια συνδυασμένη προσπάθεια μεταξύ πολλών εθνών.—Μιχ. 5:2.
Όχι δε μόνο η γενεαλογική γραμμή και ο τόπος γεννήσεως του Μεσσία ήσαν έτσι σαφώς δεδομένα, αλλά και αυτό το έτος της εμφανίσεώς του είχε προσδιορισθή επακριβώς. Πού; Στο Δανιήλ 9:25: «Από της εξελεύσεως της προσταγής του να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ, έως του Χριστού του Ηγουμένου, θέλουσιν είσθαι εβδομάδες επτά, και εβδομάδες εξήκοντα δύο.» Με τον Γραφικό κανόνα που βρίσκεται στον Ιεζεκιήλ 4:6, του να λογίζεται η μία μέρα ως ένα έτος, τα ανωτέρω εμπερικλείουν ένα σύνολο 483 ετών. Ο λόγος του Θεού δείχνει ότι η προσταγή του ν’ ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ εξεδόθη στο εικοστό έτος του Αρταξέρξου (Α΄), που, όπως φανερώνει η κοσμική ιστορία, ήταν το έτος 455 π.Χ. Υπολογίζοντας 483 έτη από τότε, φθάνομε στο έτος 29 μ.Χ., το δέκατο πέμπτο έτος της βασιλείας του Τιβερίου Καίσαρος. Αυτό ήταν το ακριβές έτος που εμφανίσθηκε ο Ιησούς ως ο υποσχεμένος Μεσσίας.—Νεεμ. 2:1· Λουκ. 3:1.
ΕΚΠΛΗΡΩΣΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΩΝ
Σαφώς, λοιπόν, από τον καιρό του πρώτου μάρτυρος Άβελ, πιστοί άνθρωποι ήλπισαν στην έλευσι του Μεσσία, ενός προσωπικού λυτρωτού, και ιδιαίτερα αφότου ο Θεός έδωσε στον Δαβίδ μια Μεσσιανική επαγγελία, χίλια περίπου έτη πριν από τον καιρό του Ηρώδου του Μεγάλου. Γι’ αυτό το λόγο οι Ιουδαίοι κατ’ επανάληψιν είπαν ότι ο Μεσσίας επρόκειτο να έλθη μέσω της γενεαλογικής γραμμής του Δαβίδ.—Ιωάν. 7:42· Ματθ. 22:42.
Η τετραπλή αφήγησις του Ευαγγελίου δείχνει ότι ο Ιησούς Χριστός ανταπεκρίθη στις απαιτήσεις περί γενεαλογικής γραμμής του Μεσσία, τόπου γεννήσεώς του και χρόνου ελεύσεώς του. (Λουκ. 2:10-16· 3:23-34) Και μάλιστα, κατά περιστάσεις αυτός ωμολογούσε ότι ήταν ο Μεσσίας. Έτσι, απαντώντας στη γυναίκα που ήταν στο φρέαρ της Σιχάρ, η οποία είπε: «Εξεύρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός,» ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι, ο λαλών σοι.» Επίσης, όταν ο αρχιερεύς ερώτησε τον Ιησούν: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;» ο Ιησούς απήντησε, «Εγώ είμαι.»—Ιωάν. 4:25, 26· Μάρκ. 14:61, 62.
Ο Μιχαίας προεφήτευσε ότι ο Μεσσίας είχε μια προανθρώπινη ύπαρξι, ο δε Ιησούς επανειλημμένως το επιστοποίησε αυτό. Είπε ότι κατέβη άνωθεν και ότι υπήρχε πριν από τον Αβραάμ. (Ιωάν. 3:13· 8:58) Μήπως μπορεί να ήταν θύμα απάτης ή απατεών που είχε κάμει τέτοια θαύματα όπως ήταν η θεραπεία ασθενών, εκβολή δαιμονίων, προσταγή στα στοιχεία της φύσεως και καθυπόταξίς των σ’ αυτόν, η έγερσις νεκρών, κλπ.; Ασφαλώς όλα αυτά αποτελούσαν επαρκή απόδειξιν ότι η δύναμις του Θεού υπεστήριζε τον Ιησούν σε όσα έλεγε ότι είναι ο Υιός Αυτού και ο Μεσαίας.
Ας μη μας εκπλήσση το ότι ο λαός έλεγε: «Ο Χριστός [Μεσσίας] όταν έλθη, μήπως θέλει κάμει θαύματα πλειότερα τούτων τα οποία ούτος έκαμεν;» Γι’ αυτό μπορούσε να λέγη στους ακολούθους του: «Δια τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι.» Ναι, ακριβώς όπως ο Θεός έδωσε στον Μωυσή πειστήρια για να πιστέψη ο λαός του ότι ο Ιεχωβά πραγματικά ενεφανίσθη στον Μωυσή και τον απέστειλε, έτσι επίσης ο Ιεχωβά εξουσιοδότησε τον Ιησούν Χριστό να κάμη αναρίθμητα θαύματα καταπληκτικού μεγαλείου, ώστε οι Ιουδαίοι είχαν λόγο να πιστεύουν έτι ο Ιησούς ήταν αληθινά ο υποσχεμένος Μεσαίας, «ο Υιός του Θεού του ζώντος,» όπως ο Πέτρος τόσο πιστά τον ανεγνώρισε.—Ιωάν. 7:31· 14:11· Ματθ. 16:16.
Ο Θεός προείπε ότι θα προητοιμάζετο οδός έμπροσθεν του Μεσσία, αυτή δε την προφητεία εξεπλήρωσε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. (Μαλαχ. 4:5,6· Ματθ. 17:12, 13) Καθόσον ο Ιησούς συνέχιζε τη διακονία του, εξεπληρώνοντο γι’ αυτόν ολοένα περισσότερες προφητείες, μεταξύ των οποίων ήσαν η θριαμβευτική του είσοδος στην Ιερουσαλήμ και η παράδοσίς του για τριάντα αργύρια. (Ζαχ. 9:9· 11:12· Ματθ. 21:4, 5· 26:15) Η προφητεία του Ησαΐα, κεφάλαιο 53, βρήκε αξιόλογη και λεπτομερή εκπλήρωσι στον Ιησούν: αυτός κατεφρονήθη και απερρίφθη, εβάστασε τις ασθένειες άλλων, εδικάσθη και κατεδικάσθη ψευδώς, ελογίσθη μετά ανόμων, απέθανε θυσιαστικό θάνατο, ετάφη με τον πλούσιο, κλπ. Βλέπε Ματθαίον 8:17· 27:12-14, 38, 57-60· Μάρκον 15:1-15· Ιωάννην 1:29· 12:38.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΕΓΝΩΡΙΣΘΗ
Ενώπιον όλων αυτών των Γραφικών περικοπών και των γεγονότων που πιστοποιούν τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν, γιατί το έθνος Ισραήλ, και ειδικά οι θρησκευτικοί του ηγέται, απέτυχαν να τον αναγνωρίσουν; Εν πρώτοις, ας σημειωθή ότι αυτή η αποτυχία δεν πρέπει να εκπλήσση κανένα Ιουδαίο κατατοπισμένο στην ιστορία του λαού του, διότι οι Εβραϊκές Γραφές πολλές φορές πιστοποιούν ότι αυτοί ήσαν έθνος σκληροτράχηλο. (Έξοδ. 32:9· Δευτ. 9:6· 2 Χρον. 30:8) Από τον καιρό της εξόδου των από την Αίγυπτο ως την αποκατάστασί των μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, η ιστορία των είναι ιστορία επανειλημμένων αποστασιών, αγνοίας των οδηγιών του Θεού και διωγμού των προφητών του. (2 Χρον. 36:15, 16) Αφού έτσι εκακοποίησαν τους δούλους του μεγάλου Αμπελουργού, Ιεχωβά Θεού, δεν είναι εκπληκτικό το ότι κακεντρεχώς εθανάτωσαν τον Υιόν Αυτού, όπως κατέδειξε ο Ιησούς σε μια από τις παραβολές του.—Ματθ. 21:33-46.
Ένα άλλο πράγμα: ο κλήρος των ημερών του Ιησού είχε διαφθαρή σε τέτοιο βαθμό, ώστε ήσαν υποκριταί και φιλοχρήματοι, και τα δύο δε αυτά χαρακτηριστικά προωρίζοντο να τους αποτρέψουν από το να αναγνωρίσουν τον Ιησούν ως τον Μεσσία. Όπως τους είπε ο Ιησούς: «Πώς δύνασθε σεις να πιστεύσητε, οίτινες λαμβάνετε δόξαν ο είς παρά του άλλου, και δεν ζητείτε την δόξαν την παρά του μόνου Θεού;» Το γεγονός ότι αυτός εξέθετε την ιδιοτέλειά των καθιστούσε ακόμη δυσκολώτερο γι’ αυτούς το να σταθμίσουν αντικειμενικά την απόδειξι, κι έτσι αναζητούσαν καταφύγιο κατηγορώντας τον Ιησούν ότι κάνει τα έργα του με την εξουσία του Σατανά ή Διαβόλου!—Ιωάν. 5:44· Ματθ. 12:22-31.
Υπάρχει κι άλλος ακόμη λόγος για τον οποίον οι θρησκευτικοί αυτοί ηγέται δεν μπόρεσαν ν’ αναγνωρίσουν τον Μεσσία των. Ήσαν αγανακτημένοι κάτω από τον Ρωμαϊκό ζυγό και γι’ αυτό απέβλεπαν διακαώς στον Μεσσία να τους απελευθερώση από τον ζυγόν αυτόν. Μήπως δεν προείπε ο Ησαΐας ότι «η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού,» και ότι «εις την αύξησιν της εξουσίας αυτού και της ειρήνης δεν θέλει είσθαι τέλος»; Και μάλιστα, δεν προεφήτευσε, επίσης, ο Ησαΐας ότι ο Μεσσίας θα ήταν ένας πολύ σοφός και δίκαιος άρχων, ότι θα κατέστρεφε όλους τους ασεβείς και ότι όλα τα έθνη θα προστρέξουν σ’ αυτόν; Βεβαίως το προεφήτευσε.—Ησ. 9:6, 7· 11:1-10.
«ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΣ ΠΑΝΤΑ»
Τότε μήπως ο λόγος του Θεού αντιφάσκει προς τον εαυτό του, ή μήπως μέρος του λόγου του ελέχθη ματαίως; Τίποτ’ απ’ αυτά. Προφανώς οι αντίθετες αυτές προφητείες δεν μπορούσε να εκπληρωθούν ταυτόχρονα. Πρέπει λοιπόν να εφαρμόζεται ενταύθα ο Θείος κανών, δηλαδή, «Χρόνος είναι εις πάντα, και καιρός παντί πράγματι υπό τον ουρανόν.»—Εκκλησ. 3:1.
Οι Γραφές δείχνουν ότι ήταν σκοπός του Θεού στην αρχή να κάμη όλη τη γη να γίνη παράδεισος. (Γέν. 1:26-28) Επίσης δείχνουν ότι αυτός ο σκοπός τελικά θα πραγματοποιηθή από τη βασιλεία του Μεσσία. Αυτό, όμως, εμπερικλείει δύο ελεύσεις του Μεσσία, Υιού του Θεού, η καθεμιά για ένα χωριστό και διακεκριμένο σκοπό. Η πρώτη έλευσις, ή μάλλον «παρουσία», έλαβε χώραν στο έτος 29 έως 33 μ.Χ. Εκείνο τον καιρό ήλθε ο Ιησούς ως ένας ταπεινός άνθρωπος, έφερε μαρτυρία στο όνομα του Πατρός του, απέδειξε την ακεραιότητά του υπό δοκιμασίαν και πέθανε για τις αμαρτίες του ανθρωπίνου γένους. Έτσι απεδείχθη άξιος να είναι Μεσσίας και Βασιλεύς και παρέσχε νομική βάσι για την απαλλαγή όλης της ανθρωπότητος από τα παθήματα που οφείλονται στο αμάρτημα του Αδάμ. Αφού εξεπλήρωσε ο Ιησούς αυτούς τους σκοπούς, ο Θεός τον ανέστησε και τον υπερύψωσε.—Ιωάν. 18:37· Εβρ. 5:8· Ματθ. 20:28· Φιλιππησ. 2:9.
Λίγο πριν από τον θάνατό του ο Ιησούς όχι μόνο είπε στους ακολούθους του ότι θα επανήρχετο, αλλά και τους έδωσε μια λεπτομερή προφητεία με την οποία θα μπορούσε ν’ αναγνωρισθή ο χρόνος της επανόδου του. Αυτή η επάνοδος ή δευτέρα παρουσία έχει ως σκοπό την κατανόησι της εκπληρώσεως όλων των ενδόξων προφητειών περί της βασιλείας του, τις οποίες προφητείες οι Ιουδαίοι της εποχής του εσφαλμένα ενόμιζαν ότι θα πρέπει να είχε εκπληρώσει στην πρώτη του παρουσία.—Ματθαίος, κεφάλαιον 24· Μάρκος, κεφάλαιον 13· Λουκάς, κεφάλαιον 21.
Επί πολλούς αιώνες οι Ιουδαίοι ενόμιζαν ότι ήσαν υποχρεωμένοι να υποστηρίξουν το λάθος που έκαμαν οι ηγέται των τον πρώτον αιώνα, όταν απέρριψαν τον Μεσσία. Τώρα, όμως, η τάσις των είναι ν’ αναγνωρίζουν τον Ιησούν ως έναν από τους προφήτας των. Μια τέτοια άποψις είναι πολύ λογική, αφού κανείς απολύτως άλλος δεν επηρέασε ποτέ τόσο βαθιά το ανθρώπινο γένος προς το καλόν όσο ο Ιησούς. Αλλ’ είναι αρκετό αυτό; Δεν είναι. Για να ωφεληθούμε πλήρως από τη βασιλεία του Μεσσία, πρέπει ν’ αναγνωρίσωμε, επίσης, τα όσα ισχυρίσθη: ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού με μια μοναδική έννοια· ότι είχε μια προανθρώπινη ύπαρξι· ότι πέθανε ουσιαστικά για τις αμαρτίες μας· ότι η προφητεία του περί τού ότι θα ηγείρετο εκ νεκρών εξεπληρώθη πραγματικά.
Οι αθεϊσταί, οι αγνωστικισταί, οι θεϊσταί, ο νεωτεριστικός κλήρος, οι Ιουδαίοι και οι Μουσουλμάνοι που μπορεί να ομολογούν ότι αναγνωρίζουν τις ιδιότητες του Ιησού ως μεγάλου διδασκάλου και ανθρωπιστού, ενώ αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν τους ισχυρισμούς του, είναι ασυνεπείς. Ή οι ισχυρισμοί του που ανεφέρθησαν ανωτέρω είναι αληθινοί, ειδ’ άλλως αυτός θα ήταν ή ένας αυταπατώμενος μωρός ή ένας απατεών· και στη μία και στην άλλη περίπτωσι δεν θα μπορούσε να είναι ένας μεγάλος διδάσκαλος και ένας ανθρωπιστής. Δεν μπορούμε να τα δεχώμεθα αυτά κατά τους δύο τρόπους. Ο λόγος του Θεού είναι σαφής.
Ναι, ο Ιησούς όχι μόνον ‘αφήκε παράδειγμα εις ημάς, δια να ακολουθήσωμε τα ίχνη αυτού,’ αλλά και αποτελεί το μέσον για ν’ αποκτήσωμε ζωή αιώνια· διότι «δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η σωτηρία· διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, δια του οποίου πρέπει να σωθώμεν.» Ο Ιησούς Χριστός είναι ο επαγγελθείς Μεσσίας.—1 Πέτρ. 2:21· Πράξ. 4:12.