-
Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη ΖωήΗ Σκοπιά—1957 | 15 Μαρτίου
-
-
του Νέου Κόσμου της σχολής Γαλαάδ, ώστε σχεδόν απογοητεύθηκα με τον διορισμό μου στο Περθ Αμπού της νέας Ιερσέης· αλλ’ αναγκάζοντας τον εαυτό μου να προχωρήση εκδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή, τελικά υπερενίκησα κι άρχισα πραγματικά ν’ απολαμβάνω την υπηρεσία και πάλι.
Κατόπιν ήλθε η είδησις ότι τέσσερες από μας επρόκειτο να εργασθούν στον Παναμά. Την κοχλάζουσα τροπική χώρα! Δεν θα μπορούσα να επιζήσω πολύν καιρό σ’ εκείνο τον καύσωνα, άρχισα πρώτα να σκέπτωμαι. Αλλ’ άλλοι άνθρωποι σαν εμένα έζησαν εκεί επί γενεές, διεβεβαίωσα τον εαυτό μου, γιατί λοιπόν εγώ δεν θα μπορούσα να εργασθώ εκεί; Εννέα χρόνια ιεραποστολικού έργου εδώ στον Ισθμό του Παναμά απέδειξαν το αβάσιμον των κακών μου προαισθήσεων. Όταν έφθασα, στις 28 Δεκεμβρίου 1945, μια άλλη αλήθεια μου γεννήθηκε στην αντίληψι: Ότι η οικογένειά μου, οι άνθρωποί μου, είναι παντού στον κόσμο και ως ιεραπόστολος κανείς ποτέ δεν πρέπει να νοσταλγή ή να είναι μονήρης. Λαμπρά και νωρίς το πρωί μετά την άφιξί μας, ένας από τους ευαγγελιζομένους απ’ το άλλο μέρος του Ισθμού ήταν στην πόρτα για να μας παραλάβη στο αυτοκίνητό του και να μας πάη στο Κολόν της πλευράς του Ατλαντικού. Μολονότι το δέρμα του ήταν σημαντικά πιο μαύρο απ’ το δικό μας, είχε το ακτινοβόλο εκείνο χαμόγελο της Βασιλείας, την ίδια φιλάγαθη διάθεσι και επιθυμία να υπηρετή όπως οι αδελφοί μας εκεί στο Μπέθελ. Απ’ το πρώτο εκείνο πρωί της γνωριμίας μας και σε όλα τα τέσσερα και πλέον χρόνια της συνεργασίας μας, αυτός και οι άλλοι αδελφοί και αδελφές μας ποτέ δεν ήσαν πολύ απασχολημένοι ή πολύ κουρασμένοι, ώστε να μην μπορούν να μας βοηθήσουν σε κανένα πρόβλημα της νέας μας κατοικίας. Ήσαν τόσο πρόθυμοι να βοηθήσουν στην εκτέλεσι του έργου και τόσο συνεργατικοί, ώστε εκείνο τον καιρό χαρήκαμε που είδαμε τη μικρή ομάδα των δεκαπέντε περίπου ευαγγελιζομένων αυξημένη σε μια καλά ωργανωμένη εκκλησία εκατό σχεδόν ατόμων. Αφού εργασθήκαμε εκεί επί δύο περίπου χρόνια, εθεωρήσαμε σκόπιμο να σχηματίσωμε μια Ισπανόφωνη εκκλησία και, μολονότι τα Ισπανικά μου ήσαν ακόμη πολύ φτωχά, είχα το προνόμιο να συνεργασθώ με την εκκλησία απ’ τον καιρό του σχηματισμού της και να υπηρετήσω μάλιστα ως υπηρέτης μέσα σ’ αυτήν.
Εφόσον οι εκκλησίες των ακραίων πόλεων της Ζώνης του Ισθμού λειτουργούσαν ομαλά, η Εταιρία απεφάσισε να βοηθήση τους καλής θελήσεως ανθρώπους στο «Εσωτερικόν» του Παναμά· έτσι, στο έτος 1950 ήμουν μια από τις τέσσερες που εξελέγησαν να μεταβούν στην Τσίτρε. Εδώ θετικά αρχίσαμε να κατανοούμε τη σημασία του θαύματος που επετέλεσε ο Ιεχωβά στον Πύργο της Βαβέλ, καθώς ηγωνιζόμεθα να διατυπώσωμε το πολύτιμο μας άγγελμα της Βασιλείας σε κατανοητή Ισπανική γλώσσα. Απ’ τον καιρό της βασικής μας εκπαιδεύσεως στη σχολή Γαλαάδ, εμελετούσαμε συστηματικά και μπορούσαμε να διαβάσωμε πολύ καλά, αλλά τώρα ανεκαλύψαμε ότι η δική μας χρήσις της γλώσσης ήταν εντελώς ανεπαρκής για τις πολλές περιστάσεις που συναντούσαμε. Ύστερ’ από ένα περίπου έτος ωργανώθη μια εκκλησία, και εμείς οι τέσσερες αδελφές κατείχαμε θέσεις υπηρετών· και όταν, τον Δεκέμβριο του 1952, προσεκλήθημεν στην Πόλι του Παναμά, μπορέσαμε ν’ αφήσωμε στην Τσίτρε μια ομάδα οκτώ ευαγγελιζομένων, με ιθαγενείς αδελφούς εκπαιδευμένους για θέσεις υπηρετών. Κάτω από την ευλογία του Ιεχωβά τώρα η εκκλησία της Τσίτρε εδιπλασιάσθη περίπου.
Τον Μάιο του 1954 ωργανώθη μια εκκλησία μέσα στην ίδια τη Ζώνη της Διώρυγος, και για πρώτη φορά υπέβαλαν εκθέσεις έργου οκτώ ευαγγελιζόμενοι· μετά δώδεκα μήνες ήσαν είκοσι. Η ευλογία του Ιεχωβά μας κάνει όλους πλουσίους και δυνατούς πνευματικώς. Σε πολλά μέρη εργαζόμεθα όλη μέρα ανάμεσα σε ρυπαρές περιοχές από πυκνοκατωκημένες κατοικίες. Το βράδυ επιστρέφαμε σ’ ένα καθαρό, άνετο ιεραποστολικό οίκο που διατηρείται από την Εταιρία, τους αδελφούς μας. Έτσι, αυτά τα τελευταία είκοσι τρία έτη διαπιστώνω τώρα ότι εδαπανήθησαν πολύ καλά στην επιδίωξι του σκοπού μου στη ζωή, και ελπίζω να συνεχίσω επ’ άπειρον την ολοχρόνια υπηρεσία μου σε οποιοδήποτε τομέα θα μου ανέθετε φιλαγάθως ο Ιεχωβά.
-
-
Ερωτήσεις από ΑναγνώσταςΗ Σκοπιά—1957 | 15 Μαρτίου
-
-
Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Πού βρίσκομε την εντολή «μίσει τον εχθρόν σου», όπως εκφράζεται στο Ματθαίος 5:43;—Α. Χ., Αγγλία.
Στην επί του όρους ομιλία είπε ο Ιησούς: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου,” και μίσει τον εχθρόν σου. Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι· δια να γείνητε υιοί του πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.»—Ματθ. 5:43-45.
Ο Ιησούς είπε ότι οι Ιουδαίοι είχαν ακούσει, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου και μίσει τον εχθρόν σου,» αλλά δεν είπε ότι τα είχαν ακούσει όλα αυτά από τον Νόμον του Μωυσέως. Το πρώτο μέρος, περί αγάπης του πλησίον, αποτελούσε μέρος του Νόμου. (Λευιτ. 19:18) Αλλά το δεύτερο μέρος, περί μίσους κατά του εχθρού, δεν αποτελούσε μέρος του Νόμου. Πραγματικά ήταν αντίθετο στον Νόμον, ο οποίος έλεγε: «Εάν απαντήσης τον βουν του εχθρού σου ή τον όνον αυτού πλανώμενον, θέλεις εξάπαντος επιστρέψει αυτόν προς αυτόν. Εάν ίδης τον όνον του μισούντος σε πεπτωκότα υπό το φορτίον αυτού, και ήθελες αποφύγει να βοηθήσης αυτόν, εξάπαντος θέλεις συμβοηθήσει αυτόν.» (Έξοδ. 23:4, 5) Οι Εβραϊκές Γραφές απαγόρευαν κάθε αίσθημα χαιρεκακίας όταν ένας εχθρός αντιμετώπιζε συμφορά, παρήγγελλαν δε μάλιστα, να βοηθήται ο εχθρός όταν ευρίσκετο σε δυσχέρεια: «Εάν πεινά ο εχθρός σου, δος εις αυτόν άρτον να φάγη· και εάν διψά, πότισον αυτόν ύδωρ.»—Ιώβ 31:29· Παροιμ. 24:17· 25:21.
Το μέρος περί μίσους κατά του εχθρού ήταν κάτι που είχε προστεθή από τους διδασκάλους των παραδόσεων, αυτή δε η προσθήκη ήταν εκείνη που ακύρωνε τον λόγον του Θεού, πράγμα που κατέκρινε ο Ιησούς. Αφού τους ελέχθη ν’ αγαπούν τον πλησίον τους, οι Ιουδαίοι διδάσκαλοι συνεπέραναν ότι κατ’ αντίθεσιν έπρεπε να μισούν τους εχθρούς των. Γι’ αυτούς «φίλος» και «πλησίον» εσήμαιναν έναν που ανήκε στην Ιουδαϊκή φυλή, όλους δε τους άλλους τους θεωρούσαν ως φυσικούς εχθρούς. Ο Ιησούς, για να ξερριζώση την εσφαλμένη αυτή ιδέα από έναν από τους πεπαιδευμένους γραμματείς ή νομικούς της εποχής του, εχρησιμοποίησε μια παραβολή. Είπε για έναν άνθρωπον ο οποίος είχε ληστευθή, απογυμνωθή, χτυπηθή και αφεθή ημιθανής. Ένας Ιουδαίος ιερεύς κι ένας Λευίτης αντιπαρήλθαν αυτόν τον πάσχοντα, αλλά πέρασε κι ένας καταφρονεμένος Σαμαρείτης, αισθάνθηκε οίκτον, περιποιήθηκε τις πληγές του, τον μετέφερε σ’ ένα πανδοχείο κι επλήρωσε για την περαιτέρω νοσηλεία του. Αυτός ο μη Ιουδαίος Σαμαρείτης προσδιωρίσθη τότε ως ο πραγματικός πλησίον του παθόντος, και όχι ο Ιουδαίος ιερεύς και ο Λευίτης. (Λουκ. 10:25-37) Ένεκα όμως της πατροπαραδότου αντιλήψεως των Ιουδαίων περί του «πλησίον», ότι περιωρίζετο σ’ έναν όμοιόν των Ιουδαίον και λόγω του γνωστού μίσους των και της εχθρότητος εναντίον των Εθνικών, δεν είναι δύσκολο να εννοήσωμε γιατί ωδηγήθησαν να προσθέσουν τη φράσι «και μίσει τον εχθρόν σου» στον θείον νόμο «θέλεις αγαπά τον πλησίον σου».
Γι’ αυτό ο Ιησούς τους διώρθωσε και υπέδειξε, ότι έπρεπε
-