Ευνοεί ο Θεός μια Ένωσι Όλων των Θρησκειών;
Η ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ Οικουμενική Σύνοδος επροξένησε σημαντική αναταραχή μεταξύ των κληρικών του «Χριστιανικού κόσμου». Η Σύνοδος «μπορεί να έχη τη βαθύτερη επίδρασι που θα ήταν δυνατόν να υπάρξη από την εποχή του Μαρτίνου Λουθήρου», είπε ο εκπρόσωπος της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας.1 «Αν έπρεπε να προσευχώμεθα για κάποιον στον κόσμο σήμερα», λέγει ο Διαμαρτυρόμενος θεολόγος Παύλος Τίλλιχ, «ο κάποιος αυτός πρέπει να είναι ο Πάπας Ιωάννης».1 Και λίγο πριν λήξη η πρώτη συνεδρίασις της Συνόδου, ένας σημαίνων Καθολικός θεολόγος, ο Δρ Χανς Κιούγκ, είπε ότι πολύ πιο σπουδαία από τη δημοσίευσι τυπικών διαταγμάτων υπήρξε η ανάπτυξις μιας νέας «θεολογίας της ενώσεως».2
Επειδή οι Ρωμαιοκαθολικοί ομιλούν για μια «θεολογία ενώσεως», οι δε Διαμαρτυρόμενοι συγκινούνται περί την Σύνοδο και την ομιλία του Πάπα περί ενώσεως, εγείρεται το ερώτημα: Ευνοεί ο Θεός μια ένωσι όλων των θρησκειών;
Πολλά θα εξηρτώντο από τον αντικειμενικό σκοπό της ενώσεως. Πρόκειται περί κινήσεως για την επαναφορά των αγνών διδασκαλιών και πράξεων των πρώτων Χριστιανών; Ή μήπως πρόκειται περί κινήσεως για μια ενότητα των θρησκευτικών κέντρων και μια εύκολη ανοχή αντιμαχομένων θρησκευτικών διδασκαλιών; Ο απόστολος Παύλος έγραψε στους πρώτους Χριστιανούς της Κορίνθου: «Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να λέγητε πάντες το αυτό, και να μη είναι σχίσματα μεταξύ σας, αλλά να ήσθε εντελώς ηνωμένοι, έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην». (1 Κορ. 1:10). Είναι αυτός μήπως ο αντικειμενικός σκοπός της κινήσεως προς ενότητα του «Χριστιανικού κόσμου»;
Για να ιδούμε αν το ξερρίζωμα των ψευδών και των παραδόσεων και η επάνοδος στην αμόλυντη λατρεία των πρώτων Χριστιανών είναι οι αντικειμενικοί σκοποί της λεγομένης οικουμενικής ή ενωτικής κινήσεως, ας ρίξωμε ένα σύντομο βλέμμα στην ιστορία της κινήσεως αυτής.
Η ΚΙΝΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ
Μια από τις μεγαλύτερες πρώτες προσπάθειες προαγωγής της θρησκευτικής ενώσεως ήταν το Παγκόσμιο Κοινοβούλιο Θρησκειών, που έγινε στην Αμερικανική πόλι του Σικάγου, Ιλλινόις, το 1893. Το θέμα της τελευταίας ημέρας της κληρικής εκείνης συνελεύσεως ήταν «Η Θρησκευτική Ένωσις της Όλης Ανθρωπίνης Οικογενείας». Ο κληρικός Τ. Τσάλμερς της Εκκλησίας των Μαθητών είπε:
«Το πρώτο Κοινοβούλιο Θρησκειών φαίνεται να είναι ο πρόδρομος μιας ακόμη μεγαλύτερης αδελφότητος που θα συνδυασθή σε μια παγκόσμια θρησκεία και το καλύτερο, όχι σε μια μόνο, αλλά σε όλες τις μεγάλες ιστορικές πίστεις. Πιθανώς, υπό την καθοδηγία της μεγαλύτερης αυτής ελπίδος, θα χρειασθή ν’ αναθεωρήσωμε τη φρασεολογία μας και να λέγωμε περισσότερα περί θρησκευτικής ενότητος, παρά Χριστιανικής ενότητος».3
Σημειώστε ότι η έμφασις ήταν στη συγκέντρωσι όλων των θρησκειών μάλλον παρά στο να επιστρέψουν οι Χριστιανοί στην ενοποιημένη διδασκαλία των πρώτων Χριστιανών. Η ιδέα ήταν, όχι μόνο ν’ ανέχωνται οι Χριστιανοί τις αντιμαχόμενες δοξασίες, αλλά ν’ ανέχωνται και τις ειδωλολατρικές θρησκείες, διότι ένα δημοσίευμα εφημερίδος έλεγε τα εξής για κείνη τη συγκέντρωσι του Σικάγου: «Τα σύμβολα πίστεως του ‘Χριστιανικού κόσμου’, των Βουδδιστών και των Βαπτιστών, των Μωαμεθανών και των Μεθοδιστών, των Καθολικών και των Κομφουκιανών, των Βραχμάνων και των Ενωτιστών, των Σιντοϊστών και των Επισκοπελιανών, των Πρεσβυτεριανών και των Πανθεϊστών, των Μονοθεϊστών και των Πολυθεϊστών, που εκπροσωπούν όλες τις αποχρώσεις σκέψεων και των συνθηκών των ανθρώπων, έχουν επί τέλους συναντηθή.»3
Πώς θα κατώρθωναν αυτοί οι θρησκευτικοί ηγέται να ενώσουν ένα τόσο κολοσσιαίο σύμφυρμα θρησκειών; Ο τύπος μιας τέτοιας ενώσεως είχε εξετασθή τότε στο 1893 υπό τον κληρικό Ι. Χ. Μπάρρως, ο οποίος είπε:
«Οι εκκλησίες εκείνες που έχουν σχεδόν κοινή βάσι πίστεως και δοξασίας πρέπει να ενωθούν—λόγου χάριν, τα διάφορα παρακλάδια του Μεθοδισμού και του Πρεσβυτεριανισμού. Κατόπιν, όταν τα δόγματα ενωθούν μεταξύ των, ο Προτεσταντισμός γενικά θα προσχωρήση. Με την πρόοδο της παιδείας οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι θα ανακαλύψουν ότι οι διαφορές μεταξύ των δεν είναι πραγματικά βασικές και θ’ αρχίση η ένωσις. Αφού επιτελεσθή αυτό, η ένωσις με τις διάφορες άλλες [ειδωλολατρικές] θρησκείες είναι μόνο ζήτημα χρόνου.»3
Πώς αυτή η «θεολογία της ενώσεως» διήγε από το έτος 1893; Η πρόοδος, όπως ομολογούν οι κληρικοί, υπήρξε βραδεία. Το 1908, ιδρύθη το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Εκκλησιών στην Αμερική. Επακολούθησαν μερικά συνέδρια, όπως το Συνέδριο της Λωζάννης το 1927 για την Πίστι και την Τάξι, που παρεκίνησε τις εκκλησίες να προσπαθήσουν να κατανοήσουν η μία την άλλη, παρά τις αντιμαχόμενες διδασκαλίες των. Κατόπιν στο Άμστερνταμ, το 1948, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ήλθε σε τυπική ύπαρξι.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υπέθαλψε από τότε την οικουμενική κίνησι μεταξύ των Προτεσταντικών και των μη Ρωμαϊκών εκκλησιών. Το συμβούλιο αυτό, αφότου ιδρύθη συνήλθε δύο φορές σε γενική συνέλευσι. Συνήλθε στο έτος 1954 στο Έβανστον, Ιλλινόις, οι δε Διαμαρτυρόμενοι κληρικοί ήσαν κάπως εξυψωμένοι διότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έστειλε ανεπισήμους παρατηρητάς. Κατόπιν, το 1961 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών συνήλθε στο Νέο Δελχί της Ινδίας· αυτή τη φορά υπήρχαν επίσημοι Καθολικοί παρατηρηταί φορώντας τα διακριτικά των σήματα και μάλιστα οι Καθολικοί παρήλαυναν στην εναρκτήριο εκκλησιαστική πομπή, σε στενή επαφή με τους Ορθοδόξους, Βαπτιστάς και Πεντηκοστιανούς συμμετόχους.
Καθόσον η προσπάθεια της συγχωνεύσεως εγίνετο ολοένα περισσότερο εξέχουσα, επακολούθησαν μερικές συνενώσεις, όπως στην Ινδία, όπου η Επισκοπελιανή, η Κογκρεγκασιοναλική και Πρεσβυτεριανή εκκλησίες συνεχωνεύθησαν σε μια ενιαία Εκκλησία της Νοτίου Ινδίας, που γειτνιάζει με τις θεολογίες εκάστης. Επίσης, στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγου χάριν, η Μεταρρυθμισμένη, η Χριστιανική, η Κογκρεγκασιοναλική και η Ευαγγελική Εκκλησίες συνεχωνεύθησαν για να σχηματίσουν την Ενωμένη Εκκλησία του Χριστού.
Εκτός από μερικές πραγματικές συγχωνεύσεις, υπήρξαν και πολλές εκδηλώσεις της προϊούσης ανάγκης συγχωνεύσεως· λόγου χάριν, μεταξύ της Αγγλικανικής και της Μεθοδιστικής εκκλησίας της Βρεττανίας. Στην Αμερική ο Πρεσβυτεριανός ηγέτης Ευγένιος Κάρσον Μπλέικ δραματικά επρότεινε μια συγχώνευσι της αποχρώσεώς του με τις ομάδες Επισκοπελιανής, Μεθοδιστικής και Ηνωμένης Εκκλησίας του Χριστού.
Εκείνο βέβαια, που ήγειρε ειδικά την κίνησι της συγχωνεύσεως υπήρξε η έκκλησις του Πάπα Ιωάννου ΚΓ΄ για ένα οικουμενικό συνέδριο-όχι συνέδριο με τους Διαμαρτυρομένους, αλλά μια συνέλευσι των Καθολικών ηγετών, με την παρουσία Διαμαρτυρομένων μόνον ως παρατηρητών. Αυτό το Καθολικό Συνέδριο έγινε γνωστό ως Βατικανό Β΄, επειδή είναι μόνο η δεύτερη Καθολική Σύνοδος που συνήλθε μέσα στο ίδιο το Βατικανό. (Προγενέστερες Σύνοδοι είχαν συνέλθει σε άλλους τόπους· η πρώτη που συνήλθε στο Βατικανό ήταν το 1869.) Ένας σκοπός της Συνόδου, εδήλωσε ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄, είναι να υποβοηθηθή η «άρσις μερικών εμποδίων» στην ένωσι των εκκλησιών.
ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Στις διάνοιες μερικών κληρικών η Καθολική Σύνοδος είχε ένα ευνοϊκό ιστορικό με το γεγονός ότι ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ είχε μια ιδιωτική συνάντησι με τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ τον πρώτο αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, που επεσκέφθη έναν πάπα από τότε που απεχωρίσθη από τη Ρώμη η Εκκλησία της Αγγλίας το έτος 1534.
Ενθουσιώδεις και λαμπρές αφηγήσεις για την Καθολική Σύνοδο ανεγράφησαν ακόμη και σε μη θρησκευτικά περιοδικά. Χαρακτηριστικά πολλών απ’ αυτές είναι τα όσα ανεγράφησαν στον Εσπερινό Ταχυδρόμο του Σαββάτου, που έλεγε: «Η Οικουμενική σύνοδος του Πάπα Ιωάννου ΚΓ΄ . . . είναι ακόμη ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της θρησκευτικής ιστορίας. Είναι μια κίνησις προς ενότητα, στη βραδεία παράδοσι της Εκκλησίας, όπως καταδεικνύεται από τις προσκλήσεις προς τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, και τους παρατηρητάς της Εκκλησίας της Αγγλίας, του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, της Παγκοσμίου Λουθηρανής Ομοσπονδίας και της Παγκοσμίου Πρεσβυτεριανής Ενώσεως, συγκροτήματα, τα οποία πραγματικά εκπροσωπούν 351 μη Καθολικές εκκλησίες σε ογδόντα και πλέον χώρες».4
Το θρησκευτικό περιοδικό Ο Χριστιανικός Αιών που είχε αυτοκληθή «Ένα Αδογμάτιστο Εβδομαδιαίο Περιοδικό», και άλλαξε την ονομασία του σε Οικουμενικό Εβδομαδιαίο, συλλαμβάνοντας το πνεύμα της θεολογίας της ενώσεως, είπε: «Το συμβούλιο μπορεί ν’ αποδειχθή ότι είναι το πιο σπουδαίο θρησκευτικό γεγονός της εποχής μας. . . . Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού εξέτεινε την οικουμενική κίνησι . . . Η επιτυχία του Παγκοσμίου Συμβουλίου [Εκκλησιών] κατέστησε δυνατόν για τον πάπα να φέρη σε ύπαρξι ένα Καθολικό συνέδριο πολύ ενωρίτερα απ’ όσο θα ήταν αλλιώς δυνατόν.»5
Ένα γεγονός, που δείχνει το ζωηρό Προτεσταντικό ενδιαφέρον για την Καθολική Σύνοδο, είναι ότι οι ηγέται της Επισκοπελιανής, της Ηνωμένης Πρεσβυτεριανής, της Λουθηρανής, της Ελληνικής Ορθοδόξου και άλλων εκκλησιών προέτρεψαν σε προσευχές τα μέλη των υπέρ της συνόδου. Επί παραδείγματι, ο Αγγλικανός Επίσκοπος Ε. Σ. Ρήηδ του Καναδά προέτρεψε την ομάδα του: «Θα προσευχηθής εσύ, ένας πιστός Αγγλικανός υπέρ της Οικουμενικής Διασκέψεως του Πάπα για να τη χρησιμοποιήση ο Θεός προς δοξαν Του;»
Επειδή, λοιπόν, οι θρησκευτικοί ηγέται ομιλούν περί θρησκευτικής ενότητος και προτρέπουν σε προσευχές για τη διάσκεψι του πάπα, είναι επίκαιρο για τους αληθινούς Χριστιανούς να προστρέξουν στον λόγον του Θεού, στην Αγία Γραφή, για να ιδούν ποιο είναι το θείον θέλημα εν σχέσει με την ένωσι όλων των θρησκειών.
Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΨΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙ
Επειδή οι Ισραηλίται αποτελούσαν τον λαόν του Θεού στους αρχαίους χρόνους, καλό είναι να ερωτήσωμε: Κατηύθυνε ο Θεός τους Ισραηλίτας να συγχωνευθούν με άλλες θρησκείες; Η αφήγησις της Γραφής τονίζει ότι ο Θεός, αντί να τους συγχωνεύση με άλλες θρησκείες, τους απεχώρησε. Ελευθέρωσε τον λαό του από την Αίγυπτο και την εκεί ειδωλολατρία. Όταν οι Ισραηλίται εισήλθαν στη Γη της Επαγγελίας, ο Παντοδύναμος Θεός τούς ωδήγησε ν’ απέχουν από τη Χαναανική θρησκεία του λαού· γι’ αυτό η αφήγησις της Γραφής λέγει:
«Και ελάλησεν ο Ιεχωβά προς τον Μωυσήν, λέγων, Λάλησον προς τους υιούς Ισραήλ, και ειπέ προς αυτούς, Εγώ είμαι Ιεχωβά, ο Θεός σας. Κατά τας πράξεις της γης Αιγύπτου, εν η κατωκήσατε, δεν θέλετε πράξει· και κατά τας πράξεις της γης Χαναάν, εις την οποίαν εγώ σας φέρω, δεν θέλετε πράξει· και κατά τα νόμιμα αυτών δεν θέλετε περιπατήσει. Τας κρίσεις μου θέλετε κάμει, και τα προστάγματά μου θέλετε φυλάττει, δια να περιπατήτε εις αυτά, Εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σας.»—Λευιτ. 18:1-4, ΜΝΚ.
Όταν οι Ισραηλίται παρήκουσαν στη θεία εκείνη εντολή κι άρχισαν να αναμιγνύονται με τις ειδωλολατρικές θρησκείες, ηγέρθη η οργή του Θεού: «Δια τούτο και εγώ είπα, Δεν θέλω εκδιώξει αυτούς απ’ έμπροσθεν σας· αλλά θέλουσιν είσθαι εναντίοι σας, και οι θεοί αυτών θέλουσιν είσθαι παγίς εις εσάς.»—Κριτ. 2:3.
Το θέλημα του Θεού δεν ήταν διαφορετικό στους πρώτους Χριστιανούς· αυτοί έπρεπε ν’ αποφεύγουν την ένωσι με οποιεσδήποτε ψευδείς θρησκείες, που ήσαν όλες οι άλλες ομάδες. Ο Ιησούς Χριστός κατέστησε σαφές ότι οι αληθινοί Χριστιανοί δεν έπρεπε να ενώνωνται με άλλες ομάδες, ούτε ακόμη με ομάδες όπως ήσαν οι Φαρισαίοι που ωμολογούσαν ότι ελάτρευαν τον ίδιον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά. Ο Υιός του Θεού εδήλωσε: «Πάσα φυτεία, την οποίαν δεν εφύτευσεν ο Πατήρ μου ο ουράνιος, θέλει εκριζωθή. Αφήσατε αυτούς· είναι οδηγοί τυφλοί τυφλών· τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθρον θέλουσι πέσει.» Ο Ιησούς εξήγησε ότι οι παραδόσεις των θρησκευτικών εκείνων ηγετών είχαν ‘ακυρώσει την εντολήν του Θεού’, και γι’ αυτό οι αληθινοί Χριστιανοί πρέπει ν’ αποφεύγουν αυτές τις θρησκείες· διότι όπως ο απόστολος του Χριστού Παύλος είπε αργότερα: «Ολίγη ζύμη καθιστά όλον το φύραμα ένζυμον.»—Ματθ. 15:13, 14, 6· Γαλ. 5:9.
Οι αληθινοί Χριστιανοί, λοιπόν, δεν μπορούν ν’ ανεχθούν παραδόσεις ανθρώπων που ακυρώνουν τον λόγον του Θεού. Ωστόσο, η παρούσα ενωτική κίνησις του «Χριστιανικού κόσμου» θ’ απαιτούσε από τους Χριστιανούς να είναι ανεκτικοί στις αντιμαχόμενες δοξασίες, των οποίων πολλές πρέπει να είναι ψευδείς. Ο Δρ Σαμουήλ ΜακΚρή Κάβερτ, τέως εκτελεστικός γραμματεύς του γραφείου Νέας Υόρκης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, είπε: «Το ζήτημα είναι αν μπορούμε να βρούμε μια ενωμένη εκκλησία όπου να υπάρχη αρκετό έδαφος για διαφορές», Το συμπέρασμα, τότε, είναι ότι ο Θεός θα παρέβλεπε το ψεύδος, έστω κι ένα μικρό ψεύδος. Αλλ’ αντιθέτως, ο απόστολος του Χριστού εδήλωσε: «Δεν εξεύρετε ότι ολίγη ζύμη κάμνει όλον το φύραμα ένζυμον;»—1 Κορ. 5:6.
Ο ΘΕΟΣ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ
Επί πλέον, πώς μπορούν οι θρησκευτικοί ηγέται ν’ αναμένουν από τον Θεό να ευνοήση μια ένωσι όλων των θρησκειών όταν ο Θεός δια του Βασιλέως του Ιησού Χριστού χωρίζη τους λαούς;
Ναι, ο Ιησούς Χριστός προείπε ένα μεγάλο χωριστικό έργον γι’ αυτές τις έσχατες ημέρες στην παραστατική του παραβολή των προβάτων και εριφίων: «Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε θέλει καθίσει επί του θρόνου της δόξης αυτού. Και θέλουσι συναχθή έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη· και θέλει χωρίσει αυτούς απ’ αλλήλων, καθώς ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από των εριφίων και θέλει στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ αριστερών.»—Ματθ. 25:31-33.
Εφόσον οι λαοί όλων των εθνών χωρίζονται, άλλοι πηγαίνουν με την τάξι των προβάτων, και άλλοι με την τάξι των εριφίων. Από τη δήλωσι του Ιησού ότι «πλατεία είναι η πύλη, και ευρύχωρος η οδός η φέρουσα εις την απώλειαν, και πολλοί είναι οι εισερχόμενοι δι’ αυτής», καταφαίνεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι χωρίζονται πηγαίνοντας στην τάξι των εριφίων. (Ματθ. 7:13) Πώς, λοιπόν, θα ήταν δυνατόν οι της τάξεως των προβάτων να σκέπτωνται καν περί ενώσεως μ’ εκείνους που παρέχουν φανερή εκδήλωσι ότι είναι από την τάξι των εριφίων; Μπορεί ο άνθρωπος να ενώση εκείνο που ο Θεός χωρίζει;
Όχι ότι ο Θεός δεν ευνοεί την αληθινή Χριστιανική ενότητα· την ευνοεί, αλλ’ όχι με δαπάνη της αγνότητος δοξασίας. Ο Θεός ευνοεί την ενότητα των Χριστιανών σε μια αληθινή θρησκεία—λατρεία που συγκεντρώνεται γύρω από την αγνή θρησκεία όπως ετηρείτο από τους πρώτους Χριστιανούς προτού παραφθαρή από τις αντιμαχόμενες δοξασίες και τις φθοροποιές παραδόσεις. Ο Θεός ευνοεί την αληθινή Χριστιανοσύνη, που βασίζεται στον άγιο λόγο του και η οποία συγκεντρώνεται γύρω από τη βασιλεία του Θεού. Αυτός είναι ο Θείος τρόπος για θρησκευτική ενότητα, και είναι ο τρόπος που έχει εκλέξει η κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά. Για λεπτομέρειες ιδέτε το ειδικό τεύχος του περιοδικού Ξύπνα! 8ης Οκτωβρίου 1962, υπό τον τίτλο «Η Πρώτη Χριστιανοσύνη και η Σημερινή Θρησκεία», που διατίθεται από την Εταιρία Σκοπιά. Εκεί μέσα εκτίθενται πράγματα περί της πρώτης Χριστιανικής λατρείας και τα οποία αντιμετρούνται με αυτή σήμερα.
Αφού ο Θεός διαιρεί τους λαούς, ποτέ δεν θα ήταν δυνατό να ευνοήση μια ένωσι όλων των θρησκειών. Εκείνο που ευνοεί ο Θεός είναι μια αληθινή θρησκεία και η εκρίζωσις, όχι η ένωσις, όλων των λοιπών. Αυτό θα λάβη χώραν στον θείο πόλεμο του Αρμαγεδδώνος, οπότε ‘κάθε φυτεία, την οποίαν δεν εφύτευσεν ο ουράνιος Πατήρ θέλει εκριζωθή’.—Ματθ. 15:13.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Τάιμ, 4 Ιανουαρίου 1963,
2 Τάιμς Νέας Υόρκης, 6 Δεκεμβρίου 1962.
3 Γραφικαί Μελέται, Τόμ. Δ΄, σελ. 158-160.
4 Τεύχος 6ης Οκτωβρίου 1962.
5 Τεύχος 2ας Ιανουαρίου 1963.