-
Γιατί Να Μη Φοβούμεθα Εκείνους που Φονεύουν το ΣώμαΗ Σκοπιά—1965 | 15 Ιανουαρίου
-
-
όπως ‘εξέλθουν από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη’ και ‘έλθουν στο ύδωρ της ζωής.’ (Αποκάλ. 18:2-4· 22:17) Οι δικτάτορες ή καταπιεστικές μορφές κυβερνήσεως πιθανόν να μη παρέλθουν κατά τους μήνες ή έτη που απομένουν απ’ αυτόν τον «έσχατον καιρόν», και οι μάρτυρες του Ιεχωβά σε διάφορες χώρες πιθανόν ν’ αναγκασθούν ν’ ασκήσουν τη λατρεία και το κήρυγμά τους κάτω από την επιφάνεια με μεγάλο κίνδυνο και πιθανότητες αδίκου τιμωρίας, ως το οριστικό τέλος αυτής της περιόδου. Γνωρίζομε, όμως, ένα πράγμα. Οι δικτάτορες, οι ολοκληρωτικές κυβερνήσεις και όλες οι άλλες μορφές ανθρωπίνων πολιτικών κυβερνήσεων μπορεί να έχουν τη βεβαιότητα ότι θα τελειώσουν εντός της παρούσης γενεάς, στη μάχη του Αρμαγεδδώνος, «εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος.»
12. Τίνων η αφροσύνη θα γίνη τότε έκδηλη και τίνων η σοφία;
12 Το τέλος όλων αυτών θα είναι βίαιο, στα χέρια του ιδίου του Παντοδυνάμου Θεού μέσω των ουρανίων του εκτελεστικών στρατιών, των αγίων αγγέλων του κάτω από την προσταγή του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τότε η αφροσύνη των αρχόντων στο να μην επιτρέπουν το ελεύθερο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και να μη δίνουν προσοχή σ’ αυτό θα γίνη έκδηλη. Η σοφία των κηρύκων της Βασιλείας θα γίνη, επίσης, έκδηλη, διότι θα επιζήσουν και θ’ απελευθερωθούν για πάντα.—Αποκάλ. 19:11-21· 16:14, 15.
ΑΝΙΚΑΝΟΙ ΝΑ ‘ΦΟΝΕΥΣΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ’
13. Ποιος είναι ο λόγος που εδόθη από τον Ιησού στους διαγγελείς της Βασιλείας για να μη φοβούνται εκείνους που φονεύουν το σώμα;
13 Γιατί είπε ο Ιησούς στους ακολούθους του να μη φοβηθούν εκείνους που φονεύουν το σώμα; Ο λόγος που εδόθη δεν ήταν κυρίως το ότι οι φονείς του σώματος είναι αυτοί οι ίδιοι θνητοί. Ο λόγος, που ανέφερε ο Ιησούς, ήταν ότι αυτοί οι φονείς του σώματος ‘δεν δύνανται ν’ αποκτείνωσι την ψυχήν.’ (Ματθ. 10:28) Τους λόγους αυτούς του Ιησού εχρησιμοποίησε το Ρωμαιοκαθολικό ιερατείο και ο Προτεσταντικός κλήρος του «Χριστιανικού κόσμου» ως επιχείρημα του ότι η ανθρωπίνη ψυχή δεν φονεύεται και ότι, όπως οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι και οι ειδωλολάτραι Έλληνες ισχυρίζοντο, είναι μία «αθάνατη ψυχή». Η Αγία Βίβλος, τόσο στις Εβραϊκές Γραφές όσο και στις Ελληνικές Γραφές της, διδάσκει ότι η ανθρωπίνη ψυχή είναι θνητή, όχι αθάνατη, φθαρτή, όχι ακατάστρεπτη. Ογδόντα οκτώ ή περισσότερα Γραφικά εδάφια μπορούν ν’ αναφερθούν για ν’ αποδειχθή ότι η ανθρωπίνη ψυχή πεθαίνει· κανένα εδάφιο δεν αποδεικνύει ότι είναι αθάνατη.
14. Ποια Γραφικά εδάφια που αποδεικνύουν το θάνατο της ανθρωπίνης ψυχής μπορούν ν’ αναφερθούν, και πώς είναι δυνατόν να πεθαίνη η ανθρωπίνη ψυχή;
14 Παραδείγματος χάριν, το Ιεζεκιήλ 18:4, 20 λέγει: «Η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.» Ο Ιησούς ο ίδιος είπε: «Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου.» (Ματθ. 26:38) Το Αποκάλυψις 16:3 λέγει: «Πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση.» Η ανθρωπίνη ψυχή είναι ο άνθρωπος ο ίδιος, που αποτελείται από το σάρκινο σώμα και την ενεργό δύναμι της ζωής, η οποία διατηρείται δια της αναπνοής. (Γέν. 2:7) Έτσι, όταν το ανθρώπινο σώμα φονεύεται, η ψυχή πεθαίνει· το νοήμον άτομο πεθαίνει.
15. Κατά ποιον τρόπο οι άνθρωποι που φονεύουν το σώμα δεν θα μπορούσαν να φονεύσουν την ψυχή;
15 Τι, λοιπόν, εννοούσε ο Ιησούς Χριστός όταν είπε: «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων να αποκτείνωσι»; Εννοούσε ότι όλοι οι εναντιούμενοι και καταπιεσταί του κηρύγματος της βασιλείας του Θεού δεν μπορούν να εμποδίσουν τους πιστούς διαγγελείς της Βασιλείας από το να έχουν μια ανάστασι των ψυχών των από τον Άδη, τον κοινό τάφο του νεκρού ανθρωπίνου γένους.
16. Πώς η ανικανότης των να φονεύσουν την ψυχή εξεικονίσθηκε στην περίπτωσι του Ιησού, σ’ εκπλήρωσι ποιας προφητείας;
16 Παραδείγματος χάριν, ο Ιησούς Χριστός ήταν ο μέγιστος κήρυξ της βασιλείας του Θεού. Ο Ιεχωβά Θεός ο ουράνιος Πατήρ του επέτρεψε στους εχθρούς να φονεύσουν το σώμα του Ιησού. Όταν ο Ιησούς ετάφη σ’ ένα μνημείο και έτσι πήγε στον Άδη, οι εχθροί κατέβαλαν προσπάθειες για να εμποδίσουν την ανάστασί του από τους νεκρούς, Γι’ αυτό οι Ιουδαίοι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εζήτησαν από τον Ρωμαίο κυβερνήτη όπως τους επιτρέψη να σφραγίσουν τον λίθο της εισόδου του τάφου για να κρατηθή επισήμως κλειστός και να τοποθετήσουν εκεί μια στρατιωτική φρουρά για να προλάβουν μια κλοπή του σώματος του Ιησού. Αλλά την τρίτη ημέρα ο Παντοδύναμος Θεός ανέστησε τον πιστό του Υιό Ιησού Χριστό από τους νεκρούς. (Ματθ. 27:57 έως 28:7) Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξεπληρώθησαν στον Ιησού οι λόγοι του Ψαλμού 16:10: «Δεν θέλεις εγκαταλείψει την ψυχήν μου εν τω άδη, ουδέ θέλεις αφήσει τον Όσιόν σου να ίδη διαφθοράν.»
17. (α) Σε ποιον εφήρμοσε ο απόστολος Πέτρος τον Ψαλμό 16:10, πότε και πώς; (β) Γιατί μπορεί να λεχθή ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε την ψυχή του Ιησού στον Άδη ή Σιεόλ;
17 Την πεντηκοστή ημέρα μετά την ανάστασι του Ιησού από τους νεκρούς ο απόστολος Πέτρος ενεπνεύσθη από το πνεύμα του Θεού που εξεχύθη και εφήρμοσε τον Ψαλμό 16:10 στον Ιησού, λέγοντας: «Ο Δαβίδ λέγει περί αυτού, “. . . δεν θέλεις εγκαταλείψει την ψυχήν μου εν τω άδη, ουδέ θέλεις αφήσει τον όσιόν σου να ίδη διαφθοράν . . . ” . . . προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού, ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή αυτού εν τω άδη, ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν. Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, του οποίου πάντες ημείς είμεθα μάρτυρες.» (Πράξ. 2:25-32) Έτσι οι επίγειοι εχθροί του Ιησού ήσαν σε θέσι με την άδεια του Θεού να φονεύσουν το σώμα του, αλλά δεν μπορούσαν να φονεύσουν την ψυχή του· δεν μπορούσαν να φονεύσουν το δικαίωμα και τον τίτλο του για μια μέλλουσα ζωή μέσω μιας αναστάσεως από τους νεκρούς. Όταν οι εχθροί του εφόνευσαν το σώμα του Ιησού, εξεπληρώθη η προφητεία του Ησαΐα 53:12: «Παρέδωκε την ψυχήν αυτού εις θάνατον, και μετά ανόμων ελογίσθη.» Αλλά την τρίτη ημέρα ο Παντοδύναμος Θεός ανέστησε τον Ιησού Χριστό σε ζωή και πάλι ως μια ψυχή, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς, κι έτσι μη εγκαταλείποντας την ψυχή του στον Άδη ή Σιεόλ.
18. (α) Οι λόγοι του Ιησού εις Ματθαίον 10:28 ήσαν μια ισχυρή έκκλησις προς τους αποστόλους του να πιστεύουν σε τι; (β) Ποια ιδιότης απητείτο και απαιτείται από τους ακολούθους του Χριστού για να εμμείνουν στο κήρυγμα της Βασιλείας;
18 Οι λόγοι του Ιησού προς τους αποστόλους του, όπως μη φοβηθούν τους φονείς του σώματος, οι οποίοι ‘δεν δύνανται ν’ αποκτείνωσι την ψυχήν,’ αποτελούσαν, επομένως, μια σοβαρή έκκλησι προς τους αποστόλους του για να πιστεύουν στην ανάστασι. Την εποχή εκείνη, ποια ιδιότης απητείτο από τους ακολούθους του Ιησού Χριστού για να εμμείνουν στο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού, ακόμη και αν οι εχθροί του αγγέλματος της Βασιλείας τούς εφόνευαν γι’ αυτό; Ποια ιδιότης απαιτείται από τους ακολούθους του σήμερα; Την εποχή εκείνη εχρειάζετο καθώς και σήμερα χρειάζεται μεγάλη πίστις, ναι, ισχυρή ελπίδα στην ανάστασι των νεκρών με τη δύναμι του Παντοδυνάμου Θεού. Οι απόστολοι, προς τους οποίους ο Ιησούς είπε τους λόγους που αναφέρονται στο κατά Ματθαίον 10:28, είχαν μια ισχυρή βάσι για να πιστεύουν στη δύναμι του Θεού και τον σκοπό του ν’ αναστήση τον ανθρώπινο νεκρό.
19. Ποια ισχυρή βάσι είχαν οι απόστολοι του Χριστού για να πιστεύουν στη δύναμι του Θεού να εγείρη νεκρούς;
19 Από τη Γραφή οι απόστολοι εγνώριζαν ότι, αιώνες πριν από τον Ιησού Χριστό, οι προφήται του Θεού Ηλίας και Ελισσαιέ είχαν αναστήσει νεκρούς ανθρώπους σε ζωή. Υπήρχαν, επίσης, και αυτόπται μάρτυρες του γεγονότος ότι ο Ιησούς ανέστησε σε ζωή τη θυγατέρα του Ιουδαίου άρχοντος Ιαείρου. (1 Βασ. 17:17-24· 2 Βασ. 4:32-37· Ματθ. 9:18-26· Λουκ. 8:40-56) Και στην ίδια ομιλία, πριν τους ειπή να μη φοβηθούν εκείνους που μπορούν να φονεύσουν μόνο το σώμα, ο Ιησούς είπε στους δώδεκα αποστόλους: «Και υπάγοντες κηρύττετε λέγοντες, Ότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών. Ασθενούντας θεραπεύετε, . . . νεκρούς εγείρετε.»—Ματθ. 10:7, 8.
20. Γιατί δεν έπρεπε να φοβηθούν οι απόστολοι μήπως χάσουν τη ζωή των στην ενεργό υπηρεσία του Θεού, τούτο δε το γεγονός ενθαρρύνει, επίσης, όλους τους διαγγελείς της Βασιλείας να κάμουν τι;
20 Αν κάποιος από τους αποστόλους ήγειρε ένα νεκρό άτομο σε ζωή κατά την πρώτη των εκείνη εκστρατεία κηρύγματος η Γραφή δεν αναφέρει· αργότερα, όμως, ο απόστολος Πέτρος ήγειρε τη νεκρή μαθήτρια Ταβιθά ή Δορκάδα σε ζωή. (Πράξ. 9:36-41) Έτσι, όταν ο Ιησούς είπε στους αποστόλους να μη παύσουν επιδίδοντας το άγγελμα της Βασιλείας λόγω φόβου φονέων ανθρώπων, αυτοί κατανοούσαν καλά ότι δεν έπρεπε να φοβηθούν μήπως χάσουν την ανθρωπίνη ζωή τους στην ενεργό υπηρεσία του Θεού, διότι θα ελάμβανε χώραν ανάστασις νεκρών, οπότε θα ελάμβαναν το βραβείο τους. Τι ενθάρρυνσις, πραγματικά, είναι αυτή για τους διαγγελείς της Βασιλείας για να μπορούν να είναι πιστοί έστω και με δαπάνη της ανθρωπίνης ζωής των!
ΠΟΙΟΝ ΝΑ ΦΟΒΗΘΟΥΝ
21. Ποια αγαθά νέα εντέλλονται τώρα οι ακόλουθοι του Χριστού να κηρύξουν, και γιατί δίχως φόβο από τους φονείς του σώματος;
21 Οι αφιερωμένοι και βαπτισμένοι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού εντέλλονται τώρα και αποστέλλονται να κηρύξουν «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας.» Όπως οι δώδεκα απόστολοι, βρίσκονται κάτω από την εντολή να μη φοβηθούν ανθρώπους, οι οποίοι έχουν τη δύναμι να φονεύσουν· διαφορετικά, δεν θα έφεραν σε πέρας την αποστολή των να κηρύξουν τη βασιλεία του Θεού ως τη μόνη ελπίδα του ανθρωπίνου γένους.
22. Ποιος φόβος, όμως, μπορεί να είναι μια ενθάρρυνσις σ’ αυτούς για να κάμουν το έργο κηρύγματος;
22 Ως μια ενθάρρυνσι, όμως, για να κάμουν το έργο του κηρύγματος άσχετα με φονείς ανθρώπους, οι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού οφείλουν να φοβηθούν κάποιον άλλον. Ο Ιησούς έδειξε ποιος είναι αυτός με το να εξηγήση τι αυτός μπορεί να κάμη, όταν είπε: «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων να αποκτείνωσι· φοβηθήτε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα να απολέση εν τη γεέννη.» (Ματθ. 10:28) Σε μια άλλη ευκαιρία, με μια παρόμοια δήλωσί του, ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Λέγω δε προς εσάς τους φίλους μου, Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, και μετά ταύτα μη δυναμένων περισσότερόν τι να πράξωσι. Θέλω δε σας δείξει ποίον να φοβηθήτε· Φοβήθητε εκείνον, όστις αφού αποκτείνη, έχει εξουσίαν να ρίψη εις την γέενναν· ναι, σας λέγω, τούτον φοβήθητε.» (Λουκ. 12:4, 5) Αυτός δεν είναι ο Σατανάς ο Διάβολος, μολονότι ο Διάβολος είναι ο ‘έχων το κράτος του θανάτου’ προς το παρόν. (Εβρ. 2:14) Όχι, αλλά εκείνος που πρέπει να φοβηθούν είναι ο Παντοδύναμος Θεός, ο Ιεχωβά.
23. Αν, καθώς ισχυρίζεται ο κλήρος του «Χριστιανικού κόσμου», η ανθρωπίνη ψυχή είναι ακατάστρεπτη, ποιες λογικές ερωτήσεις πρέπει τότε να κάμωμε;
23 Οι Ρωμαιοκαθολικοί ιερείς και ο Προτεσταντικός κλήρος του «Χριστιανικού κόσμου» λέγουν ότι εμείς οι άνθρωποι έχομε μια αθάνατη ψυχή που είναι ακατάστρεπτη. Αν αυτό ήταν ορθό, τότε ο Θεός δεν θα μπορούσε να φονεύση την ψυχή περισσότερο από όσο μπορούν να το κάμουν οι άνθρωποι, οι οποίοι φονεύουν το σώμα. Επίσης, γιατί θα έπρεπε να φοβηθούμε τον Θεό, περισσότερο από όσο πρέπει να φοβούμεθα θνητούς ανθρώπους; Γιατί θα το εκάναμε αυτό, αν ο Θεός δεν μπορή να μας εξαφανίση από την ύπαρξι, αν αποδειχθούμε άπιστοι στην εκτέλεσι της εντολής του Θεού για κήρυγμα;
24. Ποια κατά γράμμα Γέεννα υπήρχε στις ημέρες του Ιησού, και ως σύμβολο τίνος την εχρησιμοποίησε;
24 Εν τούτοις, ο Ιησούς Χριστός είπε ότι ο Θεός έχει τη δύναμι να καταστρέψη και το σώμα και την ψυχή στη Γέεννα. Στις ημέρες του Ιησού υπήρχε μια κατά γράμμα Γέεννα έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ, δυτικώς και νοτίως αυτών. Η λέξις Γέεννα είναι Ελληνική και σημαίνει «Κοιλάς του Εννόμ». Αυτή η Κοιλάς του Εννόμ είχε μετατραπή σε δημόσιο αποτεφρωτήριο για την καύσι των απορριμμάτων της Ιερουσαλήμ, περιλαμβανομένων και κατά περιστάσεις των νεκρών σωμάτων φαύλων εγκληματιών. Κανένα ζωντανό πράγμα δεν εβασανίζετο με φωτιά σ’ εκείνη την Κοιλάδα του Εννόμ ή Γέεννα. Όλα τα πράγματα κατεστρέφοντο εκεί μέσα με το ισχυρότερο γνωστό μέσον, τη φωτιά. Γι’ αυτό ο Ιησούς εχρησιμοποίησε την κοιλάδα του Εννόμ ή Γέεννα ως ένα σύμβολο πλήρους καταστροφής, μιας καταστροφής οποιουδήποτε από κάθε ύπαρξι. Σας φέρνει, μήπως, ρίγος αυτή η σκέψις;
25. Για ποιο είδος τόπου δεν εχρησιμοποιήθη η Γέεννα ως σύμβολο, και γιατί όχι;
25 Συνεπώς, Γέεννα δεν είναι το όνομα ενός τόπου αιωνίων βασάνων συνειδητών ανθρωπίνων ψυχών με φωτιά και θειάφι και κάτω από την επίβλεψι διαβόλων. Η ανθρωπίνη ψυχή δεν είναι αθάνατη και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα μπορούσε να βασανίζεται αιωνίως. Γέεννα είναι η κατάστασις της καταστροφής απολύτως για πάντα.
26. Πώς ο Θεός καταστρέφει την ανθρωπίνη ψυχή στη Γέεννα;
26 Πώς, λοιπόν, ο Θεός καταστρέφει την ανθρωπίνη ψυχή στη Γέεννα; Αυτό το κάνει με το να μη χορηγή στη θνητή ανθρωπίνη ψυχή μια ανάστασι από τους νεκρούς κάτω από τη βασιλεία του Θεού. Όταν το σώμα πεθαίνη, η ψυχή ή το συνειδητό νοήμον άτομο πεθαίνει, επίσης. Το σώμα αποσυντίθεται και εξαφανίζεται, επιστρέφοντας στο χώμα της γης. (Γέν. 3:19) Όσο για την ψυχή, ο Ιεχωβά Θεός δεν εφαρμόζει στην ανάξια νεκρά ψυχή τα οφέλη της θυσίας του αντιλύτρου που προσέφερε ο Ιησούς Χριστός στον Θεό πριν από δέκα εννέα αιώνες. Επομένως, ο Θεός αφήνει την αναξία εκείνη νεκρά ψυχή σε ανυπαρξία, μη ανασταίνοντας αυτήν ποτέ από τους νεκρούς.
27. Τι δεν μπορούν να εξαλείψουν οι άνθρωποι με το να φονεύσουν απλώς το σώμα, και ποιών την ανάστασι δεν μπορούν να εμποδίσουν;
27 Ο θνητός άνθρωπος δεν μπορεί να εξαφανίση ένα άτομο από κάθε μελλοντική ύπαρξι με το να φονεύση απλώς το σώμα ενός τέτοιου ατόμου. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να εμποδίσουν την ανάστασι οποιωνδήποτε νεκρών ατόμων, στα οποία ο Ιεχωβά Θεός θα εφαρμόση τα σωτήρια οφέλη της τελείας ανθρωπίνης θυσίας του Υιού του Ιησού Χριστού. Οι άθεοι πολιτικοί Κομμουνισταί και άλλοι αθεϊσταί δεν μπορούν να εμποδίσουν την εκπλήρωσι της Βιβλικής προφητείας: «Μέλλει να γείνη ανάστασις νεκρών, δικαίων τε και αδίκων.» (Πράξ. 24:15) Οι υλισταί Κομμουνισταί της Σοβιετικής Ρωσίας και των δορυφόρων της κρατών δεν μπορούν να εμποδίσουν τον Θεό από το ν’ αναστήση τους πιστούς μάρτυρας του Ιεχωβά, τους οποίους εφόνευσαν διότι ηρνήθησαν να εγκαταλείψουν την αλήθεια της Γραφής και το κήρυγμα της βασιλείας του Θεού ως τη μόνη κυβέρνησι της σωτηρίας.
28. Γιατί πρέπει να προσέξουν τώρα εκείνοι που φονεύουν το σώμα των κηρύκων της Βασιλείας;
28 Εν τούτοις, ο Παντοδύναμος Θεός μπορεί με το δικαίωμα του κριτού να εκδώση ένα διάταγμα εναντίον της αναστάσεως οποιουδήποτε, επί του οποίου εκτελεί τη δυσμενή του κρίσι. Συνεπώς, οι άνθρωποι, οι οποίοι προσπαθούν να φονεύσουν το σώμα των μαρτύρων του Ιεχωβά, διότι αρνούνται να σταματήσουν το κήρυγμά των για τη βασιλεία του Θεού, ας προσέξουν! Αν ο ‘πόλεμος της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος’ έλθη πάνω σ’ αυτούς τους διώκτας αιφνιδίως και ο Θεός ο Παντοδύναμος εκτελέση την τελική του κρίσι εναντίον των, αυτό θα σημαίνη την καταστροφή των ψυχών αυτών των διωκτών στη Γέεννα και όχι απλώς την καταστροφή των ανθρωπίνων σωμάτων των.—Αποκάλ. 16:14, 16· 19:15-21.
29. (α) Γιατί οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά, ως κήρυκες της Βασιλείας, οφείλουν, επίσης, να προσέξουν; (β) Ποιόν, επομένως, οφείλουν να φοβούνται, και τι πρέπει να κάμουν;
29 Οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι κηρύττουν τη βασιλεία του, ας προσέξουν, επίσης. Γιατί; Διότι ο Παντοδύναμος Θεός μπορεί, επίσης, να εκδώση ένα δικαστικό διάταγμα εναντίον της αναστάσεως οποιουδήποτε αφιερωμένου, βαπτισμένου Χριστιανού, αν αυτός αποτύχη να φέρη σε πέρας την αφιέρωσί του προς τον Θεό πλήρως και αν υποκύψη στο φόβο φονέων ανθρώπων και σταματήση το κήρυγμα της βασιλείας του Θεού που προφητικώς διατάσσεται στο κατά Ματθαίον 24:14. Έτσι ο Ιεχωβά Θεός μπορεί να καταστρέψη και την ψυχή και το σώμα στη Γέεννα, σε αιώνια καταστροφή. Δεν είναι μήπως αυτό μια αιτία για να φοβούνται οι αφιερωμένοι, βαπτισμένοι Χριστιανοί τον Θεό μάλλον παρά τους ανθρώπους και επομένως να συνεχίσουν υπακούοντας στην εντολή του Θεού να κηρύττουν τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας Του; Δεν είναι, μήπως, μια αναγκαστική αιτία γι’ αυτούς, όπως, με φόβο Θεού, υπακούσουν στον Θεό μάλλον ως άρχοντα παρά σε θνητόν άνθρωπον;
30. (α) Γιατί το χειρότερο που μπορούν να μας κάνουν οι άνθρωποι δεν πρέπει να μας φοβίση και μας εμποδίση από το να παραμείνωμε πιστοί στον Θεό; (β) Τι θα πούμε για το χειρότερο που ο Θεός μπορεί να μας κάμη;
30 Αν η υπακοή στον Θεό ως άρχοντα οδηγή σε θάνατο στα χέρια των ανθρώπων, η υπόσχεσις του Θεού παραμένει σταθερή για μια ανάστασι των πιστών από τους νεκρούς. Γιατί, λοιπόν, να φοβηθούμε ανθρώπους; Γιατί να μη φοβηθούμε μάλλον τον Θεό και ν’ αποδειχθούμε πιστοί και διατηρήσωμε την ελπίδα της αναστάσεως; Ο Θεός μπορεί να κάμη κάτι χειρότερο από εκείνο το χειρότερο που μπορούν να μας κάνουν οι άνθρωποι. Το χειρότερο που μπορούν να κάμουν οι άνθρωποι είναι να μας στείλουν στον Άδη με το να φονεύσουν αδίκως το σώμα μας. Το χειρότερο που μπορούν οι άνθρωποι να μας κάμουν είναι δυνατόν να ανατραπή από τον Θεό με την ανάστασί μας από τους νεκρούς σε ζωή στην αιώνια νέα του τάξι δικαιοσύνης. Α! Αλλ’ ο Θεός μπορεί να καταστρέψη τελείως τους πονηρούς στη Γέεννα ως αναξίους του ελέους του μέσω του Χριστού· και κανείς δεν μπορεί να το ανατρέψη. Ας είμεθα, λοιπόν, σοφοί και ας αποφύγωμε να γίνωμε άξιοι τούτου.
31. Πώς θα μπορούσε ο αναστημένος Ιησούς Χριστός ν’ ανταμείψη τους ακολούθους του, που ήσαν πιστοί μέχρι θανάτου με τον «στέφανον της ζωής»;
31 Πριν από δέκα εννέα αιώνες ο αναστημένος Ιησούς Χριστός στους ουρανούς εβεβαίωσε τους ακολούθους του ότι θα είχαν μια ανάστασι, αν παρέμεναν πιστοί παρά τα παθήματα και τον άδικο θάνατο στα χέρια ανθρώπων. Είπε: «Μη φοβού μηδέν εκ των όσα μέλλεις να πάθης· ιδού, ο διάβολος μέλλει να βάλη τινάς εξ υμών εις φυλακήν, δια να δοκιμασθήτε· και θέλετε έχει θλίψιν δέκα ημερών [όλες τις ημέρες]. Γίνου πιστός μέχρι θανάτου, και θέλω σοι δώσει τον στέφανον της ζωής. . . . Ο νικών δεν θέλει αδικηθή εκ του θανάτου του δευτέρου.» (Αποκάλ. 2:10, 11) Οι εχθροί θα επέφεραν θάνατο, αλλά ο αναστημένος Ιησούς, ο οποίος κατέχει τα «κλειδία του άδου και του θανάτου,» θ’ ανταμείψη τους πιστούς ακολούθους του με το βραβείον της ζωής. Πώς; Με το να τους αναστήση από τον θάνατο στον Άδη. Έτσι οι Χριστιανικές ψυχές δεν θα καταστραφούν στη Γέεννα, δηλαδή, στον «δεύτερον θάνατον.»—Αποκάλ. 1:17, 18· 21:8.
32, 33. (α) Γιατί δεν εφοβείτο ο Παύλος τους φονείς του σώματος, με ποιο αποτέλεσμα επί του κηρύγματός του; (β) Τι παρακινούσε ο φυλακισμένος Παύλος τον Τιμόθεο να κάμη, αναφερόμενος σε ποιο προσωπικό παράδειγμα σχετικά με αυτό;
32 Ο απόστολος Παύλος ήταν, επίσης, ένα έξοχο παράδειγμα πίστεως στην ανάστασι. Γι’ αυτόν τον λόγο ποτέ δεν φοβήθηκε ανθρώπους, οι οποίοι φονεύουν το σώμα. Ποτέ δεν προσπάθησε ν’ αρέση σε ανθρώπους, αλλά υπεδουλώθη στον Χριστό. Εφοβείτο τον Θεό μάλλον παρά ανθρώπους, και εξακολούθησε να κηρύττη. (Γαλ. 1:10) Γι’ αυτό ερρίφθη στη φυλακή από τον Διάβολο επανειλημμένως.
33 Γράφοντας από τη φυλακή λίγο πριν εκτελεσθή από εκείνους, οι οποίοι φονεύουν το σώμα, ο Παύλος παρακινούσε τον Τιμόθεο να επιμείνη στο κήρυγμα του Λόγου του Θεού και εκάλεσε την προσοχή του στο τελικό βραβείο σχετικά με το δικό του πιστό παράδειγμα, λέγοντας: «Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού, και του Κυρίου Ιησού Χριστού, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς εν τη επιφανεία αυτού και τη βασιλεία αυτού· κήρυξον τον λόγον· επίμενε εγκαίρως, ακαίρως· . . . την διακονίαν σου κάμε πλήρη. Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα· του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής· και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού.»—2 Τιμ. 4:1, 2, 5, 7, 8.
34. Πώς θα ελάμβανε ο Παύλος αυτόν τον ‘στέφανον της δικαιοσύνης’;
34 Το βραβείο επειδή είχε κάμει το ορθό θα το ελάμβανε μέσω της αναστάσεως από τους νεκρούς μετά την επιφάνεια του Κυρίου Ιησού Χριστού, ‘του δικαίου κριτού,’ στη βασιλεία του.
35. Από το 1914 μ.Χ. ποιο έργο έχει δοθή στους μάρτυρας του Ιεχωβά μόνο, και τούτο διότι ποια πράγματα απεκαλύφθησαν και εγνωστοποιήθησαν σ’ αυτούς;
35 Τώρα, από το έτος 1914 μ.Χ., ένα έργο κηρύγματος έχει ανατεθή σ’ εμάς ως αφιερωμένους, βαπτισμένους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά. (Ματθ. 24:14· 25:31-34) Μόνο σ’ εμάς έχει κατά χάριν δοθή το πιο διακεκριμένο έργο κηρύγματος της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού, για να το κηρύξωμε σε όλες τις χώρες. Καμμιά άλλη θρησκευτική οργάνωσις πάνω στη γη δεν κάνει αυτό το έργο κηρύγματος. Τα «τάλαντα» και αι «μναι» της υπηρεσίας της Βασιλείας έχουν αφαιρεθή από τους δειλούς, τους οκνηρούς και τους απίστους. (Ματθ. 25:24-30· Λουκ. 19:20-26) Από την αποκάλυψι του Λόγου του Θεού το άγγελμα της Βασιλείας εδόθη σ’ εμάς. Τα πνευματικά πράγματα, τα οποία είχαν κρατηθή καλυμμένα από τους άλλους απεκαλύφθησαν σ’ εμάς. Τα πράγματα, τα οποία είχαν κρατηθή μυστικά στον λόγο του Θεού, έγιναν γνωστά σ’ εμάς. Λοιπόν, τι θα κάνωμε;
36. Τι θα κάμωμε, λοιπόν, σύμφωνα με το Ματθαίος 10:26, 27;
36 Τούτο! Εκείνα, τα οποία μας είπε ο ανάσσων Βασιλεύς Ιησούς Χριστός «εν τω σκότει» δια να μη μπορέσουν να τ’ αντιληφθούν οι άνθρωποι του κόσμου πρώτοι—αυτά τα πράγματα οφείλομε να μη τα κρατήσωμε για τον εαυτό μας αλλά πρέπει να τα ‘ειπούμε εν τω φωτί.’ Εκείνα, τα οποία ο ανάσσων Βασιλεύς μας, μέσω των Αγίων Γραφών, έκαμε να ‘ακούσωμε εις το ωτίον’ εμείς ως πιστοί έμπιστοι μαθηταί του, οφείλομε να τα κάνωμε ν’ ακουσθούν ευρύτατα· αυτά τα πράγματα οφείλομε, δηλαδή, να τα ‘κηρύξωμε επί των δωμάτων.’
37. Τι θα κάμωμε αν οι άνθρωποι μας κακοπαριστάνουν και μας απειλούν με θάνατο, και γιατί;
37 Τι θα κάμωμε, όμως, αν μας ονομάσουν με κακά ονόματα και κακοπαραστήσουν το έργο μας; «Μη φοβηθήτε αυτούς», είναι η εντολή του Βασιλέως μας. Τι θα κάμωμε, αν εναντιωθούν στο άγγελμα μας και απειλούν να μας τιμωρήσουν με θάνατο; Μη φοβηθήτε αυτούς, αλλά, μάλλον, φοβηθήτε τον Παντοδύναμο Θεό, ο οποίος μπορεί να τιμωρήση τους πονηρούς στη Γέεννα και μπορεί να εγείρη τους πιστούς φοβουμένους τον Θεό σε ζωή στο βασίλειο της ενδόξου βασιλείας του. (Ματθ. 10:26-28) Ναι, φοβηθήτε Εκείνον και μιμηθήτε τον μέγιστο Κήρυκά του, Ιησού Χριστό, κι εξακολουθήστε να κηρύττετε ως την πλήρη επίδειξι της πιστότητός σας στον Θεό για την αμάραντο δόξα του. Η βασιλεία του με δύναμι αναστάσεως θα κερδίση την αιώνια νίκη.
-
-
Προσαρμογή στον Σκοπό του ΘεούΗ Σκοπιά—1965 | 15 Ιανουαρίου
-
-
Προσαρμογή στον Σκοπό του Θεού
Αφήγησις υπό Χουάν Μιούνιθ
ΠΟΣΟ φανερό είναι ότι ο Αρχιτέκτων του θαυμάσιου αυτού σύμπαντος είναι ένας Θεός με σκοπούς! Όταν κυττάζω πίσω στη μακρά μου ζωή, χαίρω που έλαβα το προνόμιο ν’ αποκτήσω κάποια γνώσι των σκοπών του, και παρακινήθηκα να εναρμονίσω μ’ αυτούς τη ζωή μου. Επιτρέψατέ μου να συμμερισθώ μαζί σας μερικές από τις πείρες που με έπεισαν ότι πρέπει ατομικώς να προσαρμόζωμε τη ζωή μας στους σκοπούς του Θεού.
Η ζωή μου άρχισε στις 29 Οκτωβρίου 1885 ως μέλους μιας μέσης τάξεως οικογενείας στις Αστουρίες της Ισπανίας. Αφού παρηκολούθησα τα μαθήματα ενός κοινού εξοχικού σχολείου, εφοίτησα σ’ ένα σχολείο διευθυνόμενο από μοναχούς, όπου έλαβα θεολογική εκπαίδευσι. Αλλά μου ήταν δύσκολο να εναρμονίσω αυτό που εδίδασκαν μ’ εκείνο που έπρατταν· έτσι, απεφάσισα να εγκαταλείψω τις σπουδές μου και να κάνω κάτι μέσα στον κόσμο—ίσως κάτι καλό για την ανθρωπότητα. Στο εργοστάσιο όπου εργαζόμουν, εισήλθα στο Σοσιαλιστικό κόμμα. Ήμουν τότε δεκαεννέα ετών.
Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και διεπίστωσα ότι αυτό ήταν μια χαμένη υπόθεσις. Έμεινα κατάπληκτος με την αμάθεια των εργατών, τις συνεχείς μεταξύ των διαμάχες και με την αχρεία τους γλώσσα. Όχι μόνο διέκρινα αντιφάσεις στις συνεδριάσεις τους, αλλά είδα και υποκρισία στους ηγέτας των. Έτσι στο 1909 απεφάσισα να εγκαταλείψω το κόμμα. Έλαβα την απόφασι να μεταβώ στις Ηνωμένες Πολιτείες και να ζήσω εκεί για ν’ απομακρυνθώ από την πολιτική και τη θρησκεία.
Εγκατεστάθηκα, μαζί με τον αδελφό μου, στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, το 1910. Ύστερ’ από διετή εργασία στο οικοδομικό εμπόριο, απεφασίσαμε ν’ ανοίξωμε μαζί ένα μικρό κατάστημα. Εκεί ήταν όπου εδόθη σε μένα η ευκαιρία να μάθω την αλήθεια.
Μια ωραία ημέρα ήλθε ένας άνδρας κηρύττοντας με την Αγία Γραφή. Δεν ενθυμούμαι τι είπε, αλλ’ ανανέωσε την επιθυμία μου να διαβάσω τη Γραφή. Ως καταστηματάρχης είχα χρόνο να διαβάσω, όταν δεν υπήρχαν πελάται. Άρχισα να διαβάζω, και όταν έφθασα στο βιβλίο του Ιώβ, με κατέλαβε μια βαθιά συγκίνησις. Παρά τη βλοσυρή μου όψι, είμαι άνθρωπος πολύ αισθηματικός. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου,
-