Γιατί Μερικές Αμαρτίες Δεν Είναι Συγχωρητέες;
ΌΤΑΝ ο Γερμανός ποιητής Χάινριχ Χάινε βρισκόταν στην επιθανάτιο κλίνη του κι’ αναπολούσε την έκλυτη ζωή που είχε ζήσει, καθησύχασε τον εαυτό του με την εξής σκέψι: «Ο Θεός θα με συγχωρήση. Αυτή είναι η δουλειά του.» Λέγοντας αυτά τα λόγια, ο Χάινε απηχούσε απλώς την άποψι που είχε εκφράσει πριν από έναν αιώνα ο Άγγλος ποιητής Πωπ: «Το σφάλλειν είναι ανθρώπινο· το συγχωρείν θείον.»
Είναι αλήθεια ότι ο Ιεχωβά Θεός ευαρεστείται να συγχωρή. Γι’ αυτό ο προφήτης Μιχαίας έγραψε: «Τις Θεός όμοιός σου, συγχωρών ανομίαν και παραβλέπων την παράβασιν του υπολοίπου της κληρονομίας αυτού; δεν φυλάττει την οργήν αυτού διαπαντός, διότι αυτός αρέσκεται εις το έλεος.» Ο Μωυσής και ο Δαυίδ επιστοποίησαν με όμοιο τρόπο την προθυμία του Θεού να συγχωρή.—Μιχ. 7:18· Έξοδ. 34:6, 7· Ψαλμ. 103:2, 3.
Αλλά δεν πρέπει να συμπεράνωμε από αυτά τα εδάφια ότι ο Θεός ευαρεστείται τόσο πολύ με το έλεος ώστε είναι έτοιμος να συγχωρή όλες τις αμαρτίες, ανεξάρτητα από την φύσι τους. Γιατί όχι; Διότι ο Ιεχωβά δεν είναι μόνον ένας Θεός αγάπης, αλλά και σοφίας και δικαιοσύνης. Αν συγχωρούσε κάθε είδους αμαρτία αυτό δεν θα έδειχνε ούτε σοφία ούτε δικαιοσύνη, ενώ οι νόμοι του Θεού είναι ακριβώς σοφοί και δίκαιοι, ώστε να υπάρχη στο σύμπαν ειρήνη και τάξις.
Επίσης, αν ο Θεός συγχωρούσε κάθε αμαρτία θα έδινε την εντύπωσι ότι ενθαρρύνει τη διάπραξι αμαρτιών. Στην πραγματικότητα, θα έκαμε τους νόμους του να φαίνωνται ασήμαντοι, χωρίς νόημα, άχρηστοι. Πώς θα συνέβαινε αυτό; Επί παραδείγματι, αν εσυγχωρούντο όλοι όσοι παραβιάζουν τους νόμους της κυκλοφορίας, σε τι θα εξυπηρετούσε η ύπαρξις τέτοιων νόμων;
Ο Ιεχωβά Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο έναν ελεύθερο ηθικό παράγοντα· δηλαδή, τον επροίκισε με την ικανότητα να διακρίνη μεταξύ της διαπράξεως του ορθού, υπακούοντας στον νόμο του Θεού, και της διαπράξεως του εσφαλμένου παρακούοντας τον νόμο του Θεού και να κάνη το ένα ή το άλλο με ελευθερία εκλογής. Εν τούτοις, η ελευθερία εκλογής που είχε χορηγηθή στον άνθρωπο, συνωδεύετο κι’ από μια ευθύνη για τις πράξεις του. Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν ο Ιεχωβά Θεός μίλησε στον Μωυσή για τη μεγάλη Του αγαθότητα και την προθυμία Του να συγχωρή, συνέχισε να πη, «αλλ’ ουδόλως παρέχων εξαίρεσι από τιμωρίαν.» Εν τούτοις, ο Ιεχωβά δεν εννοούσε σ’ εκείνη την περίπτωσι την ποινή της αιωνίου καταστροφής.—Έξοδ. 34:7, ΜΝΚ.
Ο απόστολος Ιωάννης δηλώνει ότι υπάρχουν αμαρτίες ‘θανάσιμες,’ δηλαδή, αμαρτίες που πραγματικά αξίζουν την αιωνία καταστροφή, κι ότι θα ήταν ανώφελο να προσεύχωνται οι άλλοι για τη συγχώρησι αυτών των αμαρτιών. (1 Ιωάν. 5:16, 17) Ποιοι είναι οι παράγοντες που προσδιορίζουν αν μια συγκεκριμένη αμαρτία είναι συγχωρητέα ή όχι; Η φύσις της και οι περιστάσεις. Μεταξύ των αμαρτιών που ο Ιεχωβά αναμφισβήτητα δεν συγχωρεί είναι η αμαρτία του Αδάμ και της Εύας. Για να δοκιμάση την εκτίμησί των ο Θεός τούς έδωσε μια απλή εντολή: να μη φάγουν τον καρπό ενός συγκεκριμένου δένδρου· και τους προειδοποίησε για τις συνέπειες που θα προέκυπταν αν έτρωγαν απ’ αυτό. Είχαν δημιουργηθή με μια τέλεια διάνοια κι ένα τέλειο σώμα. Δεν θα μπορούσαν να επικαλεσθούν την άγνοια, όπως μπόρεσε να κάμη αργότερα ο απόστολος Παύλος, ούτε να ισχυρισθούν ότι είχαν κληρονομήσει την ατέλεια και την τάσι να αμαρτάνουν, όπως μπόρεσε να ισχυρισθή ο Βασιλεύς Δαυίδ. Επομένως, με ποια βάσι θα μπορούσαν να συγχωρηθούν ο Αδάμ και η Εύα; Με καμμιά απολύτως!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα παράδειγμα ασυγχωρήτου αμαρτίας που παραδέχονται γενικά όλοι είναι η αμαρτία που διέπραξε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Ο Ιούδας είχε ζήσει μαζί με τον Ιησού δύο ή και περισσότερα χρόνια, είχε ακούσει τη διδασκαλία του Ιησού, τον είχε δει να κάνη θαύματα, κι εγνώριζε ότι ο Ιησούς ήταν ο Υιός του Θεού. Θα πρέπει να είχε παρατηρήσει ότι ολόκληρο το σώμα των ευαγγελιστών ήσαν ειλικρινείς, έντιμοι, ανιδιοτελείς. Εντούτοις, παρ’ όλα αυτά, ο Ιούδας ήταν υποκριτής, εκούσιος κι’ εκ προμελέτης κλέπτης. Κι επρόδωσε τον Ιησού όχι απλώς από απληστία αλλά και από μίσος, διότι ο Ιησούς είχε επιδοκιμάσει το γεγονός ότι είχε χρισθή με δαπανηρόν έλαιον. Ήταν φουρκισμένος επειδή η χρησιμοποίησις χρημάτων για την αγορά ελαίου του στερούσε μια ακόμη ευκαιρία να κλέπτη, αφού ήταν ο ταμίας του σώματος των μαθητών του Ιησού. Επειδή είχε σκληρύνει τόσο πολύ την καρδιά του, είχε προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε να εκφράση τη μετάνοιά του στον Θεό, ούτε να ζητήση τη θεία συγχώρησι. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Ιησούς τον χαρακτήρισε ως ‘υιόν της απωλείας.’—Ματθ. 26:6-16· Ιωάν. 12:1-8· 17:12.
Μεταξύ άλλων αμαρτιών που δεν μπορούσαν να συγχωρηθούν ήσαν οι αμαρτίες των Γραμματέων και των Φαρισαίων στο ότι εδίωξαν κι εθανάτωσαν τον Ιησού. Μπορούσαν να διακρίνουν από όσα εδίδασκε ο Ιησούς και από τα θαύματα που έκανε ότι είχε σταλή από τον Θεό. (Ιωάν. 3:2· 14:11) Αλλ’ επειδή αυτός εξέθεσε την υποκρισία τους και απείλησε τα ιδιοτελή συμφέροντά τους εις βάρος του κοινού λαού, απέδωσαν με κακεντρέχεια τα έργα του στην εξουσία του Σατανά του Διαβόλου. Αναφερόμενος στην αμαρτία τους, ο Ιησούς είπε: «Όστις όμως είπη κατά του πνεύματος του αγίου, δεν θέλει συγχωρηθή εις αυτόν ούτε εν τούτω τω αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι.»—Ματθ. 12:31, 32.
Πράγματι όταν αυτοί οι άνθρωποι έβλεπαν την ενέργεια του αγίου πνεύματος του Θεού επάνω στον Ιησού—ο οποίος εξέβαλλε δαιμόνια, θεράπευε ασθενείς, και ήγειρε τους νεκρούς σε ζωή—και τον ειρωνεύοντο λέγοντας ότι τα έκαμε αυτά με τη δύναμι του ιδίου του Διαβόλου, στην πραγματικότητα βλασφημούσαν το άγιο πνεύμα του Θεού. Γι’ αυτό ο Ιησούς τους επέκρινε κατάλληλα με τα εξής λόγια: «Όφεις, γεννήματα εχιδνών πώς θέλετε φύγει από της καταδίκης της γεέννης;»—Ματθ. 23:33.
Το γεγονός ότι οι αληθινοί Χριστιανοί πρέπει να είναι άγρυπνοι, ώστε να μη διαπράξουν κάποια ασυγχώρητη αμαρτία, διευκρινίζεται από τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Διότι αδύνατον είναι οι άπαξ φωτισθέντες και γευθέντες της επουρανίου δωρεάς και γενόμενοι μέτοχοι του αγίου πνεύματος . . . και έπειτα παραπεσόντες, αδύνατον να ανακαινισθώσι πάλιν εις μετάνοιαν, ανασταυρούντες εις εαυτούς τον Υιόν του Θεού και καταισχύνοντες.» Και πάλιν: «Διότι εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας, δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών, αλλά . . . έξαψις πυρός, το οποίον μέλλει να κατατρώγη τους εναντίους.»—Εβρ. 6:4-6· 10:26, 27.
Το γεγονός ότι ένας Χριστιανός μπορεί να διαπράξη αμαρτίες που ο Θεός δεν τις συγχωρεί, μπορεί να χρησιμεύση σαν μια υγιεινή προειδοποίησι προς όλους τους Χριστιανούς να φυλάττουν την καρδιά τους ώστε να μη βρεθούν ποτέ ένοχοι μιας τέτοιας αμαρτίας. Αλλά σημειώστε ότι, εκτός από την περίπτωσι του τελείου Αδάμ και της Εύας αυτές οι αμαρτίες δεν περιλαμβάνουν οπωσδήποτε μια κάποια αμαρτία, αλλά εκείνες που διαπράττονται κατά συνήθειαν. Έτσι, μερικοί Χριστιανοί που συμβιβάσθηκαν όταν υπέστησαν πιέσεις στη Ναζιστική Γερμανία και στη Λιβερία, αργότερα μετενόησαν κι έγινε φανερό ότι είχαν συγχωρηθή από τον Ιεχωβά Θεό. Τόσο ο Βασιλεύς Δαυίδ όσο και ο απόστολος Πέτρος έλαβαν συγχώρησι μολονότι είχαν διαπράξει σοβαρά αμαρτήματα, αλλά δεν τα επανελάμβαναν κατά συνήθειαν.
Αν θλιβώμεθα βαθειά όταν αμαρτάνωμε και μετανοούμε ειλικρινά και αγωνιζώμεθα να κάνωμε το καλύτερο που μπορούμε για να μένωμε σταθεροί στις αρχές του Θεού, μπορούμε ν’ αντλήσωμε παρηγοριά από την διαβεβαίωσι: «Εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί, καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, . . . το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας.» Από πάσης αμαρτίας; Ναι, από όλες τις αμαρτίες που θα μπορούσαμε να διαπράξουμε ενώ βαδίζομε στο φως, διότι αν θα ενεργούμε έτσι δεν θα είμεθα ένοχοι διαπράξεως εκουσίων και ασυγχωρήτων αμαρτημάτων. (1 Ιωάν. 1:7) Και μπορούμε επίσης να λάβωμε παρηγοριά από το γεγονός ότι ο Ιεχωβά έχει κατανόησι και ευαρεστείται να δείχνη έλεος μέσω του Χριστού.—Ψαλμ. 103:8-14· Μιχ. 7:18, 19.