Συνείδησις και Υποταγή στις Εξουσίες
1. Πότε προέρχεται το μεγαλύτερο όφελος σ’ ένα άτομο από την υποταγή στις εξουσίες, και ποιοι, επομένως, λαμβάνουν το μεγαλύτερο όφελος;
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ όφελος από την υποταγή μας στις ‘υπάρχουσες εξουσίες’, που επιτρέπει ο Θεός να άρχουν επάνω στη γη, προέρχεται από το να υποτασσώμεθα με το ορθό ελατήριο. Το ελατήριο του φόβου δεν αποτρέπει πάντοτε τους ανθρώπους από το να πράττουν το κακό ή να εναντιώνωνται στις ‘ανώτερες εξουσίες’. Σε όλα τα έθνη και τις χώρες, τα άτομα, που έχουν το καλύτερο ελατήριο για να υποτάσσωνται, είναι εκείνα που δεν αποτελούν μέρος του «Χριστιανικού κόσμου», αλλά που είναι Χριστιανοί αφιερωμένοι στον Ιεχωβά Θεό και που ακολουθούν τα ίχνη του Υιού του Ιησού Χριστού. Επειδή είναι αφιερωμένοι να πράττουν το θέλημα του Θεού, δεν λαμβάνουν στάσι εναντίον της Θείας διατάξεως περί των ‘ανωτέρων εξουσιών’. Ως κάτοικοι, λοιπόν, της χώρας τηρούν ευταξία, όχι απλώς για ν’ αποφύγουν την οργή που θα μπορούσε να εκδηλωθή δια των ανωτέρων εξουσιών, αλλά για να ζουν σύμφωνα με τη Χριστιανική των συνείδησι, που είναι φωτισμένη από τον λόγον του Θεού.
2. Ποιον αναγκαστικό λόγο για υποταγή παρέχει το Ρωμαίους 13:5, και τι αποφεύγουν εκείνοι που υποτάσσονται γι’ αυτόν τον λόγο;
2 Στην επιστολή προς Ρωμαίους 13:5 ο απόστολος Παύλος εφιστά την προσοχή των Χριστιανών στο κάλλιστον αυτό ελατήριο, λέγοντας: «Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε, ουχί μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν.» Η οργή εναντίον της αδικοπραγίας εκδηλώνεται απ’ ευθείας από την επίγεια «εξουσία». Αλλ’ επειδή η εξουσία είναι διάκονος του Θεού προς μια ορθή κατεύθυνσι, είναι επίσης και οργή του Θεού εμμέσως. Εκείνος, που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις ‘ανώτερες εξουσίες’ επάνω στη γη ή εναντιώνεται σ’ αυτές, λαμβάνει μια στάσι εναντίον της θείας διατάξεως και είναι άξιος της οργής του Θεού, επίσης. Κανείς δεν απολαμβάνει την τιμωρία· αλλ’ αποφεύγοντας την χάριν της συνειδήσεως οι Χριστιανοί αποφεύγουν όχι μόνον εξωτερικές διαταραχές, αλλά κι εσωτερικές από μια ένοχη συνείδησι.
3. Τι δείχνει ότι η υποταγή των Χριστιανών στις εξουσίες δεν είναι χωρίς συνείδησι, και από ποια παθήματα τηρούνται έτσι απηλλαγμένοι;
3 Στους αληθινούς Χριστιανούς ο φόβος δεν είναι το κύριο ελατήριο για νομιμοφροσύνη και ευταξία, αλλά είναι η συνείδησίς των. Στην περίπτωσί των, λοιπόν, η υποταγή στις ανώτερες εξουσίες δεν είναι χωρίς συνείδησι. Δεν είναι απλώς ένας πατριωτισμός. Καθώς η συνείδησίς των εκπαιδεύεται με τον λόγον του Θεού, την Αγία Γραφή, δεν τους αφήνει να υποταχθούν κατά πάντα στις επίγειες ανώτερες εξουσίες, όπως, λόγου χάριν, στις περιπτώσεις, όπου εκείνο, που νομίζουν οι ατελείς εξουσίες ότι είναι ορθόν, συγκρούεται με τις εντολές του Θεού δια του Χριστού. Αυτό μπορεί να έχη ως αποτέλεσμα το να υποστούμε άδικη τιμωρία στα χέρια των εξουσιών· αλλ’ έτσι βλέπομε πώς στους Χριστιανούς η συνείδησις είναι ένας αναγκαστικός λόγος, διότι τους αναγκάζει να υπακούουν στον Θεό, μολονότι αυτό επιφέρει άδικα δεινά σ’ αυτούς. Αν αυτοί δεν είχαν φωτισμένη συνείδησι, θα παρεμέριζαν αυτά τα παθήματα χάριν της ατομικής ενώσεως. Αν, όμως, για λόγους συνειδήσεως, υφίστανται απ’ έξω παθήματα στα χέρια των ανωτέρων εξουσιών, τηρούνται απηλλαγμένοι από εσωτερικές θλίψεις· οι συνειδήσεις των δεν τους τύπτουν.
4, 5. (α) Γιατί οι Χριστιανοί έχουν λόγο να είναι καλύτεροι πολίται; (β) Τι δείχνει ο απόστολος Πέτρος σχετικά με τούτο, και έτσι ποια διπλή δύναμις ενεργεί επάνω στους Χριστιανούς για να πράττουν το ορθόν;
4 Μια Χριστιανική συνείδησις μας φυλάγει από το να πράττωμε το κακό αλλά μας υποκινεί να πράττωμε το ορθόν, σύμφωνα με τον λόγον του Θεού. Δεν θέλομε να μας ελέγχη η συνείδησίς μας επειδή πράττομε το κακό ενώπιον του Θεού. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι Χριστιανοί έχουν μια περιοριστική δύναμι, που δεν έχουν οι κοσμικοί εναντίον της αδικοπραγίας. Συνεπώς, οι Χριστιανοί έχουν λόγο να είναι καλύτεροι πολίται, μολονότι δεν λαμβάνουν μέρος στην πολιτική.
5 Η συνείδησις ενός Χριστιανού του υπενθυμίζει ότι δεν αποτελεί μέρος του παλαιού αυτού κόσμου και συνεπώς δεν έχει καμμιά δουλειά ν’ αναμιγνύεται στην πολιτική και να προσπαθή να μετέχη σε κοσμικές κυβερνήσεις ή ν’ αποτελή μέρος των ‘ανωτέρων εξουσιών’. (Ιωάν. 17:14-16) Ο απόστολος Πέτρος, στην πρώτη του επιστολή προς τους Χριστιανούς, ομιλεί περί υποταγής κι εφιστά την προσοχή των στη συνείδησι αρκετές φορές. Τονίζει ότι αυτή πρέπει να είναι η δύναμις, που αποτρέπει ένα άτομο ως Χριστιανόν από το να πράττη το κακόν ή ν’ αναμιγνύεται σε πράγματα, που δεν αφορούν αυτόν. (1 Πέτρ. 2:19· 3:16, 21) Μια διπλή, λοιπόν, δύναμις, δηλαδή, η Χριστιανική συνείδησις και ο φόβος της οργής, επενεργεί στους Χριστιανούς για να τους τηρή στην οδόν της αγαθοεργίας, σύμφωνα με τους κρατικούς νόμους που είναι αγαθοί, νόμους που δείχνουν δικαιοσύνη λόγω της ελαχίστης συνειδήσεως που παραμένει ακόμη στους κοσμικούς ως κληρονομία από την πρώτη ανθρώπινη δημιουργία του Θεού, τον άνθρωπον Αδάμ.
6. Τι αποδεικνύουν όλα τα προηγούμενα ως προς την υποταγή των Χριστιανών στις ‘ανώτερες εξουσίες’;
6 Τι αποδεικνύουν όλα αυτά; Αποδεικνύουν ότι, όταν ο Παύλος είπε στους Χριστιανούς να υποτάσσωνται στις ‘ανώτερες εξουσίες’, δεν εννοούσε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν ή να καταπνίξουν τη συνείδησί των. Δεν εννοούσε ότι έπρεπε ν’ αγνοήσουν τη συνείδησί των, όταν θα υπήρχε σύγκρουσις μεταξύ των νόμων των εξουσιών και του λόγου του Θεού. Οι νόμοι του Θεού είναι ορθοί καθ’ εαυτούς, οι δε Χριστιανοί δεν πρόκειται ν’ ανησυχήσουν περί συνειδήσεως, όταν υπακούουν σε όλους τους Θείους νόμους. Οι συνειδήσεις μας δεν μας ενοχλούν, όταν τηρούμε τους νόμους του Θεού και πράττωμε το έργον του. Αντιθέτως, μας επιδοκιμάζουν και μας δίνουν ειρήνη της καρδιάς. Μόνον, όταν αντιμετωπίζωμε υποταγή σε εξουσίες έξω από την οργάνωσι του Θεού, εισέρχεται το ζήτημα της συνειδήσεως και πρέπει να τηρούμε τις συνειδήσεις μας άγρυπνες από φόβο μήπως δυσάρεστησωμε τον Θεό και παραβούμε τους νόμους του.
ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΑ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΣΤΙΣ ‘ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ’
7. Τι δείχνει όσον αφορά τις ‘ανώτερες εξουσίες’ το γεγονός ότι το Ρωμαίους 13:6 αναφέρει το ζήτημα των φόρων;
7 «Επειδή δια τούτο πληρώνετε και φόρους· διότι υπηρέται του Θεού είναι, εις αυτό τούτο ενασχολούμενοι.» (Ρωμ. 13:6) Η πληρωμή, λοιπόν, φόρων από μας, πρέπει να είναι ευσυνείδητη. Αν ο Παύλος δεν μιλούσε για ‘ανώτερες εξουσίες’ έξω από τη Χριστιανική εκκλησία, δεν θα ανέφερε και το ζήτημα των φόρων. Γιατί; Διότι οι επίσκοποι των εκκλησιών και οι διακονικοί των βοηθοί δεν επιβάλλουν φόρους στα μέλη για να τα κάμουν να συντηρούν τους επισκόπους και τους βοηθούς των. Ούτε το ιθύνον σώμα της παγκοσμίου εκκλησίας εισπράττει φόρους, ούτε και η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Πενσυλβανίας το κάνει αυτό. Οι εισφορές, που κάνουν τα μέλη των εκκλησιών, είναι κατά τη δική τους προαίρεσι και κατά τα μέσα των. Δεν είναι φόροι, όπως εκείνοι, των οποίων η παράλειψις πληρωμής έξω στον κόσμο επάγεται τιμωρίαν από τις ‘ανώτερες εξουσίες’.
8. Υπάρχει κάτι παρενθετικό στο Ρωμαίους 13:6 και ποια είναι η αιτία που παρέχεται εκεί για φορολογία;
8 Ούτε η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών ούτε οι άλλες Βιβλικές μεταφράσεις, αρχαίες ή νέες, θέτουν μέσα σε παρένθεσι τις λέξεις «δια τούτο πληρώνετε και φόρους», σαν ν’ αποτελούσαν αυτές οι λέξεις μια παρενθετική σκέψι που εισήχθη ως δευτερεύουσα. Πραγματικά, οι λέξεις αυτές οδηγούν κατ’ ευθείαν στο υπόλοιπον της προτάσεως, για να δείξουν το γιατί πληρώνονται φόροι. Πληρώνομε φόρους για να συντηρήσωμε αυτούς τους «υπηρέτας», που είναι περιβεβλημένοι εξουσίαν για να κάνουν καλό, να επαινούν εκείνους που πράττουν το καλό και να εκδικούνται εκείνους που πράττουν το κακό.
9. Πώς, σε αρμονία με το Ματθαίος 22:21, είναι κατάλληλο για τους Χριστιανούς να πληρώνουν φόρους, και τι δεν αποτελεί ευθύνη των από αυτή την άποψι;
9 Για τον λαό του Ιεχωβά δεν υπάρχει αποφυγή φόρου ή φοροφυγή. Αυτοί ευσυνείδητα πληρώνουν φόρους. Ο Ιησούς τούς είπε να πληρώνουν, στο κατά Ματθαίον 22:21, μολονότι οι Ιουδαίοι Φαρισαίοι επίστευαν ότι δεν μπορούσαν ευσυνείδητα να πληρώνουν φόρο στον Εθνικόν Καίσαρα. Είναι, όμως, σε αρμονία με τον νόμον του Ιεχωβά να πληρώνη κανείς τους δημοσίους υπηρέτας ή λειτουργούς για την απόδοσι καλών υπηρεσιών. Οι φόροι προορίζονται για τη συντήρησι των δημοσίων λειτουργών μας, ατόμων που παρέχουν υπηρεσίες, τις οποίες η Χριστιανική εκκλησία δεν παρέχει. Το πώς αυτοί οι «υπηρέται» δαπανούν όλα τα χρήματα του δημοσίου δεν αποτελεί ευθύνη των Χριστιανών φορολογουμένων· είναι ευθύνη του δημοσίου λειτουργού αυτή. Δεν είναι κάτι, για το οποίον ν’ ανησυχούν οι συνειδήσεις μας. Ο Θεός δεν εξουσιοδοτεί τους ακολούθους του Χριστού ν’ αναλάβουν πολιτική κυβέρνησι, όπως δεν εξουσιοδότησε και τον Ιησού Χριστό τον Υιό του να το πράξη αυτό. Σ’ αυτόν τον κόσμο, λοιπόν, εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να πληρώνωμε φόρον όπως και κάθε άλλος, αντί να κατευθύνωμε εμείς οι ίδιοι τις επίγειες κυβερνήσεις.
10, 11. (α) Πότε άτομα ενεργούν ως «υπηρέται του Θεού, και πότε όχι; (β) Παρά την κατάχρησι εξουσίας, πώς οι «δημόσιοι λειτουργοί» αποδίδουν ακόμη υπηρεσία;
10 Έτσι, οι κοσμικοί αυτοί άνθρωποι απαλλάσσουν τους μη πολιτευόμενους Χριστιανούς από το να κατευθύνουν κυβερνήσεις, που ωφελούν και τους Χριστιανούς ακόμη από πολλές απόψεις. Έτσι, με μια σχετική έννοια, οι κρατικοί αυτοί λειτουργοί είναι «υπηρέται του Θεού», κι εξυπηρετούν ένα σκοπό ωφέλιμο στον λαόν του Θεού, διότι οι Χριστιανοί ζητούν πρώτον τη βασιλεία του Θεού και ειδικεύονται στην κήρυξί της. Φυσικά, όταν αυτοί οι «υπηρέται» δεν υπηρετούν αλλά καταδυναστεύουν· όταν καθίστανται αυτοδοξαζόμενοι δικτάτορες, και όταν καταδιώκουν τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά, τότε παύουν να είναι του Θεού υπηρέται απ’ αυτές τις απόψεις. Αλλ’ όχι κι απ’ όλες τις απόψεις!
11 Γιατί όχι απ’ όλες; Διότι υπάρχουν κι άλλες ακόμη υπηρεσίες που εξακολουθούν ν’ αποδίδουν στο κοινόν, υπηρεσίες, από τις οποίες οι διωκόμενοι μάρτυρες ωφελούνται, όπως είναι η ταχυδρομική υπηρεσία, η πυροσβεστική υπηρεσία, η ύδρευσις, η σχολική εκπαίδευσις, οι συγκοινωνίες, η συντήρησις των οδών και λεωφόρων, και λοιπά. Αλλιώς, οι διωκόμενοι Μάρτυρες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ή να επιζήσουν διόλου κάτω από δικτατορίες και ολοκληρωτικές κυβερνήσεις. Οι δικτάτορες δεν επιζούν, αλλ’ οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά επιζούν!
12. Πώς η ανοχή των καταδυναστών από τον Θεό εξυπηρετεί τον αφιερωμένο λαό Του, και με ποια έκβασι;
12 Για ένα χρονικό διάστημα ο Θεός αφήνει αυτούς τους δικτάτορας και ολοκληρωτικούς καταδυνάστας να συνεχίσουν το έργον των για να δοκιμασθή η ακεραιότης του αφιερωμένου λαού του· είναι και μια δοκιμασία της ειρηνικής υποταγής των στις κοσμικές ‘ανώτερες εξουσίες’. Η πιστή αυτή εγκαρτέρησις των διωκομένων Μαρτύρων βοηθεί τους κοσμικούς να διακρίνουν την υποτακτικότητα των Μαρτύρων και τέλος την αθωότητά των. Οι συκοφάνται, που ήγειραν τον διωγμό, καταισχύνονται ως κακόβουλοι ψεύσται.
13. Όσον αφορά τις ‘ανώτερες εξουσίες’, ποιο γεγονός έπεται από τη μη συμμετοχή των μαρτύρων του Ιεχωβά στην πολιτική;
13 Επειδή οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ασχολούνται στην πολιτική ούτε επιδιώκουν πολιτικές θέσεις, πρέπει ν’ αφήνουν σε κοσμικούς τη λειτουργία των ανθρωπίνων κυβερνήσεων. Είναι θέλημα του Θεού να χρησιμοποιούμε αυτές τις ανώτερες εξουσίες για το καλό μας και για την προώθηση της Χριστιανικής διακονίας.
14, 15. (α) Προς χάριν, λοιπόν, της Χριστιανικής μας διακονίας, τίνος επωφελούμεθα, και είναι αυτό ενέργεια σύμφωνα με το Ησαΐας 31:1-3; (β) Αλλιώς, γιατί δεν θα ήμεθα υποχρεωμένοι ν’ αποδίδωμε κάτι στον Καίσαρα;
14 Ένεκα τούτου επωφελούμεθα από την αστυνομική προστασία, που παρέχεται απ’ αυτές τις εξουσίες, ή από τις βιβλιοθήκες των, τα μέσα της μεταφοράς των, τις ναυτιλιακές ευκολίες των, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες των, τα σχολεία των. Επωφελούμεθα από τα προξενικά γραφεία και τις πρεσβείες, για να έχωμε τη βοήθειά των ή την προστασία των υπέρ του Τμήματος μας ή των ιεραποστολικών μας σχέσεων στο εξωτερικό. Έχομε δικαίωμα να προσφύγωμε στο Υπουργείο των Εξωτερικών και να ζητήσωμε να μεσολαβήση υπέρ ημών σε ξένες χώρες, όπου η ιδιοκτησία μας ή οι αντιπρόσωποί μας υφίστανται κακομεταχείρισι. Επωφελούμεθα από τα δικαστήρια και άλλα δημόσια ιδρύματα, όταν πρόκειται για περιπτώσεις γάμων και διαζυγίων και για άλλες υποθέσεις. Δεν πρόκειται περί ‘καταβάσεως εις την Αίγυπτον δια βοήθειαν’ υπό μορφήν ίππων και αμαξών, δηλαδή, για στρατιωτικούς σκοπούς.—Ησ. 31:1-3.
15 Αν η ανθρώπινη εξουσία του κόσμου τούτου δεν ήταν «του Θεού υπηρέτης εις σε προς το καλόν», δεν θα ήμεθα υποχρεωμένοι ν’ αποδίδωμε κάτι στον Καίσαρα. Όταν ο Ιησούς είπε να πληρώνομε φόρους, είπε συγκεκριμένα ότι ο Καίσαρ δεν ήταν ο Θεός, αλλ’ ότι ο Καίσαρ υπέκειτο στον Θεό, διότι ο Θεός περιόρισε τις πληρωμές σύμφωνα με ό,τι ωφείλετο στον Καίσαρα. (Μάρκ. 12:17) Ενόσω ο Θεός τούς αφήνει να υπάρχουν, ο Καίσαρ και οι υπ’ αυτόν ιθύνοντες ‘εις αυτό τούτο ενασχολούνται’, κάνοντας πράγματα που οι Χριστιανοί δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να κάνουν.
ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΝ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ
16. Ποιους εννοεί το Ρωμαίους 13:7, όταν λέγη ν’ αποδίδωμε τα οφειλόμενα «εις πάντας», και τι θα εσήμαινε το να μην το πράττωμε αυτό;
16 Ο απόστολος Παύλος, αναγνωρίζοντας τις δημόσιες υπηρεσίες που παρέχονται στον λαόν του Θεού, προχωρεί και λέγει: «Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα [πράγματα που ανήκουν σ’ αυτούς]· εις όντινα οφείλετε τον φόρον, τον φόρον· εις όντινα τον δασμόν, τον δασμόν· εις όντινα τον φόβον, τον φόβον· εις όντινα την τιμήν, την τιμήν.» (Ρωμ. 13:7) Όταν ο Παύλος λέγη ν’ αποδίδωμε τα οφειλόμενα «εις πάντας», σαφώς εννοεί εκείνους που είναι «υπηρέται» του Θεού. Αυτοί είναι εκείνοι, που απαιτούν τον φόρον, τον δασμόν, τον φόβον και την τιμήν. Οι Χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να υπεκφύγουν από τα οφειλόμενα σ’ αυτούς. Το να παραλείπη κανείς να πληρώνη εκείνο που οφείλεται σ’ αυτούς είναι ανέντιμο, είναι κλοπή. Οι κλέπται δεν κληρονομούν τη βασιλεία του Θεού ή τις ευλογίες της.
17. Γιατί η απαίτησις πληρωμής φόρων δεν είναι άδικη για τους Χριστιανούς, και ποια επανάστασις δεν θα συνέβαινε αν ετύγχανε υπακοής το Ρωμαίους 13:1-7;
17 Ο δημόσιος λειτουργός δεν είναι άδικος, απαιτώντας τον φόρο. Τον χρειάζεται για να παραμείνη στη θέσι του και ν’ αποδίδη τις υπηρεσίες του. Αν αυτός φορολογή υπέρμετρα, είναι άδικος, αλλ’ η ευθύνη είναι δική του ως προς το τι πράττει με το επί πλέον χρήμα. Φόρος πρέπει να πληρωθή ακόμη κι όταν υπάρχη «φορολογία χωρίς εκπροσώπησι». Αυτό ήταν ένα από τα επίμαχα ζητήματα στην Αμερικανική Επανάστασι του 1775-1783. Σύμφωνα με όσα λέγει εδώ ο απόστολος Παύλος, η Αμερικανική Επανάστασις δεν ήταν μια Χριστιανική πράξις. Οι δεκατρείς Βρεττανικές αποικίες της Αμερικής ισχυρίζοντο τότε ότι ήσαν Χριστιανικές και ότι βασιλεύς των ήταν ο μονάρχης Γεώργιος Γ΄, ο οποίος κατείχε τη θέσι του αρχηγού της Εκκλησίας της Αγγλίας. Αν οι δεκατρείς Βρεττανικές αποικίες ενεργούσαν ως Χριστιανικές κι ακολουθούσαν το 13 κεφάλαιον της προς Ρωμαίους επιστολής και υπετάσσοντο στις ‘ανώτερες εξουσίες’ κι επλήρωναν με νομιμοφροσύνη τους φόρους και άλλες οφειλές, δεν θα εγίνετο Αμερικανική Επανάστασις.
18. Ποια δυνατότης θα διηνοίγετο εν καιρώ στις δεκατρείς αποικίες, και τούτο χωρίς ποια θρησκευτική αναγκαιότητα;
18 Φυσικά, τότε επίσης, δεν θα υπήρχαν ούτε Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σήμερα. Εν τούτοις, οι αποικίες θ’ αποκτούσαν καθεστώς Κοινοπολιτείας στη Βρεττανική Κοινοπολιτεία Εθνών, όπως ακριβώς την απέκτησε η Επικράτεια του Καναδά, και τούτο χωρίς αιματοχυσία. Αυτό δεν θ’ απαιτούσε να εγερθούν οι αποικίες σε στάσι εναντίον εκείνου, τον οποίον πολλοί άποικοι ανεγνώριζαν ως Κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας, του Γεωργίου Γ΄. Επίσης, δεν θα παρίστατο ανάγκη να ιδρύσουν εκείνοι, που εστασίασαν κατά της πολιτικής εξουσίας του Γεωργίου, μια ανεξάρτητη Επισκοπελιανή Εκκλησία στην Αμερική το 1789, την Προτεσταντική Επισκοπελιανή Εκκλησία.
19. Επάνω στην ίδια βάσι, τι θα ήταν αληθινό για τη σύγχρονη Ρωσία, και έτσι πώς απεδείχθη ο «Χριστιανικός κόσμος» ελλιπής στη δύναμι της ευσέβειας;
19 Ομοίως, αν ο Ρωσικός λαός, που θεωρούσε τον Τσάρο Νικόλαο Β΄ πάτρωνα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενεργούσε ως Χριστιανικός λαός και υπήκουε στις αποστολικές οδηγίες, που δίδονται στην προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο 13, δεν θα εγίνετο Ρωσική Επανάστασις το 1917. Δεν θα υπήρχε σήμερα Κομμουνιστική απειλή από την Ένωσι Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Οι ιερείς και κήρυκες του «Χριστιανικού κόσμου» εδίδασκαν πάντοτε ότι οι ‘ανώτερες εξουσίες’ του εδαφίου Ρωμαίους 13:1 είναι οι πολιτικές εξουσίες του κόσμου τούτου. Εν τούτοις, ο «Χριστιανικός κόσμος» έχει υποστή πολλές βίαιες πολιτικές επαναστάσεις με πολλή αιματοχυσία, σε πολλές χώρες. Από αυτή την άποψι απεδείχθη απλώς ως ‘έχων μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένος δε την δύναμιν αυτής’. (2 Τιμ. 3:5) Ο κλήρος του δεν στερείται ενοχής για όλα αυτά.
ΔΑΣΜΟΣ, ΦΟΒΟΣ, ΤΙΜΗ
20. (α) Τι εννοεί ο Παύλος με τον «δασμόν» που πρέπει να πληρώνεται; (β) Πώς ισοσταθμίζεται η μη πληρωμή φόρων για θρησκευτική περιουσία που εξαιρείται από το Κράτος;
20 Ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη «εις όντινα τον δασμόν, τον δασμόν», δεν εννοεί πληρωμήν δασμού σε λόγια ή απόδοσιν επαίνου. Εννοεί πληρωμήν υλικού, οικονομικού πράγματος. Ο δασμός, που εννοείτο ήταν ένας φόρος, κυρίως σε προϊόντα ή εμπορεύματα. (Ματθ. 17:24-27) Ο δασμός αυτός, όπως ο ανωτέρω φόρος, δεν έχει θέσι μέσα στη Χριστιανική εκκλησία, αλλά σχετίζεται με τις κοσμικές ‘ανώτερες εξουσίες’. Σε μερικές χώρες, αυτές οι εξουσίες δεν απαιτούν πληρωμή φόρων για εκκλησιαστική περιουσία, αλλά χορηγούν απαλλαγή φόρου σε θρησκευτικές οργανώσεις όλων των αποχρώσεων. Αποτελεί προνόμιο της εκκλησίας να επωφελήται απ’ αυτή τη διάταξι για να χρησιμοποιή όλα τα χρήματά της σε θρησκευτικούς σκοπούς. Φυσικά, μερικές κοσμικές ομάδες θεωρούν τη φορολογική απαλλαγή των εκκλησιών ως μια μορφή ενώσεως Εκκλησίας και Κράτους. Αλλ’ αν, σ’ αυτή την περίπτωσι, η Χριστιανική εκκλησία δεν πληρώνη φόρους για τη θρησκευτική της ιδιοκτησία, η οποία δεν είναι για εμπορικές χρήσεις, δεν παραβιάζει την εντολή του αποστόλου Παύλου. Ατομικά, όμως, τα μέλη της εκκλησίας πρέπει να πληρώνουν προσωπικό φόρο ή δασμό πάνω στα δικά των κτήματα κι εμπορεύματα.
21, 22. (α) Ζητεί το Ρωμαίους 13:7 «φόβον» των δημοσίων λειτουργών; (β) Τι είδους φόβος είναι αυτός, και ως ποιο βαθμό φθάνει για τους Χριστιανούς;
21 Από τα κεκτημένα πράγματα υλικού ή οικονομικού είδους, το εδάφιο Ρωμαίους 13:7 στρέφεται τώρα σε πράγματα ψυχολογικού είδους, και λέγει: «Εις όντινα [οφείλετε] τον φόβον, τον φόβον.» Μήπως αυτό σημαίνει φόβο των δημοσίων λειτουργών του κόσμου τούτου; Ναι διότι, όπως λέγει το τρίτο εδάφιο, «οι άρχοντες . . . είναι φόβος» των κακών έργων, το δε τέταρτο εδάφιο λέγει ότι, αν κανείς πράττη κακόν, πρέπει να φοβήται.
22 Ο φόβος, λοιπόν, που έχομε προς τους άρχοντας αυτούς ή δημοσίους λειτουργούς, είναι ο φόβος μήπως πράττομε το κακό, για το οποίον θα επεσύραμε την οργή ή εκδίκησί των. Δείχνομε φόβο σ’ αυτούς με το να μην πράττωμε το άδικο και με το να είμεθα νομοταγείς υπήκοοι ή πολίται. Αν πρέπει να δείχνεται φόβος σε κυρίους δούλων και σε συζύγους και κριτάς, σε αστυνομικούς και δημοσίους ανακριτάς, τότε γιατί όχι στους πολιτικούς άρχοντας; (1 Πέτρ. 2:18· 3:1, 2· 3:15· Εφεσ. 5:33) Δεν πρόκειται εδώ για φόβο προερχόμενον από δειλία, που θα μας συγκρατούσε από το να κηρύττωμε τη βασιλεία του Θεού, αλλά πρόκειται για μια κατάλληλη υπόληψι ή ένα υγιή σεβασμό για τις εκτελεστικές δικαιοδοσίες που μπορεί να έχη μια πολιτική εξουσία. Έχομε φόβο ως το βαθμό, που μπορούν να φθάσουν ή εκταθούν οι επίσημες δικαιοδοσίες των. Έξω από τον τομέα της δικαιοδοσίας των, δεν έχομε να τους φοβηθούμε. Το όριο, στο οποίο μπορούν να φθάσουν με τις δικαιοδοσίες των, είναι το βασίλειο της παρούσης ζωής, σ’ αυτό το καταδικασμένο σύστημα πραγμάτων.
23. Γιατί ο φόβος αυτός των δημοσίων λειτουργών δεν αφαιρεί από μας τον φόβο του Ιεχωβά με αμέριστη καρδιά;
23 Αυτό, λοιπόν, δεν αφαιρεί τον φόβο, που οφείλομε στον Θεό με αμέριστη καρδιά. (Ψαλμ. 86:11) Πρέπει να τον φοβούμεθα από πολύ περισσότερες απόψεις από εκείνες, με τις οποίες θα φοβούμεθα τις ‘ανώτερες εξουσίες’, που αφήνει ο Θεός για υπάρχουν επί ένα χρονικό διάστημα. Πραγματικά, αποδίδοντας τη σχετική υποταγή μας σ’ αυτές, το πράττομε πραγματικά αυτό σαν στον Θεό, διότι αυτό είναι σύμφωνο με τη διευθέτησί του. Θέλομε να ζούμε για πάντα στον νέο του κόσμο, όπου αυτός δεν θα επιτρέψη να υπάρχουν οι παρούσες ανώτερες εξουσίες. Δεν θέλομε, λοιπόν, να δυσαρεστήσωμε τον Θεό, διότι αυτός μπορεί να μας αποκόψη από την αιώνια ζωή στον νέο εκείνο κόσμο, καταστρέφοντας τις ψυχές μας και αρνούμενος σ’ εμάς ανάστασι εκ νεκρών.—Ματθ. 10:28.
24. Γιατί οφείλεται τιμή στους δημοσίους λειτουργούς και πώς ο Παύλος έδωσε παράδειγμα;
24 Εκτός από τον φόβο, οφείλεται και κάτι άλλο. Το εδάφιο Ρωμαίους 13:7 λέγει: «Εις όντινα [οφείλετε] την τιμήν, την τιμήν.» Αυτή η τιμή, που αποδίδεται σε δημοσίους λειτουργούς, δεν είναι ένεκα των ιδίων των ατόμων. Είναι ένεκα του ό,τι εκπροσωπούν με μια δημοσία έννοια. Ένας βασιλεύς εκπροσωπεί ένα έθνος ή μια αυτοκρατορία· ένας κυβερνήτης εκπροσωπεί μια πολιτεία ή επαρχία· ένας δήμαρχος, μια πόλι. Η υποχρέωσις αυτή, του ν’ αποδίδεται τιμή όπου οφείλεται, μας επιτρέπει ν’ απευθυνώμεθα σε πολιτικούς αξιωματούχους με τους τίτλους των και δεν συγκρούεται με ό,τι είπε ο νεαρός Ελιού στον Ιώβ 32:21, 22. Ο απόστολος Παύλος, όταν ήταν ενώπιον του Κυβερνήτου Φήλικος, του Κυβερνήτου Φήστου και του Βασιλέως Ηρώδου Αγρίππα Β΄, απέδωσε σ’ αυτούς προσήκουσαν τιμήν είτε απευθυνόμενος σ’ αυτούς με τους τίτλους των ή αναγνωρίζοντας καλή άσκησι διακυβερνήσεως απ’ αυτούς.—Πράξ. 24:10· 26:1-3, 24-29.
25. Τι είδους τιμή είναι εκείνη που αποδίδομε στις ‘ανώτερες εξουσίες’, και ποια φαίνεται να είναι η σχέσις της τιμής προς τον φόβο σε βαρύτητα;
25 Πρόκειται απλώς για μια σχετική τιμή που αποδίδομε στις ‘ανώτερες εξουσίες’. Ποιος θέλει μόνο να τον φοβούνται και να τον βλέπουν με τρόμο; Κι αυτοί δεν θέλουν. Αλλά ο φόβος έχει περισσότερη βαρύτητα από όση έχει η επιθυμία για την απόδοσι τιμής. Η σχετική βαρύτης του φόβου και της τιμής βρίσκει ένα παράδειγμα σε ό,τι παραγγέλλεται στην επιστολή 1 Πέτρου 2:17: «Τον Θεόν φοβείσθε· τον βασιλέα τιμάτε.» Ένας Χριστιανός σύζυγος αποδίδει τιμή στη σύζυγο του ως σκεύος ασθενέστερον, το θήλυ· αλλά η σύζυγος είναι κάτω από αποστολική εντολή να φοβήται τον σύζυγο της ως κεφαλή της και κύριον. (1 Πέτρ. 3:1, 5, 6· Εφεσ. 5:33) Τα τέκνα πρέπει να τιμούν τον πατέρα και τη μητέρα των. (Εφεσ. 6:1-3) Η Χριστιανική εκκλησία πρέπει να τιμά τις άξιες χήρες, κάνοντας μια επάξια πρόβλεψι γι’ αυτές. (1 Τιμ. 5:3) Έτσι, δεν μπορούμε να παραμερίσωμε την απόδοσι τιμής στους έξω ή στους μέσα στη Χριστιανική εκκλησία.
26. Τι πρέπει να λεχθή για την απόδοσί τιμής σε θρησκευτικούς αξιωματούχους του «Χριστιανικού κόσμου» με τίτλους;
26 Αλλ’ ως προς την απόδοσι τιμής σε θρησκευτικούς αξιωματούχους του «Χριστιανικού κόσμου» ή του Ιουδαϊσμού, με την απόδοσι σ’ αυτούς κολακευτικών τίτλων, πρέπει να υπακούωμε στην εντολή του Ιησού: «Σεις όμως μη ονομασθήτε Ραββί· διότι είς είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός· πάντες δε σεις αδελφοί είσθε. Και πατέρα σας μη ονομάσητε επί της γης· διότι είς είναι ο Πατήρ σας, ο εν τοις ουρανοίς. Μηδέ ονομασθήτε καθηγηταί· διότι είς είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός.» (Ματθ. 23:8-10) Σε θρησκευτικούς αξιωματούχους δεν οφείλομε μη Χριστιανικές τιμές.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΧΡΕΟΣ ΑΓΑΠΗΣ
27. Γιατί πρέπει ν’ αποφεύγεται η μη πληρωμή χρεών;
27 Δεν είναι καλό ν’ αφήνωμε τα χρέη μας να μένουν απλήρωτα· αυτό είναι ανέντιμο και μας προξενεί ανωμαλίες. Το εδάφιο Ρωμαίους 13:8, δείχνοντας την υποχρέωσί μας στις ‘ανώτερες εξουσίες’ του κόσμου τούτου, λέγει τα εξής: «Εις μηδένα μη οφείλετε μηδέν, ειμή το να αγαπάτε αλλήλους· διότι ο αγαπών τον άλλον, εκπληροί τον νόμον.»
28. Σε ποιο βαθμό εφαρμόζεται αυτό σε όσα οφείλομε στους δημοσίους λειτουργούς;
28 Δεν μπορούμε, λοιπόν, να κατακρατούμε από τους άρχοντας και δημοσίους λειτουργούς τα οφειλόμενα σ’ αυτούς. Για τις κυβερνητικές υπηρεσίες πρέπει να πληρώνωμε ορθώς. Αυτός είναι ο περιορισμένος βαθμός, στον οποίον μπορούμε να υποστηρίξωμε και διατηρήσωμε τις κοσμικές κυβερνήσεις, που προΐστανται σε μας στις διάφορες χώρες. Αλλά δεν μπορούμε τίποτε ν’ αφαιρέσουμε από τον Ύψιστο Θεό για να το πληρώσωμε στις ‘ανώτερες εξουσίες’, δηλαδή, κάτι που δεν έχουν το δικαίωμα να μας ζητήσουν. Εγείροντας απαιτήσεις από μας, περιορίζονται από τις εντολές του Θεού προς εμάς αν είμεθα αφιερωμένοι να πράττωμε το θέλημά Του.
29. (α) Ποιο χρέος δεν μπορούμε να εξοφλήσωμε πλήρως; (β) Για ποιό ζωτικό πράγμα δεν είμεθα υπόχρεοι στις ‘ανώτερες εξουσίες’ και ποια κατάστασι καρδιάς δεν θα τις αφήσωμε να μας διδάξουν ή να μας εξαναγκάσουν να αναπτύξωμε;
29 Ως Χριστιανοί πρέπει να είμεθα απηλλαγμένοι από χρέη στους κοσμικούς άρχοντας με την ταχεία πληρωμή των υποχρεώσεων μας. Αυτό προφυλάσσει μια καλή Χριστιανική συνείδησι. Το μόνο χρέος, που πρέπει να αισθανώμεθα ότι ποτέ δεν εξωφλήσαμε πλήρως, είναι το χρέος της αγάπης. Δεν είμεθα υπόχρεοι στις ‘ανώτερες εξουσίες’ για τη ζωή μας. Ο Θεός μάς έδωσε τη ζωή μας. Εξ άλλου, αν εμείς ακολουθήσαμε το παράδειγμα του Χριστού κι αφιερώσαμε τη ζωή μας στον Θεό κι εσυμβολίσαμε την εφιέρωσί μας με το εν ύδατι βάπτισμα, δεν μπορούμε να δώσωμε τη ζωή μας στις κοσμικές εξουσίες. Δεν οφείλομε σ’ αυτές τη ζωή μας. Φόρους, δασμούς, φόβο, τιμή—ναι, αλλ’ όχι και τη ζωή μας, την οποία εδώσαμε στον Θεό σαν κάτι που ωφείλετο σ’ αυτόν. Αν εδίναμε στις κοσμικές εξουσίες τη ζωή μας, πώς θα μπορούσαμε να εκπληρώσωμε το διαρκές μας χρέος της αγάπης; διότι μόνον ένα ζωντανό άτομο μπορεί ν’ αγαπά. Η αγάπη καθώς και το μίσος χάνονται στον θάνατο. (Εκκλησ. 9:4-6) Η αγάπη είναι το μόνο χρέος απ’ το οποίο οι ζώντες δεν μπορούν ν’ απαλλαγούν. Ενόσω ζούμε, θα οφείλωμε αγάπη στους άλλους, στους πλησίον μας, σύμφωνα με την εντολή του Θεού. Δεν θα επιτρέψωμε στις κοσμικές εξουσίες να μας διδάξουν ή να μας αναγκάσουν να μισούμε τους άλλους για να μας παρακινήσουν σε μια στάσι τέτοια ώστε να βλάψωμε τους άλλους.
30. Η αγάπη του πλησίον μας τίνος νόμον εκπληρώνει, και επί πόσον καιρό;
30 Οι νόμοι των κοσμικών αυτών ‘ανωτέρων εξουσιών’ θα παρέλθουν με την καταστροφή των στον Αρμαγεδδώνα, αλλ’ ο νόμος του Θεού θα παραμείνη και θα εφαρμόζεται σ’ εμάς για πάντα. Γι’ αυτό και πρέπει ακριβώς ν’ αγαπούμε πάντοτε. «Διότι ο αγαπών τον άλλον, εκπληροί τον νόμον.» Δηλαδή, τον νόμον του Θεού, όχι τον νόμον των ‘ανωτέρων εξουσιών’. Ο Ιησούς είπε ότι η δεύτερη από τις πιο μεγάλες εντολές του Θεού σ’ εμάς είναι αυτή: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.»—Ματθ. 22:35-39.
31. Το ότι εξετάζομε αυτό το ζήτημα της αγάπης, ποιο γεγονός δείχνει όσον αφορά την υποταγή μας στις ‘ανώτερες εξουσίες’;
31 Αυτό αποδεικνύει ότι η υποταγή μας στις κοσμικές ‘ανώτερες εξουσίες’ είναι μόνο σχετική, όχι ολοτελής, και ότι δεν μας υποχρεώνει συγχρόνως να παραβλέπωμε τον νόμον του Θεού. Αν υπετασσόμεθα σ’ αυτές τις εξουσίες κατά πάντα, τότε σε πολλές περιπτώσεις δεν θα έπρεπε να υπακούσωμε στον νόμον του Θεού· ναι, δεν θα επεδεικνύαμε αγάπη στον Θεό ή στον πλησίον μας, και θα παρεβιάζαμε τη Χριστιανική μας συνείδησι.
32. Πώς αποδεικνύεται στο Ρωμαίους 13:9 η πηγή του νόμου που νοείται εδώ, και πώς τούτο περιορίζει την υποταγή μας στις εξουσίες;
32 Ο νόμος που νοείται εδώ είναι ο νόμος του Ιεχωβά Θεού. Αυτό αποδεικνύεται από τα αμέσως επόμενα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Επειδή το, “Μη μοιχεύσης, Μη φονεύσης, Μη κλέψης, Μη ψευδομαρτυρήσης, Μη επιθυμήσης”, και πάσα άλλη εντολή, εν τούτω τω λόγω συμπεριλαμβάνεται, εν τω “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.» (Ρωμ. 13:9) Γι’ αυτό, αν οι ‘ανώτερες εξουσίες’ απαιτούσαν από μας να φονεύσωμε, ή ν’ ασχοληθούμε μαζί τους σε μια επιθετική εκστρατεία υποκινούμενη από την επιθυμία αποκτήσεως της ιδιοκτησίας των άλλων κι έτσι κλοπής της ιδιοκτησίας ή αφαιρέσεώς της δια της βίας, δεν θα μπορούσαμε να υποταχθούμε σ’ αυτές ως τον βαθμόν αυτόν. Όλ’ αυτά αποτελούν άμεση παραβίασι του νόμου του Θεού που απαιτεί από μας αγάπη στον πλησίον. Ωστόσο, σε καιρό σαρκικού πολέμου, οι ‘ανώτερες εξουσίες’ απαιτούν από τους πολίτας να κάμουν πράγματα, τα οποία, αν τα έκαναν, τα ίδια αυτά πράγματα, σε καιρό ειρήνης, θα επέφεραν επάνω των τιμωρίαν από τις εξουσίες.
33. Η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας τι θα μας εμποδίση να πράξωμε και τι δεν θα επέλθη επάνω μας από τις εξουσίες;
33 Αν αγαπούμε τον πλησίον μας ή τον συνάνθρωπό μας, δεν θα διαπράξωμε ανηθικότητα ή άλλες παραβάσεις του νόμου, που συνεπάγονται την οργίλη εκδίκησι των πολιτικών αρχόντων, δημοσίων λειτουργών, υπερτέρων δυνάμεων, ανωτέρων εξουσιών, αυτές δε οι εξουσίες δεν θα χρησιμοποιούσαν την «μάχαιραν» των εναντίον μας.
34. Παραθέτοντας εδώ ο Παύλος από τον νόμον του Θεού, τι τονίζει για την υποταγή μας στις εξουσίες;
34 Ο νομικός κώδιξ, από τον οποίον ο απόστολος Παύλος παρέθεσε τ’ ανωτέρω, ήταν ο κώδιξ του Ιεχωβά Θεού δια του Μωυσέως. (Έξοδ. 20:13-15, 17· Λευιτ. 19:18· Ματθ. 22:39, 40) Ο Παύλος, παραθέτοντας απ’ αυτόν τον νόμον στην εξέτασι της Χριστιανικής υποταγής στις ‘ανώτερες εξουσίες’, χαρακτηρίζει την έννοια της υποταγής αυτής και τονίζει ότι δεν είναι απεριόριστη, θέλει να γνωρίζωμε ότι η υποταγή είναι οριστικά περιωρισμένη από τον νόμον του Ιεχωβά Θεού. Πρωτίστως, πρέπει να τηρούμε τον νόμον του Θεού.
35. Όπως διευκρινίσθη στον νόμον του Θεού δια του Μωυσέως, τι δεν θα μας επιτρέψη να κάμωμε ο Θείος νόμος της αγάπης δια του Χριστού, και με ποιο αποτέλεσμα στην υποταγή μας στις εξουσίες;
35 Οι Χριστιανοί δεν είναι υπό τον νόμον που εδόθη μέσω του Μωυσέως, αλλ’ είναι οριστικά υπό τον θείον νόμον της αγάπης. Ο Υιός του Θεού είπε στους μαθητάς του: «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους· καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους.» (Ιωάν. 13:34) Αν η αγάπη συνοψίζη τον νόμον του Θεού, που εδόθη στον Ισραήλ δια του Μωυσέως και δεν επέτρεπε στους Ισραηλίτας να βλάψουν τον πλησίον των ή συνάνθρωπόν των, τότε βέβαια η θεία εντολή της αγάπης δια του Χριστού δεν θα επιτρέψη στους Χριστιανούς να πράξουν το κακόν. Οι ανώτερες εξουσίες δεν έχουν δικαίωμα ή εξουσία από τον Θεό να υποτάξουν τους μαθητάς του Χριστού σε μια εκστρατεία μίσους εναντίον των άλλων και κατόπιν να προσπαθήσουν να κάμουν τους μαθητάς του ν’ ακολουθήσουν βιαίως αυτή την εκστρατεία μίσους.
36. Αν η αγάπη για τον πλησίον επηρεάζη την υποταγή μας στις εξουσίες, τι μπορεί να λεχθή για την αγάπη μας προς τον Θεό;
36 «Η αγάπη κακόν δεν κάμνει εις τον πλησίον· είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου η αγάπη», προσθέτει το εδάφιο Ρωμαίους 13:10. Η αγάπη είναι εκπλήρωσις του Θείου νόμου. Η αγάπη ενεργεί ασφαλώς ως μία οροθετική δύναμις. Θέτει όριο στο πόσο μπορεί να προχωρήση από μέρους μας η υποταγή μας στις κοσμικές εξουσίες. Αν η αγάπη προς τον πλησίον μας δεν θα μας άφηνε να υποχωρήσωμε στις κοσμικές εξουσίες για να κάμωμε κακό στον πλησίον μας, πολύ περισσότερο δεν θα μας άφηνε η αγάπη μας προς τον Θεό, μια ανώτερη αγάπη, να το πράξωμε αυτό.
37. Ποιο δικαίωμα δεν έχουν οι ‘ανώτερες εξουσίες’ όσον αφορά την αγάπη προς τον Θεό, και πώς η αγάπη αυτή αποτελεί ασφάλειαν στις σχέσεις μας μαζί των;
37 Οι ‘ανώτερες εξουσίες’ δεν έχουν το δικαίωμα ν’ απαιτούν από αφιερωμένους Χριστιανούς να εγκαταλείψουν την αγάπη των προς τον πλησίον των. Πολύ ολιγώτερο δικαιούνται αυτές οι εξουσίες να προσπαθήσουν να μας κάμουν αθεϊστάς και να μας κάμουν να εγκαταλείψωμε την προς τον Θεόν αγάπη μας. Δεν έχουν δικαίωμα από τον ουρανό να προσπαθήσουν να μας κάμουν να παραβούμε την πρώτη εντολή στο σύμπαν. Ο Ιησούς είπε: «“Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.” Αύτη είναι πρώτη και μεγάλη εντολή.» (Ματθ. 22:37, 38, ΜΝΚ) Όπως δε είναι η προς τον πλησίον αγάπη, έτσι είναι και η αγάπη μας προς τον Θεό. Θα οφείλωμε πάντοτε αγάπη σ’ αυτόν από αυτή την άποψι θα είμεθα πάντοτε οφειλέται σ’ αυτόν. Η αγάπη γι’ αυτόν θα χρησιμεύη ως ένας παράγων ασφαλείας. Ακόμη κι όταν είμεθα υπό πίεσιν από άδικες, διεστραμμένες ‘ανώτερες εξουσίες’, που απαιτούν από τους Χριστιανούς ό,τι ανήκει μόνο στον Θεό, η προς τον Θεόν αγάπη ποτέ δεν θα μας αφήση να πράξωμε το κακό.
ΥΠΟΤΑΓΗ ΕΠΙ ΠΟΣΟΝ ΚΑΙΡΟ;
38. Γιατί είναι πιο επείγουσα σήμερα η ανάγκη να πράττωμε τα όσα διατασσόμεθα, και γιατί επίσης επειδή η σωτηρία μας έρχεται μέσω της βασιλείας του Θεού;
38 Η επείγουσα ανάγκη να πράττωμε τα όσα παραγγέλλονται στην προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο δέκατο τρίτο, είναι σήμερα μεγαλύτερη από όσο ήταν στην εποχή του αποστόλου Παύλου. Πρέπει, λοιπόν, να ενστερνισθούμε περισσότερο την αιτία, για την οποία πρέπει να τα πράττωμε αυτά, όπως μεταδίδεται με τα επόμενα λόγια του Παύλου: «Και μάλιστα εξεύροντες τον καιρόν, ότι είναι ήδη ώρα να εγερθώμεν εκ του ύπνου· διότι είναι πλησιεστέρα εις ημάς η σωτηρία παρ’ ότε επιστεύσαμεν.» (Ρωμ. 13:11) Όχι μόνο το ν’ αποφύγωμε την οργίλη εκδίκησί της «εξουσίας» με τη «μάχαιρά» της, όχι μόνο η Χριστιανική μας συνείδησις, αλλά και το στοιχείο του χρόνου μάς ειδοποιεί να πράττωμε το καλό και να μην πράττωμε το κακό. Η σωτηρία μας ως Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά είναι πλησιέστερα για μας σήμερα απ’ όσο ήταν στην εποχή του Παύλου ή ακόμη από όσο ήταν όταν επιστεύσαμε. Η σωτηρία αυτή είναι μέσω της βασιλείας του Θεού, την οποίαν Αυτός ίδρυσε στους ουρανούς το 1914, ενθρονίζοντας τον βασιλικόν του Υιό Ιησού Χριστό. Η βασιλεία εκείνη θα είναι η μόνη άρχουσα εξουσία στον ερχόμενο νέο κόσμο. Θα είμεθα υποτεταγμένοι σ’ αυτήν.—1 Κορ. 15:24, 25.
39. (α) Ποιο χρέος προς τη βασιλεία του Θεού υπερβαίνει εκείνο που αφορά τα όσα αναφέρονται στην 1 Τιμόθεον 2:1, 2; (β) Για ποιο επίμαχο ζήτημα έχομε αφυπνισθή, και ποια απόφασι ελάβαμε;
39 Οι ‘ανώτερες εξουσίες’, που υπάρχουν σήμερα με την άδεια του Θεού, μπορούν να μας υποβοηθήσουν ως Χριστιανούς να διάγωμε μια ήσυχη και ήρεμη ζωή με πλήρη ευσέβεια, αν δεν μας διώκουν ή αν μας προστατεύουν από εκείνους που μας εμποδίζουν και μας διώκουν. (1 Τιμ. 2:1, 2) Αλλά δεν μπορούν να μας δώσουν αιώνια σωτηρία. Το χρέος μας, λοιπόν, στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερο από το χρέος μας σ’ αυτές τις εξουσίες. Ώστε, κι αν ακόμη νομοθετούν εναντίον της κηρύξεως της βασιλείας του Θεού, εμείς πρέπει να εξακολουθήσομε να κηρύττωμε τη βασιλεία σ’ εκπλήρωσι του κατά Ματθαίον 24:14. Γνωρίζομε την εποχή, σύμφωνα με την εκπλήρωσι της Βιβλικής προφητείας, που δείχνει ότι εφθάσαμε στον «έσχατον καιρόν» του παρόντος κοσμικού συστήματος πραγμάτων με τις ‘ανώτερες εξουσίες’ του. (Ματθ. 24:3-33) Ηγέρθημεν από τον ύπνο. Δεν υπνώττομε ως προς το μεγαλύτερο ζήτημα της ημέρας, την παγκόσμια κυριαρχία του Θεού δια της βασιλείας του εναντίον της διακυβερνήσεως του Σατανά. Ως Χριστιανοί έχομε αποφασίσει υπέρ της βασιλείας του Θεού, η οποία φέρει σωτηρίαν.
40. (α) Ποια ημέρα επλησίασε, και ποια νύχτα έχει πολύ προχωρήσει; (β) Επομένως σε ποια σκοτεινά έργα δεν ενασχολούμεθα εν σχέσει με τις εξουσίες;
40 «Η νυξ προεχώρησεν, η δε ημέρα επλησίασεν· ας απορρίψωμεν λοιπόν τα έργα του σκότους, και αν ενδυθώμεν τα όπλα του φωτός.» (Ρωμ. 13:12) Από το έτος 1914 η ημέρα της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού είναι πλησιέστερα από κάθε άλλη φορά, η δε νύχτα της επικρατείας του Διαβόλου με το ορατό της σύστημα πραγμάτων έχει πολύ προχωρήσει. Ο απλούς κοινός νους υπαγορεύει ότι τώρα όσο ποτέ πριν δεν είναι καιρός να επιδιδώμεθα στα «έργα του σκότους», τα είδη των έργων, τα οποία τα κακού φρονήματος άτομα προσπαθούν να κάμουν κάτω από το κάλυμμα του σκότους, για ν’ αποφύγουν την οργίλη εκδίκησί των ‘ανωτέρων έξουσιών’, που φέρουν την «μάχαιραν». Σε καμμιά περίστασι δεν θα μπορούσαμε να λάβωμε μέρος σε μυστικές πολιτικές συνωμοσίες ή σε παρεμπόδισι των κρατών, που είναι ενασχολημένα σε διαμάχες για την αυτοάμυνα, ή στο να εκκολάπτωμε εξεγέρσεις κι επαναστάσεις. Στη διάρκεια του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί μάρτυρες του Ιεχωβά κατηγορήθησαν για τέτοια σκοτεινά σχέδια. Εν τούτοις, όλες οι περιπτώσεις αυτού του είδους αργότερα απεδείχθησαν ψευδείς, με την κατάλληλη νομική ενέργεια. Γιατί; Διότι εμείς δεν αναμιγνυόμεθα στην πολιτική.
41. Τι είπε ο Παύλος για τον αγώνα, στον οποίον έχομε εμπλακή τώρα;
41 Γνωρίζομε τον αγώνα στον οποίον έχομε εμπλακή. Δεν είναι εναντίον αίματος και σαρκός. Δεν είναι εναντίον ανθρωπίνων ‘ανωτέρων εξουσιών’. Ο απόστολος Παύλος είπε: «Ενδύθητε την πανοπλίαν του Θεού, δια να δυνηθήτε να σταθήτε εναντίον εις τας μεθοδείας του διαβόλου· διότι δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ’ εναντίον εις τας [πνευματικάς] αρχάς, εναντίον εις τας [πνευματικάς] εξουσίας, εναντίον εις τους [πνευματικούς] κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνιος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις.»—Εφεσ. 6:11, 12.
42. Ποια όπλα, συνεπώς, δείχνει ο Παύλος ότι ένας Χριστιανός είναι εξουσιοδοτημένος να φέρη, ενώ είναι σε υποταγή στις εξουσίες, και για ποιο πράγμα πολεμούν αυτά τα όπλα και εναντίον τίνος;
42 Δεν είμεθα, λοιπόν, στο κέρας ενός διλήμματος όπως ήσαν οι Γερμανοί Διαμαρτυρόμενοι στην Κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία. (Ξύπνα! 8ης Φεβρουαρίου 1961, σελίδες 13-16) Έχομε ενδυθή τα πνευματικά «όπλα του φωτός» για έναν αγώνα εναντίον του σκότους, των μεθοδειών του Διαβόλου. Αυτό είναι το είδος των όπλων, που ένας Χριστιανός είναι εξουσιοδοτημένος να φέρη ενόσω είναι ‘εν υποταγή εις τας υπερέχουσας εξουσίας’. Κανένα άλλο είδος όπλων δεν διδάσκεται ένας Χριστιανός να φέρη· με αυτά δε τα όπλα δεν παρακούει στον θείο νόμο της αγάπης ούτε βλάπτει κανένα. (Ρωμ. 6:13· 2 Κορ. 6:7· 10:4) Αυτά τα όπλα πολεμούν εναντίον του σκότους με την ανηθικότητά του, τους φόνους του, τις ληστείες του, και λοιπά. Πολεμούν για τη διαφώτισι των λαών όλων των εθνών, ώστε να μπορέσουν να λάβουν τη στάσι των υπέρ της βασιλείας του Θεού που πρόκειται να τους ευλογήση.
43, 44. (α) Πώς πρέπει να συμπεριφερώμεθα, και έτσι με ποιους αποφεύγαμε να έλθωμε σε σύγκρουσι; (β) Με τέτοια διαγωγή, σε ποιον δεν αποτυγχάνομε να είμεθα ευάρεστοι, και τι δεν διακινδυνεύομε;
43 Το ότι αυτός είναι ο σκοπός αυτών των «όπλων του φωτός» διασαφηνίζεται από τα επόμενα λόγια του αποστόλου: «Ας περιπατήσωμεν ευσχημόνως ως εν ημέρα· μη εις συμπόσια και μέθας, μη εις κοίτας και ασελγείας, μη εις έριδα και φθόνον. Αλλ’ ενδύθητε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και μη φροντίζετε περί της σαρκός, εις το να εκτελήτε τας επιθυμίας αυτής.»—Ρωμ. 13:13, 14.
44 Περιπατώντας «ευσχημόνως ως εν ημέρα», οπότε οι εξουσίες της χώρας και κάθε άλλος μπορούν να μας ιδούν, δεν συγκρουόμεθα προς τις ‘ανώτερες εξουσίες’, διότι δεν παραβαίνομε τους νόμους των, που απαιτούν καλή, ειρηνική, ηθική διαγωγή. Εφόσον, βέβαια, δεν θα μπορούσαμε να είμεθα ευάρεστοι στις επίγειες εξουσίες, αν πηγαίναμε εναντίον αυτών των νόμων, πολύ λιγώτερο δεν θα μπορούσαμε να είμεθα ευάρεστοι στον Ύψιστο Θεό πράττοντας τούτο. Εν τούτοις, περιπατώντας «ευσχημόνως ως εν ημέρα», αξίζομε τον έπαινο των ‘ανωτέρων εξουσιών’, που φέρουν την «μάχαιραν», και δεν επιφέρομε μομφή στον Θεό μας ή στην αλήθεια του ή στην εκκλησία του. Επίσης, δεν θέτομε σε κίνδυνο τη σωτηρία μας με τη βασιλεία του Θεού.
45. Πώς θα επηρεάση τη θέσι μας εν σχέσει με τα έργα του σκότους το να ‘ενδυθώμεν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν’, και ποιο όργανον δεν θα δώσωμε αιτία να χρησιμοποιηθή εναντίον μας;
45 Όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, δεν εσχετίσθη με τα πράγματα του σκότους, τα συμπόσια, τις μέθες, τις ασέλγειες, την έκλυτη διαγωγή, τις διαμάχες και τους φθόνους ή τα όσα πράττουν οι άνθρωποι, όταν υποκύπτουν στις επιθυμίες της σαρκός και προβαίνουν εσκεμμένα στην ικανοποίησι των επιθυμιών αυτών. Αν, λοιπόν, ‘ενδυθώμεν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν’ κι επιδείξωμε στους ανθρώπους μια εικόνα του πώς ήταν εκείνος, θ’ απομακρυνώμεθα απ’ αυτά τα έργα του σκότους. Προς χάριν μας, προς χάριν των Χριστιανών αδελφών μας, θα τα καταπολεμήσωμε αυτά τα έργα με τα «όπλα του φωτός». Έτσι θα κοσμήσωμε τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού, την οποίαν κηρύτταμε. Ιδιαίτερα, απ’ αυτή την άποψι, δεν θα δώσωμε πραγματική αιτία στις ‘ανώτερες εξουσίες’, στις οποίες ακόμη υποτασσόμεθα, να χρησιμοποιήσουν την «μάχαιράν» των εναντίον μας.
46, 47. (α) Επί πόσον καιρό θα εξακαλουθήσωμε να υποτασσώμεθα στις ‘υπάρχουσες εξουσίες’ και πώς; (β) Έτσι τι θα μας βοηθήση η ευσυνείδητη υποταγή μας να διατηρήσωμε, όπως στην περίπτωσι του προφήτου Δανιήλ;
46 Υπακούοντας στην προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο δέκατο τρίτο, θα εξακολουθήσωμε να υποτασσώμεθα στις ‘υπάρχουσες εξουσίες’ ώσπου να καταστραφούν στον επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο του Αρμαγεδδώνος. Θα υποτασσώμεθα σ’ αυτές, άσχετα με το ποιο πολιτικό κόμμα κατέχει τη δύναμί της εξουσίας, ή ποιο πολιτικό συγκρότημα μπορεί βίαια να καταλάβη την εξουσία.
47 Μ’ αυτόν τον τρόπο η ευσυνείδητη υποταγή μας στις ‘υπάρχουσες εξουσίες’ μας βοηθεί να διατηρήσωμε τη Χριστιανική μας ουδετερότητα προς τις πολιτικές εκστρατείες και μάχες όλων των εθνών του κόσμου αυτού. Είμεθα όπως ο προφήτης Δανιήλ, ο οποίος δεν ηναντιώθη αλλ’ υπετάχθη στους Μηδο-Πέρσας κατακτητάς Δαρείον και Κύρον μετά την ανατροπή απ’ αυτούς της ασεβούς Βαβυλώνος.—Δαν. 5:26 έως 6:5.
48. (α) Έτσι, ως Χριστιανοί ουδέτεροι, σε ποια πράγματα δεν θα λάβωμε μέρος; (β) Στον νέο κόσμο του Θεού, ποιες δυσκολίες δεν θα υπάρχουν για κείνους που με αγάπη υποτάσσονται;
48 Ως Χριστιανοί ουδέτεροι δεν θα λάβωμε μέρος σε επαναστάσεις, οχλοκρατίες, αναρχία ή άλλη δημοσία αναταραχή. Ακόμη και στην επικείμενη μάχη του Αρμαγεδδώνος δεν θα υψώσωμε χέρι εναντίον των ‘υπαρχουσών εξουσιών’ για να επισπεύσουμε την καταστροφή των. Θ’ αφήσωμε τον Θεό, την Πηγή κάθε εξουσίας, ν’ αφαιρέση τον έλεγχον από τις ‘υπάρχουσες εξουσίες’ και να τις αντικαταστήση πλήρως με τη δικαιωματική βασιλεία του Υιού του Ιησού Χριστού. (2 Χρον. 20:15-17· Δαν. 2:44) Τότε, στον νέο κόσμο του Θεού, δεν θα υπάρχουν δυσχέρειες οποιουδήποτε είδους μεταξύ Χριστιανικής συνειδήσεως και υποταγής στον Βασιλέα Ιησού Χριστό, διότι σ’ αυτόν «υπετάχθησαν άγγελοι και εξουσίαι και δυνάμεις.» (1 Πέτρ. 3:22) Αιώνιες ευλογίες θα πέφτουν σαν βροχή από τον ουρανό σε όλους τους ανθρώπους της παραδεισιακής γης, οι οποίοι στοργικά θα υποτάσσωνται στον Βασιλέα, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και προς υποστήριξιν της τελείας του διατάξεως.